Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα

Δεν είχα ιδέα πού βρισκόμουν. Είχα περιπλανηθεί για ώρα στα σοκάκια της πόλης, ψάχνοντας για κάποιο γνωστό σημάδι, μάταια όμως. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και τα ψηλά κτήρια έκρυβαν τον ορίζοντα.

Ίσως να έφταιγα κι εγώ. Συχνά μου έλεγαν ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα και ένας κόμπος στα σωθικά μου, μου έλεγε ότι ίσως αυτό γράφτηκε και για εμένα. Από δική μου ξεροκεφαλιά εξάλλου βρέθηκα εδώ.

Είχα αρχίσει να απελπίζομαι, όταν ξαφνικά πήρα μία στροφή που μου φάνηκε γνώριμη και τότε το αντίκρισα. Πάγωσα στη θέση μου και εξέτασα προσεκτικά το θέαμα. Και ύστερα, ενώ το ένστικτό μου, μου έλεγε να φύγω τρέχοντας, το πλησίασα.

Οι ασημένιες αχτίδες του φεγγαρόφωτου, που έρχονταν από τον κρυμμένο ορίζοντα, δημιουργούσαν ένα ισόπλευρο τρίγωνο στον τοίχο απέναντί μου. Η κορυφή του με παρέπεμπε προς τα κάτω. Τα λόγια της γριάς μάντισσας μπλέχτηκαν στο μυαλό μου. Κάτω από το ασημένιο τρίγωνο υπάρχει μια πόρτα αόρατη στα μάτια των πολλών. Ένιωσα τις τριχούλες από το σβέρκο μου να διαμαρτύρονται. Έκαναν επανάσταση, ορθώνοντας το ανάστημά τους. Κάθε βήμα μου και μια ανάσα. Κάθε ανάσα και μια λόγχη φόβου στην καρδιά. Όσο κι αν η φωνή μέσα μου ούρλιαζε να φύγω, τόσο εγώ κρατιόμουν στην εμμονή μου. Εξάλλου, άδικα με αποκαλούσαν γάτα; Είχα αρκετές ζωές ακόμα να σπαταλήσω. Τι να φοβηθώ;

Στάθηκα μπροστά στο τρίγωνο του φεγγαριού. Έκλεισα τα μάτια. Σε λίγο θα ξημέρωνε η έβδομη μέρα του Ιουνίου, του 2006. Θα έχανα την ευκαιρία. Άπλωσα το χέρι, διαπερνώντας τον τοίχο. Η πέτρα ήταν ρευστή. Μια δροσερή αύρα χάιδεψε το άκρο μου. Πήρα μια βαθιά αναπνοή, λες και επρόκειτο να κάνω μακροβούτι στα σκούρα νερά μιας αφιλόξενης θάλασσας. Μπήκα στην πύλη και ένιωσα το σώμα μου να βουλιάζει σε ένα απύθμενο κενό. Κορδέλες από αναμνήσεις της ζωής μου χόρευαν γύρω μου. Το κεφάλι μου μπλέχτηκε σε μια τέτοια κορδέλα και είδα ένα γνωστό χαμόγελο. Εισχώρησε σε μια δεύτερη και άκουσα ένα ουρλιαχτό. Στην τρίτη είδα άλικο αίμα. Ξάφνου έφτασα στο τέρμα της πτώσης μου. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα τριγύρω. Πέτρα και φωτιά. Η είσοδος της κόλασης. Απέναντί μου έχασκε ένα μαύρο άνοιγμα. Αφουγκράστηκα και άκουσα μικρούς θορύβους. Κάτι πλησίαζε. Τα πόδια μου μαζεύτηκαν στο σώμα μου και όλος σε μια γωνιά. Μικρά χαχανητά γέμισαν τον χώρο, σαν ήχοι από πιάνο ξεκούρδιστο. Σκιές σάλευαν στην είσοδο της σπηλιάς. Οι φωτιές ολόγυρα τρεμούλιασαν. Το αίμα μου αρνιόταν να φτάσει στα δάχτυλά μου.

Τρεις γυναίκες εμφανίστηκαν. Η πρώτη μελαχρινή, με μάτια εβένινα, χαοτικά. Δυο μαύροι κύκλοι κρέμονταν από κάτω. Από κάθε πόρο του δέρματός της έσταζε αίμα, το οποίο εξαϋλωνόταν στο διάβα της, σαν ερυθρός αέρας. Κόκκινες τουλίπες ξερνούσε και το κατάμαυρο φόρεμα της. Μια θλίψη και μια ειρωνεία γεννούσε η ματιά της. Η δεύτερη ήταν ισχνή, καστανή, αλλά άχρωμη. Κουρέλια κρέμονταν από παντού. Το ίδιο της το δέρμα, ένα κουρέλι ήταν. Τα μάτια της είχαν βυθιστεί στις κόγχες τους και η δυσωδία της, αποπνικτική. Η τελευταία ήταν μια φλογερή κοκκινομάλλα. Μια προστυχιά ανέδυαν οι κινήσεις και το βλέμμα της. Υγρά τα μάτια και τα χείλια της, και τα κατακόκκινα εσώρουχά της, υγρά κι αυτά.

Κοντοζύγωσαν με αργά βήματα και με παρατήρησαν. Παγωμένα η μία, θλιμμένα η άλλη, ερωτικά η τρίτη. Η μαυρομάλλα έκανε το πρώτο βήμα. Ζάρωσα στην θέση μου. Στάθηκε ακριβώς από πάνω μου. Πρότεινε το χέρι της, ζητώντας το δικό μου. Ο εγκέφαλος μου δεν έδινε την εντολή. Τα μάτια της αμέσως συννέφιασαν. Έγιναν δύο τρύπες σκοτεινές. Δεν είχα άλλη επιλογή. Με τρεμάμενα πόδια σηκώθηκα και της έδωσα το χέρι μου. Με μια κίνηση κόλλησε το κορμί της πάνω μου και τα χείλη της στα δικά μου. Η στυφή γεύση του αίματος με πλημμύρισε. Τα μάτια μου σφράγισαν και ένιωσα το σώμα μου έρμαιο σε μια δίνη του χρόνου.

Το τοπίο δεν άλλαξε. Παραμείναμε στα έγκατα της γης. Η σπηλιά που βρεθήκαμε ήταν αποπνικτική. Ο αέρας δεν επαρκούσε στα πνευμόνια μου. Αφού συνήλθα από την παραζάλη, κοίταξα ολόγυρα. Ο χώρος ήταν άδειος, αλλά μια οικεία αίσθηση με τύλιξε. Μια μυρωδιά φρεσκοπλυμένων ρούχων με άρωμα λεβάντας. Απαλή μουσική σε τζαζ ρυθμούς. Αναμνήσεις θαμμένες στα βάθη του μυαλού μου. Κοίταξα αριστερά μου και είδα να εμφανίζεται στην υγρή πέτρα ένα διάφανο κάδρο με λουλούδια. Μπροστά μου έπαιρνε μορφή ένα κρεβάτι με ροζ σεντόνια και ένας τοίχος με κολάζ από αφίσες. Δεξιά μου μια πόρτα αχνοφαινόταν. Πάνω της κολλημένο το πρόγραμμα των μαθημάτων της σχολής μου. Τι παιχνίδι παιζόταν στο μυαλό μου; Κοίταξα την γυναίκα δίπλα μου. Το χαμόγελό της έμοιαζε νοσηρό. Ένιωσα ασφυκτικά, πιεζόταν το στήθος μου. Η πόρτα άνοιξε και εισέβαλε στον χώρο μια κοπέλα. Τα μάτια της κατακόκκινα από το κλάμα. Τρέχοντας με διαπέρασε, λες και ήμουν από αέρα πλασμένος. Αναρρίγησα. Δεν έφταιγε η επαφή, αλλά οι αναμνήσεις. Τα ίδια ξανθά μαλλιά, γνωστά τα γαλάζια μάτια, δυνατό το καρδιοχτύπι. Κρατούσε στο χέρι της ένα χαρτί. Το χτύπησε με σθένος στο τραπέζι που είχε σχηματιστεί κάτω από το παράθυρο. Πλησίασα σχεδόν τρεκλίζοντας. Το κοίταξα. Απορριπτική ή απάντηση. Ένα σκοινί με μια θηλιά πετάχτηκε σαν φίδι από το ταβάνι. Λικνιζόταν στον αέρα. Αδημονούσε!

Η αιματορέουσα γυναίκα πλησίασε και ακούμπησε τα μολυσμένα χέρια της στο κεφάλι του νεανικού μου έρωτα. Τρύπωσαν στον εγκέφαλό της. Το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας συσπάστηκε. Η γυναίκα, που την χαλιναγωγούσε πίσω της, απόκτησε μια έκφραση ευφορίας, ηδονής σχεδόν. Το σκοινί – ερπετό πλησίασε και τυλίχτηκε γύρω από τον λαιμό της. Σε μια στιγμή βρέθηκε κρεμασμένη στον αέρα να ψυχορραγεί.

Έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα ήμουν εγώ στην θέση της. Το σκοινί μου πίεζε την καρωτίδα. Εκλιπαρούσε το σώμα μου για μια ανάσα. Γεύτηκα τον πόνο της, το παράπονό της. Την αδικία που της χάρισα, κλέβοντας την πτυχιακή της εργασία. Θυμήθηκα τον θάνατό της. Δεν ένιωσα τίποτα τότε. Καμία ενοχή. Τώρα ζω την απόγνωση. Βλέπω το σώμα μου μετέωρο, να αγωνιά για επιβίωση. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. Ξεπηδούν από μέσα μου. Η γλώσσα μου στεγνή κρέμεται στο πλάι. Τα δάχτυλα των άκρων μου τεντώνουν σαν βεντάλια. Ζεστό υγρό κυλάει από τα σκέλια μου. Ο θάνατος μυρίζει κάτουρο.

Το σώμα μου, σακί που σωριάζεται στο πάτωμα. Ένας βήχας ξερός γδέρνει τον λαιμό μου. Ανοίγω τα μάτια και αντιλαμβάνομαι πως επέστρεψα στην πρώτη σπηλιά. Απέναντι μου κράζουν σαν όρνεα οι δύο γυναίκες που με αντικρίζουν. Τρέφονται με τον πόνο μου. Το χέρι μου αγγίζει τον λαιμό μου. Καίει και τσούζει. Αίμα γεμίζει η παλάμη μου. Όμως ζω…

Ζητώ να φύγω από εκεί μέσα. Να ξυπνήσω από τον εφιάλτη που περνάω λόγω της ξεροκεφαλιάς μου. Οι χρησμοί της μάντισσας χωλαίνουν στο μυαλό μου. Μέσα στην πύλη θα βρεις δύναμη, θα γίνεις κυρίαρχος του εαυτού σου και των άλλων. Όμως εγώ πονάω και φοβάμαι.

Με πλησιάζει η ρακένδυτη γυναίκα. Δεν περπατάει, σέρνεται. Με κάθε βήμα της βυθίζεται βαθιά μέσα στην γη. Σχεδόν με έχει φτάσει, μα μόνο το μισό της σώμα είναι ελεύθερο. Το υπόλοιπο θαμμένο. Τα μάτια της στάζουν μαύρο, κολλώδες υγρό. Η δυσωδία της με πνίγει. Σταματάει μπρος μου. Σηκώνει το κεφάλι και με κοιτά. Γελά και διακρίνεται το άδειο από δόντια στόμα της. Νύχια δεν υπάρχουν στα δάχτυλά της, μόνο υπολείμματα από φαγωμένες σάρκες και κακάδια. Αρπάζει τα πόδια μου και με τραβά μέσα στο έδαφος. Βουλιάζω μαζί της. Προσπαθώ να κρατηθώ στην επιφάνεια, αλλά είναι μάταιο. Το έδαφος είναι πλέον μια κινούμενη άμμος και με ρουφά. Νιώθω τα εντόσθια της γης να τρίβονται στο σώμα και το πρόσωπό μου. Τα πετρώματα να ξεσκίζουν τις σάρκες μου. Ακαθαρσίες να μπαίνουν στο στόμα μου και να με πνίγουν. Σκουλήκια να εισχωρούν στα ρουθούνια μου. Είμαι θαμμένος ζωντανός!

Η γη, όμως, με φτύνει σαν μίασμα από τα σωθικά της. Καταλήγω σε μια ακόμα σπηλιά, λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Η γυναίκα βρίσκεται πάνω στα πόδια μου και γλύφει τις ακαθαρσίες που άφησε το χώμα πάνω μου. Την κλωτσάω μακριά κι αυτή γελώντας μαζεύεται σε μια γωνία σαν αράχνη.

Η σπηλιά αλλάζει μορφή. Γίνεται δρόμος υγρός, γεμάτος σκουπίδια και ξερατά. Απέναντί μου είναι ένα πεζοδρόμιο, φωτισμένο από μια λάμπα που αναβοσβήνει. Ένας τεράστιος σκουπιδοτενεκές στέκει στην γωνία και δίπλα του πεταμένα χαρτόκουτα με μια στοίβα από κουρέλια πάνω τους. Πλησιάζω. Το τρεμάμενο φως με ζαλίζει. Με μια κοντινή ματιά ανακαλύπτω πως η στοίβα με τα κουρέλια είναι άνθρωπος. Ανασαλεύει κι εγώ πισωπατάω. Ανασηκώνεται και στηρίζει την πλάτη του στον τοίχο. Λιγδιασμένα μαλλιά και γένια με υπολείμματα τροφών επάνω, ίσως και ξερατών. Μια γάτα περνάει από δίπλα. Αφήνει έναν κίτρινο λεκέ στο κουρελιασμένο μπατζάκι του. Καμία αντίδραση. Πλησιάζω περισσότερο και τον κοιτάω. Ανοίγει τα μάτια και με καρφώνει. Όχι, δεν είναι αυτός! Αποκλείεται… Ένας ρόγχος του πνίγει τον λαιμό. Βήχει και τον φτύνει στο πλάι. Φλέγμα και αίμα μαζί. Το πρόσωπό μου κολλάει στο δικό του, αλλά το βλέμμα του με διαπερνά. Νομίζω πως με αισθάνεται, γιατί τα μάτια του μετατρέπονται σε βούρκο από δάκρια. Η επιβεβαίωση της αναγνώρισής του είναι συγκλονιστική. Αναρωτιέμαι σε τι μιζέρια – κατάντια καλύτερα να πω – ξέπεσε!

Η γυναίκα – αράχνη πλησιάζει το θύμα της. Φτάνει δίπλα του και με το χέρι της σκάβει τον τοίχο. Δύο κατάμαυρες κατσαρίδες πετάγονται από μέσα. Τον βλέπω να πιάνει την μια. Την δεύτερη δεν την προλαβαίνει. Με μιας την βάζει στο στόμα και την μασάει. Ο ήχος με αναγουλιάζει. Το γέλιο της γυναίκας μου τρυπάει τα αυτιά. Το χέρι της γίνεται κεντρί και του τρυπάει την κοιλιά…

Την δική μου κοιλιά. Τα βρώμικα μούσια, μου τρώνε το πρόσωπο. Μια γεύση εντόμου έχω στο στόμα. Το έντερό μου αδειάζει μέσα στο κουρελιασμένο μου παντελόνι. Ο πόνος μου τρυπάει την καρδιά. Το χέρι από μόνο πάει στην τρύπια τσέπη του παντελονιού και βγάζει μια τσαλακωμένη φωτογραφία. Εγώ κι αυτός, και πίσω μας η εταιρία που δουλεύαμε. Έκλεισα τα μάτια και θυμήθηκα με πόσο δόλο του στέρησα την θέση που δικαιούταν. Μα εγώ τότε δεν νοιάστηκα τι θα απογίνει ο φίλος μου. Αδιαφόρησα και τον ξέχασα. Τώρα βιώνω την κατάντια του, μια άθλια ζωή, για την οποία εγώ ευθύνομαι. Ένας οξύς πόνος διαπερνά την κοιλιά μου, σαν να με σκίζουνε στα δύο. Τα σωθικά μου γίνονται κομμάτια. Ένα κύμα εμετού και αίματος πετάγεται από το σάπιο στόμα μου. Το κεφάλι μου πέφτει πάνω στο γλιστερό πεζοδρόμιο. Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, σαν κομμάτια γυαλιού, βλέπουν την τελευταία τους εικόνα. Ξερατά και ακαθαρσίες.

Τινάζομαι απότομα και σηκώνομαι όρθιος. Αντικρίζω την ίδια γνώριμη σπηλιά. Νιώθω μια σαπίλα στο στόμα και προσπαθώ να την αποβάλω φτύνοντας. Ουρλιάζω, αλλά φωνή δεν βγαίνει από μέσα μου. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να φύγω. Έξοδος δεν υπάρχει. Μόνο η τρίτη γυναίκα που με κοιτάει και χαμογελάει. Ας μη με πλησιάσει! Κάθομαι στα πόδια μου και χώνω το κεφάλι μου ανάμεσά τους. Αναλογίζομαι το κακό που έχω κάνει. Τα πτώματα που πάνω τους πάτησα, για να αποκτήσω δόξα και φήμη. Ένα χέρι αγγίζει το κεφάλι μου. Είναι ζεστό. Κοιτάζω ψηλά και την βλέπω. Είναι πανέμορφη. Μου πιάνει μαλακά το πιγούνι και με σηκώνει όρθιο. Δεν μπορώ να αντιδράσω. Δεν θέλω να αντισταθώ. Ακουμπά τα δύο της χέρια στους ώμους μου και πλέκει τα δάκτυλά της στο σβέρκο μου. Τα μαλλιά της σαν κύματα φωτιάς με τυλίγουν. Τα μάτια της, κίτρινα σαν φλόγες, με διαπερνούν. Το κορμί μου φλέγεται, η συνείδησή μου λιώνει. Όλα γύρω μου γίνονται εκτυφλωτικά και καυτά. Εξαϋλώνομαι!

Η τρίτη σπηλιά που βρίσκομαι είναι η πιο μεγάλη. Με αγγίζουν μυρωδιές από το σπίτι μου. Όχι, αυτό είναι το σπίτι μου! Κι εγώ κάθομαι στον καναπέ μου, φορώντας ένα μπουρνούζι μόνο. Το σώμα μου μοσχοβολάει. Έχω ρίξει το κεφάλι στον καναπέ και απολαμβάνω το ποτό και το τσιγάρο μου. Το κουδούνι χτυπάει. Σηκώνομαι και κατευθύνομαι στην εξώπορτα. Κάνω μια στάση στον καθρέφτη και ρίχνω μια ματιά. Χαζεύω την αλαζονεία μου. Πόσο όμορφο είναι το είδωλό μου! Με αποσπά το επίμονο χτύπημα του κουδουνιού. Ανοίγω την πόρτα και την βλέπω μπροστά μου. Με προσπερνά και το άρωμά της μεθυστικό μου γαργαλάει τα ρουθούνια. Αρχίζω και διεγείρομαι. Την ακολουθώ. Κοιτάζω τα καλλίγραμμα οπίσθιά της και θεριεύω. Την αρπάζω από πίσω και κολλάω το σώμα μου στο δικό της. Δεν αντιστέκεται. Την απαλλάσσω από τα ρούχα της κι αυτή από το μπουρνούζι μου. Η τραπεζαρία είναι δίπλα μας. Την πιάνω από την μέση και την ανεβάζω πάνω. Ένα πανάκριβο τασάκι από την Ιταλία γίνεται θρύψαλα στο πάτωμα. Ατύχημα θα πω πως ήταν. Ανοίγω τα πόδια της και μπαίνω μέσα της με δύναμη. Βογκάει ηδονικά. Ανάβω περισσότερο. Της τραβάω τα μαλλιά και οι αισθήσεις μου αγριεύουν. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω την γυναίκα με τα κατακόκκινα μαλλιά να σκύβει και να παίρνει στα χέρια της το εσώρουχο της πόρνης που πηδάω. Με την διχαλωτή γλώσσα της γλύφει το λάφυρό της. Μου χαμογελάει και το κρύβει πίσω από το μαξιλάρι του καναπέ. Δεν μου αποσπά την προσοχή. Κλείνω τα μάτια και συνεχίζω ακάθεκτος μέχρι το τέλος. Ανοίγω και παρατηρώ πως είμαι μόνος. Το όργανό μου χύνει, αλλά όχι σπέρμα. Χύνει αίμα. Ουρλιάζω, όμως φωνή δεν βγαίνει.

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η γυναίκα μου. Τύψεις με κατακλύζουν. Οι τρεις Ερινύες πετούν ψηλά με σαρδόνια χαμόγελα στα χείλη τους. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά της γυναίκας μου και να ξυπνήσω από τον εφιάλτη. Αφήνει τη τσάντα της στην είσοδο και προχωράει προς το σαλόνι. Σταματάει, κοιτώντας τον καναπέ. Το ένα μαξιλάρι είναι στραβό. Πως της ξέφυγε; Θέλει τα πάντα στην εντέλεια. Πλησιάζει να το φτιάξει. Αντιλαμβάνομαι τι πρόκειται να ακολουθήσει και ενστικτωδώς τρέχω να την προλάβω. Μα τα πόδια μου έχουν κολλήσει στο ξύλινο πάτωμα. Έχουν γίνει ξύλινα κι αυτά. Σηκώνει το μαξιλάρι και βλέπει το εσώρουχο. Νιώθω την έκπληξή της. Αισθάνομαι την αντάρα της καρδιάς της. Ο πόνος και η οργή έχουν ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Τρέχει κι ανεβαίνει την σκάλα. Εγώ έχω γίνει ολόκληρος ξύλινος, ασάλευτος. Η ώρα περνάει γρήγορα. Να την, κατεβαίνει με μια βαλίτσα κι έναν φάκελο στο χέρι. Τον πετάει, κλαίγοντας, πάνω στον καναπέ με το εσώρουχο. Ακούω την εξώπορτα να βροντάει και η δόνηση με ταράζει. Όλα γύρω μου καταρρέουν. Η μοναξιά μου γίνεται λεπίδα, που ασύστολα θερίζει. Τα πάντα αρχίζουν και λιώνουν. Χάνουν την μορφή τους, την υπόστασή τους. Μοιάζουν γκρίζα και άψυχα, όπως και η μοναξιά. Λιώνω κι εγώ μαζί. Χάνομαι!

Ξέρω πλέον που θα βρεθώ. Δεν με ενδιαφέρει αν θα σωθώ ή αν θα πεθάνω. Η σπηλιά είναι άδεια. Μόνο η μαύρη τρύπα χάσκει απέναντί μου, μονάχη της κι αυτή. Δεν έχω άλλη επιλογή. Θα μπορούσα να κάθομαι να την κοιτάζω, μέχρι να αφήσω την τελευταία μου πνοή. Αλλά έχω συνηθίσει να προχωρώ. Να πατάω επί πτωμάτων. Αυτό θα κάνω και τώρα. Βαδίζω προς το χάος. Μα δεν αντιμετωπίζω αυτό. Μια πόρτα ορθώνεται μπροστά μου. Ναι, θα την ανοίξω! Το σιδερένιο πόμολο είναι παγωμένο. Το κατεβάζω και η πόρτα ανοίγει. Τι υπάρχει μπροστά μου; Ένας καθρέφτης από άκρη σε άκρη. Κοιτάω μέσα. Το θέαμα δεν με τρομάζει. Ότι αντικρίζω, το νιώθω και μέσα μου. Την μαυρίλα γύρω από τον λαιμό μου, την τρύπα στην κοιλιά μου, το κενό στην ψυχή μου. Ουρλιάζω τόσο δυνατά που ο καθρέφτης εκρήγνυται. Εκατομμύρια θραύσματα μου διαπερνούν το δέρμα, τα σωθικά και το μυαλό. Τα νιώθω να ξεσκίζουν κάθε κύτταρό μου. Να με αποτελειώνουν. Το αξίζω!

Στέκομαι τώρα άυλος απέναντι από τον πέτρινο τοίχο. Το φεγγάρι έχει από ώρα πάρει τον δρόμο του. Κοιτάω χαμηλά και βλέπω το θρυμματισμένο σακί από αίμα και κόκκαλα, που κάποτε ονόμαζα σώμα μου. Μονάχο του. Μόνο τρεις γάτες βρίσκονται τριγύρω και γλύφουν το αίμα από το έδαφος. Προσπερνάω, πατώντας πάνω στο κορμί μου. Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα.

 

Νεκτάριος Μπουτεράκος