Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ

Blindfolded Thriller Kindle Cover

Πρόλογος

Η φωτιά στα έγκατα μιας σπηλιάς

 

29 Σεπτεμβρίου 1990. Μετά την επίσκεψή του στο Σερμπούλ Καρπαντίν, μια φυλακή του 16ου αιώνα, όπου πλέον διακοσμεί τον χώρο ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο, ο Κωνσταντίνος Εμπέογλου, ζαλισμένος από το δυνατό κρασί, κατέβηκε την οδό Λούνγκα, της Ρουμάνικης πόλης Μπρασόβ, για να πάει στο ξενοδοχείο του. Η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν δύσκολη. Είχε πολλά να ανακαλύψει κι έπρεπε να είναι νηφάλιος και ξεκούραστος. Στρίβοντας στην οδό Κρισάν, με προορισμό το Έσπριτ, ένα παραδοσιακό ξενοδοχείο, ένιωσε μια παρουσία πίσω του. Μέσα από το αδιαπέραστο σκοτάδι και τον υποφωτισμένο δρόμο δεν είχε τη δυνατότητα να δει καθαρά. Ούτε να αφουγκραστεί δεν μπορούσε γιατί η καταρρακτώδης βροχή είχε δυναμώσει. Το μόνο που πρόλαβε να διακρίνει με την άκρη του ματιού του ήταν μια σκιά να κατηφορίζει προς τη γωνία του δρόμου. Κατέβασε τη βρεγμένη τραγιάσκα του, κρύβοντας τα σμαραγδένια μάτια του, και με βήμα ταχύ έφυγε.

Δεν ήταν δυνατόν να είχαν ανακαλύψει τόσο γρήγορα τα ίχνη του. Ήταν πολύ νωρίς για αυτό. Έπρεπε οι κινήσεις του να γίνουν γρήγορες και μεθοδικές, φτάνοντας έτσι στον στόχο του πριν από τους άλλους. Με αυτές τις σκέψεις ο Κωνσταντίνος έπεσε στο κρεβάτι του δωματίου του. Έφερε στο μυαλό του την οικογένειά του και με ένα χαμόγελο έκλεισε τα μάτια.

Ο ύπνος του εκείνο το βράδυ ήταν ανήσυχος και τα όνειρα του πολύπλοκα. Είδε έναν δράκο να κατασπαράζει την ουρά του και να μεταμορφώνεται σε κύκλο. Στη συνέχεια πήρε τη μορφή μια φλεγόμενης σφαίρας από λέπια, η οποία άρχισε να καίει τα πάντα γύρω της. Ξύπνησε ταραγμένος και μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ώρα στο ηλεκτρονικό ξυπνητήρι έδειχνε έξι με έξι πρώτα λεπτά κι έξι δεύτερα. Ανατρίχιασε στην εικόνα του διαβολικού εκείνου αριθμού. Σηκώθηκε να ρίξει νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει. Κάθε διάθεση για ύπνο είχε κοπεί. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του δωματίου της Αλίκης, της συνεργάτιδάς του.

«Καλημέρα, σε ξύπνησα; Ναι μόλις σηκώθηκα. Καλό είναι να ετοιμάζεσαι για να φύγουμε. Έγινε, θα τα πούμε στην είσοδο».

Έκανε στα γρήγορα ένα ντους κι ευθύς αμέσως ετοίμασε τα πράγματά του. Φόρεσε στο δάχτυλό το χρυσό του δαχτυλίδι του με το σκαλιστό κλαδί ελιάς. Πριν αφήσει το δωμάτιο, έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Ήταν ακόμα νωπή στο μυαλό του η σκιά που είδε φευγαλέα το προηγούμενο βράδυ. Ο δρόμος ήταν ήρεμος κι άδειος. Ο ουρανός είχε ένα μωβ σκούρο χρώμα και τα πάντα καλύπτονταν από ένα σύννεφο υγρασίας. Στερέωσε καλά την τραγιάσκα στο κεφάλι του, έριξε το σακίδιο στον ώμο κι έφυγε.

Η Αλίκη, μια σαραντάρα καλοστεκούμενη γυναίκα, αρχαιολόγος κι ερευνήτρια, με ειδικότητα στους αρχαίους πολιτισμούς, βρισκόταν ακόμα στο δωμάτιο της. Έπιασε τα ξανθά της μαλλιά σε μια πρόχειρη αλογοουρά και φόρεσε τα γυαλιά της. Παρατήρησε το είδωλό της στον καθρέφτη. Τα γυαλιά ήταν άκομψα πάνω της. Θα έδινε τα πάντα για να τα ξεφορτωθεί. Δυστυχώς όμως ο αστιγματισμός της είχε αυξηθεί επικίνδυνα και μόνο τα γυαλιά την ανακούφιζαν από τους τρομερούς πονοκεφάλους.

Κρέμασε την τσάντα χιαστί στους ώμους της. Με το που έπιασε το πόμολο, είδε ένα μικρό φακελάκι πεταμένο μπροστά στα πόδια της. Το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει το περιεχόμενο. Μην τον ακολουθήσεις αν θες τη ζωή σου. Στην κάτω δεξιά γωνία του απειλητικού αυτού σημειώματος υπήρχε μια μικρή σφραγίδα. Ένα ερπετό, μάλλον φίδι ήταν, με ακτίνες περιμετρικά του κεφαλιού του. Γύρω από το ερπετόμορφο αυτό σχέδιο, στις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα, υπήρχαν κάποια άγνωστα σύμβολα, σχηματίζοντας έναν ιδιόμορφο σταυρό. Το κεφάλι της πήγε να σπάσει κι ένιωσε έναν κόμπο να κατεβαίνει στον λαιμό της. Τα μηνίγγια της άρχισαν να σφυροκοπούν κι οι παλάμες της ίδρωσαν. Μια απρόσμενη κρίση πανικού τάραξε το κορμί της. Έκατσε στα πόδια της κι έχωσε το κεφάλι της ενδιάμεσα. Το λεπτό της σώμα τη βοηθούσε σε αυτή τη στάση. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και συνήλθε λίγο. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε ή όχι να κρύψει από τον Κωνσταντίνο αυτό το σημείωμα.

Κατέβηκε στη ρεσεψιόν, άφησε το κλειδί του δωματίου της και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Ο Κωνσταντίνος την περίμενε με ένα τσιγάρο στην άκρη των χειλιών του. Πήρε μια ακόμα βαθιά ανάσα και τον πλησίασε.

«Θα σε σκοτώσει αυτό», του είπε, παρατηρώντας τον καλύτερα. «Δεν ξύπνησες με πολύ καλή διάθεση έτσι;».

Τα μάτια του έδειχναν πολύ κουρασμένα, άυπνα.

«Είχα εφιάλτες. Θα στα πω στο δρόμο. Τα πήρες όλα μαζί σου; Τον χάρτη;».

Δεν είχε διάθεση για συζήτηση κι ακόμα περισσότερο να μιλήσει για εκείνον τον εφιάλτη που τον είχε ταράξει τόσο πολύ.

«Τσέκαρα τρεις φορές. Τον έχω στην τσάντα μου».

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν.

Η πόλη ακόμα ήταν φωτισμένη. Μυστήριο κι αισθησιασμό απέπνεε κάθε πλακόστρωτο σοκάκι της Μεσαιωνικής πόλης Μπρασόβ, πρώην Στεφανούπολης, η οποία ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στα Τρανσυλβανικά όρη. Με το αυτοκίνητο πέρασαν μπροστά από την Αγία Τριάδα, μια ελληνική εκκλησία. Στηριγμένη στο προστατικό τείχος του κάστρου, χτισμένη από τούβλα και πέτρα, είχε το σχήμα σκάφους. Όλο το κτήριο παρουσίαζε μια ολότητα τρόπου και σύνθεσης με τους εσωτερικούς θόλους να κλείνουν σε κομψές καμπύλες. Ένα πραγματικό αριστούργημα. Τα φώτα της πόλης, περιτριγυρισμένα από τη θολούρα της υγρασίας, έδιναν την αίσθηση ατμοσφαιρικής ταινίας τρόμου.

Αυτό ακριβώς αισθάνθηκε κι ο Κωνσταντίνος να τον κυριεύει όσο περνούσε η ώρα. Τρόμος. Τα χέρια του ήταν ιδρωμένα έτσι ώστε συχνά του γλιστρούσε το τιμόνι.

«Όλα καλά;». Ρώτησε η Αλίκη, προσέχοντας τη νευρικότητά του.

«Ναι μια χαρά. Απλώς νιώθω λίγο κουρασμένος. Σχεδόν δεν κοιμήθηκα καθόλου».

Γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη του χαμογέλασε. Τελικά πήρε την απόφαση και της διηθήθηκε το όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδι. Η Αλίκη στο άκουσμα του δράκου αναρρίγησε. Αμέσως ήρθε στη σκέψη της το σημείωμα με τη σφραγίδα του ερπετού που είχε βρει το πρωί. Αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει στον Κωνσταντίνο για αυτό. Με το που ξεκίνησε όμως τη φράση της, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Κωνσταντίνος έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και δίχως να το καταλάβει μπήκε στο αντίθετο ρεύμα. Συνήλθε αμέσως με το ουρλιαχτό της Αλίκης και, αρπάζοντας το τιμόνι, επανέφερε το αυτοκίνητο στην κανονική του πορεία. Κοίταξε από τον καθρέφτη κι είδε μια μαύρη λιμουζίνα με φιμέ τζάμια να τον έχει πάρει στο κατόπι. Ένα γαντοφορεμένο χέρι πρόβαλε μέσα από το παράθυρο του συνοδηγού και τους σημάδεψε. Πάτησε με όλη του τη δύναμη το γκάζι. Το σώμα της Αλίκης κόλλησε στο κάθισμα. Τριγύρω η φύση έδειχνε ήρεμη, αγουροξυπνημένη. Είχαν απομακρυνθεί εδώ και ώρα από την πόλη. Κανένας μάρτυρας δεν υπήρχε για όσα διαδραματίζονταν εκείνη τη στιγμή. Έξυπνη κίνηση από μέρους των εχθρών. Με αυτήν τη σκέψη ο Κωνσταντίνος άκουσε και τον δεύτερο πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου και τα θρύψαλα εκσφενδονίστηκαν πάνω τους. Ένα από αυτά χάραξε το μάγουλο του Κωνσταντίνου.

«Είσαι καλά;», φώναξε η Αλίκη, πιάνοντας το μπράτσο του.

«Χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια γρατζουνιά για να μου κάνει κακό. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου».

Η γυναίκα συνοφρυώθηκε, σχεδόν πάγωσε. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν έδωσε σημασία και συνέχισε.

«Κάτω από το κάθισμά σου έχω ένα κουτί. Τράβηξέ το. Πρέπει να έχει μέσα τέσσερις παγίδες για ζώα. Τις ανοίγεις και τις απασφαλίζεις. Περνάς στο πίσω κάθισμα και πετάς στον δρόμο τις δύο από την αριστερή πλευρά και τις υπόλοιπες από τη δεξιά. Το κατάλαβες;».

Η Αλίκη με ένα νεύμα του κεφαλιού της έδωσε την καταφατική της απάντηση. Είχε καταλάβει αλλά το σώμα της ακόμα το ένιωθε ακόμα παγωμένο, άκαμπτο.

«Οι παγίδες να έχουν τα δόντια προς τα πάνω, αλλιώς δεν έχει νόημα», είπε, τελειώνοντας ο Κωνσταντίνος την προηγούμενη φράση του.

Η Αλίκη με γρήγορες, άτσαλες κινήσεις έβγαλε τη ζώνη της. Τράβηξε το κουτί κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού και με τρεμάμενα χέρια ενεργοποίησε κι απασφάλισε τις παγίδες. Πέρασε με ευκολία στο πίσω κάθισμα. Για μια ακόμα φορά το λεπτοκαμωμένο σώμα της λειτούργησε υπέρ της.  Άνοιξε πρώτα τη δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου κι έριξε προσεκτικά τις δύο πρώτες παγίδες. Δεν αναποδογύρισαν αλλά η μια έφυγε εκτός δρόμου. Η Αλίκη θυμωμένη για την απροσεξία της έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Πήγε μετά από την αριστερή πλευρά, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία. Η προσπάθεια της αυτή τη φορά στέφθηκε με επιτυχία. Το μαύρο αυτοκίνητο πάτησε την παγίδα. Με ορμή πετάχτηκε στον αέρα, παίρνοντας μια διαγώνια κλίση όπως τα αεροπλάνα που στρίβουν στον αέρα. Ο συνοδηγός του αυτοκινήτου όμως πρόλαβε να πυροβολήσει. Η σφαίρα βρήκε τη ρόδα τους. Η Αλίκη δεν είχε προλάβει να κλείσει την πίσω πόρτα. Το αυτοκίνητο γλίστρησε.

«Πρόσεξε», ούρλιαξε ο Κωνσταντίνος.

Η γυναίκα πετάχτηκε έξω αλλά τελευταία στιγμή πρόλαβε να πιαστεί από την ανοιχτή πόρτα και το κάθισμα. Ο κορμός της έχασκε έξω από το αυτοκίνητο, το πρόσωπό της απείχε μια ανάσα μόνο από το τσιμέντο του δρόμου κι η αλογοουρά της χάιδευε την άσφαλτο. Ο Κωνσταντίνος για άλλη μια φορά προσπάθησε απεγνωσμένα να ανακτήσει τον έλεγχο. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα που είχε αναπτύξει για να ξεφύγει δεν τον βοήθησε. Είχε χάσει από το πεδίο όρασης του την Αλίκη. Κρατώντας σταθερά το τιμόνι, τέντωσε τον λαιμό του για να δει από τον καθρέφτη. Τίποτα. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να σταματήσει στην άκρη του δρόμου. Πήδηξε έξω κι έτρεξε από την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου. Τότε την είδε να έχει αφεθεί ξέπνοη στον δρόμο.

«Είσαι καλά; Έχεις χτυπήσει κάπου;». Κοιτούσε την Αλίκη ερευνητικά, μήπως και εντοπίσει κάποιο τραύμα, χωρίς όμως να την αγγίξει.

«Αισθάνομαι το δεξί μου χέρι μακρύτερο κατά δέκα εκατοστά τουλάχιστον από το τράβηγμα. Κατά τα άλλα όλα καλά. Μην φοβάσαι, δεν με ξεφορτώνεσαι τόσο εύκολα εμένα. Ποιοί ήταν αυτοί; Τι θέλουν;», ρώτησε καθώς σηκωνόταν με δυσκολία από το νωπό χώμα.

 «Δεν ξέρω. Από χτες το βράδυ είχα την υποψία πως κάποιοι με παρακολουθούν. Σήμερα απλώς βεβαιώθηκα».

Ο Κωνσταντίνος παρατήρησε πως η Αλίκη ήταν λίγο αφηρημένη. Δεν είχε να κάνει μόνο με την ένταση της στιγμής. Κάτι άλλο τη βασάνιζε, κάτι που ήταν έτοιμη να του αποκαλύψει, μα ακόμα έψαχνε τον σωστό τρόπο. Της έδωσε το πράσινο φως με ένα νεύμα του.

«Ξέρω πως με κατάλαβες. Γι’ αυτό θα σου μιλήσω». Το βλέμμα της έφυγε από τα μάτια του και πλανήθηκε άγαρμπα στον γύρω χώρο. «Σήμερα το πρωί βρήκα ένα απειλητικό σημείωμα στην πόρτα μου. Μόλις ετοιμαζόμουν να σου μιλήσω γι’ αυτό αλλά ήρθε η πρώτη σφαίρα. Δώσε μου μια εξήγηση σε παρακαλώ! Τι συμβαίνει;».

Ο Κωνσταντίνος χαμήλωσε τα μάτια του στο έδαφος.

«Δεν έχω συνδυάσει ακόμα τα γεγονότα. Δώσε μου το σημείωμα». Άπλωσε το χέρι του περιμένοντας το χαρτί που είχε αναστατώσει τόσο πολύ την Αλίκη.

Από την τσέπη του στενού της τζην έβγαλε το σημείωμα και το έδωσε στον Κωνσταντίνο. Διαβάζοντάς το, δεν έμεινε τόσο στις λέξεις, όσο στη σφραγίδα που στόλιζε την κάτω δεξιά γωνία του χαρτιού. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και χοντρές στάλες φάνηκαν στο μέτωπό του. Δεν την κοίταξε στα μάτια.

«Δεν μπορώ να καταλάβω», είπε, κάνοντας πως κοιτάζει καλύτερα το σημείωμα.

«Δεν σου έρχεται στο μυαλό από που μπορεί να είναι; Το σύμβολο το πρόσεξες;».

Ο Κωνσταντίνος κούνησε θετικά το κεφάλι του. Από την έκφρασή του όμως και μόνο η Αλίκη κατάλαβε πως δεν γνώριζε περισσότερα.

«Κι αυτοί οι συνδυασμοί που έκανες πριν;». Η Αλίκη πάλευε απεγνωσμένα για μια απάντηση.

«Νόμιζα πως είναι κάποιος ανταγωνιστής μας που ψάχνει κι αυτός να βρει έγγραφα με την παλιά Κυριλλική γραφή. Δεν νομίζω όμως ότι θα έφτανε στο σημείο να μας σκοτώσει για έναν τέτοιο λόγο». Κοίταξε τη γυναίκα μέσα στα μάτια κι είδε έκδηλο τον φόβο της. «Αν θέλεις να αποχωρήσεις, μην έχεις ενδοιασμούς. Νομίζω ότι είναι και το πιο σωστό. Εγώ θα συνεχίσω με γρήγορους, αλλά προσεκτικούς ρυθμούς, ώστε να χάσουν τα ίχνη μου».

Μια σπίθα γενναιότητας έλαμψε στα μάτια της Αλίκης. Δεν είχε τη δύναμη να τον αφήσει μόνο του. Εξάλλου, όλο αυτό το μυστήριο είχε εξάψει την περιέργειά της.

«Σε ακολούθησα, γιατί είσαι χρόνια φίλος και συνεργάτης. Δεν μου εξήγησες ποτέ τους λόγος αυτού του ταξιδιού, ούτε γιατί θες αυτόν τον πάπυρο. Δέχτηκα να σε βοηθήσω χωρίς ερωτήσεις, οπότε η απόφασή μου παραμένει να συνεχίσω μαζί σου. Δεν θα σε εγκαταλείψω σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή. Άσε που θα με κατατρώνε αργότερα οι ενοχές αν πάθεις κάτι. Αλλά κι η ζήλεια αν τα καταφέρεις χωρίς εμένα».

Ο Κωνσταντίνος αγκάλιασε την Αλίκη, μακαρίζοντας την τύχη του που είχε δίπλα του μια τόσο καλή φίλη. Με τη βοήθειά της άλλαξαν την τρυπημένη ρόδα του αυτοκινήτου κι έβαλαν τη ρεζέρβα. Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά κι ο ήλιος διέλυε το πέπλο της υγρασίας. Συνέχισαν την πορεία τους, ανεβαίνοντας προς το χιονοδρομικό κέντρο Ποϊάνα. Ένα γραφικό χωριό, δώδεκα χιλιόμετρα έξω από την Μπρασόβ, με εμφανή τα στοιχεία της Τρανσυλβανίας και με έντονο το παραδοσιακό του χρώμα. Τον δρόμο τους έκοψαν κάποιες άμαξες που μετέφεραν κόσμο από το χωριό στο χιονοδρομικό κέντρο. Έκαναν μια στάση να πάρουν προμήθειες και ξεκίνησαν πάλι την πορεία τους. Όλα έδειχναν πως δεν κινδύνευαν πλέον. Έφτασαν σε ένα αδιέξοδο, όπου κι άφησαν το αυτοκίνητο. Η συνέχεια του ταξιδιού θα γινόταν με τα πόδια. Ο ήλιος είχε ζεστάνει αρκετά κι όλα μύριζαν φθινόπωρο.

Περίπου μετά από μια ώρα πεζοπορίας, κατέληξαν στον προορισμό τους. Ένα φυσικό κάλυμμα από κλαδιά και φύλλα σκέπαζαν το στόμιο μιας σπηλιάς που με την απομάκρυνσή τους φάνηκε απύθμενη και σκοτεινή, παρθένα κι άβατη από άνθρωπο.

«Αυτή είναι η σωστή σπηλιά;», ρώτησε η Αλίκη ενώ προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά. Ο Κωνσταντίνος της έκλεισε το μάτι. «Το ξέρει κανείς ότι είμαστε εδώ; Ρωτάω σε περίπτωση που μας συμβεί κάτι», συνέχισε να λέει η Αλίκη ενώ παραμέριζε τους ιστούς αράχνης που κρέμονταν σαν κουρτίνες από τις κόγχες των βράχων.

«Θα έπρεπε να μου έχεις εμπιστοσύνη μετά από τόσα χρόνια».

Η αποφασιστικότητα στο πρόσωπό του τη χαλάρωσε κι έγιναν τα βήματά της πλέον πιο σταθερά. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος από το βάθος της σπηλιάς. Σαν να καιγόταν ξύλο και να έτριζαν οι σπίθες του. Η Αλίκη κοίταξε τον Κωνσταντίνο ερευνητικά. Δεν έδειχνε να ανησυχεί. Στις σπηλιές εξάλλου πορεύονταν πολλά ζώα, οπότε τέτοιοι θόρυβοι ήταν ένα σύνηθες κι αναμενόμενο φαινόμενο.

Συνέχισαν με κατεύθυνση καθοδική. Σε λίγη ώρα το φυσικό φως μειώθηκε αισθητά κι έβγαλαν τους φακούς από τα σακίδια τους. Η σπηλιά φωτίστηκε από τις δεσμίδες του φωτός. Ο Κωνσταντίνος παρατήρησε κάτω στάχτες και ξέρα κλαδιά, σπαρμένα παντού. Ο χώρος είχε έντονη τη μυρωδιά του καμένου. Δεν μίλησε όμως, παρότι είδε την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της Αλίκης. Για να αποφύγει τυχόν ερωτήσεις της, επιτάχυνε το βήμα του και προηγήθηκε της πορείας τους.

Όσο προχωρούσαν, τόσο η σπηλιά γινόταν στενότερη, ώσπου κατέληξαν να περπατάνε πλέον σκυφτοί. Ανά διαστήματα έτριβαν τα γόνατά τους και τη μέση τους από τον πόνο και σταματούσαν για λίγο ώστε να ξεμουδιάσουν το πονεμένο τους κορμί. Τελικά έφτασαν σε ένα αδιέξοδο.

«Τώρα πως θα συνεχίσουμε;», ρώτησε η Αλίκη.

Ένα πέτρινο φράγμα ορθωνόταν μπροστά τους.

«Σύμφωνα με τον χάρτη η διαδρομή της σπηλιάς δεν τελειώνει εδώ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί υπάρχει αυτό το αδιέξοδο», της απάντησε ο Κωνσταντίνος, ψηλαφώντας τον τοίχο με τα χέρια του.

Το βλέμμα του έπεσε σε ένα σωρό από πέτρες με μια στρώση σκόνης σκορπισμένη πάνω τους. Μάλλον είχαν συσσωρευτεί εκεί ύστερα από μια πρόσφατη σχετικά κατολίσθηση. Ο δρόμος όμως παρέμενε φραγμένος. Με το που σήκωσε τα μάτια του προς τα πάνω παρατήρησε κάτι που του προκάλεσε ένα μικρό μειδίαμα.

«Κοίτα εκείνον τον ιστό αράχνης εκεί δεξιά».

Με το δάκτυλό του εστίασε το σημείο, όπου κρεμόταν το μεταξένιο πλέξιμο του ιστού. Η Αλίκη έδειχνε να μην έχει καταλάβει τον υπαινιγμό του.

«Πρέπει να γίνεις περισσότερο παρατηρητική νομίζω. Κοιτά πως κινείται. Αν ο χώρος έχει μόνο μια είσοδο τότε δεν θα υπήρχε ρεύμα αέρος εδώ μέσα».

Ο Κωνσταντίνος πλησίασε τον χώρο, όπου βρισκόταν ο ιστός και ψηλάφισε τα βράχια και τις πέτρες πίσω από αυτόν. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο του τοίχου δεν υπήρχε σκόνη. Οι πέτρες ήταν αρκετά καθαρές. Συνεπώς, από κάπου έμπαινε αέρας. Κάπου κοντά βρισκόταν η έξοδος.

Ακούμπησαν τα πράγματά τους κάτω κι άρχισαν με τα χέρια τους να αφαιρούν τις πέτρες. Σύντομα είχε δημιουργηθεί ένα μικρό πέρασμα, που ίσα ίσα χωρούσε ένας άνθρωπος. Ο Κωνσταντίνος σύρθηκε μέσα στο στενό άνοιγμα για να ελέγξει τον χώρο. Ύστερα από λίγο φάνηκαν πάλι τα πόδια του. Βγήκε από την στενή τρύπα κι αφού πήρε μια βαθιά ανάσα κοίταξε την Αλίκη στα μάτια.

«Είναι ένα μικρό τούνελ που σίγουρα καταλήγει σε μια άλλη μεγάλη σπηλιά. Όσο προχωρούσα, τόσο ο αέρας γινόταν πιο δυνατός και πιο υγρός. Έχω κι αυτό το προαίσθημα που μου λέει ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Ας μην χάνουμε άλλο χρόνο». Τα μάτια του έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι από την έξαψη της πρόσφατης ανακάλυψής του.

Η Αλίκη έσφιξε το σακίδιό της γύρω από το σώμα της, κούμπωσε τη ζακέτα της και έδεσε καλά τα κορδόνια από τα αθλητικά της. Άφησε τον Κωνσταντίνο να προηγηθεί κι ακολούθησε. Το τούνελ είχε πολλές διακυμάνσεις, ανηφόρες, κατηφόρες και στριφογυρίσματα που τους δυσκόλεψαν αρκετά. Έφτασαν σε ένα σημείο που αναγκάστηκαν να σκαρφαλώσουν. Με τα χέρια και τα πόδια να βρίσκουν πέτρες και προεξοχές βράχου σκαρφάλωναν το τούνελ σαν τις αράχνες. Κατέληξαν σε ένα χώρο με μορφή κανάτας, όπου μια χοάνη έχασκε ψηλά, πάνω από το κεφάλι τους. Οι πρώτες τους προσπάθειες να σκαρφαλώσουν κι αυτόν τον απόκρημνο τοίχο αποδείχτηκαν μάταιες. Τότε ο Κωνσταντίνος έπιασε την Αλίκη από τη μέση και την ανέβασε στους ώμους του. Αυτή πάτησε πάνω του και με ένα μικρό πηδηματάκι πιάστηκε με τα χέρια στην άκρη. Ανέβηκε κι αμέσως μετά έριξε ένα σκοινί στον Κωνσταντίνο ώστε να την ακολουθήσει.

Είχαν φτάσει σε μια τεράστια σπηλιά, όπου από ψηλά κρέμονταν σταλαχτίτες, όπου σαν μικρά, μυτερά δόντια έσταζαν νερό. Μπροστά τους υπήρχε ένα αχανές διάκενο, το οποίο συνδεόταν με την απέναντι πλευρά με έναν βράχο. Από κάτω το χάος. Πέρασε πρώτος ο Κωνσταντίνος. Η Αλίκη είχε τρομοκρατηθεί. Ήταν υψοφοβική κι αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει ήταν άθλος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε. Ξαφνικά ένιωσε τα γόνατα της να κόβονται στα δύο. Μούδιασε κι έμεινε ακίνητη για λίγο. Με μεγάλη δυσκολία αποφάσισε να κάνει ένα ακόμα βήμα. Ο βράχος ήταν υγρός από τις στάλες του νερού. Με το επόμενο πάτημά της η Αλίκη γλίστρησε κι έπεσε προς το κενό. Τελευταία στιγμή κρατήθηκε με το ένα χέρι της από μια εξοχή του βράχου. Το σώμα της κρεμόταν μετέωρο κι από κάτω της το χάος. Κοίταξε προς τα κάτω. Τα γυαλιά της γλίστρησαν κι έπεσαν. Πάγωσε. Ένιωθε ότι έχανε τις δυνάμεις της, καθώς γλιστρούσε από την προεξοχή. Λίγο πριν γλιστρήσουν τα δάχτυλά της από τον βράχ, ένα χέρι την άρπαξε και την τράβηξε προς τα πάνω.

«Δεν είναι η μέρα μου σήμερα. Είναι η δεύτερη φορά που φτάνω στα πρόθυρα. Αχ, τα γυαλιά μου! Δεν μπορώ να δω καθαρά χωρίς αυτά», έλεγε με τρεμάμενη φωνή η Αλίκη τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος της άφηνε το χέρι.

Η Αλίκη κοίταξε με μισόκλειστα μάτια το χαώδες έβενος που απλωνόταν στα πόδια της. Χωρίς τα γυαλιά της ένιωθε αδύναμη, αβοήθητη. Για μια ακόμα φορά αισθάνθηκε το χέρι του Κωνσταντίνου να την καθοδηγεί. Το σώμα της άρχισε να χαλαρώνει.

Προχώρησαν κι έφτασαν στην είσοδο μιας πιο μικρής σπηλιάς. Ο Κωνσταντίνος έριξε τη δέσμη φωτός από τον φακό του κι έμεινε έκπληκτος. Στο βάθος της έστεκε ένα ξύλινο σκαλιστό σεντούκι. Ήταν γεμάτο σκόνη. Στο σκέπασμα του σεντουκιού υπήρχε, περίτεχνα σκαλισμένο, ένα ερπετό με ακτίνες γύρω από το πρόσωπό του και τέσσερα σύμβολα σταυρωτά γύρω του. Με τρεμάμενα χέρια πήρε το σεντούκι στα χέρια του. Το άνοιξε αργά κι απαλά, λες κι ήταν από εύθραυστο γυαλί και επρόκειτο να σπάσει με μια απότομη κίνηση. Η Αλίκη στεκόταν πάνω του, προσπαθώντας να διακρίνει με μισόκλειστα μάτια το αντικείμενο που βρισκόταν μέσα. Ο Κωνσταντίνος έβγαλε από το σεντούκι ένα διπλωμένο ύφασμα, βελούδινο και πορφυρό. Ξεδιπλώνοντάς το, φάνηκε μια κιτρινισμένη περγαμηνή σε ρολό. Την άνοιξε αργά και κοίταξε το περιεχόμενό της. Δάκρυσε από συγκίνηση.

«Επιτέλους, το βρήκα», ψιθύρισε.

Η Αλίκη έδεσε τα χέρια κάτω από το στήθος της κι ένα πέπλο θυμού σκίασε το πρόσωπό της.

«Είναι άδικο. Δεν μπορώ να διαβάσω τίποτα. Χωρίς τα γυαλιά μου είναι όλα θολά. Πες μου τι γράφει, σε παρακαλώ;».

Η αγωνία της κι η δίψα για γνώση είχε φουντώσει μέσα της, σαν λαίλαπα τρικυμίας.

 «Είναι ένα κείμενο στα Λατινικά από όσο μπορώ να καταλάβω κι από κάτω υπάρχει ένα; ακόμα πάπυρος σε μια γραφή που δεν έχω ξαναδεί».

Με τα δάχτυλά του ψηλαφούσε το κιτρινισμένο χαρτί, χωρίς αυτό να τον βοηθάει να το κατανοήσει.

«Η Κυριλλική…», ψέλλισε αργά.

Από την έξαψη είχε κοκκινίσει το πρόσωπό της Αλίκης. Οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλεί από το σκοτάδι αλλά κι από την προσπάθεια να διακρίνει τα διπλά γράμματα που χόρευαν μπροστά της.

«Διάβασε μου λίγο από το πρώτο κείμενο».

«Αν και τα Λατινικά μου δεν είναι πολύ καλά, θα προσπαθήσω».

Άρχισε να διαβάζει γρήγορα, παρασυρόμενος από τον ενθουσιασμό του. Προτού συνειδητοποιήσει η Αλίκη τι γίνεται, ο Κωνσταντίνος είχε τελειώσει την ανάγνωση του κειμένου.

«Σταμάτα.», ούρλιαξε η γυναίκα με τον τρόμο να την έχει καταλάβει. «Πες μου πως δεν τελείωσες το κείμενο;».

Τα χείλη της έτρεμαν από την αγωνία κι η αναπνοή της είχε φρακάρει στον οισοφάγο της. Έδειχνε να κρέμεται η ζωή της από την απάντηση του. Παρέλυσε ολόκληρη, όταν συνειδητοποίησε από το ύφος του πως είχε ολοκληρώσει την ανάγνωσή του.

«Θεέ μου, είναι η επίκληση ενός Δαίμονα».

Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης ο Κωνσταντίνος πάγωσε. Από το χέρι του γλίστρησε η περγαμηνή κι έπεσε μαλακά στο πάτωμα.

«Μα τα λατινικά μου δεν είναι τόσο καλά. Μπορεί να μην υπάρξουν συνέπειες», ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος.

«Το διάβασες σωστά! Πολύ σωστά!».

«Γιατί δεν με έκοψες νωρίτ….».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, όταν μια βοή σαν κεραυνός ακούστηκε στον χώρο. Η Αλίκη έπεσε στα γόνατα κι ο Κωνσταντίνος μπήκε μπροστά της για να την προστατέψει, κρύβοντας την περγαμηνή μέσα στο πουκάμισό του. Μια εκτυφλωτική λάμψη φώτισε τη μικρή σπηλιά και μια σκιά, σαν καπνός που πυκνώνει, άρχισε να γεμίζει τον χώρο. Πριν συνειδητοποιήσει το τι γίνεται, ο Κωνσταντίνος εκσφενδονίστηκε απέναντι. Ζαλισμένος και μισολιπόθυμος από το κτύπημα, σαν σε όνειρο, είδε την Αλίκη να αναφλέγεται και να διαλύεται, όπως ένα καμένο φύλλο χαρτιού. Ήταν η τελευταία εικόνα που καταγράφτηκε στον εγκέφαλό του πριν κλείσει τα μάτια του.

Κεφάλαιο 1

Ο Δαίμονας Ζμέου

 

 

Το παράθυρο έτριζε από τον αέρα που φυσούσε έξω, η κουρτίνα άρχισε να κινείται σαν να ήθελε να προειδοποιήσει για το κακό που ερχόταν, το κακό που άφησαν να μπει. Το κερί στο τραπέζι τρεμούλιασε από το φύσημα του ανέμου κι έσβησε όπως μια ψυχή που χάνεται στα άδυτα του κάτω κόσμου. Όλοι ταράχτηκαν με το ημίφως που απλώθηκε στο καθιστικό. Ένα ημίφως που μύριζε θάνατο και παγωνιά. Η Ζωή από τον φόβο της χώθηκε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Με το πόδι της κούνησε το τραπεζάκι και το ποτήρι που βρισκόταν εκεί πάνω έπεσε με έναν δυνατό γδούπο στο ξύλινο πάτωμα. Κατρακύλησε, φτάνοντας στον καναπέ. Ήταν αρκετό αυτό το μικρό γεγονός ώστε να προκαλέσει έναν τεράστιο πανικό και στους τέσσερεις. Η Φανή ούρλιαξε κι ο Χρήστος κουλουριάστηκε, χώνοντας το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του.

«Τι κάναμε;», ψιθύρισε και πηγαινοερχόταν μπρος – πίσω σαν εκκρεμές.

«Δεν έπρεπε», συνέχισε η Ζωή που είχε διπλωθεί σαν μωρό μέσα στην αγκαλιά του Αλέξανδρου.

Η Φανή σηκώθηκε, πήρε την περγαμηνή που κείτονταν στο πάτωμα και την πέταξε στο τζάκι. Ευθείς αμέσως μέσα από τις φλόγες φάνηκε μια δαιμονική μορφή.

«Τι κάνεις εκεί;», ούρλιαξε ο Χρήστος κι έτρεξε προς το τζάκι.

Έβαλε το χέρι του στην φωτιά κι άρπαξε το μισοκιτρινισμένο χαρτί που με τόση δυσκολία είχε ανακαλύψει. Στην προσπάθειά του να σώσει την πολυπόθητη περγαμηνή, το χέρι του ακούμπησε τις φλόγες και το δωμάτιο πλημμύρισε από μια μυρωδιά καψαλισμένης τρίχας. Ευτυχώς το παμπάλαιο χαρτί δεν πήρε φωτιά, πέρα από την κάτω δεξιά άκρη, όπου ήταν ζωγραφισμένο ένα σύμβολο ερπετού. Κοιτάζοντας το έγγραφο, παρατήρησε ότι στο σημείο εκείνο, το ερπετό είχε πλέον μείνει μισό.

Η περγαμηνή, εκτός από το κείμενο επίκλησης δαίμονα που ήταν γραμμένο στα Λατινικά, είχε ακόμα ένα κείμενο μισοσβησμένο από τα χρόνια. Σύμφωνα με τα λόγια ενός γλωσσολόγου που το είχε δει, ήταν γραμμένο στην παλιά Κυριλλική Ρουμάνικη γραφή.

«Γιατί δεν το άφησες να καεί το καταραμένο; Τόσο κακό μας έκανε και συνεχίζει ακόμα», φώναξε, κλαίγοντας η Φανή.

«Είναι κληρονομιά του πατέρα μας ηλίθια. Το μόνο που έχει μείνει από εκείνον και το βρήκα με μεγάλη δυσκολία. Δεν θα αφήσω να καταστραφεί τόσος κόπος μέσα σε δευτερόλεπτα».

«Μα…», ψέλλισε εκείνη.

«Σκάσε!», φώναξε ο Χρήστος και διπλώθηκε στα δύο, αγκαλιάζοντας τον πολύτιμο θησαυρό του λες και φοβόταν πως θα τον χάσει για πάντα.

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε, αφήνοντας μόνη τη Ζωή, έκλεισε το μισάνοιχτο παράθυρο κι άναψε το φως δαπέδου. Όλα πήραν πάλι τη κανονική τους μορφή. Η φωτιά από το τζάκι έπαψε να μοιάζει με δαίμονα κι η κουρτίνα χύθηκε στο πάτωμα. Σήκωσε το ποτήρι και το ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι. Εκεί βρισκόταν ο πίνακας Ουίτζα με τα επίχρυσα γράμματα να λαμπιρίζουν από τη φωτιά που έκαιγε.

«Δεν είναι τυχαίο που όλα αυτά έγιναν φτάνοντας στο γράμμα Ζήτα», είπε ο Αλέξανδρος, χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλά του το επίχρυσο γράμμα του πίνακα.

«Τι εννοείς;», ρώτησε ο Χρήστος με το βλέμμα του καρφωμένο στη φωτιά.

Ο Αλέξανδρος πήρε στα χέρια του ένα φύλλο χαρτί που βρισκόταν στη βιβλιοθήκη δίπλα του κι ένα μολύβι. Άρχισε να γράφει. Μόλις τελείωσε, ακούμπησε το χαρτί στο τραπεζάκι.

«Δείτε», είπε.

Μαζεύτηκαν όλοι πάνω από το χαρτί και διάβασαν τις σημειώσεις του Αλέξανδρου.

Ζ = Ζεύξις δυνάμεων

Η = ήλιος

Τ = τύπτω

Α = αρχή

Η σύζευξης δυνάμεων του ηλίου (είναι) η πλήττουσα αρχή.

Ο Αλέξανδρος Γεωργίου, Κύπριος στην καταγωγή, είχε σπουδάσει ιστορικός – αρχαιολόγος κι είχε μια αδυναμία στη γλωσσολογία. Η ετυμολογία των λέξεων ήταν το χόμπι του. Ώρες αμέτρητες σπαταλούσε, αναλύοντας λέξεις και γράμματα, χαμένος στον δικό του παράδεισο, ο οποίος ήταν σπαρμένος με σύμβολα και αριθμούς.

Η ανάλυση που έκανε εκείνη τη στιγμή συγκλόνισε τα παιδιά. Το αίμα από το πρόσωπο του Χρήστου στραγγίχτηκε.

«Το Ζήτα, όπως όλοι ξέρουμε, είναι το έκτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου κι ο ήχος που βγάζει όταν το προφέρουμε είναι ο αντίστοιχος της δραστηριότητας», συνέχισε ο Αλέξανδρος.

«Η δραστηριότητα του Ηλίου… η πλήττουσα αρχή», ψιθύρισε η Φανή, καθώς το μυαλό της άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς.

Οι σπουδές της στη φυσική ήταν οι απαιτούμενες για να λύσει τον γρίφο που έστεκε σαν ένας λαβύρινθος μπροστά της.

Ο Αλέξανδρος συνέχισε τον συλλογισμό του.

«Επίσης το έξι μας παραπέμπει και στην έκτη μέρα της δημιουργίας, όπου ο Θεός δημιούργησε το τελειότερο από όλα του τα πλάσματα».

«Τον άνθρωπο», τελείωσε τη φράση του η Ζωή.

«Η έκτη μέρα είναι η μέρα της… Ζωής», είπε ο Αλέξανδρος και κάρφωσε το βλέμμα του στην κοπέλα.

Εκείνη δεν κατάλαβε αν ο συνειρμός που έκανε την αφορούσε κατά κάποιον τρόπο, όμως η επίμονη ματιά του την ανατρίχιασε. Τα πράσινα της μάτια γύρισαν προς τη φωτιά και έμειναν εκεί παγωμένα να παρατηρούν τις φλόγες.

«Πρέπει να βρούμε τα ονόματα των δαιμόνων που ξεκινούν με το γράμμα Ζήτα», είπε ο Χρήστος και πήγε στη βιβλιοθήκη.

Κατέβασε το χοντρό βιβλίο με μαύρο σκληρό εξώφυλλο, πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένος με πορφυρά γράμματα ο τίτλος ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΑ. Αγαπημένο βιβλίο του πατέρα του. Σαν όνειρο το θυμάται στα χέρια του να το μελετάει μερόνυχτα. Το άνοιξε και χάθηκε στις σελίδες του.

«Ζαγκάν, Ζενό, Ζμέου…».

Στο άκουσμα του ονόματος Ζμέου η φωτιά στο τζάκι τρεμόπαιξε και σφύριξε με θόρυβο. Το χοντρό βιβλίο έπεσε από τα χέρια του Χρήστου στο πάτωμα. Για μερικές στιγμές, που φάνηκαν αιώνες, πάγωσαν όλα. Καμία κίνηση, λες κι είχε βάλει ο χρόνος τελεία. Τη σιωπή έσπασε η Ζωή.

«Αυτός είναι ο δαίμονας που καλέσαμε».

«Πρέπει να μάθουμε τα πάντα γι’ αυτόν», συμπλήρωσε η Φανή.

Ο Χρήστος σήκωσε αργά το βιβλίο, σαν να φοβόταν πως αν έκανε μια απότομη κίνηση, ολάκερος ο κόσμος θα κατέρρεε στα πόδια του. Άρχισε να ψάχνει για τον δαίμονα.

«Είναι ένα φανταστικό πλάσμα που προέρχεται από τη Ρουμάνικη λαογραφία και μυθολογία. Έναντι άλλων φανταστικών πλασμάτων έχει συνήθως σαφή ανθρωπόμορφα γνωρίσματα κι έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί και να χρησιμοποιήσει αντικείμενα, όπως όπλα. Σε μερικές ιστορίες, ο Ζμέου εμφανίζεται στον ουρανό μέσα από φωτιά σαν μαύρος καπνός. Σε άλλες ιστορίες έχει έναν μαγικό πολύτιμο λίθο στο κεφάλι του, που λάμπει στο φως του Ηλίου…».

Η Φανή συνοφρυώθηκε. Πήρε στα χέρια της την περγαμηνή του πατέρα τους και κοίταξε το μισό πλέον σύμβολο του ερπετού, που ευτυχώς είχε μείνει ανέπαφο το μέρος του κεφαλιού. Εκεί υπήρχε ένα πετράδι, γύρω από το οποίο, με τρόπο ακτινωτό, έφευγαν γραμμές. Σταυρωτά, γύρω από το ερπετό, υπήρχαν τέσσερα άγνωστα σύμβολα.

«…έχει έναν μαγικό πολύτιμο λίθο στο κεφάλι του που λάμπει στο φως του Ηλίου…», επανέλαβε τα λόγια του αδελφού της, κοιτάζοντας το εύθραυστο χαρτί.

Ο Χρήστος συνέχισε να διαβάζει από το βιβλίο.

«Συμπαθεί τα όμορφα νέα κορίτσια, τα οποία σκοπός του είναι να απαγάγει. Σχεδόν πάντα νικιέται από έναν πρίγκιπα ή έναν περιπλανώμενο ιππότη. Η φυσική μορφή του είναι αυτή του δράκου…».

«Δεν είναι ένα οποιοδήποτε ερπετό», είπε η Φανή, «είναι κεφάλι δράκου. Μάλιστα τον νικά ένας πρίγκιπας, όπως ακριβώς ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει τον δράκο με το δόρυ».

Όλοι την κοίταξαν. Τα χέρια της έτρεμαν τόσο ώστε η περγαμηνή που κρατούσε ήταν έτοιμη να διαλυθεί.

«Αυτός είναι ο δαίμονας. Είμαι πλέον σίγουρη», φώναξε η Φανή, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. «Εξαιτίας αυτού του τέρατος χάσαμε τον πατέρα μας και τώρα είναι εδώ για να εξαφανίσει κι εμάς. Και το χειρότερο είναι ότι εμείς οι ίδιοι τον καλέσαμε. Σκάψαμε τον λάκκο μας και μόνοι μας τώρα ρίχνουμε το χώμα πάνω μας».

«Ηρέμησε Φανή μου, θα βρούμε τη λύση στο υπόσχομαι».

Με τα λόγια αυτά προσπάθησε να καθησυχάσει ο Χρήστος την αδελφή του αλλά μέσα του ένιωθε ανήμπορος κι ανίκανος να βρει την όποια λύση. Έτσι ακριβώς είχε νιώσει και τη μέρα που ανακοινώθηκε η εξαφάνιση του πατέρα του.

Η ανάμνηση ήταν κολλημένη στο μυαλό του όπως η βδέλλα κολλάει στο δέρμα και ρουφάει το αίμα. Εκείνο το χτύπημα του κουδουνιού της πόρτας στο πατρικό τους σπίτι στο Ναύπλιο, τη μητέρα του να τρέχει αλαφιασμένη να δει ποιος είναι ξημερώματα, τη στολή του αστυνομικού που έφερε το μήνυμα, το σπαραχτικό κλάμα της μάνας του μόλις άκουσε για την εξαφάνιση κι εκείνον τον μαρτυρικό χρόνο μέχρι να ξεψυχήσει η δύσμοιρη από τη στενοχώρια της. Αδύναμη η καρδιά της και δεν άντεξε. Κι αυτός ορφανός πλέον με μόνη του παρηγοριά τη μεγάλη του αδελφή, η οποία χρίστηκε ως η νέα του μάνα. Όλη του η παιδική ηλικία είχε χαθεί σε μια στιγμή, πίσω από τα κάγκελα μιας σκάλας, ζώντας σαν ταινία δραματική την εξαφάνιση του πατέρα του. Αδύναμος και μετέωρος, έπρεπε να πορευθεί σε ένα αβέβαιο μέλλον.

«Συνέχισε σε παρακαλώ να διαβάζεις», είπε με επιτακτικό τόνο ο Αλέξανδρος, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα.

«Κατά τη Ρουμάνικη παράδοση ο δαίμονας Ζμέου θέλει να κλέψει τον ήλιο και το φεγγάρι από τον ουρανό. Με αυτόν τον τρόπο εγκλωβίζεται όλη η ανθρωπότητα στο σκοτάδι…».

«Αλέξανδρε αυτό δεν έχει σχέση με την ετυμολογία του γράμματος Ζήτα που μας ανέλυσες πριν;», ρώτησε η Ζωή, παίρνοντας μετά από ώρα τα μάτια της από τις φλόγες που χόρευαν στο τζάκι.

Ο Αλέξανδρος έγνεψε καταφατικά κι έκανε νόημα στον Χρήστο να συνεχίσει.

«Συνήθως, ο δαίμονας κατοικεί στον “άλλο κόσμο” και πολλές φορές φεύγει από τη γη για να κατεβεί στο σκοτεινό βασίλειό του, υπονοώντας έτσι ότι ο Ζμέου ζει υπόγεια».

«Κι εκεί πρέπει να τον στείλουμε, μια για πάντα», αναφώνησε οργισμένη η Φανή, χτυπώντας την παλάμη της στον πέτρινο τοίχο.

Το χέρι της βρήκε πάνω σε ένα καρφί με αποτέλεσμα να σκιστεί η επιδερμίδα και να ματώσει. Μια σταγόνα αίμα κύλισε κι έπεσε πάνω στην περγαμηνή με την επίκληση του δαίμονα, που κρατούσε στο χέρι της. Ήταν όμως ξεθωριασμένη και δεν μπορούσαν να βγάλουν νόημα. Ή μάλλον έτσι νόμιζαν. Μια στάλα αίμα χρειάστηκε μόνο για να εμφανιστεί πεντακάθαρα το κείμενο. Το κιτρινωπό, διάφανο πλέον χαρτί γέμισε με έντονα κόκκινα γράμματα, σε μια γραφή όμως που δεν γνώριζε κανείς.

«Πως έγινε αυτό;», αναρωτήθηκε η Φανή.

«Με το αίμα σου», απάντησε γεμάτος απορία ο Χρήστος.

Μαζεύτηκαν όλοι πάνω από το παλιό έγγραφο και κοιτούσαν το ασύλληπτο για αυτούς κείμενο.

«Αύριο το πρωί θα το πάω στον γλωσσολόγο στην Αθήνα. Ίσως αυτό είναι η απάντηση στο πρόβλημά μας», πήρε τον λόγο ο Αλέξανδρος, σπάζοντας την περίεργη εκείνη σιωπή.

«Ή θα μας βάλει σε μεγαλύτερους μπελάδες», συνέχισε η Ζωή.

«Πως κατάντησε έτσι η ζωή μας; Να κυνηγάμε μαύρους δαίμονες χωρίς να ξέρουμε τον τρόπο να τους πολεμήσουμε», είπε, κλείνοντας το πρόσωπο στα χέρια της η Φανή.

Ο Χρήστος, φανερά κουρασμένος και προβληματισμένος πήρε τη λαβίδα κι άρχισε να σκαλίζει αφηρημένα τη φωτιά στο τζάκι. Με το φως από τις φλόγες να παίζει στο λευκό του πρόσωπο και στα ξανθά του μαλλιά, έμοιαζε με άγγελο ζωγραφισμένο από χρυσοκίτρινη μπογιά. Στα μάτια των άλλων έδειχνε τόσο δυνατός και ικανός να πολεμήσει το κακό, που ένιωσαν μια μικρή ανακούφιση στα τόσα δεινά που τους είχαν βρει έτσι ξαφνικά. Δεν μπορούσαν όμως να ξέρουν πως πίσω από την αγγελική αυτή μορφή υπήρχε ένας δειλός κι αδύναμος άνθρωπος. Ή μάλλον κάποιος που αυτό πίστευε για τον εαυτόν του.

«Δαπανηρή ιδέα η ζωή. Ναυλώνεις έναν κόσμο για να κάνεις το γύρω μιας βάρκας», είπε και χαμογέλασε αφηρημένα, κάνοντας την εικόνα του ακόμα πιο όμορφη.

Κεφάλαιο 2

Χρήστος

 

 

Ξημέρωσε και το Ναύπλιο ήταν μουντό κι άχρωμο.  Βαριά και μαύρα σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό. Το Παλαμήδι, ακλόνητος φρουρός αιώνων, έστεκε γκρίζο και μελαγχολικό όπως ακριβώς και η διάθεση των παιδιών. Το πρωί βρήκε τη Φανή στο φροντιστήριό της στο Άργος και τη Ζωή στη σχολή χορού για κάποιες καθημερινές εκκρεμότητες. Ο Χρήστος οδηγούσε με τη μηχανή του στην Ασκληπιού. Ο δροσερός αέρας διαπερνούσε τις ξεφτισμένες τρύπες του τζιν του. Έδειχνε μικρότερος από τα είκοσι οκτώ του χρόνια αλλά τη στιγμή εκείνη αισθανόταν εξαντλημένος κι αυτό ήταν αρκετά ευδιάκριτο. Οι μικροί μαύροι κύκλοι κάτω από τα γκριζογάλανα μάτια του αποτελούσαν την απόδειξη της ψυχικής του κατάστασης. Ο αέρας από την ταχύτητα πάνω στη μηχανή ήταν αναζωογονητικός. Από πάντα το στοιχείο του αέρα ήταν λυτρωτικό για τον Χρήστο.

Ο Αλέξανδρος τον περίμενε στο αυτοκίνητό του.  Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Σκέτο, έτσι τον προτιμούσε. Πίεσε με το δάχτυλό του και τα ερτζιανά άρχισαν να τρέχουν στην οθόνη. Σταμάτησε σε κάποιο από αυτά για να ακούσει τον καιρό. Καταιγίδα έπληττε από το πρωί την πρωτεύουσα κι οι συγκοινωνίες διεξάγονταν με ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν σίγουρο ότι θα καθυστερούσαν. Συννέφιασε το πρόσωπό του. Ο Χρήστος εμφανίστηκε στην άκρη του δρόμου. Παρατήρησε το ευθυτενές και καλοσχηματισμένο σώμα του φίλου του, που μόλις πάρκαρε την μηχανή του. Η όψη του θύμιζε ημίθεο. Του χαμογέλασε καθώς είδε να βγάζει το κράνος του και του έκανε νόημα να βάλει τα backpack του στο πορτ-μπαγκάζ. Παρέμενε όμορφος ακόμα και με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα βλέφαρά του. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι ο Αλέξανδρος έβαλε μπροστά. Ο Χρήστος φαινόταν πως δεν είχε διάθεση για συζήτηση.

Στο ύψος των Μυκηνών χτύπησε το κινητό του Αλέξανδρου.  Ήταν η Ζωή.

«Έλα καλημέρα! Ναι, ξεκινήσαμε. Εντάξει θα προσέχουμε. Το ξέρω πως έχει παλιόκαιρο. Ζωή, κόφτο! Όπου θέλω θα πάω και ό,τι ώρα θέλω να κοιμηθώ. Παράτα με! Γεια σου! Ναι, θα στο κλείσω».

Ο Αλέξανδρος έκλεισε το κινητό και το πέταξε στο πίσω κάθισμα. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει από τα νεύρα. Από μικρός το πάθαινε αυτό. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον Χρήστο, ο οποίος ήταν ακόμα αμίλητος.

«Με έχει κουράσει αυτή η ανάκριση. Γι’ αυτό δεν μπορώ τις δεσμεύσεις. Με πνίγουν. Ζηλεύει χωρίς λόγο», συνέχισε να του λέει ενώ τα χέρια του έσφιγγαν με δύναμη το τιμόνι.

«Χωρίς λόγο; Σε μένα μιλάς. Ξέρω πόσο παίζει το μάτι σου και το χέρι σου. Δεν είναι υποχρεωμένη να ανέχεται τις απιστίες σου. Θα έρθει η στιγμή που θα τα βροντήξει όλα και θα μείνεις μόνος».

Ο Αλέξανδρος ξεφύσησε. Είχε μάθει με τη μοναξιά του τόσα χρόνια. Τον κυνηγούσε, σαν σαρκοβόρο. Ήξερε καλά την αιτία του άστατου χαρακτήρα του. Ήταν χαραγμένη βαθιά στην καταπατημένη ψυχή του. Κάθε φορά που βουτούσε στα μολυσμένα νερά της, έβγαινε άρρωστος, περισσότερο μόνος. Δεν ήταν η στιγμή όμως για τέτοιες βουτιές. Έπρεπε να αλλάξουν θέμα συζήτησης.

«Πες μου πως βρήκες την περγαμηνή».

Τελικά η προσπάθειά του απέβη μάταια. Η ματιά του Χρήστου ήταν κατακεραυνωτική.

«Εντάξει, έχεις δίκιο και δεν έχω λόγο να αντικρούσω αυτά που μου λες. Έχω το γνώθι σ’ αυτόν και θέλω, μάλλον απαιτώ από τους άλλους να με δέχονται όπως είμαι», συνέχισε να λέει ο Αλέξανδρος.

«Η Ζωή είναι καλός άνθρωπος. Σε αγκάλιασε με την αγάπη της. Πληγώνεται εύκολα όμως γιατί είναι ευαίσθητη. Δεν αξίζει την περιφρόνησή σου».

Κάθε φορά που μιλούσαν για τις συναισθηματικές ανοησίες του Αλέξανδρου, ο Χρήστος παρατηρούσε μια θλίψη να ζωγραφίζεται αμυδρά στο άκαμπτο πρόσωπο του φίλου του. Μια θλίψη που σίγουρα προερχόταν από κάτι το σκοτεινό, το ακανθώδες. Δεν είχε δικαίωμα να τον πιέσει για να του το αποκαλύψει. Ο χρόνος θα το φανέρωνε μονάχος του.

«Έχεις απόλυτο δίκιο. Δεν φταίει η Ζωή. Εγώ φταίω. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θέλω να τη χάσω. Δεν θέλω να μιλάω όμως άλλο για αυτό. Πες μου σε παρακαλώ για την περγαμηνή».

Ο Χρήστος κατέβασε το βλέμμα, έκλεισε τα μάτια κι άπειρες εικόνες γέμισαν το μυαλό του.

Μετά την εξαφάνιση του πατέρα του τον κυρίευσε η άρνηση και η μελαγχολία. Για πολλά χρόνια ήταν αντιδραστικός απέναντι στην μητέρα του μέχρι που τελικά την έχασε. Ήταν μόλις εφτά ετών όταν έμαθε για την εξαφάνιση. Όλα εκείνα τα χρόνια είχε τον πατέρα του σαν πρότυπο στα παιδικά του μάτια κι ο χαμός του αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα γι’ αυτόν. Όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και κοινωνικά. Στο σχολείο άρχισαν να τον αποκαλούν ορφανό και «κακόμοιρο». Τον έκαναν να αισθάνεται ευνουχισμένος. Ήθελε να φύγει, να εξαφανιστεί. Ακούγοντας όλα αυτά το μόνο που κατάφερνε να κάνει ήταν να κατεβάζει το κεφάλι χαμηλά κι ιδιαίτερα κάθε φορά που οι συμμαθητές του περνούσαν από δίπλα μαζί με τους γονείς τους. Και η κλειστή κοινωνία μιας επαρχίας δεν ήταν και η καλύτερη λύτρωση. Χιλιάδες ευρηματολογίες άκουσε από κουτσομπολιά για τον χαμό του πατέρα του. Πολλοί έλεγαν πως ήταν αλλοπαρμένος κι έψαχνε ανύπαρκτα όντα και πως, ό,τι ιστορίες διηγούταν, ήταν μυθοπλασίες. Με λίγα λόγια του είχαν κολλήσει την ταμπέλα του τρελού. Όλα αυτά έγιναν αγκάθια στην ψυχή του. Τα μάζευε μέσα του και δεν είχε το θάρρος να αντιδράσει και να ξεσπάσει.

Έχασε τη μητέρα του σε ηλικία δεκαπέντε ετών κι έμεινε υπό τη φροντίδα και την προστασία της αδελφής του, η οποία μόλις είχε πατήσει τα δεκαεννέα. Ευτυχώς η περιουσία του πατέρα τους ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μπορέσει να τους κρατήσει στη ζωή χωρίς να καταφύγουν σε άλλες λύσεις πιο ακραίες.

Το πέρασμά του στην εφηβεία τον έκανε εσωστρεφή και κλειστό άνθρωπο. Δεν είχε παρέες. Μόνη του ευχαρίστηση ήταν το διάβασμα βιβλίων και η συλλογή παλιών αντικειμένων, μεγάλης ή μη αξίας. Το δωμάτιο του είχε γίνει αποθήκη κάθε λογής αντίκας. Μόνιμος καυγάς με την αδελφή του ήταν να πετάξει αυτές τις παλιατζούρες. Κάποια φορά είχε καταφέρει η Φανή να μπει στο δωμάτιο του και να ξεφορτωθεί μερικά μικροπράγματα. Έκανε να της μιλήσει δύο εβδομάδες, παρόλο που τα βρήκε, ψάχνοντας για ώρες στα σκουπίδια.

Όταν ενηλικιώθηκε και τελείωσε το σχολείο, έφυγε για σπουδές στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που ένιωσε ελεύθερος. Όχι πως δεν αγαπούσε την αδελφή του αλλά ήθελε να ξεφύγει από τη φυλακή της επαρχίας που τον κρατούσε πίσω και του στερούσε την εξέλιξη και την ελευθερία του. Εξάλλου κι η Φανή θα είχε τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τις σπουδές της πάνω στη φυσική, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου και είχε περάσει. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα μέχρι τότε γιατί φρόντιζε τον αδελφό της. Η Αθήνα για τον Χρήστο δεν αποτελούσε χρυσό κλουβί, όπως το Ναύπλιο. Δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν και έκανε ό,τι ήθελε.

Είχε μπει στη σχολή συντηρητών έργων τέχνης. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν είχε κάποιο δικό του σπίτι στην Αθήνα. Έτσι για λίγο καιρό αναγκάστηκε να φιλοξενείται από ένα συγγενικό πρόσωπο. Ένα εμπόδιο που σύντομα έπρεπε να καταρρίψει ώστε να φτάσει στον απόλυτο στόχο του. Να μείνει μόνος. Κάθε μέρα έψαχνε στις εφημερίδες σε αγγελίες ανεύρεσης εργασίας. Έτσι πολύ σύντομα έπιασε δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να νοικιάσει μια φθηνή γκαρσονιέρα στο Παγκράτι.

Είχε έρωτα με τη δουλειά του στο βιβλιοπωλείο. Πολλές ήταν οι φορές που έπαιρνε κάποιο βιβλίο, ανέβαινε στον Λυκαβηττό και διάβαζε με τις ώρες. Η αίσθηση του αέρα για τον Χρήστο ήταν ζωή. Συχνά ακροβατούσε πάνω στο πεζούλι δίπλα από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία του Λυκαβηττού. Ο γκρεμός απλωνόταν χαώδης στα πόδια του. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος που μπορούσε να νιώθει τον αέρα να τον διαπερνάει. Με τα μάτια της φαντασίας του μεταμορφωνόταν σε πουλί έτοιμο να πετάξει και να σκίσει τα σύννεφα στη μέση. Πολλές ήταν εκείνες οι φορές που κινδύνεψε να γκρεμοτσακιστεί.

Τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του συνέβη ένα τόσο απρόσμενο όσο και παράδοξο γεγονός, το οποίο στάθηκε η αιτία να αλλάξει για μια ακόμα φορά ολόκληρη η ζωή του. Ήρθε ένα γράμμα για εκείνον στο βιβλιοπωλείο από άγνωστο αποστολέα. ‘Προς Χρήστο Εμπέογλου’ έγραφε ο φάκελος. Έβγαλε το σημείωμα και διάβασε το περιεχόμενο. Το γράμμα έγραφε πως ο πατέρας του είχε αφήσει κάτι για τον ίδιο. Το χαρτί κόντευε να σκιστεί από το τρέμουλο στα χέρια του Χρήστου. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συνεχίσει να διαβάζει παρακάτω. Το γράμμα έλεγε πως πολύ σύντομα θα μάθαινε τον προορισμό που θα ακολουθούσε, για να βρει την κληρονομιά του. Κάτω δεξιά του σημειώματος υπήρχε ένα μικρό σύμβολο. Ένα ερπετό με ακτίνες κυκλικά του κεφαλιού του και τέσσερα σύμβολα γύρω από αυτό. Του κόπηκαν τα πόδια. Για μια ακόμα φορά τον έπιασε εκείνο το τρέμουλο κι έτσι αναγκάστηκε να ζητήσει από τον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου να του δώσει άδεια. Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ζητήσει να φύγει από τη δουλειά του. Ο ιδιοκτήτης δεν δίστασε ούτε στιγμή και τον έστειλε σπίτι του με ταξί που πλήρωσε ο ίδιος. Φτάνοντας, χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματά του χωρίς καν να βγάλει τα ρούχα του. Δεν είχε ούτε τη δύναμη αλλά ούτε τη θέληση να ακολουθήσει τις οδηγίες που θα έστελναν. Το είχε πάρει απόφαση. Θα έσκιζε το γράμμα χωρίς καν να το διαβάσει.

Πέρασε περίπου ενάμιση χρόνος μέχρι να εμφανιστεί το δεύτερο σημείωμα. Βρήκε τον Χρήστο στρατευμένο σε ένα μικρό χωριό έξω από το Διδυμότειχο. Σε ένα εξίσου μικρό στρατόπεδο ξεχασμένο στην πινέζα του χάρτη, όπως συνήθιζαν να λένε οι φαντάροι. Ο γραφέας του πρώτου γραφείου της μονάδας του τον κάλεσε για να του δώσει ένα γράμμα. Ο φάκελος έγραφε μόνο το όνομα του. Ο Χρήστος πανικοβλήθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Παρά την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του πως δεν θα το ανοίξει, δεν άντεξε τελικά. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς άνοιγε τον φάκελο. Μέσα υπήρχε ένα ακόμα σημείωμα με την ίδια σφραγίδα του ερπετού. Ξεδίπλωσε με δυσκολία το χαρτί κι άρχισε να διαβάζει. Στο συγκεκριμένο του έδιναν οδηγίες για να πάει σε μια τοποθεσία στα Ιωάννινα. Η θητεία του τελείωνε σε δύο μήνες και κάτι μέρες. Όσο χρειαζόταν για να αποφασίσει εάν θα πήγαινε τελικά ή όχι. Βασικά αν είχε το θάρρος να πάει.

Το θάρρος το βρήκε κι έτσι έφτασε στα Ιωάννινα δύο μήνες μετά. Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο πάνω στην οδό Σούτσου, τον κεντρικό δρόμο της πόλης των Ιωαννίνων, λίγο πριν το κάστρο. Όλο το βράδυ κοίταζε το σημείωμα. Υπήρχε ένας χάρτης ζωγραφισμένος με το χέρι, δείχνοντας ένα σημείο, λίγο πριν το Μεγάλο Πάπιγκο, το μεγαλύτερο χωριό από τα Ζαγοροχώρια. Ξεκούρασε τα μάτια του, το πολύ για μια ώρα, πριν ξημερώσει. Τα μάτια του άνοιξαν αμέσως με το πρώτο χτύπημα του ρολογιού. Πήρε το σακίδιό του εξοπλισμένο με έναν χάρτη της περιοχής και ναύλωσε ένα αυτοκίνητο. Ξεκίνησε λοιπόν για το Μεγάλο Πάπιγκο. Η ανοιξιάτικη φύση οργίαζε γύρω του. Όλα ήταν πυκνά και καταπράσινα. Ο Χρήστος δεν είχε όμως ούτε τον χρόνο, ούτε τη διάθεση να ασχοληθεί με τις ομορφιές της φύσης εκείνη τη στιγμή. Το μόνο λυτρωτικό γι’ αυτόν ήταν ο καθαρός αέρας που έμπαινε από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου. Ο δρόμος για το χωριό δεν ήταν ο καλύτερος και τα μαθήματα οδήγησης, που είχε κάνει, ελάχιστα.

Με τα χίλια ζόρια έφτασε σε έναν φιδογυριστό δρόμο πριν το χωριό. Σταμάτησε σε ένα άπλωμα κοντά στο σημείο που έδειχνε ο χάρτης. Βγήκε από το αυτοκίνητο κι άρχισε να περπατάει προς τη σχεδιασμένη περιοχή. Βρέθηκε σε μια τεράστια, χρυσοπράσινη αλάνα όπου καμιά δεκαριά άλογα έβοσκαν ελεύθερα γύρω του. Δυνατά ζώα, πανέμορφα, γεμάτα περηφάνια και θάρρος. Όσα ακριβώς δεν διέθετε ο Χρήστος.

Έτρεμε ολόκληρος, όχι από το κρύο, δεν είχε κρύο, αλλά από τον φόβο. Ποιός είχε στείλει εκείνα τα σημειώματα; Γιατί δεν εμφανίζεται; Γιατί έπρεπε ο ίδιος να βρει αυτό που του κληρονόμησε ο πατέρας του και γιατί δεν του το είχαν στείλει; Τι σκοπό είχαν; Επρόκειτο άραγε να τον σκοτώσουν; Όλα αυτά τα ερωτήματα τον βασάνιζαν όση ώρα τα πόδια του βούλιαζαν στο ολοπράσινο χαλί της φύσης. Και μήπως ήξερε τι ήταν αυτό που ζητούσε; Καθώς περπατούσε είδε απέναντι έναν λευκό, διάφανο σχεδόν, καπνό να ανεβαίνει προς τον ουρανό και να διαλύεται. Έτριψε τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του. Όταν τα άνοιξε ο καπνός είχε εξαφανιστεί. Κούνησε το κεφάλι του κι έπεισε τον εαυτόν του πως ήταν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας του. Μάλλον της αϋπνίας του. Περπάτησε προς το σημείο που είδε τη λευκή εκείνη αχνή σκιά. Μια μυρωδιά πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Μια μυρωδιά μυρτιάς. Γνώριζε αυτή τη μυρωδιά γιατί ο πατέρας του είχε φυτέψει δύο τέτοια δέντρα στον κήπο του σπιτιού τους στο Ναύπλιο. Κάθε άνοιξη όλο το σπίτι τους μύριζε μυρτιά. Κοίταξε τριγύρω να βρει από που προερχόταν το άρωμα αλλά δεν υπήρχε κανένα από εκείνα τα πανέμορφα δέντρα. Μόνο χορτάρι, πέτρες κι ακαθαρσίες αλόγων.

Το μάτι του τότε έπεσε πάνω σε ένα μικρό λόφο από πέτρες, στοιβαγμένες μαζί. Δεν έμοιαζε τυχαίο όλο αυτό. Κάτι ήταν θαμμένο κάτω από εκείνες τις πέτρες. Έτρεξε προς το μέρος τους και χωρίς καν να το πολυσκεφτεί άρχισε να τις πετάει μακριά. Σηκώνοντας μια από τις τελευταίες πέτρες, άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Κάτι σερνόταν πάνω στο χορτάρι. Ήταν ένα τεράστιο φίδι. Ο Χρήστος πάγωσε στη θέση του. Το βάρος της πέτρας όμως ήταν μεγάλο και δεν το άντεξε. Του έπεσε από τα χέρια. Με το που τον αντιλήφτηκε το ερπετό όρμησε προς τα πάνω του. Ο Χρήστος με μια απότομη κίνηση απέφυγε το δάγκωμά του αλλά έπεσε στο πλάι ακριβώς πάνω στην πέτρα που του έφυγε από τα χέρια. Τον βρήκε στον ώμο. Αψηφώντας τον πόνο, σηκώθηκε, κρατώντας εκείνη την πέτρα. Με δύναμη την έριξε πάνω στο φίδι και το άφησε άψυχο κάτω από τον πέτρινο φονιά του.

«Ψόφα», φώναξε, αναπνέοντας βαριά. Αμέσως μετά πήγε να ελέγξει τη φωλιά του φιδιού.

Για αρκετή ώρα παραμέριζε ή πετούσε μακριά τις πέτρες και τα κλαδιά της φωλιάς. Μέχρι που κάτι διέκρινε στο βάθος μιας τρύπας. Χωρίς καν να το σκεφτεί έβαλε το χέρι του μέσα στην τρύπα. Κάτι μαλακό ψηλάφισε. Το έπιασε με προσοχή και το τράβηξε προς τα έξω. Ήταν ένα πορφυρένιο, βελούδινο ύφασμα διπλωμένο. Με μεγάλη προσοχή το ξεδίπλωσε. Προς μεγάλη του απογοήτευση βρήκε έναν ακόμα φάκελο. Μέσα σε αυτόν όμως δεν υπήρχε μόνο το σημείωμα αλλά και κάτι ακόμα. Ένα μικρό κλειδί. Ο Χρήστος το κοίταξε με απορία. Άνοιξε πολύ γρήγορα το σημείωμα κι άρχισε να το διαβάζει. Εκείνο έγραφε πως με το κλειδί που βρήκε θα ανοίξει μια θυρίδα της Εθνικής τράπεζας Ιωαννίνων στο όνομα του. Όλα έγιναν ακόμα πιο περίπλοκα. Σημειώματα, φίδια, κλειδιά, τράπεζες. Έβαλε το κλειδί στην τσέπη και κατευθύνθηκε, τρέχοντας σχεδόν, προς το αυτοκίνητο. Ο ώμος του τον σούβλιζε έντονα αλλά ίσως να προλάβαινε την τράπεζα ανοιχτή. Ήταν ήδη μεσημέρι όταν κατέβηκε στα Ιωάννινα. Η απειρία του στην οδήγηση και ο πόνος στον ώμο του τον έκαναν να καθυστερήσει περισσότερο. Η τράπεζα ήταν πλέον κλειστή. Ο Χρήστος κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένος. Έβγαλε δύο παυσίπονα από το σακίδιο του και τα κατάπιε δίχως νερό.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού κατάφερε να περιποιηθεί λίγο τον ώμο του, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στη φωταγωγημένη πόλη των Ιωαννίνων. Κατέβηκε στη λίμνη της κυρά Φροσύνης και περπάτησε δίπλα στο νερό, απολαμβάνοντας το βραδινό υγρό αεράκι. Μια αερή πάχνη αιωρούταν πάνω από τα νερά της λίμνης, κάνοντας την ατμόσφαιρα μυστηριώδη αλλά και ειδυλλιακή. Τα φώτα από τα μαγαζιά τρεμούλιαζαν μέσα στη λίμνη. Ο Χρήστος πήρε μια πλακουτσή πέτρα και την πέταξε πάνω στα ήσυχα νερά. Η πέτρα χτύπησε τρεις φορές την επιφάνεια της λίμνης μέχρι να βουλιάξει. Χαμογέλασε. Θυμήθηκε τον πατέρα του που του είχε δείξει πώς να πετάει έτσι τις πέτρες στο νερό. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Κοίταξε απέναντι τα μαγαζιά. Έσμιξε τα φρύδια. Ένοιωσε την ανάγκη να μπει σε ένα από αυτά. Κάτι σαν ένα κάλεσμα που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Έτσι κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Μπήκε σε ένα μπαράκι για να πιεί μια μπύρα. Δεν ήταν λάτρης του αλκοόλ όμως κάποια ανώτερη δύναμη τον οδήγησε εκεί. Κάθισε στο μπαρ κι αφέθηκε στον ήχο της μουσικής. Προσπάθησε να αδειάσει το κεφάλι του από όλα όσα τον προβλημάτιζαν. Δεν είχε πολύ κόσμο κι ο μπάρμαν ήταν ευγενικός και πρόθυμος για συζήτηση. Με τα ανέκδοτα και την καλή διάθεση του τύπου πέρασε η ώρα λίγο ευχάριστα.

Ο Χρήστος είχε αφεθεί στη μουσική, το αλκοόλ και τη συζήτηση με τον μπάρμαν. Κάποια στιγμή ένοιωσε ένα ρίγος στην πλάτη. Άκουσε το τρίξιμο της πόρτας του μπαρ που άνοιγε. Έριξε το βλέμμα του προς τα εκεί. Στην πόρτα του μπαρ στεκόταν μια κοπέλα με λευκό φόρεμα, πάνω στο οποίο υπήρχαν κεντημένα χρυσά στάχια. Φορούσε ένα χτενάκι στα μαλλιά της, στολισμένο με άνθη μυρτιάς. Η αντίθεση που έκανε το άσπρο φόρεμα με το μελαμψό της δέρμα και τα μαύρα πλούσια μαλλιά της, ήταν ονειρική. Έμοιαζε με άγγελο. Τα μάτια του Χρήστου τη σκάναραν. Εκείνη ανταπέδωσε στο βλέμμα του με ένα χαμόγελο. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Τον πλησίασε. Κάτι του είπε. Μάλλον το όνομά της. Δεν άκουγε. Όλα είχαν παγώσει. Ο ίδιος ο χρόνος είχε σταματήσει. Της χαμογέλασε με δυσκολία. Δεν ξέρει πόση ώρα είχε περάσει, έχοντας τα μάτια του κολλημένα πάνω της. Η κοπέλα κάθισε δίπλα του. Για μια στιγμή συνήλθε και κοίταξε τριγύρω. Κανείς άλλος μέσα από το μπαρ δεν είχε δώσει σημασία σε εκείνη την ολόλευκη οπτασία με τα στάχια, σαν να μην υπήρχε. Γύρισε και την ξανακοίταξε. Εκείνη συνέχιζε να μιλάει αλλά ο Χρήστος δεν άκουγε τίποτα.

Δεν κατάλαβε πότε έφτασαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Με το που έκλεισαν την πόρτα του δωματίου, ένιωσε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Είχε μια γλυκιά γεύση και ταυτόχρονα υγρή και δροσερή. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Βρέθηκε μέσα στο μάτι ενός τυφώνα γεύσεων, αρωμάτων και αισθήσεων. Ένιωσε το γυμνό κορμί της ζεστό να γίνεται ένα με το δικό του. Ξάπλωσαν πάνω σε μια βελούδινη θάλασσα από λουλούδια. Ο έρωτάς τους δεν ήταν κάτι το γνώριμο αλλά το εξωπραγματικό. Όχι μια φθηνή ένωση σωμάτων μα μια ανταλλαγή συμπαντικής αέρινης σκόνης. Μια σύνδεση με τον δημιουργό. Ξέπνοος από το πρωτόγνωρο παραλήρημα που έζησε και καταπονημένος από τη δύσκολη μέρα ένιωσε ότι βρισκόταν στα πρώιμα στάδια του ύπνου. Κάπου ενδιάμεσα σε ύπνο και σε ξύπνιο είδε το πρόσωπο της κοπέλας να τον πλησιάζει. Τον φίλησε απαλά στα χείλη. Τα μάτια του ήταν θολά αλλά είδε μια φωτεινή αύρα γύρω της. Την άκουσε να του ψιθυρίζει: «Έχεις τη δύναμη να καταφέρεις τα πάντα κι η ζωή θα σου το αποδείξει σύντομα αυτό». Ύστερα αποκοιμήθηκε μεμιάς.

Την άλλη μέρα ξύπνησε μόνος του. Το δωμάτιο μύριζε μυρτιά, το ίδιο άρωμα που είχε σκορπίσει εκείνη η λευκή σκιά στα Ζαγοροχώρια. Έψαξε στο χώρο για κάποιο ίχνος ξεχασμένο από τη γυναικεία εκείνη οπτασία της προηγούμενης βραδιάς αλλά μάταια. Μόνο τα ρούχα του κείτονταν στο πάτωμα πεταμένα. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο πως η αγγελική εκείνη κοπέλα ήταν αληθινή κι όχι κάποιο παιχνίδι της φαντασίας του. Μπήκε στο μπάνιο εκνευρισμένος με τον εαυτόν του που δεν σκέφτηκε να κρατήσει το τηλέφωνό της. Καθώς σήκωσε το ντους συνειδητοποίησε πως ο πόνος στον ώμο του είχε περάσει εντελώς. Λες και δεν είχε χτυπήσει ποτέ. Δεν είχε χρόνο όμως να σκεφτεί λογικά. Άφησε το νερό να κυλήσει στο σώμα του και να τον ξυπνήσει. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε να λύσει το μυστήριο της τράπεζας.

Κατέβηκε στον κεντρικό δρόμο, πήρε έναν καφέ και άρχισε να κατηφορίζει προς την τράπεζα, έχοντας στο μυαλό του την προηγούμενη παράξενη νύχτα. Τότε συνειδητοποίησε πως ούτε το όνομα της δεν είχε ρωτήσει. Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Άνοιξε τα μάτια και είδε πως το κτήριο της Εθνικής βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Διασχίζοντας τον δρόμο, είδε ένα μαύρο αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου κατάλαβε ότι έτρεχε κατά πάνω του. Τα πόδια του βούλιαξαν στο τσιμέντο της ασφάλτου. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει εκείνο το άρμα από λαμαρίνες να τον πλησιάζει. Ο θάνατος τον είχε σημαδέψει κι ήταν έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη. Δεν έπρεπε να τον αφήσει. Πήρε μια γρήγορη ανάσα και όρμησε στη νησίδα του δρόμο τη στιγμή που το αυτοκίνητο περνούσε αστραπιαία δίπλα του. Εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού από το οπτικό του πεδίο. Δεν ήταν τυχαίο όλο αυτό. Κάποιοι τον είχαν βάλει στο στόχαστρο. Κάποιοι τον κυνηγούσαν. Ποιοι ήταν όμως αυτοί και γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν; Ένιωσε ένα τρέμουλο να καταλαμβάνει ολόκληρο το σώμα του. Τη στιγμή εκείνη του ήρθε στο μυαλό η φράση εκείνης της κοπέλας από το προηγούμενο βράδυ. Πως μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Έκλεισε τα μάτια και σηκώθηκε στα πόδια του.

Μπήκε στην τράπεζα. Ρώτησε στις πληροφορίες για να ανοίξει μια θυρίδα που υπήρχε εκεί στο όνομα του.

«Περιμένετε θα φωνάξω τον υπεύθυνο», του είπε η κοπέλα με ένα ναζιάρικο ύφος στα μάτια.

Αφού ταυτοποίησε τα στοιχεία του, τού ζήτησε να τον ακολουθήσει. Του έδειξε τη θυρίδα του και με ένα χαμόγελο στα χείλη τον άφησε μόνο. Ένα κύμα απελπισίας και φόβου κατέβαλε τον Χρήστο καθώς άνοιγε τη θυρίδα. Μέσα υπήρχε ένα μεταλλικό κουτί κλειδωμένο με ένα λουκέτο κι ένα μικρό δερμάτινο πουγκί. Ο Χρήστος πήρε και τα δύο αυτά αντικείμενα και τα ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Άνοιξε πρώτα το πουγκί. Ένα ακόμα κλειδί υπήρχε εκεί μέσα. Μάλλον ήταν για τη θυρίδα. Το πήρε και το έβαλε στην κλειδαριά. Ξεκλείδωσε με μια γρήγορη κίνηση. Μέσα εκεί υπήρχε μια περγαμηνή διπλωμένη σε ρολό, κιτρινισμένη από τον χρόνο.

«Όμορφη η κοπέλα του μπαρ, έ;».

Ο Αλέξανδρος έδειχνε εντυπωσιασμένος από την ιστορία του φίλου του. Όμως είχε κολλήσει μόνο σε ένα σημείο. Την κοπέλα του μπαρ. Κοίταξε τον Χρήστο στα μάτια και κατάλαβε πως πειράχτηκε από το σχόλιο. Συνειδητοποίησε το πόσο απαράδεκτος ήταν και του χαμογέλασε αμήχανα.

«Έτσι όπως μου το αφηγήθηκες ακούστηκε το πιο σημαντικό. Την ξαναείδες από τότε; Έψαξες να τη βρεις;», συνέχισε.

«Ναι! Το βράδυ της μέρας που πήγα στην τράπεζα επισκέφτηκα ξανά το ίδιο μπαρ που τη γνώρισα. Δεν ήρθε. Πάλι με τον μπάρμαν τα ήπιαμε».

Εκείνη η γυναίκα τον είχε σημαδέψει. Το ήξερε. Η σκέψη της και μόνο τον τάραζε. Δεν έπρεπε να την αφήσει να φύγει έτσι. Μια βαθιά απογοήτευση τον τύλιγε κάθε φορά που τη σκεφτόταν. Ο Αλέξανδρος το παρατήρησε στις αδέξιες κινήσεις του όταν μιλούσε για αυτήν. Ήταν η ώρα να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα λίγο.

«Να φανταστώ ότι ο μπάρμαν δεν ήταν το ίδιο καλός στο κρεβάτι».

Το γέλιο του Χρήστου αντήχησε μέσα στο τούνελ που περνούσαν.

«Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα που μου άφησε πολλά ερωτηματικά; Το μαύρο αυτοκίνητο το πέτυχες ξανά από τότε;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι ποτέ. Παρότι μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι με παρακολουθούν».

Ο Αλέξανδρος συνοφρυώθηκε με την απάντηση που πήρε. Πολλές ήταν οι στιγμές που είχε ακριβώς την ίδια αίσθηση. Κοίταξε ασυναίσθητα από τον καθρέφτη τα αυτοκίνητα που έτρεχαν πίσω τους. Τίποτα το ύποπτο.

Βρίσκονταν κοντά στην Κινέττα, λίγο πριν την Κακιά Σκάλα. Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Ο ουρανός ήταν τόσο μαυρισμένος, σαν νύχτα δίχως φεγγάρι. Ο Αλέξανδρος, που φημιζόταν για τις επιδόσεις του στην ταχύτητα, πήγαινε αρκετά αργά. Το ραντεβού τους με τον γλωσσολόγο ήταν την ίδια μέρα στις δώδεκα το μεσημέρι κι η ώρα είχε πάει ήδη έντεκα και τέταρτο.

«Πάρε ένα τηλέφωνο τον γλωσσολόγο. Μη χάσουμε το ραντεβού», είπε ο Αλέξανδρος στον Χρήστο που πλέον μισοκοιμόταν.

«Ε, ναι!».

Ο Χρήστος πήρε το κινητό του και κάλεσε τον αριθμό που του υπέδειξε ο Αλέξανδρος.

«Καλημέρα! Ο κύριος Αντύπας; Ονομάζομαι Χρήστος Εμπέογλου. Έχουμε ραντεβού νωρίς το μεσημέρι. Όχι, δεν φτάσαμε ακόμα. Λόγω κακοκαιρίας έχει πολύ κίνηση. Μπορούμε να μεταφέρουμε το ραντεβού μας για λίγο αργότερα; Μάλιστα, καταλαβαίνω. Εντάξει, αύριο την ίδια ώρα, λοιπόν. Γεια σας».

«Δεν μπορούσε αργότερα;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι, είχε κάποιο άλλο ραντεβού. Αύριο την ίδια ώρα».

Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε πονηρά.

«Τέλεια! Μόλις φτάσουμε στο ξενοδοχείο θα ξεκουραστούμε γιατί η σημερινή νύχτα είναι ελεύθερη για ξεσάλωμα».

«Ωραία! Ποια ταινία θα δούμε;».

«Δεν είναι δυνατόν να είμαστε στην Αθήνα και να μιζεριάσουμε στη σκοτεινή αίθουσα ενός κινηματογράφου! Θα το κάψουμε, χορεύοντας».

Ο Χρήστος κατάλαβε πως το βράδυ του θα το περνούσε όρθιος και στριμωγμένος σε κάποιο μπαρ με ένα ποτό στο χέρι. Αναστέναξε βαθιά.

Το ξενοδοχείο τους βρισκόταν κάπου κοντά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αφού έκαναν το μπάνιο τους και κοιμήθηκαν λίγο, άρχισαν τις ετοιμασίες για τη βραδινή τους έξοδο. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ ψηλός άντρας κι αρκετά γυμνασμένος. Πρόσεχε πολύ την εξωτερική του εμφάνιση ώστε να μην περνάει απαρατήρητος στις γυναίκες. Φωτιά της κόλασης, τον αποκαλούσαν πολλές από τις κατακτήσεις του. Προτιμούσε το ακριβό, μοντέρνο ντύσιμο κι όχι το κλασσικό. Τη διαφορά την έκανε το κούρεμά του. Αρκετά νεανικό, στις τάσεις της εποχής και φτιαγμένο με τόνους κεριού. Ο Χρήστος αντίθετα προτιμούσε τα απλά, σπορ ρούχα. Όμως ότι και να φόραγε, αυτό που τραβούσε την προσοχή ήταν το βλέμμα του. Ήταν καθηλωτικό.

«Αν είχες λίγο καλύτερο γούστο στα ρούχα, κανείς δεν θα μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω σου. Θα μου κάνεις την χάρη να με αφήσεις να επιμεληθώ εγώ την εμφάνισή σου σήμερα».

«Δεν νομίζω», απάντησε ο Χρήστος κοφτά.

Ο Αλέξανδρος όμως είχε μέσα του το πείσμα της φωτιάς. Θα περνούσε το δικό του. Κι αυτό έγινε.

Σε λίγα λεπτά είχε καταφέρει να μεταμορφώσει τον Χρήστο σύμφωνα πάντα με το προσωπικό του στυλ. Η αλήθεια ήταν πως μόλις αντίκρισε το είδωλό του στον καθρέφτη εντυπωσιάστηκε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος πίσω του, κρατώντας ένα μπουκαλάκι με άρωμα. Το ένα του φρύδι είχε σηκωθεί και το στόμα του είχε πάρει ένα στραβό χαμόγελο.

«Όχι αυτό! Σε παρακαλώ», φώναξε ο Χρήστος κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το κρεβάτι.

Ο Αλέξανδρος με αργές, σίγουρες κινήσεις τον πλησίασε, κρατώντας το μπουκαλάκι με το άρωμα στο χέρι του σαν άλλο όπλο. Άρχισε να του πετάει ριπές και να γελάει. Ο Χρήστος άπλωσε τα χέρια του να προστατευτεί αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όλο το δωμάτιο μύρισε από το αγαπημένο άρωμα του Αλέξανδρου.

Βγήκαν στην Αλεξάνδρας και σταμάτησαν το πρώτο ταξί που πέρασε. Θα ξεκινούσαν από το Θησείο για καφέ. Εξάλλου ήταν νωρίς για να πάνε για ποτό. Ο Χρήστος αντιλήφθηκε ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη κι αναστέναξε απελπισμένος. Κατέβηκαν στην Ερμού, στον σταθμό του ηλεκτρικού. Ανηφόρισαν τον πεζόδρομο όπου έσφυζε από κόσμο. Όμορφα αγόρια και κορίτσια, καλοπροσεγμένα για τη νυχτερινή τους έξοδο, ζευγάρια ερωτευμένα που περπατούσαν χέρι χέρι, μοναχικοί τύποι που με κατεβασμένο κεφάλι ένιωθαν συνοδοιπόροι της μιζέριας τους, μικροπωλητές με πάγκους που εκθείαζαν το μεγάλο ή ανύπαρκτο ταλέντο τους. Κάθε λογής άνθρωποι βρίσκονταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, που επί αιώνες παρατηρεί αμίλητη όλα όσα συμβαίνουν. Φωτισμένη κι αγέρωχη στεκόταν περήφανα στον θρόνο της, ακλόνητη από τα βάσανα και τους προβληματισμούς των ανθρώπων που την περιτριγυρίζουν ανά τους αιώνες.

 Οι καφετέριες του Θησείου ήταν κατάμεστες από κόσμο. Επέλεξαν μια που διέθετε εσωτερική αυλή. Πολύ γραφική, ταιριάζοντας απόλυτα με την ιδιοσυγκρασία και την αισθητική του Χρήστου. Το μάτι του έπεσε σε κάτι παλιές αντίκες που βρίσκονταν στον χώρο.

«Τέλειες αυτές οι αντίκες κι από ότι βλέπω πωλούνται. Ότι πρέπει για την αντικερί μου».

«Δεν στολιστήκαμε για επαγγελματικό ραντεβού», τον προσγείωσε ο Αλέξανδρος.

Η αρχική τους συζήτηση είχε ως θέμα τη Ζωή και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Βέβαια αρκετά συχνά το βλέμμα του Αλέξανδρου το τραβούσαν αιθέριες υπάρξεις που περνούσαν από μπροστά του. Κάποια από αυτές τις στιγμές η ματιά του Χρήστου έπεσε πάνω σε μια παρέα αντρών που έδειχναν ότι μιλούσαν σοβαρά σε ένα πιο μακρινό τραπέζι. Ψυχρά πρόσωπα, κατάλευκα με ολόμαυρα μαύρα μαλλιά να κάνουν αντίθεση. Έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους. Κοινά χαρακτηριστικά, κοινή και η παγωνιά που ανέδυαν. Το πιο αξιοσημείωτο ήταν πως όλοι φορούσαν μαύρα γυαλιά ηλίου. Μια ομάδα αντρών αταίριαστη για την περίσταση και τον χώρο. Αισθανόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα βλέμματά τους να τον καρφώνουν. Παρότι τα μάτια τους ήταν κρυμμένα πίσω από τους σκουρόχρωμους φακούς, τα ένιωθε σαν κεραυνούς να τον σημαδεύουν. Τελικά όμως η συζήτηση με τον Αλέξανδρο έγινε πιο ενδιαφέρουσα με αποτέλεσμα να αποσπαστεί η προσοχή του από πάνω τους και μετά από λίγη ώρα να τους ξεχάσει εντελώς.

Λίγο αργότερα βρέθηκαν στην πλατεία Ψειρή, σε ένα κλαμπ που έπαιζε λάτιν μουσική. Το θυμόταν ο Αλέξανδρος από μια παλιότερη επίσκεψη με τη Ζωή. Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει εκείνες τις εξωτικές χορεύτριες που λικνίζονταν στο ρυθμό της έντονης μουσικής. Όμορφο μαγαζί, μικρό και γεμάτο κόσμο. Η μυρωδιά δυόσμου από τα μοχίτος κατέκλυζε τον χώρο. Βραζιλιάνικα κορμιά κουνιούνταν με αισθησιασμό στους λάτιν ρυθμούς. Ο Αλέξανδρος αμέσως άρπαξε μια μαύρη καλλονή και αφέθηκαν στη νιρβάνα του χορού. Η Ζωή είχε κάνει καλή δουλειά. Η μαύρη εκείνη θεά ενθουσιάστηκε με τη δεξιοτεχνία του. Ο Χρήστος παρήγγειλε δυο μοχίτος. Αποφάσισε να αφεθεί κι ο ίδιος στη ζαλάδα που προκαλεί το αλκοόλ. Μια καλλίγραμμη γυναίκα τον πλησίασε και του άπλωσε το χέρι.

«Έλα μαζί μου», του έκανε νόημα, δείχνοντάς του την πίστα.

Αρνήθηκε χαμογελώντας αλλά η επιμονή της τον έκανε να ανέβει διστακτικά μαζί της. Μέσα σε λίγα λεπτά βρήκε τον ρυθμό κι ακολουθούσε την παραζάλη των βημάτων της. Η σαγήνη και η καλή διάθεση που εξέπεμπε στην πίστα ήταν η αιτία, ώστε όλα τα βλέμματα να πέσουν πάνω του. Σαν αέρας στροβιλιζόταν στην πίστα. Τα πόδια του είχαν φτερά όπως εκείνα του γοργοπόδαρου Ερμή. Είχε πολύ καιρό να διασκεδάσει έτσι. Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της βραδιάς ο Χρήστος συγκράτησε τον Αλέξανδρο να μην κάνει καμιά ανοησία, τύπου απιστίας που θα μετάνιωνε αργότερα.

Το μαγαζί άρχισε να αδειάζει σιγά σιγά κι έτσι αποφάσισαν κι εκείνοι να φύγουν. Ήταν αρκετά αργά κι οι δρόμοι είχαν ερημώσει. Πριν πάρουν ταξί για το ξενοδοχείο αποφάσισαν να κάνουν μια βόλτα στα στενά του Ψειρή για να καπνίσει ο Αλέξανδρος ένα τελευταίο τσιγάρο, ώστε να του φύγει η υπερένταση. Περπατώντας κι αερολογώντας, δεν πήραν είδηση μια ομάδα από τέσσερις άντρες με μαύρα γυαλιά και λευκή επιδερμίδα που τους ακολουθούσε. Κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος θέλησε να αδειάσει την κύστη του. Με τόσα μοχίτος ήταν αναμενόμενο. Βρήκε μια απόμερη γωνία και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Τη στιγμή εκείνη ο Χρήστος αντιλήφθηκε την ομάδα των μαυροφορεμένων αντρών να έρχεται από μακριά. Μέσα στη παραζάλη του ποτού, τού φάνηκαν χιλιάδες.

«Αλέξανδρε, τελείωνε».

«Υπομονή, με τόσα που ήπια».

«Δεν είμαστε μόνοι μας».

«Ήρθαν κι άλλοι για κατούρημα;».

«Δεν νομίζω! Για γύρνα».

Ο Αλέξανδρος γύρισε απότομα κι είδε τους άντρες να πλησιάζουν απειλητικά. Πήρε θέση άμυνας, αν κι όλα ήταν ασταθή γύρω του από το αλκοόλ. Παραπάτησε προς στιγμή αλλά τον συγκράτησε ο Χρήστος. Η ομάδα των αντρών τους περικύκλωσε με αργό τρόπο. Τα χέρια του Χρήστου ίδρωσαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικό ή αποτέλεσμα της μέθης. Τα πρόσωπα των εχθρών φαίνονταν παραμορφωμένα, δαιμονικά. Η ανάσα του έγινε κοφτή, γρήγορη. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και τότε τους είδε καθαρότερα. Οι φυσιογνωμίες τους ήταν γνώριμες. Ήταν οι τύποι που είχε δει νωρίτερα σε εκείνη την καφετέρια του Θησείου. Οι μαυροφορεμένοι άντρες έδειχναν έτοιμοι να επιτεθούν

«Φυλάξου», φώναξε ο Χρήστος.

Ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να αντιδράσει όταν τους όρμησαν κι άρχισαν να τους γρονθοκοπούν. Δεν κάθισε βέβαια με σταυρωμένα χέρια. Λίγες μελετημένες κινήσεις μόνο χρειάστηκαν για να τους απομακρύνει όλους από τον Χρήστο. Τα μαθήματα πολεμικών τεχνών που είχε πάρει παλιότερα ήταν χρήσιμα τελικά. Οι εχθροί υπερείχαν όμως σε αριθμό και σίγουρα η παραζάλη που από το ποτό δεν τους βοηθούσε. Ο Χρήστος προσπαθούσε να αντικρούσει τα χτυπήματά τους με κάθε τρόπο. Κάποια στιγμή, σκίζοντας το μανίκι κάποιου από τους αντίπαλους, πρόλαβε και είδε ένα τατουάζ στο μπράτσο του με εκείνο το γνωστό ερπετό που τους κατέτρεχε τον τελευταίο καιρό. Μόλις εκείνοι αντιλήφθηκαν πως είχαν δει το τατουάζ, ξαφνικά τράπηκαν σε φυγή.

«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, του οποίου η μύτη έτρεχε αίμα. «Ποιοί ήταν αυτοί;».

Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τα αίματα που έσταζαν και ταυτόχρονα σκάναρε με τα μάτια του τον χώρο μήπως και εντοπίσει κάποιο ίχνος τους.

«Δεν έχω ιδέα. Παρατήρησες το τατουάζ στο μπράτσο του τύπου; Ήταν όμοιο με το ερπετό στην περγαμηνή, καθώς και στα σημειώματα που μου έστελναν».

«Τι να σημαίνει αυτό;», απόρησε ο Αλέξανδρος, καθώς κούμπωνε το ακόμα ανοιχτό παντελόνι του.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ελπίζω να μας βοηθήσει αύριο ο καθηγητής, ώστε να βρούμε μιαν άκρη», είπε ο Χρήστος, προσπαθώντας να κρύψει τα χέρια του που ακόμα έτρεμαν.

Λίγη ώρα μετά ο Χρήστος ήταν κουκουλωμένος με το πάπλωμα στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό του και δεν τον άφηναν να αποκοιμηθεί. Το ξεκίνημα μιας όμορφης βραδιάς είχε καταλήξει άσχημα. Ένιωθε πιο μόνος από ποτέ. Πιο ανήμπορος από ποτέ. Ένα ερωτηματικό είχε γίνει κόμπος στον λαιμό του και δεν μπορούσε να βγει. Γιατί να χάσει τον πατέρα του; Γιατί να μπλεχτεί σε κάτι τόσο δύσκολο κι άγνωστο; Γιατί να είναι τόσο δειλός; Γιατί; Πνιγόταν στα ερωτήματα, στην ανασφάλεια και στον φόβο του. Ήθελε να γυρίσει έναν διακόπτη κι όλα να επανέλθουν στο φυσιολογικό. Η νύχτα να γίνει μέρα, η λύπη χαρά, η απουσία θαλπωρή, ο φόβος δύναμη. Και τι δεν θα έδινε για να βρει έναν τέτοιο διακόπτη.

Κεφάλαιο 3

Τα χρυσά μήλα των εσπερίδων

 

 

Το κορμί του πονούσε πολύ από τον ξυλοδαρμό της προηγούμενης μέρας. Άνοιξε το ένα μάτι του κι είδε πως ο Αλέξανδρος δεν βρισκόταν στο διπλανό κρεβάτι του δωματίου.

Θα κατέβηκε για τσιγάρα, σκέφτηκε ο Χρήστος, καθώς σηκωνόταν με αργό ρυθμό.

Γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Το ζεστό νερό ήταν βάλσαμο για τις πληγές και τους μώλωπές του. Αφού ολοκλήρωσε την ιεροτελεστία του ντους του, τύλιξε μια πετσέτα στη μέση και βγήκε στο δωμάτιο. Ο Αλέξανδρος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Πήρε κινητό στα χέρια του για να τον καλέσει. Ανύπαρκτο σήμα, νεκρό το κινητό. Το στομάχι του σφίχτηκε καθώς είχε ένα άσχημο προαίσθημα. Φόρεσε τα ρούχα του γρήγορα. Σίγουρα κάτι κακό συνέβαινε. Κατέβηκε δύο δύο τα σκαλιά του ορόφου και πήγε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Ένας βαριεστημένος υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει με νωχελικές κινήσεις κάποια χαρτιά. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι του όταν ο Χρήστος τον ρώτησε για τυχόν μηνύματα. Κούνησε αργά το κεφάλι του και συνέχιζε να ασχολείται με τη βαρετή δουλειά του. Ο Χρήστος πήγε προς την έξοδο κι έβγαλε το κινητό του αλλά κι εκείνο παρέμενε βουβό όπως τον ρεσεψιονίστ. Πανικοβλήθηκε. Ζήτησε από τον βαριεστημένο άντρα να κάνει μια κλήση από το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Σχημάτισε τον αριθμό του Αλέξανδρου και βρήκε μήνυμα, πως το τηλέφωνο που καλούσε δεν υπάρχει. Αμέσως πήρε τη Φανή. Το ίδιο. Κάλεσε τον αριθμό του φροντιστηρίου και δεν απαντούσε κανείς. Επανέλαβε τις ίδιες κλήσεις και στη Ζωή, κινητό και δουλειά. Τα ίδια. Μα που είχαν εξαφανιστεί όλοι; Ο Αλέξανδρος δεν συνήθιζε να είναι ασυνεπής. Αυτή η απουσία του συνδεόταν με προφανή πλέον τρόπο με το κακό προαίσθημα που τον έπνιγε από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του. Αν έχαναν για δεύτερη φορά το ραντεβού με τον γλωσσολόγο υπήρχε η πιθανότητα να μην τους δεχόταν μετά. Η ώρα περνούσε και το μόνο που του απόμενε ήταν να επισκεφτεί μόνος του τον γλωσσολόγο. Τον κολλητό του θα τον κανόνιζε μετά.

Ευτυχώς, θυμόταν από τα λόγια του Αλέξανδρου την περιοχή και τον αριθμό του γραφείου του. Κάλεσε ένα ταξί κι ευθύς όταν μπήκε υπέδειξε στον οδηγό τη διεύθυνση. Ο καθηγητής λεγόταν Δημοσθένης Αντύπας και το γραφείο του ήταν στο Δάσος Χαϊδαρίου.

Το ταξί περνούσε την Ιερά οδό κι ο Χρήστος χάζευε από το παράθυρο μέρος της βιομηχανική ζώνης της Αθήνας. Ξαφνικά όλα άρχισαν να φωτίζονται πολύ έντονα, σαν να είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος ο Ήλιος κι έκαιγε τα πάντα στην πορεία του. Έφερε το χέρι στα μάτια του και ρώτησε τον οδηγό τι συνέβαινε. Τη στιγμή εκείνη στο ραδιόφωνο σταμάτησε η μουσική που έπαιζε κι ακούστηκε το σήμα για έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Ένας παρουσιαστής, αρκετά αγχωμένος, άρχισε να μιλάει κομπιάζοντας. Κατόπιν ανακοινώσεων της Ν.Α.Σ.Α, ηλιακή καταιγίδα πλήττει τον πλανήτη γη. Ο Χρήστος τσιτώθηκε. Νόμιζε πως είχε περάσει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ή κάποιος του έκανε φάρσα. Ο παρουσιαστής πρότρεπε όλους να κατευθυνθούν σε καταφύγια. Ο Χρήστος, εμβρόντητος, αναρωτήθηκε πότε έγιναν όλα αυτά. Ο ταξιτζής τον ενημέρωσε πως από το πρωί, κανάλια και ραδιόφωνα, αναγγέλλουν το τέλος του κόσμου. Έβγαλε για μια ακόμα φορά το κινητό του και το κοίταξε. Ίσως τελικά αυτός ο λόγος που δεν δούλευε.

Είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Πλήρωσε το ταξί και μπερδεμένος από τα επικείμενα γεγονότα άρχισε να ψάχνει τη διεύθυνση του γλωσσολόγου. Σκέφτηκε πως ίσως να έβρισκε εκεί τον Αλέξανδρο. Εντόπισε το σωστό νούμερο της οδού, τσέκαρε τον όροφο και μπήκε στο ασανσέρ. Ο διάδρομος ήταν αρκετά μεγάλος, υπερβολικά θα σκεφτόταν κανείς για το μέγεθος του κτιρίου. Ο Χρήστος έψαχνε να βρει τη σωστή πόρτα. Τη βρήκε μετά από λίγο κι ήταν ανοιχτή, οπότε μπήκε μέσα δίχως να διστάσει. Υπήρχε ένας χώρος αναμονής με ένα σαλόνι στο χρώμα της άμμου, ένα τραπεζάκι με αρκετά περιοδικά και πίνακες στους τοίχους με θέματα από αρχαίους πολιτισμούς. Κατευθύνθηκε στην κλειστή πόρτα που βρισκόταν αριστερά του και χτύπησε.

«Είναι κάποιος μέσα;», ρώτησε με ευγένεια και μια φωνή του απάντησε να περάσει.

Ένας γκριζομάλλης ψηλός άντρας βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο, γυρισμένος πλάτη και απορροφημένος στη μελέτη ενός τεράστιου βιβλίου που βαστούσε με δυσκολία στα χέρια του. Ο άντρας έκλεισε με δύναμη το βιβλίο, κάνοντας τον Χρήστο να αναπηδήσει από τον φόβο του. Αργά γύρισε προς το μέρος του. Μόλις ο Χρήστος τον είδε, έμεινε άναυδος. Ένοιωσε το αίμα να στραγγίζεται από το κορμί  του.

«Μπαμπά;».

Η φωνή του έτρεμε κι ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν.

«Γεια σου αερικό μου», έτσι τον έλεγε από μικρό παιδί.

Ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.

«Μα εσύ… εσύ δεν είσαι νεκρός;», ψέλλισε ο Χρήστος, παγωμένος στη θέση του, χωρίς ακόμα να έχει πάρει ανάσα.

Τα πόδια του αρνήθηκαν να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.

«Γιατί δεν έψαξες να μας βρεις;».

Τα λόγια του Χρήστου έγιναν βροχή απελπισίας κι έκπληξης συνάμα.

«Χρήστο εσύ είσαι ο επίλεκτος, εσύ θα μας σώσεις. Μόνο εσύ μπορείς κι είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Σου έχω εμπιστοσύνη».

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κραυγές από έξω. Άνθρωποι από παντού ούρλιαζαν κι έκλαιγαν με υστερία. Η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη. Κόμποι ιδρώτα γέμισαν το πρόσωπο του Χρήστου κι έπεφταν στα μάτια του, θολώνοντάς του την όραση από το τσούξιμο. Προσπάθησε να τα σκουπίσει με τα χέρια του για να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν αληθινό ή όχι. Από τη μια ο πατέρας του που θεωρούσε τόσα χρόνια νεκρό κι από την άλλη άρχισε να παρατηρεί πως οι τοίχοι πλέον έλιωναν, λες κι ήταν καμωμένοι από κερί. Ο Χρήστος πισωπάτησε βλέποντας τον πατέρα του να παραμορφώνεται μπροστά στα μάτια του, όπως μια κέρινη κούκλα που λιώνει αργά. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν τελείως κι έγινε μια άμορφη μάζα. Μια μαύρη σκιά βγήκε μέσα από εκείνη τη μάζα και πέταξε πάνω του. Ο Χρήστος έπεσε στα γόνατα παρατηρώντας τη σκιά να κάνει κύκλους στο ταβάνι. Ξαφνικά η σκιά άρχισε να μεταμορφώνεται. Έβγαλε δύο τεράστια φτερά που έκαναν τον χώρο να σκοτεινιάσει. Δύο κατακόκκινα σαν αίμα μάτια έλαμψαν στο πρόσωπό του και μια πορτοκαλοκίτρινη φωτιά παλλόταν στον λαιμό του. Είχε μεταμορφωθεί σε δράκο. Τα μάτια του έφτυναν σπίθες και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ο Χρήστος έκανε να φύγει αλλά τα πόδια του είχαν χωθεί μέσα στο πάτωμα που έλιωνε πλέον κι αυτό. Όσο περισσότερο προσπαθούσε, τόσο πιο πολύ βυθιζόταν. Η σκιά πλέον είχε ολοκληρώσει τη μεταμόρφωσή της. Ο δράκος άνοιξε τα τεράστια φτερά του και πέταξε με δύναμη προς τον Χρήστο ανοίγοντας το στόμα του.

«Χρήστο, Χρήστο ξύπνα».

Άκουγε κάποιον να φωνάζει λες και βρισκόταν στην άκρη ενός τεράστιου τούνελ. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του αλλά ο πονοκέφαλος ήταν τόσο δυνατός που του είχε θολώσει την όραση. Προσπάθησε πιο έντονα μέχρι που είδε το περίγραμμα ενός ανθρώπου. Έκλεισε και ξανάνοιξε τα μάτια του για να καθαρίσουν. Ο Αλέξανδρος στεκόταν πάνω από το κεφάλι του.

«Έβλεπες εφιάλτη και φώναζες»,  συνέχισε να του λέει. «Έλα σήκω, έχω παραγγείλει πρωινό και πεινάω σαν λύκος».

«Θεέ μου, ήταν τόσο ζωντανό», μονολόγησε ο Χρήστος, καθώς προσπαθούσε να συγκροτήσει τις σκέψεις του μέσα στο μυαλό του που το ένιωθε σαν πηχτό πουρέ.

Ανασηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Άφησε το κεφάλι του να στηριχθεί στα δυο του χέρια για να συνέλθει. Σίγουρα κάτι έκρυβε το όνειρο που είχε δει κι έπρεπε να το αποκρυπτογραφήσει. Ένα δυνατό κύμα φόβου τον κατέκλυσε.

Ο Αλέξανδρος είχε παραγγείλει δυο τεράστιες ομελέτες γεμιστές με τυρί και μπέικον, φυσικό χυμό πορτοκαλιού και κέικ σοκολάτας. Μετά τη χτεσινή κραιπάλη και το ξυλοφόρτωμα, ένα τέτοιο πρωινό ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν. Ο Χρήστος αφού έφαγε με δυσκολία τη μισή ομελέτα από το πιάτο του και τσίμπησε λίγο από το κέικ, κοίταξε τον Αλέξανδρο μέσα στα μάτια. Έπρεπε να βγάλει όλο αυτό το βάρος που τον έπνιγε κι έτσι του αφηγήθηκε το όνειρο που έβλεπε λίγη ώρα πριν. Ο Αλέξανδρος έδειχνε εντυπωσιασμένος με την αληθοφάνεια των όσων άκουγε από το στόμα του φίλου του. Κοίταξε όμως το ρολόι του και κατάλαβε πως η ώρα δεν τους έπαιρνε για περαιτέρω ανάλυση. Ανέβηκαν γρήγορα στο δωμάτιο, πήραν τα πράγματα που χρειάζονταν κι έφυγαν για τον γλωσσολόγο. Ο Χρήστος, φανερά επηρεασμένος από το όνειρο, κοιτούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον ουρανό, μήπως και το όνειρό του έβγαινε αληθινό.

Η διαδρομή ήταν ίδια ακριβώς με το όνειρό του. Ακόμα και η πολυκατοικία που στεγαζόταν το γραφείο του καθηγητή. Και το γραφείο του, επίσης. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Πως μπορούσε να γνωρίζει τόσο καλά μια περιοχή που ποτέ ξανά δεν είχε επισκεφτεί στη ζωή του. Κι όμως, όλα αυτά τα είχε δει πριν λίγες ώρες στον ύπνο του χωρίς καν να γνωρίζει την ύπαρξή τους. Και τώρα έστεκαν ξεκάθαρα κι ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του. Λες και οι εικόνες από τον εφιάλτη του είχαν πάρει σάρκα και οστά. Έφτασαν μπροστά στην ίδια πόρτα. Ακόμα και το πόμολο είχε εκείνο το ανεπαίσθητο ίχνος σκουριάς στην αριστερή του άκρη. Το χέρι του έμεινε μετέωρο πριν χτυπήσει. Έτρεμε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και χτύπησε στην πόρτα. Δεν απάντησε κανείς. Ο Αλέξανδρος του έκανε νόημα να μπουν. Το γραφείο του ήταν ακριβές αντίγραφο με εκείνο στο όνειρό του. Μόνο που ο άντρας που είχε απέναντί του δεν ήταν ο πατέρας του. Ο Δημοσθένης Αντύπας ήταν ένας κοντός άντρας με τεράστια γυαλιά. Τα ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι του, η μεγάλη μύτη και τα τεράστια μάτια του, τον έκαναν να δείχνει σαν καρτούν.

«Καλημέρα σας κύριε Αντύπα».

Ο Αλέξανδρος εισέβαλε σχεδόν στο γραφείο του καθηγητή και με προτεταμένο χέρι κι ένα τεράστιο χαμόγελο τον χαιρέτησε.

«Καλώς τα παιδιά. Σας περίμενα. Μα τι βλέπω; Είχατε κάποιο ατύχημα;».

Ο καθηγητής χάζευε πίσω από τα παραμορφωτικά γυαλιά του τα σημάδια στα πρόσωπα των δύο νεαρών.

«Μια κακή στιγμή, μη δίνετε σημασία», βιάστηκε να απαντήσει ο Αλέξανδρος, για να μην αφήσει τον Χρήστο να πει κάτι που δεν άρμοζε της στιγμής εκείνης.

«Λοιπόν, μου φέρατε την περγαμηνή;».

Ο Αλέξανδρος έκανε νόημα στον Χρήστο που είχε παγώσει παρατηρώντας τον χώρο τριγύρω. Με αμήχανες, σχεδόν άγαρμπες, κινήσεις έβγαλε από το σακίδιό του την περγαμηνή και την έδωσε στον γλωσσολόγο. Εκείνος με ιδιαίτερο θαυμασμό και μια έντονη λάμψη στα μάτια, έπιασε το χαρτί λες και κρατούσε κάποιον πολύτιμο, ανεκτίμητο θησαυρό. Με πολύ απαλές κινήσεις ξεδίπλωσε το ευαίσθητο χαρτί και ενθουσιασμένος το εξέτασε απ’ όλες τις πλευρές με έναν μικρό φακό που βρισκόταν στο γραφείο του. Κάποια στιγμή η μορφή του συννέφιασε καθώς διάβαζε το Λατινικό κείμενο.

«Μα αυτό… αυτό είναι μια αρχαία επίκληση σε δαίμονα. Και μάλιστα πολύ επικίνδυνη. Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να διαβαστεί δυνατά», εξήγησε στους δύο νέους.

«Τότε θα πρέπει να σας χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη μιας και μας προλάβατε προτού κάνουμε κάποια ανοησία. Αν και δεν ξέρουμε λατινικά», χαμογέλασε ο Αλέξανδρος.

Ο Χρήστος δάγκωσε το κάτω χείλος του. Η επίκληση στον δαίμονα είχε ήδη γίνει αλλά ακόμα οι συνέπειες δεν είχαν έρθει. Ή μήπως είχαν. Για μια ακόμα φορά σκέφτηκε όσα είχε δει στο όνειρο.

«Γνωρίζετε σε ποιόν δαίμονα αναφέρεται;», ρώτησε αμέσως ο Χρήστος, καταπίνοντας τον κόμπο που του έφραζε τον λαιμό.

Ο καθηγητής σηκώθηκε από το γραφείο του και πήγε στη βιβλιοθήκη δεξιά του που καταλάμβανε ολόκληρο τον τοίχο του δωματίου. Έπιασε ένα τεράστιο βιβλίο, σαν εκείνο που είχε ο Χρήστος στο Ναύπλιο, και το ξεφύλλισε.

«Μάλιστα! Λοιπόν, το βιβλίο εδώ μας λέει πως η επίκληση ανήκει σε έναν δαίμονα με ρίζες από τη Ρουμανία. Ζμέου είναι το όνομά του», τους επιβεβαίωσε ο καθηγητής.

«Κι η σφραγίδα που βρίσκεται στην άκρη της περγαμηνής; Μπορείτε να μας πείτε κάτι γι’ αυτήν;», συνέχισε να ρωτάει ο Χρήστος, που η καρδιά του ακουγόταν πλέον στον λαιμό του.

Ο γλωσσολόγος κοίταξε πάλι το χαρτί με τον τεράστιο μεγεθυντικό φακό κι άρχισε να εξετάζει τη μισοκαμμένη σφραγίδα του ερπετού.

 «Δεν έχω κάποια ολοκληρωμένη άποψη αυτή τη στιγμή γιατί δεν είναι ευδιάκριτο όλο το σύμβολο. Με περισσότερη μελέτη όμως είμαι σίγουρος πως θα βρεθεί η λύση».

Η συζήτηση συνέχισε με το υπόλοιπο κείμενο, εκείνο με τα έντονα πορφυρά γράμματα. Τα παιδιά ενημέρωσαν τον καθηγητή για τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκαν μπροστά τους τα μισοσβησμένα γράμματα, μετά την επαφή του χαρτιού με το αίμα της Φανής. Εμβρόντητος ο Δημοσθένης Αντύπας από τα λεγόμενα των παιδιών ανακάθισε στην πολυθρόνα του. Η αναφορά του αίματος πάνω στο χαρτί κι η εμφάνιση του κειμένου με τον συγκεκριμένο τρόπο έδωσε άλλη διάσταση στα πράγματα κι αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια του. Ύστερα από όσα άκουσε ο καθηγητής χάθηκε στον δικό του κόσμο. Άρχισε να πηγαινοέρχεται, να ψάχνει, να σημειώνει, να ταξιδεύει στις σκέψεις και τις γνώσεις του, αδιαφορώντας για την ύπαρξη των δύο νεαρών στον χώρο. Για αρκετή ώρα στεκόταν μπροστά στην τεράστια βιβλιοθήκη του, κατεβάζοντας τεράστιους τόμους τον έναν μετά τον άλλον κι ακόμα περισσότερα βιβλία, πιο μικρά. Τα τοποθέτησε όλα αυτά στο γραφείο του δίπλα στην περγαμηνή. Άναψε μια ειδική λάμπα, περίπου σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι δερματολόγοι για να εξετάζουν την επιφάνεια του δέρματος ή το τριχωτό της κεφαλής. Την κατέβασε με μια απότομη κίνηση κοντά σε εκείνο το αιωνόβιο χαρτί. Αριστερά και δεξιά του είχε ανοίξει όλα τα βιβλία. Το κεφάλι του ανά δευτερόλεπτα γύριζε δεξιά κι αριστερά, κάνοντας συγκρίσεις όσων έβλεπε. Ήταν αναμφίβολο πως η γραφή του αιματοβαμμένου κειμένου ήταν η Κυριλλική. Το κείμενο δύσκολα μεταφραζόταν διότι είχε αλλοιωθεί αρκετά με το πέρασμα του χρόνου. Ο Αντύπας βέβαια είχε αναγνωριστεί από πολλά γλωσσολογικά ινστιτούτα παγκωσμίως ως ο καλύτερος του είδους. Παρόλη όμως εκείνη την εμπειρία που του βάραινε τις πλάτες, δυσκολευόταν αρκετά. Χρειάστηκε πάνω από μια ώρα ώστε να μεταφράσει ένα κείμενο επτά σειρών. Ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος κάθονταν υπομονετικά και περίμεναν το πόρισμά του.

«Έχουμε λοιπόν μπροστά μας τις οδηγίες για την επίκληση ενός δαίμονα, του οποίου το όνομα είναι Ζμέου, όπως ανέφερα και νωρίτερα. Ο δαίμονας αυτός έχει να κάνει με τη Ρουμάνικη μυθολογία. Συγκεκριμένα αναφέρεται πως έχει τη δυνατότητα να σχηματίζει κάθε είδους όπλο, ώστε να μπορεί εύκολα να βγάλει από τη μέση τον αντίπαλό του. Η μορφή μοιάζει με αυτή του δράκου…».

Τα λεγόμενα του καθηγητή μέχρι στιγμής ταίριαζαν απόλυτα σε όσα είχαν ανακαλύψει και μόνοι τους. Μέχρι και για τη μορφή του δράκου που είχε αναφέρει έντρομη η Φανή.

«Δράκος ε;». Πετάχτηκε ο Χρήστος από τη θέση του.

«Ναι, αλλά μπορεί να παίρνει και διάφορες άλλες μορφές. Συγκεκριμένα σε κάποιο σημείο της μυθολογίας των Ρουμάνων αναφέρει πως μεταμορφώθηκε σε πουλίγια να κλέψει τα “χρυσά μήλα” από τον κήπο ενός Βασιλιά. Σας θυμίζει κάτι αυτό;».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο Αντύπας κι ο Αλέξανδρος πετάχτηκε σαν ελατήριο κι αυτός από τον καναπέ.

«Τον Ηρακλή και τα χρυσά μήλα από τον κήπο των Εσπερίδων».

Είχε αδυναμία στην Ελληνική μυθολογία.

«Πολύ σωστά», συμφώνησε ο καθηγητής με ένα στραβό χαμόγελο στο στόμα του. «Ας τα πάρουμε όμως λίγο από την αρχή. Κατά τον Φερεκύδη στον γάμο του Δία και της Ήρας, η Γη έφερε ως γαμήλιο δώρο μηλιές που οι καρποί τους ήταν χρυσοί. Η Ήρα ενθουσιασμένη από το δώρο αυτό φύτεψε τις μηλιές στον κήπο των θεών, ο οποίος κήπος προσανατολίζεται κάπου στη χώρα του Άτλαντα. Ο Άτλαντας, ως γνωστόν, ήταν τιμωρημένος από τον Δία και σήκωνε αιωνίως στους ώμους του το βάρος του Ουρανού. Οι κόρες του Άτλαντα μαγεμένες από τους χρυσούς καρπούς έκλεβαν τα μήλα από τον κήπο, γεγονός που ανακάλυψε σύντομα η Ήρα. Γι’ αυτό λοιπόν και ανέθεσε τη φύλαξη τους στις νύμφες Εσπερίδες και στον γιο του Τυφώνα και της Έχιδνας, τον Λάδωνα, ο οποίος ήταν δράκος».

«Όλο αυτό έχει να κάνει με τον δικό μας δράκο;», ρώτησε, ανυπόμονα, ο Χρήστος.

«Μη με διακόπτεις νεαρέ. Θα καταλάβεις στην πορεία. Ένας από τους άθλους του Ηρακλή ήταν να πάρει τους χρυσούς αυτούς καρπούς και να τους προσκομίσει στον Ευρυσθέα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του για τον Κήπο των Θεών, ο Ηρακλής αντιμετώπισε διάφορες δυσκολίες κι εμπόδια. Ένα από αυτά ήταν η απελευθέρωση του Προμηθέα από τα δεσμά του, στον βράχο που ήταν δεμένος. Κατάφερε βέβαια να σκοτώσει και τον αετό που του έτρωγε τα σωθικά. Θυμάστε γιατί είχαν δέσει τον Προμηθέα εκεί;».

Ο καθηγητής κοίταξε τον Αλέξανδρο στα μάτια που αγκομαχούσε να απαντήσει.

«Γιατί έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την παρέδωσε στους ανθρώπους».

Έδειχνε τόσο ενθουσιασμένος ο Αλέξανδρος με όσα άκουγε και τόσο πωρωμένος με τις γνώσεις που διέθετε ώστε θα μπορούσε άνετα να σκοτώσει οποιονδήποτε ήθελε να παρεμβάλει στην επίδειξη τους προς τον καθηγητή.

«Ακριβώς. Μία λοιπόν από τις εκδοχές του μύθου λέει πως ο Ηρακλής, αφού έσωσε τον Προμηθέα κι έφτασε στον Κήπο των Εσπερίδων, φόνευσε τον Λάδωνα και πήρε τα μήλα για να τα πάει στον Ευρυσθέα στις Μυκήνες».

«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το τι σχέση έχει αυτός ο μύθος με τον δαίμονα που αναγράφεται στην περγαμηνή».

Ο Αλέξανδρος είχε κουραστεί να ακούει πράγματα που ήδη γνώριζε και αδημονούσε να μάθει τη σύνδεση που είχε ο μύθος με το πρόβλημά τους.

«Αγαπητέ κι ανυπόμονε φίλε Αλέξανδρε, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές της Ρουμάνικης Μυθολογίας ο δαίμονας Ζμέου έχει διπλή υπόσταση. Είναι ο δράκος Λάδωνας καθώς κι ο ίδιος ο αετός που κατασπάραζε τα σπλάχνα του Προμηθέα. Οι μηλιές που έκανε δώρο η Γη στην Ήρα ανήκαν στον θεό Ήλιο γι’ αυτό και οι καρποί τους ήταν χρυσοί. Ο Προμηθέας κατατρωγόταν από έναν αετό, ένα πουλί που όπως ανέφερα και πριν, ήταν μια από τις μορφές του Ζμέου. Το ίδιο και ο Λάδωνας, ο δράκος, που πάλι τη μορφή αυτή είχε ο δαίμονας. Λέγεται λοιπόν πως ο θεός Ήλιος, θυμωμένος για την αρπαγή των μήλων και τον θάνατο του δράκου, μεταμόρφωσε τη ψυχή του Λάδωνα σε δαίμονα, όπου θα ερχόταν η στιγμή να πάρει την εκδίκησή του από τους ανθρώπους».

«Με ποιόν τρόπο;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Αυτό ακριβώς λέει η μετάφραση του κειμένου. Με την επίκληση αυτή της περγαμηνής, μπαίνει σε έναρξη ένας μηχανισμός με τον οποίο ο θεός Ήλιος ενεργοποιείται, ανοίγει μια πύλη και περνάει στη γη, οπότε και καίει τα πάντα στο πέρασμά του».

Τα λόγια του Δημοσθένη Αντύπα έγιναν καρφιά στο μυαλό του Χρήστου.

«Το όνειρο», ψέλλισε σχεδόν ξέπνοος ο Χρήστος.

«Θέλετε να πείτε πως εμείς με την επίκληση που κάναμε, κινήσαμε έναν τέτοιο μηχανισμό με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν αυτή τη στιγμή τα πάντα;».

Ο Αλέξανδρος έκανε την ερώτηση, κοιτώντας τον καθηγητή επίμονα μέσα στα μάτια.

«Μα μου είπατε πως δεν κάνατε την επίκληση. Διαβάσατε δηλαδή δυνατά το κείμενο που είναι γραμμένο στα λατινικά;».

Από τις αντιδράσεις τους και την αμηχανία τους ο Αντύπας κατάλαβε πως του είχαν αποκρύψει εξαρχής την αλήθεια. Το χαμόγελό του ήταν λυτρωτικό για την αγωνία τους.

 «Είναι απλώς ένας μύθος αγαπητοί μου. Είναι αστείο να ανησυχείτε για κάτι τέτοιο. Αλήθεια πως έφτασε αυτή η περγαμηνή στα χέρια σας;», ρώτησε ο καθηγητής.

«Μου την άφησε ο πατέρας μου», είπε ο Χρήστος σχεδόν αφηρημένα γιατί είχε στο μυαλό του ακόμα το ζωντανό όνειρο που τον τάραξε το προηγούμενο βράδυ. «Κωνσταντίνος Εμπέογλου, έτσι είναι… ήταν το όνομά του».

Ο καθηγητής δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην ταραχή και τα τελευταία λόγια του Χρήστου. Μόνο το όνομα συγκράτησε.

«Εμπέογλου. Κάτι μου λέει αυτό το όνομα. Με καταγωγή από Κωνσταντινούπολη υποθέτω ε;».

Η ερώτησή του μάλλον ρητορική ήταν αλλά επιβεβαιώθηκε από το θετικό νεύμα του νεαρού.

«Και που βρίσκεται ο πατέρας σου αυτή τη στιγμή νεαρέ μου φίλε; Πως και δεν συνέδραμε στη λύση του προβλήματός σας;».

«Έχει εξαφανιστεί εδώ και είκοσι ένα χρόνια. Σε μια έρευνα που έκανε στη Ρουμανία».

Ο Χρήστος κατέβασε το πρόσωπό του τόσο χαμηλά που φάνηκε να εξαφανίζεται μέσα στο στήθος του.

«Λυπάμαι αγόρι μου. Ώστε έχει εξαφανιστεί;».

Η φωνή του γλωσσολόγου ακούστηκε ψιθυριστή, γεμάτη συμπόνια.

«Ναι. Και μετά από τόσα χρόνια πλέον τον θεωρούμε νεκρό».

Ο Χρήστος εστίασε στο δυνατό φως της λάμπας που έκαιγε στο γραφείο. Η λάμψη της καθρεφτίστηκε στα μάτια του και μέσα από αυτήν είδε να αχνοφαίνεται η μορφή του πατέρα του, η οποία σαν θολή σέπια φωτογραφία υπήρχε στο μυαλό του. Ένα δάκρυ γυάλισε, έτοιμο να χαθεί τόσο απότομα, όσο είχε εξαφανιστεί κι ο πατέρας του. Ο Αλέξανδρος αντιλαμβανόμενος τη δύσκολη θέση του φίλου του, σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον Δημοσθένη Αντύπα κι έφυγαν.

Όσο οδηγούσε ο Αλέξανδρος περιεργαζόταν στο μυαλό του την υπόθεση. Όλα συνδυάζονταν μεταξύ τους κατά ένα περίεργο τρόπο. Ο δαίμονας ή δράκος ή αετός, ο Ήλιος με τα μήλα και τη φωτιά, το γράμμα «Ζήτα» και η ετοιμολογία του που αφορούσε την «πλήττουσα αρχή της σύζευξης των δυνάμεων του Ηλίου», το όνειρο που είδε ο Χρήστος. Τελικά, δεν ήταν απλώς μια κατάσταση βγαλμένη από μύθο αλλά κάτι περισσότερο. Κάτι αρκετά επικίνδυνο. Κι όλα όσα αντιμετώπισαν στο Ναύπλιο σίγουρα δεν ήταν ένας μύθος μα μια πραγματικότητα που βίωναν και μάλιστα πολύ έντονα.

Θα παρέμεναν τη συγκεκριμένη μέρα στην Αθήνα και θα επέστρεφαν στο Ναύπλιο την επομένη το πρωί γιατί ο Αλέξανδρος είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού. Νωρίς το απόγευμα πήγαν για καφέ κάπου στον Κεραμικό, πάντα με την πίεση του Αλέξανδρου, αφού ο Χρήστος το μόνο που ήθελε ήταν να κρυφτεί κάτω από το πάπλωμα του δωματίου τους. Η συζήτηση που ξεκίνησαν αφορούσε όλα όσα έμαθαν από τον Αντύπα. Αναστατωμένοι με τις καινούργιες πληροφορίες προσπαθούσαν να βάλουν τις σκέψεις τους σε μια σειρά. Το κινητό του Αλέξανδρου χτύπησε. Στην τηλεφωνική γραμμή ακούστηκε η αυστηρή φωνή του γλωσσολόγου.

«Ελάτε σας παρακαλώ στο γραφείο μου το συντομότερο δυνατό γιατί προέκυψε κάτι σημαντικό που σας αφορά». Τα λόγια του ήταν κοφτά που τους επέστησε την προσοχή.

Ακουγόταν τόσο ταραγμένος κι ανυπόμονος από το τηλέφωνο που πλήρωσαν γρήγορα τον καφέ τους και κίνησαν πάλι για το Δάσος Χαϊδαρίου. Ο καιρός είχε για μια ακόμα φορά χαλάσει και προμηνυόταν μπόρα. Μέχρι να φτάσουν η μπόρα είχε γίνει καταιγίδα, πλημμυρίζοντας τους δρόμους της Αθήνας και δημιουργώντας θέματα στην κυκλοφορία. Ήταν τόσο δυνατή η καταιγίδα, λες κι ο Θεός είχε ανοίξει τις βρύσες του ουρανού κι έτρεχαν ασταμάτητα.

Μέχρι να μπουν στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το γραφείο του καθηγητή, είχαν γίνει μούσκεμα. Ο Αλέξανδρος τίναξε τα ολόμαυρα μαλλιά του δυνατά, ώστε να φύγει όσο περισσότερο νερό γινόταν κι ο Χρήστος σκούπισε το πρόσωπό του με το μανίκι του. Κοιτάχτηκαν και γέλασαν λίγο με την εμφάνισή τους. Αμέσως μετά ανέβηκαν γρήγορα στον δεύτερο όροφο και τότε είδαν την πόρτα εισόδου ολάνοιχτη. Ο Χρήστος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Εκείνο το κακό προαίσθημα ξαναγύρισε ακόμα πιο έντονο.  Προχώρησαν με προσεκτικές κινήσεις μέσα. Η πόρτα του γραφείου του καθηγητή ήταν κλειστή. Ο Αλέξανδρος χτύπησε μα δεν πήρε καμία απάντηση. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν με τον Χρήστο κι ο ένας ένιωσε τον τρόμο του άλλου. Έσπρωξαν λίγο κι πόρτα κινήθηκε. Ήταν ξεκλείδωτα. Αποφάσισαν να μπουν. Με το που άνοιξαν, το θέαμα που αντίκρισαν θα τους συντρόφευε στο υπόλοιπο της ζωής τους. Ο καθηγητής Δημοσθένης Αντύπας βρισκόταν καρφωμένος απέναντι, πάνω από το γραφείο του, σε σχήμα “Χ”. Είχαν στερεώσει με μια τεράστια ατσάλινη πρόκα το κεφάλι του στον τοίχο και γύρω του είχαν ζωγραφίσει με το αίμα του ακτίνες. Τα χέρια του και τα πόδια του, τα είχαν διαπεράσει με τεράστια επίσης καρφιά. Στον λαιμό του έχασκε ένα άνοιγμα από μαχαίρι και μια λίμνη αίματος βρισκόταν ακριβώς κάτω από το άψυχο σώμα. Ο Αλέξανδρος πισωπάτησε και κοίταξε τον Χρήστο μέσα στα μάτια. Εκείνος είχε παγώσει. Το βλέμμα του ήταν απλανές, θολό, άδειο. Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπό του. Για μια στιγμή πίστεψε πως ο φίλος του θα λιποθυμούσε αλλά τελικά τον είδε να κινείται ελάχιστα. Ο Χρήστος δεν είχε ξαναδεί πτώμα στη ζωή του και μάλιστα σε μια τέτοια αποκρουστική κατάσταση. Τρικλίζοντας, σύρθηκε προς τον τοίχο έτοιμος να αδειάσει το στομάχι του. Ο Αλέξανδρος έτρεξε προς το μέρος του, τον έπιασε από τους ώμους και τον γύρισε. Ένιωσε τη γροθιά του στο πρόσωπό του. Ο Χρήστος έπιασε το πονεμένο σαγόνι του και τον κοίταξε με απορία.

«Αν ξεράσεις θα αφήσουμε στοιχεία. Δεν είμαστε για μπλεξίματα».

Ευθύς αμέσως έτρεξε στην πόρτα κι άρχισε να σκουπίζει με το μανίκι του τα αποτυπώματα που είχαν αφήσει τα χέρια τους. Ο Χρήστος τον πλησίασε ζαλισμένος από το θέαμα και τη γροθιά.

«Πρέπει… πρέπει να καλέσουμε γρήγορα την αστυνομία», ψέλλισε, νιώθοντας πάλι αναγούλα.

Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια.

«Δεν νομίζω πως θα ήθελες να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Πρέπει πρώτα να ψάξουμε τα χαρτιά του για να ανακαλύψουμε τον λόγο που μας κάλεσε κι ύστερα να φύγουμε τρέχοντας».

«Τι λες Αλέξανδρε; Θα μείνουμε σε ένα χώρο με ένα πτώμα σ’ αυτή τη κατάσταση; Αν μπει κανείς και μας δει, θα μας κατηγορήσει. Φάσκεις κι αντιφάσκεις τελικά».

«Κανείς δεν θα μπει», είπε ο Αλέξανδρος κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα του γραφείου με τον αγκώνα του, διπλοκλειδώνοντάς την, έχοντας τραβήξει τη βρεγμένη μπλούζα του στο χέρι του σαν άλλο γάντι. Ύστερα κοίταξε τον χώρο ερευνητικά. Στην άκρη του στόματός του σχηματίστηκε ένα χαμόγελα.

«Τελικά είμαστε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας», συνέχισε να λέει. Έτρεξε προς τη βιβλιοθήκη όπου υπήρχε ένα κουτί με γάντια μιας χρήσης. Με την άκρη των δαχτύλων του τράβηξε δύο και τα πέταξε στον Χρήστο. Ύστερα φόρεσε τα δικά του.

Με τρεμάμενα, γαντοφορεμένα χέρια άρχισαν να ψάχνουν μέσα στον ωκεανό των εγγράφων που βάραιναν το γραφείο του Δημοσθένη Αντύπα.

«Ποιοί να τον σκότωσαν άραγε και γιατί;».

Η απορία ήρθε σαν εμετός στο στόμα του Αλέξανδρου.

«Οι ζωγραφισμένες ακτίνες με αίμα γύρω από το κεφάλι του δεν σου θυμίζουν τίποτα; Πρέπει να ήταν αυτοί που μας κυνήγησαν χτες το βράδυ. Είμαστε τυχεροί που δεν καταλήξαμε κι εμείς έτσι. Ένα άρρωστο έκθεμα σαν τον δύστυχο τον καθηγητή».

Ο Αλέξανδρος δεν φαινόταν ότι άκουγε τα λόγια του Χρήστου. Ήταν χαμένος στην παραζάλη του και την ατελείωτη έρευνά του.

«Πριν πάρουμε την αστυνομία πρέπει να καλέσουμε τα κορίτσια. Να τους πούμε να κλειστούν σπίτι μαζί και να προσέχουν».

«Εντάξει, θα πάρουμε την αστυνομία. Από κάποιο καρτοτηλέφωνο στον δρόμο και χωρίς να δώσουμε στοιχεία», ακούστηκε αποφασισμένος ο Αλέξανδρος.

Συνέχισαν να ψάχνουν πάλι τον χώρο. Χιλιάδες σημειώσεις και σχέδια του καθηγητή βρέθηκαν πάνω στο γραφείο του αλλά τίποτα που να τους δείχνει τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό για το οποίο τους είχε καλέσει εκεί. Μέσα σε όλα αυτά τα χαρτιά υπήρχε κι ένα σημειωματάριο από το οποίο είχε σκιστεί το πρώτο φύλλο. Ο Αλέξανδρος τότε πήρε ένα μολύβι και κρατώντας το διαγώνια άρχισε να μουτζουρώνει ελαφρά το επάνω χαρτί από το σημειωματάριο κάτω από εκείνο που είχαν σκίσει. Εμφανίστηκε ένα νούμερο, τηλεφώνου μάλλον. Έμοιαζε με αριθμό εξωτερικού. Ο Χρήστος κάλεσε το νούμερο από το κινητό του και περίμενε απάντηση. Ακούστηκε μια αντρική φωνή να μιλάει στα τούρκικα. Ο Χρήστος έστρεψε το βλέμμα στον Αλέξανδρο. Εκείνος του έκανε νόημα να απαντήσει. Απάντησε στα αγγλικά, παρότι ήξερε αρκετά καλά τούρκικα λόγω καταγωγής. Η φωνή δεν άργησε να αποκριθεί και ζήτησε να μάθει το όνομά του. Ο Χρήστος ασυναίσθητα και δίχως να το σκεφτεί λογικά του είπε το ονοματεπώνυμό του. Αμέσως η γραμμή έκλεισε. Εκείνος έμεινε να κοιτάει με απορία τη συσκευή. Κάλεσε ξανά το ίδιο νούμερο αλλά δεν το σήκωσε κανείς. Την επόμενη φορά που πήρε βγήκε μήνυμα στην τούρκικη γλώσσα. Κατάλαβε πως είχε απενεργοποιηθεί το κινητό του αγνώστου. Δίπλωσε το χαρτάκι με το νούμερο και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του. Ο Αλέξανδρος του έκανε νόημα να φύγουν.

Διαγώνια απέναντι από το κτήριο όπου στεγαζόταν το γραφείο του καθηγητή υπήρχε ένα μικρό πάρκο όπου στην άκρη του έστεκε ένα παλιό καρτοτηλέφωνο. Πήγαν εκεί και κάλεσαν την αστυνομία. Έκλεισαν δίχως να δώσουν τα στοιχεία τους. Περίμεναν λίγο. Σε δέκα λεπτά είχαν κατακλύσει τη γειτονιά περιπολικά, ασθενοφόρα, ανακριτές, ιατροδικαστές κι ό,τι είχαν δει σε αστυνομικές ταινίες, παρόμοιων περιπτώσεων. Ένας αστυνομικός μιλούσε με τα αγόρια και κάποιοι άλλοι με τους γείτονες της περιοχής. Εντωμεταξύ, η βροχή είχε μετατραπεί σε κατακλυσμό. Ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος ήταν κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα του πάρκου. Ευτυχώς είχαν παρκάρει πιο μακριά και μπορούσαν να φύγουν δίχως να τους πάρουν είδηση. Μετά από λίγο αυτό έκαναν. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το ξενοδοχείο ο Χρήστος κάλεσε τη Φανή. Προσπάθησε να είναι όσο το δυνατόν πιο ήσυχος κι ήρεμος την ώρα που της μιλούσε. Δεν της ανέφερε τη δολοφονία του καθηγητή και το αποκρουστικό θέαμα που αντίκρισαν. Ο Χρήστος συμβούλεψε τη Φανή να μην αφήσει ούτε λεπτό από την προσοχή της την ανιψιά του την Αγνή και να κλειδωθούν στο σπίτι. Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να ηρεμήσει τη Ζωή που άρχισε να κλαίει, συστήνοντάς της να ακυρώσει τα μαθήματα της και να πάει στο σπίτι της Φανής.

Η Ιερά οδός είχε πλημμυρήσει από τη νεροποντή. Μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο τους, πέρασε σχεδόν μια ώρα. Στο αυτοκίνητο υπήρχε νεκρική σιωπή. Οι δυνατές στάλες της βροχής μιλούσαν με τον τρόπο τους. Μέσα σε τόσο μικρό διάστημα έγιναν τόσα πολλά που δεν τα χωρούσε ο νους τους. Ο Χρήστος κοιτούσε τα ρυάκια που αυλάκωναν το τζάμι του αυτοκινήτου. Κάθε ρυάκι και μια ακόμα αναπάντητη ερώτηση. Ποιός ήταν αυτός που με το άκουσμα του ονόματός του έκλεισε το τηλέφωνο; Ποιοι γνωρίζουν γι’ αυτόν; Ξέρουν για την ανάμιξή του στην υπόθεση του δαίμονα και της περγαμηνής; Μήπως ο γλωσσολόγος είχε ανοίξει το στόμα του; Έψαχνε τις απαντήσεις, θωρώντας τα μαύρα, απειλητικά σύννεφα του Αττικού ουρανού. Ακόμα κι ο ουρανός δεν είχε τη διάθεση να του εξηγήσει.

Ο Αλέξανδρος από την άλλη σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο είχαν σκοτώσει τον καθηγητή. Θεωρούσε ότι ήταν ένα είδους μήνυμα. Μάλλον απειλητικό.

«Αλέξανδρε, νομίζω πως πρέπει να τα παρατήσουμε. Κινδυνεύουμε», έσπασε τη σιωπή ο Χρήστος. Γνώριζε όμως καλά πως στο σημείο που είχαν φτάσει δεν υπήρχε γυρισμός. Και να τα παρατούσαν οι ίδιοι, δεν θα γλίτωναν από τον κίνδυνο που καραδοκούσε εκεί έξω. «Φοβάμαι πως έχουμε θέσει σε κίνδυνο τη ζωή αθώων ανθρώπων, οι οποίοι δεν φταίνε σε τίποτα».

«Μιλάς για τον καθηγητή;», ρώτησε ο Αλέξανδρος, αγνοώντας το ένστικτό του που του φώναζε πως δεν αναφερόταν σε αυτόν αλλά στα οικεία τους πρόσωπα.

«Δυστυχώς για αυτόν πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Για τη Φανή και τη Ζωή όμως μπορούμε. Για χάρη τους πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Και το σημαντικότερο, η Αγνή. Ένα αθώο πλάσμα δεν πρέπει να κινδυνέψει για τη δική μας την περιέργεια».

Ο φόβος του επιβεβαιώθηκε από τα λόγια του Χρήστου.

«Δεν είναι μια απλή περιέργεια Χρήστο και το ξέρεις. Είναι κάτι παραπάνω. Κάτι πάνω από μας. Αν δεν το λύσουμε, νομίζω ότι θα πάρει μεγαλύτερες εκτάσεις. Πρέπει όμως να το μελετήσω πρώτα για να σου πω τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου. Θέλω λίγο χρόνο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πολλά πράγματα εξαρτώνται πλέον από εμάς και τους χειρισμούς μας».

Για άλλη μια φορά ο Χρήστος ένιωσε έρμαιο των καταστάσεων. Είχε φτάσει σε ένα αδιέξοδο όπου η μοίρα τον προκαλούσε να αντιδράσει. Ενώ εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν μια ήρεμη ζωή. Μια φυσιολογική ζωή. Δεν θα την είχε.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο κι ανέβηκαν στο δωμάτιο τους. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να βεβαιωθούν πως τα αγαπημένα τους πρόσωπα στο Ναύπλιο ήταν καλά. Εξασφαλίζοντας λοιπόν με κάποιο τρόπο την ηρεμία τους, έκαναν μπάνιο, τσίμπησαν κάτι πρόχειρο και ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους. Ο Αλέξανδρος αφοσιώθηκε στο διαδίκτυο με τον φορητό υπολογιστή του. Άρχισε να ψάχνει ο,τιδήποτε αφορούσε την όλη κατάσταση, μήπως βρει κάποια άκρη. Ο Χρήστος έπεσε στο κρεβάτι, διπλωμένος σε εμβρυακή στάση, σαν μωρό που αναζητά θαλπωρή και προστασία. Δεν μπορούσε να αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Ο νους του έτρεχε στα γεγονότα που διαδραματίζονταν με αστραπιαίους ρυθμούς τις τελευταίες μέρες. Περνούσαν σαν ταινία μέσα στο μυαλό του. Ταινία τρόμου. Για μια ακόμα φορά θυμήθηκε τη φωνή από το τηλέφωνο στην Τουρκία. Ίσως αυτός να ήταν η λύση. Θα έπρεπε να ανακαλύψουν ποιός ήταν. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος σκέφτηκε την κοπέλα από τα Ιωάννινα. Με τη μορφή της αποκοιμήθηκε.

Κεφάλαιο 4

Ζωή

 

Η καταιγίδα το πρωί είχε κοπάσει. Σκόρπια μαύρα σύννεφα, σαν μουτζούρες σε παιδικό τετράδιο, κινούνταν διάσπαρτα στον Αττικό ουρανό με μόνο σκοπό να θυμίζουν πως οι μπόρες θα ξανάρθουν. Ο ήλιος εμφανίστηκε δειλά, φωτίζοντας επιλεκτικά κάποιες περιοχές της Αθήνας. Μια αχτίδα έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Χρήστου, προκαλώντας τον να ανοίξει τα μάτια του. Ο Αλέξανδρος για μια ακόμα φορά είχε ξυπνήσει πρώτος κι έκανε το πρωινό του ντους. Ακουγόταν το νερό να πέφτει κι αυτό νανούριζε τον Χρήστο. Κι η μυρωδιά από το αφρόλουτρο του προκαλούσε ένα μικρό χαμόγελο. Ξαφνικά ακούστηκε η πόρτα του μπάνιου. Εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος εντελώς γυμνός, τρέχοντας προς τη ντουλάπα. Ο Χρήστος προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του.

«Δεν εντυπωσιάζομαι τόσο εύκολα», είπε τελικά και λύθηκε στα γέλια.

«Ώστε είσαι ξύπνιος; Το ξέρα ότι κατά βάθος με γουστάρεις. Παρίστανες την κοιμισμένη βασιλοπούλα για να με δεις γυμνό; Μπορούσες απλώς να μου το ζητήσεις και θα περνάγαμε ένα υπέροχο βράδυ τα δύο μας», απάντησε, γελώντας ο Αλέξανδρος καθώς φορούσε το εσώρουχό του.

 «Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτόν σου. Εξάλλου, εγώ προτιμώ τους ξανθούς».

Ο Αλέξανδρος βούτηξε ένα μαξιλάρι και του το πέταξε στο κεφάλι. Ο Χρήστος ανταπόδωσε. Βρέθηκαν να παλεύουν και να γελούν πάνω στα κρεβάτια σαν μικρά παιδιά. Αυτό ήταν αρκετό για να φτιάξει λίγο τη διάθεση του Χρήστου.

Μάζεψαν τα πράγματά τους, πήραν πρωινό και ξεκίνησαν για το Ναύπλιο. Το ταξίδι τους ήταν γρήγορο. Τόσο γρήγορο που ο Χρήστος νόμισε κάποια στιγμή πως βρισκόταν σε αεροπλάνο κι όχι σε αυτοκίνητο. Περνώντας από τον δρόμο των Μυκηνών, ήρθαν στο μυαλό του όλα όσα τους είχε πει εκείνος ο άτυχος ο καθηγητής. Έπρεπε να μπουν σε μια σειρά μέσα στο μυαλό του. Ήταν όλα μπερδεμένα, ακατάστατα. Ένας γόρδιος δεσμός.

Το σπίτι του Χρήστου βρισκόταν στους πρόποδες του Παλαμηδίου. Είχε θέα όλο τον κόλπο, όπου περιμετρικά ήταν χτισμένη η παλιά αλλά και η νέα πόλη του Ναυπλίου. Όχι άδικα θεωρείται πόλη για τους ερωτευμένους. Μόνο να περπατά κάποιος στα σοκάκια της, νιώθει ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή. Η εικόνα της παλιάς πόλης από κει ψηλά μπορούσε να ταξιδέψει τον παρατηρητή της σε παλιές, ρομαντικές εποχές, όπου όμορφες πριγκιποπούλες έστεκαν στο παραθύρι μελαγχολικές, προσμένοντας τον ιππότη με το άσπρο άλογο. Όμως και σε αυτές τις πιο αγνές, ερωτεύσιμες εποχές, υπήρχαν δράκοι που καιροφυλακτούσαν για να φλογοβολήσουν την ομορφιά και τον έρωτα και να τα μετατρέψουν σε πόνο και οδυρμό.

Το σπίτι ήταν ένα διώροφο πάνω σε ένα μικρό λόφο. Είχε τριγύρω έναν καταπράσινο κήπο με δύο φουντωτές μυρτιές, ψηλές σαν δέντρα, δεξιά κι αριστερά της σιδερένιας καγκελόπορτας. Ένα πλακόστρωτο, φιδογυριστό δρομάκι από πλάκες Καρίστου οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού. Αριστερά από το δρομάκι βρισκόταν ο μικρός λαχανόκηπος της Φανής. Ήταν ο δικός της μικρός παράδεισος. Δεξιά μια απλωσιά με καταπράσινο γκαζόν. Πάνω σε αυτό υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι με τις πολυθρόνες τους και στην άκρη του τοίχο ένα χτιστό μπάρμπεκιου. Ο πρώτος όροφος του σπιτιού ξεχώριζε από την τεράστια βεράντα, στολισμένη με πολύχρωμα γεράνια. Σε εκείνο το φιδογυριστό σοκάκι κάτω από τα γεράνια τούς περίμεναν η Φανή με τη μικρή Αγνή και τη Ζωή. Δεν είχαν ξεμυτίσει μετά το χτεσινό τηλεφώνημα τους. Με το που μπήκαν όρμησαν πάνω τους. Η Ζωή έπεσε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου και ξέσπασε σε κλάματα. Η Φανή φημισμένη για την ψυχραιμία της, απλώς περίμενε εξηγήσεις.

«Για πείτε μας τώρα, για ποιό λόγο μας έχετε βάλει σε καραντίνα;».

Ο Χρήστος κοίταξε τον Αλέξανδρο που δυσανασχετούσε από τη συμπεριφορά της Ζωής. Ξερόβηξε και κοίταξε αλλού αποφεύγοντας το έντονο βλέμμα της Φανής.

«Ήταν πολύ περίεργο το χτεσινό σας τηλεφώνημα καθώς και η απαίτησή σας να κλειδαμπαρωθούμε στο σπίτι χωρίς να ξέρουμε τον λόγο», συνέχισε η Φανή.

«Αυτόν τον λόγο ακριβώς θα συζητήσουμε τώρα Φανή», είπε ο Αλέξανδρος, ξεκολλώντας με δυσκολία από πάνω του τη Ζωή που έκλαιγε πλέον με λυγμούς.

Ο τρόμος της είχε θολώσει τα μάτια αλλά η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή κι ο Αλέξανδρος τόσο αγχωμένος που δεν άντεχε το βάρος της πάνω του. Την ένιωθε τόσο βαριά και φορτική που πλέον ασφυκτιούσε. Από την εφηβική του ηλικία δεν άντεχε βάρος ανθρώπου να πιέζει το κορμί του.

 «Καταλαβαίνω την ανησυχία και τις απορίες σας. Θα σας πούμε ακριβώς τι συνέβη αλλά όχι εδώ έξω στον κήπο.  Πρέπει να οργανώσουμε ένα σχέδιο».

Ο Αλέξανδρος τους έδειξε το σπίτι, προτρέποντάς τους να πάνε μπουν μέσα. Η Φανή δεν πήρε ούτε δευτερόλεπτο το βλέμμα της πάνω από τον Χρήστο. Είχε ήδη καταλάβει πολλά από τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του.

Μπήκαν στο σπίτι και βολεύτηκαν στους καναπέδες. Η Ζωή κόλλησε πάλι πάνω στον Αλέξανδρο, ο οποίος ένιωσε ενοχλημένος για μια ακόμα φορά από την επιμονή της. Ο Χρήστος έκανε νόημα στην Φανή να απομακρύνει την Αγνή από το δωμάτιο. Δεν έπρεπε να ακούσει αυτά που θα έλεγαν. Η μικρή άκουσε τη Φανή και χωρίς καμία αντίρρηση πήγε στο δωμάτιο της. Πάντα άκουγε τη μητέρα της. Την είχε ως πρότυπο, εφόσον πατέρα δεν είχε γνωρίσει. Είχε πέθανε πριν γεννηθεί.

 Δεν άργησαν να ξεκινήσουν την ιστορία τους. Τους αποκάλυψαν τα πάντα. Ότι ξεχνούσε ο ένας, συμπλήρωνε ο άλλος. Για τον ξυλοδαρμό τους, το όνειρο του Χρήστου, την ιστορία του γλωσσολόγου αλλά και τη δολοφονία του. Η Φανή παρέμενε ψύχραιμη. Η Ζωή είχε παγώσει και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το μυαλό της είχε θολώσει. Ενώ άκουγε τους υπόλοιπους να καταστρώσουν σχέδιο δράσης, εκείνη αισθανόταν παράξενα. Λες και το σπίτι είχε αρχίσει και συρρικνωνόταν. Οι τοίχοι έγιναν μέγγενη που όλο και περισσότερο την έσφιγγε. Χρειαζόταν επειγόντως αέρα. Με μια απότομη κίνηση πετάχτηκε από τον καναπέ κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο του σπιτιού, σαν αγρίμι που αποζητά την ελευθερία του. Δεν άκουσε τις φωνές των παιδιών. Τα αυτιά της και το μυαλό της είχαν σφραγίσει. Όρμησε έξω από το σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητό της και χάθηκε.

Η Ζωή είχε περάσει μια ιδιαίτερα καταπιεστική παιδική ηλικία. Στα είκοσι έξι της χρόνια κουβαλούσε τραύματα κι ανασφάλειες μιας ολόκληρης ζωής, μεγαλύτερης κι από το ίδιο το όνομά της. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γύθειο Λακωνίας, μια παραθαλάσσια κωμόπολη σαράντα πέντε περίπου χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης. Οι γονείς της, γέννημα θρέμμα Μανιάτες, ήταν σκληροί άνθρωποι με οπισθοδρομικές αντιλήψεις κι απόψεις, όχι κάτι πρωτότυπο για τη συγκεκριμένη περιοχή. Ο πατέρας της στρατιωτικός, λιγομίλητος άνθρωπος και υπερβολικά ισχυρογνώμον. Η μητέρα της φρόντιζε κι όριζε εξολοκλήρου το σπίτι και την οικογένεια Βορέα. Με λίγα λόγια ήταν μια καθαρά μητριαρχική οικογένεια.

Η Ζωή, μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, απέκτησε πολλά κόμπλεξ κι ανασφάλειες, οι οποίες μεταμορφώθηκαν πολύ γρήγορα σε ψυχολογικά προβλήματα, σε Ερινύες που την κυνηγούσαν στο υπόλοιπο της ζωή της. Μέχρι τα δεκαεννέα της, που έφυγε από το Γύθειο, δεν ήξερε τι σημαίνει διασκέδαση. Δεν είχε μυρίσει το άρωμα του καφέ στις καφετέριες του Γυθείου, ούτε είχε σκάσει ένα ξέγνοιαστο χαμόγελο με την παλιοπαρέα. Γιατί δεν υπήρχε παλιοπαρέα. Ο αδελφός της ο Οδυσσέας, έξι χρόνια μεγαλύτερος της, το είχε σκάσει σε ηλικία δεκαέξι ετών. Δεν άντεξε την καταπίεση κι έκανε την επανάστασή του. Λυτρώθηκε.

«Θα φύγω μακριά», είπε ένα πρωί στην αδελφή του και με μια βαλίτσα στο χέρι εξαφανίστηκε, δίχως να τον αντιληφθεί κανείς.

Εκείνη τη στιγμή ζούσε στη Θεσσαλονίκη κι ήταν πατέρας δύο πανέμορφων κοριτσιών. Κράτησε επαφές με τη Ζωή αλλά με τον πατέρα τους ήταν στα μαχαίρια για χρόνια.

Η Ζωή, έχοντας μοναδικό σκοπό να φύγει από το Γύθειο διάβαζε νυχθημερόν κι έτσι κατάφερε να περάσει στην ΑΣΟΕ Αθηνών. Επ ουδενί  δεν ήθελαν οι γονείς της να φύγει για σπουδές. Της έλεγαν πως θα την παντρέψουν με τον Νικήτα Πολυμενάκο, έναν τριανταπεντάρη, εργάτη σε λιοτριβείο, από τον Άγιο Νικόλα, ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Γύθειο. Στην ιδέα και μόνο του γάμου της με έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε, που δεν είχε ερωτευτεί, η Ζωή έπαθε νευρικό κλονισμό. Κατάληξη του νευρικού κλονισμού, η απόπειρα αυτοκτονίας.

Η Ζωή από μικρή είχε αδυναμία στη θάλασσα. Ο υδάτινος εκείνος κόσμος αποτελούσε για αυτήν έναν ολάκερο παράδεισο. Καταλαβαίνοντας λοιπόν πως με έναν γάμο το μόνο που θα γινόταν θα ήταν μεταφερθεί από τη μια φυλακή στην άλλη, σάλεψε το μυαλό της. Άρπαξε το παλιό ποδήλατο του αδελφού της και, χωρίς καν να ξέρει να το οδηγεί, άρχισε να τρέχει στους δρόμους του Γυθείου. Κατέληξε σε μια παραλία με γόνατα γδαρμένα και ματωμένα από τις συνεχόμενες πτώσεις. Πέταξε το ποδήλατο στην άμμο, πήρε φόρα κι έπεσε στη θάλασσα να πνιγεί. Ήταν η μοναδική διέξοδος ώστε να νιώσει επιτέλους ελεύθερη. Για μεγάλη της τύχη βρέθηκε κάποιος άνθρωπος σε εκείνη την έρημη παραλία. Κάποιος τυχαίος ψαράς που έπλεκε τα δίχτυα του την έσωσε. Ήξερε καλά τον πατέρα της, οπότε επέστρεψε τη Ζωή στο σπίτι της σχεδόν μισολιπόθυμη. Ήταν δυνατό πλήγμα εκείνο το συμβάν για τον πατέρα της Ζωής, ο οποίος της είχε αδυναμία. Το έκρυβε καλά όμως. Έτσι, προκειμένου λοιπόν να τη χάσει κατάφερε κι έπεισε τη μάνα της να την αφήσουν να σπουδάσει στην Αθήνα. Με την προϋπόθεση βέβαια πως μια φορά τον μήνα θα ανέβαινε εκείνη για την φροντίζει και το κυριότερο, να την ελέγχει.

Κατά την διάρκεια των σπουδών της, η Ζωή ανακάλυψε το πόσο αντικοινωνική και ανασφαλής ήταν. Έδωσε μεγάλο αγώνα, κυρίως εσωτερικό, για να ενταχθεί στην πολυπληθή και σκληρή κοινωνία της πρωτεύουσας.

Είχαν περάσει περίπου δύο χρόνια από όταν εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όταν ανακάλυψε πως αυτό που σπούδαζε δεν της ταίριαζε καθόλου. Οι κλίσεις της ήταν καλλιτεχνικές, όπως εξάλλου συμβαίνει με όλους σχεδόν τους εσωστρεφείς ανθρώπους. Αρχικά δεν ήξερε τι της ταιριάζει έτσι πέρασε από όλα τα στάδια. Ζωγραφική, θέατρο, τραγούδι. Κανένα όμως από αυτά δεν της κάλυπτε το κενό της ψυχής της. Μέχρι που τυχαία ανακάλυψε πως μια καλή μέθοδος έκφρασης κι εξωτερίκευσης συναισθημάτων ήταν ο χορός. Στην αρχή ασχολήθηκε με τους Ελληνικούς χορούς, λαϊκούς και παραδοσιακούς. Σύντομα όμως γνώρισε τη μαγεία των κοινωνικών χορών. Όλη η μοναξιά κι η απομόνωση των παιδικών της χρόνων μεταλλάχθηκε σε κοινωνικότητα κι αγάπη για επικοινωνία.

Η Ζωή μεταμορφώθηκε. Βγήκε από το ασφυκτικό κουκούλι της και πέταξε με τα πολύχρωμα φτερά της. Για να πληρώνει τα δίδακτρά της στη σχολή χορού και να αποκτήσει το πολυπόθητο δίπλωμα, δούλευε σε δύο δουλειές. Το πρωί ως τηλεφωνήτρια σε εταιρία δημοσκοπήσεων και το βράδυ σερβιτόρα σε καφέ. Τις ώρες που είχε κενές τις αφιέρωνε στα μαθήματά της. Όσο μπορούσε διάβαζε και για τη σχολή της. Έπρεπε να πάρει το πτυχίο από την ΑΣΟΕ. Δεν τολμούσε να αποκαλύψει στους γονείς της για τη μεγάλη της αγάπη, τον χορό. Θα την ανάγκαζαν να επιστρέψει στο Γύθειο και θα την πάντρευαν με τον Νικήτα, ο οποίος ακόμα περίμενε. Οπότε ο χορός και οι διπλές εργασίες της ήταν επτασφράγιστα μυστικά από την οικογένεια Βορέα. Όταν βρισκόταν η μάνα της στην Αθήνα, που ευτυχώς οι επισκέψεις είχαν αραιώσει με τα χρόνια, η Ζωή προφασιζόταν πως διάβαζε με μια φίλη της για τη σχολή ή πως τους είχαν βάλει και απογευματινά μαθήματα, έτσι ώστε να δικαιολογεί τις πολύωρες απουσίες της.

 Στον χορό διέπρεψε και με την ολοκλήρωση του επαγγελματικού της προγράμματος, προσλήφθηκε άμεσα από την ίδια την σχολή, όπου φοιτούσε. Ο διευθυντής τη θεωρούσε μεγάλο κελεπούρι και δεν υπήρχε περίπτωση να του ξεφύγει και να πάει σε κάποια αντίπαλη σχολή. Τα λεφτά ήταν αρκετά καλά, έτσι σύντομα σταμάτησε από τις άλλες δύο δουλειές. Είχε πλέον χρόνο για τον εαυτόν της. Αλλά κι αυτόν τον λίγο χρόνο τον αφιέρωσε στον χορό, παρακολουθώντας σεμινάρια κι workshops για τη δουλειά και την εξέλιξή της.

Στα είκοσι πέντε της μπήκε στην ζωή της ο Αλέξανδρος, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα. Το μοναδικό εμπόδιο για την απόλυτη ευτυχία, ήταν η δουλειά του. Ο Αλέξανδρος εργαζόταν στο Ναύπλιο και δεν μπορούσε να τον βλέπει κάθε μέρα, παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα. Πήρε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση να ανοίξει δική της σχολή εκεί όπου βρισκόταν κι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της. Το Ναύπλιο το λάτρεψε. Εξάλλου ήταν δίπλα σε θάλασσα, πως να μην της αρέσει.

Όμως είχε έρθει η ώρα να φανερώσει το μεγάλο της μυστικό στην οικογένεια της. Δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο κρυφό γιατί εκτός από τη μετακόμισή της σε μια άλλη επαρχιακή πόλη, είχε και στο μυαλό της πως σύντομα θα ντυνόταν νυφούλα. Μάλλον αυταπάτη ήταν κι όχι σιγουριά. Οπότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να τους πει την αλήθεια. Στην αρχή οι γονείς της φάνηκαν ανένδοτοι. Μάλιστα την απείλησαν για μια ακόμα φορά με έναν γάμο με τον Νικήτα, που ακόμα περίμενε τη Ζωή στα σαράντα ένα του. Για πρώτη φορά η Ζωή αντέδρασε στην άκρως πειθαρχημένη οικογένειά της, υψώνοντας μάλιστα και τον τόνο της φωνής της.

«Θα φύγω και δεν θα με ξαναδείτε. Φτάνει πια! Δεν αντέχω άλλο αυτή την καταπίεση. Έχω μεγαλώσει και δεν ανέχομαι πλέον μια τέτοια αντιμετώπιση. Αν συνεχιστεί, δεν θα με ξαναδείτε ποτέ», τους πρόβαλε σαν απειλή.

Η μάχη κι ο πόλεμος κερδήθηκαν. Μέσα σε δύο μήνες η Ζωή ήταν ιδιοκτήτρια σχολής στο Ναύπλιο Αργολίδας και μάλιστα με την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς της. Το σημαντικότερο όμως για αυτήν ήταν πως βρισκόταν δίπλα στον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Ή έτσι τουλάχιστον πίστευε.

Με τα μάτια της γεμάτα δάκρια και την καρδιά της να χτυπάει στους ρυθμούς του κοντέρ, έτρεχε με το αυτοκίνητό της με κατεύθυνση την παραλία της Καραθώνας, λίγο πιο έξω από το Ναύπλιο. Έτρεχε όπως ακριβώς κάποια χρόνια πριν πάνω σε εκείνο το παλιό ποδήλατο του αδελφού της. Το κινητό της να χτυπούσε ακατάπαυστα μέσα στην τσάντα της μα εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη την πορεία της. Πάρκαρε στον χωματόδρομο που βγάζει στη θάλασσα κι άρχισε να τρέχει στην άμμο. Το μυαλό της ήταν θολωμένο. Έβλεπε τα όνειρά της να χάνονται. Η δουλειά της, ο άντρας που λάτρευε, όλη της η ζωή γκρεμιζόταν. Από τι; Από μια ανοησία, από μια περιέργεια, από έναν μύθο. Ευχήθηκε να γύριζε ο χρόνος πίσω. Θα έδινε τα πάντα για να μπορέσει να γυρίσει τους δείκτες του ρολογιού κάποιες στροφές προς το παρελθόν. Αυτό όμως ήταν μια ουτοπία, όπως το όνομα της ταμπέλας του παραλιακού, νυχτερινού καταστήματος που άφηνε πίσω στα χνάρια της.

Συνέχισε, περπατώντας στην αμμουδιά, μέχρι που έφτασε στον περιφερειακό χωματόδρομο της Αρβανιτιάς. Ο αέρας ήταν δροσερός και μύριζε βρεγμένο χώμα από την καταιγίδα της προηγούμενης μέρας. Το περπάτημα της έκανε καλό, στην προσπάθειά της να καθαρίσει το μυαλό της και να απαλύνει τους φόβους της. Η θάλασσα την ηρεμούσε. Έβρεξε τα χέρια της στο δροσερό νερό, ξεπλένοντας κάθε φόβο κι αγωνία. Αρκούσε η επαφή με το υγρό στοιχείο για να την κάνει να νιώσει ένας διαφορετικός άνθρωπος. Πιο δυνατός. Ήταν ευάλωτη σε τέτοιες συναισθηματικές θύελλες. Η θρυμματισμένη ψυχολογία της είχε ρίζες στα κατάλοιπα καταπίεσης της παιδική της ηλικίας. Η Ζωή ήταν εύκολο να γίνει έρμαιο στα χέρια οποιουδήποτε σφετεριστή.

 Σύντομα σταμάτησε για να θαυμάσει την υπέροχη αντίθεση που απλωνόταν στα μάτια της. Ένας κάθετος, σκληρός βράχος και πάνω του θρονιασμένο ένα κάστρο αιώνων με την απλότητα της θάλασσας να απλώνεται τριγύρω. Ένιωσε να χαλαρώνει λίγο και να αφήνεται σε αυτό το φυσικό ηρεμιστικό που μόνο στην αρμονία του περιβάλλοντος μπορούσε να βρει. Το τοπίο με τα μαύρα και λευκά σύννεφα του ουρανού έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής που έχει δημιουργήσει χέρι φυσιολάτρη καλλιτέχνη. Έναν τέτοιο πίνακα μόνο ο θεός θα μπορούσε να συνθέσει. Κατέληξε σε μια μικρή παραλία ακριβώς κάτω από τον κάθετο βράχο του Παλαμηδίου. Σε κάποιο σημείο του βράχου έχασκε μια σπηλιά, σαν ορθάνοικτο στόμα.

Η Ζωή κάθισε στα βότσαλα, χαζεύοντας τη θάλασσα. Ένα δυνατό κι απρόσμενο χτυποκάρδι ενώθηκε με το φτερούγισμα ενός μαύρου κορακιού που φτερούγισε από έναν βράχο. Κοίταξε την πορεία του ψηλά στον ουρανό.

Κακός οιωνός, σκέφτηκε.

Χαμένη στους ειρμούς του μυαλού της δεν αντιλήφθηκε την παρουσία μιας νεφελώδους μαύρης σκιάς που έβγαινε από τη σπηλιά παραδίπλα, σαν καπνός από τσιγάρο. Εκείνη η νεφελώδης μαύρη σκιά κατευθυνόταν προς τα πάνω της, γλιστρώντας τον κάθετο βράχο. Με μιας την περικύκλωσε, σαν φίδι πλασμένο από μαύρο αχνό κι αφού συρρικνώθηκε μπροστά της εισχώρησε μέσα στα ρουθούνια της, δίχως να προλάβει η Ζωή να προβάλλει καμία αντίσταση. Όλα θόλωσαν και μαύρισαν. Έχασε κάθε έλεγχο. Το σώμα της έγινε μια μαριονέτα υποκινούμενη από μια δαιμονική σκιά, παγιδευμένη σε ένα σάρκινο κλουβί. Αντιλαμβανόταν τα πάντα, ανέπνεε, ανοιγόκλεινε τα μάτια της. Οι κινήσεις της ήταν φυσιολογικές μα όχι με τη θέλησή της. Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να ουρλιάξει, να ζητήσει βοήθεια, να τρέξει αλλά μάταια. Τα ηνία του εγκέφαλού της τα κρατούσε πλέον κάποιος άλλος. Ένας δαίμονας, ο οποίος επέλεξε σωστά το θύμα του. Ένα θύμα σε στιγμή αδυναμίας, χωρίς να μπορεί να προβάλλει αντίσταση.

Αισθάνθηκε το σώμα της να σηκώνεται από την παραλία και να ανεβαίνει προς τον δρόμο. Βρέθηκε ακριβώς κάτω από το άνοιγμα της σπηλιάς. Ξαφνικά, με κινήσεις αιλουροειδούς, σκαρφάλωσε τον βράχο μέσα σε δευτερόλεπτα και βρέθηκε στο χείλος της. Μπήκε μέσα κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Ο Χρήστος, ο Αλέξανδρος κι η Φανή είδαν τη Ζωή να εξαφανίζεται από το σπίτι, εν ριπή οφθαλμού. Ο Αλέξανδρος έτρεξε να προλάβει να τη σταματήσει αλλά εκείνη είχε γίνει άφαντη με το αυτοκίνητό της.

«Δεν την πρόλαβες;», ρώτησε η Φανή ταραγμένη.

Ο Αλέξανδρος από τον θυμό του βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω του, δίχως να της απαντήσει. Ο Χρήστος πήρε το κινητό κι έκανε κλήση στη Ζωή. Καμία απάντηση.

«Είναι επιπόλαιη! Όχι, απλώς είναι ηλίθια!».

Είχε χάσει πλέον τον έλεγχο του ο Αλέξανδρος. Έβριζε, φώναζε και κατηγορούσε την κοπέλα, βγάζοντας έτσι από μέσα του τον θυμό του αλλά και την ένταση των προηγούμενων ημερών που είχε συσσωρευτεί.

«Ολόκληρη συζήτηση κάναμε για τους κινδύνους που μας απειλούν κι αυτή δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν σηκώνει καν το τηλέφωνό της», ούρλιαξε.

Μια δολοφονία βάραινε το κεφάλι τους, σαν δαμόκλεια σπάθη έτοιμη να πέσει και να τους κόψει στα δύο. Η Ζωή όμως δεν είχε συναίσθηση της επικινδυνότητας σύμφωνα με τον Αλέξανδρο.

Τη φορτισμένη αυτή κατάσταση διέκοψε απότομα η κραυγή της Αγνής. Κι οι τρεις έτρεξαν στον πρώτο όροφο. Τη βρήκαν να κλαίει. Η Φανή την αγκάλιασε.

«Τι σου συνέβη καρδιά μου;», ρώτησε ο Χρήστος.

Με τρεμάμενο χέρι και το κεφάλι χαμηλά έδειξε προς το παράθυρο. Μέσα από τους λυγμούς της κατάλαβαν πως κάποιος την παρακολουθούσε, σκαρφαλωμένος στο δέντρο που υπήρχε στην πίσω αυλή.

«Είδες κάποιον άνθρωπο, καλή μου; Μήπως ήταν ζωάκι και φοβήθηκες», προσπάθησε να καταλάβει η Φανή.

Η μικρή δεν απαντούσε με σιγουριά, μόνο έκλαιγε. Ο Αλέξανδρος πήγε στο παράθυρο για να ελέγξει την κατάσταση. Μια μαύρη γάτα νιαούριζε μόνο κάτω από το δέντρο. Περίμενε για κάποιον μεζέ.

«Μια γάτα ήταν μόνο. Προσπάθησε να την ηρεμήσεις», είπε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

Η μικρή έδειχνε πραγματικά φοβισμένη κι η Φανή προσπάθησε με τον τρόπο της να την καθησυχάσει. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους να φύγουν από το δωμάτιο, μήπως και κατάφερνε να τη βάλει για ύπνο. Κατέβηκαν πάλι στο σαλόνι. Ο Αλέξανδρος άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στον καναπέ. Ο Χρήστος βολεύτηκε απέναντί του και τον παρακολουθούσε αφηρημένος.

«Άλεξ πιστεύεις ότι ήταν κάποιος στο δέντρο;».

Δεν τον καθησύχασε η άρνηση του φίλου του, ούτε η διαβεβαίωσή του πως απλώς ήταν μια γάτα εκεί έξω που τριβόταν στα σκαλιά.

«Νομίζω πως είμαστε εκτεθειμένοι και πρέπει να προστατευτούμε. Ιδίως τις γυναίκες και τη μικρή. Το κακό είναι πως δεν γνωρίζουμε τίποτα για το θέμα του δαίμονα, ούτε καν για όλους αυτούς που μας κυνηγούν, πέρα από κάποιες μικρολεπτομέρειες. Σίγουρα με κάποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους», συνέχισε ο Χρήστος.

Η Φανή, κατεβαίνοντας την σκάλα, τούς έκανε νόημα να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους. Η Αγνή ήδη κοιμόταν. Ήταν αρκετά αναστατωμένη.

Το απόγευμα ο Χρήστος βρισκόταν στη σχολή της Ζωής. Λογικά θα εμφανιζόταν για τα μαθήματά της. Εκεί βρισκόταν ο Άλιεβ, ο ρώσος δάσκαλος χορού από την Αθήνα,που είχε προσλάβει η Ζωή πριν κάποιους μήνες. Ένας ψηλός, καλογυμνασμένος άντρας με το μακρύ μαλλί του πιασμένο κοτσίδα. Είχε βοηθήσει τη Ζωή με τον καλύτερο τρόπο στην πορεία της σχολής. Οι γνώσεις του για τον χορό ήταν άρτιες και το επίπεδό του υψηλό. Δεν υπήρχε ούτε ένας μαθητής που να είχε παράπονο για τον Άλιεβ. Βλέποντας τον Χρήστο, έτρεξε και τον χαιρέτησε.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω Χρήστο! Αν ήρθες εδώ για τη Ζωή, δυστυχώς δεν έχει έρθει ακόμα. Να σου προσφέρω λίγο καφέ;».

«Όχι, ευχαριστώ, Άλιεβ! Θα περιμένω τη Ζωή. Την είδες καθόλου σήμερα;».

«Για πολύ λίγο, νωρίς το απόγευμα! Φερόταν λίγο παράξενα. Μάλλον είναι κουρασμένη. Συγγνώμη αλλά πρέπει να συνεχίσω το μάθημά μου. Με περιμένει».

Δεν άργησε η Ζωή να κάνει την εμφάνισή της στη σχολή. Εντυπωσιακά ντυμένη και βαμμένη αρκετά έντονα για τις συνήθειές της. Όμως φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Με το που είδε τον Χρήστο, τού χαμογέλασε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο γραφείο της. Έκλεισε την πόρτα, κάθισε στην καρέκλα της και τον κοίταξε με τα μάτια μισάνοιχτα, κάπως ειρωνικά. Ο Χρήστος έμεινε για λίγο να την παρατηρεί. Για μια στιγμή ήταν σίγουρος πως είδε μια σκιά να παλεύει μέσα στην πράσινη λίμνη του ματιού της, μια σκιά που ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια.

«Με κοιτάζεις λίγο περίεργα ή μου φαίνεται;», ρώτησε η Ζωή με εκείνη τη μόνιμη πλέον ειρωνεία στο βλέμμα. «Σε διαβεβαιώνω πως είμαι μια χαρά, τέλεια όπως βλέπεις. Σ’ αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα; Σήμερα το αγόρασα. Είναι λίγο τολμηρό αλλά για τη δουλειά που κάνω είναι ότι πρέπει».

Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποφύγει τη συζήτηση. Κάτι όμως στο όλο σκηνικό δεν είχε λογική. Οι αντιδράσεις της Ζωής ήταν ξένες προς τον χαρακτήρα της.

«Που πήγες το πρωί; Σε παίρναμε στο κινητό αλλά δεν το σήκωνες. Δεν έχεις καταλάβει ακόμα πως κινδυνεύουμε;».

Προσπαθούσε με την αγωνία στο βλέμμα του να την συνεφέρει αλλά μάταια.

«Μη λες βλακείες», του πέταξε στα μούτρα. «Κάθισα και σκέφτηκα όλα όσα έγιναν και κατέληξα πως αντιδράσαμε υπερβολικά. Δεν πιστεύω τώρα να πιστεύεις σε δαίμονες και φρικιά; Παραμύθια! Απλώς ήμασταν επηρεασμένοι τόσο καιρό από τις ανοησίες που κάναμε στο σπίτι σου εκείνο το βράδυ κι όλα φαίνονταν από άλλη διάσταση πλέον. Είμαι σίγουρη πως και στην Αθήνα ο Αλέξανδρος θα πείραξε κάποια μικρή κι η παρέα της σας έβαλε στο μάτι. Έπρεπε να φάει περισσότερες μήπως και βάλει μυαλό».

«Τι λες Ζωή; Παραμύθι ήταν και η δολοφονία του γλωσσολόγου; Μια φρίκη ήταν που δεν μπορείς να καταλάβεις αν δεν τη ζήσεις».

Το δαιμονικό πλέον μυαλό της Ζωής άρχισε να δουλεύει ασταμάτητα.

«Σύμπτωση. Μπορεί να χρωστούσε κάπου λεφτά ή να είχε μπλεχτεί σε περίεργες καταστάσεις. Τόσα ακούμε κάθε μέρα. Αυτό δεν θα πρέπει να μας κάνει να κρυβόμαστε. Μάλλον διαβάζεις πολλά μυθιστορήματα φαντασίας τελευταία».

Ο Χρήστος την άκουγε αποσβολωμένος.

«Τι σου συνέβη; Δεν είσαι η Ζωή που γνωρίζω τόσο καιρό».

Ακόμα κι ο Χρήστος, που φημιζόταν για την αυτοκυριαρχία και την αυτοσυγκράτησή του, είχε πλέον χάσει τη ψυχραιμία του με όσα άκουγε.

«Μάλλον δεν με ξέρεις όσο καλά νομίζεις. Τέλος πάντων. Χρήστο νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις. Πρέπει να ετοιμαστώ για τα μαθήματά μου. Αρκετό χρόνο σπατάλησα με φαντασιοπληξίες. Α, στο σπίτι δεν θα έρθω το βράδυ. Κανόνισα να βγω για ποτό. Μη με περιμένετε».

Είδε την αποστροφή στα μάτια του Χρήστου αλλά δεν πτοήθηκε.

«Όσο για τον φιλαράκο σου τον Αλέξανδρο, δεν πρόκειται να του δώσω λογαριασμό για το που θα πάω και με ποιόν. Αποφάσισα να ζήσω τη ζωή μου με τον καλύτερο τρόπο και δεν θα αφήσω κανέναν να μπει εμπόδιο σε αυτό», είπε και του έδειξε την πόρτα του γραφείου της με το δάχτυλο. Το πρόσωπό της είχε γίνει μια σκληρή, άκαμπτη μάσκα.

Ο Χρήστος βγήκε από το γραφείο έκπληκτος από τη συμπεριφορά της φίλης του. Τι συνέβη στο ευαίσθητο κορίτσι που γνώρισε πριν έναν χρόνο περίπου; Η Ζωή δεν είχε μιλήσει ποτέ άσχημα μέχρι τώρα και, με κανέναν τρόπο, δεν θα φερόταν στον ίδιο με τόση αγένεια. Πάντα θαύμαζε τον χαρακτήρα της. Την ευγένεια, το ήθος και την απλότητά της. Εκείνη τη μέρα είχε ντυθεί κι είχε βαφτεί σαν πόρνη. Πέρα από αυτό, ο τρόπος της ήταν άξεστος. Χαιρέτησε τον Άλιεβ και βγήκε από τη σχολή με αμηχανία. Πήγε σε  ένα σημείο που δεν μπορούσε να τον δει κανείς με σκοπό να παρακολουθήσει για λίγο την κατάσταση στη σχολή από τη τζαμαρία. Η Ζωή βγήκε στην αίθουσα χορού και ξεκίνησε το μάθημά της. Την είδε να κάνει νευρικές, σπασμωδικές σχεδόν κινήσεις. Να παρατάει δίχως λόγο τον μαθητή της, να μιλάει στο τηλέφωνο και να δείχνει έξαλλη. Με το μάθημά της φαινόταν αδιάφορη κι αδρανής. Δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία πως κάτι παράξενο τής είχε συμβεί.

Στην πραγματικότητα η Ζωή σπάραζε από μέσα της. Δεν μπορούσε να πάρει τον έλεγχο του εαυτού της. Κάθε στιγμή ήταν και πιο έντονο αυτό το συναίσθημα. Κάθε ώρα που περνούσε έχανε τον εαυτό της όλο και περισσότερο. Η προσωπικότητά της υποκινούταν από μια σκιά. Με τα νύχια της ψυχής της έγδερνε το σαρκίο της για να απελευθερωθεί. Όμως μια ψυχή είναι αδύναμη, ή μάλλον δεν γνωρίζει τον σωστό τρόπο ώστε να γίνει δυνατή. Μέσα σε λίγη ώρα η Ζωή έφτασε σε σημείο να τσακωθεί με όλους στη σχολή. Με συνεργάτες, μαθητές, με όσους έβλεπε μπροστά της. Από μέσα της ούρλιαζε αλλά δεν την άκουγε κανείς. Αφού τελείωσαν τα μαθήματα, φώναξε τον Άλιεβ στο γραφείο της.

«Η Ευτυχία μου έκανε παράπονα σήμερα Άλιεβ, πως κατά τη διάρκεια του μαθήματός σας μιλούσες στο κινητό».

Ο τόνος της ήταν ψυχρός και το βλέμμα της θανατηφόρο. Δεν τον άφησε καν να μιλήσει, να εξηγήσει.

«Μην προσπαθείς να μου δικαιολογηθείς. Είσαι απαράδεκτος κι αν συνεχίσεις έτσι, σε βλέπω εργάτη σε οικοδομές, όπως δουλεύουν κι οι περισσότεροι από την πατρίδα σου».

Το τελευταίο της σχόλιο έγινε κεντρί θανατηφόρο για τον φιλήσυχο Ρώσο.

«Ο τρόπος σου δηλώνει πως θέλεις να με διώξεις από τη σχολή, Ζωή. Προσπαθείς να μου το πεις με πλάγιο τρόπο;».

Η φωνή του έτρεμε από την αδικία που αντιμετώπιζε. Η Ζωή μέχρι εκείνη την στιγμή του είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο. Δεν την αναγνώριζε.

«Όχι, τουλάχιστον όχι ακόμα. Και κάτι τελευταίο. Από σήμερα δεν θα με αποκαλείς Ζωή. Κυρία Βορέα θα με λες. Πρέπει να καταλάβουν όλοι ποιά είναι η ιδιοκτήτρια κι η διευθύντρια εδώ μέσα».

Τα μάτια της Ζωής άστραφταν και τα χαρακτηριστικά της είχαν σχεδόν παραμορφωθεί. Ευτυχώς το έντονο μακιγιάζ, που κάλυπτε το πρόσωπό της, δεν το έκανε εμφανές. Αφού έφυγε ο Άλιεβ, έκλεισε τα φώτα, κάθισε στην πολυθρόνα της κι άναψε ένα τσιγάρο από το πακέτο του Άλιεβ. Δεν είχε καπνίσει ποτέ μέχρι τότε.

Το ίδιο βράδυ η Ζωή βρισκόταν στο σπίτι της κι ετοιμαζόταν για τη βραδινή της έξοδο. Προκλητικά ντυμένη και φτιασιδωμένη, δεν έμοιαζε καθόλου με τη γλυκιά κοπέλα που ήταν πριν. Ο θυμός ήταν έκδηλος μέσα της. Ο δαίμονας είχε βρει πρόσφορο έδαφος στη θαμμένη καταπίεσή της. Είχε απελευθερώσει κάθε δυσάρεστο, παιδικό συναίσθημα, το οποίο είχε γίνει χείμαρρος εκδίκησης. Όλη η γλυκύτητα είχε μετατραπεί σε μια αχόρταγη σεξουαλική πείνα.

Τη στιγμή που πήγε να ανοίξει την πόρτα για να βγει, χτύπησε το τηλέφωνό της. Γύρισε πίσω και το σήκωσε.

«Ποιος είναι;».

Η φωνή της ήταν έντονη, σχεδόν άγρια.

«Καλησπέρα Ζωή, η Φανή είμαι. Είσαι καλά;», ακούστηκε η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής.

«Α, εσύ! Τι θες; Είμαι έτοιμη να βγω».

«Τέτοια ώρα; Δεν το συνηθίζεις».

«Κι εσύ τι είσαι; Μάνα μου; Κοίτα, δεν γουστάρω καταπιέσεις. Πρέπει να κλείσω. Μη με καθυστερείς».

«Ζωή πως μιλάς έτσι;».

«Όπως γουστάρω».

«Τον Αλέξανδρο δεν τον σκέφτεσαι; Σε περιμένει εδώ στο σπίτι. Έλα σε παρακαλώ να μιλήσουμε».

«Δεν  έχω καμία διάθεση να τον δω, ούτε σήμερα, ούτε ποτέ. Τελείωσε το θεματάκι με τον μαλάκα! Ας πάει να πηδιέται με όποια τσούλα θέλει στην Αθήνα. Εμένα ας με ξεχάσει».

«Μα Ζωή…».

Η γραμμή είχε κλείσει. Η Ζωή βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω της κι έφυγε για τα υποφωτισμένα πλακόστρωτα της πόλης.

Για ώρες περιπλανιόταν με άγνωστες γυναίκες σε μπαράκια του Ναυπλίου, πίνοντας ό,τι έβρισκε μπροστά της κι ό,τι την κερνούσαν. Κάποια στιγμή βαρέθηκε και έφυγε από την παρέα, δίχως καν να χαιρετήσει. Ήθελε να πιεί μόνη της.

Επέλεξε το πιο σκοτεινό, το πιο περίεργο μπαρ που ήξερε. Μπήκε μέσα κι αφέθηκε στον αποπνικτικό αέρα του τσιγάρου. Κάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό του μπαρ και κρέμασε ένα τσιγάρο στην άκρη των χειλιών της. Πριν προλάβει να το ανάψει με τον αναπτήρα της, ένιωσε την κάψα από έναν ήδη αναμμένο, δίπλα της. Γύρισε το βλέμμα κι είδε έναν όμορφο νεαρό να της χαμογελάει πονηρά.

«Να σας ανάψω;».

Η φωνή του ήταν αργή και αισθησιακή. Τα μάτια του έλαμπαν στο ημίφως. Η λεία του επιδερμίδα μοσχομύριζε.

«Το έκανες, ήδη», του απάντησε η Ζωή με πρόστυχο τρόπο, γλείφοντας την άκρη των χειλιών της.

«Είσαι μόνη;».

«Όχι πλέον. Κάθισε».

Δεν χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Άρπαξε το σκαμπό παραδίπλα και κόλλησε στη Ζωή.

«Μιχαήλ!», χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του.

Η Ζωή πάγωσε. Δεν του έδωσε το δικό της.

«Κρίμα», είπε και κοίταξε το ποτό που μόλις άφησε μπροστά της ο μπάρμαν.

«Γιατί κρίμα;».

«Τόσο όμορφος άντρας με τόσο απαίσιο όνομα; Μπορώ να σε λέω Φόρο;».

«Από τον Εωσφόρο;», κάγχασε ο Μιχαήλ, χωρίς να δει το έντονο βλέμμα της Ζωής που τον κάρφωνε.

Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το πόδι του. Ο νεαρός άντρας αναστέναξε αμήχανα. Τα δάχτυλα της Ζωής χάιδεψαν το πόδι του, ανεβαίνοντας προς τον καβάλο. Το βλέμμα του Μιχαήλ έγινε λάγνο. Είχε μαγευτεί από τη γυναίκα απέναντί του. Σαν να είχε μπλεχτεί στα δίχτυα μιας αράχνης και δεν μπορούσε να κουνηθεί, ούτε καν να κοιτάξει αλλού. Η Ζωή πέταξε ένα χαρτονόμισμα στο μπαρ, άρπαξε το χέρι του άντρα και τον τράβηξε.

Σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο διαμέρισμά της. Ο Μιχαήλ ήταν σε κατάσταση έκστασης. Αφέθηκε στα διψασμένα χέρια της. Η Ζωή ερωτοτρόπησε μαζί του, βγάζοντας όλη την καταπίεση των τόσων χρόνων. Μετά από ώρες ο Μιχαήλ ένιωθε αποκαμωμένος. Η Ζωή όμως, σαν άλλη γυναίκα αράχνη, δεν άφηνε το θύμα της να ξεφύγει.

«Μήπως είναι αργά; Να φύγω;», ψέλλισε ξέπνοα ο Μιχαήλ.

«Μα ακόμα δεν αρχίσαμε», χαμογέλασε η Ζωή, ενώ τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν περίεργα.

«Πρέπει… πρέπει να φύγω, αλήθεια».

«Μάλλον δεν με κατάλαβες. Δεν έχεις να πας πουθενά. Δεν τελειώσαμε οι δυο μας».

Το χαμόγελό της μετατράπηκε σε μάσκα οργής. Τα μάτια της κοκκίνισαν σαν φλόγες φωτιάς. Ο Μιχαήλ, γυμνός όπως ήταν, μαζεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού.

«Σε παρακαλώ! Άσε με να φύγω».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, όταν ένιωσε το χέρι της Ζωής να του διαλύει με μια μπουνιά το σαγόνι. Ζαλίστηκε κι αφέθηκε λιπόθυμος στο ιδρωμένο σεντόνι. Όταν συνήλθε, μετά από λίγα λεπτά, την είδε απέναντί του, αγριεμένη σε θέση γάτας, με το κεφάλι γυρισμένο στραβά κι από το στόμα της να βγαίνουν αφροί. Τα μάτια της τον κάρφωναν έντονα και στο χέρι κρατούσε ένα μαχαίρι.

«Μη… μη μου κάνεις κακό».

«Έχεις κάτι δικό μου και το θέλω».

Η φωνή της είχε αλλοιωθεί. Ήταν βραχνή, απόκοσμη. Τον πλησίασε με αργές κινήσεις αιλουροειδούς. Ο Μιχαήλ έκανε να φύγει αλλά με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε από το χέρι. Το ένιωσε σαν καυτό μέταλλο πάνω του. Ούρλιαξε. Η Ζωή άρχισε να γελά παράφρονα. Πλησίασε το μαχαίρι στα γεννητικά του όργανα. Ο Μιχαήλ πάγωσε. Ένιωσε την παγωμένη λεπίδα να τον ακουμπά στη ρίζα του οργάνου του.

«Όχι, σε παρακαλώ…».

«Σου είπα πως είναι δικό μου και θα το πάρω».

Με μια κίνηση αφαίρεσε το όργανο από το σώμα του Μιχαήλ. Ο νεαρός ούρλιαξε κι έχασε τις αισθήσεις του. Η Ζωή έφτυσε στην πληγή και το αίμα σταμάτησε αμέσως. Πήρε το αναίσθητο σώμα του νεαρού και με μεγάλες δρασκελιές βγήκε από το σπίτι.

Την άλλη μέρα το πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι τη συνηθισμένη ώρα, στις οκτώ και μισή. Η Ζωή πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Έτρεξε πανικόβλητη στο μπάνιο κι άρχισε να ξερνάει. Πήγε στο νιπτήρα κι έριξε νερό στο πρόσωπό της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και με το θέαμα ανατρίχιασε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Δεν είχε αφαιρέσει το μακιγιάζ της προηγούμενης βραδιάς, το οποίο είχε απλωθεί σε όλο το πρόσωπο της. Φαινόταν σαν μια αλκοολική πουτάνα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε τον έλεγχο του σώματός της και του μυαλού της.

«Είμαι ελεύθερη! Έφυγε».

Δεν είχε καταλάβει όμως το παιχνίδι του δαίμονα. Εκεί ήταν, μέσα της και γελούσε με την αφέλειά της. Την άφησε να νομίζει πως ξαναπήρε τον έλεγχο.

Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα της. Άδεια μπουκάλια από ποτό ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Ρούχα ριγμένα παντού, ανάμεσά τους κι ένα εσώρουχο αντρικό. Δεν παρατήρησε όμως το αίμα στα σεντόνια της. Αμέσως τις ήρθαν στο μυαλό οι ακολασίες της προηγούμενης βραδιάς. Μια ατελείωτη μπαρότσαρκα με κάποιες γνωστές της από τη σχολή. Την είχαν κεράσει άπειρα σφηνάκια, άφθονη κατανάλωση ποτού. Και βέβαια φλερτ με όλα σχεδόν τα αρσενικά του Ναυπλίου. Αυτή όμως διάλεξε ένα, το πιο ωραίο, και πέρασε μαζί του μια νύχτα ακολασίας. Πέρασαν από το νου της σκηνές από το άκρως ερωτικό βράδυ που προηγήθηκε. Ξέσπασε σε κλάματα. Η αποτρόπαιη σκηνή του κομμένου οργάνου είχε διαγραφτεί από το μυαλό της.

Κοίταξε το κινητό της. Είκοσι τέσσερις κλήσεις από τον Αλέξανδρο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε τι να του πει και πως να τον αντιμετωπίσει. Θα του έλεγε την αλήθεια ή θα κρατούσε κρυφή την απιστία της; Μα δεν είχε τον έλεγχο στα χέρια της. Πως θα του έδινε να καταλάβει όμως το τι είχε συμβεί; Θα την πίστευε ή θα την παρατούσε; Δεν θα το άντεχε. Αποφάσισε να μην του πει τίποτα. Θα ανέφερε μόνο την αδυναμία που την ώθησε να εξαφανιστεί την προηγούμενη μέρα. Ναι, αυτό θα έλεγε. Κάλεσε αμέσως τον Αλέξανδρο. Εκείνος το σήκωσε αλλά δεν τον άφησε να μιλήσει. Του ζήτησε μόνο να πάει να την πάρει. Θα του τα εξηγούσε όλα από κοντά.

Μάζεψε γρήγορα τον χώρο κι έκανε ένα μπάνιο για να βγάλει από πάνω της όλα τα απομεινάρια της προηγούμενης βραδιάς. Ντύθηκε και περίμενε τον Αλέξανδρο. Εκείνος δεν άργησε. Άκουσε τον γνωστό ήχο του αυτοκινήτου του να σταματάει έξω από το διαμέρισμά της. Πόσο ήθελε να κλειστεί στην αγκαλιά του και να σταματήσει ο χρόνος εκεί. Σηκώθηκε να του ανοίξει κι ένιωσε μια ζαλάδα. Όλα μαύρισαν. Η σκιά αναλάμβανε δράση. Είχε πετύχει τον σκοπό της.

«Όχι τώρα!», ούρλιαξε βουβά η Ζωή.

Καταράστηκε την ατυχία της. Δεν πρόλαβε καν να του μιλήσει. Ένιωθε αβοήθητη. Άνοιξε την πόρτα. Ο Αλέξανδρος έδειχνε θυμωμένος. Μπήκε μέσα χωρίς να της δώσει σημασία και περίμενε να κλείσει την πόρτα. Η Ζωή πήγε κοντά του, τού χαμογέλασε με λάγνο ύφος, τον άρπαξε από το μαλλί κι έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του. Με τα χέρια της άρχισε να χαϊδεύει κάθε σημείο του σώματός του. Δεν άργησε να νιώσει τον ερεθισμό του. Σχεδόν τού έσκισε το πουκάμισο και τον πέταξε στον καναπέ. Μια κίνηση χρειάστηκε μόνο για να αφαιρέσει το φόρεμά της και να μείνει τελείως γυμνή. Με ένα πήδημα όρμησε πάνω του και τον καθήλωσε ώστε να μην μπορεί να κάνει καμία κίνηση. Άρχισε να του γλύφει τον λαιμό και να τον δαγκώνει ελαφρά. Ο Αλέξανδρος ανίκανος να αντιδράσει από την ερωτική αυτή κάψα, αφέθηκε στα χέρια της. Όλος ο θυμός του έγινε πάθος. Ο έρωτάς τους ήταν άγριος κι ατελείωτος. Τα κορμιά τους είχαν ιδρώσει από την έξαψη και τον πόθο. Έμειναν ξέπνοοι στο πάτωμα με τη Ζωή να χαμογελάει πονηρά και τον Αλέξανδρο ανήμπορο να κινηθεί, ανίκανο να σκεφτεί.

«Τι ήταν όλο αυτό; Σίγουρα δεν ήταν ο λόγος για τον οποίο ήρθα».

Ο Αλέξανδρος μέσα από την παραζάλη του απρόσμενου πάθους που του χάρισε, προσπαθούσε να οργανώσει τις σκέψεις του. Να κατανοήσει αυτήν την απίστευτη αλλαγή της.

«Το ξέρω αλλά σκέφτηκα να σε ηρεμήσω πρώτα λίγο. Δεν έχω διάθεση για φωνές και επιπλήξεις».

Παρατήρησε το οργισμένο ύφος που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Ήταν έτοιμος για μια ακόμα φορά να εκραγεί. Όχι από ηδονή όπως πριν λίγα λεπτά αλλά από θυμό. Δεν τον άφησε να μιλήσει.

 «Τι θέλεις Αλέξανδρε; Άντε, ό,τι είναι να πεις, πες το να τελειώνουμε. Ή μάλλον καλύτερα μην πεις απολύτως τίποτα. Δίνε του τώρα».

Για άλλη μια φορά η Ζωή είχε παραμορφωθεί. Όμως, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να το δει γιατί ο χώρος ήταν σκοτεινός.

Ένιωσε το αίμα να βράζει στις φλέβες του. Τον είχε φτάσει στα όριά του. Φωτιά έκαιγε μέσα του. Σηκώθηκε από το πάτωμα και την έπιασε από το μαλλί. Η Ζωή με μια απρόσμενη κίνηση τού ξέφυγε και πήδησε απέναντι, γελώντας και βρίζοντας χυδαία. Αυτός αγανακτισμένος τη χτύπησε στο πρόσωπο. Τότε είδε την παραμόρφωση που είχε υποστεί. Είχε αρχίσει να βγάζει αφρούς και τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί με αποτέλεσμα να μοιάζει με εξωπραγματικό ον. Λύγισε πάνω στα πόδια της και με ένα απόκοσμο ουρλιαχτό χίμηξε στον Αλέξανδρο. Έχωσε τα νύχια της στο δέρμα του και τον δάγκωσε στο μπράτσο. Ένιωσε φρικτό πόνο και με όλη του τη δύναμη την πέταξε απέναντι με αποτέλεσμα να καταρρεύσει μαζί με το σύνθετο. Κορνίζες, βάζα, ποτήρια και αναμνηστικά βρέθηκαν σπασμένα στο πάτωμα. Η Ζωή πετάχτηκε και με ένα ακόμα πήδημα όρμησε στον Αλέξανδρο, ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι του και το χτυπούσε με οργή στο δάπεδο, μέχρι που εκείνος έχασε τις αισθήσεις του. Τον κοίταξε αδιάφορα, όπως ήταν αναίσθητος πάνω στα κατάλευκα πλακάκια, ενώ ένα μικρό ρυάκι κυλούσε αργά, βάφοντας κόκκινη τη διαδρομή του. Σηκώθηκε αργά, πλύθηκε, ντύθηκε κι έφυγε.

Οι ρόδες του αυτοκινήτου της, όπως και τα μάτια της, έβγαζαν σπίθες. Δεν είχε τη δύναμη να παλέψει για να γλιτώσει από τον κατακτητή της. Του άνηκε και παραδινόταν σε αυτόν αμαχητί. Εξάλλου δεν είχε λόγο να προσπαθεί. Ένα φύλλο ελιάς έπεσε πάνω στο τζάμι και γλίστρησε στο πλάι χαμένο στον αέρα σαν τη ζωή της που χάθηκε κι αυτή σε μια στιγμή. Ο Αλέξανδρος δεν θα τη συγχωρούσε ποτέ, οι φίλοι της θα έπαιρναν το μέρος του κι οι συνεργάτες της ήταν όλοι έξαλλοι μαζί της. Πως θα τα διόρθωνε όλα αυτά; Καλύτερα να πέθαινε. Να έσβηνε σιγά σιγά μέσα σε ένα σώμα που πλέον δεν της άνηκε. Έκλεισε τα μάτια της ψυχής της κι αφέθηκε στον δαίμονα να της κουρελιάζει το σώμα. Ήταν δική του.

Κεφάλαιο 5

Η γη των Θεών

 

 

Και μόνο στη σκέψη των όσων είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό θα μπορούσε κάποιος να χάσει τη λογική του. Ένιωθαν πως ήταν χάρτινοι ήρωες σε κάποιο μυθιστόρημα φαντασίας. Μα όσα ζούσαν ήταν η πραγματικότητα κι όχι εξωπραγματικές ιστορίες βιβλίων. Τους κυνηγούσαν όχι μόνο εχθροί με σάρκα και οστά αλλά και όντα υπερφυσικά. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με εγκλήματα και καταδιώξεις. Το μόνο που έλειπε ήταν να διαλυθούν αναμεταξύ τους. Όμως, δυστυχώς κι αυτό είχε ήδη συμβεί. Είχαν χάσει για μέρες τα ίχνη της Ζωής. Παρόλες τις επίμονες προσπάθειες και πάλι δεν απαντούσε στο κινητό της. Εκείνο το απόγευμα ο Αλέξανδρος δέχτηκε κλήση από τον Άλιεβ. Ήταν πλέον πολύ ανήσυχος γιατί είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που εμφανίστηκε στη σχολή.

«Σε παρακαλώ διαμόρφωσε μόνος σου το πρόγραμμα ώστε να μη δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα», ζήτησε από τον νεαρό χορευτή. «Η Ζωή αντιμετωπίζει μια πολύ δύσκολη κατάσταση και θα απουσιάσει κάποιες μέρες». Δεν είχε και κάτι άλλο να του πει.

Αμέσως μετά το τηλέφωνο του Άλιεβ επικοινώνησε με τον Χρήστο και τη Φανή. Κανόνισαν να βρεθούν για καφέ στο Ναυπλία Παλλάς, το ξενοδοχείο που βρίσκεται στην κορυφή της Ακροναυπλίας. Εκεί θα απέφευγαν απρόοπτες συναντήσεις με γνωστούς και φίλους. Θα είχαν την ησυχία τους.

Ο Αλέξανδρος κάθισε σε ένα τραπεζάκι με θέα το φωτισμένο Ναύπλιο. Όλα φάνταζαν μαύρα, θολά όπως τα μάτια εκείνης της άγνωστης γνωστής που παραλίγο να τον σκοτώσει κάποιες μέρες πριν. Η πλατεία Συντάγματος έδειχνε επιβλητική από ψηλά αλλά άμορφη, δίχως σχήμα στα μάτια του. Ακόμα και το μουσείο, που ώρες ατελείωτες σπαταλούσε εκεί λόγω δουλειάς, φαινόταν σκοτεινό και κρύο σαν μια πέτρινη φυλακή. Δεξιά έστεκε ο βράχος του Παλαμηδίου. Με τα φώτα να βγαίνουν από τα σπλάχνα του έμοιαζε με ένα τεράστιο, απειλητικό διαστημόπλοιο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας, που αιωρούταν πάνω από την πόλη έτοιμο να την κατασπαράξει.

Του ξέφυγε ένας αναστεναγμός, κοιτώντας τη θέα, κι ο νους του έτρεξε στη Ζωή.

«Που να βρίσκεσαι;», μονολόγησε.

Έφερε στο μυαλό του τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά της τη στιγμή που πάλευαν. Ο δαίμονας είχε εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής της. Έπρεπε να δραστηριοποιηθούν. Να τη βρουν και μετά να εξορκίσουν με κάποιον τρόπο τον δαίμονα. Ξορκισμός. Και στην ιδέα μόνο λίγες μέρες πριν θα γελούσε. Τώρα έτρεμε.

Τον ειρμό των σκέψεών του διέκοψε η φιγούρα ενός άντρα με μαύρα ρούχα που καθόταν στην απέναντι γωνία του καφέ. Στο πέτο του σακακιού του υπήρχε καρφιτσωμένο ένα μικρό σύμβολο, δυσδιάκριτο από μια τόσο μακρινή απόσταση, το οποίο όμως αντανακλούσε φως από τις λάμπες τριγύρω. Στο τραπεζάκι του υπήρχαν δύο κούπες με καφέ που ακόμα άχνιζαν. Δεν ήταν μόνος. Αμέσως μετά εμφανίστηκε μια γυναίκα, ψυχρά όμορφη, με υπερβολικά λευκή επιδερμίδα, όπως ακριβώς και του άντρα δίπλα της. Φαίνονταν σαν να τους είχαν αποστραγγίξει κάθε σταγόνα αίματος. Το δέρμα τους έκανε αντίθεση με τα μαύρα ρούχα και τα γυαλιά που φορούσαν, καθώς επίσης και με τα μαύρα μαλλιά που τους πλαισίωναν το πρόσωπό. Τα βλέμματα τους είχαν καρφωθεί πάνω στον Αλέξανδρο. Κατάλαβε αμέσως πως τον παρακολουθούσαν και σηκώθηκε με θράσος να πάει στο τραπέζι τους. Αυτόματα το ζευγάρι άρπαξε με γρήγορες κινήσεις τα πράγματά του και κινήθηκε προς την έξοδο. Τους ούρλιαξε να περιμένουν μα εκείνοι πλέον είχαν εξαφανιστεί. Σίγουρα μπορούσε να τους προλάβει αλλά τη φόρα του Αλέξανδρου έκοψε ένας σερβιτόρος που εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά με αποτέλεσμα να τους χάσει από τα μάτια του. Βγήκε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Κανένα ίχνος τους. Μπήκε στον χώρο των ασανσέρ που οδηγούσαν στους πρόποδες της Ακροναυπλίας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του ανελκυστήρα. Έτρεξε με όλη του τη δύναμη μα δεν το πρόλαβε. Ήταν μάταιο να περιμένει το επόμενο. Εκνευρισμένος επέστρεψε στο ξενοδοχείο.

Λίγο μετά φάνηκαν ο Χρήστος κι η Φανή.

«Γιατί έχεις λαχανιάσει», ρώτησε η Φανή, καθώς καθόταν στο τραπεζάκι.

«Τους έχασα», ψέλλισε ο Αλέξανδρος, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του.

«Ποιους;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Στο τραπεζάκι, εκεί στη γωνία κάθονταν δύο περίεργοι τύποι και με κοίταζαν έντονα. Κατάμαυρα ρούχα, με πολύ λευκή επιδερμίδα», απάντησε ο Αλέξανδρος, δείχνοντας το τραπεζάκι απέναντι.

«Κάτι μου θυμίζει αυτή η περιγραφή», τον διέκοψε ο Χρήστος.

«Την ώρα που σηκώθηκα να τους μιλήσω, εξαφανίστηκαν. Δεν τους πρόλαβα».

«Ποιοι να ήταν αυτοί;», ρώτησε η Φανή.

«Δεν ξέρω. Ίσως είναι προτιμότερο να εγκαταλείψουμε τουλάχιστον για λίγο καιρό το Ναύπλιο», είπε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

Κι η φυγή δεν θα τους γλίτωνε από τους εχθρούς τους. Ήταν σίγουρο πως θα τους ακολουθούσαν παντού. Χρειάζονταν μια καλή στρατηγική.

«Από όσο μπορώ να καταλάβω δεν είναι μόνο αυτό που σε βασανίζει. Κάτι άλλο υπάρχει ακόμα. Σωστά;», τόνισε ο Χρήστος.

Ο Αλέξανδρος δίστασε λίγο την αρχή αλλά τελικά τους αποκάλυψε όλα όσα είχαν συμβεί στο σπίτι της Ζωής εκείνο το βράδυ.

«Θεέ μου, αυτό… αυτό είναι απίστευτο. Η Ζωή; Μα πως;».

Ακόμα κι η Φανή, ο πιο προσγειωμένος άνθρωπος που ήξεραν, δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Είχε χάσει την ψυχραιμία της.

«Δεν ξέρω! Κόντεψε να με σκοτώσει. Χτυπούσε με μανία το κεφάλι μου στο πάτωμα».

«Νομίζω πως ξέρω τι συμβαίνει», είπε ο Χρήστος, αποφεύγοντας να τους κοιτάξει στα μάτια.

«Νομίζω πως έχουμε την ίδια σκέψη», συνέχισε ο Αλέξανδρος.

«Ο δαίμονας. Αυτός που καλέσαμε», είπε τελικά ο Χρήστος, ξεφυσώντας.

«Πως μπορεί να έχει σχέση ο δαίμονας με τη συμπεριφορά της Ζωής;», συνέχισε να ρωτάει η Φανή.

«Την κατέλαβε. Μπήκε μέσα της».

Η Φανή έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα Χρήστο. Μόνο σε ταινίες και βιβλία φαντασίας. Δεν είναι λογικό», σχολίασε η Φανή.

«Όσο λογική ήταν κι η παρουσία του δαίμονα στο σπίτι μας».

«Κι εγώ το έζησα εκείνο το βράδυ από κοντά. Πολύ κοντά», είπε ο Αλέξανδρος.

«Είναι παράλογα όλα αυτά. Δεν μπορεί να συμβαίνουν!», ψέλλισε η Φανή.

Ο Χρήστος βρήκε την ευκαιρία και τους εξιστόρησε τη δική του εμπειρία με τη Ζωή στη σχολή χορού. Με εκείνα και με τούτα όλα πλέον έδειχναν πως η αλλαγή της κοπέλας δεν ήταν φυσιολογική αλλά μεταφυσική.

«Πρέπει να ανακαλύψουμε τα ίχνη της και να τη βοηθήσουμε με κάθε τρόπο», πήρε πάλι τον λόγο η Φανή.

«Ξέρω τι πρέπει να κάνω».

Ο Αλέξανδρος έβγαλε το κινητό του και κάλεσε τους γονείς της Ζωής στο Γύθειο. Όσο περίμενε να απαντήσουν χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. Όταν το σήκωσαν ο Αλέξανδρος χαμογέλασε αμήχανα. Στις επίμονες ερωτήσεις του όμως μόνο άρνηση κι άγνοια εξέλαβε. Βέβαια από όσα είπαν κατάλαβε πως του πουλούσαν παραμύθια.

«Δεν μου άρεσε ο τρόπος που με αντιμετώπισαν. Κάτι κρύβουν. Λοιπόν, ετοιμάστε τα πράγματά σας. Φεύγουμε για Γύθειο».

«Τι; Πότε;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Αύριο το πρωί. Θα τη βρούμε εκεί. Είμαι σίγουρος».

Η πεθερά της Φανής άνοιξε μισοκοιμισμένη την πόρτα της. Η μέρα μόλις χάραζε. Κοίταξε ανήσυχη τη νύφη της και την εγγονή της αλλά πάντα με τη γνωστή ξινή αντιπάθεια. Η Φανή χωρίς πολλά πολλά της ανήγγειλε πως θα έλειπε για λίγες μέρες και θα άφηνε την Αγνή εκεί.

«Και που πας του λόγου σου;», ρώτησε, κοιτάζοντας με μισό μάτι τη Φανή.

«Δεν μπορώ να σου εξηγήσω αυτή τη στιγμή. Δεν έχω χρόνο. Να ξέρεις πως είναι λίγο αδιάθετη. Δεν θα πάει σχολείο».

«Ωραία μάνα είσαι εσύ. Αφήνεις άρρωστο το παιδί σου και τρέχεις δεξιά κι αριστερά. Που θα πας;».

«Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις. Θα παίρνω κάθε μία ώρα για να τσεκάρω τη μικρή. Πρέπει να φύγω».

«Δεν χρειάζεται να παίρνεις και να ενοχλείς. Στη γιαγιά της θα μείνει, όχι σε καμία ξένη. Ορίστε μας».

Αδιαφορώντας για τη ξινίλα της κυρά Μάρως, φίλησε την κόρη της κι έφυγε. Η αλήθεια είναι πως ανησυχούσε που άφηνε μόνη της την Αγνή έστω κι υπό την προστασία της πεθεράς της αλλά δεν τολμούσε να την πάρει μαζί της. Δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της σε καμία περίπτωση.

Ο Χρήστος είχε προμηθευτεί ό,τι βιβλίο ήξερε για τον εξορκισμό δαιμόνων κι όσο περίμενε τη Φανή να επιστρέψει σέρφαρε στο διαδίκτυο για να συγκεντρώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους αμέσως με το που μπήκε η βουρκωμένη Φανή στο αυτοκίνητο. Ο Αλέξανδρος οδηγούσε, ο Χρήστος έψαχνε πληροφορίες κι η Φανή σημείωνε όσα της έλεγε ο αδελφός της.

«Πρέπει να βρούμε κάποιον ιερέα, με εμπειρία στον εξορκισμό για να μας βοηθήσει», είπε ο Χρήστος σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει στις σελίδες του διαδικτύου. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι να πείσουμε τη Ζωή να μας ακολουθήσει. Οι δυνάμεις της είναι πλέον ανεξέλεγκτες».

«Τον δαίμονα πρέπει να φοβόμαστε κι όχι τη Ζωή. Στην ουσία αυτόν πρέπει να ξεγελάσουμε».

Η Φανή κοιτούσε έξω από το παράθυρο τα δέντρα που έτρεχαν με ιλιγγιώδη ρυθμό στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνους. Έμοιαζαν με δαίμονες που πετούσαν και γελούσαν ειρωνικά.

Είχε μεσημεριάσει και βρίσκονταν ήδη στη Σπάρτη. Νοτιοδυτικά της πόλης υψωνόταν ο Ταΰγετος και στους πρόποδες του η αρχαία πόλη του Μυστρά. Ένας τόπος όλο ιστορία και μυστήριο. Οι γκριζοπράσινες πέτρες, απομεινάρια αρχαίου πολιτισμού, έστεκαν σπαρμένες, σαν στρατευμένοι αιώνιοι φρουροί, υπενθυμίζοντας το στρατιωτικό μεγαλείο της περιοχής.

«Πάντα ήθελα να επισκεφτώ τον Μυστρά», είπε ο Αλέξανδρος καθώς έριξε μια ματιά στον βράχο του Μυζηθρά, που απλωνόταν δεξιά του, έτσι για να σπάσει λίγο την ένταση και την αγωνία τους.

«Ναι, είναι όμορφη η χώρα των Λακεδαιμονίων».

Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης που είπε η Φανή, ο Αλέξανδρος γούρλωσε τα μάτια.

«Σωστά! Λακεδαίμων… Από το «λακ» που σημαίνει λάκκος. Ο λάκκος των δαιμόνων. Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, η περιοχή που βρισκόμαστε είναι ο λάκκος των δαιμόνων. Πολλές συμπτώσεις μαζεμένες».

«Μάλιστα, ο λάκκος του κακού. Σε ενδιαφέρουσα περιοχή μας φέρνεις», σχολίασε η Φανή.

«Δεν σημαίνει ακριβώς αυτό», συνέχισε ο Αλέξανδρός. «Στην αρχαία Ελλάδα το κακό δεν είχε τον ορισμό που δίνουμε εμείς στη σύγχρονη εποχή. Το κακό ήταν απαραίτητο για την ισορροπία. Οι δαίμονες ήταν κατώτερες μεν θεότητες αλλά όντα που λατρεύονταν από πιστούς. Και μάλιστα πολλές φορές όντα χωρίς κακία μέσα τους. Οπότε δεν συσχέτιζαν την περιοχή με κάτι κακό. Αντίθετα ήταν περισσότερο επιβλητική η ονομασία».

Τα λόγια του Αλέξανδρου προκάλεσαν μια ταραχή στα σωθικά του Χρήστου. Αναρωτήθηκε πόσα μυστήρια κρύβει αυτή η γη. Πόσα ακόμα άλυτα αινίγματα του επιφυλάσσει η ίδια η μοίρα του.

Πέρασε περίπου μισή ώρα για να φτάσουν στην πόλη του Γυθείου. Ήταν απλωμένη σε έναν μικρό λοφίσκο, Κούμαρο τον ονόμαζαν στην περιοχή, και στα πόδια του το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Τα σπίτια ήταν χτισμένα διάσπαρτα στον λόφο, που όσο κατέβαινες, τόσο πύκνωναν. Πέρασαν με το αυτοκίνητο από τον παραλιακό δρόμο, ο οποίος οδηγεί στην κεντρική πλατεία της πόλης. Αριστερά, στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, υπήρχαν κατά διαστήματα τραπεζάκια με καρό τραπεζομάντηλα και ηλικιωμένοι να ενασχολούνται με το τάβλι ή το άθλημα του κουτσομπολιού. Εκτεθειμένα στον ήλιο, κρέμονταν χταπόδια, όπου περίμεναν τη σειρά τους για κατανάλωση από μερακλίδικη παρέα. Είχαν καιρό να βρεθούν σε μια περιοχή με τόση ησυχία. Όλο το σκηνικό στα μάτια τους ήταν ξένο, μακρινό. Έκαναν τη στροφή της πλατείας κι ακολούθησαν τον δρόμο δεξιά, όπου κατέληγε στο νησί της Κρανάης. Ένα μικρό, κατάφυτο από πεύκα, νησί ενωμένο με την πόλη με μια στενή λωρίδα γης κι έναν γίγαντα φάρο να το κοσμεί στην άκρη του, προστάτη της θαλάσσιας συγκοινωνίας της περιοχής.

Το σπίτι της Ζωής βρισκόταν κοντά στην μητρόπολη του Γυθείου, την Υπαπαντή. Είχε θέα τη θάλασσα και το πανέμορφο νησάκι. Ο Αλέξανδρος δεν θα μπορούσε να ξεχάσει το σημείο που βρισκόταν. Πριν κάποιους μήνες είχε επισκεφτεί και πάλι την περιοχή κι όχι για διακοπές. Τον τράβηξε κυριολεκτικά με το ζόρι η Ζωή για να γνωρίσει τα πεθερικά του. Και μόνο στο άκουσμα της λέξεις “πεθερικά” είχε φρικάρει. Κανείς δεν είχε μιλήσει για γάμο. Κανείς δεν είχε πει για δέσμευση. Κανείς δεν ήθελε να γνωρίσει “πεθερικά”.

«Καλύτερα να μην πάμε αμέσως στο σπίτι της Ζωής», πρότεινε ο Χρήστος, βγάζοντας τον Αλέξανδρο από τις ενοχλητικές εκείνες σκέψεις.

«Γιατί;», ρώτησε η Φανή.

«Αν μας δει μπροστά της μπορεί να αντιδράσει άσχημα. Ίσως μάλιστα και βίαια. Καλύτερα να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο και να παρακολουθήσουμε για λίγο τα πράγματα από μακριά».

«Σωστά! Έτσι θα έχουμε και χρόνο να βρούμε μια λύση για τον εξορκισμό. Σε μια τόσο μικρή περιοχή δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί κάποιος ιερωμένος που να γνωρίζει από εξορκισμούς. Υπάρχει όμως ένα μικρό μοναστήρι με καλόγριες κάπου στην περιοχή. Ίσως κάποια από αυτές μας βοηθήσει», σκέφτηκε ο Αλέξανδρος.

«Μόνο άντρες μπορούν να κάνουν εξορκισμούς, όχι καλόγριες. Έτυχε και διάβασα πριν καιρό ένα βιβλίο σχετικό. Ήθελα να δω κατά πόσο μπορεί να υπάρχει στην πραγματικότητα ο δαιμονισμός. Δεν ήξερα», είπε η Φανή.

«Άντε, πάμε να βρούμε κάποιο δωμάτιο. Χρειάζομαι επειγόντως ένα μπανάκι».

«Όντως, Αλέξανδρε! Το χρειάζεσαι», είπε, γελώντας ο Χρήστος και κλείνοντας τη μύτη του.

Βρήκαν μια παραδοσιακή πανσιόν με θέα τον Λακωνικό κόλπο και τακτοποιήθηκαν.

Ο ήλιος μεσουρανούσε κι αποφάσισαν να πάνε για φαγητό κάπου έξω από το Γύθειο ώστε να αποφύγουν την όποια τυχαία συνάντηση με τη Ζωή. Κατέληξαν στο Οίτυλο, ένα παραθαλάσσιο χωριό στις αρχές της Μάνης, κάτω από την Αρεόπολη.

«Το χωριό πήρε το όνομά του από τον μυθικό ήρωα Οίτυλο, γιο του Αμφιάνακτα, με καταγωγή από το Άργος», τους εξήγησε ο Αλέξανδρος με στόμφο στα λόγια του.

«Είμαστε τυχεροί που έχουμε μια κινητή εγκυκλοπαίδεια μαζί μας», είπε κοροϊδευτικά ο Χρήστος.

Προτίμησαν μια ψαροταβέρνα δίπλα στην ακρογιαλιά και παρήγγειλαν θαλασσινά. Το αεράκι ήταν αναζωογονητικό και ιδιαίτερα για τον Χρήστο.

Έφαγαν τα θαλασσινά τους κα απόλαυσαν την ηρεμία της παραθαλάσσιας περιοχής. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το κύμα που έδερνε ρυθμικά τις ολόλευκες κοτρώνες και το τσίριγμα των γλάρων. Αυτά ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν μια μουσική στα αυτιά τους προερχόμενη μόνο από τους ήχους της φύσης. Αφού χαλάρωσαν λίγο άρχισαν να συζητούν για το επικείμενο θέμα τους. Εμφανίστηκε, τότε ξαφνικά, ένα μικρό μελαμψό αγόρι στο τραπέζι τους και τους κοίταζε επίμονα. Φορούσε ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του και τους χαμογελούσε με ένα παράξενο φως να τον περικλείει σαν να βρισκόταν μέσα σε μια χρυσή αύρα. Όπως ο ήλιος έπεφτε πάνω του, εξέπεμπε μια απόκοσμη λάμψη, σχεδόν θεϊκή. Έδωσε ένα κλαράκι με δαφνόφυλλα στη Φανή. Το ξεκόλλησε από το δαφνοστολισμένο κεφάλι του, και της χαμογέλασε.

«Πως σε λένε μικρέ μου φίλε;», ζήτησε να μάθει ο Χρήστος.

«Φοίβο», είπε ο μικρός κι η φωνή του ακούστηκε σαν ουράνια μελωδία.

Δύο γαλαζοπράσινες λίμνες ήταν τα μάτια του και χρυσόξανθα τα μαλλιά του. Ο Αλέξανδρος έβγαλε το πορτοφόλι του να του δώσει λεφτά μα ο μικρός με μια κίνηση του έκοψε την φόρα. Μουσικός, αιθέριος ήχος βγήκε από το στόμα του.

«Αυτό που ψάχνετε θα το βρείτε εκεί που σύμφωνα με τη μυθολογία αγκυροβόλησε η ομορφιά. Ομορφιά σαν την δική σου, ημίθεε αρσενικέ», είπε, κοιτάζοντας τον Αλέξανδρο μέσα στα μάτια.

Τους χαμογέλασε κι η λάμψη που ανέβλυσε το στόμα του έγινε ένα με το χρυσό του ήλιου. Τρέχοντας, πετώντας σχεδόν, έφυγε προς την παραλία.  Ένα γεράκι εμφανίστηκε στον ουρανό κι έκανε κύκλο από πάνω τους. Ο μικρός είχε εξαφανιστεί.

«Τι εννοούσε με την ομορφιά που αγκυροβόλησε και που ξέρει ο μικρός το τι ψάχνουμε;», ρώτησε η Φανή, καθώς, κοιτούσε το δάφνινο κλαδί.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Ήταν τόσο παράξενο όλο αυτό. Όμως νομίζω πως πρέπει να το ψάξουμε», είπε ο Αλέξανδρος, κοιτώντας τον ουρανό που είχε ήδη πάρει ένα πορτοκαλί χρώμα.

«Δεν σας έκανε καθόλου εντύπωση ο μικρός; Πόσο απότομα εμφανίστηκε κι εξαφανίστηκε; Τα περίεργα λόγια του;», ρώτησε η Φανή.

«Ζούμε αρκετές ακατανόητες καταστάσεις τον τελευταίο καιρό. Θα πρέπει να τα συνηθίσουμε όλα αυτα», της απάντησε ο Αλέξανδρος.

«Παρατηρήσατε τη λάμψη που είχε γύρω του; Κι ο τρόπος που μιλούσε; Γαλήνιος αλλά ταυτόχρονα τρομακτικός. Σου προκαλούσε δέος», σχολίασε ο Χρήστος.

«Πάμε να φύγουμε πριν νυχτώσει».

Ο Αλέξανδρος τους έβγαλε απότομα από τις σκέψεις και τις απορίες τους.

Επέστρεψαν στην πανσιόν λίγο πριν νυχτώσει. Ο Χρήστος ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι έκλεισε τα μάτια του. Είχε χαλαρώσει, στα πρόθυρα του ύπνου, όταν απλώθηκε γύρω του εκείνη η γνωστή μυρωδιά μυρτιάς. Η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό ήταν η κοπέλα των Ιωαννίνων. Το λευκό φόρεμα με τα στάχια και μια χρυσή αύρα να την περιβάλλει. Μια χρυσή αύρα όπως ακριβώς του μικρού αγοριού στο Οίτυλο. Εκείνος ο μικρός έμοιαζε πολύ με την κοπέλα των Ιωαννίνων. Με αυτή τη σκέψη αναστέναξε και παραδόθηκε στην κούραση του αλλά και στους εφιάλτες που θα τάραζαν τον ύπνο του.

Ξύπνησαν νωρίς το πρωί κι ετοιμάστηκαν για να επισκεφτούν όλες τις εκκλησίες της περιοχής. Θα μιλούσαν με όσους ιερωμένους μπορούσαν να βρουν. Μέχρι το απόγευμα είχαν γυρίσει όλες τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια εντός κι εκτός Γυθείου μα κανείς από αυτούς, δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Διότι κανένας δεν είχε ασχοληθεί με εξορκισμούς. Κάτι για το οποίο ήταν σίγουρος ο Αλέξανδρος. Τους είχε προειδοποιήσει πως θα δυσκολευτούν αρκετά με αυτό το εγχείρημα. Πολλοί φάνηκαν ακόμα και καχύποπτοι απέναντι στα παιδιά. Είχαν επαναπαυτεί στην ήρεμη ζωή τους και ο,τιδήποτε το μεταφυσικό, ακουγόταν μύθος. Κατέληξαν σε ένα μικρό εκκλησάκι λίγο έξω από το Γύθειο. Μια καντηλανάφτισσα που είχε ακούσει τη συζήτηση που έκαναν με τον ιερωμένο τους πλησίασε λίγο πριν φύγουν.

«Καλησπέρα σας, παιδία μου. Άκουσα τη συζήτηση που είχατε με τον παπά. Ψάχνεται κάποιον που να ασχολείται με εξορκισμούς;».

«Μάλιστα. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να μας βοηθήσει», είπε ο Χρήστος.

«Ίσως μπορώ να σας βοηθήσω εγώ», είπε η γυναίκα, κατεβάζοντας το κεφάλι της χαμηλά.

«Ξέρετε κάποιον που γνωρίζει από εξορκισμούς;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι! Όχι! Εγώ δεν ξέρω κανέναν. Υπάρχει όμως μια καλόγρια στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων πάνω στην κορφή του Κούμαρου. Είναι η πιο μεγάλη κι η πιο σοφή από όλες τις καλόγριες. Είμαι σίγουρη πως θα σας καθοδηγήσει στον κατάλληλο άνθρωπο. Ηγουμένη Χαριτίνη, ονομάζεται. Εκεί έστειλα και μια ανιψιά μου που ντυνόταν και βαφόταν σαν το διάολο. Αυτή η καλόγρια την έσωσε. Την έστειλε σε έναν άγιο και την έκανε καλά».

Ο Αλέξανδρος με δυσκολία συγκράτησε τα γέλια του. Ο Χρήστος τον σκούντηξε διακριτικά. Χαμογέλασε στη γυναίκα με μια αμηχανία. Αφού πήραν τις κατάλληλες οδηγίες για τον προορισμό τους, ξεκίνησαν γρήγορα. Ήδη είχε νυχτώσει, ανεβαίνοντας στον λόφο. Το εκκλησάκι ήταν μικρό και γραφικό, αλλά εντελώς ερημικό. Δεν φαινόταν όμως ζώσα ψυχή τριγύρω.

«Μήπως να έρθουμε αύριο το πρωί;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Μάλλον. Δεν βλέπω να υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει τέτοια ώρα. Οι καλόγριες κοιμούνται από νωρίς», συνέχισε ο Χρήστος.

«Κάποιος είναι μέσα στην εκκλησία. Τα κεριά είναι ακόμα αναμμένα. Δεν θα τα άφηναν έτσι. Ας ρίξουμε μια ματιά», είπε η Φανή, πλησιάζοντας την είσοδο.

Χτύπησαν την πόρτα της εκκλησίας αλλά δεν πήραν καμία απάντηση. Η Φανή δοκίμασε να ανοίξει. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Μια γλυκιά μυρωδιά λιβανιού είχε απλωθεί τριγύρω. Μπήκαν μέσα στο μικρό εκκλησάκι. Καντηλάκια και κεριά φώτιζαν απόκοσμα τον μικρό χώρο. Μύριζε ακόμα πιο έντονα εκείνο το γλυκό λιβάνι κι όλα έδειχναν σαν να είχε μόλις τελειώσει η λειτουργία.

«Καλησπέρα!», φώναξε λίγο δυνατά η Φανή. «Ηγουμένη είστε εδώ;».

Στο κάλεσμα της καλόγριας δεν πήραν καμία απάντηση. Η Φανή τρομοκρατήθηκε, νιώθοντας τα βλέμματα των αγίων να πέφτουν πάνω της. Έμοιαζαν σαν να την παρακολουθούσαν, σαν να την έκριναν για τις πράξεις της. Πλησίασε το ιερό και τότε είδε στο κάτω μέρος της κεντρικής πόρτας ένα μικρό ρυάκι από αίμα. Η Φανή ούρλιαξε δυνατά με το θέαμα που αντίκρισε και τα αγόρια έτρεξαν αμέσως δίπλα της.

Άνοιξαν την πόρτα του ιερού και βρέθηκαν μπροστά σε ένα ακόμα απόκοσμο θέαμα, αντίστοιχο με αυτό στο γραφείο του γλωσσολόγου. Η καλόγρια βρισκόταν κατακρεουργημένη πάνω στην ιερή τράπεζα με τα μάτια της να χάσκουν ολάνοιχτα. Τα αίματα έτρεχαν σε μικρά ρυάκια τριγύρω του ιερού εκείνου τραπεζιού. Τα χέρια της γηραιάς γυναίκας κρέμονταν άψυχα δεξιά κι αριστερά. Ο Χρήστος αγκάλιασε τη Φανή και της έκρυψε το πρόσωπο για να την προστατέψει από το φρικτό εκείνο θέαμα. Το γνωστό σύμβολο του δράκου ήταν ζωγραφισμένο με το αίμα της άτυχης γυναίκας πάνω στον τοίχο. Αυτή τη φορά δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να καλέσουν την αστυνομία. Κάλυψαν όσο μπορούσαν τα ίχνη τους κι επέστρεψαν στο Γύθειο. Κλειδώθηκαν στο δωμάτιο της πανσιόν. Η Φανή έτρεμε σαν το φύλλο.

«Δεν έχω ξαναδεί νεκρό. Ήταν φοβερό».

«Αυτό σημαίνει πως βρίσκονται πάντα ένα βήμα πριν από μας. Είναι η δεύτερη φορά που μας προλαβαίνουν κι ο δεύτερος άνθρωπος που χάνει τη ζωή του εξαιτίας μας. Το χειρότερο είναι πως δεν έχουμε κανένα ίχνος από τον δράστη. Κι αν όλα τα έκανε ο ίδιος ο δαίμονας;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Και στην προηγούμενη δολοφονία αλλά και σε αυτή υπήρχε η σφραγίδα του δράκου. Αυτό είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Ένα μήνυμα που μάλλον απευθύνεται σ’ εμάς. Πρέπει να βρούμε τι κρύβεται πίσω από αυτό το έμβλημα. Ή καλύτερα ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτό».

Ο Αλέξανδρος άνοιξε αμέσως τον φορητό υπολογιστή του και μπήκε στις σελίδες αναζήτησης. Χρησιμοποιούσε κάθε συνδυασμό για να βρει ο,τιδήποτε αφορά το σημάδι του δράκου μα δεν κατάφερε κάτι. Εκνευρισμένος βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει τσιγάρο. Η Φανή πήρε τηλέφωνο την πεθερά της για να δει τι κάνει η μικρή. Αφού επιβεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει, μπήκε στο μπάνιο για να διώξει από πάνω της έστω με το νερό κάθε αποκρουστική εικόνα που αντίκρισε. Ο Χρήστος χάθηκε για άλλη μια φορά στις σκέψεις του.

Ο δαίμονας, αγκιστρωμένος πια για τα καλά στο μυαλό της Ζωής, ανακάλυψε κάθε κρυφή ιστορία της κι όποια μοιχεία σκέψη είχε κάνει μέχρι τη στιγμή που εισέβαλλε μέσα της. Τον εξυπηρετούσε απόλυτα ακόμα κι η καταγωγή της. Απομακρυσμένη από τον πολύ κόσμο. Το Γύθειο γι’ αυτόν ήταν ο κατάλληλος προορισμός, η καλύτερη κρυψώνα. Οι γονείς της Ζωής, παρότι έμειναν έκπληκτοι με την απρόσμενη επίσκεψή της, την υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Δεν κατάλαβαν τίποτα για την επιρροή του δαίμονα. Η μητέρα της, η κυρία Σταυρούλα, είχε σοκαριστεί από την αλλαγή στην εμφάνισή της. Η Ζωή όμως με διπλωματικά δαιμονικό τρόπο την καθησύχασε.

«Αν πάρει ο Αλέξανδρος μην του πείτε πως βρίσκομαι εδώ. Έχω ανάγκη να μείνω για λίγο μόνη».

Περισσότερο σαν διαταγή ακούστηκε παρά επιθυμία. Το ίδιο βράδυ τους ανακοίνωσε πως θα βγει για να βρεθεί με κάποιες παλιές συμμαθήτριές της. Εννοείται πως δεν είχε σκοπό να συναντήσει καμία αντιπαθητική χωριατοπούλα. Είχε κανονίσει όμως να δει κάποιους άντρες ιδιαίτερα μελαχρινούς και μάλιστα με κάτασπρο δέρμα. Καθένας από αυτούς είχε στο πέτο του μια καρφίτσα με ένα σύμβολο. Το γνωστό σύμβολο με τον δράκο. Με το που αντίκρισαν τη Ζωή την αντιμετώπιζαν λες κι ήταν ο θεός τους. Κι αυτή απολάμβανε την πίστη και την υπακοή τους. Μπήκαν, μετά από προσταγή της, σε μια μαύρη λιμουζίνα και κατευθύνθηκαν προς τη μέσα Μάνη. Έφτασαν σε μια παραθαλάσσια, ερημική περιοχή. Περπάτησαν στην παραλία και κατέληξαν στην είσοδο μιας μικρής σπηλιάς. Μπήκαν μέσα. Ένα έντονο κοκκινωπό και τρεμουλιαστό φως απλώθηκε στη σπηλιά.

Ορισμένες συνήθειες δεν κόβονται εύκολα. Έτσι ο Αλέξανδρος ήταν εκείνος που ξύπνησε για μιαν ακόμα φορά πρώτος. Συνέχισε την έρευνά του στο διαδίκτυο μέχρι που σηκώθηκαν κι οι υπόλοιποι. Η μέρα ήταν σχετικά ζεστή, έτσι αποφάσισαν να πιουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι του δωματίου. Η Φανή εξαφανίστηκε για λίγο κι επέστρεψε με μια κούτα ζεστά κρουασάν. Είχαν να φάνε από το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας. Μαζί με τα κρουασάν έφερε τοπικές και μη εφημερίδες για να ελέγξουν αν υπήρχε κάποιο άρθρο για τη δολοφονία της καλόγριας.

«Είναι δυνατόν να μη γράφουν τίποτα;», ρώτησε η Φανή, κλείνοντας την τελευταία εφημερίδα και χτυπώντας τη με μανία στο τραπέζι.

«Δεν καταλαβαίνω! Κανονικά έπρεπε να είχε βουίξει όλη η πόλη. Στο μαγαζί που πήγες δεν άκουσες τίποτα;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος.

«Τίποτα απολύτως. Όλα φυσιολογικά».

«Καθόλου φυσιολογικά. Καλύτερα να πάμε ξανά στο εκκλησάκι. Κάτι περίεργο συμβαίνει», πρότεινε ο Αλέξανδρος.

«Δεν είναι παρακινδυνευμένο; Ας μη το ρισκάρουμε».

Ο Χρήστος δεν ένιωθε καλά με όλα όσα συνέβαιναν. Εκείνο το κακό προαίσθημα τον είχε καταλάβει για μια ακόμα φορά.

«Εδώ ρισκάρουμε την ίδια μας τη ζωή. Την αστυνομία θα φοβηθούμε;».

Μπήκαν γρήγορα στο αυτοκίνητο κι ανέβηκαν το φιδογυριστό δρόμο της νότιας πλευράς του Κούμαρου. Φτάνοντας κοντά στην εκκλησία, έκοψαν ταχύτητα. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ούτε περιπολικά, ούτε κόσμος. Μόνο ερημιά. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Ο Αλέξανδρος τους έκανε νόημα να μείνουν στο αυτοκίνητο και βγήκε μόνος του. Πλησίασε το εκκλησάκι και μπήκε μέσα. Μια καλόγρια βρισκόταν εκεί και σκούπιζε.

«Καλημέρα σας», είπε ο Αλέξανδρος.

«Καλημέρα παιδί μου, η βοήθειά των Αγίων Πάντων να είναι μαζί σου. Με ποιον τρόπο θα μπορούσα να σε βοηθήσω;».

«Ψάχνω για την ηγουμένη Χαριτίνη. Έχω ακούσει πως είναι αγία γυναίκα και θα ήθελα να της μιλήσω».

«Δυστυχώς παιδί μου η ηγουμένη δεν είναι πλέον μαζί μας. Σήμερα το πρωί βρήκαμε ένα  της πως θα μείνει για λίγο καιρό στο μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας. Ανήσυχα τα μυαλά των αγίων ανθρώπων παιδί μου. Ψάχνουν την ηρεμία τους παντού. Δεν έχουν ριζωμό», απάντησε η καλόγρια και συνέχισε να σκουπίζει με μια τεράστια ψάθινη σκούπα το μωσαϊκό του μικρού ναού.

«Κρίμα. Κάναμε τόσο ταξίδι μόνο για να της μιλήσουμε. Δεν την προλάβαμε».

Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να κρύψει την έκπληξή του με όσα άκουσε.

«Δεν πειράζει παιδί μου. Είναι όμορφος τόπος εδώ. Θα δείτε χιλιάδες πράγματα. Να πάτε στα σπήλαια του Δυρού. Εκεί πηγαίνουν όλοι οι τουρίστες. Αλλιώς, αν δεν θέλετε να πάτε τόσο μακριά, να επισκεφτείτε το όμορφο νησάκι μας, την Κρανάη. Ένα τόσο μικρό κομμάτι γης με μεγάλη κι όμορφη ιστορία».

«Για ποια ιστορία μιλάτε; Έχετε λίγο χρόνο να μου πείτε γι’ αυτή;».

«Μα και βέβαια! Σε αυτό το μικρό κομμάτι γης λένε πως αγκυροβόλησε το καράβι του Πάρη όταν απήγαγε την ωραία Ελένη. Έμειναν μάλιστα μέσα στον μικρό πύργο που υπάρχει στο νησί. Ύστερα έφυγαν για την Τροία. Αχ, ωραίες ιστορίες αγόρι μου για να ευφραίνουν καρδιά και μυαλό».

«Αγκυροβόλησε… Ωραία Ελένη… Αυτό είναι!».

Ο Αλέξανδρος από τον ενθουσιασμό της στιγμής, άρπαξε την καλόγρια και την αγκάλιασε. Εκείνη ταραγμένη έμεινε να τον κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Ο Αλέξανδρος με αμηχανία της φίλησε το χέρι κι έτρεξε, γελώντας, προς το αυτοκίνητο. Η καλόγρια ακολούθησε ξωπίσω του, κοιτάζοντάς τον με απορία μέχρι να χαθεί το αυτοκίνητο από τα μάτια της.

«Σας έχω νέα», είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη ο Αλέξανδρος, καθώς οδηγούσε.

«Μπράβο, ωραία αντιμετωπίζεις την κατάσταση. Άλλοι πεθαίνουν κι εσύ χασκογελάς», σχολίασε η Φανή.

«Α, ναι! Η καλόγρια μου είπε πως η ηγουμένη Χαριτίνη έφυγε, αφήνοντας ένα σημείωμα πως θα μείνει σε κάποιο άλλο μοναστήρι».

«Αυτό σημαίνει πως κάποιοι πήραν το σώμα της και δεν άφησαν κανένα ίχνος. Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο όμως;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος.

«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως η καλόγρια μέσα στο εκκλησάκι μου έδωσε τη λύση του γρίφου. Στο νησί Κρανάη. Εκεί θα βρούμε αυτό που θέλουμε. Στο νησάκι αυτό, λένε ότι αγκυροβόλησε ο Πάρης, μετά την αρπαγή της ωραίας Ελένης. Αυτό εννοούσε ο μικρός με την “ομορφιά”. Θα πρέπει να ψάξουμε όλο το νησάκι, Χρήστο. Δεν είναι δα και τόσο μεγάλο».

Άφησαν το αυτοκίνητο στην πανσιόν. Επέλεξαν να περπατήσουν. Σύντομα έφτασαν στο σημείο όπου ξεκινούσε ο δρόμος που ενώνει το νησάκι με την πόλη του Γυθείου. Δεξιά του δρόμου υπήρχε ένας τεράστιος τοίχος, ο επονομαζόμενος κυματοθραύστης. Περπάτησαν όλη τη διαδρομή κι έφτασαν στην είσοδο του νησιού. Αριστερά τους έστεκε αγέρωχο ένα μικρό εκκλησάκι, ο Άγιος Πέτρος. Έφτασαν στο προαύλιό του και χάζεψαν τη θέα. Ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού έδενε απόλυτα όμορφα. Αμέσως μετά πήραν ένα μονοπάτι πίσω από το εκκλησάκι και, περνώντας ένα παλιό ναυπηγείο, έφτασαν στον Πύργο του Τζανετάκη στο κέντρο του νησιού. Σαν μικρό μεσαιωνικό κάστρο φάνταζε στα μάτια τους.

«Αυτός είναι ο πύργος, όπου έμειναν ο Πάρης με την ωραία Ελένη», είπε ο Αλέξανδρος, δείχνοντας τον μικρό πέτρινο πύργο απέναντί τους.

Συνέχισαν το περπάτημά τους μέσα στο δάσος από πεύκα ώσπου βρέθηκαν στην άκρη του νησιού, όπου υψωνόταν ο τεράστιος, πέτρινος φάρος. Πίσω του υπήρχαν σκόρπια βράχια κι η θάλασσα. Δεν είχαν καταφέρει ακόμα να ανακαλύψουν το παραμικρό. Κανένα στοιχείο που να τους τραβήξει την προσοχή. Άρχισαν να επιστρέφουν από την άλλη μεριά του νησιού, αρκετά απογοητευμένοι. Διέσχισαν άλλο ένα μικρό πευκοδάσος, μέχρι που έφτασαν σε ένα εστιατόριο, απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Πέτρου. Έκαναν το γύρο του νησιού χωρίς αποτέλεσμα. Κατέληξαν στο πέτρινο πεζούλι, μπροστά από το εκκλησάκι, να κοιτούν τη θάλασσα και το παιχνίδισμα τον γλάρων στον αέρα. Δεν μίλαγε κανείς. Σύννεφα περνούσαν από τον ουρανό όπου κατά διαστήματα έκρυβαν τον ήλιο. Μια αχτίδα  έπεσε για μια στιγμή πίσω από το παλιό ναυπηγείο κι η αντανάκλασή της σε κάτι άγνωστο έκανε τον Χρήστο να παραξενευτεί. Ακολούθησε μαζί με τους άλλους δύο την πηγή της μικρής αυτής λάμψης. Πήραν το ίδιο μονοπάτι με πριν αλλά μετά το μικρό ναυπηγείο έστριψαν αριστερά σε ένα μικρότερο δρομάκι, το οποίο δεν είχαν προσέξει νωρίτερα. Το τέρμα του οδηγούσε σε μια σιδερένια μικρή κολόνα, κάβος για πλοιάρια, σε μια βραχώδη παραθαλάσσια περιοχή. Ακριβώς κάτω από το μισοσκουριασμένο σίδερο ήταν καθισμένος ένας ρακένδυτος, ηλικιωμένος άνδρας με κατάλευκα μαλλιά και γένια. Το κατασκισμένο του ράσο, στο χρώμα της σκουριάς, έδειχνε να αποτελεί συνέχεια του κάβου. Ο γέρος είχε τη μορφή ασκητή. Το βλέμμα του ήταν απλανές λες και μελετούσε το κάθε κύμα, την κάθε αλλαγή του ανέμου. Χωρίς να γυρίσει να τους δει, τους καλωσόρισε.

«Σας περίμενα».

Έκπληκτοι και οι τρεις πισωπάτησαν πάνω στα βράχια. Ο Αλέξανδρος έχασε την ισορροπία του και θα βρισκόταν στη θάλασσα αν δεν τον κρατούσε τελευταία στιγμή ο Χρήστος. Ο γέρος δεν είπε άλλη κουβέντα, ούτε γύρισε καν να τους κοιτάξει. Έτσι τον πλησίασαν διστακτικά και κάθισαν γύρω του. Αμέσως παρατήρησαν το κενό των ματιών του γέρου. Ήταν τυφλός. Κρατούσε στα ρυτιδιασμένα χέρια του ένα ψηλό, ξύλινο μπαστούνι, κάνοντας τον να μοιάζει με μάγο.

«Όταν ο άνθρωπος αναζητά το θείο χωρίς ενδιάμεσους μεσίτες μα σαν ανάγκη ψυχής και με αγαθή πρόθεση είναι βέβαιον ότι στο τέλος θα το βρει».

Άκουσαν τον γέρο να μονολογεί δίχως ακόμα να έχει γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος τους. Άπλωσε το γέρικο χέρι του πίσω χωρίς καν να τραβήξει το βλέμμα του από τη θάλασσα κι έπιασε με την πρώτη προσπάθεια το χέρι του Χρήστου λες κι ήξερε που ακριβώς βρισκόταν.

«Πως σε λένε παιδί μου;».

«Χρήστο», είπε αποσβολωμένος από το θέαμα.

«Σωστά! Χρήστος. Κι η παρέα σου;».

«Είμαι μαζί με την αδελφή μου τη Φανή και τον φίλο μας τον Αλέξανδρο».

Ένιωσε μια ζέστη να διαπερνά το χέρι του, εκεί ακριβώς που τον κρατούσε ο άγνωστος ηλικιωμένος μα τόσο οικείος στην αφή του.

«Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή μικρέ μου φίλε. Είσαι ο Χρήστος, αυτός που έχει χριστεί, για να βρει τη λύση του προβλήματος. Είναι η Φανή, εκείνη που θα φανερώσει τον δύσκολο δρόμο σας. Και δίπλα σας στέκει ο Αλέξανδρος, ο άντρας που θα σας προστατεύσει με την ανδρεία του».

Ο γέροντας μιλούσε με γρίφους που τους άφησε άναυδους και τους μπέρδεψε ακόμα περισσότερο.

«Ψάχνεται λοιπόν για τη Ζωή. Αυτή που θα σας επιστρέψει πίσω τη ζωή σας με τον δικό της τρόπο. Όταν τα τέσσερα στοιχεία της φύσης ενωθούν τότε το κάλεσμα θα είναι μεγάλο. Μπορεί να είμαι τυφλός μα έχω μάθει να βλέπω με τα μάτια του μυαλού και της καρδιάς μου».

«Όμορφα τα λόγια σου αλλά δεν ξέρω κατά πόσο έχουν σχέση με την ιστορία μας. Ναι, ψάχνουμε τη φίλη μας τη Ζωή. Πιστεύουμε ότι την έχει καταλάβει ένας δαίμονας και πρέπει να τον εξορκίσουμε».

Ο Χρήστος δεν δίστασε να αναφέρει με μιας το πρόβλημά τους σε εκείνον τον παράξενο γέροντα.

«Θα τον βγάλουμε από μέσα της τον δαίμονα. Δεν θα είναι όμως αυτό το τέλος της περιπέτειάς σας αλλά η αρχή της. Και πρέπει να εφοδιαστείτε με θάρρος και δύναμη γιατί έχετε να αντιμετωπίσετε πολλά μεγαλύτερα εμπόδια από αυτόν τον δαίμονα. Ο δικός μου ρόλος στην ιστορία σας δεν είναι επεξηγηματικός. Δεν θα σας λύσω εγώ τις απορίες σας. Θα πρέπει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας».

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.

«Το βράδυ θα σας περιμένω στο εκκλησάκι του απόστολου Πέτρου μαζί με τη φίλη σας. Προσέξτε πως θα την αντιμετωπίσετε. Δεν θα είναι εύκολος αντίπαλος. Το πραγματικό φως της καρδιάς μας μπορεί να τυφλώσει τον δαίμονα για λίγο και να χάσει τον έλεγχο», είπε ο γέροντας και σώπασε.

Έπειτα, το άδειο, απλανές βλέμμα του έγινε ένα με το αφρισμένο κύμα της θάλασσας.

Πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Έπρεπε να βρουν τρόπο να προσεγγίσουν πρώτα τη Ζωή.

«Πιστεύω πως είναι καλύτερο να μιλήσουμε πρώτα στους γονείς της», πρότεινε η Φανή.

«Δεν νομίζω πως είναι η καλύτερη ιδέα. Οι γονείς της είναι αρκετά προσκολλημένοι και κλειστόμυαλοι για να πιστέψουν όσα θα τους πούμε», απάντησε ο Αλέξανδρος.

 «Θα μπορούσαμε όμως να τους χρησιμοποιήσουμε σαν δόλωμα. Η Ζωή θα μας βρει μαζί με τους γονείς της στο σπίτι της ξαφνικά και δεν θα μπορέσει να αντιδράσει με άσχημο τρόπο».

Η ιδέα του Χρήστου ήταν ή καλύτερη κι αυτή τελικά αποφάσισαν να ακολουθήσουν.

Το επόμενο απόγευμα είχαν φτάσει από νωρίς έξω από το σπίτι της Ζωής και καραδοκούσαν να φύγει ώστε να κάνουν την εμφάνισή τους στους γονείς της. Μετά από αρκετή ώρα την είδαν να βγαίνει από το σπίτι. Σιγουρεύτηκαν ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά και χτύπησαν την πόρτα του πατρικού της. Τους άνοιξε η μάνα της, η Σταυρούλα. Με το που είδε τον Αλέξανδρο έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο κι έτρεξε ευθύς να τον αγκαλιάσει.

«Αγόρι μου! Πασά μου εσύ! Τι έκπληξη ευχάριστη είναι αυτή;».

«Τι κάνετε κυρία Σταυρούλα; Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω. Πάντα ζωντανή και χαμογελαστή. Να σας συστήσω τους φίλους μας. Ο Χρήστος κι η Φανή. Είναι αδέλφια».

«Τι ομορφιά είναι αυτή! Πολύ χαίρομαι που σας γνωρίζω επιτέλους. Έχω ακούσει τόσα πράγματα για σας από τη Ζωή. Όμως Αλέξανδρε, η Ζωή δεν μου είπε πως θα έρθετε».

«Είπαμε να της κάνουμε έκπληξη. Δεν πιστεύω να δημιουργούμε πρόβλημα;».

«Μα τι λες αγόρι μου; Το σπίτι μας είναι πάντα ανοιχτό για σένα και τους φίλους σας. Θα χαρεί πολύ η Ζωούλα μου με την έκπληξη. Καλά κάνατε κι ήρθατε γιατί δεν είναι πολύ καλά το παιδί μου τις τελευταίες μέρες».

«Τι της συμβαίνει;», ρώτησε η Φανή, προσπαθώντας να δείξει έκπληκτη.

«Δεν ξέρω κόρη μου. Αμίλητη, νευρική. Άλλος άνθρωπος. Μα τι κάνω η τρελή; Σας έχω τόση ώρα στην εξώπορτα. Μπείτε μέσα. Καλώς ήρθατε!».

Η Σταυρούλα τους υποδέχτηκε με θέρμη στο σπίτι της και τους οδήγησε στο καθιστικό, όπου βρισκόταν κι ο άντρας της, ο κυρ Τάκης, λύνοντας σταυρόλεξα.

«Τάκη, κοίτα ποιοι ήρθαν! Ο Αλέξανδρος με τους φίλους της Ζωής για να της κάνουν έκπληξη».

«Βρε, βρε καλώς τα όμορφα τα παιδία! Καλώς ήρθατε στο σπιτικό μας. Μωρή Σταυρούλα, φίλεψε κάτι τα παιδιά. Καθίστε. Καθίστε».

 Τους κέρασαν γλυκό του κουταλιού, περγαμόντο, κι αμέσως μπήκαν στο θέμα. Ο πατέρας της, παρότι πρώην στρατιωτικός, ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος και με εξαιρετικό χιούμορ κι έτσι δεν κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα.

Κάποια στιγμή ακούστηκε η εξώπορτα να κλείνει. Όλοι ησύχασαν απότομα για να μην τους ακούσει η Ζωή. Και η έκπληξη ήταν μεγάλη.

 «Τι γυρεύετε εσείς εδώ;».

Γούρλωσε τα μάτια, άλλαξε χίλια χρώματα και κόπηκε η αναπνοή της. Ο Αλέξανδρος με επιτηδευμένη γλυκύτητα έτρεξε να την αγκαλιάσει. Ακολούθησαν ο Χρήστος κι η Φανή.

«Αγάπη μου, πως σου φαίνεται η έκπληξη που σου ετοιμάσαμε με τα παιδιά; Σου άρεσε;».

Ο Αλέξανδρος, έχοντας στο μυαλό την τελευταία τους συνάντηση, με το ζόρι γελούσε.

«Πως! Και βέβαια!», είπε με ειρωνεία η Ζωή.

«Εξάλλου ήταν μια καλή ευκαιρία για να γνωρίσουμε κι αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Που μας τους έκρυβες τόσο καιρό;», ρώτησε με ενθουσιασμό η Φανή.

«Στο μπουντρούμι τους είχα».

Η Σταυρούλα κι ο Τάκης καμάρωναν για την κόρη τους και τους φίλους της. Κι η Ζωή χαμογελούσε αλλά από μέσα της έβραζε από θυμό. Ήθελε να ορμήσει και να τους κατασπαράξει όλους. Έτσι όμως θα προδιδόταν. Ακολούθησε μια αρκετά βαρετή συζήτηση. Ο Αλέξανδρος κοιτούσε επίμονα τη Ζωή μέσα στα μάτια, ενώ αυτή απέφευγε το βλέμμα του.

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάμε μια βόλτα για να μας ξεναγήσετε στην πόλη σας», πρότεινε μετά από ώρα η Φανή.

«Να πάτε παιδία μου. Είναι πολύ όμορφο το Γύθειο. Θα το χαρείτε», είπε η κυρία Σταυρούλα που είχε βγάλει κρέας να ξεπαγώσει από την κατάψυξη.

«Εσείς δεν θα έρθετε μαζί μας;».

Ο Χρήστος ευχόταν σε μια αρνητική απάντηση.

«Ναι μαμά. Ετοιμαστείτε μαζί με τον μπαμπά. Θα βγούμε όλοι μαζί!».

Η Ζωή κοίταξε με μάτια που σπινθηροβολούσαν τον Αλέξανδρο. Είχε το πάνω χέρι πάλι. Δεν περίμενε βέβαια αυτό που άκουσε αμέσως μετά.

«Όχι παιδία μου. Θα πάτε μόνοι σας. Εγώ θα κάτσω να μαγειρέψω για το βράδυ και θα μείνει κι ο Τάκης μαζί μου για να με βοηθήσει».

Η Σταυρούλα κάρφωσε με το βλέμμα της τον Τάκη που ήταν έτοιμος και καμαρωτός για τη βόλτα που θα πήγαινε. Ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι και κάθισε πάλι στην καρέκλα, πιάνοντας το σταυρόλεξο.

«Θα έρθετε μαζί μας είπα».

Η φωνή της Ζωής ήταν επιτακτική πλέον.

«Όχι κόρη μου, θα μείνουμε εδώ εμείς», είπε ο κυρ Τάκης, αναστενάζοντας.

Πριν φύγουν ο Χρήστος πρότεινε να βγάλουν όλοι μαζί μια αναμνηστική φωτογραφία. Έδωσε τη μηχανή στον κυρ Τάκη για να τους τραβήξει. Στήθηκαν στο καθιστικό και περίμεναν τη λήψη. Λίγες ώρες πριν είχε προμηθευτεί από ένα τοπικό φωτογραφείο ένα πολύ δυνατό φλας. Με το που άστραψε, ο Χρήστος, ο Αλέξανδρος κι η Φανή, που ήδη είχαν συνεννοηθεί, έκλεισαν τα μάτια. Η Ζωή σχεδόν τυφλώθηκε. Για να μην προδοθούν στους γονείς της, ο Αλέξανδρος τη σήκωσε στα χέρια του και σαν τρελά ερωτευμένο ζευγαράκι έτρεξε στο αυτοκίνητο. Ο Χρήστος κι η Φανή ευχαρίστησαν και αποχαιρέτησαν το ζεύγος Βορέα. Μπήκαν όλοι στο αυτοκίνητο. Η Ζωή κλωτσούσε και γρατζουνούσε όπου έβρισκε. Έπιασε από τα μαλλιά τη Φανή και τα τράβαγε μέχρι που μάτωσε το κεφάλι της. Προσπαθούσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό της για να μην την ακούσουν τριγύρω. Ο Χρήστος δοκίμασε να απαγκιστρώσει τα χέρια της Ζωής από τα μαλλιά της αδελφής του αλλά μάταια. Κάποια στιγμή τα ελευθέρωσε κι αυτή έριξε μια μπουνιά στον Χρήστο. Κρατήθηκε από το τιμόνι για να μη λιποθυμήσει. Τα μάτια της Ζωής είχαν γίνει κατακόκκινα. Δεν έβλεπε όμως τίποτα από τη λάμψη του φλας. Τα κόκκαλα του προσώπου της είχαν μεγαλώσει και τα χείλη της ήταν πλέον κατάμαυρα. Έφτυνε σάλια και γελούσε βραχνά.

«Αλέξανδρε, στην τσάντα», φώναξε ο Χρήστος.

«Θα σας ξεπαστρέψω βρομιάρηδες», βρυχιόταν η Ζωή.

Ο Αλέξανδρος την άφησε για δευτερόλεπτα κι άρπαξε την τσάντα που βρισκόταν στα πόδια του. Η Ζωή βρήκε την ευκαιρία και βούτηξε τη Φανή από τον λαιμό. Της έκλεισε με μιας την αναπνευστική οδό. Η Φανή είχε μελανιάσει. Ο Αλέξανδρος έβγαλε ένα μπουκαλάκι κι ένα πανί. Έριξε το υγρό στο πανί και πριν προλάβει να αντιδράσει η Ζωή την αναισθητοποίησε με χλωροφόρμιο. Την άφησε αναίσθητη δίπλα του και κίνησαν για το νησάκι.

Ο γέροντας τους περίμενε στον Άγιο. Πέτρο. Όταν έφτασαν, η Ζωή ήταν ακόμα λιπόθυμη. Φαινόταν πια τόσο ήρεμη, μια γλυκιά, αθώα κοπέλα. Δεν είχε καμία σχέση με τη μορφή που είχε πάρει νωρίτερα. Ήταν αδιανόητο πως μέσα της κρυβόταν κάτι τόσο άγριο, τόσο κακό. Την έδεσαν σε μια καρέκλα και περίμεναν να συνέλθει.

«Για να γίνει ο εξορκισμός πρέπει η κοπέλα να έχει ανακτήσει τις αισθήσεις της», τους εξήγησε ο γέροντας.

Ένα ουρλιαχτό που έσκισε τον παγωμένο, συννεφιασμένο ουρανό έγινε σημάδι ότι συνήλθε. Οι φλέβες της συσπάστηκαν και φούσκωσαν. Έκανε να σπάσει τα δεσμά της αλλά είχαν προνοήσει. Την είχαν αποδυναμώσει με αγιασμό. Ο ηλικιωμένος παπάς, ατάραχος πήρε ένα αρκετά παλιό βιβλίο στα χέρια του κι άρχισε να διαβάζει το περιεχόμενο. Οι αντιδράσεις της κοπέλας έγιναν εξωπραγματικές, κάνοντας τα αγόρια και τη Φανή να αναρριγήσουν. Η φωνή της άλλαξε κι έγινε πάλι βραχνή, σχεδόν αντρική. Φώναζε κι έβριζε, φτύνοντας αρρώστια και θυμό τριγύρω. Τα μάτια της, χωμένα σε μαύρα πηγάδια, γύρισαν ανάποδα, αποκαλύπτοντας το λευκό του βολβού. Οι φλέβες της πετάχτηκαν στο δέρμα της σαν κόκκινα και πράσινα ρυάκια.

Η διάρκεια του εξορκισμού ατελείωτη μα χωρίς αποτέλεσμα. Ο γέροντας, εξαντλημένος από την προσπάθεια με χοντρές σταγόνες ιδρώτα να συσσωρεύονται στο μέτωπο γύρισε προς τους υπόλοιπους.

«Είναι πολύ δυνατός ο δαίμονας. Σε αντίθεση με την κοπέλα που του έχει παραδοθεί αμαχητί. Βρήκε τα ευαίσθητα σημεία της και πάτησε πάνω σε αυτά. Εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες της και την έχει αγκιστρώσει για τα καλά. Δεν βγαίνει με έναν απλό εξορκισμό. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από αυτό».

«Τι πρέπει να κάνουμε;», ρώτησε ανήσυχος ο Αλέξανδρος.

«Πρέπει να ξαναβαπτιστεί!», απάντησε ο γέροντας.

«Τι πράγμα;», αναφώνησε η Φανή.

«Μόνο με το νερό και τις προσευχές μου θα καταφέρω να τον εξορκίσω. Κατεβάστε την κοπέλα στη θάλασσα, δεμένη όπως είναι με την καρέκλα».

Ο Χρήστος και ο Αλέξανδρος, κάτωχροι, έπιασαν την καρέκλα με τη δεμένη Ζωή κι η Φανή από μπροστά κρατούσε σταθερά τα πόδια της με όση δύναμη της είχε απομείνει. Την σήκωσαν και κατευθύνθηκαν προς τη θάλασσα. Από ώρα είχε βραδιάσει και δεν υπήρχε κανείς έξω για να γίνει μάρτυρας αυτού που θα ακολουθούσε. Όπως προχωρούσαν η Ζωή σαν λυσσασμένη ύαινα όρμησε να δαγκώσει τον Αλέξανδρο αλλά εκείνος με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε τα μαλλιά της και, τραβώντας την προς τα πίσω, την ακινητοποίησε.

«Γιατί σε σένα;», ψιθύρισε με έναν λυγμό.

Παρατήρησε το μελανό της πρόσωπο που ατελείωτες ώρες είχε γεμίσει με φιλιά κι ένιωσε έναν καυτό κόμπο να του εμποδίζει την ανάσα. Την κατέβασαν στη θάλασσα. Ρηχά τα νερά αλλά μελανιασμένα κι αυτά όπως ακριβώς και το δέρμα της άμοιρης κοπέλας. Βούτηξαν με τα πόδια και την ακούμπησαν μέσα. Ο γέροντας άρχισε να ευλογεί το νερό και να λέει τις ευχές της βάπτισης. Τα σκουρόχρωμα, φορτισμένα σύννεφα έμοιαζαν συσσωρευμένα πάνω από το κεφάλι τους. Με το τελείωμα της τελευταίας ευχής ο γέροντας έσπρωξε την Ζωή και την έριξε μέσα στο νερό. Αντάρα έπιασε την θάλασσα κι ενώθηκε με τον εβένινο ουρανό. Δυνατές συσπάσεις τάραξαν το σώμα της και το κεφάλι της γύριζε δεξιά και αριστερά, χωρίς σταματημό. Το κορμί της έτρεμε με σπασμούς κι η θάλασσα συνέπασχε με το δράμα της, τραντάζοντας τα νερά της. Οι αφροί που έβγαιναν από το στόμα της, κύματα γίνονταν κι έφευγαν μακριά στο πέλαγος, σαν μίασμα. Τη χαριστική βολή έδωσε ο παπάς με το που ακούμπησε τον σταυρό στο στήθος της. Το στόμα της άνοιξε σαν απύθμενη σπηλιά και από μέσα ξεπρόβαλε μαύρος καπνός, ένας δυνατός τυφώνας, που σαν χωνί άνοιγε προς τον θλιμμένο ουρανό. Ο δαίμονας πλεόν είχε εξορκιστεί από μέσα της.

Ξαναγύρισαν στο εκκλησάκι με τη Ζωή αναίσθητη. Τη δίπλωσαν με μια κουβέρτα για να είναι ζεστή και περίμεναν να συνέλθει. Όταν ξύπνησε κι είδε γύρω τους φίλους της, ξέσπασε σε κλάματα. Με λυγμούς αγκάλιασε τον Αλέξανδρο.

«Συγνώμη», ζητούσε σ’ αυτόν και στους υπόλοιπους.

Συγκινημένοι κι ανακουφισμένοι την αγκάλιασαν και την παρηγορούσαν. Πριν φύγουν, ο Χρήστος γύρισε προς τον γέροντα.

«Τι πρέπει να κάνουμε από δω και πέρα για να προστατευτούμε από αυτόν;».

«Σας είπα και νωρίτερα πως θα πρέπει να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Το μόνο που μπορώ να σας αποκαλύψω είναι πως ο καθένας σας αντιπροσωπεύει κι ένα στοιχείο. Πρέπει μόνοι σας να μελετήσετε τα στοιχεία αυτά και, εφόσον τα κατανοήσετε, να τα αποτυπώσετε με κάποιο τρόπο στο σώμα σας. Αυτό θα σας προστατεύσει από τις προσπάθειες του δαίμονα να σας καταλάβει», μίλησε πάλι με γρίφους.

Πριν τους αποχαιρετήσει τούς πέρασε από ένα σταυρό στον λαιμό του καθενός για προστασία. Μετά έγινε ένα με τη νύχτα και χάθηκε.

Το βράδυ ο Αλέξανδρος κι η Ζωή έμειναν στο πατρικό της ενώ ο Χρήστος με τη Φανή στην πανσιόν. Παρόλα τα παρακάλια να περάσουν τη νύχτα όλοι μαζί στο σπίτι της, αρνήθηκαν. Ήθελαν να αφήσουν το ζευγάρι μόνο του για να επουλωθούν οι πληγές. Την άλλη μέρα θα έφευγαν για το Ναύπλιο νωρίς το πρωί. Ο Χρήστος πριν κοιμηθεί βγήκε να απολαύσει το υπέροχο φεγγάρι που φώτιζε με το ασημένιο του φως το Γύθειο. Λύτρωση μύριζε η βραδιά. Κοιτώντας το δρομάκι κάτω είδε μια χρυσή αύρα να κινείται. Του πέρασε από το μυαλό πως ήταν ο μικρός από το Οίτυλο. Μια σκιά χόρευε κάτω από την ασημένια λάμψη της σελήνης. Ο Χρήστος για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε πιο δυνατός. Χαμογέλασε. Κοίταξε το ολόγιομο φεγγάρι κι έπεσε για ύπνο.

Κεφάλαιο 6

Φανή

 

 

Η Ζωή ξύπνησε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Η χλομάδα είχε φύγει από τα μαγουλά της κι είχαν αντικατασταθεί από δύο κατακόκκινα ρόδα, όπως εκείνα με τα οποία είχε γεμίσει ο Αλέξανδρος το κρεβάτι. Τα μάτια της γέμισαν δάκρια. Κοίταξε δίπλα της τον Αλέξανδρο που της χαμογελούσε και τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε παθιασμένα.

«Καλημέρα!», του είπε. «Τώρα ξύπνησες;».

«Από νωρίς», χαμογέλασε ο Αλέξανδρος.

«Γιατί δεν με ξύπνησες κι εμένα;».

«Και να έχανα αυτή την έκπληξη στα μάτια σου;».

Η Ζωή τον αγκάλιασε και τον φίλησε για μια ακόμα φορά. Ύστερα όμως το πρόσωπό της συννέφιασε.

«Ξέρεις, νομίζω πως έχω κάποια κενά. Φοβάμαι μήπως έκανα κακό σε κανέναν».

Ο Αλέξανδρος έστρεψε τα μάτια αλλού. Προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά με αμηχανία.

«Όλα πέρασαν τώρα. Είσαι εδώ μαζί μου. Όλες αυτές τις μέρες συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου έλειψες Ζωή. Σ’ αγ-».

Έκοψε απότομα τη φράση του και πήρε ένα μορφασμό έκπληξης.

«Τι πήγες να πεις;», ρώτησε έκπληκτη η Ζωή.

«Τίποτα, τίποτα».

«Αφού ξεκίνησες να το λες».

«Μπα, δεν άκουσες καλά».

Η Ζωή κάθισε στο κρεβάτι και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, δήθεν τάχα θυμωμένη.

«Δειλέ!».

«Εγώ;».

«Ναι, εσύ», χαμογέλασε πλατειά.

«Τι χαμόγελο είναι αυτό; Έκανα κάτι για να αξίζω το χαμόγελό σου; Δεν θυμάμαι».

Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι, την άρπαξε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τη γυρίζει γύρω γύρω σαν ανεμοστρόβιλος. Τα μάτια του έλαμπαν από ευτυχία. Μια ευτυχία που είχε να νιώσει χρόνια πριν εκείνη την συγκλονιστική στιγμή της εφηβείας του που του άλλαξε δραματικά τη ζωή.

«Μου είπες πως μ’ αγαπάς. Μην με κοιτάς με αυτό το απορημένο κι έκπληκτο ύφος. Ναι, είσαι νηφάλιος», είπε η Ζωή παραπονιάρικα.

Όμως όσα ένιωθε εκείνη τη στιγμή ο Αλέξανδρος φαίνονταν στο βλέμμα του. Κατάλαβε πως την περιέπαιζε κι έτσι αφέθηκε χαλαρή στα δίχτυα του.

«Τότε ο δαίμονας μπήκε σε μένα. Αποκλείεται να είπα τέτοιο πράγμα».

Στο άκουσμα του δαίμονα η Ζωή τραβήχτηκε μακριά του και τον κάρφωσε στα μάτια.

«Έλα μικρή μου. Μην τα παίρνεις όλα σοβαρά».

«Ούτε το σ’ αγαπώ σου;».

Ο Αλέξανδρος της έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Αλέξανδρε, μερικές φορές είναι όμορφο να στο επιβεβαιώνουν», συνέχισε να λέει.

Ο Αλέξανδρος την έπιασε στα χέρια του κι άρχισε να τη φιλάει με πάθος. Εκείνη αφέθηκε στα χάδια του και τα φιλιά του. Την έκανε δική του με πολύ τρυφερό τρόπο, κάτι που δεν συνήθιζε. Γενικά ήταν πιο απότομος, πιο βίαιος στην ερωτική του συμπεριφορά. Εκείνο το πρωί όμως κάτι είχε αλλάξει. Πριν λίγες ώρες παραλίγο να τη χάσει κι αυτό του μαλάκωσε την καρδιά.

Μέσα σε αυτές τις στιγμές ευτυχίας και απομόνωσης που επιζητούσαν κι η δύο, ακούστηκε ο ήχος του κινητού της Ζωής. Η οθόνη έγραφε το όνομα της Φανής. Η Ζωή έκανε νόημα στον Αλέξανδρο πως θα έπρεπε να το σηκώσει. Η Φανή ενημέρωσε πως ήδη είχαν ετοιμάσει τα πράγματά τους και θα περνούσαν να τους πάρουν. Σηκώθηκαν γρήγορα να ετοιμαστούν κι αυτοί. Ίσα που πρόλαβαν οι γονείς της Ζωής να τους χαιρετήσουν καθώς έφευγαν από το σπίτι με γέλια και λόγια αγάπης..

Η μέρα έξω ήταν ζεστή, ανοιξιάτικη παρόλο που είχε μπει ο Νοέμβριος. Μια ζέστη και μια ομορφιά που ταίριαζε με την ανέμελη συμπεριφορά τους. Μπορεί τον πόλεμο ακόμα να μην τον είχαν κερδίσει αλλά σίγουρα από εκείνη τη δύσκολη μάχη είχαν βγει νικητές.

«Τι χαμόγελα είναι αυτά;», ρώτησε περιπαιχτικά ο Χρήστος.

«Καλά, χρειάζεται να ρωτάς; Αναστέναξαν οι σομιέδες», είπε η Φανή και γέλασε δυνατά.

«Έλα κόφτε το», φώναξε ο Αλέξανδρος, προσπαθώντας να κρύψει ένα γελάκι.

«Απορώ ρε Ζωή πως είχες τη διάθεση μετά από όσα πέρασες».

Ο Χρήστος συνέχιζε να την πειράζει.

«Είναι ένας καλός τρόπος για να ξεχάσεις τα πάντα, νομίζω», τον αποστόμωσε.

 «Χρήστο, κοίτα κάτι ωραία λουλούδια! Σταμάτα στο πλάι. Θέλω να μαζέψω για την Αγνή. Λατρεύει τα αγριολούλουδα», είπε η Φανή και τα μάτια της άστραψαν.

Η φύση οργίαζε μπροστά τους και μαζί της άνθιζε κι η Φανή. Αυτός εκεί έξω ήταν ο φυσικός της χώρος. Κάθε φορά που βρισκόταν στον μεγάλο εκείνο κήπο της φύσης ένιωθε ήρεμη, ένιωθε στο σπίτι της. Η μυρωδιά του νωπού χώματος, τα χρώματα της Ίριδας που απλόχερα σκορπίζονταν στα μικρά λουλούδια, οι δροσοσταλίδες του πρωινού πάνω στα τρυφερά φυτά ήταν ο λόγος της ύπαρξής της. Σε κάθε επαφή μαζί τους, τα πόδια της γίνονταν ρίζες βαθιές, τα χέρια της τρυφερά κλαδιά, τα μαλλιά της αναρριχώμενα φυτά, τα μάτια της οάσεις με γάργαρα νερά.

Η Φανή γεννήθηκε τέσσερα χρόνια πριν τον Χρήστο. Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε ήταν η αδυναμία του πατέρα της. Τουλάχιστον μέχρι να γεννηθεί ο γιός, όπου μπορεί να μετρίασε λίγο το πάθος αλλά δεν εξαλείφτηκε. Όμως για τον παιδικό ψυχισμό της μικρής Φανής τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Ο Χρήστος φαινόταν πως έγινε το χαϊδεμένο όλων. Ήταν όντως πολύ όμορφο μωρό και τραβούσε την προσοχή. Μια προσοχή που είχε ανάγκη κι η Φανή. Ο,τιδήποτε όμως κινούταν πλέον στη γη γινόταν για εκείνο το μικρό ξανθό αγόρι, τον άγγελο τους. Από εκείνη την πρώτη στιγμή και για πολλά χρόνια ζήλευε τον αδελφό της μα δεν το έδειχνε. Δηλητήριο ήταν η εμφάνισή του σ’ εκείνη τη γη που απλά το κατάπινε. Η Φανή ήταν πολύ σταθερός αλλά και κλειστός χαρακτήρας. Δεν φανέρωνε εύκολα τα συναισθήματά της. Καθόλου δειλή, όπως ο Χρήστος, μα αντίθετα τολμηρή και δυναμική. Ήξερε να κρύβει τις ευαισθησίες της πίσω από μια μάσκα θάρρους αλλά και θράσους πολλές φορές.

Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που έμαθαν για την εξαφάνιση του πατέρα της. Τότε κάτι έσπασε μέσα της. Έκλαψε κρυφά από όλους. Μπροστά τους πάλευε να δείχνει ψύχραιμη, έως και ψυχρή. Στάθηκε στη μάνα της και τον αδελφό της σαν βράχος. Ήταν το αποκούμπι τους. Είδε τη μάνα της να λιώνει αργά σαν κερί, μέχρι που οκτώ χρόνια αργότερα πέθανε από ανακοπή. Η Φανή όλο εκείνο το διάστημα, από τα έντεκα μέχρι τα δεκαεννιά, ήταν μάνα και αδελφή, μαθήτρια και νοικοκυρά. Είχε αναλάβει τη διαχείριση του σπιτιού, την ανατροφή του αδελφού της, τη νοσηλεία της μητέρα της και τη μελέτη για το σχολείο. Ήθελε να είναι πρώτη μαθήτρια. Δεν άντεχε να υπάρχει κάποιος καλύτερος. Ο κόσμος έπρεπε να γυρίζει γύρω της κι αυτό το κατάφερνε με σκληρή δουλειά. Η Φανή ήταν γεννημένη πολεμιστής.

Μετά τον θάνατο της μητέρας της, αισθανόταν ηθική την υποχρέωση να αναλάβει τον αδελφό της. Στην πραγματικότητα δεν ένιωθε αγάπη γι’ αυτόν, τουλάχιστον όχι με την έννοια που έδινε ο περισσότερος κόσμος στην αγάπη. Είχε όμως μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Δεν τον μισούσε. Μάλλον κάπου μέσα βαθιά της τον ζήλευε ακόμα γιατί με τη φυσική του ομορφιά και την καλοσύνη του κέρδιζε εύκολα όλο τον κόσμο δίχως καν να προσπαθεί. Κάτι, που η ίδια έφτυνε αίμα για να το πετύχει. Με ένα χαμόγελό του μπορούσε να ρίξει στα δίχτυα του γυναίκες κι άντρες. Ενώ η ίδια πυροδοτούσε την εξυπνάδα της και τη γνώση της για να πετύχει τον σκοπό της. Είχε παλέψει σκληρά για να τα αποκτήσει αυτά. Όχι, πως η ίδια δεν ήταν όμορφη. Το αντίθετο μάλιστα. Όμως ο Χρήστος είχε κάτι το διαφορετικό που μαγνήτιζε τα βλέμματα. Μια αδιόρατη αύρα. Θα μπορούσε να τον στείλει σε κάποιο ορφανοτροφείο, προφασιζόμενη πως δεν ήταν αρκετά ώριμη για να έχει υπό την προστασία της ένα ανήλικο. Κι είχε περάσει πολλές φορές από το μυαλό της αλλά τελικά ποτέ δεν το έκανε. Αντίθετα θυσίασε και τις σπουδές της, τουλάχιστον για κάποια χρόνια. Είχε περάσει με άριστα στο πανεπιστήμιο Φυσικών σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Της είχε δοθεί μάλιστα η ευκαιρία να μπει στο αντίστοιχο πανεπιστήμιο των Αθηνών αλλά εκείνη επέλεξε μια μακρινή πόλη. Ήθελε να ζήσει μόνη της μακριά από την οικογένειά της και τον αδελφό της, ο οποίος της είχε στερήσει τα πιο σημαντικά και συνάμα τα πιο απλά πράγματα. Την ίδια της τη ζωή.

Μετά τον χαμό λοιπόν της μάνας της πήρε την απόφαση να μην συνεχίσει τις σπουδές της, εωσότου να ενηλικιωθεί ο Χρήστος κι ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Όφειλε να τον προστατέψει. Ήταν δύσκολο παιδί. Πιότερο εσωστρεφής από ότι εκείνη κι αρκετά λιγομίλητος. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν την ενοχλούσε το δεύτερο. Είχε την ευκαιρία να ζει στην ησυχία της. Το μόνο που την εκνεύριζε ήταν οι στοίβες βιβλία που γέμιζαν κάθε γωνία του σπιτιού κι εκείνες οι παλιατζούρες που κοσμούσαν το δωμάτιο του, λες κι ήταν παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Πολλές ήταν οι φορές που ήθελε να ανάψει μια τεράστια φωτιά και να τα κάψει όλα. Μισούσε το γεγονός πως είχε καταντήσει το σπίτι της η προσωπική αποθήκη του Χρήστου. Όμως πάντα είχε τον έλεγχο των λόγων της και των πράξεων της. Ποτέ δεν υπερέβαινε το πρέπον, το όριο. Μια φορά μόνο ξέφυγε από τον κρυστάλλινο αυτό κόσμο της και ξέσπασε. Ήταν η στιγμή ο Χρήστος κατάστρεψε άθελά του το αγαπημένο της φυτό, μεταφέροντας ένα παμπάλαιο μπαούλο στο δωμάτιο του. Η Φανή είχε πάντα ιδιαίτερη αδυναμία σε ο,τιδήποτε προερχόταν από τη φύση, από τη γη. Λάτρευε τα λουλούδια και τα φυτά. Ο κήπος του σπιτιού τους ήταν μακράν ο καλύτερος σε όλο το Ναύπλιο. Πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερος από όλους τους κήπους της Αργολίδας. Περιποιόταν τα φυτά, σαν να ήταν ζωντανά όντα. Σαν να ήταν παιδιά της. Τους μιλούσε και τα χάιδευε. Θα μπορούσε να έχει τα χέρια της μέσα στο χώμα από το πρωί έως το βράδυ. Αυτός ήταν κι ο λόγος που αντέδρασε τόσο άσχημα όταν είδε το φυτό της σε αυτή την κατάσταση. Δεν έβαλε όμως τις φωνές όπως θα ήταν αναμενόμενο. Περίμενε να φύγει ο αδελφός της από το σπίτι και μπήκε κρυφά στο δωμάτιό του. Μέσα σε μισή ώρα είχε πετάξει στα σκουπίδια όλα τα μικροαντικείμενα που μάζευε για χρόνια. Μόλις το ανακάλυψε ο Χρήστος, τσακώθηκαν άσχημα. Μάλλον εκείνος τσακώθηκε μόνος του γιατί η Φανή απλώς τον άκουγε και χαμογελούσε. Πάντα τέτοια ήταν η αντίδρασή της σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο Χρήστος δεν της μίλησε για δύο εβδομάδες. Ήταν δύο από τις πιο ήσυχες εβδομάδες της ζωής της.

Όταν έφυγε ο Χρήστος από το Ναύπλιο για να σπουδάσει στην Αθήνα, αποφάσισε κι η ίδια να ολοκληρώσει τις δικές της σπουδές. Έφυγε λοιπόν ένα πρωί για τη Θεσσαλονίκη με μια μικρή βαλίτσα και μια τεράστια καλή διάθεση. Εκεί, στην όμορφη συμπρωτεύουσα, έμεινε στην εστία φοιτητών κι όλος της ο κόσμος έγινε το διάβασμα. Δεν ξενυχτούσε σε βραδινά μαγαζιά και καφετέριες όπως έκαναν οι συμφοιτητές της. Πρώτον, γιατί ήταν αρκετά μεγαλύτερή τους και δεύτερον, ήθελε, όχι μόνο να πάρει το πτυχίο της, αλλά να κερδίσει και την υποτροφία. Το καθημερινό της πρόγραμμα έγινε στρατιωτικό, έτσι ώστε να μη χάνει λεπτό από τη σχολή και τη μελέτη της. Τον τετραγωνισμένο εκείνον προγραμματισμό της ήρθε και κατάστρεψε ο Φίλιππος Αρσένης. Καθηγητής της στη σχολή μα επιπλέον πολύ ελκυστικός άντρας. Την ερωτεύτηκε παράφορα και την κυνήγησε ανελέητα. Μέχρι που κατάφερε τον σκοπό του. Δεν την έκανε μόνο δική του, την παντρεύτηκε κιόλας με γάμο πολιτικό. Παραβρέθηκαν μόνο οι γονείς του, που είχαν έρθει από την Τρίπολη, κι ο Χρήστος.

Ο γάμος της δεν είχε εξάρσεις όπως κι η υπόλοιπη ζωή της, εξάλλου. Ο Φίλιππος την αγαπούσε τρελά. Εκείνη την τρέλα δεν την ένιωθε κι η Φανή, παρά μόνο συμπάθεια. Οι γονείς του Φίλιππου δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με τον γάμο του μονάκριβού τους, ιδίως η πεθερά της. Την αποκαλούσε ψυχρή και παγοκολόνα. Απορούσε με τον γιο της που θα χαράμιζε τη ζωή του με μια τέτοια γυναίκα. Η Φανή δεν έδινε σημασία σε αυτές τις κατινιές. Αντίθετα το διασκέδαζε.  Κι όσο το διασκέδαζε η Φανή, τόσο εκνευριζόταν η κυρία Μάρω.

Αυτή η αντιπάθεια μαλάκωσε λίγο όταν η Φανή έμεινε έγκυος. Ήταν ήδη είκοσι εφτά ετών, μια καλή ηλικία για τη μητρότητα, σύμφωνα πάντα με την πεθερά της. Ακόμα και τη ζωή της, την είχε καλά προγραμματισμένη. Όχι όμως και το γεγονός που επρόκειτο να ακολουθήσει. Στον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της, ο Φίλιππος έπιασε μια πολύ καλή δουλειά κι αρκετά προσοδοφόρα σε μια εταιρία στη Μυτιλήνη. Με μοναδικό αντίτιμο τη μετακόμισή τους στο νησί. Την ημέρα που ταξίδευαν με το πλοίο για τη Μυτιλήνη έπιασε μεγάλη φουρτούνα. Τεράστια κύματα πάλευαν σαν τιτάνες στη θάλασσα. Το καράβι φαινόταν σαν ένα μικρό καρυδότσουφλο σε μια τεράστια λεκάνη με νερό που την ταρακουνούσαν με μανία. Και το καρυδότσουφλο αναποδογύρισε. Η Φανή βρέθηκε να βουλιάζει στα σκούρα νερά της θάλασσας. Ένιωθε να γεμίζουν τα πνευμόνια της νερό και δεν μπορούσε να αντιδράσει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σωθεί. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπορούσε να έχιε τον έλεγχο. Κάποιο λάθος είχε συμβεί στην πολύ καλά φτιαγμένη ζωή της. Ο θάνατος. Κι αυτόν δεν είχε τη δυνατότητα να τον νικήσει. Μόνο με ένα θαύμα θα μπορούσε να σωθεί. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Εμφανίστηκε από το πουθενά ένας γυμνόστηθος άντρας με μακριά μαλλιά, σαν θεός της θάλασσας, και την τράβηξε πάνω στον αφρό. Το πρόσωπο του ήταν το τελευταίο που είδε πριν χάσει τις αισθήσεις της. Μετά ξύπνησε σε μια παραλία μονάχη.

«Ο άντρας μου , το μωρό μου…».

Φράσεις ακατάληπτες έβγαιναν από το στόμα της μαζί με το αλμυρό νερό όταν κάποιοι ψαράδες τη βρήκαν και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο της περιοχής. Μέχρι το βράδυ είχε γεννήσει, πρόωρα την Αγνή.

Η Φανή δεν ένιωσε κανέναν πόνο τοκετού με τον ερχομό της κόρης της. Δεν έχει μνήμες καν από την ώρα που τη γέννησε. Το μοναδικό που είχε μείνει σαν ανάμνηση ήταν ένα λευκό φως να την τυλίγει. Όταν συνήλθε από τη γέννα κι είδε την Αγνή δεν πίστευε ότι ήταν δικό της εκείνο το αγγελούδι. Είχε δύο τεράστια καταγάλανα μάτια, ξανθό μαλλί, σαν από μετάξι καμωμένο, και μια επιδερμίδα λευκή κι απαλή, όπως το βαμβάκι. Δύο φτερά της έλειπαν για να μοιάζει με μικρό χερουβίμ. Αν κι αυτά ακόμα τα έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας της. Θυμάται επίσης πολύ έντονα το όνειρο που είδε το βράδυ της γέννησης της μικρής. Έξι πανέμορφες γυναίκες βρίσκονταν πάνω από την κούνια της και τής σιγοτραγουδούν. Μια θεϊκή μελωδία, που δεν μπορούσε όμως να προσδιορίσει τη γλώσσα. Δεν τη φόβισαν οι μορφές τους, αντίθετα ένιωσε ασφαλής με την παρουσία τους. Είχαν μια φωτεινή αύρα γύρω τους κι ο χώρος ευωδίασε αρώματα. Ένιωσε τυχερή και ευλογημένη.

Ο Φίλιππος είχε χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Ο άντρας που την έσωσε δεν έδωσε ξανά σημεία ζωής. Απλώς εξαφανίστηκε όπως ξαφνικά είχε εμφανιστεί. Είχε μείνε στο μυαλό της μόνο ένα τατουάζ μιας τρίαινας που στόλιζε τον ώμο του. Πήρε το εξιτήριο και με το μωρό της επέστρεψαν στο Ναύπλιο όπου κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο πατρικό της. Μαζί με αυτήν μετακόμισαν και τα πεθερικά της στο Άργος, όχι μόνο για να είναι κοντά στην εγγονή τους αλλά και να ελέγχουν τις κινήσεις της νύφης τους. Η Φανή το αντιμετώπισε με αδιαφορία. Κληρονόμησε σημαντική περιουσία από τον άντρα της κι είχε πλέον τη φήμη μιας ευκατάστατης, όμορφης χήρας. Μπόρεσε λοιπόν να ανοίξει ένα δικό της φροντιστήριο στο Άργος και να ξαναβάλει τη ζωή της σε μια σειρά. Ύστερα από λίγο καιρό επέστρεψε κι ο Χρήστος στη γενέτειρα τους κι άνοιξε το δικό του επαγγελματικό χώρο, μια αντικερί. Όλα ξανά απέκτησαν τον ρυθμό τους κι η Φανή ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη μέχρι που μπήκε στη ζωή τους η περγαμηνή.

Η Αγνή όταν είδε το μπουκέτο με τα λουλούδια ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, σαν να της χάρισαν τον κόσμο όλο. Ένα τόσο απλό και συνηθισμένο δώρο κατάφερε να προσφέρει χαρά σε μια αθώα, παιδική ψυχή.

«Μανούλα μου, σε ευχαριστώ πολύ», είπε με την ανάλαφρη, παιδική της φωνή.

Αγκάλιασε τη μητέρα της και της χάρισε ένα φιλί.

«Μόνο η μαμά αξίζει φιλί; Εμείς; Τίποτα;», παραπονέθηκε ο Χρήστος.

Δεν άφησε ούτε τους υπόλοιπους παραπονεμένους που της είχαν μουτρώσει. Τους φίλησε κι αυτούς.

«Φτάνει με τα φιλία. Πρέπει να φάει η μικρή. Δεν ήθελε γιατί περίμενε τη… μάνα της».

Ένα ειρωνικό ύφος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της γιαγιάς της.

Η μικρή έτρεξε στο αυτοκίνητο, αγκαλιά με τα λουλούδια κι ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χρήστος αντιλήφθηκε μια μαύρη λιμουζίνα να τους ακολουθεί. Όταν κοίταξε για δεύτερη φορά, είχε εξαφανιστεί. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από το στήθος του.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήσυχα. Χωρίς καμία ένδειξη πως ο δαίμονας ήταν κοντά και τους απειλούσε. Ούτε κάποια εμφάνιση των ανθρώπων με τα μαύρα. Η υπερβολική αυτή ησυχία τους έκανε να ανησυχούν. Αποκλείεται να τους είχαν εγκαταλείψει τόσο εύκολα. Ο Χρήστος φοβόταν πως ήταν η ηρεμία πριν την καταιγίδα.

Η ατμόσφαιρα είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει Χριστούγεννα. Η Ζωή μπήκε ξανά στο πρόγραμμα της, στην καθημερινότητά της. Το ερχόμενο Σάββατο θα γινόταν η μεγάλη χειμερινή εκδήλωση της σχολής της, προγραμματισμένη πολύ καιρό πριν. Παρότι τα είχε σχεδόν όλα έτοιμα, βρισκόταν σε εγρήγορση. Η μοναδική εκκρεμότητά της ήταν ο παρουσιαστής του προγράμματος της βραδιάς. Χρειαζόταν έναν άνθρωπο με σωστό λέγειν και καλή επαφή με τον κόσμο. Δεν ήταν και δύσκολο να τον σκεφτεί. Κοίταξε τη Φανή στα μάτια με ναζιάρικο ύφος και μετά της πέταξε την βόμβα.

«Ξέρεις χρειάζομαι μια όμορφη γυναίκα, ψηλή, έτσι ξανθιά, να μιλάει όμορφα για να παρουσιάσει το πρόγραμμα των επιδείξεων. Έχεις κάποια υπόψη σου;».

Η Φανή την κοίταξε αρχικά σκεφτική, λες και προσπαθούσε να επιλέξει κάποια τυχαία γυναίκα από αυτές που γνώρισε. Απογοητεύτηκε λίγο η Ζωή μέχρι που είδε τη Φανή να της χαμογελάει.

«Εντάξει, θα το κάνω».

Η Ζωή όρμησε πάνω της και την αγκάλιασε σφικτά.

«Είσαι η καλύτερή μου φίλη. Σε λατρεύω! Σήκω τώρα, έχουμε δουλειές».

«Τι δουλειές;».

«Θα δεις…».

Την τραβούσε κυριολεκτικά από το μπράτσο μέχρι να φτάσουν στο μαγαζί με τα ρούχα ωστε να επιλέξουν τα φορέματα της μεγάλης βραδιάς. Η Ζωή διάλεξε ένα γαλάζιο φόρεμα μέχρι τη μέση της γάμπας, απλό και λιτό, ώστε να τονίζονται τα έντονα χαρακτηριστικά της. Η Φανή επέλεξε ένα φόρεμα μακρύ σε γήινα χρώματα για να δώσει έμφαση στο καλλίγραμμο σώμα της. Αρκετά στενό, ώστε να γίνεται εμφανές το ύψος της και τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της. Στα τριάντα δύο της ήταν ιδιαίτερα όμορφη και ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητη. Πολλά αρσενικά τη γυρόφερναν όχι μόνο για τα φυσικά της προσόντα αλλά και για την έντονη προσωπικότητά της.

Το βράδυ της ίδιας μέρα συγκεντρώθηκαν όλοι στο σπίτι των Εμπέογλου για να σχεδιάσουν το πρόγραμμα της εκδήλωσης. Η Φανή, άκρως οργανωτική όπως πάντα, είχε βγάλει τα χαρτιά της με τα κείμενα της παρουσίασης. Έκανε πρόβα, τονίζοντας τις φράσεις που έπρεπε να πει με το κατάλληλο χρώμα, αγνοώντας τα καυστικά σχόλια του Αλέξανδρου και του Χρήστου. Δεν έδωσε απολύτως καμία σημασία στα γέλια τους. Συνέχισε ακάθεκτη την πρόβα της.

Ξαφνικά έπεσε σιγή και τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς τη σκάλα. Είχε κάνει την εμφάνισή της η Αγνή φορώντας το καινούργιο της φόρεμα και κατέβαινε αργά τα σκαλιά, ισορροπώντας στις γόβες της μητέρας της. Είχε προσπαθήσει να μακιγιαριστεί έντονα και το αποτέλεσμα ήταν δύο τεράστια χείλη, πασαλειμμένα με χτυπητό κόκκινο κραγιόν. Η αστεία εκείνη εμφάνιση της μικρής στ σκάλα προκάλεσε έντονο γέλιο στους υπόλοιπους. Είχαν καιρό να περάσουν μια βραδιά τόσο ξέγνοιαστη, δίχως να σκέφτονται τους κινδύνους που καραδοκούσαν. Παρήγγειλαν πίτσες και μπύρες, παρακολουθώντας μια κωμική ταινία. Γέλασαν και διασκέδασαν με την ψυχή τους. Αργά το βράδυ έφυγε ο Αλέξανδρος με τη Ζωή και τα δύο αδέλφια έμειναν μόνα τους. Η Αγνή είχε πάει από ώρα για ύπνο.

Τις τελευταίες μέρες η Φανή είχε ένα πολύ άσχημο προαίσθημα. Μια έντονη πίεση στον θώρακα της έκοβε την αναπνοή. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας έτσι να καταπιεί τον κόμπο που τη βασάνιζε.

«Ανησυχώ Χρήστο! Κάτι κακό πρόκειται να συμβεί, το νιώθω».

Αν δεν μιλούσε σε κάποιον για αυτό που την έπνιγε τις τελευταίες μέρες, θα τρελαινόταν.

«Γιατί; Τι συνέβη; Παρατήρησες κάτι ύποπτο;».

«Όχι! Αλλά να, είναι ένα πνιγηρό προαίσθημα. Μου σπάει τα νεύρα κι αυτή η ηρεμία τριγύρω».

«Δεν έχεις άδικο. Κατά έναν περίεργο τρόπο έχουν ηρεμήσει τα πράγματα. Δεν νομίζω όμως πως τελείωσαν όλα τόσο εύκολα».

«Ας φανούμε δυνατοί, τότε. Ας προσέχουμε τα νώτα μας. Ποτέ δεν ξέρεις από πού θα χτυπήσουν».

«Φανή, δεν ξέρω πώς να στο πω αλλά… φοβάμαι! Νομίζω ότι δεν έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω τον δαίμονα. Έχω την αίσθηση πως κάποια στιγμή θα χρειαστεί να δράσω μόνος και δεν έχω το κουράγιο. Διάβασα κάπου πως όταν το σώμα κα η ψυχή ηρεμεί, έστω και για λίγο, ανοίγει σαν τριαντάφυλλο στον ήλιο. Με αυτόν τον τρόπο αναδύεται κι η μυρωδιά του. Αν είναι υγιές μοσχοβολάει, αν όχι τότε η δυσωδία του μπορεί να σε τρελάνει. Κι αυτή η δυσωδία εμένα με πνίγει».

Ο Χρήστος ένιωθε άρρωστος στη ψυχή, ένιωθε δειλός. Από μικρός είχε αύτη την αίσθηση, πως δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα στη ζωή του. Πως δεν ήταν αρκετά δυνατός για τον κόσμο στον οποίο τον είχαν φέρει.

«Είσαι πολύ δυνατός απλώς δεν το έχεις ανακαλύψει ακόμα. Όλοι είμαστε. Κανείς όμως δεν ξέρει τα όριά του μέχρι να χρειαστεί να τα ξεπεράσει. Θα βρεθείς κάποια στιγμή αντιμέτωπος με τις ίδιες σου τις δυνάμεις και θα σοκαριστείς. Μη φοβάσαι αδελφούλη μου. Μέχρι τώρα με είχες δίπλα σου σε κάθε δύσκολη στιγμή και θα συνεχίσεις να με έχεις».

Ο Χρήστος χαμογέλασε στην αδελφή του παρότι μέσα του ακόμα δεν ένιωθε ασφαλής. Θεωρούσε τον εαυτόν του ανίκανο μπροστά στις δύσκολες καταστάσεις που διαδραματίζονταν τον τελευταίο καιρό. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο πάνω του και μέσα του ώστε να μπορέσει να το διαχειριστεί όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν δυνατό άντρα.

Την Παρασκευή το βράδυ ήταν η τελική πρόβα στο κέντρο όπου θα γινόταν η χορευτική εκδήλωση. Πανικός κι άγχος παντού. Η Ζωή έτρεχε πανικόβλητη από τον έναν στον άλλον. Ο Άλιεβ κι οι υπόλοιποι δάσκαλοι και συνεργάτες της σχολής προσπαθούσαν να καλμάρουν την ανησυχία των μαθητών. Η Φανή βρισκόταν στο κέντρο της πίστας και πρόβαρε για μια ακόμα φορά τα λόγια της. Το κακό εκείνο προαίσθημα που την ταλαιπωρούσε μέρες είχε γίνει πιο δυνατό. Τόσο που είχε χάσει το χρώμα από το πρόσωπό της. Η χλομάδα επισκίαζε ολάκερη τη μορφή της. Από την άλλη μεριά, ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος διακωμωδούσαν την όλη κατάσταση της πρόβας, όπως συνήθιζαν εξάλλου να κάνουν σε κάθε δύσκολη στιγμή που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες της ζωής τους. Η Ζωή έβλεπε τον Αλέξανδρο ήρεμο και χαλαρό να διασκεδάζει κι ήθελε να τον σκοτώσει. Χρειαζόταν τη συμπόνια και τη συμπαράστασή του. Αντίθετα εκέινος χασκογελούσε με τον φίλο του. Η πρόβα ξεκίνησε και τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Οι μαθητές έκαναν απανωτά λάθη. Η μουσική δεν είχε τη σωστή ένταση. Τα φώτα έπεφταν αλλού από εκεί που είχαν κανονίσει. Μια μαθήτρια ούρλιαζε και διαμαρτυρόταν πως το ρούχο της ήταν στενό και δεν θα φαινόταν όμορφη στη χορογραφία της. Σε κάποια άλλη έσπασε το τακούνι του παπουτσιού της. Η Ζωή έτρεχε σαν παλαβή να τα προλάβει όλα. Η μόνη ήρεμη σε όλη την κατάσταση φαινόταν η Φανή παρόλο το κακό προαίσθημα που μέσα της την έπνιγε. Αφού ολοκλήρωσε την πρόβα της πήρε τον έλεγχο στα χέρια της, ξεχνώντας την αδυναμία που ένιωθε με τις σκέψεις της. Εξάλλου ήταν ο μόνος τρόπος για να βοηθήσει την φίλη της να καταπολεμήσει το άγχος της. Μίλησε σε όλους σχεδόν τους μαθητές της σχολής και με τη γήινη ηρεμία της τούς καθησύχασε και τούς ανέβασε το ηθικό. Χρειάστηκε ελάχιστη ώρα για να πάρουν όλα τον κανονικό τους ρυθμό. Η μουσική και τα φώτα στη θέση τους, τα φορέματα και τα παπούτσια στην εντέλεια κι η Ζωή να γλιτώνει το βάλιουμ που είχε κρυμμένο στην τσάντα της. Μετά από εξαντλητικές ώρες πρόβας, έμειναν μόνοι στο μαγαζί. Η Ζωή αγκάλιασε τη Φανή και την ευχαρίστησε θερμά.

«Χωρίς εσένα δεν θα είχα καταφέρει τίποτα», τής είπε και της έσφιξε δυνατά το χέρι.

Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Νωρίς το πρωί ξεκίνησαν οι ετοιμασίες. Ο Αλέξανδρος από τα χαράματα βοηθούσε τη Φανή διορθώνοντας κάποιες μικρολεπτομέρειες στα λόγια της. Το μυαλό της, όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ένιωθε το κακό να πλησιάζει. Η ανάσα της είχε χάσει το ρυθμό της. Ήταν σίγουρη ότι εκείνο το βράδυ το προαίσθημά της, που τη βασάνιζε τόσες μέρες θα έβγαινε αληθινό. Βρισκόταν στο αποκορύφωμα της αγωνίας και της κακής διαίσθησης. Έκλεισε τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια και με τα πόδια γυμνά στο πάτωμα, προσπάθησε να γειωθεί, να ηρεμήσει. Έχασε την επαφή με το περιβάλλον. Δεν άκουγε ούτε τα λόγια του Αλέξανδρου που δεν είχε αντιληφθεί την κατάστασή της. Μια φωνή, ένα παιδικό ουρλιαχτό ακούστηκε μέσα στο μυαλό της και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Σχεδόν έτρεμε.

«Φανή είσαι καλά;», ρώτησε ο Αλέξανδρος που την είχε πιάσει από τους ώμους και την ταρακουνούσε.

«Άκουσες ένα παιδικό ουρλιαχτό;».

«Όχι, δεν άκουσα τίποτα».

«Ήταν τόσο δυνατό! Μου τρύπησε τ’ αυτιά. Κάτι κακό θα γίνει, Αλέξανδρε».

«Τίποτα δεν θα γίνει. Είμαστε όλοι μαζί. Μη φοβάσαι».

Ο Χρήστος με τον Άλιεβ βρίσκονταν στο κέντρο για να ελέγξουν πως όλα είναι στη θέση τους. Η Ζωή είχε πάει στο κομμωτήριο. Αργά το απόγευμα κι οι τέσσερις έφτασαν στον χώρο της εκδήλωσης για τις λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής. Ο κόσμος άρχισε να καταφτάνει. Όμορφα ντυμένες γυναίκες με τους εξίσου εντυπωσιακούς συνοδούς τους. Ο χώρος γέμισε χαμόγελα, αρώματα κι ευχές. Κι η Ζωή ήταν πραγματικά πολύ όμορφη, έλαμπε. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η αίθουσα είχε γεμίσει. Τα τραπέζια ήταν πλέον κατάμεστα με ακριβά ρούχα να προμοτάρονται, καλοχτενισμένες κώμες να γυρίζουν δεξιά κι αριστερά, σχολιάζοντας τα πάντα και βέβαια λαμπερά χαμόγελα άλλα αληθινά και κάποια άλλα επιτηδευμένα. Απαλή μουσική άρχισε να παίζει χαμηλά κι η ατμόσφαιρα έγινε ιδιαίτερα ζεστή. Η Αγνή καθόταν στο μπροστινό τραπέζι δίπλα στην πίστα μαζί με τον Αλέξανδρο και τον θείο της τον Χρήστο. Προσπαθούσε να μιμηθεί τη Ζωή οπότε στεκόταν με την πλάτη ευθεία σαν μια μικρή κυρία. Η Φανή έφτασε για να της δώσει ένα φιλί πριν αναλάβει τα καθήκοντά της.

«Σ’ αγαπώ μαμά», άκουσε να λέει το τρυφερό της στοματάκι κι ευθύς αμέσως ανατρίχιασε από μια παγωνιά που την τύλιξε σαν μεγγένη.

Η μουσική άλλαξε και δυνάμωσε, δίνοντας έτσι το έναυσμα στους χορευτές και τους μαθητές να επιδείξουν τις χορευτικές τους δυνατότητες. Το πάρτι άναψε. Η πίστα γέμισε ζευγάρια από κάθε ηλικία που χόρευαν σε ρυθμούς λάτιν, ευρωπαϊκούς αλλά και πιο μοντέρνους. Πόδια και παπούτσια είχαν αρχίσει να παίρνουν φωτιά. Χαμόγελα σκορπίζονταν παντού και ελαφρώς ιδρωμένα μέτωπα γυάλιζαν κάτω από τη πολυχρωμία των φωτορυθμικών. Αρκετή ώρα μετά εκείνα τα φώτα χαμήλωσαν σταδιακά. Στην στρογγυλή, υπερυψωμένη πίστα βγήκε η Φανή απαστράπτουσα με ένα μικρόφωνο στο χέρι. Η παρουσία της και μόνο ήταν αρκετή για να τραβήξει όλα τα βλέμματα επάνω της. Κάποιες κυρίες σκουντούσαν ή και τσιμπούσαν τους άντρες τους κάτω από το τραπέζι μέχρι να γυρίσουν το βλέμμα τους πάνω σ’ αυτές. Μετά χαμογελούσαν με τον ίδιο επιτηδευμένο τρόπο. Η Φανή ανταπεξήλθε άψογα στον ρόλο της. Με την ήρεμη φωνή της και το αστείρευτο χιούμορ της, κέρδισε την προσοχή και τη συμπάθεια του κόσμου, κρύβοντας καλά την αναστάτωσή της. Το βλέμμα της ήταν συνέχεια καρφωμένο στην Αγνή που της χαμογελούσε γλυκά. Καλωσόρισε όλους όσους παραβρίσκονταν στην παρέα τους εκείνο το βράδυ κι άρχισε να παρουσιάζει με τη σειρά τα ζευγάρια και τις ομάδες που επρόκειτο να χορέψουν. Η Ζωή με τους συνεργάτες της είχαν κάνει πραγματικά άριστη δουλειά. Το κοινό συμμετείχε ενεργά στην προσπάθειά τους, ενθαρρύνοντάς τους με το θερμό τους χειροκρότημα και πολλές φορές με ιαχές και ζητωκραυγές. Όλες οι χορογραφίες παρουσιάστηκαν άψογα, με απόλυτη κορύφωση τον τελευταίο χορό της Ζωής με τον Άλιεβ. Μια πολύ ερωτική ρούμπα σε συνδυασμό με ένα δυναμικό ταγκό. Το ζευγάρι άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις κι αυτό φάνηκε από το απίστευτο χειροκρότημα του κόσμου. Πολλοί μάλιστα σηκώθηκαν κι από τη θέση τους για να εκφράσουν τον θαυμασμό τους.

Αφού κατάφεραν με τον επαγγελματισμό τους να αποδώσουν την ψυχική τους έκφραση μέσω του σώματός τους, η Φανή ανήγγειλε τη λήξη των χορευτικών επιδείξεων. Επιτέλους η βραδιά κόντευε να ολοκληρωθεί αναίμακτα. Τελικά ίσως όλα να ήταν στο μυαλό της και το ένστικτό της να ήταν λανθασμένο. Η πίστα ξαναγέμισε κόσμο κι επίδοξους χορευτές που ήθελαν να ξεδιπλώσουν κι αυτοί το ταλέντο τους. Η Ζωή κι η Φανή κάθισαν στο τραπέζι με τα αγόρια και την Αγνή. Από εκεί πέρασαν σιγά σιγά όλοι όσοι παραβρέθηκαν στην εκδήλωση για να συγχαρούν τη Ζωή και να την ευχαριστήσουν για την υπέροχη βραδιά που τους χάρισε. Αλλά κι η Ζωή γύρισε όλα τα τραπέζια, συγχαίροντας τους μαθητές της για τις επιδόσεις τους κι ευχαριστώντας τους που την τίμησαν με την παρουσία τους. Με μεγάλη δυσκολία κι ύστερα από αρκετή ώρα έφυγε κι η τελευταία παρέα από το μαγαζί. Έμειναν τελευταίοι κι εξουθενωμένοι. Από τον πολύ χορό και το φαί είχαν σχεδόν χυθεί στις καρέκλες. Τους είχε μείνει μόνο η αίσθηση της ικανοποίησης από την επιτυχία της βραδιάς.

«Αυτά είναι. Νομίζω πως η σημερινή μέρα σε έκανε πλούσια. Ήρθε η ώρα να παντρευτούμε».

Ο Αλέξανδρος πέταξε την καυστική του ατάκα, γελώντας δυνατά.

«Αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένη θα σε πλάκωνα στο ξύλο», είπε γελώντας κι η Ζωή.

«Ειλικρινά Ζωή μου ήταν από τις καλύτερες βραδιές που έχω περάσει. Μπράβο σου».

Ο Χρήστος σήκωσε το ποτήρι του κι έκανε την πρόποσή του.

«Σε ευχαριστώ Χρήστο. Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ γιατί αν περίμενα από τον εξυπνάκια δίπλα σου…».

Τσαλάκωσε ένα χαρτί που κρατούσε στα χέρια της και το πέταξε στον Αλέξανδρο. Το χαρτάκι κατέληξε στην άδεια καρέκλα της Αγνής.

«Χρήστο που είναι η Αγνή;».

Η Φανή συνειδητοποίησε πως η κόρη της απουσίαζε από το τραπέζι και τα μάτια της γούρλωσαν. Σαν μέσα από ένα βαθύ, σκοτεινό τούνελ άκουγε τις ομιλίες και τη μουσική του χώρου. Από το βάθος του εκείνου του τούνελ άκουσε και τον Αλέξανδρο να της λέει πως είχε πάει στην κουζίνα για νερό. Το κακό της προαίσθημα χτύπησε κόκκινο.

«Πάω μέχρι την κουζίνα να δω ότι όντως είναι εκεί».

Τρεκλίζοντας, σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω τον χώρο. Άδειος, κι έτσι ακριβώς ένιωσε και την ψυχή της. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Τρέχοντας σχεδόν, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Οι μικρές αποστάσεις του χώρου γι’ αυτήν έγιναν δαιδαλώδης. Ήθελε μόνο να αντικρίσει το πρόσωπο της κόρης της, ώστε να ηρεμήσει. Μπήκε στην κουζίνα κι ένας χείμαρρος ερωτήσεων βγήκε από το στόμα της. Με έντονη την αγωνία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της έδινε στους εργαζόμενους επακριβείς λεπτομέρειες της μικρής, περιμένοντας να ακούσει κάτι το ενθαρρυντικό. Δυστυχώς όμως κανένας δεν την είχε δει. Ένιωσε τη γη να ανοίγει και να την καταπίνει. Άρχισε αλλόφρων να τρέχει σε όλους τους χώρους του μαγαζιού, φωνάζοντας το όνομα της. Καμία απάντηση. Μετά από λίγο φάνηκαν και τα υπόλοιπα παιδιά.

«Δεν μπορώ να τη βρω πουθενά», ψέλλισε ξέψυχη η Φανή, με λυγμούς να διακόπτουν τα λόγια της.

«Δεν μπορεί, κάπου εδώ γύρω θα είναι. Που θα μπορούσε να πάει;», αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος.

«Μόνη της πουθενά», σχολίασε ο Χρήστος.

«Θα γυρίσω το μαγαζί ανάποδα. Θεέ μου ας τη βρω!», ούρλιαξε η Φανή.

Τα λεπτά έγιναν αιώνες για όλους, όση ώρα την αναζητούσαν. Ακόμα κι όσοι δούλευαν εκεί άρχισαν να ψάχνουν το μικρό κορίτσι ώστε να βοηθήσουν λίγο την κατάσταση. Η Αγνή όμως άφαντη. Μια υπάλληλος του κέντρου αναζητούσε για ώρα τη Φανή για να της δώσει την απάντηση. Είχε ακούσει την περιγραφή της μικρής και τα λόγια της τώρα έγιναν αγκάθια που μάτωσαν την καρδιά της Φανής.

«Πριν από λίγη ώρα την είδα μαζί με μια κυρία ντυμένη στα μαύρα να μπαίνουν σε μια λιμουζίνα με φιμέ τζάμια. Μάλιστα μου έκανε εντύπωση το πόσο λευκή ήταν η επιδερμίδα της κυρίας».

«Προς τα που έστριψε το αυτοκίνητο», ρώτησε ο Χρήστος, αγκομαχώντας από τον φόβο.

«Δεν είδα… Δεν έδωσα σημασία… Δεν ήξερα…».

Η Φανή δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμη. Ο Χρήστος έτρεξε αμέσως δίπλα της, προσπαθώντας να τη συνεφέρει. Η Ζωή με τρεμάμενα χέρια έφερε νερό.

«Το παιδί μου! Η Αγνή μου…».

Το κλάμα της έγινε γοερό κι αυτή απαρηγόρητη. Την πήραν σχεδόν σηκωτή για να πάνε στο σπίτι.

Άφησαν στο δρόμο τον Αλέξανδρο, ώστε να δηλώσει την εξαφάνιση της μικρής στην αστυνομία. Η Φανή του έδωσε τη φωτογραφική της μηχανή για να έχουν μια ακριβή εικόνα για τα χαρακτηριστικά της μικρής. Πήγαν σπίτι, άνοιξαν την τηλεόραση σε τοπικό κανάλι κι είχαν τα κινητά τους δίπλα για μια τυχόν κλήση που θα άλλαζε εκείνη τη δραματική κατάσταση. Μόνο ο Αλέξανδρος τους κάλεσε για επιβεβαίωση κάποιων στοιχείων που χρειαζόταν. Κανένα από τα τοπικά κανάλια δεν είχε αναφέρει ακόμα κάτι σχετικό με την εξαφάνισή της. Το βράδυ πέρασε δίχως κάποιο νέο. Κανείς δεν κοιμήθηκε. Έμειναν όλοι δίπλα στη Φανή και την παρηγορούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Η εικόνα εκείνης της όμορφης γυναίκας ήταν πλέον αποκαρδιωτική. Είχε χάσει κάθε ζωντάνια από τα μάτια της. Τριγυρνούσε στο σπίτι σαν νεκροζώντανη. Ο Χρήστος είχε ανησυχήσει πραγματικά και για μια ακόμα φορά ένιωσε ανήμπορος κι άχρηστος. Κρατούσε το σχεδόν άψυχο χέρι της αδελφής του, για να της δώσει θάρρος, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν ικανός να προσφέρει κάτι περισσότερο. Η Ζωή είχε τον νου της στην τηλεόραση, μήπως αναγγείλουν κάποιο νεότερο κι ο Αλέξανδρος επικοινωνούσε ασταμάτητα με την αστυνομία.

Η υπόλοιπη εβδομάδα πέρασε μέσα στην αγωνία. Η Φανή τις πρώτες μέρες δεν πήγε στη δουλειά. Έπρεπε όμως να δώσει το παρόν γιατί τα μαθήματα είχαν μείνει πίσω. Με μαύρη καρδιά και νιώθοντας τον αέρα ελάχιστο να εισχωρεί στα ρουθούνια της, μπήκε μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας του φροντιστηρίου της. Αντικρίζοντας τους μικρούς μαθητές της, ένιωσε την πληγή της να αιμορραγεί. Σε κάθε παιδικό πρόσωπο έβλεπε τη χαμένη κόρη της. Την είδε με μακριά μαύρα μαλλιά, με καρέ κόκκινο, με ξανθιά κοτσίδα, με κοντοκουρεμένο αντρικό στυλ. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρια της και μια κραυγή που ακροβατούσε στα χείλη της αλλά ήταν σχεδόν ακατόρθωτο.

«Τι σας συμβαίνει κυρία;», τη ρώτησαν τα μικρά, αντιλαμβανόμενα ότι κάτι κακό είχε συμβεί.

Δεν ήξερε τί να τους απαντήσει. Η Αγνή ήταν το μοναδικό πρόσωπο που έδινε νόημα στην ζωή της. Ήταν αδιανόητο να τη χάσει. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι της κι είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο να περνάει μια γυναίκα με χαρακτηριστικά όμοια με την απαγωγέα της Αγνής. Μαύρα ρούχα, μαύρα γυαλιά και λευκή επιδερμίδα. Ένα τρέμουλο μίσους τάραξε το κορμί της. Άφησε το βιβλίο που κρατούσε να πέσει στο πάτωμα και χίμηξε να προλάβει τη γυναίκα. Τα παιδιά μέσα στην αίθουσα έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Παρακολουθούσαν τις αλλοπρόσαλλες σκηνές που διαδραματιζόντουσαν από την τζαμαρία του φροντιστηρίου. Η Φανή είχε βγει σε έξαλλη κατάσταση και κυνηγούσε την γυναίκα με τα μαύρα.

«Στάσου! Σταμάτα, σου λέω!», ούρλιαζε αναμαλλιασμένη στη μέση του δρόμου.

Η γυναίκα την κοίταξε για μια στιγμή απορημένη. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν τής χίμηξε. Την έπιασε από το μαλλί και την έσυρε στο πεζοδρόμιο. Όλη η ένταση κι η αγωνία των ημερών μετατράπηκε σε υπεράνθρωπη κι ανεξέλεγκτη δύναμη που δεν μπορούσε να ορίσει. Ευτυχώς κάποιοι περαστικοί παρενέβησαν και τη γλίτωσαν από τα χέρια της. Ένα μαύρο τοίχος είχε υψωθεί μπροστά στα μάτια της Φανής εκείνη τη στιγμή.

«Αυτή… αυτή έκλεψε το παιδί μου, την κόρη μου. Αφήστε με! Θα τη σκοτώσω».

«Μα τι λέτε κυρία μου; Ποιο παιδί σας; Θα σας κάνω μήνυση», ανταπάντησε η άλλη γυναίκα, σχεδόν κλαίγοντας.

«Φέρε μου πίσω το παιδί μου. Την Αγνή μου. Γιατί είσαι εδώ; Με παρακολουθείς; Τι θες από μένα; Τι θέλετε από τη ζωή μας;».

«Τον γιο μου ήρθα να πάρω από το μάθημα. Είσαι τρελή γυναίκα μου;».

 Ο μικρός είχε βγει έξω, κλαίγοντας, και φώναζε να σώσουν τη μαμά του. Κάθε συγνώμη πλέον ήταν περιττή για την πράξη της. Μόνο σιωπή και θλίψη έσταζαν τα μαυρισμένα μάτια της Φανής.

Ύστερα από το θλιβερό εκείνο γεγονός, η Φανή αποφάσισε να προσλάβει έναν καθηγητή, ώστε να συνεχίσει τα μαθήματά της για λίγο καιρό. Δεν ήταν σε θέση η ίδια να τα καταφέρει. Κλείστηκε στο σπίτι της και με τη βοήθεια του Χρήστου και των φίλων της περίμενε την επόμενη κίνηση των απαγωγέων. Δεν υπήρχε όμως τίποτα το νεότερο κι έτσι άρχισε να πέφτει στην απελπισία. Μάλιστα, είχε πλέον δεδομένο πως δεν θα ξαναέβλεπε την κόρη της. Κι η λύτρωση για αυτή ήταν μόνο μια.

Κεφάλαιο 7

Στο βωμό των Θεών

 

 

Μετά εκείνη τη φρικτή απαγωγή της κόρης της οι νύχτες της Φανής έγιναν δραματικές. Ύπνος δεν την έπιανε ή, όταν κατάφερνε να κλείσει έστω για λίγο τα βλέφαρά της, εφιάλτες τη στοίχειωναν. Το τελευταίο βράδυ, όπου είχε πλέον εξασθενήσει αρκετά, κατάφερε για λίγες στιγμές να αφεθεί στην κούρασή της και να κοιμηθεί. Ήταν περισσότερο λήθαργος παρά ύπνος ξεκούρασης.

Γύρω της υπήρχε ένα δάσος κάπως σκοτεινό, σκεπασμένο με μια θολή ομίχλη, σαν σεντόνι καμωμένο από ζάχαρη. Η ίδια έστεκε μπροστά από το δάσος γυμνή κι έψαχνε για την κόρη της. Τα δέντρα και κάθε λογής προϊόν της γης παραμέριζαν στο πέρασμα της, βοηθώντας τη στην αναζήτησή της. Οι αγκαθωτοί θάμνοι μετατρέπονταν σε μαλακά χόρτα, ώστε να μην πληγώσουν τα γυμνά της πόδια. Τα δέντρα ανασήκωναν με μια κίνηση τα χαμηλά κλαδιά τους, για να μην τη χτυπήσουν. Πέτρες υπερυψώνονταν στα ρυάκια, για να της φτιάξουν μονοπάτι να περάσει. Κι εκείνη η ζαχαρένια ομίχλη της δρόσιζε τα κουρασμένα πόδια της.

Ξάφνου σε ένα ξέφωτο απέναντί της αντίκρισε μια διάφανη σφαίρα να αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω από το καταπράσινο χορτάρι. Η διάφανη αυτή σφαίρα δεν ήταν άδεια. Μέσα της βρισκόταν ένα μικρό κορίτσι. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Έτρεξε με λίγες δρασκελιές κοντά της. Η Αγνή προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποδεσμευτεί από εκείνη τη παράξενη φυλακή όπου ήταν κλεισμένη. Η Φανή προσπάθησε να χώσει τα χέρια της μέσα σε εκείνη την αιωρούμενη φούσκα μα ήταν αδύνατον. Ήταν αδιαπέραστη, ελαστική αλλά αδιαπέραστη. Η μικρή δεν έκλαιγε, μόνο την κοιτούσε και χαμογελούσε με εκείνα τα τεράστια μάτια της να λάμπουν. Μπορούσε να διακρίνει τον απελπισμένο εαυτό της μέσα σε αυτά τα κρυστάλλινα μάτια. Είχε πέσει στα γόνατα και με τις γροθιές της προσπαθούσε να εισχωρήσει μέσα στη σφαίρα, κλαίγοντας. Σήκωσε τα μάτια της ψηλά κι είδε την Αγνή να έχει απλώσει το αφράτο χεράκι της προς αυτήν και να την καλεί.

«Έλα μαζί μου μανούλα, μου έλειψες».

Το χέρι της Φανής έγινε σιδερένια γροθιά και διαπέρασε τη φούσκα, πιάνοντας το κάτασπρο μαλακό της χέρι. Η μικρή με μια ασύλληπτη δύναμη την τράβηξε μέσα στη σφαίρα. Έτσι βρέθηκαν να πετάνε κι οι δύο πιασμένες χέρι με χέρι σε έναν καθάριο, σχεδόν διάφανο, ουρανό. Από κάτω διακρινόταν η καταπράσινη γη, αμόλυντη και παρθένα. Παροδικά, υψώνονταν ναοί από λευκό μάρμαρο και τεράστιες κολώνες. Σαν να είχαν κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο κι έβλεπαν μπροστά τους εικόνες από την αρχαία Ελλάδα. Σε ένα άλλο ξέφωτο παρακάτω η Φανή παρατήρησε ανθρώπους με αέρινες χλαμύδες, ανέμελους και με καλή διάθεση στο πρόσωπο. Οι γυναίκες, σαν αρχαίες θεές, με μαλλιά πιασμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και πλούσιες μπούκλες να πέφτουν στους ώμους τους, έκαναν βόλτα σε δρόμους με λευκές μαρμάρινες πλάκες φυτεμένες μέσα στο πράσινο χαλί της γης. Υγιή κορμιά και διαυγή πρόσωπα υπήρχαν παντού. Ξάφνου μέσα από μια εκκωφαντική βοή και μια πορφυρή λάμψη, όλα άλλαξαν γύρω τους. Απανθρακωμένα δάση, άψυχα ζώα σκόρπια παντού, φωτιά και θλίψη κυριαρχούσε παντού. Ανθρωπόμορφα πτηνά, σαν ερινύες, πετούσαν στον αέρα, ψάχνοντας τις άψυχες σάρκες των ζώων για να τις καταβροχθίσουν. Άγνωστα κερασφόρα πλάσματα, αρχαίοι δαίμονες, έτρεχαν και πηδούσαν στο έδαφος, με πρόσωπα γελαστά, μάσκες χαρούμενες από τον πόνο και την αγωνία που μύριζε ο αέρας. Λίγο παρά κάτω ορθωνόταν ένας τεράστιος πέτρινος βωμός, πασαλειμμένος με αίμα. Τον βωμό εκείνο περικύκλωναν δώδεκα βράχοι, πάνω στους οποίους βρίσκονταν δεμένοι δώδεκα πλάσματα, έξι αρσενικά και έξι θηλυκά. Εκτός από τις αλυσίδες τούς περικύκλωναν δαίμονες, οι οποίοι τούς έγδερναν με τα νύχια τους, τούς χλεύαζαν και τους βασάνιζαν. Με κοφτερά δόντια, τούς ξέσκιζαν τα σωθικά και τα εναπόθεταν στο κεντρικό βωμό. Περιμετρικά του βωμού έστεκαν τέσσερις επιπλέον βράχοι. Πάνω τους ήταν σκαλισμένα κάποια παράξενα σύμβολα, τα οποία δεν μπορούσε να διακρίνει από τόσο μακριά. Καθένας από εκείνους τους βράχους είχε κι ένα διαφορετικό χρώμα. Ο βορινός βράχος, πίσω από τον αιματοβαμμένο βωμό ήταν λευκός, σχεδόν διάφανος. Εκ διαμέτρου απέναντι του διάφανου βράχου υπήρχε ένας καφεπράσινος, καλυμμένος με βρύα. Δεξιά τους έστεκε ένας γαλάζιος, υγρός βράχος και τέλος αριστερά ένας πορτοκαλοκόκκινος, που έδινε την εντύπωση πως τον έγλυφαν πύρινες φλόγες. Σκόρπιες αλυσίδες περιέβαλλαν εκείνους τους τέσσερις βράχους, δεσμά που περίμεναν τέσσερα ακόμα θύματα προς θυσία. Χωρίς να το αντιληφθεί η Αγνή απελευθέρωσε το χέρι της και, σαν να είχε βγάλει διάφανα φτερά την πλάτη, πέταξε προς τον βωμό. Η Φανή έμεινε μετέωρη στον αέρα, παρακολουθώντας άναυδη τη σκηνή. Η μικρή προσγειώθηκε πάνω στην αιματοβαμμένη πέτρα. Έγινε ένα με δαύτη, σαν ένα πέτρινο, χαμογελαστό άγαλμα, με το δεξί της χέρι να καλεί τη μητέρα της να την ακολουθήσει. Η Φανή ένιωσε το σώμα τα να βαραίνει, λες κι ήταν από πέτρα κι αυτό, κι άρχισε να πέφτει. Έβλεπε κάτω από τα πόδια της τη γη να πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Λίγο πριν συγκρουστεί με το έδαφος ξύπνησε τρομαγμένη και κάθιδρη.

Ο Χρήστος κοιμόταν παραδίπλα της, κρατώντας της το χέρι σαν να ήταν μικρό παιδί κι είχε την ανάγκη του. Ήταν όμως τόσο παραδομένος στην κούρασή του που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβε την αδελφή του, η οποία ξύπνησε ταραγμένη. Η Φανή είχε ακόμα τη μορφή της κόρης της στο μυαλό που την καλούσε να πάει κοντά της. Ένιωθε εγκλωβισμένη σε ένα αδιέξοδο. Ολάκερος ο κόσμος γύρω της ήταν ένα απέραντο αδιέξοδο. Μετά από εκείνο το όνειρο ήταν πεπεισμένη πως η μικρή της κόρη δεν υπήρχε πλέον στη ζωή. Το όνειρο ήταν προφητικό. Εξάλλου αν ήταν ακόμα ζωντανή, οι απαγωγείς της θα είχαν επικοινωνήσει τόσο καιρό μαζί τους. Θα είχαν ζητήσει λεφτά, ανταλλαγή, κάτι που να δείχνει πως το μωρό της ήταν ζωντανό. Όμως δεν είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Καμία επαφή, καμία ένδειξη ζωής. Το σπίτι γύρω της έμοιαζε πλέον φυλακή και οι σιδεριές την έπνιγαν. Δεν έβρισκε νόημα κι αξία στη ζωή που της είχε χαριστεί. Ούτε η αγάπη του αδελφού της μπορούσε να καλύψει το κενό της κόρης της. Τράβηξε απαλά το χέρι της από το κράτημα του Χρήστου κι αθόρυβα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κατέβηκε σαν υπνωτισμένη στο σαλόνι. Στον καναπέ κοιμόνταν αγκαλιασμένοι ο Αλέξανδρος με τη Ζωή. Βλέποντας την αγάπη ζωγραφισμένη στις εκφράσεις τους δημιουργήθηκε ένα μεγαλύτερο κενό στην ψυχή της. Η ευτυχία των άλλων γινόταν δυστυχία γι’ αυτήν. Κινήθηκε αθόρυβα ώστε να μην τους ξυπνήσει. Διέσχισε το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το πορτάκι του φαρμακείου κι είδε μπροστά της εκείνο το μικρό μπουκαλάκι με τα υπνωτικά χαπάκια, που χρησιμοποιούσε σπανίως για κάποιες μέρες αϋπνίας. Δίχως να το σκεφτεί έριξε στη χούφτα της όσα μπορούσε από εκείνα τα μικρά λευκά χαπάκια και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Κάθε χαπάκι και θάνατος, κι ο θάνατος για εκείνη λύτρωση. Ανέβηκε, νυχοπατώντας, στον πρώτο όροφο πάλι και χώθηκε στο μπάνιο. Γέμισε τη μπανιέρα με χλιαρό νερό και μπήκε μέσα. Έβαλε τη ροζ πετσέτα, που σκούπιζε το κορμάκι της η Αγνή, πίσω από το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια και περίμενε την κάθαρση να έρθει, έτσι όπως χάιδευε το νερό το κορμί της. Δεν αισθάνθηκε τίποτα το περίεργο, το επίπονο, μόνο μια λυτρωτική χαλάρωση. Ένας βαθύς ύπνος την αγκάλιασε κι αυτή τη φορά χωρίς κανένα όνειρο.

Η Ζωή άνοιξε τα μάτια της. Ένας μικρός ήχος από στάλες νερού την ξύπνησε. Αφουγκράστηκε στην ησυχία του σπιτιού κι αμέσως κατάλαβε πως ο ανεπαίσθητος εκείνος θόρυβος προερχόταν από το μπάνιο του πάνω ορόφου. Καταπίνοντας ένα χασμουρητό ανέβηκε στο μπάνιο κι άνοιξε την πόρτα. Η εικόνα της Φανής στην μπανιέρα την έκανε να παγώσει. Η βρύση έσταζε πάνω στο νερό που αγκάλιαζε το αναίσθητο κορμί της. Έβγαλε μια κραυγή και σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχαν φτάσει ο Αλέξανδρος κι ο Χρήστος. Με το που αντίκρισε το θέαμα ο αδελφός της, χλόμιασε. Τα γυμνά του πόδια είχαν βγάλει ρίζες και ένιωθε το παγωμένο του κορμί αδύνατο στο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, πέρα από το να κοιτάζει τη Φανή μέσα στο νερό.

«Τι συνέβη εδώ; Τι έγινε;», ρώτησε ο Αλέξανδρος, ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο.

«Δεν ξέρω! Έτσι τη βρήκα», κλαψούριζε η Ζωή.

«Γιατί στέκεστε έτσι; Τι περιμένετε; Να πεθάνει; Τρέχω να πάρω το ασθενοφόρο», είπε ο Αλέξανδρος κι ευθύς άρχισε να κατεβαίνει δύο δύο τα σκαλιά προς το σαλόνι.

«Χρήστο, κάνε κάτι, μη στέκεσαι ακίνητος. Χρήστο!», ούρλιαξε η Ζωή.

Τον ταρακουνούσε και συνέχισε να του φωνάζει μα ο Χρήστος δεν είχε πλέον επαφή με το γύρω περιβάλλον. Όλα μπροστά του έμοιαζαν θολά και βουβά, σαν ταινία παλιού αμερικάνικου κινηματογράφου. Ο Αλέξανδρος ανέβηκε γρήγορα και σταμάτησε μπροστά του. Τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο.

«Σύνελθε, επιτέλους!», φώναξε με όλη του τη δύναμη.

Ένα έντονο κάψιμο ένιωθε στο αριστερό του μάγουλο και μια γεύση σιδήρου στο στόμα. Όμως τα πόδια του κινήθηκαν, το σώμα του είχε ξυπνήσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη έπιασε τη Φανή και μαζί με τη Ζωή την έβγαλαν από τη μπανιέρα. Την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, της αφαίρεσαν τα βρεγμένα ρούχα, σκουπίζοντάς την και φορώντας της ένα ζεστό μπουρνούζι. Ο Χρήστος με χέρια που έτρεμαν πλέον προσπαθούσε να βρει σφυγμό αλλά εκείνη η νευρικότητα στάθηκε εμπόδιο στο να καταλάβει αν ένιωθε κάποια ένδειξη ζωής στο σώμα της αδελφής του.

«Έχει πεθάνει… Έχει πεθάνει…», μονολογούσε με φωνή μονότονη.

«Πάψε! Δεν ξέρεις τι λες», φώναξε η Ζωή.

Μέσα σε λίγα λεπτά ακούστηκε μια σειρήνα να σταματάει έξω από το σπίτι τους. Είχε φτάσει το ασθενοφόρο. Δύο νοσοκόμοι όρμησαν μέσα, ανέβηκαν τις σκάλες και με κινήσεις σταθερές έβαλαν τη Φανή στο φορείο. Έξω μόλις είχε αρχίσει να χαράζει. Γκριζαρισμένα και βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό. Σταγόνες βροχής ενώνονταν με τα δάκρια του Χρήστου καθώς έμπαινε μέσα στο ασθενοφόρο. Ο Αλέξανδρος κι τη Ζωή ακολούθησαν με το αυτοκίνητο. Το νοσοκομείο του Ναυπλίου δεν διανυκτέρευε οπότε αναγκάστηκαν να την πάνε στο Άργος. Τα δέκα λεπτά απόστασης τους φάνηκαν ώρες ατελείωτες. Ο γιατρός έδωσε αμέσως εντολή να μπει στην εντατική. Ο Χρήστος περίμενε απ’ έξω σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Δεν ήθελε καμία επαφή με άνθρωπο εκείνη τη στιγμή. Τον πλησίασε ο Αλέξανδρος και προσπάθησε να τον παρηγορήσει.

«Όλα θα πάνε καλά, αδελφέ! Όλα θα πάνε καλά…».

«Η αδελφή μου είναι στην εντατική, η ανιψιά μου αγνοείται, η ζωή μας κινδυνεύει, κι εσύ μου λες πως όλα θα πάνε καλά; Άντε παράτα με ρε Αλέξανδρε! Παρατήστε με όλοι σας! Δεν μπορώ ρε άλλο. Γιατί δεν το καταλαβαίνετε; Είμαι δειλός! Δεν μπορώ».

Ο Χρήστος είχε σηκωθεί από το κάθισμά του και σπάραζε. Τα μάτια του έτρεχαν ποτάμια.

«Σταμάτα, σε παρακαλώ».

Ο Αλέξανδρος τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε. Ο Χρήστος ξέσπασε σε λυγμούς. Έχωσε το κεφάλι του στον λαιμό του φίλου του κι αφέθηκε στο λυτρωτικό του κλάμα.

Η ώρα περνούσε και δεν είχαν ακόμα κάποιο νέο για την κατάσταση της Φανής. Ο Χρήστος αγωνιούσε αλλά πιο χαλαρός ύστερα από το ξέσπασμά του. Έκλεισε τα μάτια και χάθηκε στις σκέψεις του. Η Ζωή κι ο Αλέξανδρος πιο δίπλα συζητούσαν χαμηλόφωνα. Πότε πότε έριχναν ματιές τριγύρω μήπως βρουν κάποιον γιατρό να τους ενημερώσει. Λίγη ώρα μετά βγήκε μια νοσοκόμα, φωνάζοντας το επίθετο του Χρήστου. Κι οι τρεις έτρεξαν προς το μέρος της.

«Εσείς είστε ο κύριος Εμπέογλου; Χρήστος Εμπέογλου;».

«Ναι, εγώ. Πως είναι η αδελφή μου;».

«Κάναμε πλύση στομάχου στην κυρία Εμπέογλου αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμα. Πολύ δύσκολη περίπτωση ύστερα από τόσα χημικά που πέρασαν στον οργανισμό της. Η κυρία Εμπέογλου είναι πολύ δυνατή γυναίκα αλλά κι ακόμα περισσότερο τυχερή που παραμένει ζωντανή. Κάποιον θεό είχε δίπλα της. Για περισσότερες όμως λεπτομέρειες θα πρέπει να απευθυνθείτε στον γιατρό της», τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση η νοσοκόμα.

Ο Χρήστος λύγισε στα πόδια του κι έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Η αδελφή του είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Για πρώτη φορά μετά από ώρες ένιωσε τον αέρα λυτρωτικό να γεμίζει τα πνευμόνια του.

Ο γιατρός ύστερα από αρκετή ώρα βγήκε από το δωμάτιο της Φανής. Ήταν ένας πανύψηλος, μελαχρινός άντρας με ογκώδες παρουσιαστικό που βλέποντάς τον νόμιζες πως έχεις μπροστά σου έναν γίγαντα μυθολογίας. Η κορμοστασιά του απέπνεε δύναμη κι εμπιστοσύνη. Είχε κι εκείνη την παράξενη αύρα γύρω του, γνώριμη στον Χρήστο.

«Εσύ πρέπει να είσαι ο αδελφός της κυρίας Εμπέογλου, σωστά;», ρώτησε ο γιατρός τον Χρήστο, χαμογελώντας.

Ο Χρήστος έγνευσε καταφατικά.

«Μοιάζετε αρκετά οι δυο σας. Μάρκος Ολυμπίου, χάρηκα».

Μάρκος Ολυμπίου, σαν να λέμε ολύμπιος θεός, σκέφτηκε ο Χρήστος. Ο γιατρός έτεινε το τεράστιο χέρι του για να τον χαιρετήσει, παρατηρώντας την  αναστάτωση και την αγωνία στο πρόσωπο του νεαρού.

«Κι εγώ χάρηκα γιατρέ. Πες μου όμως πως είναι η αδελφή μου;».

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς φίλε μου. Είναι πολύ καλά πλέον. Να ξέρεις ότι βρίσκεται σε καλά χέρια. Σήμερα θα μείνει εδώ για προληπτικούς λόγους κι αύριο πρωί πρωί θα υπογράψω το εξιτήριο της. Εσύ μπορείς να πας να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις λίγο. Είσαι αρκετά χλωμός».

«Δεν θα την αφήσω μόνη της. Θα μείνω εδώ», επέμεινε ο Χρήστος.

«Όπως νομίζεις! Αλλά να ξέρεις πως δεν θα της λείψει τίποτα».

Λέγοντας τα λόγια αυτά ο γιατρός, έπιασε τον Χρήστο από το σβέρκο. Ανατρίχιασε στο άγγιγμά του. Ένιωσε έναν ηλεκτρισμό να καταβάλει ολόκληρο το κορμί του. Την ανατριχίλα μιας παρόμοιας επαφής είχε ξαναζήσει παλιότερα μα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ο γιατρός είχε κάτι το μυστηριώδες, το ασύλληπτο πάνω του. Κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί στην αύρα του.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας η Φανή συνήλθε. Ένιωθε σαν να έβγαινε από ένα βαθύ, υγρό πηγάδι. Με μεγάλη δυσκολία άνοιξε τα μάτια της και το πρώτο που αντίκρισε πάνω από το κεφάλι της ήταν ο γιατρός. Το μυαλό της ήταν ακόμα θολωμένο γιατί νόμισε πως μια φωτεινή αύρα τον περιέβαλε. Τη στιγμή που ξεκαθάρισε το τοπίο είδε έναν πανέμορφο άντρα με ένα τεράστιο χαμόγελο. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε ένα σκίρτημα, πρωτόγνωρο για εκείνη. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς το συναίσθημα που ένιωθε. Ήταν κάτι σαν κάψιμο, σαν σφίξιμο στο στομάχι. Όχι τόσο ενοχλητικό μα ιδιαίτερα γλυκό. Όλα αυτά έφυγαν γρήγορα από το μυαλό της όταν θυμήθηκε το τι είχε προηγηθεί. Το πρόσωπό της συννέφιασε.

«Είστε καλά κυρία Εμπέογλου;».

Η Φανή κοιτούσε ολόγυρά της, χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει τον χώρο όπου βρισκόταν.

«Που είμαι;».

«Στο νοσοκομείο του Άργους κι εγώ είμαι ο Μάρκος Ολυμπίου, γιατρός. Μάρκος για εσάς. Δεν θυμάστε τίποτα;».

Η Φανή με δυσκολία έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο χλωμό της μέτωπο.

«Το κεφάλι μου πάει να σπάσει… Νυστάζω, νυστάζω πολύ», είπε χαμηλόφωνα ενώ απρόσμενα δάκρια αυλάκωσαν το πρόσωπό της.

«Λογικό, με τόσα χαπάκια που πήρατε θα έπρεπε να κοιμάστε για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Αποπειραθήκατε να αυτοκτονήσετε κυρία Εμπέογλου!».

«Υπνωτικά…».

 «Ακριβώς! Τι προκάλεσε μια τέτοια απεγνωσμένη πράξη, ώστε να στερηθούμε την πολύ όμορφη παρουσία σας;».

Ένα καυτό ρίγος συνεπήρε ολόκληρο το σώμα της Φανής με το σχόλιο του γιατρού. Με μια δύσκολη, βαθιά αναπνοή ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της.

«Προσωπικές υποθέσεις κύριε Ολυμπίου».

Ο Μάρκος ξερόβηξε και χαμογέλασε λίγο αμήχανα

«Θα προτιμούσα να μιλάμε στον πληθυντικό. Τουλάχιστον για την αρχή».

«Όπως νομίζετε. Να υποθέσω πως δεν πρόκειται να μου μιλήσετε για το πρόβλημά σας».

Το χαμόγελό του ήταν σαγηνευτικό αλλά η Φανή έστρεψε τα μάτια της στο φωτεινό παράθυρο του δωματίου.

«Είστε έξυπνος άνθρωπος»

«Κι ελπίζω σύντομα και καλός σας φίλος. Έχω τεράστια υπομονή ξέρετε».

Δεν ήταν καθόλου διακριτικό πλέον το φλερτ του. Ήξερε τι ήθελε και πώς να το διεκδικήσει. Αυτό παραξένεψε πολύ την Φανή. Είχε το θράσος να τη φλερτάρει ενώ βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση.

«Κι εγώ πείσμα», προσπάθησε να τον αποστομώσει.

«Φαίνεται εξάλλου. Ξέρετε, δεν έχω χάσει μάχη μέχρι σήμερα. Και στον πόλεμο είμαι ο καλύτερος».

Με τη φράση αυτή ο γιατρός αποχώρησε από το δωμάτιο με μια λάμψη στα μάτια που έκανε τη Φανή να αναρριγήσει. Εκείνο το προηγούμενο κάψιμο στο στομάχι ξαναήρθε και μάλιστα πιο δυνατό. Προσπάθησε να το καταπολεμήσει αλλά στάθηκε αδύνατον. Την είχε καταβάλει ολόκληρη. Είχε μπλεχτεί στον ιστό ενός όμορφου αραχνοειδούς άντρα και πάλευε να ξεφύγει. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήξερε αν ήθελε να τον αποφύγει. Αμέσως της ήρθε στο μυαλό η εικόνα της μικρής Αγνής και δάκρια ενοχής κύλησαν στα μάτια της. Πως μπορούσε να σκέφτεται έναν άντρα τη στιγμή που ολάκερος ο κόσμος της είχε χαθεί; Όμως, εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα που ένιωσε νωρίτερα ήταν απρόσμενο και δυνατό σαν χείμαρρος. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αποκοιμηθεί για να καθαρίσει το μυαλό της. Αυτή τη φορά τα όνειρά της ήταν αισιόδοξα. Οι ελπίδες ήρθαν και φώλιασαν στην ανάστατη καρδιά της, στήριγμα στην απελπισία της. Ένα οικείο, δυνατό φως την έλουσε, γεμίζοντάς την κουράγιο. Τυλιγμένη σε εκείνο το φως ήταν η Αγνή και της χαμογελούσε. Τη χάιδεψε με το μικρό χεράκι της στο πρόσωπο. Αισθάνθηκε τη ζεστασιά της να την πλημμυρίζει. Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε.

«Μανούλα είμαι χαρούμενη. Θα με πάρεις πάλι στην αγκαλιά σου. Ναι, μανούλα, στην αγκαλιά σου».

Παρότι κοιμόταν, ένιωσε το χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη της. Μετά από αυτό το όνειρο ήταν σίγουρη πως η Αγνή ήταν ζωντανή. Ελπιδοφόρα δύναμη κύλησε στις φλέβες της.

Νωρίς το βράδυ είχε επισκέψεις. Η Φανή άκουσε την πόρτα του δωματίου της να χτυπάει. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια τεράστια ανθοδέσμη, η οποία έκρυβε τους επισκέπτες. Τα γνώριμά της πρόσωπα, η οικογένειά της, εμφανίστηκε πίσω από τα λουλούδια. Έτρεξαν όλοι πάνω στο κρεβάτι. Την αγκάλιασαν.

«Φανή μου! Μας κοψοχόλιασες. Είσαι καλά; Πως αισθάνεσαι;», ρώτησε η Ζωή.

«Είμαι πολύ καλύτερα. Αλήθεια».

«Τι απερισκεψία ήταν αυτή; Δεν σκέφτηκες την Αγνή, όταν θα επέστρεφε;», ρώτησε θυμωμένος ο Αλέξανδρος.

«Η Αγνή. Είχατε κάποιο νέο της; Πείτε μου».

«Όχι ακόμα. Τίποτα. Είμαι σίγουρος, όμως, πως όλα θα πάνε καλά. Θα δεις», απάντησε ο Χρήστος.

 Ένα σύννεφο απογοήτευσης απλώθηκε στο πρόσωπό της κι η χαρούμενη αίσθηση της έκπληξης χάθηκε μέσα στον πόνο. Ένας πόνος όμως που δεν ήταν τόσο δυνατός όσο ο προηγούμενος. Ψήγματα αισιοδοξίας είχαν καρφωθεί βαθιά στην καρδιά της και την αναπτέρωναν μετά από εκείνο το όνειρο. Τη στιγμή διέκοψε μια νοσοκόμα που μπήκε να πάρει τη θερμοκρασία της Φανής.

«Όλα σε φυσιολογικά επίπεδα, μπράβο», είπε, φεύγοντας η νοσοκόμα.

Ο Αλέξανδρος έβγαλε μια τεράστια σοκολάτα από το τζάκετ του και την έδωσε στη Φανή. Εκείνη του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και, αφού δάγκωσε ένα κομμάτι, παρακάλεσε τη Ζωή να της αγοράσει μερικά περιοδικά από το περίπτερο για να περάσει λίγο ευχάριστα το βράδυ της. Η Ζωή με τη συνοδεία του Αλέξανδρου έφυγαν από το δωμάτιο.

«Επίτηδες τους έδιωξα».

Η Φανή κοίταξε τα υγρά μάτια του μικρή της αδελφού και για πρώτη φορά παρατήρησε την αθώα ομορφιά και αγνότητα που διέθετε. Μπορούσε πλέον να καταλάβει γιατί τραβούσε σαν μαγνήτης τη συμπάθεια όλων.

«Γιατί; Τι συνέβη; Μήπως βρήκαν κάτι οι γιατροί; Πες μου σε παρακαλώ. Θα τρελαθώ».

Παρατήρησε την ειλικρίνεια της αγωνίας του και χαμογέλασε.

«Η αλήθεια είναι πως νιώθω καλύτερα. Αυτό που ήθελα να σου πω δεν έχει να κάνει με μένα. Χρήστο βαθιά μέσα μου ξέρω πως η κόρη μου είναι ζωντανή».

Είδε τα μάτια του να τρέχουν δάκρια χαράς και του έπιασε τα ζεστά του χέρια. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε νιώσει τόσο οικεία μαζί του. Ίσως ήταν και η πρώτη φορά που τον άγγιζε, τουλάχιστον με τόση αγάπη να αναβλύζει από την καρδιά της. Ξαφνικά τα μάτια της χαμήλωσαν προς τα κάτω, ενώ τα μάγουλά της ξάναψαν από εκείνη την παράξενη φλόγα.

«Γνώρισες τον γιατρό;».

«Ναι, αυτός μου είπε τα καλά νέα για σένα», απάντησε ο Χρήστος, σκουπίζοντας τα δάκρυά του με την ανάστροφη του χεριού του.

«Έχει κάτι το περίεργο πάνω του αυτός ο άνθρωπος. Μπορείς να μάθεις περισσότερες λεπτομέρειες;».

«Το μόνο που ξέρω είναι πως τον λένε Μάρκο Ολυμπίου κι είναι πολύ γοητευτικός. Μάλλον το παρατήρησες κι εσύ».

«Ε, ναι! Δεν ξέρω… μάλλον. Έχω ένα περίεργο προαίσθημα. Πως μπορούμε να μάθουμε;».

«Δουλεύει μια γνωστή μου εδώ στο νοσοκομείο. Τακτική πελάτισσα στην αντικερί. Θα δω μήπως μάθω κάτι από αυτήν. Γιατί όμως τέτοια αναστάτωση;».

«Τίποτα το ιδιαίτερο. Απλώς θέλω να ξέρω ποιος είναι ο γιατρός που είναι υπεύθυνος για την υγεία μου».

Ο Χρήστος προσπάθησε να κρύψει το χαμόγελό του. Ήταν εμφανές πως πίσω από εκείνες τις απανωτές ερωτήσεις υπήρχε ένα πιο προσωπικό ενδιαφέρον για τον μυστηριώδη και ιδιαίτερα ελκυστικό άντρα. Δεν είχε σκοπό ακόμα να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Εξάλλου έπρεπε να επικεντρωθεί στην κατάστασή της.

«Φανή, γιατί το έκανες αυτό; Τι σε οδήγησε σε μια τέτοια πράξη;».

«Δεν ξέρω. Θόλωσε το μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή που το έκανα ήμουν σίγουρη πως η Αγνή είναι νεκρή. Με το που ξύπνησα όμως κάτι άλλαξε μέσα μου. Αισθάνομαι αισιόδοξη. Νιώθω την καρδιά της Αγνής να χτυπάει κάπου κοντά μου. Θα γυρίσω γη και ουρανό για να τη βρω».

Τα λόγια της Φανής τα διέκοψε ένα έντονο χτύπημα στην πόρτα. Κι η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Μάρκος. Δεν φορούσε την ιατρική του λευκή ρόμπα. Ήταν ντυμένος με την καθημερινή του ένδυση. Κρατούσε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι, τόσο λευκό όσο και το χαμόγελό του. Το προσέφερε αμέσως στη Φανή που είχε μείνει άναυδη από την όλη εκείνη εικόνα. Ο γιατρός χαμογέλασε στον Χρήστο και του έσφιξε το χέρι. Πάλι εκείνη η ανατριχίλα. Κι έφυγε τόσο γρήγορα, όσο απότομα μπήκε, αφήνοντας πίσω του έναν αέρα δύναμης κι αισιοδοξίας. Η Φανή είχε κοκκινίσει. Ο Χρήστος ετοιμάστηκε να πει κάτι για την αντίδρασή της αλλά τον διέκοψαν ο Αλέξανδρος κι η Ζωή, φέρνοντας περιοδικά.

«Παίδαρος αυτός ο γιατρός», παρατήρησε η Ζωή.

«Σεμνάαααα», απάντησε αμέσως ο Αλέξανδρος.

«Εγώ κατεβαίνω να ρωτήσω για το εξιτήριο. Δεν αργώ», είπε ο Χρήστος, κοιτώντας τη Φανή μέσα στα μάτια.

Έτρεξε αμέσως να βρει τη γνωστή του. Εκείνος ο παράξενος γιατρός του είχε εξάψει την περιέργεια. Βρήκε στον διάδρομο μια νοσοκόμα και τη ρώτησε. Τον έστειλε σε ένα γραφείο. Εκεί δούλευε η κοπέλα που ήξερε. Χαιρετήθηκαν κι αμέσως της εξήγησε τον λόγο για τον οποίο βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Η γυναίκα φάνηκε πολύ ανήσυχη από τα νέα αλλά ο Χρήστος τη διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος. Με αφορμή τη συζήτηση, τη ρώτησε για τον γιατρό που φροντίζει την αδελφή του, έχοντας ως δικαιολογία πως ήθελε να τσεκάρει τις γνώσεις και τις ικανότητές του.

«Είναι νέος γιατρός στο νοσοκομείο. Πριν λίγες μέρες ανέλαβε καθήκοντα. Όμως όλοι, ασθενείς και συνάδελφοι, έχουν να πουν έναν καλό λόγο για αυτόν. Λεπτομέρειες για την καταγωγή του και την προϋπηρεσία του δεν γνωρίζω. Ούτε καν από που έχει έρθει», του είπε η κοπέλα.

Διαβεβαίωσε όμως τον Χρήστο πως αν μάθαινε κάτι για αυτόν θα περνούσε από την αντικερί για να του το πει.

Την άλλη μέρα το πρωί το εξιτήριο βγήκε νωρίς. Η Φανή είχε ήδη ετοιμάσει τα πράγματά της. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο καθρέφτη και διόρθωσε όσο μπορούσε τα μαλλιά της. Σύντομα θα ερχόταν ο Μάρκος να τη δει. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα. Προς μεγάλη της απογοήτευση είχε έρθει μια νοσοκόμα για να της δώσει τις εξετάσεις και το χαρτί με το οποίο της έδιναν το δικαίωμα να φύγει από το νοσοκομείο. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανακάλυψε το πόσο ήθελε πολύ να τον ξαναδεί. Τη σκέψη εκείνη διέκοψε ένα μήνυμα στο κινητό της από τον Χρήστο, όπου την ενημέρωνε πως την περίμενε με το αυτοκίνητο στην είσοδο του νοσοκομείου. Τον είχε απειλήσει νωρίτερα πως αν ανέβαινε να την πάρει, θα έφτιαχνε για μεσημεριανό ψαρόσουπα, κάτι που ήξερε καλά ότι σιχαίνεται από μικρός ο αδελφός της. Ήθελε να φύγει μόνη της από εκεί μέσα. Να αισθανθεί ότι έχει πάλι τον έλεγχο στα χέρια της. Πέρασε από το γραφείο πληροφοριών και ζήτησε τον γιατρό Ολυμπίου. Ήθελε να τον ευχαριστήσει. Της είπαν πως εκείνη την μέρα δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ένα πέπλο απογοήτευσης σκέπασε το πρόσωπό της.

Ξημέρωσε προπαραμονή Χριστουγέννων κι η ατμόσφαιρα μύριζε γιορτές. Το Ναύπλιο είχε φορέσει τα γιορτινά του. Οι φοίνικες στην πλατεία Δημαρχείου ήταν κατάφωτοι με λαμπιόνια κι ένα τεράστιο καράβι έστεκε στο κέντρο της. Όλα τα μαγαζιά ήταν γιορτινά διακοσμημένα κι ο κόσμος πηγαινοερχόταν με χαμόγελα για τα ψώνια του. Η αντικερί του Χρήστου βρισκόταν σε ένα κάθετο στενό, κοντά στον κεντρικό δρόμο της παλιάς πόλης και σχεδόν δίπλα στην πλατεία Συντάγματος. Ένας μικρός σχετικά χώρος μα ιδιαίτερα ζεστός και φιλόξενος. Κυριαρχούσε το ξύλο κι η πέτρα. Η βιτρίνα ήταν διακοσμημένη με κάθε λογής παλιό αλλά γουστόζικο αντικείμενο. Ο Χρήστος είχε αδυναμία στις νεράιδες, τα ξωτικά και τα αερικά κι αυτό ήταν εμφανές από τα αντικείμενα που διάσπαρτα αιωρούνταν στον χώρο. Το στολισμένο δέντρο του έστεκε δίπλα στη βιτρίνα. Το είχε διακοσμήσει με χιόνι κι αμέτρητα φωτάκια. Από τον δρόμο φαινόταν σαν παραμυθένιο σπιτάκι, βγαλμένο από ταινία χριστουγεννιάτικη. Οι περαστικοί σταματούσαν και το θαύμαζαν.

Μπήκε μέσα ο Αλέξανδρος με τη Ζωή τυλιγμένοι με κασκόλ και σκούφους γιατί η παγωνιά έξω διαπερνούσε ίσα με τα κόκκαλα. Σε λίγο ήρθε κι η Φανή φορτωμένη με πακέτα. Η διάθεσή της ήταν πλέον ανεξήγητα κι απρόσμενα καλή. Τόσο καλή που τους παραξένεψε όλους.

«Καλές γιορτές! Έλιωσα τα τακούνια μου σήμερα. Έπρεπε να βάλω χαμηλά παπούτσια», είπε η Φανή.

«Μα τι ψώνισες; Ξεσήκωσες όλα τα μαγαζιά», φώναξε η Ζωή.

«Και δεν έχω τελειώσει ακόμα. Τα περισσότερα είναι της Αγνής».

Ο Χρήστος κατέβασε το κεφάλι χαμηλά.

«Θα γυρίσει», συνέχισε να λέει η Φανή, καθώς είδε την αντίδραση του αδελφού της.

«Το ξέρω», είπε αυτός, προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Τι άλλο πήρες;».

Είχε αγοράσει στολίδια για το δέντρο και χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά για το σπίτι. Το βράδυ θα στόλιζαν όλοι μαζί το δέντρο. Άφησε τα πακέτα για να τα μεταφέρει ο Χρήστος με το αυτοκίνητο και πήγε να πάρει υλικά για γλυκά. Πήρε και τη Ζωή μαζί της για βοήθεια.

«Τι συμβαίνει στην αδελφή σου; Μου κάνει εντύπωση η συμπεριφορά της. Με το που συνήλθε στο νοσοκομείο, έγινε άλλος άνθρωπος».

«Μου είπε πως είναι αισιόδοξη. Επιμένει ότι θα τη βρει».

Όπως χάζευε ο Αλέξανδρος στα αντικείμενα του μαγαζιού ανακάλυψε ένα μενταγιόν με ένα περίεργο σύμβολο. Σαν μαγνήτης τον τράβηξε. Το έπιασε στο χέρι του κι ένιωσε να τον χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα. Μια ζέστη απλώθηκε στο σώμα του κι άναψε καυτή φωτιά στα σωθικά του. Η πορτοκαλοκίτρινη χροιά του μενταγιόν μεταφέρθηκε στα άδυτα του μαύρου των ματιών του και τα επαναπροσδιόρισε, δίνοντάς τους νέα φλογερή λάμψη.

«Πολύ όμορφο! Τι συμβολίζει;».

«Πριν λίγες μέρες μου τα έστειλαν. Τα φτιάχνει μια γριά στη Ρόδο. Το συγκεκριμένο συμβολίζει τη φωτιά. Περιμένω κι άλλη παραλαβή με περισσότερα σαν κι αυτό. Κι εμένα μου αρέσουν. Θες να δεις και τα υπόλοιπα;».

Ο Αλέξανδρος είχε κολλήσει το βλέμμα του στο συγκεκριμένο. Δεν τον ενδιέφερε κάποιο άλλο.

«Όχι! Αυτό είναι υπέροχο».

«Παρ’ το. Δωράκι για τον φίλο μου».

«Σ’ ευχαριστώ! Θα το αγόραζα έτσι κι αλλιώς».

Ο Αλέξανδρος, σαν μαγεμένος, το φόρεσε στο λαιμό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν τέλειο πάνω του. Αυτό το σύμβολο ήταν η σφραγίδα του, η υπογραφή του.

Το βράδυ τους βρήκε όλους μαζεμένους στο σαλόνι. Ένα τεράστιο δέντρο στεκόταν καμαρωτό δίπλα στο τζάκι και κούτες με στολίδια γύρω του. Το σπίτι μοσχομύριζε από τα γλυκά που είχαν φτιάξει οι δύο γυναίκες. Απαλή χριστουγεννιάτικη μουσική απλωνόταν σαν πάχνη στον χώρο. Οι άντρες είχαν αναλάβει να περάσουν τα λαμπάκια στο δέντρο κι η Φανή με τη Ζωή ασχολούνταν με τη διακόσμηση του σπιτιού. Μέσα σε λίγη ώρα τα πάντα ήταν έτοιμα. Έμενε μόνο να τοποθετήσουν τον άγγελο στην κορυφή. Είχε φέρει ο Χρήστος από το μαγαζί του ένα αληθινό αριστούργημα. Έναν άγγελο, ο οποίος έμοιαζε περισσότερο με αερικό που κρατούσε στα χέρια του μια χρυσή λύρα. Περισσότερο σε ξωτικό έφερνε γιατί είχε δύο διαφορετικά μάτια, ένα μπλε κι ένα πράσινο. Η Φανή είδε στο πορσελάνινο πρόσωπό του την Αγνή. Ένα ακόμα σημάδι από εκεί ψηλά γεμάτο αισιοδοξία και ελπίδα. Ο Χρήστος ανέβηκε στη σκάλα και τον τοποθέτησε στην κορυφή. Με το που συνέδεσαν το καλώδιο στην πρίζα το δέντρο φωτίστηκε μαζί με τα πρόσωπά τους. Ήταν πανέμορφο. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Φανής.

«Σύντομα κάτω από το δέντρο θα βρίσκεται η Αγνή και θα παίζει με τα δώρα της», είπε, δημιουργώντας μια περίεργη αμηχανία στους υπόλοιπους.

Συμμάζεψαν τον χώρο από τα άδεια κουτιά και τις σακούλες. Ύστερα κάθισαν όλοι στον καναπέ για να γευτούν τα γλυκά της Φανής που τόση ώρα τους είχαν σπάσει τη μύτη. Ο Αλέξανδρος υπέπεσε στη λαιμαργία του. Σταμάτησε μόνο όταν εξαγριώθηκε από το σχόλιο της Ζωής πως το τζην του πλέον ήταν στενό.

«Παιδιά συγνώμη αλλά νιώθω πτώμα. Θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω μόνους με τη Φανή», είπε ο Χρήστος, φανερά κουρασμένος.

«Κι εμείς θα φύγουμε. Νυστάζω πολύ. Αλέξανδρε άσε τα μπισκότα κι ετοιμάσου».

«Ζωή κάνε μου τη χάρη και μείνε μαζί μου. Θα πάμε αύριο το πρωί να αγοράσουμε δωράκια για τους μαθητές μου», της ζήτησε η Φανή με ναζιάρικο ύφος.

«Αλέξανδρε σε πειράζει;», ρώτησε η Ζωή.

«Μπα! Εξάλλου αν κοιμηθούμε μαζί θα σπάσω το κρεβάτι από το βάρος μου», είπε ειρωνικά.

Ο Αλέξανδρος έφυγε μόνος του, αφήνοντας τις δύο γυναίκες να γελάνε με το σχόλιό του.

Το σπίτι του Αλέξανδρου ήταν στο Τολό, ένα παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο, εφτά χιλιόμετρα περίπου έξω από το Ναύπλιο. Είχε νοικιάσει μια μικρή μεζονέτα με θέα τη θάλασσα. Ζεστό πάντα γιατί είχε πολύ καλή σχέση με τη θερμότητα. Το καλοριφέρ έκαιγε μόνιμα. Έξω η φουρτουνιασμένη θάλασσα λυσσομανούσε κι οι αστραπές έκαναν τη νύχτα μέρα. Η ατμόσφαιρα εκείνο το βράδυ είχε μια σκοτεινή, υποχθόνια αίσθηση, κάτι που δεν διέφυγε από την αντίληψη του Αλέξανδρου, κοιτώντας την αντάρα των νερών από την τζαμαρία του. Άναψε το τζάκι για να του φτιάξει λίγο η διάθεση. Έβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε τη φόρμα του. Δεν νύσταζε ιδιαίτερα οπότε άνοιξε την τηλεόραση μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Λίγο αργότερα τα βλέφαρά του άρχισαν να κλείνουν και το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Ξάφνου μια μαύρη σκιά εισχώρησε από την καμινάδα του τζακιού κι έγινε ένα με τις μαύρες τούφες που ξέρναγαν τα μισοσβησμένα ξύλα. Απλώθηκε στο δωμάτιο σαν ένα σεντόνι ποτισμένο με δηλητήριο, πλησιάζοντας τον Αλέξανδρο. Μια περίεργη φωτιά άρχισε να καίει το στέρνο του κι η αίσθηση αυτή τον έκανε να ξυπνήσει. Με το που είδε το μαύρο σύννεφο απλωμένο γύρω του ευθύς αμέσως συνειδητοποίησε πως το κακό τον απειλούσε. Ο δαίμονας χαμογελούσε μπρος τα υγρά του μάτια. Πετάχτηκε από τον καναπέ και κόλλησε πίσω στον τοίχο, βαριανασαίνοντας. Ένιωσε κρύες στάλες ιδρώτα να κυλούν στην πλάτη του και να εξατμίζονται από την απροσδιόριστη κάψα του κορμιού του. Μια κάψα που είχε πηγή το στήθος του. Η σκιά συσσωρεύτηκε μπροστά του κι άρχισε να μπλέκεται σε λεπτό κορδόνι. Ανέβαινε ψηλά για να εισχωρήσει στο νέο της δοχείο. Με το που έφτασε όμως στο ύψος του στέρνου του, σταμάτησε απότομα. Με μια απότομη κίνηση ο μαύρος καπνός μαζεύτηκε μακριά, απέναντι από τον Αλέξανδρο. Με μαύρη μάζα παγωμένη στη δίνη του χρόνου έμοιαζε. Χαμηλώνοντας το βλέμμα του ο Αλέξανδρος, είδε το μενταγιόν του να λάμπει. Μια λάμψη δυνατή, σπέρμα θεών, χαμένη στους αιώνες. Αυτό ήταν που του έκαιγε τον θώρακα. Αυτό ήταν που τον προστάτευε κι από τον δαίμονα. Η σκιά σιγά σιγά άρχισε να παίρνει σχήμα. Μπροστά του δημιουργήθηκε η μορφή ενός γνωστού του προσώπου. Με το που το είδε ο Αλέξανδρος, του λύθηκαν τα γόνατα. Ήταν αδιανόητο το πόσο γρήγορα ξύπνησαν μέσα του μυστικά που για χρόνια του διέλυαν τη ψυχή.

«Όχι εσύ, δεν μπορεί να ήσουν εσύ», ψέλλισε ξέπνοος.

Η φλόγα της καρδιάς του αποδυναμώθηκε αλλά η λάμψη του φυλαχτού έγινε πιο δυνατή. Άλλαξε όμως πάλι μορφή η σκιά κι έγινε ένας πελώριος δράκος. Με αφηνιασμένο το πρόσωπο όρμησε εναντίον του νεαρού άντρα. Το μενταγιόν έβγαλε ένα κοκκινωπό φως, το οποίο τύλιξε τον δαίμονα και μέσα σε δευτερόλεπτα τον διέλυσε σε αραιό σύννεφο. Το σύννεφο εκείνο εξαφανίστηκε αργά από την καμινάδα. Η φουρτούνα κόπασε κι ένα ασημί, ζωντανό φεγγάρι ξεπρόβαλε στον ουρανό. Ο Αλέξανδρος γλίστρησε προς τα κάτω, αγκαλιάζοντας τα γόνατα του. Σαν μικρό παιδί έβαλε τα κλάματα, φέρνοντας στο μυαλό του την εικόνα του άντρα που είδε πριν λίγο μπροστά του.

Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων η Φανή κι η Ζωή είχαν ξυπνήσει από νωρίς και ετοιμάζονταν για να βγουν στα μαγαζιά. Ξαφνικά ακούστηκε ξέφρενο το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει. Η Φανή έτρεξε να ανοίξει. Δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ένα λευκό τριαντάφυλλο στο πατάκι κι ένας φάκελος παραδίπλα που έγραφε το όνομά της. Άνοιξε τον φάκελο, βγάζοντας ένα σημείωμα από μέσα.

Καλά Χριστούγεννα και μακριά από ο,τιδήποτε το χημικό. Μ.Ο.

Η Φανή χαμογέλασε με το σημείωμα του Μάρκου. Ήθελε τόσο πολύ να τον δει. Της έλειπε. Αναρωτήθηκε γι’ αυτό που αισθανόταν. Λίγες ώρες τον ήξερε μόνο. Όμως ένιωθε πως τον γνώριζε χρόνια. Ότι τον περίμενε χρόνια.

«Ποιός ήταν;»

Εμφανίστηκε η Ζωή από τη σκάλα με το ένα μάτι βαμμένο μόνο και το μολύβι στα χέρια της. Είδε τη Φανή μπροστά από την εξώπορτα να κρατάει ένα λευκό τριαντάφυλλο κι ένα φακελάκι. Το πρόσωπό της είχε την απόχρωση του δειλινού.

«Τριαντάφυλλο; Συμβαίνει κάτι που δεν μου έχεις πει;».

«Εεεε…».

Το μόνο που άκουσε από το στόμα της ήταν ασυναρτησίες.

«Μην μου τα μασάς σιγανοπαπαδιά. Μυρίζω έρωτα;».

«Άντε να τελειώσεις για να φεύγουμε. Εξάλλου δεν έχω το μυαλό μου αυτόν τον καιρό αλλού πέρα από την Αγνή. Όμως αυτός ο άνθρωπος μου δημιούργησε ένα περίεργο συναίσθημα από την ώρα που τον γνώρισα. Κάτι σαν κάψιμο στο στομάχι».

Είδε το συνωμοτικό χαμόγελο στα χείλη της Ζωής.

«Αν είναι έρωτας τότε είναι κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Δεν το έχω ξανανιώσει. Ούτε με τον άντρα μου δεν είχα αισθανθεί κάτι τέτοιο. Αυτό είναι απόδειξη ότι δεν τον είχα ερωτευτεί. Σωστά;».

«Μάλλον. Και τώρα τι θα κάνεις με τον Μάρκο;».

«Ακόμα τίποτα. Τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει η Αγνή».

Ο Χρήστος πνιγόταν κάτω από ένα τεράστιο χαρτομάνι. Στην πόρτα της αντικερί εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος. Φαινόταν αρκετά κουρασμένος, με τα μάτια κομμένα και κόκκινα.

«Τι έπαθες εσύ; Είχες βγει και τα ήπιες χτες το βράδυ;».

Πρόσεξε λίγο καλύτερα τα μάτια του το πανιασμένο πρόσωπό του.

«Μήπως είσαι άρρωστος;», συνέχισε ο Χρήστος.

«Όχι μια χαρά είμαι. Όλα καλά. Βλέπω ότι πνίγεσαι. Θέλεις να βοηθήσω;».

Ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τις ερωτήσεις του φίλου του. Ο Χρήστος τον έστειλε να παραλάβει κάτι δέματα για το μαγαζί κι ο ίδιος συνέχισε να εξυπηρετεί τους πελάτες και να υπογράφει χαρτιά. Αργά το μεσημέρι έκλεισαν την αντικερί και ξεκίνησαν για το σπίτι. Πρωτύτερα όμως γύρισαν κάμποσα καταστήματα του Ναυπλίου για να πάρουν κάποια δωράκια της τελευταίας στιγμής. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν υπήρχε χώρος για άλλα πακέτα. Καρτελίτσες με τα ονόματα όλων κρέμονταν σαν άλλα στολίδια πάνω στα κουτιά. Οι περισσότερες έγραφαν το όνομα της Αγνής.

«Τι θα κάνουμε το βράδυ;», πετάχτηκε ο Αλέξανδρος.

«Να βγούμε», πρότεινε η Ζωή.

«Δεν ξέρω…».

Η Φανή κοίταζε το δέντρο αφηρημένη.

«Καλύτερα να μείνουμε εμείς μέσα».

Προσπάθησε ο Χρήστος να βγάλει την αδελφή του από τη δύσκολη θέση.

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα διασκεδάσουμε όλοι μαζί, έστω και με το ζόρι».

«Αλέξανδρε μην επιμένεις».

«Φανή, η Αγνή τρελαινόταν για χορό. Κάθε φορά που σε έβλεπε να χορεύεις το πρόσωπό της φωτιζόταν. Γι’ αυτήν θα το κάνεις».

«Άσε που μπορεί να συναντήσουμε και… ενδιαφέροντα πρόσωπα έξω».

Το υπαινικτικό σχόλιο της Ζωής άγγιξε τη Φανή. Παρόλο που το μυαλό της δεν μπορούσε να φύγει από την κόρη της, αναστατώθηκε στη σκέψη ότι θα συναντούσε τυχαία κάπου έξω τον Μάρκο. Αυτό αρκούσε για να νιώσει την καρδιά της να φτερουγίζει. Ναι, τελικά ήταν έρωτας αυτό που αισθανόταν για αυτόν τον άντρα. Ένας απροσδόκητος, περίεργος έρωτας.

Ακούστηκε η κόρνα του αυτοκινήτου του Αλέξανδρου. Ο Χρήστος περίμενε από ώρα την αδελφή του που ακόμα ήταν στο μπάνιο. Τελικά εμφανίστηκαν στην εξώπορτα. Η Φανή, παρόλο το δράμα που ζούσε, ήταν σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Ο έρωτάς της δεν κρυβόταν. Άφησαν το αυτοκίνητο στο παρκινγκ του λιμανιού και ξεκίνησαν με μια βόλτα στα πλακόστρωτα σοκάκια της παλιάς πόλης του Ναυπλίου. Ασφυκτικά γεμάτα από κόσμο. Αρώματα και χαμόγελα, σκόρπια παντού. Επέλεξαν αρχικά να πάνε για φαί σε ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο της περιοχής. Από τις τζαμαρίες του εστιατορίου φαινόταν το φωτισμένο Μπούρτζι κι η σκοτεινή θάλασσα να το περιβάλλει. Απόλαυσαν τις ιδιαίτερες γκουρμέ γεύσεις που πρόσφερε το μαγαζί και, αφού πλήρωσαν τον λογαριασμό, έφυγαν για ποτό. Όλα τα μπαράκια ήταν γεμάτα κόσμο. Σε κάθε ένα από αυτά σταματούσαν για να χαιρετήσουν γνωστούς και φίλους. Τελικά κατέληξαν σε κάποιο με λάτιν μουσική, επιλογή της Ζωής. Ήπιαν τα ποτά τους και χόρεψαν μέχρι αργά. Η Φανή έριχνε φευγαλέες ματιές στην είσοδο για τον Μάρκο. Δεν εμφανίστηκε πουθενά. Μια έξαψη της στιγμής, ένα φτερούγισμα στο μέρος της καρδιάς, την έκανε να παρακαλέσει την παρέα να επιστρέψουν στο σπίτι. Ένα δώρο της επιφύλασσε η μοίρα για εκείνο το βράδυ. Ένα δώρο που δεν ήταν και τόσο απρόσμενο γιατί βαθιά μέσα της το ήξερε, το γνώριζε, το ένιωθε.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, είδαν τα φώτα του σαλονιού ανοιχτά.

«Κάποιος είναι σπίτι! Τα φώτα είναι ανοικτά», ψιθύρισε ο Χρήστος.

«Μα τα έκλεισα, όταν φύγαμε», πρόσθεσε η Φανή.

«Κάποιος είναι μέσα. Να καλέσουμε την αστυνομία», φώναξε τρομαγμένη η Ζωή.

«Όχι, όχι δεν χρειάζεται… Πάμε κοντά».

Ένα χαμόγελο και μια λάμψη γέμισε το πρόσωπό της Φανής. Ο Αλέξανδρος όμως συνοφρυώθηκε, ιδίως μετά το χτεσινό γεγονός με τον δαίμονα, το οποίο είχε αποκρύψει από όλους. Φοβήθηκε πως κάτι κακό συνέβαινε. Πάρκαραν το αυτοκίνητο λίγο πιο μακριά από το σπίτι κι αθόρυβα πλησίασαν την είσοδο. Αφουγκράστηκαν για κάποιον θόρυβο μα δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Χρήστος ξεκλείδωσε αργά την πόρτα και την άνοιξε. Τίποτα το ύποπτο μέσα στο δωμάτιο, όσο τουλάχιστον έβλεπαν. Ούτε ακουγόταν κάποιος παράξενος θόρυβος. Με το που μπήκαν στο σαλόνι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Υπήρχαν κούτες ανοιγμένες μπροστά από το δέντρο και παιχνίδια στο πάτωμα. Πάνω τους κοιμόταν η Αγνή.

Κεφάλαιο 8

Αλέξανδρος

 

 

«Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω που τέτοια μέρα ήρθες επειδή στο ζήτησα. Δεν άντεχα να περιμένω ακόμα δύο μέρες. Για πες μου διατρέχει κάποιον κίνδυνο;», ρώτησε η Φανή.

«Δεν θα έπρεπε να με ευχαριστείς. Η δουλειά μου δεν έχει ώρες και αργίες. Εκτός αυτού από τη στιγμή που μου το ζήτησες, ό,τι κι αν έκανα, όπου κι αν βρισκόμουν, θα ερχόμουν. Η μικρή εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλά. Δεν βρήκα κάτι το ύποπτο. Της πήρα και λίγο αίμα. Θα πρέπει να περιμένεις λίγο για τα αποτελέσματα», της απάντησε ο Μάρκος με το αφοπλιστικό του χαμόγελο.

«Έκανες ήδη πάρα πολλά. Ειλικρινά σε ευχαριστώ».

«Σε αφήνω να χαρείς την κόρη σου αν και την πήρε πάλι ο ύπνος. Εμείς θα τα πούμε σύντομα».

Ο Μάρκος έφυγε, αφήνοντας πίσω του τη Φανή ζαλισμένη από την παρουσία του. Έκλεισε την πόρτα, κόλλησε την πλάτη στην πόρτα και ξεφύσησε με δύναμη. Αμέσως, έτρεξε στο δωμάτιο της Αγνής.

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, παρατηρώντας τη να κοιμάται γαλήνια. Όλη της η ζωή βρισκόταν μπροστά της, με ένα χαμόγελο αθωότητας στα χείλη. Σηκώθηκε αθόρυβα για να μην την ξυπνήσει και κατέβηκε στο σαλόνι. Θα μαγείρευε το αγαπημένο της φαγητό. Ήθελε να είναι όλα τέλεια για το μωρό της που επέστρεψε. Η ζωή της είχε ξεκινήσει ξανά. Βγήκε στον κήπο κι έκοψε τα πιο όμορφα λουλούδια που είχαν ανθίσει. Στόλισε το σπίτι και χώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη στην κουζίνα. Ο Χρήστος ακόμα κοιμόταν. Το προηγούμενο βράδυ με το που επέστρεψαν, κάλεσε την αστυνομία να ενημερώσει για την επιστροφή της Αγνής. Τα υπόλοιπα διαδικαστικά θα τα κανόνιζε μετά τις γιορτές.

Μέσα σε μια ώρα το σπίτι είχε γεμίσει μυρωδιές. Από αυτά τα έντονα αρώματα ξύπνησε κι ο Χρήστος, βρίσκοντας την αδελφή του στην κουζίνα να μαγειρεύει και να σιγοτραγουδάει.

«Μου έσπασες τη μύτη. Τι φτιάχνεις;».

«Τα πάντα. Και πίστεψέ με είναι λίγα».

«Τι τυχερός που είμαι!».

«Αν ακουμπήσεις τα φαγητά μου θα στα κόψω τα χέρια».

«Καλά, καλά! Ένα αστείο έκανα πια! Πότε θα την πάμε στο γιατρό;».

«Σιγά μην περίμενα να ξυπνήσεις! Μόλις, έφυγε».

«Βρήκες σήμερα γιατρό;».

«Ναι, πήρα τηλέφωνο τον… Μάρκο».

«Α, έτσι πες μου! Κι είμαι σίγουρος πως ήρθε αμέσως. Αχ, αυτά κάνει ο έρωτας».

«Μη με πειράζεις».

«Τι σου είπε;», ρώτησε ο Χρήστος, καθώς τσιμπούσε κάτι από τα φαγητά πίσω από την πλάτη της Φανής.

«Μια χαρά τη βρήκε. Της πήρε κι αίμα. Θα πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα».

«Αυτό είναι δώρο Χριστουγέννων».

Η Φανή γύρισε και του κοπάνησε μια στο χέρι που βρισκόταν στην πιατέλα. Ο Χρήστος τότε την έπιασε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τη γυρνάει τριγύρω μέχρι που τη ζάλισε. Το μίξερ και τα δύο αδέλφια στριφογύριζαν στον ίδιο ρυθμό. Ήταν πολύ ευτυχισμένοι με την επιστροφή της Αγνής. Υπήρχε βέβαια ένα μεγάλο κι αναπάντητο ερωτηματικό που θα λυνόταν όταν ξυπνούσε η μικρή. Αναρωτήθηκαν αν θα μπορούσε να τους εξηγήσει που βρισκόταν τόσο καιρό και ποιοί την είχαν πάρει. Έπρεπε να βγάλουν κάποια άκρη. Προς το παρόν όμως απολάμβαναν τη μέρα. Μέρα γιορτής από πολλές απόψεις. Το κουδούνι χτύπησε κι ο Χρήστος έτρεξε να ανοίξει. Ήταν ο Αλέξανδρος με τη Ζωή φορτωμένοι με δώρα, κατσαρόλες και ταψιά. Ο Αλέξανδρος κουβαλούσε μπροστά του έναν τεράστιο αρκούδο. Με δυσκολία του τον απέσπασε η Ζωή για να τον βάλει δίπλα στο δέντρο.

Λίγη ώρα μετά έκανε την εμφάνισή της κι η αγουροξυπνημένη Αγνή. Με τις ροζ πιτζαμούλες της και τα μικρά της χεράκια να τρίβουν τα μάτια κατέβαινε τα σκαλιά. Η Φανή την έσφιξε στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε κλάματα.

«Πες μας μάτια μου που ήσουν; Ποιοί ήταν αυτοί που σε κρατούσαν; Είδες τα πρόσωπά τους;», προσπαθούσε με χίλιες ερωτήσεις να μάθει κάτι από την αλήθεια.

Η Αγνή δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε πρόσωπα, ούτε χώρους. Το απόλυτο κενό. Η μικρή είδε τον αρκούδο κι έτρεξε κατευθείαν πάνω του προς μεγάλη απογοήτευση του Αλέξανδρου. Τον έβαλε να κάθεται απέναντί της και τοποθέτησε στο πάνινο χέρι του ένα φλιτζάνι για να πιούν το τσάι τους. Την άφησαν ήσυχη στον μικρόκοσμό της.

Τα Χριστούγεννα ήταν μια μέρα χαρμόσυνη για όλους. Έφαγαν, γέλασαν, διασκέδασαν, σαν μια κανονική οικογένεια. Αργά το μεσημέρι ο Αλέξανδρος, καθώς είχε χαλαρώσει ξαπλωμένος πάνω στον μεγάλο αρκούδο, πέταξε την ιδέα να πάνε μια κοντινή εκδρομή με το αυτοκίνητο. Έξω είχε ήλιο αλλά τα βουνά τριγύρω είχαν φορέσει τα λευκά τους. Μια βόλτα λοιπόν στην ορεινή Αρκαδία θα ήταν ό,τι το καλύτερο. Ντύθηκαν όλοι με τα ζεστά τους και ξεκίνησαν. Η διαδρομή ήταν μαγευτική. Η φύση έμοιαζε με στολισμένη νύφη που ετοιμάζεται για τον γάμο της.

Σε μια ώρα περίπου είχαν ήδη φτάσει στη Βυτίνα. Ένα από τα πιο γνωστά χωριά της ορεινής Αρκαδίας, κατάλληλο για τις λευκές μέρες του χειμώνα. Κατέβηκαν για μια μικρή βόλτα στο χιονισμένο χωριό. Η Αγνή έπεφτε με τη μούρη στο παχύ στρώμα χιονιού και σηκωνόταν ύστερα, χασκογελώντας. Κάθε στιγμή της αποθανατιζόταν στη φωτογραφική μηχανή. Κάθε παιχνίδι και κάθε γέλιο της γινόταν ανάμνηση, καταγεγραμμένη στον φακό.

Επόμενη στάση τους η Δημητσάνα. Ένα πανέμορφο χωριό λίγο πιο ψηλά, χτισμένο στην κορφή ενός βουνού, σαν στέμμα σε κεφάλι Βασιλιά. Το κρύο σε τέτοιο υψόμετρο ήταν πιο τσουχτερό γι’ αυτό μπήκαν αμέσως σε ένα παραδοσιακό καφέ. Από την τζαμαρία του μπορούσες να δεις την παρέλαση των χιονισμένων βουνών απέναντι. Κάθισαν μπροστά από το αναμμένο τζάκι, παραγγέλνοντας καφέδες και ζεστές σοκολάτες. Είχαν αφήσει κάθε δύσκολη κατάσταση των προηγούμενων ημερών να ξεπλένεται από το λευκό του χιονιού που τους περιέβαλε κι απολάμβαναν τις όμορφες στιγμές του παρόντος.

Τελευταίος τους προορισμός το επόμενο χωρίο, Στεμνίτσα. Ένα παραδοσιακό, πετρόχτιστο χωριό, στολίδι της περιοχής. Στο ενδιάμεσο της διαδρομής σταμάτησαν για να παίξουν χιονοπόλεμο κατόπιν παράκλησης της μικρής Αγνής. Δεν μπορούσαν να της χαλάσουν χατίρι εφόσον κι ίδιοι ρουφούσαν τη ζωή ως το μεδούλι. Η Ζωή έφτιαξε με τα χέρια της μια τεράστια χιονόμπαλα και την έριξε στον ανυποψίαστο Αλέξανδρο. Τον πέτυχε στο πρόσωπο, κάνοντάς τον να την κυνηγάει, φωνάζοντας σαν μικρό παιδί. Η Φανή με τον Χρήστο και την Αγνή ασχολήθηκαν με τη δημιουργική απασχόληση της δημιουργίας ενός χιονάνθρωπου. Ο Χρήστος ανακάλυψε κάποια ξερόκλαδα που κάπως έμοιαζαν με χέρια κι αμέσως τα πρόσθεσε στον χοντρό φίλο τους καμωμένο από χιόνι. Η Φανή του έβαλε δύο μικρά μαύρα πετραδάκια για μάτια, ο Χρήστος το καπέλο του κι η Αγνή το κασκόλ της. Η φωτογραφική μηχανή έπιασε φωτιά. Όμως ο Αλέξανδρος με μια άγαρμπη κίνηση κατάφερε να βρεθεί φαρδύς πλατύς πάνω στον χιονάνθρωπο. Όλοι μαζεύτηκαν τριγύρω για να αποχαιρετήσουν ό,τι τέλος πάντων απέμεινε από αυτόν. Μια ακόμα χιονόμπαλα σημάδεψε τη μύτη του Αλέξανδρου, αυτή τη φορά όμως από την Αγνή. Ήταν η τιμωρία του που κατάφερε  να της καταστρέψει τον χιονάνθρωπό της.

Είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει όταν έφτασαν στη Στεμνίτσα. Φωτισμένο το χιονισμένο χωριό, έμοιαζε με το απόλυτο Χριστουγεννιάτικο τοπίο. Κάνοντας μια γρήγορη βόλτα στα γλιστερά πλακόστρωτα σοκάκια της, ανακάλυψαν μια ζεστή, παραδοσιακή ταβέρνα κι ευθύς εισέβαλαν μέσα. Ήταν έτοιμοι να αναπληρώσουν την ενέργεια που έχασαν τις προηγούμενες ώρες. Μεζεδάκια και κρασί γέμισαν το τραπέζι. Η μύτη του Αλέξανδρου έγινε κατακόκκινη από το πολύ κρασί που ήπιε αλλά κι από το χιόνι που τον είχε βρει απροετοίμαστο νωρίτερα. Η Αγνή γέλαγε μαζί του, δείχνοντάς τον με το μικρό λευκό δαχτυλάκι της. Αποκαμωμένοι μα με πολύ καλή διάθεση επέστρεψαν στο Ναύπλιο.

Αν κι η επιστροφή της Αγνής είχε δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας, δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του Αλέξανδρου εκείνη η νύχτα που ήρθε αντιμέτωπος με τον δαίμονα. Κάθε φορά που άγγιζε το μενταγιόν στον λαιμό του θυμόταν τη λάμψη που έβγαλε, προστατεύοντάς τον από τη μαύρη σκιά. Κατανάλωσε αρκετές ώρες στο διαδίκτυο, μήπως κι ανακαλύψει ο,τιδήποτε σχετικό με το σχέδιο στο μενταγιόν του αλλά δεν κατάφερε κάτι. Ήταν ένα απλό τρίγωνο πάνω σε μια κόκκινη στρογγυλή μα ακανόνιστη πέτρα. Όμως για τον ίδιο ήταν πολλά περισσότερα.  Όπως καθόταν στον καναπέ του και το κρατούσε στα χέρια, θυμήθηκε τα λόγια του ιερωμένου από το Γύθειο.

Ο καθένας σας πρέπει να βρει το σύμβολό του και να το ζωγραφίσει στο σώμα του.

Ήταν ο μόνος τρόπος για να μην τους κάνει κακό ο δαίμονας. Έτσι τους είχε συμβουλέψει ο γέροντας τότε. Ο Χρήστος είχε αναφέρει πως το μενταγιόν αυτό το έφερε από τη Ρόδο. Δημιουργίες κάποιας μισότρελης καλλιτέχνιδας γριάς. Ίσως στην Ρόδο να μπορούσε να βρει κάποιες απαντήσεις. Εκείνη η αντιπαράθεση με τον δαίμονα ήταν προσωπική του υπόθεση κι όφειλε να τη λύσει μόνος του. Αν κουβαλούσε και τους υπόλοιπους μαζί του το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να τον καθυστερήσουν. Το πήρε απόφαση. Πρωταρχικός του σκοπός ήταν να κλείσει αεροπορικό εισιτήριο για το νησί της Ρόδου, δίχως να το μάθει κανείς. Σέρφαρε στην απαραίτητη διαδικτυακή σελίδα και μέσα σε πέντε λεπτά είχε βρει θέση για τη μεσημεριανή πτήση της επόμενης μέρας από Αθήνα. Επόμενο βήμα, να μάθει που βρισκόταν εκείνη η γριά. Αυτό μόνο στα βιβλία του Χρήστου μπορούσε να το ανακαλύψει. Τα βιβλία όμως τα είχε στο μαγαζί του. Πως θα έμπαινε εκεί; Χαμογέλασε λίγο στραβά κι έπιασε το κινητό του. Κάλεσε τον Χρήστο και του είπε πως θα περάσει για καφέ από το σπίτι.

Τα κλειδιά της αντικερί του Χρήστου βρίσκονταν στο τραπεζάκι κάτω από τον καθρέφτη. Πάντα εκεί τα άφηνε. Ένιωσε μια δύναμη να τον ωθεί να τα πάρει και να φύγει αλλά δεν το θεώρησε πρέπον. Το πιο σωστό ήταν να πείσει τον Χρήστο με κάποιο τρόπο να πάνε κι οι δύο μαζί στην αντικερί. Η Φανή είχε βγει με μια φίλη της για καφέ. Είχε πάρει και την Αγνή μαζί της. Το πολυμήχανο μυαλό του δεν άργησε να βρει μια δικαιολογία ώστε να πάνε στην αντικερί. Του είπε πως ήθελε να αγοράσει ένα ακόμα μενταγιόν όπως το δικό του για τη Ζωή. Το χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Ο Χρήστος δεν του χάλασε χατίρι κι έφυγαν για την αντικερί.

Επόμενο σχέδιό του ήταν να καταφέρει τον Χρήστο να απομακρυνθεί από το μαγαζί. Δεν δυσκολεύτηκε να το βρει. Προφασίστηκε ζαλάδα από υπερβολικό πονοκέφαλο και τον παρακάλεσε να πεταχτεί μέχρι το περίπτερο για να πάρει παυσίπονα. Στάθηκε τυχερός γιατί δεν είχε αποθέματα από παυσίπονα στο συρτάρι του. Ο Χρήστος προθυμοποιήθηκε να πάει να αγοράσει για τον φίλο του. Όλο το σχέδιο είχε πάει κατ’ ευχήν. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση του για να ψάξει μα ήλπιζε πως θα το έβρισκε γρήγορα. Όταν είδε τη πλάτη του Χρήστου να απομακρύνεται, άνοιξε αμέσως το συρτάρι του γραφείου του. Έψαξε στα γρήγορα τα βιβλία που υπήρχαν εκεί μέσα. Αυτό όμως που ήθελε δεν το βρήκε. Σκέφτηκε πως ίσως να το είχε μαζί με το ταμείο. Αριστερά του γραφείου του υπήρχε ένα ντουλάπι από σκούρο ξύλο. Ήταν κλειδωμένο. Το κλειδί που χρειαζόταν ήταν από εκείνα τα μεγάλα παλιά κλειδιά με το σκαλιστό κεφάλι. Δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο στο μπρελόκ του Χρήστου. Άρα, κάπου αλλού το φύλαγε. Είδε ένα μικρό κουτάκι πάνω στο γραφείο του. Το άνοιξε και… επιτυχία! Ανακάλυψε το κλειδί για τον θησαυρό. Ξεκλείδωσε στα γρήγορα το παλιό ντουλάπι. Μέσα υπήρχαν στοίβες με χαρτιά και βιβλία. Σε λίγα λεπτά είχε ξετρυπώσει το τετράδιο με τους προμηθευτές του. Εκεί ακριβώς βρέθηκε κι η διεύθυνση ενός γυναικείου ονόματος από τη Ρόδο. Το σημείωσε σε ένα χαρτάκι. Ύστερα τακτοποίησε τα πάντα στη θέση τους. Τελείωσε ακριβώς την ώρα που επέστρεψε ο Χρήστος.

Δεν είχε χαράξει ακόμα όταν ξεκίνησε με το αυτοκίνητό του για την Αθήνα.

Φεύγω εκτάκτως για τη Ρόδο. Πρέπει να καλύψω φωτογραφικά μια ανασκαφή που μόλις βγήκε στο φως. Αυτά τα λίγα λόγια άφησε σε ένα τσαλακωμένο χαρτί πάνω στο μαξιλάρι του. Η Ζωή άρχισε αμέσως την γκρίνια που θα την άφηνε μόνη μέρες γιορτών. Η Φανή της εξήγησε πως ήταν αρκετά σημαντικό για την καριέρα του. Ευτυχώς που εκείνες τις μέρες είχε έρθει ο πατέρας της Ζωής για να της επιστρέψει το αυτοκίνητο. Αλλιώς ήταν σίγουρος ο Αλέξανδρος πως θα ασκούσε βέτο να την πάρει μαζί του. Έφτασε στο αεροδρόμιου του Ελευθερίου Βενιζέλου αρκετά νωρίς. Είχε χρόνο να πιεί έναν ζεστό καφέ. Αμέσως μετά επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο με προορισμό το νησί του Ήλιου, τη Ρόδο.

Ο Αλέξανδρος Γεωργίου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα με την οικογένεια του από την Κύπρο σε αρκετά μικρή ηλικία. Δεν είχε σχεδόν καμία ανάμνηση από τη ζωή του στην Κύπρο. Εγκατέλειψαν το νησί της Αφροδίτης γιατί η οικογενειακή τους επιχείρηση χρεοκόπησε. Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν μια νέα αρχή στην Ελλάδα. Ο πατέρας του θα δούλευε στον μεγαλοεπιχειρηματία αδελφό του στην Αθήνα. Ο θείος του ήταν μεγάλο κεφάλι στις επιχειρήσεις μα και πολύ γνωστός κομπιναδόρος.

Όντως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τα είχε καταφέρει με τη βοήθεια βέβαια του αδελφού του Ό,τι συνέβαινε ήταν κάτω από την επιρροή του. Έλεγχε κάθε κίνησή του. Σχεδόν ολάκερη τη ζωή του. Μέσα στο σπίτι αντιμετώπιζε μια συνεχόμενη γκρίνια κι ατελείωτους καβγάδες μεταξύ των γονιών του. Η μάνα του ένιωθε καταπιεσμένη από τη ζωή που έκαναν στην Ελλάδα. Κυρίως από τον συνεχόμενο έλεγχο του κουνιάδου της. Δεν της άρεσε εξαρχής η ιδέα της μετακόμισης εκεί και πόσο περισσότερο τώρα που απέκτησαν κι αφέντη πάνω από το κεφάλι τους. Ο Αλέξανδρος ήταν αρκετά μικρός για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει την τραγικότητα της κατάστασης. Ως μοναχοπαίδι όμως κι επειδή δεν είχε κάποιον άλλον να ασχοληθεί, παρακολουθούσε στενά τη ζωή των δικών του.

 Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο η κατάσταση γινόταν πιο δύσκολη, πιο ελεγχόμενη. Κατάφεραν να χτίσουν δικό τους σπίτι και να φύγουν από το ενοίκιο αλλά για κακή τους τύχη το σπίτι αυτό βρισκόταν ακριβώς πάνω από το σπίτι του θείου του. Μεγαλύτερος έλεγχος, μεγαλύτερα προβλήματα. Η οικογένειά του κόντευε σχεδόν να διαλυθεί εκ των έσω. Η μάνα του ήταν έτοιμη να καταφύγει σε διαζύγιο. Τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε, εξαιτίας του Αλέξανδρου. Δεν ήθελε να τον αφήσει έρμαιο της κατάστασης. Να τον πάρει μαζί της και να φύγει ήταν αδύνατο γιατί ο κουνιάδος της είχε τις άκρες να τον διεκδικήσει νομικά. Την είχε απειλήσει πως θα την έβγαζε τρελή. Έπρεπε να ενηλικιωθεί πρώτα και μετά θα μπορούσε να φύγει.

Ο Αλέξανδρος στα δεκαέξι του χρόνια φαινόταν ολόκληρος άντρας. Πολύ ψηλός, με καλοφτιαγμένο σώμα, λόγω αθλητισμού και γυμναστηρίου. Πάρα πολύ όμορφος άντρας. Εκείνη την περίοδο χρειάστηκε η μάνα του να πάει στην Κύπρο για την κηδεία του πατέρα της. Εκείνες τις μέρες έφυγε κι ο πατέρας του για επαγγελματικό ταξίδι εκτός Αθηνών. Για πρώτη φορά έμεινε εντελώς μόνος του στο σπίτι. Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο θείος του. Είχε έρθει για να ελέγξει την κατάσταση. Εκείνος ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, αρκετά δυνατός για την ηλικία του. Κάθισαν στο σαλόνι κι έπιασαν συζήτηση.

«Μεγάλωσες κι έγινες πολύ όμορφος ανιψιέ. Δεν είναι λογικό ένα τόσο όμορφο παιδί να μην έχεις κάποιο φλερτ. Ουρά θα έπρεπε να τρέχουν οι γυναίκες πίσω σου», σχολίασε ο θείος του με πονηρό ύφος.

Ο Αλέξανδρος του είπε πως όλο και κάτι υπήρχε. Εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο μικρό μπαράκι που είχαν στο σαλόνι για να βάλει ποτό. Έφερε και δεύτερο ποτήρι για τον Αλέξανδρο. Η συζήτηση περί ερωτικών θεμάτων συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, γεγονός που τον παραξένεψε πολύ. Δεν συνήθιζε να το κάνει με την παρουσία των γονιών του. Επιτέλους, μετά από λίγο έφυγε για το σπίτι του. Ο Αλέξανδρος, ζαλισμένος λίγο από το αλκοόλ, έπεσε νωρίς για ύπνο.

Η νύχτα εκείνη έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό του. Συνέβη κάτι που θα τον σημάδευε για το υπόλοιπο της ζωής του. Η βραδιά δεν ήταν ήσυχη. Καταιγίδα είχε πιάσει από νωρίς κι οι κεραυνοί έπεφταν ασταμάτητα. Ο Αλέξανδρος όμως κοιμόταν βαριά κάτω από την επήρεια του αλκοόλ. Ξαφνικά ξύπνησε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Δύο χέρια τον είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι κι η κουβέρτα βρισκόταν πάνω στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Κι ήταν καλύτερο γιατί εκείνη τη στιγμή η ίδια η ζωή του θα του επιφύλασσε πόνο κι αηδία συνάμα. Προσπάθησε να ξεφύγει μα δεν τα κατάφερε. Πως να αποδράσει από τη μοίρα του; Δεν το έβαλε όμως κάτω.

«Φύγε από πάνω μου! Άσε με!», ούρλιαζε με δάκρια στα μάτια.

Δεν σταμάτησε να φωνάζει μέχρι που δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο. Ο δράστης κατάφερε να τον κάνει να χάσει για λίγο τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε τα δύο του χέρια ήταν δεμένα στο κρεβάτι κι η κουβέρτα συνέχισε να παραμένει μπροστά του να του κρύβει την άρρωστη αλήθεια. Εκείνος που βρισκόταν πάνω του, τού κατέβασε με δύναμη το εσώρουχο. Ένιωσε ότι του κατέβασε την ψυχή στα Τάρταρα. Ένα δυνατό σώμα έπεσε πάνω του, βαρύ σαν μολύβι. Μετά από λίγες στιγμές όλη του η ύπαρξη είχε κατακερματιστεί, είχε βιαστεί. Αυτές οι λίγες στιγμές ήταν αρκετές για να αφανιστεί ο ανδρισμός του. Αισθανόταν το κάτω μέρος του σώματός του νεκρό, να καίει από το αίμα του και τα υγρά που ξέρασε το μένος ενός φονιά. Φωτιά έκαιγε στα σωθικά του. Ένα ακόμα χτύπημα τον βρήκε στο πρόσωπο κι ένα βουητό στα αυτιά, όμοιο με τη σώψυχη κραυγή του. Αυτή τη φορά όμως πάλεψε και δεν έχασε τις αισθήσεις του. Κρατήθηκε με νύχια και με δόντια, ώστε να αντικρίσει έστω και για μια στιγμή εκείνον που του στέρησε την παρθενιά της αντρικής του φύσης. Μόνο να τον δει γιατί δεν είχε το σθένος να προβάλει καμία αντίσταση. Άκουσε τον βιαστή του να ντύνεται. Μετά από λίγο του έλυσε τα χέρια. Το στομάχι του ανακατεύτηκε στο άγγιγμά του άλλα έμεινε ακίνητος, ώστε να φαίνεται στα μάτια του άλλου αναίσθητος. Λίγο πριν φύγει από το δωμάτιο, ο Αλέξανδρος κατάφερε να τραβήξει λίγο την κουβέρτα από το πρόσωπό του. Πρόλαβε να δει τον άνθρωπο που του είχε καταστρέψει τη ζωή.

«Εσύ;», σπάραξε μέσα του.

Σοκαρίστηκε, όταν είδε τον θείο του. Μέσα στο λιγοστό φως φαινόταν τεράστιος, σιχαμερός με δύο μάτια να γυαλίζουν από την ηδονή που μόλις είχε εκμαιεύσει από το απείραχτο κορμί του. Με δυσκολία σηκώθηκε, όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει. Μπήκε στο μπάνιο παραπατώντας και κάθισε κάτω από το ανοιχτό ντους. Ούτε η πίεση του νερού δεν ήταν δυνατή, ώστε να γίνει κάθαρση για το μίασμα που είχε αφήσει στο σώμα του. Πρέπει να έμεινε εκεί τουλάχιστον μια ώρα. Το νερό είχε αρχίσει να παγώνει όταν σηκώθηκε. Ντύθηκε και μπήκε στο δωμάτιο του. Μάζεψε τα σεντόνια σε κουβάρι, ενθύμια ενός φόνου ψυχής, και τα έχωσε σε μια σακούλα σκουπιδιών. Έστρωσε το κρεβάτι του κι αφέθηκε εκεί, κλαίγοντας. Δάκρια καυτά έκαιγαν τα σεντόνια κι έμοιαζαν να θέλουν να το τρυπήσουν. Δεν αποκάλυψε σε κανέναν τίποτα. Ήταν ένα μυστικό που κράτησε μέσα του, δίχως να το μοιραστεί ποτέ.

Μετά από έναν χρόνο περίπου πέθανε η μητέρα του από καρκίνο στο στήθος. Λίγους μήνες μετά ακολούθησε κι ο θείος του. Κάποιος τον είχε δολοφονήσει. Θα μπορούσε να το είχε κάνει και ο ίδιος μα τον πρόλαβαν. Κάποιος τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Η θεία δίκη είχε έρθει γι’ αυτόν με τον καλύτερο τρόπο. Ο πατέρας του κληρονόμησε όλη αυτήν την τεράστια περιουσία. Το γεγονός δεν έκανε καμία αίσθηση στον Αλέξανδρο. Εξάλλου με τον πατέρα του δεν είχαν μετά το συμβάν τις καλύτερες σχέσεις.

Μόλις τελείωσε το σχολείο έφυγε για σπουδές στην Αγγλία. Λεφτά υπήρχαν, οπότε το εκμεταλλεύτηκε. Πέρασε πολύ καλά εκεί. Ξόδευε όσα μπορούσε για την καλοπέρασή του. Η ερωτική του ζωή ήταν άθλια όμως. Κάθε γυναίκα που γνώριζε, την έδιωχνε κακήν κακώς αμέσως μετά το σεξ. Πειραματίστηκε και με άντρες. Δεν ένιωσε κάτι το διαφορετικό ή το καλύτερο. Το μόνο που ήθελε μετά τη σεξουαλική πράξη ήταν να απομονωθεί. Κάθε βράδυ στο κρεβάτι του υπήρχε και κάποιο διαφορετικό πρόσωπο, θηλυκό ή αρσενικό. Κάποια στιγμή έμπλεξε και με ανθρώπους του υπόκοσμου που τον εκμεταλλεύονταν για το παρουσιαστικό του. Κατέληξε συνοδός σε πλούσιες κυρίες και κυρίους. Αναμενόμενο ήταν να αποκτήσει κι εχθρούς γι’ αυτόν τον λόγο. Πολλοί τον ζήλευαν γιατί είχε πέραση κι έβγαζε πολλά χρήματα. Η ζωή που ζούσε ήταν ποτισμένη με κίνδυνο. Μια νύχτα βρέθηκε μαχαιρωμένος σε κάποιο στενάκι του Λονδίνου. Κάποιος τον περιμάζεψε και τον πήγε στο νοσοκομείο. Ξύπνησε με φοβερούς πόνους στα πλευρά από τη μαχαιριά. Δεν θυμόταν τίποτα από το γεγονός. Αυτός ήταν κι ο λόγος που τελικά αποφάσισε να ξεκόψει από τον υπόκοσμο.

Τελείωσε τις σπουδές του κι επέστρεψε στην Ελλάδα. Ακολούθησε θεραπεία σε ψυχολόγο και τα πράγματα έφτιαξαν κάπως για αυτόν. Έκανε και μια μικρή σχέση λίγων μηνών. Βρήκε μια πολύ καλή δουλειά στο μουσείο του Ναυπλίου και μετακόμισε εκεί. Μετά από λίγο καιρό γνώρισε τη Ζωή. Με την οικογένεια του δεν κράτησε καμία επαφή. Τον πατέρα του δεν μπορούσε ούτε στα μάτια να τον κοιτάζει ύστερα από όσα του προκάλεσε ο αδελφός του.

Αυτό το πρόσωπο είχε πάρει κι ο δαίμονας εκείνο το βράδυ. Το πρόσωπο του θείου του. Άνοιξε τα μάτια μετά από αυτή την αναδρομή που είχε κάνει στο παρελθόν. Έπρεπε να βρει μια λύση. Ίσως να ήταν κι η μόνη λύτρωση για τα τόσα χρόνια που κρατούσε αυτό το μυστικό μέσα του. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Ρόδο. Το νησί των αντιθέσεων. Τα κοσμοπολίτικα θέρετρα κι οι ερημικές παραλίες, τα γραφικά χωριουδάκια κι οι καστροπολιτείες, τα ηλιοκαμένα αιγαιοπελαγίτικα τοπία κι οι καταπράσινες ρεματιές.

Με το που έφτασε στην πόλη της Ρόδου, πριν καν ψάξει να βρει κάποιο ξενοδοχείο, έβγαλε το χαρτάκι με τη διεύθυνση της γριάς. Δεν είχε σκοπό να χάσει άλλον χρόνο.

Περπατώντας στα σοκάκια της παλιάς πόλης, έφτασε μπροστά από ένα μικρό κατάστημα, πέτρινο με ξύλινα σκούρα κουφώματα. Η πόρτα της εισόδου ήταν ολάνοιχτη και στο πάνω μέρος υπήρχε ένας τεράστιος ξύλινος ήλιος. Το μαγαζί ονομαζόταν Κίρκη. Ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα. Παντού έκαιγαν αρωματικά στικς, ο χώρος μοσχοβολούσε. Μια ηλικιωμένη γυναίκα καθόταν σε έναν πάγκο με σκυμμένο το κεφάλι και με τα γυαλιά της στην άκρη της μύτης, κάτι ζωγράφιζε. Τα ρυτιδωμένα δάχτυλά της κρατούσαν ένα λεπτό πινελάκι και με σταθερότητα, ενός νεανικού χεριού, σχεδίαζε πάνω σε ένα πήλινο μενταγιόν. Ήταν αρκετά κοντή κι αδύνατη, με τα λευκά μαλλιά της καλοχτενισμένα σε έναν χαμηλό κότσο, ντυμένη με ένα μακρύ φόρεμα φαρδύ και πολύχρωμο. Καθώς τον αντίκρισε, του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο.

«Καλώς τον γιόκα μου! Σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;».

Τον είδε να περιεργάζεται τα αντικείμενα του χώρου. Η πολύχρονη εμπειρία της όμως τής υπεδείκνυε πως δεν είχε έρθει αυτός ο όμορφος άντρας στον χώρο της ως πελάτης. Το πρόσωπό του δεν έκρυβε κίνδυνο μα γνώση κι αναζήτηση.

«Εσείς φτιάχνεται όλα αυτά τα μικρά αριστουργήματα;».

«Χαίρομαι που σου αρέσουν παιδί μου. Είναι το μεράκι μου. Αυτό με κρατάει ακόμα στη ζωή».

«Φοράω κάτι δικό σας. Μου το έδωσε ένας καλός μου φίλος».

Ο Αλέξανδρος άνοιξε το κουμπί του πουκαμίσου του και φάνηκε το μενταγιόν που τού είχε δώσει ο Χρήστος. Η γριά το είδε και χαμογέλασε.

«Ναι, το θυμάμαι. Όμορφο κομμάτι. Ποιός καλός άνεμος σε έφερε όμως αγόρι μου σε μένα; Ήρθες για τουρισμό;».

Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε ήδη καταλάβει τον σκοπό της επίσκεψής του. Μέσα της έκρυψε μια ικανοποίηση.

«Με λένε Αλέξανδρο κι έρχομαι από το Ναύπλιο. Δεν βρίσκομαι εδώ για τουρισμό κυρία…».

«Κίρκη είναι το όνομά μου», είπε και τού πρόσφερε το ρυτιδιασμένο αλλά απαλό, σαν βελούδο, χέρι της.

«Χάρηκα. Ήρθα εδώ για να μάθω τι σημαίνει το σύμβολο από το μενταγιόν μου».

Με τα ακροδάχτυλά του κρατούσε το μενταγιόν, το οποίο αχνοέλαμπε. Ήταν πλέον σίγουρη πως ο νεαρός αυτός άντρας ήταν ο εκλεκτός του μενταγιόν.

«Τόσο δρόμο για μια ερώτηση που θα μπορούσες να κάνεις από το τηλέφωνο; Μάλλον θα είναι πολύ σημαντικό για σένα. Το σύμβολο αυτό γιέ μου είναι το σύμβολο της φωτιάς. Ένα από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Παντοδύναμο στοιχείο η φωτιά. Με αυτήν πεθαίνουν και γεννιούνται κόσμοι ολάκεροι. Όμως μόνη της δεν είναι και τόσο ισχυρή. Χρειάζεται και τα υπόλοιπα τρία στοιχεία για να αποδυναμώσουν κάθε κακό που υπάρχει».

Η γριά γυναίκα άφησε το πινέλο κάτω, σκούπισε τα λερωμένα, από μπογιά, χέρια της και πήγε σε μια μικρή βιβλιοθήκη στην άκρη του δωματίου. Άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα βελούδινο πουγκί. Το έφερε κοντά στον Αλέξανδρο και το άνοιξε. Υπήρχαν τρία σκαλιστά σύμβολα μέσα.

«Γη, νερό κι αέρας. Το τέταρτο, τη φωτιά, το φοράς στο λαιμό σου», συνέχισε να του λέει.

Το μενταγιόν του αέρα ήταν υπόλευκο κι είχε σαν σύμβολο ένα σκαλισμένο ισόπλευρο τρίγωνο με την κορυφή του να κοιτάζει προς τα πάνω. Μια παράλληλη γραμμή με τη βάση του τριγώνου, το χώριζε στα δύο. Της γης ήταν στο χρώμα του σκούρου κυπαρισσιού, ίδιο με του αέρα στο σχήμα, αλλά με την κορυφή του προς τα κάτω. Του νερού ήταν σκούρο γαλάζιο και το τρίγωνό του με την κορυφή κι αυτό προς τα κάτω αλλά χωρίς τη διαχωριστική γραμμή. Το δικό του, το αντίστοιχο της φωτιάς, ήταν ίδιο με αυτό του αέρα μα χωρίς διαχωριστική γραμμή κι αυτό και σε χρώμα πορτοκαλοκόκκινο. Αμέσως, στο μυαλό του Αλέξανδρου ήρθε το σχήμα του αρσενικού και του θηλυκού. Το αρσενικό, φαλλοκρατικό σχήμα, είναι συνήθως γωνία με την κορυφή προς τα πάνω σε αντίθεση με το θηλυκό που είναι σαν κούπα και έχει την γωνία κάτω. Ο συσχετισμός ήταν εκπληκτικός. Το δικό του και του Χρήστου ήταν καθαρά αρσενικά σε σχέση με τα σχήματα της γης και του νερού που έδειχναν θηλυκά.

«Είναι πανέμορφα. Φαντάζομαι πως θα έχεις πολλά αντίτυπα. Αλήθεια που βρήκες αυτά τα σύμβολα και τα έφτιαξες;».

«Τα συγκεκριμένα είναι μοναδικά. Είσαι τυχερός που έχεις το ένα από αυτά. Τώρα το πως τα βρήκα; Αυτή είναι μια ολόκληρη ιστορία. Αν μείνεις μέρες ευχαρίστως να έρθεις να σου την πω».

«Άλλη μια μέρα θα βρίσκομαι στο νησί μόνο, δυστυχώς».

Ο Αλέξανδρος προς στιγμήν φοβήθηκε πως δεν ήθελε να του μιλήσει η γυναίκα. Πως τον απέφευγε. Κατάλαβε, σύντομα, πως έκανε λάθος.

«Τότε αγόρι μου έλα αύριο το πρωί. Θα είμαι από νωρίς εδώ. Κρίμα που δεν θα μείνεις για την Πρωτοχρονιά. Είναι πολύ όμορφα στο νησί η αλλαγή του χρόνου».

Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε την ηλικιωμένη γυναίκα κι έφυγε για να βρει κάποιο κατάλυμα να ξεκουραστεί.

Η μέρα ήταν ακόμα ηλιόλουστη. Βαρέθηκε να κλειστεί σε τέσσερις τοίχους κι έτσι αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στην παλιά πόλη της Ρόδου. Η καρδιά του νησιού χτυπούσε μέσα στη μεσαιωνική της πόλη. Κόσμος πολύς γυρνούσε στα λιθόστρωτα σοκάκια της, παρότι ήταν χειμώνας. Περπάτησε τη Σωκράτους, όπου λάμβανε χώρα το πολύχρωμο παζάρι. Έστριψε δεξιά την Πανέτιου και βρέθηκε στην οδό των Ιπποτών. Τα μάτια του μαγνητίστηκαν από τον επιβλητικό όγκο του Καστέλου που στεκόταν στο ψηλότερο σημείο του κάστρου των ιπποτών. Η ιστορία του ήταν καταγραμμένη σε κάθε πέτρα. Μια ιστορία αιώνων.

Διαβάζοντας για το συγκεκριμένο παλάτι από έναν τουριστικό οδηγό που είχε, ο Αλέξανδρος σταμάτησε στο σημείο που ανέφερε πως κάποτε ήταν κτισμένο εκεί το αρχαίο ιερό του Ηλίου. Άλλο ένα κομμάτι του πάζλ που προσπαθούσαν να συναρμολογήσουν. Δεν ήταν τυχαίο τελικά που βρέθηκε στη Ρόδο.

Εκεί κοντά είδε διάφορα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει ένα του γούστο του. Δεν ήταν τουριστική περίοδος κι έτσι τα περισσότερα ήταν ακόμα διαθέσιμα. Τακτοποιήθηκε κι έπεσε να ξεκουραστεί.

Ξύπνησε το απόγευμα από το δυνατό χτύπημα του παραθύρου. Είχε πιάσει έξω πολύ δυνατός άνεμος. Η θάλασσα είχε αφρίσει. Τεράστια κύματα χτύπαγαν με δύναμη το λιμάνι. Τα δέντρα λύγιζαν κατά τη φορά του ανέμου. Ντύθηκε και κατέβηκε για μια βόλτα. Δεν μπορούσε να κάθεται κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Με το που βγήκε εξω, ένιωσε μια δυνατή ριπή αέρα να του χαστουκίζει το πρόσωπο. Τα μαλλιά του ανέμιζαν προς κάθε κατεύθυνση. Ανέβασε το φερμουάρ του τζάκετ του μέχρι πάνω κι έχωσε τα χέρια του βαθιά στις τσέπες του.

Περπατώντας στα πέτρινα δρομάκια της πόλης, είδε από μακριά έναν νεαρό με αρκετά σκούρα επιδερμίδα να χάνει την ισορροπία του και να πέφτει στο πεζοδρόμιο. Έτρεξε και τον βοήθησε να σηκωθεί.

«Είστε καλά;» τον ρώτησε.

Τότε παρατήρησε πως το ένα του πόδι ήταν αρκετά πιο κοντό από το άλλο. Είχε χοντρά κι άσχημα χαρακτηριστικά μα μια μαγευτική λάμψη στα μάτια. Παρόλη την ασχήμια του, ο Αλέξανδρος τον βρήκε αρκετά ελκυστικό. Του έδωσε το μπαστούνι που είχε πέσει στο πεζοδρόμιο και του χαμογέλασε.

«Σε ευχαριστώ φίλε μου. Μερικές φορές η αναπηρία μου δεν με βοηθάει και σωριάζομαι στον δρόμο. Τελικά η ζωή είναι άδικη. Εκτός από την ασχήμια, μού χάρισε κι αναπηρία. Άδικος κόσμος».

Ο τρόπος που μιλούσε ήταν τόσο γαλήνιος που ο Αλέξανδρος εντυπωσιάστηκε.

«Η ομορφιά φίλε μου κρύβεται μέσα μας. Μπορεί να μην έχεις χαρακτηριστικά μοντέλου αλλά στα μάτια μου φαίνεσαι πολύ όμορφος… Μην παραξενεύεσαι με τα λόγια μου. Όταν βλέπω κάτι όμορφο, το θαυμάζω και δεν διστάζω να το εκφράσω».

«Αυτό δείχνει καλοσύνη, δύναμη και παρορμητισμό. Είσαι καθαρόαιμο παιδί της φωτιάς».

Ο Αλέξανδρος πάγωσε. Έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

«Α, ναι, μη δίνεις σημασία. Απλώς ασχολούμαι λίγο με τα μεταφυσικά. Η δουλειά μου είναι πολύ κουραστική κι όλα αυτά με κάνουν να ξεχνιέμαι. Σιδηρουργός είμαι. Σκληρή δουλειά. Θέλει μπράτσα γερά. Φτιάχνω βέβαια και κοσμήματα. Από χαλκό κι άλλα μέταλλα. Μην σε κρατάω όμως από τη βόλτα σου. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς άλλο για μένα. Είμαι πολύ καλά».

Ο Αλέξανδρος αναρωτήθηκε πώς μπορούσε αυτός ο σκληρός, κατά τ’ άλλα, άντρας να κρύβει τόση μεγάλη ευαισθησία μέσα του. Καλλιτεχνική φλέβα.

«Να προσέχεις πιο πολύ στο μέλλον. Και μην αποκαλείς τον εαυτόν σου άσχημο. Η καλή σου καρδιά σε κάνει όμορφο».

Τα λόγια έφευγαν από το στόμα του σαν ανεξέλεγκτος χείμαρρος.

«Κι εσύ να θυμάσαι πως ο καθένας σε αυτή τη ζωή παίρνει αυτό που του αξίζει. Εκείνοι που μας κάνουν κακό κάποια στιγμή παίρνουν το μάθημά τους από την ίδια τη ζωή. Κι αυτό το έχεις δει και μέσα στην οικογένεια σου. Είσαι πολύ δυνατός κι η φωτιά που καίει μέσα σου θα είναι σύμμαχος σε όλες τις δυσκολίες που θα σε βρουν. Θα είσαι νικητής όμως», και χωρίς να τελειώσει τη φράση του, έφυγε κουτσαίνοντας, αφήνοντας άφωνο τον Αλέξανδρο.

Πριν χαθεί στην άκρη του δρόμου μια χαλκόχρωμη αύρα τον τύλιξε. Η αύρα αυτή ανέβηκε αργά στον ουρανό κι ενώθηκε με τη χάλκινη χροιά του δειλινού. Πως ήταν δυνατόν ένας άγνωστος να ξέρει τόσα πολλά και να αφήνει με τα λόγια του τέτοιες αιχμές; Συνέχισε τη βόλτα του χαμένος στις σκέψεις του μέχρι που σκοτείνιασε κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στο δωμάτιο του.

Την επόμενη μέρα ο καιρός ευτυχώς είχε φτιάξει. Ο ήλιος, ο προστάτης του νησιού, ζέσταινε την κάθε γωνιά του. Ο Αλέξανδρος ήδη βρισκόταν στον δρόμο για τη γριά Κίρκη. Ανυπομονούσε να ακούσει την ιστορία της. Έφτασε στο μαγαζί της κι η πόρτα για μια ακόμα φορά ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα και την είδε να φτιάχνει καφέ. Το δυνατό του άρωμα τον ξύπνησε για τα καλά.

«Καλημέρα αγόρι μου σε περίμενα», του είπε με ένα χαμόγελο που αμέσως του έφτιαξε τη διάθεση.

Είχε φτιάξει δυνατό καφέ για να τον κρατήσει ξύπνιο γιατί η ιστορία της μπορεί να τον κούραζε. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε και της είπε πως σίγουρα δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Περίμενε πως και πως να την ακούσει. Του πρόσφερε τον καφέ και κάθισε απέναντί του.

Όταν γινόταν η μοιρασιά της γης από τους θεούς, η Ρόδος δεν υπήρχε στην επιφάνεια της θάλασσας μα ήταν βυθισμένη. Έτσι λοιπόν οι θεοί μοίρασαν τη στερεή γη μεταξύ τους. Ο Ήλιος δεν βρισκόταν εκεί, έλειπε σε ταξίδι, οπότε ξέχασαν να του βγάλουν κλήρο. Όταν το έμαθε ο Δίας, θέλησε να κάνει διανομή εκ νέου. Δεν συμφώνησε όμως ο Ήλιος γιατί έβλεπε να αναδύεται από τη θάλασσα μια νέα χώρα, οπότε και πρότεινε να πάρει αυτήν. Ορκίστηκε λοιπόν η Λάχεσις, υπό το πρόσταγμα του Δία, πως η νέα αυτή χώρα θα ανήκει στον Ήλιο. Όταν τελικά εμφανίστηκε το όμορφο αυτό νησί, τού το παραχώρησαν. Εκεί ο θεός αγάπησε τη νύμφη Ρόδο κι έκανε τους επτά γιούς του. Έδωσε λοιπόν στο νησί το όνομα της αγαπημένης του νύμφης.

Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν μια περίεργη φυλή ανθρώπων που τους παρομοίαζαν με δαίμονες. Το όνομα τους ήταν Τελχίνες, λέξη που προέρχεται από το ρήμα “θέλγω”. Όντως ήταν γόητροι και μάγοι, φοβεροί στις τέχνες. Πρώτοι κατασκεύασαν αγάλματα των Θεών που κοσμούσαν πολλούς ναούς. Ήταν καλοί ναυτικοί και πολλοί λένε πως ήρθαν από την Κύπρο και την Κρήτη γι’ αυτό και το παρουσιαστικό τους ήταν άγριο και μελαμψό. Είχαν την εύνοια πολλών από τους θεούς και τους αντάμειβαν πλουσιοπάροχα.

Στο νησί αυτό φύτρωσαν κι οι μηλιές με τους χρυσούς καρπούς που κατέληξαν στον κήπο των Εσπερίδων. Με τον θάνατο του Λάδωνα και τη μεταμόρφωσή του σε δαίμονα, οι Θεοί περίμεναν την εκδίκησή του προς τον Ηρακλή. Ο δαίμονας αυτός όμως είχε άλλα σχέδια. Ήθελε να εκδικηθεί τους ανθρώπους για την κατάντια του. Χάθηκε σε μια σπηλιά για να μην τον βρίσκει ούτε ο Ήλιος και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδικηθεί. Ο Ήλιος τότε για να γλιτώσει τους ανθρώπους από το κακό, που ο ίδιος δημιούργησε, χώρισε τη δύναμή του σε τέσσερα κομμάτια. Το πρώτο το έδωσε στη Γη, το δεύτερο στο νερό, το τρίτο στον αέρα και το τελευταίο και πιο αγαπημένο, στη φωτιά που ήταν και δικό του δημιούργημα. Όταν θα εμφανιζόταν ο δαίμονας, αυτά τα τέσσερα στοιχεία θα έπρεπε να ενωθούν για να ανοίξει ο δρόμος και να περάσει ο Ήλιος για να τον εξαφανίσει.

Όλη αυτή η ιστορία ανακαλύφθηκε αποτυπωμένη σε τοιχογραφία σε έναν ναό στο νησί της Ρόδου. Στον ναό αυτόν βρέθηκε κι ένα αγγείο με τέσσερα σύμβολα ζωγραφισμένα επάνω του, όπου το κάθε ένα από αυτά άνηκε στα τέσσερα στοιχεία στα οποία ο Ήλιος μοίρασε τη δύναμή του. Το αγγείο αυτό πιστεύουν ότι είναι η πύλη που θα περάσει ο θεός για να σκοτώσει τον δαίμονα. Το συγκεκριμένο αγγείο έσπασε σε τέσσερα κομμάτια, τα οποία με άγνωστο τρόπο εξαφανίστηκαν και κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να βρει.

«Και πως τα είδατε εσείς αυτά τα σύμβολα;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όταν ήμουν νέα είχα ένα όραμα, όπου μου εμφανίστηκαν πεντακάθαρα αυτά τα τέσσερα σχήματα. Αμέσως τα ζωγράφισα σε ένα χαρτί για να μην τα ξεχάσω. Τον καιρό που είδα το όραμα, υπήρχε ένας ιερέας εδώ στη Ρόδο, ο οποίος ήταν εκατόν πέντε ετών. Ο μοναδικός που είχε αντικρίσει τα σύμβολα αυτά πάνω στο ίδιο το αγγείο πριν εξαφανιστεί.  Ήταν μακρινός μου συγγενής και του μίλησα για το όραμα. Του έδειξα τα σχέδια και μόλις τα είδε, τα θυμήθηκε αμέσως. Μου είπε όλη αυτή την ιστορία και με διαβεβαίωσε πως στο μέλλον θα μου χρειαστούν. Θα ερχόταν η μέρα που θα έπρεπε να τα παραδώσω στον κατάλληλο άνθρωπο, ο οποίος θα τα χρησιμοποιούσε για καλό σκοπό. Τα χρόνια περνούσαν κι έβλεπα πως δεν ερχόταν ο εκλεκτός. Φοβήθηκα πως θα πεθάνω κι όλο αυτό το μυστικό θα το πάρω στον τάφο μου. Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω τέσσερα μενταγιόν. Τα πρωταρχικά τα έφτιαξα από πηλό που βρήκα στον ναό με το αγγείο. Κατασκεύασα και κάποια αντίγραφα από τα μενταγιόν. Έτσι αποφάσισα να τα στείλω σε διάφορα καταστήματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό».

«Και πως ήρθε σε μένα το πρωτότυπο;», ρώτησε ο Αλέξανδρος με έκδηλη την ανυπομονησία του.

«Γριά γυναίκα είμαι γιέ μου κι η όρασή μου με πρόδωσε. Έκανα λάθος κι έστειλα στο Ναύπλιο το πρωτότυπο. Ήξερα όμως πως με κάποιον τρόπο θα επέστρεφε σε μένα και μάλιστα με τον άνθρωπο, στον οποίο θα άνηκε. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Ήρθες εσύ».

Η αποκάλυψη εκείνη βγήκε σαν βάρος από μέσα της με μια ανάσα που μετέφερε χρόνια.

«Και μάλιστα είμαι σίγουρη πως εσύ είσαι ο εκλεκτός. Όπως είμαι σίγουρη πως υπάρχουν και πολλά ακόμα που σε βασανίζουν και δεν μου τα έχεις πει. Μπορώ να σε βοηθήσω αν μου μιλήσεις».

Ο Αλέξανδρος δίστασε για λίγο. Μετά όμως αποφάσισε να πει όλη την ιστορία στη γριά. Το ένστικτο του έλεγε πως αυτό είναι το σωστό. Εξιστόρησε λοιπόν στην Κίρκη όλα όσα τους είχαν συμβεί, μέχρι εκείνη την ώρα. Της μίλησε αναλυτικά και για τους τρεις φίλους του.

Η γριά γυναίκα τότε του πρότεινε πως να μοιράσει τα υπόλοιπα μενταγιόν στους φίλους του. Σύμφωνα με την πρόχειρη εκτίμηση που είχε κάνει, το μενταγιόν του νερού έπρεπε να δοθεί στη Ζωή, της γης στη Φανή και του αέρα στον Χρήστο. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος βέβαια γνώριζε τις ιδιότητες του χαρακτήρα του καθενός, ζήτησε να μάθει κι άλλες λεπτομέρειες μα η γριά Κίρκη δεν φαινόταν να γνωρίζει κάτι παραπάνω.

«Αγόρι μου τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Εγώ το μόνο που μπορώ πλέον να πω είναι να έχετε καλή τύχη. Ο Θεός μαζί σας».

Η γυναίκα σηκώθηκε κι έφερε για μια ακόμα φορά το βελούδινο πουγκί με τα τρία σύμβολα. Τους πέρασε ένα δερμάτινο σκοινάκι και τα ξαναέβαλε στο πουγκί. Τα έδωσε στον Αλέξανδρο, αφού του εξήγησε τι συμβολίζει το καθένα από αυτά. Την ευχαρίστησε θερμά και της άφησε το τηλέφωνό του για οποιαδήποτε ανάγκη παραστεί.

Την ώρα που έβγαινε από την πόρτα, άκουσε τη φωνή της γριάς Κίρκης που τον σταματούσε.

«Α, Αλέξανδρε! Κάτι ξέχασα να σου πω. Υπάρχει ένας ακόμα μύθος που ψάχνω για το πέμπτο στοιχείο της φύσης, τον αιθέρα!».

«Σωστά, υπάρχει κι ο αιθέρας», προβληματίστηκε ο Αλέξανδρος.

«Είμαι κοντά στα χνάρια του. Μόλις ανακαλύψω την ιστορία του θα σε ενημερώσω. Είμαι σίγουρη ότι θα σου χρειαστεί».

«Αιθέρας…».

Τον φίλησε στο μάγουλο κι αποχαιρετίστηκαν.

Την άλλη μέρα το πρωί πήρε την πρώτη πτήση για Αθήνα. Αργά το μεσημεράκι επέστρεψε στο Ναύπλιο. Επόμενη κίνησή του ήταν να μοιράσει στους υπόλοιπους το στοιχείο που τους ανήκει και να τους αποκαλύψει τη συνάντησή του με τον δαίμονα.  Ένιωθε ευχαριστημένος και περήφανος με την επιτυχία του. Η φωτιά έκαιγε μέσα του και τον έκανε ακόμα πιο δυνατό.

Κεφάλαιο 9

Ο Θεός Έρωτας

 

 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς κι όλοι θα μαζεύονταν στο σπίτι του Αλέξανδρου στο Τολό, όπως ακριβώς όριζε το έθιμο της φιλίας τους. Το τζάκι είχε ανάψει από νωρίς κι η θράκα σιγόκαιγε προσδίδοντας στον χώρο την αίσθηση της θαλπωρής. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο του ξέφευγε από τα συνηθισμένα παραδοσιακά, όπως εξάλλου κι ο ίδιος ως άνθρωπος. Λευκό το δέντρο πλημμυρισμένο με κατάμαυρα στολίδια και διάφανα μικρά φωτάκια. Έλαμπε δίπλα από την τεράστια τζαμαρία με θέα την ασημένια θάλασσα, φωτισμένη από το φεγγάρι. Αρωματισμένος ο χώρος με απαλή, χαλαρωτική μουσική και διάσπαρτα κεριά. Πρώτη έκανε την εμφάνισή της η Ζωή. Κρατούσε στα χέρια της μια τεράστια βασιλόπιτα, μανιάτικη συνταγή, που ακόμα ήταν ζεστή.

«Καλώς το κορίτσι μου! Χρόνια μας πολλά».

Αφού άφησε τη βασιλόπιτα στο τραπέζι, τη σήκωσε ξαφνικά στα χέρια του και την πήγε κάτω από τη σκάλα. Της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί, κάνοντας νόημα να κοιτάξει προς τα πάνω. Το φιλί τους έμοιαζε με το παθιασμένο κόκκινο των καρπών του χριστουγεννιάτικου γκι. Εκείνη του χαμογέλασε ναζιάρικα και τον αγκάλιασε σφιχτά. Το κουδούνι διέκοψε ένα δεύτερο εξίσου παθιασμένο φιλί. Ο Χρήστος κι η Φανή αγκαλιά με την Αγνή φάνηκαν στο κεφαλόσκαλο. Κουβαλούσαν γλυκά και δώρα. Το φαγητό ήταν αποκλειστική φροντίδα του Αλέξανδρου για εκείνη τη βραδιά. Άφησαν τα πράγματά τους και κάθισαν όλοι στο σαλόνι, συνεπαρμένοι από την θέα της θάλασσας.

«Νομίζω πως έκανες πολύ καλή δουλειά φίλε μου σήμερα», είπε ο Χρήστος παρατηρώντας τον χώρο. «Μόνος σου τα κατάφερες όλα αυτά;».

Ο Αλέξανδρος έστεκε περήφανος σαν παγώνι και χαμογελούσε.

«Τι ψεύτης που είσαι! Τα περισσότερα τα έκανα εγώ», είπε η Ζωή. «Εσύ μόνο οδηγίες έδινες».

«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι αυτό;», απάντησε, χασκογελώντας ο Αλέξανδρος.

Η Αγνή πήδηξε αμέσως στα πόδια του Αλέξανδρου. Του Λέλου της, έτσι τον φώναζε, κι ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Ήθελε αποκλειστικότητα στην αγκαλιά του. Η ώρα πέρασε ευχάριστα. Έφαγαν, ήπιαν, διασκέδασαν. Το ρολόι έδειξε δώδεκα παρά δύο. Η Φανή άρχισε να μετράει αντίστροφα. Τη μιμήθηκαν κι οι υπόλοιποι.

«Τρία, δύο, ένα, Καλή Χρονιά!», φώναξαν με μια φωνή, καλωσορίζοντας μια νέα χρονιά, γεμάτη εκπλήξεις κι ανατροπές που δεν μπορούσε ακόμα να συλλάβει ο νους τους.

Η Αγνή χοροπηδούσε στον καναπέ τυλιγμένη με μια χριστουγεννιάτικη ασημένια γιρλάντα, ενώ οι υπόλοιποι αντάλλασσαν φιλιά κι ευχές μεταξύ τους. Ο Αλέξανδρος έβγαλε τη σαμπάνια από το παγοδοχείο. Η Ζωή κι η Αγνή κοιτάχτηκαν τρομοκρατημένες και με μιας βούλωσαν τα αυτιά τους. Ο φελλός από το μπουκάλι πετάχτηκε ψηλά και το αφρισμένο υγρό ξεχείλισε από το μπουκάλι σαν βεγγαλικό στον ουρανό. Γέμισαν τα ποτήρια τους και τα χτύπησαν, ευχόμενοι την καλή τους τύχη. Τη λαχταριστή βασιλόπιτα έφερε η Ζωή, κάνοντας τον Αλέξανδρο να βγάλει τη γλώσσα έξω. Το φλουρί για το 2011 άνηκε στον Χρήστο προς μεγάλη απογοήτευση της μικρής Αγνής.

Τα κινητά άρχισαν να χτυπάνε. Κλήσεις και μηνύματα από γνωστούς, φίλους και συγγενείς γεμάτα όμορφα λόγια και φράσεις ποιητικές για τη νέα χρονιά. Ο Χρήστος δέχτηκε μια κλήση με απόκρυψη. Το σήκωσε αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Ξαφνικά ακούστηκε ένας μακρινός αμανές. Το τραγούδι των Ιμάμηδων της Πόλης. Η κλήση διακόπηκε απότομα. Αυτό παραξένεψε τον Χρήστο. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό το αντίστοιχο περίεργο τηλεφώνημα που είχε κάνει στο γραφείο του νεκρού γλωσσολόγου. Ένα άρωμα ανατολής μπήκε για μια ακόμα φορά απρόσκλητο στη ζωή του.

Αμέσως μετά τα μάτια της Αγνής άστραψαν κι η ευτυχία ζωγραφίστηκε στο αθώο προσωπάκι της. Είχε έρθει η ώρα για τα δώρα. Το δωμάτιο γέμισε κουτιά και χαρτιά περιτυλίγματος. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Η χαρά κι ο ενθουσιασμός μπλέχτηκαν με τις πολύχρωμες κορδέλες των ανοιγμένων πακέτων. Για μια στιγμή ο Αλέξανδρος ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρά του κι επέστρεψε με μια μικρή σακούλα στα χέρια.

«Λοιπόν, σας έχω μια έκπληξη. Ένα ιδιαίτερο δώρο από τη Ρόδο», τους είπε χαμογελώντας με μια ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια.

Άνοιξε το χάρτινο σακουλάκι, βγάζοντας με προσοχή από μέσα το πουγκί με τα τρία μενταγιόν. Η ομοιότητά τους με αυτό που είχε πάρει ο Αλέξανδρος από το μαγαζί του, παραξένεψε τον Χρήστο. Ο Αλέξανδρος παρατήρησε το ύφος του και του έκλεισε το μάτι. Μοίρασε τα μενταγιόν σύμφωνα με τις οδηγίες της γριάς Κίρκης. Τους πρότρεψε να τα φορέσουν αμέσως. Η στιγμή που το μενταγιόν ήρθε σε επαφή με το σώμα τους ήταν κι η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς. Το γαλάζιο της Ζωής σαν μια απέραντη θάλασσα. Κι αυτό ακριβώς αισθάνθηκε, τη δροσιά του νερού να κυλάει στις φλέβες της. Το πράσινο σκούρο της Φανής σαν απομεσήμερο ανοιξιάτικης φύσης. Εξέπεμπε τη σταθερότητα της γης. Αμέσως ένιωσε τα πόδια της να γίνονται ένα με τη γη και τα ρουθούνια της γιόμισαν αρώματα της άνοιξης. Του Χρήστου, διάφανο, κρυστάλλινο, όπως ο άυλος, ανάλαφρος αέρας. Αισθάνθηκε την ελαφρότητα μα ταυτόχρονα και την επιβολή της δύναμης του αέρα.  Ο Αλέξανδρος είχε ήδη από καιρό νιώσει την κάψα της φωτιάς με το πορτοκαλοκόκκινο μενταγιόν του. Εκείνο όμως που τους προξένησε ιδιαίτερη αναστάτωση ήταν το γεγονός πως κι οι τέσσερις το ζούσαν ταυτόχρονα εκείνη τη στιγμή. Τους έδενε πλέον ένα κοινό μυστικό. Μια ένωση μαγική, μια συμφωνία άγραφη. Μια δύναμη υπερφυσική που μόνο θεϊκά πλάσματα μπορούσαν να αισθανθούν.

«Τι μου συμβαίνει;», αναρωτήθηκε η Ζωή. «Νιώθω ρευστή σαν νερό».

Το κορμί της απέκτησε μια λαμπερή υγρασία και τα μάτια της υγράνθηκαν σαν να έσταζαν πηγαίο νερό.

«Κι εγώ συμπαγής σαν βράχος», είπε η Φανή.

Αισθανόταν το σώμα της να έχει ριζωθεί στη μάνα Γη. Μια πυκνή στιλπνότητα φόρτιζε τα μαλλιά της.

«Εγώ νομίζω πως αιωρούμαι. Είμαι ανάλαφρος σαν αγέρας».

Ο Χρήστος ένιωσε τη δύναμη του ανέμου να εισχωρεί στα ρουθούνια του και να τον ανυψώνει προς τον ουρανό.

«Κι εγώ σαν να ψήνομαι στον πυρετό».

Ο Αλέξανδρος είχε ιδρώσει. Την αίσθηση της φωτιάς την είχε ξανανιώσει στο κορμί του πριν λίγο καιρό. Δεν ήταν πρωτόγνωρη γι’ αυτόν η κάψα που κυλούσε μέσα του. Πρωτόγνωρο όμως ήταν το κοινό συναίσθημα που τους ένωνε εκείνη τη στιγμή.

Αφού έπεσαν ξέπνοοι στον καναπέ και τις πολυθρόνες του σαλονιού, είχε έρθει πλέον η ώρα για τον Αλέξανδρο να τους αποκαλύψει την άσχημη εμπειρία του με τον Δαίμονα αλλά και το απρόσμενο γεγονός της αντιμετώπισής του. Όταν τους εξήγησε τη δύναμη που έχει το μενταγιόν και τον τρόπο που τον προφύλαξε από τον κοινό εχθρό τους, είχαν μείνει όλοι άναυδοι. Ύστερα, κοιτώντας τον Χρήστο με χαμηλωμένο βλέμμα, τούς μίλησε για τον τρόπο που συγκέντρωσε τα στοιχεία των μενταγιόν. Ο Χρήστος βρήκε την ευκαιρία κι άρχισε να τον εμπαίζει. Τον απείλησε μάλιστα πως θα το πληρώσει πολύ ακριβά αυτό που είχε κάνει. Τελείωσε με μια περιγραφή των εμπειριών του από τη Ρόδο, αποκρύβοντας μόνο το σημείο με τον κουτσό νεαρό. Αυτό το κράτησε για τον εαυτόν του. Μεγάλη εντύπωση δημιούργησε στους υπόλοιπους η ιστορία της γριάς για τον μύθο του δαίμονα. Αμέσως έκαναν τη συσχέτιση με την αντίστοιχη που είχε πει ο Δημοσθένης Αντύπας.

«Η ιστορία της ακούγεται σαν να είναι η συνέχεια αυτής του γλωσσολόγου», είπε σκεφτική η Φανή.

«Υπάρχει και συνέχεια;», αναρωτήθηκε η Ζωή.

«Σίγουρα, κι αυτή πρέπει τώρα να ανακαλύψουμε», είπε, αποφασισμένος για όλα ο Αλέξανδρος.

Η Φανή είχε ξεχάσει το κινητό της στο σπίτι. Όταν επέστρεψαν ανακάλυψε πως υπήρχαν αρκετά μηνύματα. Ευχές από φίλους και μαθητές κι ένα μήνυμα από άγνωστο νούμερο. Η ταραχή της ήταν μεγάλη όταν είδε πως προερχόταν από τον Μάρκο. Της ευχόταν καλή χρονιά. Τόνιζε μάλιστα στα λόγια του πως για τον ίδιο σίγουρα θα ήταν η καλύτερη χρονιά της ζωής του γιατί γνώρισε την πιο υπέροχη γυναίκα. Ανυπομονούσε να την ξαναδεί. Η Φανή ένιωσε σαν ερωτευμένο δεκαεξάχρονο. Είχε μια απίστευτη επιρροή πάνω της αυτός ο άντρας. Με απρόσμενο τρόπο είχε διεισδύσει βαθιά μέσα στο μυαλό της αλλά και στην καρδιά της. Αναρωτήθηκε αν τελικά θα έπρεπε να φοβάται με εκείνη την αλλαγή που είχε ταράξει τη ζωή της. Κούνησε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά για να φύγουν οι άσχημες σκέψεις. Δεν ήθελε με τίποτα να χαλάσει αυτήν την αναζωογονητική διάθεση του νεοφερμένου έρωτα που την πλημμύριζε. Είχε σκοπό να αφεθεί ελεύθερη, έστω κι αν πληγωνόταν. Είχε ανάγκη να ζήσει κάτι δυνατό, μια ερωτική περιπέτεια που θα την συνέπαιρνε. Κι αυτός ο άντρας ακτινοβολούσε τεράστια δύναμη. Αισθανόταν ασφαλής στα χέρια του. Ανταπάντησε χωρίς να χάσει χρόνο με ευχές για τη νέα χρονιά. Δεν του έγραψε κάτι που να δίνει ιδιαίτερο θάρρος στον ενθουσιασμό του. Προτιμούσε οι λέξεις κι οι προτάσεις που θα έβγαιναν από το στόμα τους να δίνονταν με μια συνάντησή τους κι όχι από το κινητό.

Η πρώτη μέρα του χρόνου ξεκίνησε πολύ όμορφα. Προσευχήθηκε να συνέχιζαν κι οι υπόλοιπες με τον ίδιο τρόπο. Ήξερε όμως πως δεν θα ήταν τόσο ρόδινα τα πράγματα.

Οι γιορτές πέρασαν κι η ζωή πήρε για μια ακόμα φορά τον κανονικό της ρυθμό. Οι επόμενες μέρες βρήκαν τον Αλέξανδρο στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου για την επιτήρηση κάποιων ανασκαφών. Το μεσημεράκι, τελειώνοντας τη δουλειά του, κατέβηκε τον πεζόδρομο για να πάρει το αυτοκίνητό του από το παρκινγκ. Μπαίνοντας μέσα, παρατήρησε από τον καθρέφτη ένα αυτοκίνητο να παρκάρει πίσω του. Από τη μια πλευρά βγήκε μια γυναίκα κι ένας άντρας. Από την πίσω πόρτα κατέβηκε ένας γνωστός του άντρας. Ήταν ο  γιατρός Μάρκος Ολυμπίου. Μιλούσαν αρκετά σοβαρά. Του φάνηκε πολύ παράξενος ο συνωμοτικός τρόπος που μιλούσαν. Ανέβασε τον γιακά του μπουφάν του ψηλά ενώ ο ίδιος γλίστρησε χαμηλά στη θέση του αυτοκινήτου του. Με το χέρι του πάτησε απαλά ένα κουμπί και το παράθυρο του κατέβηκε ελαφρώς. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τα λόγια τους αλλά το μόνο που άκουσε ήταν: Μας περιμένουν κάτω. Κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς τον χώρο του θεάτρου. Ο Αλέξανδρος αναλογιζόμενος το συμβάν ξεκίνησε να φύγει αλλά τελευταία στιγμή κάτι τον σταμάτησε. Του ήρθε η παρόρμηση να τους παρακολουθήσει. Κι ακολούθησε τελικά το ένστικτό του. Ανέβηκαν στο θέατρο, συζητώντας και σχολιάζοντας. Δυστυχώς δεν μπορούσε να ακούσει τα όσα έλεγαν γιατί βρισκόταν σε μακρινή απόσταση, κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα. Περπάτησαν ένα μονοπάτι δίπλα από το αρχαίο θέατρο. Ο Αλέξανδρος ακολουθούσε, δίχως να τον πάρουν είδηση. Έφτασαν σε ένα μεγάλο δέντρο. Πλάτανος ήταν κι έδειχνε πολύ παλιός από το μέγεθός του. Αφού έλεγξαν τον γύρω χώρο, έσκυψαν και παραμέρισαν σκόρπια κλαδιά και χόρτα που βρίσκονταν στο έδαφος. Από κάτω υπήρχε μια καλά κρυμμένη, καταπακτή. Άνοιξαν, με τρόπο που δεν μπορούσε να καταλάβει από την απόσταση που τους χώριζε, και κατέβηκαν τη σκάλα που βυθιζόταν μέσα στη γη. Η καταπακτή έκλεισε πίσω τους κι ακούστηκε ένας στριγκός θόρυβος από σύρτη που σφραγίζει. Άφησε λίγη ώρα να κυλίσει και μετά πήγε κοντά. Πέρα από τα κλαδιά που είχαν στοιβάξει τριγύρω, δεν υπήρχε ίχνος της καταπακτής. Μόνο καταπράσινο χορτάρι. Κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο και περίμενε. Περίμενε πολύ. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν τους είδε να βγαίνουν με τον ίδιο τρόπο που μπήκαν. Έκλεισαν το άνοιγμα και κάλυψαν ξανά τον χώρο. Επέστρεψαν στο παρκινγκ δίχως να μιλούν κι έφυγαν με το πολυτελές αυτοκίνητο. Ο Αλέξανδρος συνέχισε την παρακολούθηση με το αυτοκίνητο. Προσπάθησε να μην τους χάσει από τα μάτια του, παρότι είχε αρχίσει να νυχτώνει και δεν έβλεπε πλέον καλά. Μπήκαν στην πόλη του Ναυπλίου κι έφτασαν στο ξενοδοχείο Αμφιτρύων. Ο Μάρκος χαιρέτησε τους δύο άγνωστους, φεύγοντας μόνος του. Κατευθύνθηκε στην περιοχή Κούρτη και μπήκε σε ένα από τα σπίτια της περιοχής. Ο Αλέξανδρος βγήκε κι είδε πως το κουδούνι έγραφε το όνομα του γιατρού. Έφυγε μέσα στη νύχτα με χιλιάδες ερωτηματικά να πλέκουν ιστό στο μυαλό του.

Είχε από ώρα ξημερώσει Κυριακή, όταν η Φανή άκουσε να χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού. Ο Χρήστος έλειπε κι η Αγνή ήταν στη γιαγιά της. Δεν περίμενε κανέναν. Άφησε το βιβλίο που διάβαζε στο τραπεζάκι και κατευθύνθηκε στην είσοδο. Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας πριν ανοίξει. Ένα υπόλευκο αντικείμενο εμπόδιζε τη θέα. Το ένστικτό της, την προέτρεψε να ανοίξει. Τα πόδια της λύθηκαν. Ο Μάρκος στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού της, κρατώντας ένα ακόμα λευκό τριαντάφυλλο. Αθωότητα κι αγνότητα εξέπεμπε το χαμόγελό του όπως ακριβώς και το λουλούδι που κρατούσε. Φαινόταν πολύ μικρότερος με τα πολιτικά του ρούχα. Ίσως τελικά να ήταν μικρότερος της σε ηλικία τελικά. Κόμπιασε. Δεν μπορούσε να βγάλει ούτε έναν ήχο από το στόμα της.

«Καλημέρα. Δεν θα μου πεις να περάσω; Μήπως ενοχλώ;», ρώτησε χαμογελαστός.

Τα μάτια της τόν είχαν σαγηνέψει. Απεριόριστος αριθμός γυναικών είχε αγγίξει το κορμί του μα καμία μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να εισχωρήσει στην καρδιά του.

«Πε… πέρασε. Συγνώμη αλλά δεν περίμενα επισκέψεις. Ε, έτυχε να είμαι μόνη στο σπίτι. Συνήθως είναι ο αδελφός μου κι η κόρη μου εδώ. Σήμερα λείπουν».

Φοβόταν πως μπορούσε να ακουστεί η καρδιά της που βροντοχτυπούσε.

«Οπότε έχουμε τον χρόνο και την άνεση να μιλήσουμε. Εκτός και θες να τα πούμε εδώ έξω στο πλατύσκαλο. Ωραία μέρα έχει οπότε δεν θα τη θεωρούσα κι άσχημη ιδέα».

Η Φανή του χαμογέλασε αμήχανα δίχως να απαντήσει. Το κορμί της κι η φωνή της είχαν παγώσει. Έστεκε ασάλευτη.

«Ξέρεις, αν δεν φύγεις μπροστά από την πόρτα δεν θα μπορέσω ποτέ να μπω μέσα», συνέχισε να λέει ο Μάρκος, γελώντας.

Η Φανή κοκκίνισε και γέλασε κι αυτή. Έκανε στην άκρη για να περάσει. Άφησε πίσω του ένα κύμα μεθυστικού αρώματος. Η Φανή ζαλίστηκε και κρατήθηκε από την πόρτα, για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. Κάθισαν στο σαλόνι και του πρόσφερε καφέ που πριν λίγο είχε φτιάξει. Την κάρφωσε με τα μάτια του. Μέσα εκεί είδε έναν άνθρωπο με πείσμα και ικανό να κερδίζει ο,τιδήποτε κι αν είχε στο μυαλό του.

«Βγήκαν τα αποτελέσματα της Αγνής;», ρώτησε γεμάτη αγωνία η Φανή.

«Μην ανησυχείς, όλα είναι καλά. Δεν έδειξαν τίποτα το περίεργο. Δεν ήρθα όμως μόνο γι’ αυτό».

«Συνέβη κάτι άλλο;».

«Όχι! Απλώς ήθελα να σε δω».

«Να με δεις;».

«Σου φαίνεται περίεργο; Μου αρέσεις, Φανή».

Ήταν αποστομωτικός.

«Το έχω καταλάβει…».

«Και;».

«Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Κι αυτή η φάση που περνάω είναι αρκετά δύσκολη».

«Καταλαβαίνω. Δεν θα έπρεπε όμως να την περνάς μόνη».

«Δεν είμαι μόνη»

«Συγγνώμη. Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να σε ρωτήσω. Ο άντρας σου ίσως; Στο νοσοκομείο πάντως δεν είχε έρθει».

Συνηθισμένη με την μακρόχρονη απουσία του συζύγου της, δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κάθε καινούργιος άνθρωπος που έμπαινε στην ζωή της δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την ιστορία της.

«Έχει πεθάνει εδώ και τέσσερα χρόνια».

Με λίγα λόγια του αφηγήθηκε τα γεγονότα.

«Κι από τότε είσαι μόνη; Δεν υπήρξε κάποιος άλλος; Δεν θέλησες να φτιάξεις πάλι τη ζωή σου;».

Είχε πετύχει τον στόχο του. Το βάθος των ματιών του, τήν είχε συνεπάρει. Του έγνεψε αρνητικά.

«Και συνεχίζεις ακόμα να θες να είσαι μόνη;».

Η Φανή χαμογέλασε ντροπαλά, αποφεύγοντας έτσι να απαντήσει. Με έξυπνο τρόπο γύρισε την κουβέντα στη δική του ζωή. Έτσι έμαθε πως ο Μάρκος είχε καταγωγή από το Λιτόχωρο, ένα χωριό που βρίσκεται κάτω από τον Όλυμπο. Έτσι δικαιολόγησε και το επίθετό του. Μόλις είχε μπει στα τριάντα έξι του χρόνια κι ήταν εργένης. Είχε πολλές κατακτήσεις στη μέχρι τώρα ζωή του. Ποτέ όμως κάτι τόσο σοβαρό, ώστε να προχωρήσει. Καμία από τις γυναίκες της ζωής του δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Καμία από εκείνες δεν είχε ερωτευτεί πραγματικά. Τουλάχιστον, μέχρι εκείνην τη στιγμή. Γιατί αυτό που ένιωθε για τη Φανή ήταν πραγματικό και δυνατό. Η πολιορκία του ήταν έντονη και μελετημένη. Δεν της άφησε περιθώριο να αντιδράσει. Ούτε η ίδια το ήθελε εξάλλου. Της άρεσε πολύ. Ήταν ο μόνος άντρας που την είχε συγκινήσει τόσο. Ο μοναδικός που έκανε την καρδιά της να ζεστάνει και να μαλακώσει. Αφού είπαν πολλά ακόμη και γνωρίστηκαν καλύτερα, η ώρα πέρασε δίχως να το καταλάβουν. Η Φανή ένιωσε ένα δυνατό χτυποκάρδι. Δεν ήθελε να την αφήσει. Δεν άντεχε πλέον στιγμή μακριά του. Περίεργο, μα αυτό ακριβώς αισθανόταν. Την ώρα που τον αποχαιρετούσε, την άρπαξε από τη μέση και τη φίλησε με πάθος στο στόμα. Σχεδόν τα πόδια της δεν ακουμπούσαν στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν την είχε σηκώσει ο ίδιος στον αέρα ή απλώς πετούσε. Το φιλί του ήταν γλυκό σαν μέλι. Ένιωσε ένα μούδιασμα σε ολάκερο το σώμα της. Η δύναμη που ανάβλυζε από μέσα του ήταν σαρωτική. Η λάμψη στα μάτια του ήταν τόσο ισχυρή που την έκανε έρμαιο στα χέρια του. Την άφησε κάτω κι η Φανή παραπάτησε. Περπατώντας ο Μάρκος προς την έξοδο, γύριζε κάθε λίγο για να την κοιτάξει και της έσκαγε κι ένα χαμόγελο. Όλα έλαμψαν μέσα στο δωμάτιο. Αυτό ήταν αληθινός έρωτας.

Κανείς από τους δύο δεν πρόσεξε τη μαύρη λιμουζίνα που είχε παρκάρει απέναντι από την είσοδο του σπιτιού, μέσα στο στενάκι. Ο οδηγός του αυτοκινήτου παρακολουθούσε το ερωτευμένο ζευγάρι με τα κιάλια ενώ η γυναίκα που καθόταν δίπλα του κρατούσε σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι. Διόρθωσε τη μαύρη τούφα που είχε ξεφύγει από τα τέλεια χτενισμένα μαλλιά της κι έπεφτε στην κάτασπρη επιδερμίδα της.

«Δεν έπρεπε να αφήσουμε να γίνει αυτή η γνωριμία», είπε η γυναίκα. «Τώρα θα αλλάξουν δραματικά τα πράγματα. Η δύναμή τους μεγαλώνει απρόσμενα».

«Ήδη έχουν ανακαλύψει πολλά. Βγάλαμε από τη μέση τον Αντύπα και την καλόγρια, αλλά πάλι έμαθαν όσα δεν έπρεπε να μάθουν».

Κοίταξε το κινητό του, μήπως είχε κάποια κλήση από τον αρχηγό.

«Το μόνο σίγουρο είναι πως τον γιατρό δεν έχουμε τη δύναμη να τον βγάλουμε από τη μέση. Όχι τουλάχιστον μέχρι να συγκεντρώσουμε και τα τέσσερα κομμάτια».

«Δεν πρέπει να μάθουν με τίποτα για τον αμφορέα. Τότε θα μας δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα. Δυστυχώς τα σύμβολα τα βρήκαν αλλά δεν ξέρουν ακόμα πως να τα χρησιμοποιήσουν».

Το μαύρο αυτοκίνητο με τα φιμέ τζάμια πήρε μπρος και χάθηκε στην κατηφόρα που βγάζει στο κέντρο της πόλης.

Ο Χρήστος καθόταν στο γραφείο του μαγαζιού του και χάζευε το μενταγιόν που του έδωσε ο Αλέξανδρος. Ήταν πολύ όμορφο και ελαφρύ, σχεδόν αέρινο. Μπορούσε να δει μέσα από αυτό. Κάθε φορά που το άγγιζε άκουγε ένα βουητό αγέρα μέσα στα αυτιά του. Σαν να ήθελε να του μιλήσει αυτό το τόσο δα μικρό πραγματάκι μα δεν ήξερε τον τρόπο. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν μουσική. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να παίζει κάποιο ανατολίτικο τραγούδι. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό το τηλεφώνημα της πρωτοχρονιάς. Πήρε το κινητό του στα χέρια, σχηματίζοντας τον αριθμό στην Τουρκία που είχε κρατήσει τότε από τον γλωσσολόγο. Κανείς δεν το σήκωσε. Μετά από λίγο χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο Αλέξανδρος.

«Έλα ρε φίλε. Μπορείς να έρθεις από το μουσείο για λίγο. Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σημαντικό».

«Με φοβίζεις».

«Έχεις κάποιον να αφήσεις στο μαγαζί;».

«Δώσε μου λίγα λεπτά κι έρχομαι».

Φώναξε τον Λεωνίδα, ένα νεαρό από το απέναντι μαγαζί, και τον παρακάλεσε να έχει το νου του για όσο λείπει.

Η μέρα ήταν μουντή κι η πλατεία Συντάγματος φαινόταν γκριζαρισμένη και μελαγχολική. Τα τραπεζάκια από τις καφετέριες σχεδόν άδεια. Αραιές στάλες έπεφταν από τα πυκνά σύννεφα. Ο Χρήστος, σκουπίζοντας κάποια στάλα που είχε πέσει στο μάγουλό του, μπήκε στο μουσείο, αναζητώντας τον Αλέξανδρο. Ήταν με ένα πινελάκι στο χέρι και ξεσκόνιζε μια, ακαθόριστου σχήματος, πέτρα.

«Τι ήταν το τόσο σημαντικό που με έφερες εδώ; Παντρεύεσαι και με θες για κουμπάρο;».

Είδε το έκπληκτο βλέμμα του Αλέξανδρου και ξέσπασε σε γέλια.

«Μην λες απαγορευμένες λέξεις σε παρακαλώ. Εγώ δεν είμαι για γάμους».

«Σας βλέπω τώρα τελευταία με τη Ζωή και τα πάτε πολύ καλά. Προς τον γάμο οδεύεις κι ας μην το έχεις συνειδητοποιήσει ακόμα. Άντε, και σύντομα μπαμπάς».

Ήταν σίγουρος πως η πέτρα που καθάριζε ο Αλέξανδρος θα εκσφενδονιζόταν κατά πάνω του κι ασυναίσθητα σήκωσε τα χέρια για να καλυφθεί.

«Η αλήθεια είναι πως είμαστε καλύτερα αλλά γάμος και παιδιά δεν είναι στο πρόγραμμα μου. Όμως δεν σε έφερα εδώ για να μιλήσουμε για μένα. Θέλω να μιλήσουμε για τον γιατρό που είχε αναλάβει την αδελφή σου στο Άργος».

Το ύφος του Χρήστου άλλαξε απότομα. Σοβάρεψε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σχέση μπορούσε να έχει ο Αλέξανδρος με τον Μάρκο Ολυμπίου. Ούτε καν γνωρίζονταν.

Ο Αλέξανδρος του μίλησε για όσα είχε δει στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Για τους δύο περίεργους συνεπιβάτες και την καταπακτή. Ο Χρήστος, παρόλο που παραξενεύτηκε με την ιστορία που άκουσε, θεώρησε σωστό να μην ανακατευτούν σε ξένες υποθέσεις.

«Έχω ένα περίεργο προαίσθημα για αυτόν τον άνθρωπο. Και είναι καλό να ξέρουμε κάποια πράγματα για το ποιόν του. Εμπλέκεται κι η Φανή στη μέση», του πέταξε με σοβαρότητα ο Αλέξανδρος.

Ήταν σίγουρος ότι γεννιόταν ένας έρωτας.

«Έχεις αρκετές γνωριμίες εκεί. Πιστεύεις ότι θα μας βοηθήσουν να μπούμε και να ανοίξουμε την καταπακτή;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Θα το ψάξω».

Λίγες μέρες μετά η Ζωή είχε μια αναπάντεχη επίσκεψη στο σπίτι της. Ήταν Σάββατο μεσημεράκι και μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό τους με τον Αλέξανδρο, όταν χτύπησε η πόρτα της. Ανοίγοντας είδε τον αδελφό της, τον Οδυσσέα, από τη Θεσσαλονίκη. Σχεδόν δεν τον γνώρισε μετά από τα τόσα χρόνια που είχαν να ειδωθούν. Ύστερα από τη φυγή του από το πατρικό τους στο Γύθειο, τον είχε συναντήσει άλλη μια φορά στην Αθήνα, όταν σπούδαζε η Ζωή εκεί. Εκείνη την περίοδο είχε κατέβει για κάποιες δουλειές του. Ποτέ δεν είχε μάθει με τι ασχολούταν ο αδελφός της. Απέφευγε να της μιλήσει για αυτό. Την τελευταία φορά που την είχε δει, τής είχε αναφέρει μόνο για την οικογένειά του. Τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά που είχαν κάνει. Έκτοτε δεν είχαν ξαναβρεθεί από κοντά. Μόνο τηλεφωνικώς μιλούσαν. Ο Οδυσσέας ήταν τριάντα δύο ετών περίπου κι έμοιαζε αρκετά με την αδελφή του.

Μόλις συνειδητοποίησε ποιός ήταν, η Ζωή έπεσε στην αγκαλιά του και τον φιίλησε. Ο Αλέξανδρος, που δεν γνώριζε τίποτα από όλα αυτά, συνοφρυώθηκε. Η Ζωή το κατάλαβε και με μια ικανοποίηση στο βλέμμα για τη ζήλια του φίλου της αποφάσισε να μην τον κρατήσει άλλο σε αγωνία κι έτσι του γνώρισε τον αδελφό της. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις κι η Ζωή άρχισε να τον κεραυνοβολεί με ερωτήσεις.

«Που έχεις χαθεί τόσο καιρό; Τι δουλειά έχεις εσύ στο Ναύπλιο; Πως είναι η οικογένειά σου;» και πολλές πολλές ακόμα.

Ο Οδυσσέας γέλασε με τη φλυαρία της αδελφής του και, αφού ήπιε μια γουλιά από τον καφέ που του πρόσφεραν, τής έδωσε τη χαρά των απαντήσεων.

«Μικρή μου έχεις έναν πολυάσχολο αδελφό. Ο χρόνος μου είναι ελάχιστος».

«Τότε πως κατάφερες κι ήρθες;».

«Μα για δουλειά, βέβαια! Και βρήκα την ευκαιρία να δω την αδελφούλα μου και… τον γαμπρούλη μου», είπε με ένα παράξενο χαμόγελο που έκανε τον Αλέξανδρο να ανακαθίσει στον καναπέ με νευρικότητα.

«Τι δουλειές έχεις στο Ναύπλιο; Με τουριστικά ασχολείσαι; Ποτέ δεν κατάλαβα».

«Όχι! Με επιχειρήσεις. Εσύ όμως βλέπω πως ομόρφυνες επικίνδυνα».

Μιλούσαν για ώρες. Ήθελε να μάθει τα πάντα για τη ζωή του χαμένου αδελφού της. Με τη γυναίκα του είχαν χωρίσει τρία χρόνια περίπου και τα παιδιά του έμεναν μαζί της. Η Ζωή λυπήθηκε με την είδηση και τον ρώτησε τον αιτία του διαζυγίου. Δεν είχε αντέξει την πολύωρη απουσία του από το σπίτι. Δεν τον έβλεπε σχεδόν καθόλου κι η μοναξιά την είχε πνίξει. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι από τη ζωή του. Ήταν αδύνατο να εγκαταλείψει τη δουλειά του, όσο κι αν ήθελε να είναι μαζί με την οικογένειά του. Οπότε αναγκαστικά πρόεκυψε το διαζύγιο.

Ο Αλέξανδρος όλη αυτήν την ώρα παρακολουθούσε τα αδέλφια να μιλούν μεταξύ τους. Του έκανε εντύπωση η ομοιότητά τους. Θα μπορούσε κάποιος άνετα να πει πως ήταν δίδυμα, αν δεν γνώριζε τη διαφορά ηλικίας που είχαν μεταξύ τους. Ο Οδυσσέας θέλησε να μάθει κάποια πράγματα και για τον φίλο της Ζωής, σαν γνήσιος μανιάτης αδελφός. Ο Αλέξανδρος του έδωσε ένα μικρό ιστορικό για τον εαυτόν του, παρότι δεν μπορούσε να καταλάβει την τόσο απρόσμενη επίσκεψή του και μάλιστα χωρίς καμία προειδοποίηση. Όλη η συμπεριφορά του Οδυσσέα του φάνηκε ύποπτη. Δεν μίλησε όμως για τις σκέψεις του στη Ζωή γιατί έβλεπε πόσο ενθουσιασμένη ήταν με την παρουσία του αδελφού της. Η Ζωή πρότεινε στον Οδυσσέα να μείνει μαζί της το βράδυ αλλά εκείνος είπε πως είχε ήδη κλείσει δωμάτιο στο Ναυπλία Παλλάς, μέσω της δουλειάς του, και δυστυχώς δεν είχε πολύ χρόνο. Τα ραντεβού που είχε κανονίσει ήταν πολυάριθμα. Δεν μπορούσε όμως να βρίσκεται στο Ναύπλιο και να μην τη δει. Του είχε λείψει πολύ η μικρή του αδελφή.

«Θα ξεκλέψω λίγο χρόνο από τις υποχρεώσεις μου και θα ξαναπεράσω», της υποσχέθηκε, κοιτάζοντας ταυτόχρονα με ερευνητικό βλέμμα τον Αλέξανδρο.

Δεν ρώτησε καθόλου για τους γονείς τους, κάνοντας εμφανέστατη έτσι την πικρία που ακόμα είχε από τον καταπιεστικό τρόπο της οικογένειάς του. Ούτε η Ζωή θέλησε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Του ανέφερε μόνο πως είναι καλά στην υγεία τους. Τίποτα άλλο.

Από την ώρα που ο Αλέξανδρος του είχε εκμυστηρευτεί για τον Μάρκο, ο Χρήστος δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του. Περίμενε με ανυπομονησία να πάνε στο σημείο που του είχε περιγράψει. Την άλλη μέρα το απογευματάκι, την ώρα που σουρούπωνε, ο Αλέξανδρος κι ο Χρήστος βρίσκονταν ήδη στο θέατρο της Επιδαύρου. Ο Αλέξανδρος εξήγησε στον Χρήστο πως είχαν μπει παράνομα εκεί. Είχε βγάλει αντικλείδι κρυφά κι έτσι μπόρεσαν να εισχωρήσουν σε χώρο που φυλάσσεται από παντού. Ο Χρήστος πανικοβλήθηκε με όσα του εκμυστηρεύτηκε ο Αλέξανδρος αλλά δεν μπορούσε πλέον να κάνει κάτι. Αφού κατέληξαν ως εκεί, θα τελείωναν τη δουλειά τους. Έφτασαν στο σημείο όπου βρισκόταν η καταπακτή. Τα κλαδιά ήταν ακόμα παραμερισμένα αλλά ο Αλέξανδρος δεν έδωσε σημασία. Πεσμένοι κι οι δύο στα γόνατα, προσπαθούσαν να βρουν ένα άνοιγμα, κάτι που θα τους βοηθούσε να μπουν. Τελικά ο Χρήστος ανακάλυψε ένα κομμάτι σκοινιού και το τράβηξε. Η καταπακτή άνοιξε. Κατέβηκαν διστακτικά τη σκοτεινή σκάλα. Βρέθηκαν σε έναν προθάλαμο όπου υπήρχαν τέσσερις δάδες αναμμένες δεξιά και αριστερά των τοίχων. Αυτό σήμαινε πως κάποιος βρισκόταν εκεί κι αυτό επιβεβαιώθηκε με τον θόρυβο που άκουσαν από την αίθουσα. Μια πόρτα τους χώριζε μόνο. Πλησίασαν αθόρυβα κι ακούμπησαν τα αυτιά τους στο κάπως υγρό ξύλο της πόρτας από την υγρασία του υπογείου. Δεν βρισκόταν μόνο ένα άτομο σε εκείνη την αίθουσα, αλλά αρκετά. Οι παλάμες του Χρήστου άρχισαν να ιδρώνουν κι έγιναν ένα με την ήδη υπάρχουσα υγρασία. Ο Αλέξανδρος από την άλλη έδειχνε αρκετά ήρεμος. Με αργές, προσεκτικές κινήσεις άνοιξε την πόρτα. Υπήρχε ένας μικρός διάδρομος που συνέδεε εκείνη την πόρτα με μια άλλη μεγάλη αίθουσα. Κι αυτή ήταν φωτισμένη με δάδες κι όχι με ηλεκτρισμό. Από τη μισάνοιχτη πόρτα μπορούσαν να δουν τα πάντα δίχως να τους αντιληφθούν. Υπήρχαν καμιά δεκαριά άτομα, ίσως και παραπάνω, ντυμένα με χιτώνες σαν αρχαίοι Έλληνες. Μέσα σε αυτούς βρισκόταν κι ο Μάρκος Ολυμπίου. Κάθονταν σε ένα τεράστιο, πέτρινο, στρογγυλό τραπέζι και συζητούσαν. Μπροστά τους είχαν βιβλία, περγαμηνές και χαρτιά γεμάτα σημειώσεις. Το τραπέζι φωτιζόταν από πλήθος κεριών. Προσπαθούσαν να διακρίνουν και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους αλλά τους ήταν άγνωστοι. Υπήρχε κάποιος που τους μιλούσε εκείνη τη στιγμή, μάλλον για κάτι πολύ σοβαρό. Οι υπόλοιποι είχαν κολλήσει τα βλέμματά τους πάνω του. Ο Αλέξανδρος κι ο Χρήστος δεν τον έβλεπαν. Ήταν στο βάθος δεξιά. Η φωνή του ήταν πολύ γνωστή. Ο Αλέξανδρος την είχε ακούσει πρόσφατα αλλά δεν μπορούσε να καθορίσει που και από ποιόν. Η απάντηση τού ήρθε αμέσως με το που έκανε την εμφάνισή του ο τύπος στον χώρο της στρογγυλής τράπεζας. Ήταν ο Οδυσσέας, ο αδελφός της Ζωής. Έμοιαζε κι αυτός με αρχαίο Έλληνα με τη χλαμύδα να ανεμίζει γύρω του. Το σοκ ήταν μεγάλο.

«Πάμε να φύγουμε τώρα», είπε κι έκλεισε αργά την πόρτα.

«Μα τι έγινε;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος αλλά μάταια.

Τον άρπαξε από το μπράτσο κι άρχισαν να τρέχουν. Έκλεισαν την καταπακτή, μπήκαν στο αυτοκίνητο κι απομακρύνθηκαν το γρηγορότερο.

«Τι συμβαίνει Αλέξανδρε; Γιατί φύγαμε έτσι;».

Δεν μπορούσε να καταλάβει το απρόσμενο άγχος του φίλου του.

«Αυτός που τους μιλούσε. Είναι ο Οδυσσέας Βορέας, αδελφός της Ζωής. Ήρθε χτες να την επισκεφτεί από τη Θεσσαλονίκη. Έχει κατέβει στο Ναύπλιο για δουλειές. Απέφευγε να μας πει με τι ασχολείται και τώρα καταλαβαίνω τον λόγο».

Ένα κουβάρι είχαν γίνει όλα στο μυαλό του Χρήστου. Ο Μάρκος, ο Οδυσσέας, όλοι εκείνοι οι άγνωστοι. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τη σχέση τους.

«Ποιοί πιστεύεις ότι είναι όλοι αυτοί εκεί μέσα;».

«Δεν ξέρω Χρήστο. Δεν νομίζω όμως ότι έχουν καλό σκοπό. Και το περίεργο είναι πως μέσα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό συμμετέχει ο γιατρός κι ο Οδυσσέας. Τι θα κάνουμε τώρα;».

Έπρεπε να μιλήσουν στη Φανή και τη Ζωή για όλα αυτά τα νεόφερτα στοιχεία. Η απόφασή τους όμως ήταν δύσκολη κι είχαν επιφυλάξεις για την αντίδρασή τους. Για την πρώτη ήταν ο νέος της έρωτας, ο παράφορος, και θα πληγωνόταν άσχημα. Για τη Ζωή ήταν ο αδελφός της, αίμα της, που από ότι είχε κρίνει ο Αλέξανδρος μετά την συνάντησή τους τον αγαπούσε υπερβολικά. Ήταν ο αδελφός που της είχαν στερήσει τόσα χρόνια. Θα ήταν μια επίπονη συζήτηση, μια αποκάλυψη που θα πλήγωνε δύο αγαπημένα τους πρόσωπα.

Κεφάλαιο 10

Αρχαιοελληνιστές

 

 

Ο Οδυσσέας πριν φύγει για τη Θεσσαλονίκη είδε για μια φορά ακόμα την αδελφή του. Έδωσαν ραντεβού σε ένα καφέ στην Πλατεία Συντάγματος. Η Ζωή έλαμπε μόνο και μόνο που τον είχε κοντά της. Συζήτησαν για πολλή ώρα και θυμήθηκαν παρέα τα παιδικά τους χρόνια. Τις σκανταλιές που έκαναν, το ξύλο που είχαν φάει μα και το γέλιο που δεν έλειπε στις μεταξύ τους στιγμές. Μύρισαν ξανά τα αρώματα της γειτονιάς τους και γεύτηκαν τα λόγια που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους. Λόγια γλυκά και παιδικά με τον αυθορμητισμό και την αφέλεια που τους χαρακτήριζε τότε. Και λόγια πικρά όμως λόγω της καταπίεσης των γονιών τους καθώς και τη φυγή του Οδυσσέα από το πατρικό.

 «Πες μου πως ήταν η ζωή σου, όταν έφυγε από το Γύθειο; Αντιμετώπισες πολλές δυσκολίες;», τον ρώτησε με μια έξαψη στα μάτια της.

Της χαμογέλασε αλλά η Ζωή δεν μπόρεσε να καταλάβει εάν εκείνο το χαμόγελο έκρυβε χαρά η λύπη. Πάντως έκρυβε πολλά συναισθήματα για όλα όσα είχε περάσει ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ο Οδυσσέας Βορέας το έσκασε από το σπίτι του σε ηλικία δεκάξι ετών. Άγουρο παιδί, δίχως εμπειρία από τη ζωή. Αρκετά αγανακτισμένος όμως από την πίεση που αντιμετώπιζε στο σπίτι του. Ελεύθερο πνεύμα και δημιουργικό, δεν ταίριαζε καθόλου με τον στεγανό τρόπο ζωής της μικρής επαρχίας κι ακόμα περισσότερο της οικογένειάς του. Άνοιξε λοιπόν τα φτερά του και πέταξε προς την ελευθερία του χωρίς να τον νοιάζει εάν η απόκτησή της απαιτεί ιδρώτα αλλά κι αίμα πολλές φορές.

Είχε μαζέψει κάποια χρήματα, βάζοντας στην άκρη το χαρτζιλίκι του. Η πραγματική αλήθεια όμως ήταν πως έβαλε χέρι στο κομπόδεμα της μάνας του. Παραφυλούσε για καιρό κι έτσι ανακάλυψε το σημείο όπου το έκρυβε. Δίχως δεύτερη σκέψη πήρε το πρωινό λεωφορείο για την Αθήνα κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Όπως ξεφυσούσε η εξάτμιση του λεωφορείου, έτσι ξεφυσούσε κι ο Οδυσσέας την καταπίεση από πάνω του. Κατέβηκε στον σταθμό Πελοποννήσου με μια μικρή βαλίτσα συνάμα με μια μεγάλη προσδοκία για τη νέα του ζωή. Έπρεπε να βρει άμεσα δουλειά, αν κι αυτό ήταν δύσκολο γιατί το λύκειο δεν το είχε τελειώσει και πέρα από αυτό ήταν κι ανήλικος. Δεν το έβαλε κάτω. Έμπαινε με θράσος σε καταστήματα και κάθε λογής υπηρεσίες, δηλώνοντας διαθέσιμος για οποιαδήποτε δουλειά, ασχέτου ωραρίου. Πέρασε από πολλές περιστασιακές εργασίες, άλλες εύκολες κι άλλες κοπιαστικές, μα κατάφερνε να ζει και να διατηρεί μια μικρή γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.

Εκεί που δούλεψε για αρκετό καιρό, ήταν σε ένα κουρείο, ως βοηθός. Σκούπιζε τρίχες και σήκωνε τηλέφωνα. Δεν ήταν δουλειά με υψηλούς στόχους αλλά δεν τον ενδιέφερε. Αυτό που ήταν σημαντικό για εκείνον ήταν πως όριζε τη ζωή του όπως ήθελε. Ο κουρέας, στον οποίον δούλευε, ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος που ανυπομονούσε να βγει στη σύνταξη.

«Το κλείνω το κουρείο Οδυσσέα. Θέλω να ξεκουραστώ. Δεν έχω λόγο να δουλεύω άλλο στην ηλικία μου. Μακάρι να είχα έναν γιο σαν εσένα να του το αφήσω για να μη χάσεις κι εσύ τη δουλειά σου παιδί μου», του είπε μια μέρα με βαθιά τη συγκίνηση στα μάτια του.

Κι επειδή όντως τον ένιωθε σαν γιο του, τού συνέστησε να πάει σε έναν ανιψιό του στη Θεσσαλονίκη που είχε εργοστάσιο κονσερβοποιίας. Θα δούλευε εκεί ως εργάτης μα ο μισθός του θα ήταν ο τριπλάσιος από αυτόν που έπαιρνε μέχρι τότε. Ο Οδυσσέας ένιωσε τυχερός που βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος στον δρόμο του. Την επόμενη μέρα βρισκόταν ήδη στη νύμφη του Θερμαϊκού, την όμορφη Θεσσαλονίκη.

Έπιασε αμέσως δουλειά στο εργοστάσιο του Αγησίλαου Απέργη. Ήταν ένας νέος σχετικά άνθρωπος, ευγενικός, μορφωμένος και δοτικός. Συμπάθησε πολύ τον Οδυσσέα. Μαθαίνοντας την ιστορία του και βλέποντας τη δίψα που είχε για ζωή, αποφάσισε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο. Πέρα όμως για τα προς το ζην, τον συμβούλεψε και για το πνεύμα του. Τού πρότεινε να τελειώσει το σχολείο, πηγαίνοντας σε νυχτερινό. Του παραχώρησε διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία που διέθετε με πολύ χαμηλό ενοίκιο. Όταν πήρε το απολυτήριο, τον έβαλε σε μια ιδιωτική σχολή λογιστικής με δικά του έξοδα, ώστε να πάρει σύντομα και προαγωγή μέσα στην επιχείρησή του. Τον είχε σαν αδελφό του. Αλλά κι ο Οδυσσέας τον τιμούσε και τον σεβόταν με τον καλύτερο τρόπο. Μάλιστα, στάθηκε κι ο λόγος, που ο Αγησίλαος συνέχισε να υπάρχει στη ζωή για τα υπόλοιπα χρόνια. Τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν έπιασε φωτιά το γραφείο του στο εργοστάσιο. Αυτή ήταν κι η αφορμή για να τον προτείνει ως νέο μέλος σε ένα τάγμα που άνηκε.

Ο Αγησίλαος ήταν λάτρης της αρχαίας Ελλάδας. Είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη, όπου το περιεχόμενό της εμπεριείχε αποκλειστικά και μόνο αυτό το θέμα. Γνώριζε τα πάντα για την ιστορία, τη φιλοσοφία, τις τέχνες και τις συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων. Είχε ανακαλύψει κι από μόνος του αλήθειες, άγνωστες για το ευρύ κοινό. Μελετούσε κι έψαχνε συνέχεια. Αυτή η εμμονή του τον οδήγησε στη γνωριμία του με ένα τάγμα Αρχαιοελληνιστών, που η έδρα του μάλιστα ήταν η Θεσσαλονίκη. Τα πλοκάμια βέβαια του τάγματος απλώνονταν σε όλες τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας αλλά, όπως ανακάλυψε στην πορεία, και του εξωτερικού. Ο Αγησίλαος εισχώρησε με μεγάλη ευκολία στο τάγμα. Πολύ σύντομα πήρε και μεγάλο βαθμό. Η οργάνωση είχε ως κύριο αντικείμενό της την αρχαία Ελλάδα, τον πολιτισμό, αλλά και τα μυστικά που έκρυβαν καλά οι αρχαίοι Έλληνες. Μυστικά που αφορούσαν όλους τους τομείς της ορατής αλλά κι αόρατης ζωής.

Έτσι λοιπόν παρότρυνε τον Οδυσσέα να εισχωρήσει κι αυτός στο τάγμα. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή τρόμαξε λίγο με τα λεγόμενά του, από την άλλη όμως του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Έτσι πήρε την απόφαση για το μεγάλο εκείνο βήμα. Για να τον δεχτούν στο τάγμα τους, έπρεπε να περάσει μια συγκεκριμένη μύηση. Του έκλεισαν τα μάτια, τον έγδυσαν και του φόρεσαν ένα χιτώνιο. Έπρεπε να εξαγνιστεί από τη ζωή των κοινών θνητών και να περάσει την πύλη των ημίθεων. Για να γίνει αυτό, ήταν απαραίτητο πρώτα να δεχτεί στο σώμα του και την ψυχή του τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Τον έβαλαν να περάσει ξυπόλυτος μέσα σε χώμα, όπου ήταν κι η επαφή του με τη Γαία.  Ύστερα τον έριξαν σε μια στέρνα με νερό για να πάρει τη βάπτιση του Ύδατος. Στη συνέχεια τον πέρασαν μέσα από έναν κύκλο Φωτιάς για να καεί κάθε θνητή επιθυμία και συμπεριφορά. Η τελευταία δοκιμασία είχε να κάνει με τον Αέρα. Όλα τα προηγούμενα μπορούσε να τα αισθανθεί. Δεν ήταν δύσκολο. Η δοκιμασία με τον αέρα όμως παρέμενε ακόμα ένα μυστήριο για αυτόν. Τον ανέβασαν σε ένα σημείο, όπου θα έπρεπε να ήταν λίγο πιο ψηλά από το έδαφος. Τότε αισθάνθηκε να δημιουργείται με κάποιον τρόπο ένας άνεμος και να στροβιλίζεται γύρω του. Ο άνεμος αυτός σταθερά δυνάμωνε τόσο που ένιωθε το χιτώνιο του να αιωρείται, σχεδόν να μην ακουμπάει το δέρμα του.

Γύρω του ακούγονταν φωνές να τραγουδούν στα αρχαία Ελληνικά έναν μεθυστικό σκοπό. Μελωδία αγγέλων. Όταν κόπασε ο αέρας, ακούστηκε ο λόγος ενός άντρα που τον όρκιζε στο τάγμα τους.

«Η μύηση σου πρέπει να παραμείνει κρυφή γιατί διαφορετικά τα ίδια σου τα αδέλφια θα σε διαπεράσουν με το πυρ».

Εκείνη την στιγμή του άνοιξαν τα μάτια κι έκπληκτος βρέθηκε περικυκλωμένος από αρκετό κόσμο που κρατούσε δάδες αναμμένες και τον σημάδευε. Τα πρόσωπά τους φαίνονταν σκληρά, αδίστακτα. Σύντομα όμως ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη τους και, αφού εναπόθεσαν τις δάδες τους σε συγκεκριμένα σημεία στον χώρο, τον αγκάλιασαν και τον καλωσόρισαν στην οικογένειά τους. Ήταν τόσο ζεστοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι που ο Οδυσσέας ένιωσε δάκρια συγκίνησης να πλημμυρίζουν τα μάτια του. Όλοι τους είχαν ανώτατη μόρφωση και κατείχαν σπουδαίες θέσεις σε πολιτικούς, κοινωνικούς, καλλιτεχνικούς αλλά και θρησκευτικούς κλάδους.

Το τάγμα αυτό έγινε ολόκληρη η ζωή του Οδυσσέα. Έμαθε τα μυστικά τους κι εντέλει απέκτησε την οικογένεια που δεν είχε. Ήταν η προτεραιότητά του και δεν επρόκειτο να την εγκαταλείψει για τίποτα. Μέχρι και στη γυναίκα που παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια, πότε δεν αποκάλυψε τίποτα. Προτίμησε μάλιστα να χωρίσει από το να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έλειπε τόσες ώρες από το σπίτι του.

 

Όλα αυτά βέβαια δεν τα αποκάλυψε ούτε στην αδελφή του. Της είπε μόνο για τον Αγησίλαο κι όλα όσα του πρόσφερε. Για τη γυναίκα του της είπε πως τον άφησε λόγω ζήλειας. Η Ζωή αρκέστηκε σε αυτά και στο ότι είχε απέναντί της έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ. Αυτό που τη χαροποίησε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός πως για λίγο καιρό θα κατέβαινε συχνά στο Ναύπλιο, επειδή οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον ήθελαν εκεί. Βέβαια κι η ίδια με τον Αλέξανδρο θα μπορούσαν οποιαδήποτε στιγμή να τον επισκεφτούν στη Θεσσαλονίκη. Θα ήταν ιδιαίτερη τιμή για αυτόν.

Σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης, σε ένα άλλο τραπεζάκι, έπιναν καφέ η Φανή με τον Μάρκο. Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας με τον έρωτα που ζούσε. Τον κοίταζε μέσα στα μάτια κι έβλεπε έναν καινούργιο κόσμο. Έναν κόσμο, στον οποίο ήθελε να εμπλακεί κι η ίδια όσο περισσότερο μπορούσε. Ήθελε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της μαζί του. Χωρίς κανέναν άλλον, παρά μόνο με τον Μάρκο και την Αγνή. Με το χέρι του τής χάιδεψε το πρόσωπο κι αυτή τρίφτηκε πάνω του σαν γατί. Την όμορφη εκείνη στιγμή διέκοψε το κινητό του Μάρκου. Το σήκωσε και φάνηκε από την αντίδρασή του πως κάτι σημαντικό είχε συμβεί. Μπόρεσε η Φανή να το καταλάβει από τις δύο μικρές ρυτίδες που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στα φρύδια του.

«Συγνώμη αλλά ένα επείγον περιστατικό με καλεί στο νοσοκομείο και πρέπει να φύγω», της είπε με περίλυπο ύφος.

Αυτή ήταν η ζωή ενός γιατρού. Πρώτα το καθήκον. Έπρεπε να το δεχτεί. Η Φανή παρότι δεν ήθελε να τον χάσει από τα μάτια της, τού χαμογέλασε, λέγοντάς του πως η δουλειά του κι η ευθύνη προς το λειτούργημα που τελεί, προηγούνται.

Την ίδια στιγμή χτύπησε και το κινητό του Οδυσσέα. Είχε την ίδια ακριβώς αντίδραση με τον Μάρκο. Εξήγησε στη Ζωή πως έπρεπε να φύγει αμέσως. Τη χαιρέτησε κι εξαφανίστηκε, σχεδόν τρέχοντας, στα στενάκια της παλιάς πόλης. Η Ζωή κάθισε για να τελειώσει τον καφέ της. Είχε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και πληρότητας στα χείλη. Κοιτώντας δεξιά, είδε τη Φανή να περνάει και τη φώναξε.

«Καλώς τη φρεσκοερωτευμένη», είπε η Ζωή. «Λάμπεις αγάπη μου! Με κάνεις πολύ ευτυχισμένη».

Πράγματι η Φανή είχε αλλάξει πολύ. Είχε εξαφανιστεί η ψυχρότητα που τη χαρακτήριζε και τη θέση της πήρε μια ζεστασιά, μια χαλαρότητα, η οποία την έκανε πιο προσιτή.

«Περνάω υπέροχα μαζί του Ζωή. Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό. Αλλά κι εσύ μου φαίνεσαι πολύ καλά. Έγινε κάτι που δεν ξέρω; Μήπως ο Αλέξανδρος σου έκανε πρόταση γάμου;».

Η Ζωή κοκκίνισε στο άκουσμα του γάμου.

«Ήρθε για λίγες μέρες ο αδελφός μου ο Οδυσσέας από τη Θεσσαλονίκη. Κάποιες επαγγελματικές υποχρεώσεις τον έφεραν στα μέρη μας. Μου έκανε χτες έκπληξη στο σπίτι μου. Ήταν κι ο Αλέξανδρος μαζί».

Από τα υπονοούμενα κατάλαβε πως τα πήγαν καλά μεταξύ τους.

«Εμείς πότε θα τον γνωρίσουμε τον αδελφό σου; Γιατί δεν κανονίζουμε κάτι για το βράδυ;».

«Ήρθε μόνο για δύο μέρες και φεύγει σήμερα. Όμως, από όσα μου αποκάλυψε, πρόκειται να έρθει αρκετές φορές. Έτσι θα το κανονίσουμε σύντομα».

Η ευτυχία ξεχείλιζε από τα μάτια της.

«Τώρα πάντως έφυγε πολύ ξαφνικά. Χτύπησε το κινητό του και σχεδόν αμέσως εξαφανίστηκε», συνέχισε να λέει η Ζωή.

Η Φανή συνοφρυώθηκε με τα λεγόμενα της Ζωής.

«Περίεργο! Κι ο Μάρκος εξαφανίστηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Με ένα απρόσμενο τηλεφώνημα».

Τα δύο αυτοκίνητα σταμάτησαν σχεδόν μαζί στο παρκινγκ του θεάτρου της Επιδαύρου. Ο Οδυσσέας κι ο Μάρκος βγήκαν και χαιρετήθηκαν. Κι οι δύο φαίνονταν αναστατωμένοι με το τηλέφωνο που είχαν λάβει. Ανέβηκαν το γνωστό μονοπάτι και μπήκαν στην καταπακτή. Εκεί τους περίμεναν οι υπόλοιποι γύρω από την πέτρινη τράπεζα. Κάθισαν κι οι δύο στις κενές θέσεις και περίμεναν να ακούσουν το περίεργο και απρόσμενο συμβάν. Τον λόγο πήρε ένας άντρας ασπρομάλλης. Φαινόταν πως ήταν ο αρχηγός της ομάδας.

«Χτες κάποιοι παραβίασαν την καταπακτή και μπήκαν στο κρησφύγετό μας», είπε αρκετά αναστατωμένος.

Έπρεπε οπωσδήποτε να ανακαλύψουν ποιός βρέθηκε ακάλεστος εκεί.

«Ο χώρος διαθέτει κάμερες ασφαλείας, οι οποίες καταγράφουν ποιοί μπαίνουν και βγαίνουν από τον χώρο του θεάτρου. Ο φύλακας είναι δικός μας άνθρωπος και θα μπορούσε να μας δείξει το τι αποτύπωσαν οι κάμερες την προηγούμενη μέρα, όσο ήμασταν συγκεντρωμένοι εδώ», εξήγησε ο Μάρκος.

Ο ασπρομάλλης άντρας τον παρακάλεσε να δοθεί η λύση εκείνη τη στιγμή. Πήγε κι ο Οδυσσέας μαζί του.

Ο φύλακας δέχτηκε αμέσως να βοηθήσει τον Μάρκο. Εξάλλου είχε σώσει τη ζωή της γυναίκας του μετά από εκείνο το δύσκολο χειρουργείο που είχε κάνει. Του όφειλε λοιπόν πολλά. Έψαξε στο αρχείο του κι έβγαλε κάποια δισκάκια με σημειωμένη πάνω τους τη χθεσινή ημερομηνία. Ζήτησε να μάθει την ώρα περίπου που θα ήθελαν να δουν. Ο Μάρκος του είπε τότε τις ώρες. Ο φύλακας ξεχώρισε δύο από εκείνα. Τα τοποθέτησε στο μηχάνημα κι όλοι αφοσιώθηκαν στην οθόνη. Το είχε βάλει σε γρήγορη κίνηση αλλά μπορούσαν ακόμα και με αυτόν τον τρόπο να δουν καθαρά τα πρόσωπα όσων περνούσαν προς το μονοπάτι. Στην ουσία πέρασαν λίγα άτομα. Γνωστά στον Μάρκο γιατί βρίσκονταν όλα στην αίθουσα της πέτρινης τράπεζας εκείνη τη στιγμή. Εκτός από δύο. Όμως κι αυτά δεν ήταν άγνωστα σε αυτόν αλλά ούτε και στον Οδυσσέα. Η έκπληξή τους ήταν μεγάλη, βλέποντας τον Αλέξανδρο και τον Χρήστο.

Ανέφεραν αμέσως όσα είδαν σε όλους όσους βρίσκονταν στην αίθουσα της καταπακτής. Τα πρόσωπά τους συννέφιασαν. Για λίγη ώρα κανείς δεν μιλούσε.

«Πως μας διέφυγε κάτι τέτοιο;», ρώτησε μια μεσόκοπη κυρία, καλοχτενισμένη και σοβαρή που χτυπούσε με ρυθμό τα δάχτυλά της πάνω στην πέτρινη τράπεζα.

«Δεν ξέρω αλλά δεν αλλάζει πλέον. Πρέπει κάτι να κάνουμε, κάπως να διορθώσουμε τα πράγματα από εδώ κι ύστερα», μίλησε με ανησυχία ο ασπρομάλλης άντρας.

«Θα βρω κάποιον τρόπο να τους μιλήσω», πρότεινε ο Μάρκος.

«Και τι θα τους πεις; Τι μπορείς να τους πεις;», συνέχισε να ρωτάει ο αρχηγός του τάγματος.

«Κάποιο ψέμα. Δεν έχουμε άλλη λύση».

«Είναι νωρίς για να αποκαλύψουμε την ταυτότητά μας. Πάρα πολύ νωρίς».

«Δεν το επιτρέπουν κι οι κανόνες μας, εξάλλου», πετάχτηκε η ίδια κυρία, σταματώντας ξαφνικά τον ρυθμό του χτυπήματος.

«Αν τους πούμε ψέματα τώρα, αργότερα που θα αποκαλυφθεί η αλήθεια, δεν πρόκειται να μας πιστέψουν. Είναι μεγάλο δίλλημα αδέλφια μου γι’ αυτό και προτείνω να ψηφίσουμε», είπε ο αρχηγός.

«Να ψηφίσουμε; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει», ακούστηκε από κάποιο μέλος του τάγματος.

«Το τάγμα μας έχει έρθει αντιμέτωπο με μια πολύ δύσκολη στιγμή. Και θα γίνουν δυσκολότερα τα πράγματα με τον καιρό. Πρέπει ίσως να παραβλέψουμε κάποιους κανόνες και συνθήκες που μας δεσμεύουν, ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις τωρινές καταστάσεις. Αν μετρούσε μόνο ο δικός μου λόγος, θα αποφάσιζα να τους μιλήσουμε. Όμως έχουμε δημοκρατία μέσα στο τάγμα κι αυτή πρεσβεύουμε, οπότε θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα των σοφών προγόνων μας και θα ψηφίσουμε».

Όλοι δέχτηκαν τη λύση του ασπρομάλλη αρχηγού. Η ψηφοφορία έγινε με σύντομες διαδικασίες. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν ομόφωνο. Είχε έρθει η ώρα να τους αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Να συγκεντρώσουν και να τους φερθούν όπως ακριβώς τους αρμόζει. Ήταν πλέον η μοναδική λύση με τα καινούργια δεδομένα. Συγκεκριμένα θα παραβίαζαν έναν ακόμα κανόνα. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του τάγματος θα γινόταν υπό την παρουσία όλων των ανώτατων μελών, ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε παρατυπία. Ο Μάρκος κι ο Οδυσσέας διασταύρωσαν τα βλέμματά τους. Έδειχναν αρκετά προβληματισμένοι, ίσως και φοβισμένοι, αλλά εφόσον η απόφαση είχε ομοφωνία τότε έπρεπε να υπακούσουν σε αυτήν.

Την επόμενη μέρα ο Χρήστος δέχτηκε στο μαγαζί του μια απρόσμενη επίσκεψη. Είδε να μπαίνει στην πόρτα του ο γιατρός Ολυμπίου. Σηκώθηκε και τον χαιρέτησε. Ο γιατρός, πριν κάτσει στην καρέκλα, χάζεψε για λίγο τον χώρο.

«Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο ωραία πράγματα».

Τα μάτια του έπεσαν σε μια ελαιογραφία με τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου. Δίχως να τον προσέξει ο Χρήστος, χαμογέλασε, καθώς περιεργαζόταν έναν συγκεκριμένο από τους δώδεκα.

«Χαίρομαι που σου αρέσουν. Δεν νομίζω όμως πως ήρθες για να αγοράσεις κάποιο δώρο».

Ο Μάρκος τον πλησίασε και τον έπιασε από τους ώμους. Τον συμπαθούσε πολύ αυτόν τον νεαρό. Όχι μόνο όμορφος μα και πολύ έξυπνος.

«Θα ήθελα να σου μιλήσω για μένα και την αδελφή σου».

Ο Χρήστος κόμπιασε. Ήρθαν στο μυαλό του όλα όσα είχαν συζητήσει με τον Αλέξανδρο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως εκείνος ο άνθρωπος μπροστά του με το διαπεραστικό βλέμμα και το λαμπερό χαμόγελο έκρυβε κάτι το μεμπτό, το επικίνδυνο.

«Κοίτα, η αλήθεια είναι πως από την ευτυχία που διακρίνω στα μάτια της αδελφής μου αλλά κι από το δικό σου το χαμόγελο, μπορώ να καταλάβω πράγματα που δεν διατυπώνονται με λέξεις».

Τα λόγια που έλεγε έδειχνε να τα εννοεί πραγματικά.

«Έτσι ακριβώς είναι, όπως φαίνονται. Ήμαστε πολύ ερωτευμένοι. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο θα ήθελα να γνωρίσω εσένα και τους φίλους σας. Έτσι σκέφτηκα να μαζευτούμε όλοι μαζί στο σπίτι μου σήμερα το βράδυ. Αν βέβαια δεν έχεις αντίρρηση. Η Φανή δεν ξέρει ακόμα κάτι γι’ αυτό. Ήθελα να μιλήσω πρώτα μαζί σου. Αντρίκιες κουβέντες. Άσχετα αν μου τα έκανες πολύ εύκολα τα πράγματα με τη δεκτικότητά και την ευστροφία σου. Λοιπόν περιμένω νέα σου για το βράδυ».

Ο Μάρκος άφησε μόνο τον Χρήστο να ενημερώσει τους υπόλοιπους.

Η Φανή κι η Ζωή ενθουσιάστηκαν με την ιδέα όταν το έμαθαν. Ο Αλέξανδρος συνέχισε να είναι καχύποπτος. Ο Χρήστος προσπάθησε να του εξηγήσει πως ήταν καλύτερα να τον έχουν από κοντά. Εξάλλου δεν μπορούσαν ακόμα να πουν τίποτα στη Φανή και τη Ζωή. Πλησιάζοντας φιλικά τον Μάρκο, θα μπορούσαν να μάθουν πιο εύκολα όλα όσα είχε κρυμμένα. Ουδέν κρυπτόν υπό του Ηλίου.

Το σπίτι του Μάρκου ήταν διακοσμημένο με ιδιαίτερο και πρωτότυπο γούστο. Λιτά έπιπλα σε ανοιχτά χρώματα με πολλές προτομές αρχαίων και μαρμάρινες παραστάσεις κοσμούσαν διάσπαρτα σημεία των τοίχων της μεζονέτας του στην Κούρτη. Ο χώρος του σαλονιού ήταν τεράστιος. Φωτιά έκαιγε σε ένα μοντέρνο τζάκι που βρισκόταν στο κέντρο του χώρου και χώριζε το καθιστικό από την τραπεζαρία. Κρυφοί φωτισμοί έδιναν στο δωμάτιο μια μυστικιστική νότα κάτι που άγχωσε αμέσως τον Αλέξανδρο. Ήταν κι ο λιγότερο ομιλητικός από τους υπόλοιπους. Λακωνικός στις απαντήσεις του, παρατηρούσε τις αντιδράσεις του Μάρκου. Μα κι ο Μάρκος δεν έχασε καμία από τις κινήσεις του. Τους προσέφερε ποτό ενώ το τραπεζάκι του σαλονιού ήταν ήδη γεμάτο από ξηρούς καρπούς κι εξωτικά φρούτα.

Η ώρα περνούσε ευχάριστα. Μέχρι κι ο Αλέξανδρος χαλάρωσε λίγο με την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί. Το βλέμμα του είχε κολλήσει σε μια μπρούτζινη πανοπλία που έβγαινε μέσα από τον τοίχο πάνω από το τζάκι. Φαινόταν τόσο αληθινή, ώστε να νομίζει αμέσως κάποιος πως την είχαν χρησιμοποιήσει ήρωες της μυθολογίας σε πολέμους. Είχε πάνω της γδαρσίματα, χαρακιές και βαθουλώματα που μόνο τσεκούρια, σπαθιά και τόξα θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει.

Εκείνες τις σκέψεις του Αλέξανδρου διέκοψε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο Μάρκος ζήτησε συγνώμη και πήγε να ανοίξει. Ξαφνικά εισέβαλε μπροστά τους μια ομάδα ανθρώπων, μέσα στους οποίους βρισκόταν κι ο Οδυσσέας. Η Ζωή ξαφνιάστηκε τόσο που της έπεσε το ποτήρι από τα χέρια κι έγινε θρύψαλα στο πάτωμα. Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε από τον καναπέ, παίρνοντας στάση αμυντική.

«Ηρεμήστε! Θα σας εξηγήσουμε αμέσως τι συμβαίνει», είπε ο Μάρκος με ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν θα έφευγες για Θεσσαλονίκη;» ρώτησε έκπληκτη η Ζωή, κοιτώντας τον αδελφό της.

«Μην ανησυχείς. Ήρθε η ώρα να μάθεις τα πάντα».

Ο Οδυσσέας την πλησίασε και την αγκάλιασε. Ο οικοδεσπότης πρότεινε να κάτσουν όλοι στην τεράστια τραπεζαρία του, που εξ επί τούτου την είχε ανοίξει για τη συγκεκριμένη εκείνη συνάντηση. Στην κορυφή του τραπεζιού κάθισε ο ασπρομάλλης άντρας.

«Καλησπέρα σας φίλοι μου. Το όνομα μου είναι Απόστολος Αθανασίου αλλά όλοι εδώ μέσα με γνωρίζουν ως Σωκράτη. Καταλαβαίνω την έκπληξή σας και σας ζητάω, εκ μέρους όλων των παρευρισκομένων, συγγνώμη για την αναστάτωση που σας προκαλέσαμε. Δεν είμαστε εχθροί και σίγουρα δεν έχετε να φοβόσαστε απολύτως τίποτα από εμάς. Αντίθετα ερχόμαστε φιλικά και με διάθεση βοήθειας. Ό,τι σας αποκαλύψουμε σήμερα να ξέρετε πως θα ακουστεί ίσως περίεργο κι ακατανόητο. Θα προσπαθήσω όμως να είμαι όσο περισσότερο επεξηγηματικός μπορώ. Επίσης, είναι απαραίτητο να γνωρίζετε πως βρισκόμαστε ήδη σε πολύ δύσκολη θέση, λόγω της αποκάλυψης που είμαστε αναγκασμένοι να προβούμε. Όλοι από όσους βλέπετε εδώ μέσα αλλά και πολλοί ακόμα που επιβάλλετε να είναι απόντες, ανήκουμε στο τάγμα των Αρχαιοελληνιστών. Το τάγμα αυτό ασχολείται με την αρχαία Ελλάδα. Ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξη μας. Κι όσοι ανήκουν στους κόλπους μας είναι επίλεκτοι και δοκιμασμένοι. Σήμερα είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτουμε  την ύπαρξή μας σε άτομα που δεν πρόκειται, τουλάχιστον άμεσα, να εισχωρήσουν στο τάγμα μας. Είναι ενάντια στους νόμους μας μα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει τη συγκεκριμένη στιγμή. Η ανάγκη μας έφερε σε αυτό το σημείο, λόγω της απρόσκλητης παρουσίας του Αλέξανδρου και του Χρήστου στον χώρο, όπου στεγαζόμαστε προσωρινά».

Η Φανή κι η Ζωή τότε τους κοίταξαν στα μάτια. Και οι κατέβασαν τα κεφάλια σχεδόν ταυτόχρονα.

«Δεν δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με αυτό που έκαναν αλλά θα προτιμούσαμε να σας προστατεύουμε εν αγνοία σας», συνέχισε ο Σωκράτης τα λόγια του.

Ένα τεράστιο ερωτηματικό δημιουργήθηκε στα πρόσωπα και των τεσσάρων. Ναι, βρίσκονταν εκεί για να τους προστατέψουν από την απειλή που αιωρούταν πάνω από τα κεφάλια τους.

«Ποιά ακριβώς είναι η απειλή που μας αναφέρετε;».

Η πρώτη ερώτηση προήλθε από το στεγνό στόμα του Χρήστου. Η απάντηση όμως δεν ήρθε από τον Σωκράτη.

«Καλησπέρα κι από μένα. Ονομάζομαι Οδυσσέας Βορέας και για όσους δεν το γνωρίζεται είμαι ο αδελφός της Ζωής. Θα προτιμούσα να είχαμε συστηθεί υπό άλλες συνθήκες αλλά οι καταστάσεις ήρθαν έτσι, ώστε να συναντηθούμε με αυτόν τον λίγο άχαρο τρόπο», πήρε τον λόγο ο Οδυσσέας. «Ανήκω κι εγώ στην ομάδα αυτήν εδώ και πολλά χρόνια. Τη συμμετοχή μου στο εν λόγω τάγμα δεν γνώρισε ποτέ κανείς, ούτε η ίδια μου η οικογένεια. Τώρα βέβαια το μαθαίνετε υπό συνθήκες πίεσης. Θέλω να σας ενημερώσω πως γνωρίζουμε καλά για την εμφάνιση του δαίμονα, όπως επίσης και για την επίκληση που κάνατε εκείνη τη νύχτα», είπε κοιτάζοντας την αδελφή του στα μάτια.

Αυτό που σόκαρε όμως και τους τέσσερις δεν ήταν πως η ζωή τους ήταν γνωστή από ανθρώπους που έβλεπαν για πρώτη φορά αλλά εκείνο που ακολούθησε στη συνέχεια από το στόμα του Οδυσσέα.

«Η αλήθεια είναι πως δεν είστε εσείς υπεύθυνοι για την εμφάνιση του δαίμονα αλλά κάποιος άλλος που θα μάθετε στην πορεία. Εκείνο το βράδυ με την επίκλησή σας, απλώς έκανε την εμφάνισή του σε εσάς. Δεν ευθύνεστε εσείς για το κάλεσμά του, ξαναλέω. Αυτό είχε γίνει κάποια χρόνια πριν».

«Με ποιό δικαίωμα μπλεχτήκατε με αυτόν τον τρόπο στη ζωή μας;».

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε από την καρέκλα του οργισμένος, φωνάζοντας. Η Φανή ήταν δακρυσμένη και κοίταζε στα μάτια τον Μάρκο. Ένιωθε ότι την είχε προδώσει. Ο Μάρκος το κατάλαβε αλλά δεν ήταν της παρούσης να της δικαιολογηθεί. Έτσι συνέχισε να εξηγεί. Παρακάλεσε πρώτα τον Αλέξανδρο να καθίσει στη θέση του και με ήρεμο τρόπο θα μάθαινε τα πάντα.

«Εγώ ο ίδιος παρακολουθώ τη ζωή σας εδώ και πολύ καιρό. Με κάποιον τρόπο είστε στενά συνδεδεμένοι με τον δαίμονα. Το σημαντικότερο όμως,είναι πως εσείς οι ίδιοι έχετε τη δύναμη να τον αφανίσετε. Σκοπός μας είναι να σας βοηθήσουμε, να σας καθοδηγήσουμε και να σας προστατέψουμε. Κι αυτό θα ήταν πιο εύκολο να γίνει εν αγνοία σας. Το ενδιαφέρον μας δεν είναι προσποιητό. Είναι αληθινό και δυνατό», είπε ο Μάρκος, κοιτάζοντας τη Φανή κατάματα.

«Ποιος είναι ο δικός σου ρόλος στην ομάδα, Μάρκο;», ρώτησε ξέπνοα η Φανή.

Οι αντιδράσεις ήταν λίγο περίεργες από όλους. Οι πιο πολλοί κατέβασαν τα μάτια ή κοίταξαν αλλού. Ο Μάρκος είπε πως αυτό δεν είναι της παρούσης. Δεν ήταν η στιγμή για να τους δώσουν όλες τις εξηγήσεις, παρά μόνο όσες τους αφορούσαν. Όσες θα τους βοηθούσαν άμεσα στον δύσκολο σκοπό τους.

Η επόμενη ερώτηση του Χρήστου, τούς έφερε σε μεγαλύτερη αμηχανία.

«Για ποιόν λόγο δεν εμφανιστήκατε νωρίτερα για να μας προφυλάξετε; Γιατί μας αφήσατε να βασανιστούμε με αυτόν τον τρόπο, να αγωνιούμε για τη ζωή μας και να κινδυνεύουμε;».

Αμέσως έφερε σαν παράδειγμα τα όσα πέρασε η Ζωή.

«Το μονοπάτι της γνώσης πρέπει να το διαβείτε μονάχοι. Να ανακαλύψετε μέσα από τα δύσκολα τη δύναμή σας και την αλήθεια σας, έτσι ώστε να αντιμετωπίσετε με μεγαλύτερη ευκολία το απόλυτο κακό. Με τον τρόπο αυτό θα θωρακιστείτε με δύναμη, αυτοκυριαρχία κι εμπιστοσύνη στον εαυτόν σας», απάντησε ο Σωκράτης, αφού πρώτα σηκώθηκε από τη θέση του.

Εξάλλου κι οι ίδιοι δεν τα γνώριζαν όλα. Η γνώση τους έφτανε έως ένα σημείο που δεν ήταν ικανό να τους δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτηματικά τους. Τα λόγια του Σωκράτη έκαναν και τους τέσσερις να ηρεμίσουν λίγο και να γίνουν πιο δεκτικοί στα λεγόμενα του τάγματος.

Θέλησαν να μάθουν με ποιόν τρόπο θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν εκείνη τη στιγμή. Ο Οδυσσέας τους είπε πως ήδη γνωρίζουν τα δύο τρίτα από την ιστορία του δαίμονα. Το πρώτο κομμάτι τους το έμαθαν από τον άτυχο Δημοσθένη Αντύπα, τον νεκρό γλωσσολόγο και το δεύτερο από τη γριά Κίρκη της Ρόδου. Το τελευταίο κρίκο της αλυσίδας θα τους τον αποκάλυπταν οι ίδιοι.

Η ιστορία όπως την ήξεραν είχε ξεκινήσει από τον Ηρακλή και τα χρυσά μήλα. Τον θάνατο του δράκου Λάδωνα καθώς και την επαναφορά του στη ζωή ως δαίμονα από τον θεό Ήλιο, ώστε να εκδικηθεί τον Ηρακλή. Τα σχέδια του δαίμονα ήταν μεγαλύτερα από τον θάνατο ενός Ημίθεου. Ήθελε να κάνει όλους τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ο πραγματικός όμως σκοπός του δεν ήταν μόνο η καταστροφή των ανθρώπων. Αυτό θα ήταν απλώς το μέσο για να φτάσει στο δωδεκάθεο και να το αφανίσει. Με αυτόν τον τρόπο θα εξαφάνιζε κάθε ίχνος θεότητας από τη γη και θα γινόταν ο ίδιος θεός για τους ανθρώπους. Θα τους εξουσίαζε κι αυτοί θα τον λάτρευαν σαν τον προστάτη τους και τον μοναδικό θεό τους. Δεν μπορούσε βέβαια να το καταφέρει αυτό μόνος του. Έπρεπε να δημιουργήσει έναν στρατό από δαίμονες για να τον βοηθήσουν. Όσοι επιστράτευσε δεν είχαν εκείνη την απόλυτη δύναμη που ο ίδιος επιζητούσε. Οι άνθρωποι με τα χρόνια έμαθαν τον τρόπο να τους εξορκίζουν και να τους αφανίζουν. Η συνεχής προσπάθεια του δαίμονα να φτιάξει στρατό κι η απανωτή γέννηση των απόγονών του τον αποδυνάμωσε. Σταμάτησε λοιπόν την προσπάθεια κι αποσύρθηκε σε μια σπηλιά στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, περιμένοντας τον τρόπο να ανακτήσει τις δυνάμεις του.

Η Ζωή ρώτησε αν γνώριζαν τη μέθοδο με την οποία θα μπορούσε να ανακτήσει ο δαίμονας τις χαμένες δυνάμεις του. Όμως η απάντηση δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά της. Χάθηκε στη βοή των αμέτρητων σφαιρών που έκαναν θρύψαλα τις τζαμαρίες του σπιτιού. Ένα πανδαιμόνιο τύλιξε το σπίτι του Μάρκου. Βροχή από ριπές όπλων θέριζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, έμψυχο κι άψυχο.

«Καλυφτείτε όλοι», ούρλιαξε ο Σωκράτης.

Όσοι πρόλαβαν έπεσαν στο πάτωμα για να γλιτώσουν από το θανατικό. Τέσσερις από το τάγμα των Αρχαιοελληνιστών έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη νύχτα. Μια γυναίκα βρέθηκε με μια σφαίρα καρφωμένη στο κεφάλι. Ένας άντρας είχε γαζωθεί κυριολεκτικά σε όλο του το σώμα. Άλλοι δύο κείτονταν αιμόφυρτοι στο πάτωμα με κόκκινο το υγρό τους αίμα να ρέει μέσα από το στόμα τους, σχηματίζοντας μια άλικη λίμνη. Μια σφαίρα βρήκε τον Οδυσσέα στο μπράτσο. Ο Σωκράτης τη γλύτωσε από θαύμα με μια τεράστια γρατζουνιά στο μάγουλο. Αφού τελείωσε ο κατακλυσμός από σφαίρες, άρχισαν διστακτικά να σηκώνονται από το πάτωμα για να μετρήσουν τις απώλειες. Ο Μάρκος είχε προλάβει και πήδηξε πάνω στη Φανή για να την προστατεύσει με το σώμα του, προβάλλοντάς το σαν ασπίδα. Ο Αλέξανδρος βρισκόταν κοντά στη Ζωή κι ο Χρήστος είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα, τρέμοντας.

Αφού περίμεναν λίγο για να βεβαιωθούν πως ο κίνδυνος είχε περάσει, ο Μάρκος έτρεξε στην είσοδο για να δει αν υπήρχε κανείς έξω. Πέρα από τους γείτονες που είχαν βγει στα μπαλκόνια έντρομοι από τον θόρυβο κι από κάποιους που στεκόντουσαν στον δρόμο παγωμένοι σαν αγάλματα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο ύποπτο έξω. Από μακριά ακούστηκαν οι σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων. Τα πτώματα μαζεύτηκαν γρήγορα κι οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες. Ευτυχώς το τραύμα του Οδυσσέα δεν ήταν σοβαρό. Κανείς όμως δεν πρόσεξε μια μικρή τρύπα από σφαίρα, στην αριστερή ωμοπλάτη του Μάρκου, ακριβώς στο μέρος της καρδιάς. Αίμα δεν υπήρχε πουθενά.

Κεφάλαιο 11

Δωδεκάθεο

 

 

Η κηδεία των τεσσάρων μελών του τάγματος έγινε μέσα στις επόμενες μέρες στην Αθήνα. Μαζί τους στο νεκροταφείο βρίσκονταν ο Χρηστός με τη Φανή, καθώς κι ο Αλέξανδρος με τη Ζωή. Εκεί είχε παραβρεθεί κι ο τραυματισμένος Οδυσσέας. Το χέρι του ήταν δεμένο με γάζες και κρεμασμένο από τον λαιμό του. Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών υπήρχε κοσμοσυρροή εκείνη την μέρα. Ο Σωκράτης κι οι υπόλοιποι του τάγματος των Αρχαιοελληνιστών δεν τους έκλαψαν με τα γνωστά μαύρα ρούχα του πένθους. Φορούσαν όλοι λευκά. Γαλάζιες γραβάτες οι άντρες και φουλάρια του ίδιου χρώματος οι γυναίκες. Αυτός μάλλον ήταν ο δικός τους τρόπος αποχαιρετισμού των αποθανόντων φίλων τους.

Ο Χρήστος τους παρατηρούσε έναν έναν ξεχωριστά. Φαίνονταν συντετριμμένοι για τον χαμό των αδελφών τους. Πίσω από τη θλίψη διαφαινόταν ζωγραφισμένη η καλοσύνη στο πρόσωπό τους. Λίγο πριν φύγουν από το νεκροταφείο, ο Σωκράτης ζήτησε να τους συναντήσει. Θα τους πήγαινε ο Μάρκος το βράδυ στο σπίτι του.

Κατέληξαν στο σπίτι του Μάρκου στην περιοχή της Βούλας. Με τη συνοδεία πάντα και του Οδυσσέα. Από τον Αλέξανδρο είχε φύγει πλέον κάθε ψήγμα υποψίας για το τάγμα. Μετά τον άδικο θάνατο εκείνων των τεσσάρων αθώων ανθρώπων, συνειδητοποίησε πως είχαν διακινδυνέψει πολλά για να τους βοηθήσουν. Και το μακελειό που είχε γίνει στο Ναύπλιο ήταν μια θυσία για τους ίδιους και τον σκοπό τους. Η Ζωή έμεινε λίγο μόνη με τον αδελφό της. Μέσα στον όλο πανικό δεν είχαν χρόνο να μιλήσουν καθόλου.

«Πως είναι το χέρι σου;».

«Καλύτερα. Δεν με πονάει πολύ σήμερα. Ο Μάρκος με διαβεβαίωσε πως η σφαίρα δεν πέτυχε νεύρα για να μου δημιουργήσει πρόβλημα. Εσύ πως είσαι;».

«Έχω συνέλθει λίγο από το σοκ. Οδυσσέα πως μπλέχτηκες εσύ με όλα αυτά;».

Ο Οδυσσέας για να διώξει την ανησυχία από τα μάτια της, τής θύμισε τον Αγησίλαο, τον άνθρωπο που του είχε σταθεί σαν πατέρας.

«Ήξερες και για τον δαίμονα που με κατέλαβε;».

Ο Οδυσσέας της έγνεψε θετικά, κατεβάζοντας χαμηλά το κεφάλι. Η Ζωή ένιωσε μια γροθιά στα σωθικά της.

«Γιατί δεν εμφανίστηκες;», ψέλλισε.

«Δεν μπορούσα. Όπως σας είπε κι ο Σωκράτης είναι απαραίτητο να περάσετε από όλες τις δυσκολίες και να βρείτε τις λύσεις μόνοι σας. Μόνο έτσι θα είστε ικανοί να αντιμετωπίσετε τον δαίμονα. ‘Όμως τώρα δεν χρειάζεται να φοβάσαι για τίποτα. Τώρα είμαι δίπλα σου, καρδιά μου. Κι όλα θα πάνε καλά».

Στο μπαλκόνι κάθονταν η Φανή με τον Μάρκο. Εκείνη είχε μαγνητιστεί από τη θέα της θάλασσας.

«Μου έχεις θυμώσει;».

Ο Μάρκος πήγε δίπλα της και την αγκάλιασε. Αμέσως αισθάνθηκε την αμφιβολία στην ανάσα της.

«Ο λόγος που με πλησίασες ήταν ο σκοπός του τάγματός σας;».

Πόσο επιθυμούσε να ακούσει το αντίθετο! Δεν ήθελε να πληγωθεί από αυτόν τον άνθρωπο.

«Αρχικά ναι. Δεν θα στο κρύψω. Είχα ακούσει πως είσαι ψυχρή γυναίκα, απλησίαστη. Όταν σε αντίκρισα όμως έτσι αδύναμη μα τόσο όμορφη στο κρεβάτι του νοσοκομείου κατάλαβα πως κρύβεις πολλά πίσω από εκείνη τη μάσκα ψυχρότητας. Σε ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά κι αυτό φάνηκε στις πράξεις και στα λόγια μου. Ό,τι σου έχω πει μέχρι σήμερα είναι απόλυτα αληθινό. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι για κάποια γυναίκα και, πίστεψέ με, έχω γνωρίσει πάρα πολλές».

«Μάλιστα! Καζανόβας, λοιπόν», προσπάθησε να χαμογελάσει.

Αν στη θέση του ήταν κάποιος άλλος άνδρας δεν θα τον πίστευε. Όμως εκείνη η αύρα του Μάρκου την ηρεμούσε, της ενέπνεε εμπιστοσύνη.

«Μπα, υπερβολές του κόσμου. Ο Καζανόβας δεν ήταν και τόσο ελκυστικός όσο έλεγαν».

Μίλησε αρκετά σιγά και δεν άκουσε το σχόλιο του η Φανή.

«Μάρκο έχω ανάγκη να πιστέψω πως τα αισθήματά σου δεν είναι ψεύτικα».

Του έπιασε το χέρι κι ένιωσε το αίμα στις φλέβες του να ρέει τόσο δυνατά, σαν λάβα που ψάχνει διέξοδο για να ξεσπάσει.

«Μπορώ να σου διαβεβαιώσω πως νιώθω πάρα πολλά για σένα. Θέλω να με πιστέψεις».

«Δεν θέλω άλλα ψέματα. Δεν αντέχω άλλα μυστικά. Υποσχέσου μου πως από δω και στο εξής θα μου λες πάντα την αλήθεια».

Κατέβασε το κεφάλι, προσπαθώντας να μη φανεί η αμηχανία του. Δεν μπορούσε ακόμα να της αποκαλύψει το μεγαλύτερο του μυστικό. Δεν τού επιτρεπόταν να το κάνει. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με θέρμη και πάθος. Εκείνη τη στιγμή τον αγάπησε για πρώτη φορά.

Στο σαλόνι είχαν μείνει ο Χρήστος με τον Αλέξανδρο. Ο δεύτερος φαινόταν αρκετά προβληματισμένος.

«Ακόμα δεν τους έχεις εμπιστοσύνη;», ρώτησε ο Χρήστος. «Φαίνεται πως κάτι σε απασχολεί».

«Τέσσερις από αυτούς έχασαν τη ζωή τους για τη δική μας υπόθεση. Αλήθεια, δεν με προβληματίζει κάτι άλλο».

Κατέβασε το κεφάλι, αποφεύγοντας το βλέμμα του Χρήστου.

«Νομίζω πως είμαστε καιρό φίλοι κι έχουμε περάσει πολλά οι δύο μας. Καταλαβαίνω πότε μου λες ψέματα».

«Δεν είναι κάτι το σημαντικό. Δεν σου λέω ψέματα».

«Και τα ασήμαντα πολλές φορές είναι αρκετά σημαντικά. Αλλά δεν θέλω να σε πιέσω. Θα μου μιλήσεις όταν πρέπει».

«Τη στιγμή που μας πυροβολούσαν στο σπίτι του Μάρκου. Είδα κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω».

Ο Αλέξανδρος κόμπιασε. Δεν ήξερε πως να κάνει τις σκέψεις του λόγια. Δεν έβρισκε λογική σε αυτές. Θα τον θεωρούσε ο φίλος του τρελό. Είχε μπει όμως ήδη στον χορό κι έπρεπε να χορέψει.

«Ο Μάρκος είχε πέσει πάνω στη Φανή για να την προστατέψει. Είδα μια σφαίρα να χτυπάει την πλάτη του, στο μέρος της καρδιάς, και να εξοστρακίζεται μακριά. Προφανώς δεν τον σκότωσε αλλά ούτε καν τον τραυμάτισε. Απλώς πετάχτηκε από πάνω του, λες και χτύπησε κάτι το αδιαπέραστο».

«Μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό, μάλλον δεν θα πρόσεξες καλά».

«Χρήστο το είδα καθαρά. Δεν είμαι τρελός».

Αυτό ακριβώς ήθελε να αποφύγει. Να προσπαθεί να εξηγήσει το ανεξήγητο.

«Δεν είπα ότι είσαι τρελός. Όμως σε μια τέτοια κατάσταση το μυαλό δημιουργεί ανεξήγητες εικόνες».

«Ίσως και να έχεις δίκιο. Εξάλλου δεν είναι λογικό. Από την άλλη τί λογικό ζούμε τον τελευταίο καιρό;».

Έμειναν όλοι στο σπίτι του Μάρκου μέχρι αργά το απόγευμα. Μετά από ένα τηλεφώνημα, ενημερώθηκαν πως ήταν η ώρα να επισκεφτούν τον Σωκράτη. Πήραν δύο αυτοκίνητα και ξεκίνησαν.

Το σπίτι του Σωκράτη βρισκόταν στην Πλάκα, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ήταν ένα παλιό αρχοντικό, ανακαινισμένο, με θέα την πόλη της Αθήνας από τη μια και τον αρχαίο βράχο της Ακρόπολης από την άλλη. Η διακόσμηση του σπιτιού του ήταν περισσότερο κλασική. Αμέτρητες αντίκες από σκαλιστό ξύλο γέμιζαν τον χώρο. Ο Χρήστος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους. Κοινό στοιχείο με το σπίτι του Μάρκου στο Ναύπλιο, τουλάχιστον σε ότι είχε παραμείνει από αυτό, ήταν οι αρχαιοελληνικές παραστάσεις και τα αγάλματα. Ο Σωκράτης τους υποδέχτηκε χαμογελαστός, παρόλη την πικρία που εξέπεμπαν τα μάτια του για τον χαμό των αδελφών του. Στο σπίτι ήταν μόνος του. Δεν υπήρχε κανείς άλλος από το τάγμα. Κάθισαν όλοι στο γραφείο του. Ήταν ένα δωμάτιο με τεράστιες βιβλιοθήκες, υπερφορτωμένες από βιβλία. Με το που σήκωσαν το κεφάλι, έμειναν όλοι με το στόμα ανοικτό. Μια τοιχογραφία αιωρούταν πάνω από το κεφάλι τους και σε όλη την έκταση του ταβανιού. Απεικόνιζε τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου σε κύκλο. Έντονα χρώματα, πανέμορφα κορμιά και πρόσωπα που δεν μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από εκεί. Ο Σωκράτης τους άφησε να περιεργαστούν την τοιχογραφία. Ύστερα τους προέτρεψε να παρατηρήσουν τον κάθε θεό ξεχωριστά. Πολύ αναγνωρίσιμος ήταν ο Ζευς που βρισκόταν στον βορρά και κρατούσε έναν κεραυνό στα χέρια του. Η τοιχογραφία έμοιαζε να λειτουργεί κι ως ένα είδος πυξίδας, με τον κάθε Θεό να δείχνει μια διαφορετική αλλά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Φαίνονταν όλοι τόσο ζωντανοί, σχεδόν ανάγλυφοι. Έτοιμοι να ξεκολλήσουν από την τοιχογραφία και να ενωθούν με τη συντροφιά τους. Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο ο Άρης έμοιαζε πολύ στον Μάρκο. Όμως και κάποια ακόμα πρόσωπα θεών ήταν οικεία. Η εικόνα της Δήμητρας θύμιζε την κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά που είχε γνωρίσει ο Χρήστος στα Ιωάννινα. Αλλά και στον Αλέξανδρο φάνηκε γνώριμος ο Ήφαιστος μα δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του πού είχε δει το πρόσωπό του.

Η παρουσίαση του δωδεκάθεου τελείωσε κι ο Σωκράτης πήρε τον λόγο.

«Μετά από εκείνο το αιματοβαμμένο θανατικό στο Ναύπλιο, τα πράγματα έχουν σοβαρέψει αρκετά. Πολλοί από το τάγμα ανέλαβαν δράση για να βρουν αυτούς που μας ξεπάστρεψαν τόσο ύπουλα. Εσείς στο παρελθόν εντοπίσατε κάτι το ύποπτο που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στους δολοφόνους;».

Του ανέφεραν για τις εμπειρίες που είχαν με κάποιους άγνωστους, τους οποίους χαρακτήριζαν τα μαύρα μαλλιά και ρούχα, σε αντίθεση με την κατάλευκή τους επιδερμίδα. Του εξιστόρησαν όλες τις φορές που τους είχαν συναντήσει. Ο Σωκράτης φάνηκε ανήσυχος με όσα άκουσε αλλά δεν ανέφερε τίποτα. Εκείνη όμως ήταν η μέρα που θα μάθαιναν τόσα πολλά που δεν θα τα άντεχε το μυαλό τους. Ο λόγος που τους είχε καλέσει ήταν για να τους τελειώσει την ιστορία για τον δαίμονα που δεν πρόλαβε την προηγούμενη φορά. Συγκεκριμένα, είχαν σταματήσει στην ερώτηση της Ζωής για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε ο δαίμονας να ανακτήσει τις δυνάμεις του.

Βλέποντας ο θεός Ήλιος τις προσπάθειες του δαίμονα να εξολοθρεύσει τους δώδεκα θεούς και να κυβερνήσει τη γη, θύμωσε. Δεν μπορούσε βέβαια να σκοτώσει τον δαίμονα όχι μόνο γιατί είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης αλλά και γιατί ήταν δικό του δημιούργημα. Είχε μάθει και για τις άκαρπες προσπάθειες που έκανε να δημιουργήσει στρατό και συνάμα για την αποδυνάμωσή του. Αποφάσισε λοιπόν να δημιουργήσει ένα δοχείο, μέσα στο οποίο θα έκρυβε τις δυνάμεις της δημιουργίας του δαίμονα, ώστε να μην μπορέσει ποτέ να τις ανακτήσει. Το δοχείο αυτό φτιάχτηκε από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Πλάστηκε με νερό και γη, ψήθηκε με φωτιά και στέγνωσε με τον αέρα. Πάνω του ήταν αποτυπωμένα και τα τέσσερα ανάλογα σύμβολα. Φοβούμενος ο Ήλιος την πονηριά του δαίμονα έστησε μια παγίδα στο αγγείο. Αν κατάφερνε ποτέ να το βρει, στην προσπάθειά του να το ανοίξει, ταυτόχρονα θα άνοιγε και μια πύλη από την οποία θα περνούσε ο ίδιος ο Ήλιος για να τον σταματήσει. Βέβαια το κακό στην όλη υπόθεση ήταν πως, με το πέρασμα του Ήλιου στη γη, θα καταστρεφόταν κάθε ίχνος ζωής. Ο Δίας, μαθαίνοντας για το αγγείο αυτό και για τις καταστροφικές του συνέπειες, αποφάσισε να το βρει. Το ανακάλυψε στο νησί της Ρόδου σε έναν ναό αφιερωμένο στον Ήλιο. Διαμέλισε το αγγείο σε τέσσερα κομμάτια και το σκόρπισε με τη βοήθεια των υπόλοιπων Θεών στην Ελλάδα. Τα κομμάτια αυτά κρύφτηκαν πολύ καλά. Τις δυνάμεις των τεσσάρων στοιχείων τις πέρασε σε τέσσερες ψυχές, οι οποίες στο μέλλον θα μετενσαρκώνονταν σε θνητούς ανθρώπους. Με τη βοήθεια των δώδεκα θεών θα αποκτούσαν στην πορεία δυνάμεις θεϊκές, ώστε να μπορέσουν να εξολοθρεύσουν τη μεγάλη τους απειλή.

Ο δαίμονα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Οι προσπάθειές του για τη δημιουργία στρατού είχαν αποτύχει, παταγωδώς. Έτσι σκέφτηκε να δημιουργήσει κάτι καλύτερο. Έναν στρατό, ο οποίος θα προερχόταν από το σμίξιμο ανθρώπου και δαίμονα. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν πως οι δαίμονες ήταν άυλοι, οπότε δεν είχαν τη δυνατότητα να συνευρεθούν, τουλάχιστον με τον γνωστό τρόπο, με γυναίκες. Οπότε έπρεπε να διεισδύουν στα άδυτα των ανθρώπινων ψυχών και να αφήνουν εκεί το άυλο, αλλά καταστροφικό, σπέρμα τους. Έτσι η αναπαραγωγή τους γινόταν μέσω ψυχής. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο απήγαγε κατά καιρούς διάφορες γυναίκες και ζευγάρωνε μαζί τους με τη συγκεκριμένη τεχνική. Ύστερα τις άφηνε ελεύθερες αλλά χωρίς να θυμούνται απολύτως τίποτα. Με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε ένα είδος δαιμονανθρώπων, οι οποίοι σαν κύριο χαρακτηριστικό τους είχαν τα πολύ σκούρα μαλλιά και την κάτασπρη επιδερμίδα. Φορούσαν από παλιά κάτι να προστατεύουν τα μάτια τους. Σήμερα φορούν γυαλιά γιατί το φως του Ηλίου τους τύφλωνε αλλά και για να κρύβουν το κόκκινο χρώμα των ματιών τους που ανεξέλεγκτα, άλλαζε και πρόδιδε την ιδιαιτερότητά τους. Ο μύθος λέει πως μια τέτοια ομάδα ανθρώπων τρέφεται μόνο με αίμα, τα γνωστά σε όλους βαμπίρ. Βέβαια με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν διάφορες ιστορίες για αυτά, κάποιες αναληθείς, κάποιες βέβαια αρκετά αληθινές. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν καίγονταν όταν αντίκριζαν τον Ήλιο.

Τα τέσσερα κομμάτια, μετά τη διάσπαση του αγγείου, τα φύλαγαν οι δώδεκα Θεοί, ανάλογα με το στοιχείο της φύσης που αντιστοιχούσε στον καθένα. Ο Ποσειδώνας, η Ήρα και η Αφροδίτη πήραν το κομμάτι του νερού. Ο Άρης, η Άρτεμις και η Δήμητρα το κομμάτι της γης. Ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος και η Εστία της φωτιάς. Ο Δίας, ο Ερμής και η Αθηνά του αέρα.

Η ομάδα των δαιμονανθρώπων, ύστερα από πολλά χρόνια, κατάφερε να ανακαλύψει μόνο το ένα κομμάτι από το σπασμένο αγγείο. Το κομμάτι του Αέρα. Τα υπόλοιπα δεν τα είχε βρει ακόμα. Αν καταφέρουν και τα βρουν θα χρειαστούν το αίμα από τέσσερις φορείς των στοιχείων αυτών για να ενωθεί το αγγείο και τη θυσία μιας παρθένας, της οποίας το αίμα θα πρέπει να γεμίσει το αγγείο. Με αυτόν τον τρόπο θα ανακτήσει τις δυνάμεις του ο δαίμονας αλλά ταυτόχρονα θα ανοίξει κι η πύλη για τον Ήλιο.

Ο Σωκράτης σταμάτησε την ιστορία σε εκείνο το σημείο και παρατήρησε τα τέσσερα παιδιά που είχαν μείνει άφωνα. Πρώτος μίλησε ο Αλέξανδρος.

«Το πάζλ, σχεδόν, συμπληρώθηκε», είπε εκστασιασμένος.

Το στέρνο του έτρεμε από τη συγκίνηση. Το τόσο μικρό του μυαλό δεν μπορούσε να συλλάβει την απεραντοσύνη που απλωνόταν μπροστά του. Είχε μέσα του κάτι το θεϊκό. Ήταν αδιανόητο.

«Έτσι εξηγούνται και τα τέσσερα μενταγιόν που πήραμε από τη Ρόδο. Το κάθε ένα από αυτά ανήκει στο αντίστοιχο στοιχείο της φύσης και ταυτόχρονα στον αντίστοιχο του δικού μας χαρακτήρα».

«Ακριβώς, Αλέξανδρε», είπε ο Σωκράτης. «Εσύ είσαι αναμφίβολα παιδί της φωτιάς. Είσαι έντονος χαρακτήρας που διακρίνεται από πάθος και ανδρεία. Καίει φωτιά στα σωθικά σου κι η δύναμή σου είναι καταστροφική. Προστάτες σου είναι ο Ήφαιστος, ο Απόλλωνας και η Εστία. Αν κοιτάξεις την τοιχογραφία πάνω σου θα δεις πως και οι τρεις αυτοί Θεοί βρίσκονται αριστερά, στη Δύση».

«Φωτιά», ψέλλισε ο Αλέξανδρος και σήκωσε το κεφάλι του προς την τοιχογραφία.

Ένιωσε για μια στιγμή θεός μέσα στο θνητό του σώμα. Λάβα έκαιγε το αίμα του και κυλούσε ζεματιστό στις φλέβες του, κάνοντάς τον να αισθάνεται στο έπακρο τη δύναμη και την ανδρεία που τον χαρακτήριζε. Δεν ήταν όμως αρκετό αυτό. Ήθελε να ανακτήσει όλη τη δύναμη που του αναλογούσε. Αμέσως ήρθαν στο μυαλό του τα λόγια του γέροντα στο νησί της Κρανάης.

«Ένας ιερωμένος από το Γύθειο μας συνέστησε να περάσουμε με κάποιον τρόπο, τα στοιχεία που μας αναλογούν, πάνω στο κορμί μας. Σκέφτηκα λοιπόν αν θα μπορούσαμε να κάνουμε το σύμβολο, τατουάζ».

«Νομίζω πως είναι νωρίς ακόμα για να ανακαλύψετε τον τρόπο που θα περάσουν τα σύμβολα στο σώμα σας. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να εντοπίσετε και να καλλιεργήσετε τις δυνάμεις που κρύβονται μέσα σας. Αυτές που σας χάρισε απλόχερα ο Δίας».

Δεν ήταν η ώρα να τους αποκαλύψει κι άλλα μυστικά. Ή, τουλάχιστον, αυτά που γνώριζε ο ίδιος γιατί σίγουρα υπήρχαν και περισσότερα που δεν τα ήξερε.

«Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιόν τρόπο όμως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε υπέρ μας αυτή τη δύναμη των μενταγιόν», ρώτησε η Ζωή.

Οι λέξεις έβγαιναν μόνες από το στόμα της, σαν νερό. Απορούσε, μέσα σε αυτόν τον ωκεανό του άγνωστου που κολυμπούσε, πως έβρισκε τη δύναμη να ρωτάει τέτοιες λεπτομέρειες.

«Στον Αλέξανδρο λειτούργησε μόνη της όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον δαίμονα».

«Μικρή μου, όπως είπα και πριν, αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Δεν γνωρίζω το μυστικό αυτών των στοιχείων και πως επιδρούν πάνω σας. Το μόνο που ξέρω για σένα είναι ότι είσαι το υδάτινο στοιχείο. Το νερό κυλάει μέσα σου κι όσο ήρεμο και πράο φαίνεται πως είναι, άλλο τόσο βίαιο μπορεί να γίνει στο πέρασμά του. Οι Θεοί που σου αντιστοιχούν είναι ο Ποσειδώνας, η Ήρα και η όμορφη Αφροδίτη. Μάλιστα διαθέτεις και κάτι από την ομορφιά της τελευταίας. Η ανατολή είναι η πλευρά σου».

«Νερό», ψέλλισε κι η Ζωή μέσα από τα δόντια της και καρφώθηκε στον θεό Ποσειδώνα.

Τα πράσινα μάτια της γίνανε θυελλώδεις θάλασσες. Ένιωσε ρευστή, σαν υγρό που απλώνεται και στο διάβα του σπέρνει και θερίζει τρόμο. Τα μαλλιά της κύματα που αλωνίζουν απέραντες εκτάσεις, χαϊδεύοντας ή πνίγοντας τα θύματά τους. Αδυσώπητη η δύναμη που κρύβει το υγρό στοιχείο.

«Δάσκαλε έχω κι εγώ μια απορία», είπε η Φανή.

Είχε συγκλονιστεί από τις αποκαλύψεις αλλά η σταθερότητα που είχε έμφυτη στον χαρακτήρα της δεν της επέτρεπε να το δείξει.

«Μίλησες για τους δαιμονανθρώπους που είναι γόνοι διασταύρωσης του δαίμονα και των ανθρώπων. Ποιά η δύναμή τους και πως μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε;».

«Εύστοχη η ερώτησή σου γλυκιά μου Φανή. Κάποια στοιχεία που έχουμε ακούσει για τους βρικόλακες ισχύουν και κάποια όχι. Όπως είπα και νωρίτερα, δεν καταστρέφονται με τον ήλιο παρά μόνο τυφλώνονται. Όσον αφορά τον αγιασμό και το σκόρδο, θα πω μόνο πως είναι δεισιδαιμονίες προερχόμενες από τις θρησκείες, τα ήθη κι έθιμα των λαών. Πολύ κοντά στην αλήθεια είναι το χτύπημα στην καρδιά αλλά όχι από ξύλο όπως λένε τα παραμύθια. Χρειάζεται κάτι φτιαγμένο από μείξη των τεσσάρων στοιχείων».

«Από πυλό, όπως τα αγγεία;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι, από ένα διαφορετικό υλικό, το οποίο είναι φυσικό δημιούργημα και των τεσσάρων στοιχείων. Βρίσκεται χωμένο στα έγκατα της γης και δημιουργείται από τη φωτιά που καίει στα σωθικά της, από στοιχεία της ίδια της γης, με το νερό που έχει την ιδιότητα να το ψύχει και τον αέρα που του δίνει την τελική του μορφή. Είναι το μέταλλο».

«Οποιοδήποτε μέταλλο;», ρώτησε η Φανή επικαλούμενη την γνώση της στη φυσική.

«Αυτό Φανή μου είναι η δική σου αρμοδιότητα ως φυσικός κι ως γνήσιο τέκνο της μάνας γης. Σταθερή σαν βράχος και χρήσιμη όπως ακριβώς και το χώμα. Οι δυνάμεις σου προέρχονται από τον Άρη, την Άρτεμις και τη Δήμητρα. Πατρίδα σου ο νότος, όπως εξάλλου κι η γη που βρίσκεται στα πόδια μας».

«Γη», σκέφτηκε η Φανή.

Άξαφνα ένοιωσε τα πόδια της βράχια, βαριά κι ακλόνητα. Σταθερά, να ριζώνουν στη μάνα γη και να προσδίδουν άκαμπτη δύναμη, αδιάσειστη. Κισσοί με καταπράσινες φυλλωσιές απλώθηκαν από τα μαλλιά της που έμπλεκαν σφιχτά στους δυνατούς κορμούς, οι οποίοι γίνονταν τα χέρια της. Ο Σωκράτης άφησε τη Φανή στην παραζάλη της κι έριξε το βλέμμα του στον Χρήστο που το αέρινο του χαρακτήρα του διακρινόταν στο διάφανο των ματιών του αλλά ταυτόχρονα στην αρμονία και τη δίνη της προσωπικότητάς του.

«Χρήστο εσένα σε βλέπω σιωπηλό. Δεν θέλεις να ρωτήσεις κάτι;».

Ο Χρήστος είχε παρατηρήσει τόση ώρα την έκπληξη στα μάτια των υπολοίπων από τα απρόσμενα λεγόμενα του Σωκράτη. Δεν ένιωθε τίποτα μέσα του. Ούτε φόβο, ούτε χαρά. Ενδόμυχα γνώριζε πως η δειλία του δεν θα του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη αυτή. Την ένιωθε μέσα του σαν μπουρίνι, έτοιμο να ξεσπάσει, αλλά ένας τοίχος δειλίας το εμπόδιζε. Για να φύγει από τη μεμψιμοιρία του σκέφτηκε το δωδεκάθεο.

«Τι απέγιναν οι δώδεκα Θεοί;», ρώτησε τον Σωκράτη.

«Η ερώτησή σου δυναμική σαν τον αέρα. Κατακεραυνωτική, σαν τον αρχηγό των Θεών, τον Δία. Σοφή, σαν γνήσιος απόγονος της Αθηνάς και γρήγορη, όπως ο γοργοπόδαρος Ερμής. Οι τρεις Θεοί του Αέρα, σαν το δικό σου το στοιχείο με την κατεύθυνση του Βορρά, της γνώσης και του μυαλού. Αλήθεια, πιστεύεις στον θεό, Χρήστο;».

«Δεν ξέρω αν υφίσταται με την έννοια που μας έχουν περάσει, αλλά ναι πιστεύω στον θεό ως μια ανώτερη δύναμη, φιλεύσπλαχνη και λυτρωτική».

Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως πίστευε. Από τότε που έχασε τον πατέρα του, έχασε και την πίστη του στον Θεό.

«Ωραία απάντηση. Πιστεύεις ότι οι δώδεκα Θεοί της αρχαίας Ελλάδας είχαν κάτι το θεϊκό με την έννοια που μου έδωσες πριν;».

«Όχι, θεωρώ πως η ύπαρξή τους ήταν καθαρά συμβολική. Κάθε ένας από αυτούς απεικόνιζε και μια αξία, ένα συναίσθημα, μια τιμωρία ίσως που είχαν ανάγκη να καρπώνονται οι άνθρωποι και να πορεύονται με αυτήν. Οι θεοί αυτοί ήταν ιδέες κι όχι αιθέριες υπάρξεις».

«Μάλιστα. Σε κάποια από τα λεγόμενά σου είσαι σωστός και σε κάποια λάθος. Λοιπόν, κι εγώ πιστεύω στον θεό και στην παντοδυναμία του. Όπως πιστεύω και στους αγγέλους του, τους καλούς και τους κακούς. Άγγελοι! Ωραία λέξη, έτσι; Αυτό ακριβώς ήταν κι οι δώδεκα Θεοί. Δώδεκα άγγελοι που ο καθένας αντιπροσώπευε κι από ένα ιδανικό, μια αξία όπως είπες, για να παραδειγματιστούν οι άνθρωποι. Με το πέρασμα όμως των χρόνων και την εξέλιξη του ανθρώπου, τα ιδανικά αυτά έπαψαν να έχουν χαρακτήρα θεϊκό κι η πίστη στον θεό έγινε μονοδιάστατη. Αυτός ήταν κι ο λόγος που το δωδεκάθεο έχασε το κύρος του. Και φτάνω στην ερώτησή σου. Τι απέγιναν οι άγγελοι αυτοί; Θα σου πω απλώς πως ζουν ανάμεσά μας. Σαν αθάνατες μορφές που αλλάζουν υπόσταση και περιοχή ανάλογα με τις ανάγκες. Κάποιοι από αυτοί μπορεί να έχουν εμφανιστεί ακόμα και σε σας με έναν ιδιαίτερο τρόπο για να σας καθοδηγήσουν και να σας προστατέψουν».

«Η κοπέλα από τα Ιωάννινα», αναφώνησε ο Χρήστος. «Αυτό μου θύμισε κι η θεά Δήμητρα στην τοιχογραφία».

Το πρόσωπό της, αυτή η αέρινη φύση της τον είχε συγκλονίσει τότε. Πλέον καταλάβαινε τι έκρυβε ο ωκεανός που είχε διακρίνει μέσα στα μάτια της. Στην ιδέα πως θα την ξαναέβλεπε κάποια στιγμή, συγκλονίστηκε.

«Το παιδί στο Γύθειο, ο μικρός Φοίβος», πετάχτηκε η Φανή. «Ο Απόλλωνας. Αυτός μας βοήθησε για να σώσουμε τη Ζωή».

Θυμήθηκε το δάφνινο κλαδί που της είχε δώσει. Τα μικρά του δάχτυλα την είχαν αγγίξει τυχαία κι είχε νιώσει να εκπέμπει μια απίστευτη δύναμη. Και τα μάτια του είχαν τη λάμψη του ηλίου.

«Ο κουτσός στην Ρόδο», είπε σιγά ο Αλέξανδρος για να μην ακουστεί. «Ήταν ο Ήφαιστος».

Έτσι εξηγείτο η έλξη που ένιωσε για τον άντρα αυτόν, τον θηριοδαμαστή της φωτιάς.

«Κι εμένα με έσωσε από τον πνιγμό ένας άγνωστος με μια τρίαινα στο μπράτσο», μίλησε πάλι η Φανή. «Αυτός θα ήταν σίγουρα ο Ποσειδώνας».

Μέσα στην παραζάλη του παραλίγο πνιγμού της δεν θυμόταν και πολλά γι’ αυτόν.

Ο Μάρκος στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, χαμογελώντας, και χάζευε τη θέα της Ακρόπολης που στεκόταν ακλόνητη στα μάτια του, σαν πέτρινη θεά.

Σε ένα άλλο σημείο της Αθήνας, σε κάποιο άλλο αρχοντικό στην Κηφισιά, λίγο πιο σκοτεινό από αυτό του Σωκράτη, βρισκόταν μια διαφορετική παρέα, ταιριαστή στο ύφος του χώρου. Σε ένα σκούρο, δρύινο γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος τύπος, απροσδιορίστου ηλικίας, με πρόσωπο όμως ολόφρεσκο που θύμιζε νέο άντρα στην όψη. Ήταν ο, κατά κόσμων γνωστός, Δαβίδ Στεργίου. Φορούσε σκούρο μαύρο κουστούμι, είχε μακρύ ίσιο μαλλί, πιασμένο σε αλογοουρά πίσω στο σβέρκο και μια λευκή αλαβάστρινη επιδερμίδα. Το στεγνό από αίμα πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, όπως το πρόσωπο μιας πορσελάνινης κούκλας. Ήταν τόσο γοητευτικός άντρας που αμέσως τραβούσε την προσοχή όλων. Με αυτόν τον τρόπο είχε καταφέρει να ανέβει κοινωνικά και να ενταχθεί, χωρίς καμία δυσκολία, μέσα στην υψηλή κοινωνία των Αθηνών. Είχε κατορθώσει να διατηρεί γνωριμίες με ανθρώπους που κατείχαν τις πιο καίριες πολιτικές και πολιτισμικές θέσεις στην πρωτεύουσα. Δεν έλειπε ποτέ από τα πιο μεγάλα πάρτι, από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις. Χιλιάδες γυναίκες, ελεύθερες ή μη, έπεφταν στα πόδια του και τον ικέτευαν σχεδόν να τις κάνει δικές του.

Όλα αυτά βέβαια ήταν τα επιφανειακά, γνωστά χαρακτηριστικά του Δαβίδ. Πίσω από εκείνο το γοητευτικό, κοινωνικό κι άκρως επιθυμητό πρόσωπο κρυβόταν ένας πανίσχυρος, αιμοδιψής άντρας με μοναδικό μέλημά του να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του δαίμονα πατέρα του. Η δαιμονική του φύση υπερίσχυε της ανθρώπινης. Είχε δημιουργήσει τη δική του ομάδα από δαιμονανθρώπους με σκοπό να κατακτήσουν με κάθε τρόπο και θυσία τα τέσσερα κομμάτια του αγγείου. Είχαν ανοιχτό πόλεμο με τους Αρχαιοελληνιστές. Τους είχαν σταθεί εμπόδιο πολλές φορές στα σχέδια τους για την ενδυνάμωση του δαίμονα. Όταν βέβαια ανακάλυψαν την ύπαρξη των τεσσάρων κλειδιών – έτσι ονόμαζαν τα τέσσερα παιδιά από την πόλη του Ναυπλίου – άμεση επιθυμία τους ήταν η εξολόθρευσή τους. Δυστυχώς, στην πορεία έμαθαν πως κι οι τέσσερις τους προστατεύονται από μια ανώτερη δύναμη που ακόμα κι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Ο μόνος τρόπος για να τους εξολοθρεύσουν θα ήταν να ανακτήσει τις δυνάμεις του ο δαίμονας. Οπότε επέστρεψαν στον πρωταρχικό τους σκοπό, το κυνήγι του αγγείου.

Ο Δαβίδ ήταν ευχαριστημένος από τους συνεργάτες του κι αδελφούς του που κατάφεραν να αφανίσουν, έστω κι ένα μικρό μέρος από τους Αρχαιοελληνιστές. Από την άλλη δεν χάρηκε καθόλου όταν έμαθε για τη γνωριμία των παιδιών με την αντίπαλη ομάδα. Αυτό θα τους έκανε ακόμα πιο δυνατούς. Έπρεπε τώρα να δράσουν γρηγορότερα και να συγκεντρώσουν άμεσα τα υπόλοιπα τρία κομμάτια.

«Άννα,για πες μου τι νέα έχουμε από τις αποστολές μας;», ρώτησε ο Δαβίδ τη γυναίκα που βρισκόταν στο γραφείο του.

«Η ομάδα μας στην Ήπειρο ψάχνει ακόμα στα χαλάσματα ενός αρχαίου ναού, το ίδιο και στη Χίο. Με την Κρήτη θα επικοινωνήσω σήμερα. Δυστυχώς όμως δεν έχουμε ακόμα κάποιο πιο σημαντικό νέο».

«Στείλε κι άλλους δικούς μας. Ακούς; Επάνδρωσε τις ομάδες με περισσότερο κόσμο και να αυξήσουν τις ώρες που δουλεύουν. Να τις κάνουν είκοσι. Δεν έχουν ανάγκη από περισσότερο ύπνο».

«Μα θα εξαντληθούν και δεν θα είναι αποδοτικοί».

«Αυτό που σου είπα».

Σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε με δύναμη το τεράστιο χέρι του πάνω στο γραφείο. Ο Δαβίδ, αφού εκτόνωσε ένα μέρος του άγριου θυμού που έκρυβε μέσα του, κάθισε στην καρέκλα του, διώχνοντας τους πάντες από το γραφείο του. Ήθελε να μείνει μόνος. Άνοιξε ένα μπουκάλι και γέμισε το ποτήρι του με ένα κόκκινο υγρό. Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά του και τα μάτια του έγιναν αμέσως κατακόκκινα, όμοια στο χρώμα και την πυκνότητα του αίματος που άχνιζε στο γυάλινο ποτήρι μπροστά του. Το έπιασε στα μακριά, χιονόλευκα δάχτυλα του και το έφερε στο, στεγνό από ζωή, στόμα του. Το ήπιε μονορούφι. Τα μάτια του έλαμψαν στο ημίφως του δωματίου. Μάτια δαιμονικά γιομάτα από αδυσώπητη οργή και μίσος.

Οι γιορτές του Πάσχα έφτασαν χωρίς κανένα απρόοπτο και δυσμενές γεγονός. Στο Ναύπλιο είχαν κατέβει ο Σωκράτης και πολλά ακόμα μέλη των Αρχαιοελληνιστών, όπου πλέον είχαν γίνει αχώριστοι με τα παιδιά. Ο Οδυσσέας περισσότερο χρόνο περνούσε στο Ναύπλιο, παρά στη Θεσσαλονίκη. Πολλές φορές είχε κατέβει μαζί του κι ο Αγησίλαος που κι αυτός ήταν ένα από τα πιο σημαντικά μέλη του τάγματος. Τον γνώρισαν τα παιδιά και τους άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων.

Τη Μεγάλη Παρασκευή είχαν όλοι συγκεντρωθεί στην καρδιά του Ναυπλίου, στην πλατεία Συντάγματος. Πίσω από εκείνη την τόσο ιστορική πλατεία για τον ελληνισμο υπήρχε μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Από εκεί ξεκινούσε η περιφορά του επιταφίου και τριγυρνούσε στα στενά της παλιάς πόλης. Ανεβαίνοντας στο υψηλότερο κομμάτι της μπορούσε κανείς να δει την ομορφιά της πόλης. Όλα τα σπίτια στα σοκάκια είχαν ανοιχτές πόρτες και παράθυρα με κεριά να καίνε, ένδειξη κατάνυξης και συμπόνιας για τον θάνατο του θεανθρώπου. Κατά τη μεταφορά του μέσα στα πλακόστρωτα στενά, ο Χρήστος αντιλήφθηκε την παρουσία των δαιμονανθρώπων. Στην ταράτσα ενός σπιτιού υπήρχε μια ομάδα με τα γνωστά πλέον χαρακτηριστικά τους που τους παρακολουθούσε. Ο Χρήστος, δίχως να χάσει χρόνο, ενημέρωσε τον Αλέξανδρο για όσα είδε. Έτρεξε αμέσως κι ανέβηκε στην ταράτσα μα εκείνοι είχαν εξαφανιστεί. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο από το να συνεχίσουν την πορεία του υπόλοιπου κόσμου. Η ακολουθία του επιταφίου κατέληγε στη μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία μαζί με τρεις ακόμα επιτάφιους από τις γύρω ενορίες. Οι ματιές των δύο αντρών σκάναραν το πλήθος, χωρίς όμως να καταφέρουν να εντοπίσουν τίποτα το ύποπτο. Η πλατεία Συντάγματος ήταν από άκρη σε άκρη γεμάτη με κόσμο, ντόπιο και μη, οι οποίοι κρατούσαν κεριά στα χέρια τους, σαν ψυχές που το φως τους δίνει ζωή.

Κι η ζωή αυτή ήρθε την Κυριακή του Πάσχα με την ανάσταση του Χριστού. Το σπίτι των Εμπέογλου έσφυζε από γνωστά πρόσωπα και φιλικές αγκαλιές. Το αρνί στριφογύριζε στη σούβλα, όπως στριφογύριζε και το κέφι τους τη μέρα εκείνη. Ο Αλέξανδρος βρισκόταν συνεχώς πάνω από τον οβελία, τσιμπώντας κλεφτά, κομμάτια του. Κόκκινα αυγά αντιμάχονταν για τον έναν και μοναδικό νικητή. Η Αγνή τους είχε κερδίσει όλους με το απίστευτο αυγό της. Κρυφό μυστικό με τον Σωκράτη για εκείνο το πέτρινο αυγό. Της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι κι αυτή χασκογέλασε ντροπαλά. Ιδιαίτερα περήφανη ένιωσε που έσπασε το αυγό του θείου της του Χρήστου, σε αντίποινα για το φλουρί που της είχε κλέψει από τα χέρια την Πρωτοχρονιά. Πήρε το αίμα της πίσω.

Το καλοκαίρι ήρθε πολύ γρήγορα. Καιρός διακοπών. Η Φανή κι η Ζωή ησύχασαν από τα μαθήματα τους. Ο Αλέξανδρος πήρε την άδεια του. Ο Χρήστος βέβαια συνέχισε να δουλεύει την αντικερί του, εφόσον διένυαν μια εποχή που είχε τον περισσότερο κόσμο. Η Αγνή είχε φύγει μαζί με τη γιαγιά και τον παππού της για το χωριό. Η Φανή είχε σχεδόν μετακομίσει στο σπίτι του Μάρκου. Ζούσαν τον έρωτά τους.

Μια από εκείνες τις καλοκαιριάτικες ζεστές ημέρες ο Χρήστος έλαβε ένα ξαφνικό τηλέφωνο από τον Σωκράτη. Το βράδυ θα βρισκόταν στο Ναύπλιο κι ήθελε οπωσδήποτε να τους μιλήσει. Θα συγκεντρώνονταν όλοι μαζί στο σπίτι του Μάρκου. Από νωρίς βρέθηκαν εκεί και περίμεναν με αγωνία τον Σωκράτη. Είχε ακουστεί πολύ ανήσυχος από το τηλέφωνο. Μετά από λίγο έφτασε και μπήκε αμέσως στο θέμα.

«Ανακαλύψαμε κάποια πολύ σημαντική γυναίκα που θα μας βοηθήσει στο θέμα του αγγείου. Αυτή η γυναίκα ονομάζεται Αριάδνη και ζει στην Κωνσταντινούπολη».

Μια μυρωδιά ανατολίτικη, μυστηριακή πλανήθηκε στον αέρα. Ο Χρήστος αμέσως την εντόπισε κι αναρρίγησε.

«Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Ανήκει στο τάγμα;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Το μόνο που μπορώ να σας αποκαλύψω είναι πως είναι μια πολύ σημαντική γυναίκα. Τα υπόλοιπα όμως πρέπει να σας τα πει η ίδια».

«Πότε θα τη δούμε; Θα βρίσκεται σύντομα στο Ναύπλιο;», συνέχισε τις ερωτήσεις η Φανή.

«Η ηλικία της δεν της επιτρέπει να κάνει ταξίδια. Αναγκαστικά θα πρέπει να πάτε εσείς εκεί».

«Στην Πόλη;», αναφώνησε ο Χρήστος.

«Εκεί ακριβώς. Στη μυστήρια Κωνσταντινούπολη».

Ο Χρήστος μόνο που άκουσε το όνομα της αγαπημένης του πόλης ενθουσιάστηκε. Είχε να πάει από πολύ μικρός, από όταν ζούσε ο πατέρας του. Τη θυμόταν όμως σαν όνειρο. Τα χρώματα, τις μυρωδιές, τα ακούσματα, όλα όσα είχαν καταγραφεί στο παιδικό μυαλό του. Και τώρα θα πήγαινε πάλι εκεί. Στην καταγωγή του. Στη μοίρα του.

Κεφάλαιο 12

Θεοί της Ανατολής

 

 

Ο Δαβίδ στεκόταν στο παράθυρο του δωματίου του, στο Ναυπλία Παλλάς και κοιτούσε το Μπούρτζι πίσω από τα μαύρα γυαλιά του. Σε αυτό το μικρό, παλιό φρούριο είχε ζήσει τον πιο μεγάλο του έρωτα με μια θνητή, τουλάχιστον πενήντα χρόνια πριν. Εκείνη η ζωντανή ανάμνηση ακόμα πονούσε. Ένα κεντρί που τρύπαγε αργά αλλά σταθερά την κρύα του καρδιά. Η μοναδική γυναίκα, ανά τους αιώνες που ζούσε, η οποία κατάφερε να ξυπνήσει κάποια ανθρώπινα συναισθήματα που έκρυβε καλά κάτω από τη δαιμονική υπόστασή του. Τα σμαραγδένια μάτια της τον είχαν μαγνητίσει. Κάθε φορά που την κοιτούσε, εκεί ακριβώς, μέσα στον σμαραγδένιο ωκεανό τους, ήθελε να της χαρίσει τον κόσμο ολάκερο. Θα μπορούσε να θυσιάσει τα πάντα για αυτήν, ακόμα και τον εαυτόν του. Το ίδιο σμαραγδί χρώμα είχε πάρει η θάλασσα μπροστά του. Το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του έγινε θρύψαλα από την πίεση. Αίμα δεν βγήκε από την πληγή, μόνο δάκρια ξεχασμένα στον χρόνο και την παγωνιά του σώματος. Η προδοσία της τον έκανε να θάψει βαθιά μέσα του κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. Κοιτούσε το Μπούρτζι και ταξίδεψε στο παρελθόν, βλέποντας ένα ζευγάρι να περπατάει πιασμένο από το χέρι και να ζει μια αγάπη που μετατράπηκε σύντομα σε αδυσώπητο μίσος.

Ένας γλάρος φτερούγησε δίπλα από το παράθυρο και τον έφερε πίσω στην πεζή του πραγματικότητα. Είχε πληροφορηθεί για την αιφνίδια επίσκεψη του Σωκράτη στο Ναύπλιο κι έσπευσε να προλάβει για να μάθει το σημαντικό γεγονός που θα συζητούσε με τους καινούργιους συνεργάτες τους. Ήδη είχε στείλει ανθρώπους του να παρακολουθούν το σπίτι του Μάρκου και να μάθουν ό,τι μπορούν. Δεν θα ήταν και δύσκολο, αφού είχαν τρόπο να ελέγχουν το εσωτερικό του σπιτιού και κάθε συνομιλία που γινόταν εκεί. Κοριοί τελευταίας τεχνολογίας. Σήκωσε το τηλέφωνο που χτυπούσε και λίγο μετά σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στα χείλη του. Θα έφευγαν για την Κωνσταντινούπολή. Έπρεπε να ξεκινήσουν άμεσα για να προηγούνται των κινήσεων των εχθρών τους. Πάντα ένα βήμα πιο μπροστά.

Το δωμάτιό του ήταν ανάστατο όπως κι η διάθεσή του. Πάνω στο κρεβάτι του είχε βγάλει όλα τα ρούχα του για να επιλέξει τι θα πάρει μαζί του. Από νωρίς είχε βάλει την μπαταρία της ακριβής του φωτογραφικής μηχανής να φορτίζει. Δεν είχε καμία συναίσθηση της επικινδυνότητας της κατάστασης. Η μόνη εικόνα που κυριαρχούσε στο μυαλό του, αν και αρκετά θολή, ήταν εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Ο ενθουσιασμός του Χρήστου που θα επέστρεφε μετά από τόσα χρόνια εκεί ήταν μεγάλος. Είχε ήδη προμηθευτεί χάρτη της Πόλης. Ακόμα και τα βράδια που οι υπόλοιποι θα ξεκουράζονταν, εκείνος θα γύριζε στους δρόμους για να μη χάσει ούτε μια εικόνα, ούτε μια μυρωδιά, ούτε έναν αμανέ. Η Φανή μπήκε στο δωμάτιό του κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Μα καλά σε ταξίδι αναψυχής νομίζεις ότι θα πάμε; Έχουμε ένα σκοπό, δεν πάμε για διακοπές».

Είχε αδειάσει την μισή του ντουλάπα, αν όχι ολόκληρη, πάνω στο κρεβάτι κι είχε κατεβάσει πέντε – έξι βαλίτσες με σκοπό να τις γεμίσει.

«Ξέρεις πως η Πόλη είναι όνειρο ζωής. Θα αποτυπώσω σε μυαλό και σε χαρτί ότι μπορώ από εκεί».

Τα μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν βουρκωμένα. Αναμνήσεις παιδικές από μια οικογένεια που είχε χαθεί. Ιερός τόπος συνδυασμένος με τις γονικές φιγούρες που πλέον ήταν απούσες.

«Πάντα μιλούσαν για την Πόλη και τα λόγια τους ήταν τόσο ζωντανά που νόμιζες ότι οι οσμές των μπαχαρικών βρίσκονταν κάτω από την μύτη σου…», συνέχισε να λέει ο Χρήστος.

«… κι ότι τα πόδια σου βρέχονταν από τα νερά του Βοσπόρου. Αν ζούσε η μάνα μας θα μας ζητούσε να της φέρουμε καζάν ντιπί, το αγαπημένο  της. Κάθε φορά που το έφτιαχνε μοσχοβολούσε το σπίτι μαστίχα και κανέλα».

Τη Φανή τη συνεπήρε η συγκίνηση. Στάλες έπεφταν τα δάκρια από τα μάτια της.

«Χρήστο θέλω μια χάρη. Θα ήθελα να τους κάνουμε ένα μνημόσυνο εκεί, σε μια ελληνική εκκλησία».

«Θα το κάνουμε και για τους δύο. Να τους τιμήσουμε στην πατρίδα τους. Στην πατρίδα μας».

Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Έβγαινε από το ιατρείο και παραπατούσε.

«Όχι, δεν μπορεί. Δεν συμβαίνει αυτό σε μένα. Δεν ξέρω αν πρέπει να κλαίω ή να πετάω από χαρά», μονολογούσε κάτω από τον καυτό ήλιο.

Είχε κλείσει ραντεβού νωρίς για να προλάβει να συναντήσει τους υπόλοιπους την ώρα που είχαν κανονίσει. Σύντομα θα έφευγαν για την Αθήνα και μετά για το αεροδρόμιο. Έπρεπε όμως να δει τον γιατρό γιατί οι ζαλάδες ήταν πολύ έντονες τον τελευταίο καιρό κι είχε καθυστέρηση. Τα νέα ήταν συγκλονιστικά. Μια καινούργια ζωή μεγάλωνε μέσα της, καρπός του μεγάλου έρωτά της. Βρισκόταν ήδη στον δεύτερο μήνα. Η Ζωή έπιασε την κοιλιά της και κρατήθηκε από ένα παγκάκι στον δρόμο για να μη σωριαστεί. Δεν το περίμενε αυτό, αν και κρυφά το ήθελε. Οι περαστικοί την κοιτούσαν να παραμιλάει, αποκαλώντας την τρελή. Τρελή σίγουρα δεν ήταν αλλά τρελά πράγματα της συνέβαιναν. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Είδε με το μάτι της φαντασίας της ένα παιδικό πρόσωπο με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου και τα δικά της μάτια. Μετά είδε αίμα, πολύ αίμα… Προσπάθησε να συνέλθει. Κοίταξε την κοιλιά της. Δεν θα γινόταν φονιάς του ίδιου της του παιδιού. Μια σύγχρονη Μήδεια. Ανατρίχιασε στη σκέψη. Από μικρή ήταν κατά των αμβλώσεων. Το θεωρούσε δολοφονία εν ψυχρώ. Στο κάτω κάτω θα το μεγάλωνε μόνη της. Δεν ήταν δα κι η μοναδική γυναίκα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της. Η Φανή τα είχε καταφέρει μια χαρά με την Αγνή. Ένα λευκό περιστέρι πέταξε πάνω από το κεφάλι της.

Φόρτωσαν το αυτοκίνητο του Αλέξανδρου και ξεκίνησαν για την Αθήνα. Η ζέστη εκείνο το πρωί ήταν ανυπόφορη. Καύσωνας κι όλα έλιωναν δίπλα τους. Ο μόνος που δεν παραπονιόταν για τις υψηλές θερμοκρασίες ήταν ο Αλέξανδρος. Δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Οι υπόλοιποι πάλευαν με τον ιδρώτα και τη δυσφορία τους. Σε χειρότερη κατάσταση βρισκόταν η Ζωή που τρεις φορές, κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ζήτησε να σταματήσουν για να αδειάσει το στομάχι της. Δικαιολογήθηκε πως την είχε ενοχλήσει κάτι που έφαγε το πρωί και πως ήδη ένιωθε καλύτερα. Ο Χρήστος είχε ένα μόνιμο χαμόγελο, προσμένοντας με αγωνία την ώρα που θα πατούσε το πόδι του στην Πόλη. Για να διασκεδάσει την αναμονή του τραβούσε φωτογραφίες τους υπόλοιπους, σε κάθε φάση του ταξιδιού. Σε σημείο που ο Αλέξανδρος τον απείλησε πως στο επόμενο κλικ που θα ακούσει, η φωτογραφική του μηχανή θα γίνει ένα μάτσο σίδερα. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την φράση του κι ο Χρήστος είχε ήδη αποθανατίσει το εκνευρισμένο ύφος του.

Έφτασαν στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, στα Σπάτα. Φορτώθηκαν τις αποσκευές τους και κάθισαν στην αίθουσα αναμονής, περιμένοντας την ανακοίνωση της πτήσης τους. Η Ζωή, νιώθοντας μια ακόμα αναγούλα, έτρεξε στις τουαλέτες. Βγαίνοντας έξω, την περίμενε η Φανή.

«Τι συμβαίνει; Από το πρωί δεν φαινόσουν καλά και δεν βλέπω να έχεις καμία καλυτέρευση».

Η Ζωή γύρισε την πλάτη στη Φανή και κατέβασε το κεφάλι. Ένας συνδυασμός ντροπής και φόβου μπλέχτηκε στο στήθος της. Η Φανή την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους.

«Σε είδα αρκετές φορές σήμερα να χάνεις την ισορροπία σου. Αν συνέβαινε κάτι θα μου το έλεγες;».

Η Ζωή εκείνη την στιγμή ξέσπασε. Έβαλε τα κλάματα κι οι λυγμοί της την έπνιγαν. Το βάρος του μυστικού της χρειαζόταν ξαλάφρωμα. Χώθηκε στην αγκαλιά της Φανής κι άρχισε να τρέμει.

«Φανή, είμαι έγκυος», είπε, αφού ηρέμησε λίγο από το απότομο ξέσπασμά της. «Το έμαθα σήμερα το πρωί από τον γιατρό μου. Φοβάμαι για τις αντιδράσεις του Αλέξανδρου, όταν το μάθει. Εγώ πάντα ήθελα ένα παιδί».

Τα λόγια της διακόπτονταν συχνά από λυγμούς.

«Να υποθέσω πως δεν του το έχεις πει ακόμα. Εγώ θα σε συμβούλευα να μην το καθυστερήσεις. Σίγουρα θα είναι ένα σοκ για τον Αλέξανδρο αλλά είμαι σίγουρη πως όχι μόνο θα το δεχτεί αλλά θα τον κάνει τρισευτυχισμένο».

Τα μάτια της πλανήθηκαν στο κενό. Της ήρθε στο μυαλό μια εικόνα από το παρελθόν. Όταν κι η ίδια με δυσκολία ανακοίνωσε στον Φίλιππο τον ερχομό της Αγνής. Σαν να του είχε χαρίσει τον κόσμο όλο σε μια στιγμή. Βαθιά μέσα της φοβόταν πως ο Αλέξανδρος δεν θα είχε την ίδια αντίδραση. Έδιωξε τη σκέψη με μια βαθιά ανάσα.

«Μακάρι Φανή μου να είναι όπως τα λες. Σε παρακαλώ όμως μην του πεις κάτι ακόμα. Θα το κάνω εγώ όταν θα έρθει η ώρα».

Μια σφιχτή αγκαλιά της τήν ηρέμισε και τήν επιβεβαίωσε. Σκούπισε τα δάκρυά της, έφτιαξε το μακιγιάζ της που είχε απλωθεί στο πρόσωπό της από το κλάμα και φόρεσε το πιο κατάλληλο χαμόγελο.

Σε λίγη ώρα ανακοινώθηκε η πτήση τους κι αμέσως επιβιβάστηκαν. Το αεροπλάνο άφησε τα ίχνη του στους γαλάζιους αιθέρες της Ελλάδας και τράβηξε για το κατακόκκινο μυστήριο της Ανατολής. Για μια πόλη γεμάτη ιστορία, χρώματα κι αρώματα. Η Κωνσταντινούπολη, η μοναδική πόλη στον κόσμο χτισμένη πάνω σε δύο ηπείρους, έστεκε εκεί αγέρωχη και στις δύο ακτές του Βοσπόρου, όπου τα νερά της Μαύρης Θάλασσας αναμειγνύονταν παιχνιδιάρικα με εκείνα της Θάλασσας του Μαρμαρά. Το Χρυσό Kέρας χωρίζει την Ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη στα δύο. Σ’ αυτήν την καταπληκτική τοποθεσία, η Πόλη φρουρεί τα πολύτιμα κειμήλια τριών αυτοκρατοριών, των οποίων υπήρξε η πρωτεύουσα. Ένας μοναδικός συνδετικός κρίκος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, παρελθόντος και παρόντος.

Ο Δαβίδ κι η ομάδα του βρίσκονταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη από την προηγούμενη νύχτα. Είχαν εγκατασταθεί σε ένα ξενοδοχείο πολύ κοντά σε εκείνο όπου θα έμεναν οι εχθροί τους. Είχαν άμεσο οπτικό πεδίο για να μπορούν να ελέγχουν κάθε κίνησή τους. Το προηγούμενο βράδυ είχε βγει μόνος του ο Δαβίδ, για μια βόλτα στο Ταξίμ. Κατέβαινε τον πεζόδρομο με τα μαγαζιά και παρατηρούσε τον κόσμο που περπατούσε αδιάφορος κι αμέριμνος. Τον πλησίασε μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα. Μια πόρνη που ψάρευε πελατεία. Παρατήρησε πως τα μάτια της είχαν το ίδιο σμαραγδί χρώμα που είχε κι η αγαπημένη του. Δεν πρόβαλε καμία αντίσταση και την ακολούθησε στην κάμαρά της στο διπλανό κτήριο. Το κορμί της ήταν σφριγηλό κι ο ιδρώτας της μύριζε απαλό άρωμα από ροδοπέταλα. Ο έρωτάς της ήταν δυνατός και σπουδαγμένος. Μεγάλη εμπειρία στο επάγγελμα. Νωρίς το πρωί έφυγε ο Δαβίδ από το δωμάτιό της, αφήνοντας ένα πτώμα πλημμυρισμένο στο αίμα, με δύο τρύπες στην βάση του λαιμού της. Ήταν η εκδίκησή του για εκείνη τη γυναίκα από το παρελθόν του που τον είχε εγκαταλείψει με τρόπο σκληρό.

Μπήκαν σε ένα ταξί και με άπταιστα τούρκικα ζήτησε ο Χρήστος να τους πάει στην πλατεία Ταξίμ, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο τους. Τακτοποιήθηκαν στα δωμάτια τους και βγήκαν για μια βόλτα στην πλατεία. Ο Σωκράτης θα ερχόταν αργά το απόγευμα γιατί είχε ακόμα να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες στην Αθήνα.

Απέναντι από το ξενοδοχείο τους στεκόταν τεράστιο κι επιβλητικό το Ιντερκοντινένταλ, όπου από τον τελευταίο του όροφο μπορούσε κάποιος να έχει μια πανοραμική θέα όλης της Πόλης. Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο φαινόταν από όποιο σημείο της Κωνσταντινούπολης κι αν βρισκόταν κανείς, λάμποντας σαν άστρο φωτεινό. Κανένας δεν μπορούσε να δει όμω, την κόκκινη φλόγα που έβγαινε από τα μάτια του Δαβίδ. Στεκόταν στον τελευταίο όροφο, μέσα στην προεδρική σουίτα. Έφερε τα κιάλια στα μάτια του και τους κοίταξε με οργισμένο βλέμμα. Το ύφος του άλλαξε σε ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

«Σας έχω δωράκι», έτρεξε ο Χρήστος κοντά τους, κρατώντας τέσσερα αποκόμματα εισιτηρίων.

«Τι είναι αυτά», ρώτησε η Ζωή.

«Κρουαζιέρα στον Βόσπορο με καραβάκι, στην Ευρωπαϊκή και την Ασιατική ακτή».

«Είσαι σοβαρός; Μας κυνηγούν θεοί και δαίμονες κι εσύ έχεις διάθεση για ταξιδάκια;», φώναξε ο Αλέξανδρος.

«Μα εγώ…».

«Ας πάμε. Τι θα κάνουμε; Θα κλειστούμε μέσα στο δωμάτιο και θα περιμένουμε στωικά τον θάνατο; Ε, λοιπόν όχι. Θα αλλάξει λίγο και τη διάθεσή μας».

Όλοι κοίταξαν τη Ζωή έκπληκτοι. Ποτέ δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες. Ήταν η πιο αδύναμη. Κάτι είχε αλλάξει.

Μπήκαν στο καραβάκι κι ανέβηκαν στο τελευταίο κατάστρωμα, ώστε να έχουν την καλύτερη θέα που θα μπορούσαν. Η περιήγηση ξεκίνησε από την ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Ο ξεναγός που ακουγόταν από τα μεγάφωνα του πλοίου μιλούσε στα τούρκικα. Ο Χρήστος χαμογέλασε.

«Λοιπόν, αυτό είναι το Ντολμά Μπαχτσέ. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1843, με εντολή του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, κι ολοκληρώθηκε το 1856…».

«Μα τι λες;», αναφώνησε ο Αλέξανδρος.

«Σας μεταφράζω τις λεπτομέρειες βέβαια», είπε, γελώντας με την αντίδραση του Αλέξανδρου, και συνέχισε. «Για την επικάλυψη των οροφών του παλατιού με φύλλα χρυσού, χρησιμοποιήθηκαν δεκατέσσερις τόνοι αυτού του μετάλλου. Τη λάμψη αυτή την είχε χάσει με τα χρόνια αλλά όχι όμως και την επιβλητικότητα του. Η πρόσοψη του παλατιού είχε μήκος διακόσια σαράντα οκτώ μέτρα…».

«Φτάνει, φτάνει σε παρακαλώ, όχι άλλο», κλαψούρισε ο Αλέξανδρος.

Η Ζωή χάθηκε στη μαγεία της φύσης απέναντι. Η πόλη γινόταν καταπράσινη όπου μικρές και μεγάλες βίλες πετάγονταν μέσα από τα δέντρα και τους πολύχρωμους κήπους. Η θάλασσα του Βοσπόρου φαινόταν ανήσυχη. Ήταν το σημείο όπου τα νερά της Μαύρης θάλασσας συναντούσαν τα νερά της θάλασσας του Μαρμαρά κι έπαιζαν το δικό τους υδάτινο παιχνίδι. Ένιωσε μαγεμένη με τον στροβιλισμό του νερού. Ξέχασε κάθε αδιαθεσία της κι απορροφήθηκε στους ήχους της θάλασσας, κρατώντας το χέρι του αγαπημένου της. Ο Χρήστος γύριζε δεξιά αριστερά το κατάστρωμα με τη φωτογραφική του μηχανή, πανέτοιμη να αποθανατίσει κάθε ομορφιά της Πόλης. Η Φανή γέλαγε με τον αδελφό της έτσι που έτρεχε στον χώρο του πλοιαρίου σαν μικρό παιδί. Που και που κοίταζε το κινητό της, μήπως την είχε πάρει ο Μάρκος, ο οποίος είχε παραμείνει με τον Οδυσσέα στο Ναύπλιο. Ο Αλέξανδρος χαιρόταν τον ήλιο που τον έκαιγε και του μαύριζε το καλλίγραμμο κορμί του. Με την άκρη του ματιού του παρατήρησε έναν περίεργο τύπο, ο οποίος στεκόταν κοντά στην πλώρη του καραβιού. Ήταν ψηλός, εντυπωσιακός, με μακριά μαύρα μαλλιά, πιασμένα σε κοτσίδα πίσω από το ανοιχτόχρωμο σβέρκο του. Στην αρχή του πέρασε από το μυαλό πως ήταν κάποιος από την ομάδα των δαιμονανθρώπων μα το πρόσωπό του δεν ήταν τόσο λευκό όσο των άλλων που είχε δει παλιότερα. Οπότε δεν έδωσε άλλη σημασία στον Δαβίδ, ούτε στο μειδίαμα που είχε στα χείλη του εκείνη την στιγμή. Το μακιγιάζ στο πρόσωπο και το σώμα του, είχε κάνει καλή δουλειά.

Πέρασαν κάτω από τις δύο γέφυρες που ενώνουν Ευρώπη κι Ασία, στρίβοντας από την ασιατική πλέον πλευρά με θέα τον Βόσπορο και τη θάλασσα του Μαρμαρά.

Ο Χρήστος έτρεξε στην πλώρη για να δει το παλάτι του Τοπ Καπί. Με την κίνηση του πλοίου φάνηκε αργά από πίσω του το σύμβολο της ελληνικής Χριστιανοσύνης, η Αγία Σοφία. Κι ακόμα πιο πίσω μια προσπάθεια αντιγραφής της από τους Μουσουλμάνους, το Μπλε Τζαμί. Βλέποντας την Αγία Σοφιά, ο Χρήστος ανατρίχιασε από το δέος που ένιωσε εκείνη την στιγμή. Την ένταση εκείνη και την αδρεναλίνη του κατάλαβε μόνο ο Δαβίδ που εντελώς τυχαία για τα μάτια του κόσμου βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Στα ευαίσθητα ρουθούνια του εισέβαλε η μυρωδιά του Χρήστου κι ένιωσε μια γνώριμη αίσθηση θαμμένη στα βάθη της παγωμένης του καρδιάς. Ένα γαργάλημα στο στομάχι του, τον έκανε να κοκκινίσει, γεγονός που δεν φάνηκε κάτω από το έντονο μακιγιάζ. Η έξαψη εκείνη του ζέστανε το πορσελάνινο πρόσωπό του. Κρατήθηκε και με τα δύο χέρια από την κουπαστή γιατί ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε αισθανθεί ξανά τόσο ευάλωτος.

«Κύριε είστε καλά»;

Ο Χρήστος, βλέποντας τον άγνωστο να κρατιέται από την κουπαστή, ρώτησε από ευγένεια.

«Ναι μια χαρά είμαι φίλε μου. Απλώς δεν έχω συνηθίσει ακόμα τη θάλασσα. Με ενοχλεί».

Η φωνή του ήταν τόσο βαθιά κι αισθησιακή που παραξένεψε τον Χρήστο. Είχε μια γοητεία και μια οικειότητα αυτός ο άνθρωπος που διαπερνούσε ακόμα και τα κατάμαυρα γυαλιά του. Του χαμογέλασε κι έφυγε για να βρει τους άλλους.

Πλησιάζοντάς, παρατήρησε πως τριγύρω είχαν μαζευτεί πολλά μαύρα σύννεφα, τα οποία δεν υπήρχαν νωρίτερα. Ο ήλιος που έτεινε προς τη δύση του κρύφτηκε. Ένα περίεργο σκοτάδι απλώθηκε παντού. Το μικρό πλοίο είχε ελάχιστο κόσμο. Όλοι κοιτούσαν τον ουρανό περίεργα. Κάποιοι έδειχναν τρομοκρατημένοι. Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν, σαν να περιτριγύριζαν απειλητικά το μικρό πλοίο. Η θάλασσα άρχισε να φουρτουνιάζει.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε η Ζωή αναστατωμένη.

«Δεν ξέρω».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του ο Χρήστος, όταν το πλοίο άρχισε να αναταράζεται. Ουρλιαχτά ακούστηκαν παντού. Βρίσκονταν στη μέση της θάλασσας. Η ακτή της Κωνσταντινούπολης απείχε αρκετά. Τα σύννεφά πλέον γύριζαν με ρυθμό γύρω από το καράβι, σαν να βρίσκονταν στο κέντρο ενός κυκλώνα. Η Φανή κι η Ζωή πιάστηκαν γερά από την κουπαστή. Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί στο κατάστρωμα που έτρεμε, ενώ ο Χρήστος είχε γονατίσει. Όλα άρχισαν να γυρίζουν. Τα ουρλιαχτά των επιβατών έγιναν πιο δυνατά, πιο άγρια. Ένας νεαρός σκόνταψε κι έπεσε από την κουπαστή, ρουφώντας τον τα κατάμαυρα, πλέον, σύννεφα. Η κοπέλα που ήταν μαζί του, ξεφωνίζοντας, άπλωσε τα χέρια να τον πιάσει αλλά χάθηκε κι αυτή στο χάος. Μια μεσόκοπη γυναίκα που είχε πέσει στο μέσο του καταστρώματος άρχισε να στριφογυρίζει σε τρελό ρυθμό. Ο άντρας που την συνόδευε προσπάθησε να την πιάσει. Με ένα χτύπημα των ποδιών της τον εκσφενδόνισε στα κάγκελα του πλοίου. Το κεφάλι του χτύπησε στο σίδερο κι έμεινε να κρέμεται άψυχο προς το νερό. Η γυναίκα συνέχισε να γυρίζει σαν σβούρα πάνω στο ξύλο. Οι φωνές της είχαν πια εξασθενίσει. Δεν ακουγόταν. Η ταχύτητα περιστροφής της αυξήθηκε τόσο, όπου διαμελίστηκε σε χίλια κομμάτια, αφήνοντας παντού σάρκες κι αίμα.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε», ούρλιαξε ο Αλέξανδρος, ο οποίος κρατιόταν πλέον από ένα πάγκο.

«Τι;», ρώτησε η Φανή.

«Δεν ξέρω».

Ακούστηκε μια δυνατή βοή. Κοίταξαν προς τα πάνω, εκεί όπου ο μαύρος τυφώνας είχε το άνοιγμά του. Φάνηκαν δύο κίτρινα μάτια, πύρινα.

«Τα μενταγιόν», φώναξε η Ζωή.

Προσπάθησαν και πλησίασαν ο ένας τον άλλον. Τράβηξαν από το λαιμό τους τα μενταγιόν, τα οποία είχαν ενεργοποιηθεί, βγάζοντας αχνούς και χρώματα. Τότε το καράβι άρχισε να χαλαρώνει την περιστροφή του. Όμως από τα σύννεφα άρχισαν να βγαίνουν πλοκάμια καπνού και να τους πλησιάζουν απειλητικά. Ένα από τα πλοκάμια αυτά βρέθηκε μπροστά σε έναν άντρα. Τον διαπέρασε, ξεσκίζοντας το σώμα του σε δύο κομμάτια. Αφού πέταξε μακριά το σάρκινο εμπόδιο, συνέχισε την πορεία του. Σταμάτησε απέναντι από την παγωμένη Ζωή. Ο Αλέξανδρος με ένα πήδημα βρέθηκε μπροστά της. Έπιασε το μενταγιόν του, το οποίο έκαιγε. Το πλοκάμι όμως με μια κίνηση τον πέταξε απέναντι, αφήνοντάς τον αναίσθητο. Η Φανή ούρλιαξε. Δεν είχε προσέξει ένα ακόμα πλοκάμι καπνού που έστεκε πίσω της. Την έσπρωξε με δύναμη μπροστά. Χτύπησε το κεφάλι της στο σίδερο κι έπεσε στο κατάστρωμα. Με την ίδια δύναμη εκσφενδόνισε τον Χρήστο, ρίχνοντάς τον στο κενό. Η Ζωή είχε μείνει μόνη της με τα πλοκάμια να την κυκλώνουν με αργό ρυθμό. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι της στην κοιλιά της. Ένιωσε ένα περίεργο ρίγος. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στον επερχόμενο θάνατο. Ξαφνικά ένιωσε το σώμα της να δροσίζετε κατά ένα περίεργο μα ανακουφιστικά, συνάμα, τρόπο. Άπλωσε τα χέρια της μακριά κι αισθάνθηκε πίδακες από νερό να αναβλύζουν μέσα από τις φλέβες της. Όλα άρχισαν να γυρίζουν. Αυτή τη φορά όμως δεν έφταιγε ο μαύρος τυφώνας. Ήταν η ίδια η Ζωή. Γύριζε τριγύρω, σαν δίνη νερού, διαλύοντας έτσι πλοκάμια και μαύρα σύννεφα. Ένα δυνατό ουρλιαχτό ακούστηκε να σκίζει τον ουρανό κι ύστερα σκοτάδι.

Η Ζωή ένιωσε ένα χέρι να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Άνοιξε τα βλέφαρά της και μέσα στη θολούρα της, αντίκρισε το πρόσωπο του Αλέξανδρου. Από το μέτωπό του έτρεχε λίγο αίμα.

«Τι έγινε;», ψέλλισε μέσα από τα δόντια της.

«Δεν ξέρω. Όταν συνήλθα τα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί. Εσύ θα μου πεις τι συνέβη».

«Δεν θυμάμαι… νερό… νερό».

«Διψάς;».

«Όχι! Αυτό μας έσωσε… Το νερό».

«Μα πως;».

«Δεν θυμάμαι. Απλώς δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα μου… Οι άλλοι;».

Η Φανή καθόταν δίπλα της, πιάνοντας το κεφάλι της.

«Ο Χρήστος;», ρώτησε η Φανή.

Δεξιά της πλώρης του καραβιού, από ένα μικρό γάντζο που δένουν τα σκοινιά, είχε πιαστεί το ρολόι του Χρήστου. Το σώμα του κρεμόταν αναίσθητο. Άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε τριγύρω. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν όλα ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Όταν συνήλθε λίγο κι αντιλήφθηκε που βρισκόταν, κοίταξε έντρομος προς τη θάλασσα κάτω του. Κρεμόταν ακριβώς πάνω από την άγκυρα. Αν έπεφτε, το κορμί του θα τρυπιόταν από την αιχμηρή, σκουριασμένη μύτη της. Κοίταξε προς τα πάνω κι είδε το ματωμένο χέρι του. Το μπρασελέ του ρολογιού του είχε χωθεί μέσα στο δέρμα του, ξεσκίζοντάς το. Το βάρος του κορμιού του πίεζε το μπρασελέ που ήταν έτοιμο να διαλυθεί. Δεν ήξερε αν θα προλάβαινε να ουρλιάξει, ζητώντας βοήθεια. Δεν πρόλαβε. Ένιωσε το ρολόι του να διαλύεται. Ένα κομμάτι του καρφώθηκε πιο βαθιά στον καρπό του. Δεν έπεσε, όμως. Κοίταξε μια φορά ακόμα προς τα πάνω κι είδε τον άντρα με τη κοτσίδα να του έχει αρπάξει το χέρι.

«Κρατήσου. Θα σε τραβήξω», του μίλησε με μια ηρεμία δυσανάλογη της στιγμής.

Ένιωσε τη δύναμη που έβαζε για να τον ανεβάσει. Δεν ζορίστηκε πολύ. Σαν να κρατούσε μια τσάντα με ψώνια, τον σήκωσε και τον πέρασε πάνω από την κουπαστή.

«Ευ… ευχαριστώ», ψέλλισε ο Χρήστος.

«Είσαι καλά; Το κύμα που μας βρήκε ήταν πολύ δυνατό κι εσύ στεκόσουν στην άκρη. Αν δεν είχε πιαστεί το ρολόι σου…».

«Κύμα; Ποιο κύμα; Τα σύννεφα…».

«Σηκώθηκε απότομα μπουρίνι και μας χτύπησε από το πλάι. Λίγο ακόμα και θα είχε αναποδογυρίσει το καραβάκι».

«Μα οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν!».

«Δεν έπαθε κανένας τίποτα. Μόνο ένας νεαρός έπεσε στη θάλασσα. Ευτυχώς, του έριξαν έγκαιρα σωσίβιο».

«Δεν καταλαβαίνω».

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν φωνές από μακριά. Ο Χρήστος έστρεψε το κεφάλι του κι είδε τη Φανή και τους υπόλοιπους να τρέχουν προς το μέρος του.

«Χρήστο μου… Είσαι καλά; Νόμισα…».

Η Φανή τον είχε αρπάξει και τον έσφιγγε δυνατά στην αγκαλιά της. Από πίσω του τον αγκάλιασαν ο Αλέξανδρος και η Ζωή.

«Τώρα είμαι καλά! Με έσωσε ο…».

Γύρισε πίσω  να τους δείξει τον άντρα με την κοτσίδα αλλά δεν υπήρχε πλέον κανείς.

«Ποιος;», ρώτησε η Ζωή.

«Δεν τον είδατε τον άντρα δίπλα μου; Αυτός με τράβηξε από την κουπαστή».

«Μόνος σου ήσουν εδώ, δεν υπήρχε κανείς», τον διαβεβαίωσε ο Αλέξανδρος.

Ο Χρήστος κοίταξε με απορία γύρω του αλλά δεν είδε κανέναν. Το πλοίο είχε ήδη φτάσει στην ακτή.

Βγήκαν ζαλισμένοι κι άρχισαν να ανεβαίνουν τον δρόμο προς το ξενοδοχείο, συζητώντας όσα έγιναν στο πλοίο. Κανείς από τους υπόλοιπους επιβάτες δεν είχε ζήσει όσα έζησαν αυτοί. Όλοι μίλησαν για κάποιο απότομο μπουρίνι που χτύπησε το πλοίο από πλάι. Δεν είχαν δει τα σύννεφα, ούτε τα πλοκάμια, ούτε καν αυτούς που σκοτώθηκαν. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, ο Χρήστος παρατήρησε στο απέναντι στενό πως στεκόταν ένας τύπος με μια τραγιάσκα να του κρύβει τα μάτια και μια τούρκικη εφημερίδα στα χέρια. Τους είχε ρίξει το βλέμμα του. Η φιγούρα αυτού του ανθρώπου του ήταν πολύ γνώριμη αλλά μακρινή στο υποσυνείδητο του. Όπως και το χρυσό δαχτυλίδι που έλαμψε από μια αχτίδα ηλίου. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα πέντε μα στεκόταν καλά για την ηλικία του. Τουλάχιστον σωματικά γιατί αρκετό μέρος από το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από την εφημερίδα και τα σκούρα γυαλιά του.

Ο Δαβίδ βρισκόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που τον είχε ταράξει τόσο πολύ στην κοντινή επαφή του με τον Χρήστο, καθώς και τον λόγο που τον έσωσε. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να πεθάνει από ατύχημα αλλά να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Όμως υπήρχε και κάτι περισσότερο, πιο βαθύ. Ακόμα κι η χροιά της φωνής του ήταν γνώριμη. Αυτή την αναστάτωση στα σωθικά του είχε να τη νιώσει από την εποχή της γυναίκας που είχε ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του. Ναι, με αυτή τη γυναίκα είχε ξανανιώσει τόσο ευάλωτος. Το άρωμα από το κορμί του Χρήστου και το άκουσμα της φωνής του είχαν την ίδια ακριβώς επίδραση στο σώμα του και τη ψυχή του, όπως εκείνα της μοναδικής του αγάπης.

«Μα πως είναι δυνατόν;», μονολόγησε.

Ο Δαβίδ ένιωσε ένα δάκρυ να κυλάει στο παγωμένο του πρόσωπο. Ένα καυτό, μικρό ρυάκι έτρεχε στο μάγουλο του, αναλογιζόμενος τη μορφή της πανέμορφης εκείνης γυναίκας με τα σμαραγδιά μάτια. Εκείνης της γυναίκας που τον πρόδωσε τόσο εύκολα. Τη στιγμή όμως που είχε τη μοναδική ευκαιρία για να τη σκοτώσει δεν βρήκε τη δύναμη να το κάνει. Απλώς την έδιωξε και της ζήτησε να μην επιχειρήσει ποτέ να βρεθεί στο διάβα του γιατί δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία. Από τότε είχε να τη δει. Εκείνη τη στιγμή, αν ζούσε, θα ήταν μια γριά στα εβδομήντα πέντε της κοντά, ενώ ο ίδιος είχε ακόμα το παρουσιαστικό ενός τριαντάρη. Τι κοινό μπορούσε να έχει εκείνη με τον Χρήστο; Τι ήταν αυτό που βλέποντας και μυρίζοντας στον Χρήστο, τού έφερνε τη μορφή της στο νου του; Έκλεισε τα κατακόκκινα, δακρυσμένα μάτια του και προσπάθησε να τη φέρει στα όνειρά του. Δεν ήξερε όμως αν θα την έπνιγε με τα χέρια του ή με τα φιλιά του, αν ερχόταν.

Συναντήθηκαν με τον Σωκράτη σε ένα καφέ με θέα τον φωτισμένο Βόσπορο. Τους περίμενε με ένα χαμόγελο στα χείλη. Όταν πλησίασαν παρατήρησε τις πρόσφατες πληγές τους και την αγωνία στα πρόσωπά τους.

«Τι συνέβη;», ρώτησε ξέπνοος.

«Επίθεση κατά μέτωπο», εξήγησε ο Αλέξανδρος.

Του εξιστόρησαν όσα συνέβησαν στο καραβάκι. Την επίθεση του δαίμονα, τους νεκρούς αλλά και την άγνοια του κόσμου ύστερα από το συμβάν. Ο Σωκράτης έστεκε προβληματισμένος.

«Αγρίεψαν τα πράγματα. Πρέπει οι κινήσεις μας να είναι γρήγορες. Δεν θυμάστε πως τον απομακρύνατε;».

«Εμένα και τη Φανή μας χτύπησε πρώτους. Ο Χρήστος βρέθηκε να κρέμεται στην άκρη της πλώρης. Μόνο η Ζωή κρατήθηκε περισσότερο», είπε ο Αλέξανδρος.

«Ζωή τι θυμάσαι;», ρώτησε ο Σωκράτης.

«Όχι πολλά πράγματα. Με είχαν περιτριγυρίσει τα πλοκάμια από τα σύννεφα. Ήμουν σίγουρη πως θα πεθάνω. Έκλεισα τα μάτια κι αμέσως ένιωσα το σώμα μου υγρό. Σαν να είχα πέσει μέσα στη θάλασσα».

«Η δύναμη του νερού».

«Τι σημαίνει αυτό, Σωκράτη;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Το στοιχείο του νερού λειτούργησε στη Ζωή. Βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο και ξύπνησαν οι δυνάμεις της. Ζωή, ένιωσες να τις ελέγχεις αυτές τις δυνάμεις;».

«Το μόνο που αισθάνθηκα ήταν το νερό να βγάνει από κάθε κύτταρο του σώματός μου κι εγώ να γυρίζω σαν τρελή. Τίποτα άλλο».

«Κατάλαβα. Είναι νωρίς ακόμα. Θα έρθει η ώρα που θα καταφέρετε να τιθασεύσετε τις δυνάμεις σας και να τις χρησιμοποιείτε με τον σωστό τρόπο».

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Χρήστος σκέφτηκε τον άντρα που του έσωσε τη ζωή αλλά κρατήθηκε για κάποιον αόριστο λόγο και δεν το ανέφερε στον Σωκράτη. Η αίσθηση της επαφής μαζί του όμως ήταν πρωτόγνωρη, ίσως οικεία. Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Κι εκείνα τα μάτια του…

Κεφάλαιο 13

Θεοί και Δαίμονες

 

 

Ξύπνησαν νωρίς. Ο ήλιος μόλις είχε ρίξει τις πρώτες του αχτίδες, λούζοντας με ένα μυστηριώδες πορτοκαλοκίτρινο χρώμα την Πόλη. Μιναρέδες και τρούλοι, ελληνικών και τούρκικων εκκλησιών συνυπήρχαν αναγκαστικώς ειρηνικά μέσα σε εκείνο το θεϊκό τοπίο. Θεός κι Αλλάχ συνυπήρχαν κι αυτοί ως ένα, αδιαχώριστο. Φτάνοντας στο Πατριαρχείο, άκουσαν πως λάμβανε χώρα κάποια λειτουργία. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν και τη χάρη που ζήτησε η Φανή. Μνημόνευσαν τα ονόματα των δικών τους ανθρώπων που είχαν φύγει πλέον από την ζωή, καθώς και τα τέσσερα μέλη του τάγματος. Ο Αλέξανδρος κοίταξε τον Χρήστο, ο οποίος προσπαθούσε με δυσκολία να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Τα δάχτυλα των χεριών του έτρεμαν κι ήταν υγρά. Το βλέμμα του κατεβασμένο χαμήλά. Δίπλα του η Φανή φαινόταν πιο συγκρατημένη μα αν κοιτούσε κάποιος βαθιά μέσα στα μάτια της θα μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα τον πόνο και τη θλίψη που με δυσκολία κι εκείνη συγκρατούσε.

«Πήγαινε δίπλα στη Φανή. Σε έχει ανάγκη», είπε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος στη Ζωή που στεκόταν δίπλα του.

«Έχεις δίκιο».

Η Ζωή έφτασε πλάι στη Φανή και της έπιασε το χέρι. Ένα δάκρυ ξέφυγε από την άκρη του ματιού της.

Το ραντεβού τους με τον Σωκράτη ήταν στην είσοδο του Πατριαρχείου. Τους περίμενε ήδη εκεί. Δεν στάθηκαν ούτε στιγμή. Για κάποιον λόγο ο Σωκράτης έδειχνε αρκετά αγχωμένος κι ανυπόμονος. Έτσι, τον ακολούθησαν κι ύστερα από δύο με τρία στενά στάθηκαν μπροστά από ένα επιβλητικό, γωνιακό αρχοντικό, γεμάτο στενά παράθυρα με καμάρες, στολισμένα στο εσωτερικό τους με λευκές, κεντητές κουρτίνες. Χτύπησαν το κουδούνι και μετά από λίγο τους άνοιξε ένας ηλικιωμένος κύριος, με αυστηρό ύφος που θύμιζε Άγγλο μπάτλερ. Τους έκανε νόημα και , ακολουθώντας τον, ανέβηκαν μια ξύλινη σκάλα. Σε κάθε πάτημά τους ακουγόταν κι ένα δυνατό τρίξιμο. Αναρωτιόντουσαν σχεδόν όλοι σιωπηλά, πόσο σύντομα θα ξεκολλούσε κάποιο σκαλοπάτι και θα βρίσκονταν με το κεφάλι ανάποδα στην είσοδο. Το πάτωμα του πρώτου ορόφου ήταν φτιαγμένο από πλάκες μαρμάρου καλογιαλυσμένου σε λευκούς και μαύρους ρόμβους. Τα δωμάτια ήταν ψηλοτάβανα με τεράστιες ξύλινες πόρτες. Το καθιστικό εκείνου του αρχοντικού ήταν ένας τεράστιος χώρος, όπου στο πίσω μέρος του έστεκε μια τζαμαρία. Καταλάμβανε όλον σχεδόν τον τοίχο και διαχώριζε έναν μικρό εσωτερικό κήπο, πλούσιο σε πανύψηλα φυτά και δέντρα. Οι κουρτίνες καμωμένες από μπροκάρ ύφασμα, στο χρώμα της τερακότα, κρέμονταν βαριές, δίνοντας ένα στυλ μπαρόκ. Σε έναν τόνο πιο ανοιχτό ήταν φτιαγμένο το σαλόνι από πλούσιο κι ιδιαίτερα μαλακό βελούδο. Αφού κάθισαν τους πρόσφεραν τούρκικο τσάι, αφήνοντάς τους λίγο μόνους για να το απολαύσουν.

Ύστερα από λίγο ο ηλικιωμένος οικονόμος άνοιξε και τα δύο φύλλα από την κεντρική πόρτα του καθιστικού. Ξάφνου εμφανίστηκε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Καθισμένη σε αυτό βρισκόταν μια γερασμένη γυναίκα, η οποία κουβαλούσε πάνω της σημάδια περασμένης αρχοντιάς. Στα νιάτα της θα έπρεπε να ήταν πολύ όμορφη κι αρχοντική γυναίκα. Τα σμαραγδιά της μάτια ακόμα έλαμπαν στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό της. Για την ηλικία της ήταν πολύ καλοντυμένη και περιποιημένη, μια κοκέτα εποχής. Με το που μπήκε μέσα στο δωμάτιο έριξε το βλέμμα της στα αδέλφια Εμπέογλου. Τα χέρια της γαντζώθηκαν πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι. Τα δάκρια της ήταν έτοιμα να γίνουν ένα με τις ρόδες του και να κυλήσουν μακριά. Κατάπιε μια ακόρεστη επιθυμία να ουρλιάξει την αλήθεια και φόρεσε τη μάσκα της προσποίησης που τόσα χρόνια είχε ενσωματωθεί με το πρόσωπό της. Το ζεστό της χαμόγελο έλαμψε μέσα στο βαρύ σκηνικό του δωματίου.

«Καλησπέρα σας! Ονομάζομαι Αριάδνη Σταθοπούλου. Θέλω να σας ευχαριστήσω θερμά για τον χρόνο που διαθέσατε για μένα. Η ηλικία μου κι η κατάστασή μου δεν μου επιτρέπουν τις μετακινήσεις και τα ταξίδια, παρόλο που θα ήθελα πάρα πολύ να επισκεφτώ την αγαπημένη μου Ελλάδα. Οι αναμνήσεις μου είναι πολλές, όμορφες μα κι άσχημες, από εκεί».

Η ζεστή και μελωδική φωνή της θύμιζε γιαγιά που διάβαζε στα μικρά της εγγόνια το αγαπημένο τους παραμύθι. Παρατήρησε με τα σμαραγδένια μάτια της τον κάθε έναν ξεχωριστά, κολακεύοντάς τους για την ομορφιά τους. Κάρφωσε κι άφησε μετέωρο το βλέμμα της στον Χρήστο και τη Φανή. Ένιωσαν πως κάτι ήθελε να τους εκμυστηρευτεί με τα μάτια. Η αγωνία ήταν έκδηλη στο βλέμμα της. Μια αγωνία που πολεμούσε να συγκρατηθεί και να θαφτεί εκεί μέσα. Αφού μίλησε λίγο με όλους, ώστε να τους γνωρίσει καλύτερα, ξεκίνησε να τους αφηγείται την ιστορία της.

Γέννημα θρέμμα Κωνσταντινοπολίτισσα, έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της εκεί. Η οικογένειά της ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να επιβιώσουν στην Πόλη μετά τον διωγμό των Ελλήνων. Η μάνα της εργαζόταν στην υπηρεσία πολλών πλούσιων οικογενειών. Ήταν καλή γυναίκα όμως και ποτέ δεν δημιούργησε αλλά ούτε και της δημιούργησαν πρόβλημα. Το τελευταίο από τα σπίτια που δούλεψε άνηκε σε έναν εύπορο Τούρκο ιστορικό, ο οποίος είχε αυτοβαφτιστεί φιλέλληνας. Γνώριζε τα πάντα για τη μυθολογία μα και τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος. Τη Μυρτιά, τη μητέρα της, την είχε κάτι περισσότερο από μέλος του υπηρετικού του προσωπικού, την είχε σαν κόρη του. Την έβαζε να του διηγείται ό,τι γνώριζε για την ελληνική ιστορία. Υπήρξε για χρόνια ανύπαντρος κι αμετανόητος εργένης, οπότε θεωρούσε τη Μυρτιά το αποκούμπι του για τις ώρες μοναξιάς του.

Όταν γέννησε η Μυρτιά την κόρη της, την Αριάδνη, ο Τούρκος ιστορικός τη λάτρεψε. Ζήτησε να μετακομίσει όλη η οικογένειά της στο αρχοντικό του για να τους έχει κοντά του, σαν δική του οικογένεια. Ο πατέρας της Αριάδνης δεν συμφώνησε αμέσως. Λόγω όμως οικονομικής δυσχέρειας καθώς και της πίεσης που υπέστη από την οικογένειά του, το πήρε απόφαση κι είπε το πολυπόθητο ναι. Με αυτήν την απόφαση γλίτωσε η οικογένειά του από τη μιζέρια και τις αρρώστιες, που θα έρχονταν με την παραμονή τους στη ξύλινη παράγκα. Ο Τούρκος ενθουσιάστηκε με τη θετική απάντησή τους. Διαμόρφωσε τον χώρο του έτσι, ώστε να βολευτεί με τον καλύτερο τρόπο η ελληνική οικογένεια που θα φιλοξενούσε. Σπατάλησε πολλά χρήματα για να ανακαινίσει το αρχοντικό του.

Ο Γρηγόρης, ο σύζυγος της Μυρτιάς, φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού κι η ίδια η Μυρτιά έγινε η οικονόμος του. Τη μικρή Αριάδνη την είχε ψυχοκόρη του. Τη μόρφωσε και στη συνέχεια τη σπούδασε. Έμαθε κι ο ίδιος την ελληνική γλώσσα, απαγορεύοντας σε ολόκληρο το υπηρετικό προσωπικό να μιλάει στο σπίτι του τούρκικα. Κάθονταν ώρες ολάκερες με την Αριάδνη στο γραφείο του, διαβάζοντάς της για την Ελλάδα και τους μύθους της. Τα βιβλία που διέθετε στην τεράστια συλλογή του ήταν πολλά και σπάνια. Όλα αυτά έγιναν η κληρονομιά της Αριάδνης μαζί με πολλά πλούτη, ύστερα από τον θάνατο του Τούρκου ευεργέτη τους.

Μετά τις σπουδές της, κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να γνωρίσει όλες τις ομορφιές της Ελλάδος με τα συνεχόμενα ταξίδια της εκεί. Σε ένα από εκείνα τα ταξίδια συνάντησε και τον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Έναν όμορφο άντρα, ψηλό κι αρχοντικό, με πλούσια μαλλιά στο χρώμα του εβένους και επιδερμίδα πορσελάνινη. Τον έλεγαν Δαβίδ. Ο έρωτάς της για εκείνον τον άντρα έμοιαζε με τρικυμία. Σκεφτόταν μάλιστα να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, ώστε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του. Της το πρότεινε κι ο ίδιος, κάνοντάς την μακράν ευτυχισμένη. Όμως όλα έγιναν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που συνειδητοποίησε πως δεν τον γνώριζε και πολύ καλά. Αισθανόταν πως εκείνος ο μυστηριώδης άντρας τής έκρυβε ένα μεγάλο και σκοτεινό μυστικό. Η συμπεριφορά του απέναντί της ήταν πάντα η καλύτερη, από την άλλη ο τρόπος του προς τον υπόλοιπο κόσμο ήταν υπερβολικά εριστικός, κάνοντάς την να τρομάξει αρκετές φορές. Κατάφερνε βέβαια να την καθησυχάζει με διπλωματικό τρόπο, παίρνοντάς την στην αγκαλιά του και μιλώντας της τρυφερά. Την έκανε να ξεχνάει τα πάντα, ακόμα και τις υποψίες και τους φόβους της. Τελικά πήρε την απόφαση και του είπε το πολυπόθητο ναι. Επέστρεψε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για να κανονίσει κάποιες εκκρεμότητες αλλά και την περιουσία της, ώστε να γυρίσει γρήγορα στην αγκαλιά και τα φιλιά του.

Η μάνα της κι ο πατέρας της είχαν πεθάνει λίγα χρόνια πριν, οπότε όλη η περιουσία του Τούρκου προστάτη της, τής άνηκε. Βρήκε γρήγορα έναν συμβολαιογράφο για να κανονίσει τα υπάρχοντά της. Πούλησε το αρχοντικό του Τούρκου που πλέον είχε περάσει στα χέρια της. Δεν επρόκειτο να κρατήσει τίποτα από εκείνη την περιουσία, πέρα από κάποια ρούχα που της άρεσαν και τα βιβλία του μακαρίτη του ευεργέτη της. Προσέλαβε μερικούς εργάτες για να συγκεντρώσουν τα βιβλία και να τα βάλουν σε κασόνια, τα οποία θα μεταφέρονταν στην Ελλάδα. Για να μην καταστραφεί κανένας από τους πολύτιμους θησαυρούς της βιβλιοθήκης κατά την διάρκεια των εργασιών, επιτηρούσε η ίδια η Αριάδνη τη δουλειά τους. Με μεγάλο κόπο συγκέντρωσαν όλα τα βιβλία.

«Κυρά ακολουθήστε με γρήγορα σας παρακαλώ», της φώναξε ένας από τους εργάτες, ώστε να της δείξει κάτι παράξενο που είχε ανακαλύψει.

Πίσω από το χαμηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης υπήρχε ένα κρυφό ντουλάπι, το οποίο με κάποιον τυχαίο τρόπο κατάφερε να ανοίξει. Η Αριάδνη περιεργάστηκε το ντουλάπι, βρίσκοντας στο βάθος του ένα σεντούκι ξύλινο κλεισμένο με ένα σκουριασμένο λουκέτο. Κανένα όμως κλειδί από εκείνα που είχε δεν μπορούσε να το ξεκλειδώσει. Θυμήθηκε τότε πως ο Τούρκος κάπου φύλαγε μια αρμαθιά με κλειδιά για όλο το σπίτι. Κάποια από εκείνα τα κλειδιά δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ. Ξετρύπωσε την αρμαθιά κι αφού ξεχώρισε όλα όσα κλειδιά ήξερε, άφησε στην άκρη τα αχρησιμοποίητα. Τα δοκίμασε στο λουκέτο και σύντομα βρήκε το σωστό που άνοιξε το σεντούκι. Το περιεχόμενό του ήταν ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες. Κάτω από το βιβλίο υπήρχαν κάποια σκόρπια λευκά φύλλα, πιο πρόσφατα. Μια πίεση και μια αντάρα κλόνισε τα σωθικά της. Ένα προαίσθημα περίεργο την κατέκλισε και μια θέληση πηγαία να μάθει τα μυστικά του βιβλίου.

Αφού έδιωξε τους εργάτες, ζητώντας τους να περάσουν την επόμενη μέρα για να φορτώσουν τα κασόνια με τα βιβλία, κάθισε στο γραφείο κι ασχολήθηκε με την πρόσφατη ανακάλυψή της. Το εξώφυλλο ήταν δερμάτινο, έχοντας πάνω του σκαλιστό το κεφάλι ενός ερπετού με ακτίνες γύρω του και τέσσερα σύμβολα στις αντίστοιχες κατευθύνσεις του προσανατολισμού. Το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν γραμμένο σε μια γλώσσα που δεν γνώριζε. Κοιτώντας τα σκόρπια φύλλα που βρίσκονταν από κάτω, συνειδητοποίησε πως ήταν η χειρόγραφη μετάφραση του και μάλιστα στα ελληνικά. Της έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το κρυμμένο εκείνο βιβλίο που αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο για να το διαβάσει. Ταυτόχρονα με τη μετάφραση κοίταζε και το πρωτότυπο γιατί είχε πολλές εικόνες που επεξηγούσαν το περιεχόμενο. Ξενύχτησε για να το τελειώσει ολόκληρο. Έγραφε για την ιστορία ενός δαίμονα με το όνομα Ζμέου, σε σχέση με την ελληνική μυθολογία αλλά και τη μετέπειτα εξέλιξή του. Μια από τις σχεδιασμένες εικόνες του πρωτότυπου βιβλίου έδειχνε τον πρωτότοκο γιο του δαίμονα, όταν ήρθε για πρώτη φορά επαφή με θνητή γυναίκα. Η σελίδα ήταν εύθραυστη και τσαλακωμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να διακρίνει καλά την μορφή του πρωτότοκου. Κάτι μέσα της την πρότρεπε να τον παρατηρήσει καλύτερα. Έφερε έναν μεγεθυντικό φακό που υπήρχε στο συρτάρι της βιβλιοθήκης. Με το που κοίταξε καλύτερα το πρόσωπο του απεικονιζόμενου νεαρού μούδιασε ολόκληρη. Ένιωσε την καρδιά της να τραντάζεται και το αίμα της να κυλάει σε γρήγορους ρυθμούς. Ο φακός της έπεσε από τα χέρια.

«Αδύνατον…», ψέλλισε.

Το μυαλό της, τής έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Ήταν όμως ίδιος με εκείνον. Με τρεμάμενα χέρια έπιασε τον φακό και ξανακοίταξε το σχέδιο. Το ίδιο σκούρο μαλλί, τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του κι εκείνο το περίεργο βλέμμα που, έστω κι από γκραβούρα, είχε τη δυνατότητα να μαγνητίζει μα και να φοβίζει συνάμα. Όλα μαρτυρούσαν πως ήταν ο μεγάλος της έρωτας, ο Δαβίδ.

Το επόμενο πρωί ακύρωσε τη μεταφορά των βιβλίων στην Ελλάδα. Το μεγάλο της πρόβλημα όμως ήταν πως όλα τα υπόλοιπα, ακόμα και το σπίτι, είχαν πουληθεί. Η μεγάλη περιουσία που είχε κληρονομήσει, της παρείχε την οικονομική άνεση να αγοράσει ένα  καινούργιο σπίτι. Κι αυτό ακριβώς έκανε. Επέλεξε ένα όμορφο αρχοντικό στο Φανάρι, όπου και μετέφερε τα υπάρχοντά της εκεί. Μετά από λίγες μέρες έφυγε για την Ελλάδα για να σιγουρευτεί με κάποιον τρόπο πως εκείνος ο άντρας ήταν το απόκοσμο τέρας που έδειχνε το βιβλίο. Δεν ενημέρωσε τον Δαβίδ πως είχε επιστρέψει. Άρχισε να παρακολουθεί κάθε του κίνηση, κρυφά και προσεκτικά. Ένα βράδυ τον είδε να ψωνίζει μια πόρνη και να αποτραβιούνται σε ένα στενό δρομάκι. Μετά από κάποια ώρα έφυγε μόνος του. Αφού σιγουρεύτηκε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά, μπήκε στο στενάκι για να δει τι απέγινε η κοπέλα. Θα μπορούσε να είχε φύγει από την άλλη πλευρά. Όμως ο μικρός εκείνος δρόμος ήταν αδιέξοδο κι η γυναίκα δεν υπήρχε εκεί. Ανήσυχη η Αριάδνη άρχισε να ψάχνει παντού, αφού πρώτα συνήθισαν τα μάτια της στο πυκνό σκοτάδι που επικρατούσε. Κανένα ίχνος της. Μοναδικά αντικείμενα που υπήρχαν στον χώρο ήταν σκουπίδια κι ένας τεράστιος κάδος. Σήκωσε το καπάκι και, βλέποντας το αποκρουστικό θέαμα που κρυβόταν εκεί μέσα, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Η άτυχη γυναίκα βρισκόταν νεκρή με δύο τρύπες στην βάση του λαιμού της. Όπως ακριβώς το έγραφε και το βιβλίο. Οι απόγονοι του δαίμονα τρέφονται με αίμα θνητών ανθρώπων. Η σιγουριά της έγινε θάνατος ψυχής για εκείνη.

Αφού μάζεψε τα κομμάτια της και κλείδωσε τον έρωτά της στο πίσω μέρος του μυαλού της, επέστρεψε στην Πόλη. Έστειλε ένα γράμμα στον Δαβίδ, εξηγώντας του πως δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την πόλη της και τη ζωή της εκεί. Για αυτόν τον λόγο θα ήταν καλύτερα να μην ξαναϊδωθούν ποτέ.

Δεν έλαβε καμία απάντηση στο γράμμα της. Αυτό την ανησυχούσε. Το χειρότερο όμως ήταν πως ο Δαβίδ είχε αφήσει το αποτύπωμά του πάνω της με τον χειρότερο τρόπο. Την είχε αφήσει έγκυο. Το ανακάλυψε όταν είχε ήδη μπει στον τρίτο μήνα. Δεν μπορούσε να ρίξει το παιδί. Έτσι ο καιρός άρχισε να περνάει μέσα στην αγωνία και τον φόβο του Δαβίδ, εφόσον δεν ήξερε αν ετοιμάζει την εκδίκησή του. Στον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της είχε αποκτήσει μια τεράστια κοιλιά μα κανένα νέο από τον Δαβίδ. Σχεδόν είχε ξεχάσει τη μορφή του. Μέχρι που μια νύχτα χτύπησε η πόρτα του αρχοντικού της. Με δυσκολία κατέβηκε την ξύλινη σκάλα για να ανοίξει. Η κοπέλα που είχε στην υπηρεσία της είχε άδεια εκείνη τη μέρα. Ανοίγοντας την πόρτα κόντεψε να αποβάλει. Κρύες σταγόνες μαζεύτηκαν στο πρόσωπο της, σαν κρύσταλλα πολυελαίου. Απέναντί της στεκόταν ο Δαβίδ, ψυχρός κι ανέκφραστος, όπως μια πορσελάνινη κούκλα. Ακόμα κι όταν πρόσεξε την κοιλιά της δεν μαλάκωσε η έκφρασή του.

«Με πρόδωσες», της είπε». «Είσαι ο μόνος άνθρωπος που αγάπησα ποτέ», συνέχισε, φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις στο πρόσωπό της.

Όπως ήταν, εν βρασμώ ψυχής, δεν υπολόγισε πως το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της θα μπορούσε να ήταν δικό του. Εξάλλου γνώριζε πως τα όντα που προέρχονται από άνθρωπο και δαίμονα, σπάνια έκαναν παιδιά. Συνήθως ήταν στείρα. Δεν έδωσε καμία σημασία σε μια τέτοια λεπτομέρεια. Αντίθετα, ίσως να πίστεψε πως ήταν κάποιου άλλου. Ήταν αποφασισμένος να την σκοτώσει εκείνη τη στιγμή. Κάτι όμως τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Της ζήτησε να μην ξαναβρεθεί ποτέ μπροστά του γιατί δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία. Έκλεισε την πόρτα και μαζί με εκείνη έκλεισε κι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της που ονομαζόταν έρωτας. Πως ήταν δυνατόν να τον αγαπάει ακόμα; Τον καρπό ενός σατανά. Κι όμως, ένιωθε τόσα πολλά και δυνατά συναισθήματα για εκείνον τον άντρα που επισκίαζαν την ταυτότητά του. Ποτέ της δεν θα μάθαινε πως κι ο Δαβίδ αισθανόταν τα ίδια ακριβώς για τη γυναίκα με τα δύο σμαράγδια για μάτια. Ίσως και περισσότερα.

Από τότε δεν τον ξαναείδε. Γέννησε δίδυμα. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, τα οποία ευτυχώς δεν είχαν πάρει τίποτα από το παρουσιαστικό του Δαβίδ. Είχαν κληρονομήσει μόνο τα σμαραγδένια μάτια της μητέρας τους.

«Που είναι τα παιδιά σας αυτή τη στιγμή;», ρώτησε ο Χρήστος, παρασυρόμενος από την ιστορία της.

«Ζουν ειρηνικά, μακριά από εμένα και την αλήθεια», απάντησε η γριά, κατεβάζοντας το βλέμμα χαμηλά.

Φαινόταν αρκετά εξαντλημένη από την ιστορία της.

«Δηλαδή δεν γνωρίζουν την αλήθεια; Πως τους κρύψατε κάτι τέτοιο; Ίσως να κινδυνεύου!», συνέχισε να λέει ο Χρήστος.

«Θα μου επιτρέψετε να πάω να ξεκουραστώ. Με εξαντλούν οι θύμησες του παρελθόντος. Υπόσχομαι όμως το βράδυ να σας απαντήσω σε κάθε απορία που έχετε. Υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να ειπωθούν».

Ζήτησε να τους φιλήσει πριν φύγουν. Τελευταίος τη χαιρέτησε ο Χρήστος. Τα μάτια της, πέρα από το υπέροχο εκείνο χρώμα, είχαν και κάτι ακόμα οικείο. Παρατήρησε μάλιστα πως, καθώς τη φιλούσε, ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο μάγουλό της. Κανόνισαν με τον Σωκράτη να βρεθούν το απόγευμα στην Αγία Σοφία και μετά να επιστρέψουν όλοι μαζί στην Αριάδνη. Αφού βγήκαν στον δρόμο, ο Χρήστος γύρισε να δει το αρχοντικό, προσέχοντας μια σκιά να κλείνει γρήγορα την κουρτίνα σε ένα από τα πολλά παράθυρα. Υπήρχε και κάποιος ακόμα στο σπίτι που δεν είχαν γνωρίσει.

Εκείνο που δεν άντεχε με τίποτα ο Αλέξανδρος ήταν να τον ξυπνούν απότομα. Για αυτόν τον λόγο πάντα φρόντιζε να σηκώνεται πιο νωρίς από όλους. Εκείνο το απόγευμα όμως τόν είχε σκεπάσει καλά το πάπλωμα κι έκανε το λάθος να κοιμηθεί δίπλα στον Χρήστο, στο δωμάτιό του. Οι γυναίκες δεν έμειναν στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούν. Κατέβηκαν στο γνωστό κλειστό παζάρι της Πόλης για να το ξεσηκώσουν. Είχαν κλείσει ραντεβού στο Μπλε τζαμί. Ο Χρήστος ξύπνησε πρώτος κι άδραξε την ευκαιρία για να κάνει μια μικρή πλάκα στον φίλο του. Όπως κοιμόταν ανάσκελα στο κρεβάτι πήδησε πάνω του και τον καβάλησε. Τον ακινητοποίησε, κρατώντας τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. Ο Αλέξανδρος ξύπνησε απότομα ξέπνοος.

«Το ξέρεις ότι ροχαλίζεις όταν κοιμάσαι;», τον ρώτησε ο Χρήστος, γελώντας και φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό του.

Ο Αλέξανδρος ξέφυγε από τη λαβή του και τον έριξε στο κρεβάτι, πιάνοντας τον από τον λαιμό. Ο Χρήστος είχε λυθεί στα γέλια. Το χέρι του σφίχτηκε περισσότερο στην καρωτίδα του φίλου του, με αποτέλεσμα να κοντέψει να τον πνίξει. Τότε ήρθε στο μυαλό του Αλέξανδρου το πρόσωπο του αθώου εκείνου παιδιού που είχε υποστεί έναν άδικο κι αποτρόπαιο βιασμό από τον θείο του. Το πρόσωπο του Χρήστου είχε μεταμορφωθεί στο αντίστοιχο παιδικό δικό του πρόσωπο. Τα μάτια του γέμισαν δάκρια κι ευθύς χαλάρωσε το χέρι του από τον λαιμό του Χρήστου, αφήνοντάς τον μισοπνιγμένο κι αποσβολωμένο με το όλο θέαμα. Ο Χρήστος παρατήρησε τότε  έναν άντρα κοντά δύο μέτρα  να κλαίει σαν μωρό παιδί.

«Αλέξανδρε τι σου συμβαίνει; Τι αντίδραση είναι αυτή;», ρώτησε με έναν ξερό βήχα να πνίγει τα λόγια του.

Δεν πήρε καμία απάντηση. Τον έπιασε από τον ώμο και μέσα σε μια παράλογη αντίδραση του μυαλού του ο Αλέξανδρος τον πέταξε απέναντι. Το επόμενο δευτερόλεπτο συνειδητοποίησε το τι είχε κάνει κι έτρεξε κοντά στον Χρήστο, βοηθώντας τον να σηκωθεί.

«Συ… συγγνώμη! Έχασα τον έλεγχο…».

«Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Εσύ τρέμεις ολόκληρος. Από εφιάλτη ξύπνησες;», είπε ο Χρήστος, προσπαθώντας να συνέλθει από το απρόσμενο χτύπημα.

«Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα από αυτόν τον εφιάλτη, Χρήστο».

«Δεν καταλαβαίνω…».

«Δεν ξέρω πώς να το πω αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτό».

«Το ξέρεις πως μπορείς να μου πεις τα πάντα».

Και τότε μια συγκλονιστική αποκάλυψη ήρθε στο φως. Ένα μυστικό που ποτέ δεν είχε ξεστομίσει σε κανέναν. Μια αιματοβαμμένη κι ανίερη ιστορί που κανένα αρσενικό δεν θα ήθελε ποτέ να βιώσει. Του αποκάλυψε ακόμα και τις ερωτικές εμπειρίες που είχε με άντρες για να ξαλαφρώσει από ένα βάρος που κουβαλούσε για πολλά χρόνια. Ο Χρήστος τον κρατούσε μέσα στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να τον παρηγορούσε. Βάλσαμο για τον Αλέξανδρο η τρυφερή αγκαλιά του φίλου του.

«Μη με κοιτάς έτσι! Νιώθω πως με επικρίνεις».

«Πως θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο; Για το μόνο που θα μπορούσα να σε επικρίνω, είναι πως άργησες πολύ να μου μιλήσεις».

«Δεν ήταν εύκολο».

«Να ξέρεις πως με τιμά η εμπιστοσύνη σου».

Από εκείνη τη στιγμή δεν τον έβλεπε σαν φίλο του πλέον αλλά σαν αδελφό του. Ο Αλέξανδρος ένιωσε μετά από πολλά χρόνια ανάλαφρος και λυτρωμένος.

Βρέθηκαν λίγο αργότερα με τις κοπέλες μπροστά από το Μπλε Τζαμί. Η Ζωή αμέσως πρόσεξε τα κόκκινα μάτια του Αλέξανδρου. Εκείνος δικαιολογήθηκε πως είχε δυνατό πονοκέφαλο. Έτσι ακολούθησε μια ακόμα περιήγηση, ώστε να ξεχαστούν από τις αποκαλύψεις και τις ανησυχίες των ημερών. Ο Αλέξανδρος φορούσε τα μαύρα γυαλιά του για να μη κοιτάζουν τα κόκκινα, πρησμένα μάτια του. Επισκέφτηκαν λοιπόν εκείνον τον γνωστό μουσουλμανικό ναό. Ο Χρήστος τους διάβαζε την ιστορία του Μπλε τζαμιού από το βιβλίο που μόλις είχε προμηθευτεί.

«Ο ναός είναι χτισμένος στο κέντρο της νοτιοδυτικής πλευράς του ιπποδρόμου, επίτηδες απέναντι από την Αγία Σοφία, έτσι ώστε να δεσπόζει κατά την προσέγγιση των πλοίων. Το όνομά του το κέρδισε λόγω της κυριαρχίας του μπλε χρώματος στην εσωτερική του διακόσμηση. Ο αρχιτέκτονας του, Αχμέτ ο Α΄, είχε λάβει εντολή να μη λυπηθεί κανένα έξοδο, προκειμένου να δημιουργήσει τον πιο εντυπωσιακό κι όμορφο τόπο λατρείας του Ισλάμ στον κόσμο, πιο εντυπωσιακό κι από την Αγία Σοφία. Μάλιστα ο Σουλτάνος είχε διατάξει, πριν φύγει για τη Μέκκα, να κατασκευαστεί ο τρούλος από ατόφιο χρυσάφι. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να συμβεί λόγο του βάρους του πολύτιμου εκείνου μετάλλου. Κι έτσι ο αρχιτέκτονας κατασκεύασε τον τρούλο με απλά υλικά και για να σώσει τη ζωή του πρόσθεσε έξι μιναρέδες γύρω από το Τζαμί, δικαιολογούμενος στον Σουλτάνο πως υπήρξε θύμα παρανόησης. Ο αριθμός «έξι» (αλτί) κι η λέξη «χρυσός» (αλτίν) προφέρονται σχεδόν το ίδιο στα Τούρκικα».

«Αυτή η πολυλογία σου, μου δίνει στα νεύρα. Άντε, πάμε να δούμε τον ναό τουλάχιστον να γλιτώσουμε από σένα», είπε, γελώντας, ο Αλέξανδρος.

Το εσωτερικό του ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Το πάτωμα ήταν ντυμένο με παχιά μοκέτα. Δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν με παπούτσια στον χώρο παρά μόνο ξυπόλυτοι. Έτσι πέρασε όμορφα και ξέγνοιαστα η ώρα τους, ξεχνώντας έστω και για λίγο τα προβλήματα που τους καταπίεζαν.

Εκείνη τη φορά κατάφεραν να είναι τυπικοί στην ώρα τους με τον Σωκράτη. Έφτασαν, σχεδόν ταυτόχρονα, στην είσοδο της Αγίας Σοφίας. Στο εσωτερικό της γίνονταν εργασίες για την αναστήλωση της, από τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των Τούρκων. Κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να βγάλουν στην επιφάνεια τα χρυσά ψηφιδωτά που στόλιζαν την εκκλησία. Το εσωτερικό του ναού δημιουργούσε δέος. Είχαν μείνει άφωνοι κι ιδίως με τις λεπτομέρειες που τους ανέφερε ο Σωκράτης για την ιστορία του ναού. Τα βλέμματά τους παρέμεναν συνέχεια ψηλά. Ο Χρήστος κάποια στιγμή ένιωσε πως κάποια βλέμματα τους παρακολουθούν. Τα μάτια του άρχισαν να ψάχνουν τον χώρο εξονυχιστικά μέχρι που σταμάτησαν σε μια ομάδα ανθρώπων που βρισκόταν απέναντι. Φορούσαν όλοι μαύρα ρούχα και γυαλιά, είχαν κατάμαυρα μαλλιά κι λευκή επιδερμίδα. Στο πέτο τους έλαμπε μια μικρή χρυσή καρφίτσα με το κεφάλι ενός δράκου. Μπροστά τους στεκόταν ένας τύπος με κοτσίδα, ο οποίος έμοιαζε απόλυτα με εκείνον τον άντρα από τις περιγραφές της Αριάδνης. Ήταν ο ίδιος τύπος που βρέθηκε δίπλα του στην κρουαζιέρα στον Βόσπορο. Τράβηξε την προσοχή των υπολοίπων και με τρόπο τους εξήγησε την απειλή που καραδοκούσε.

«Φεύγουμε τώρα όλοι με πολύ ήρεμο τρόπο. Δεν πρέπει να καταλάβουν ότι τους αποφεύγουμε», είπε ο Σωκράτης, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη στους εχθρούς τους.

Βγήκαν από την Αγία Σοφία όσο το δυνατόν πιο ήρεμοι. Η Ζωή προσπαθούσε να κρύψει τον πανικό της αλλά δεν ήταν εύκολο κάτω από εκείνη την πίεση. Έτρεμε ολόκληρη. Ο Δαβίδ κι οι υπόλοιποι τους ακολουθούσαν. Επιτάχυναν το βήμα τους. Το ίδιο κι οι δαιμονανθρώποι. Ευτυχώς πρόλαβαν ένα τοπικό λεωφορείο την ώρα που έφευγε κι ανέβηκαν. Οι άλλοι μπήκαν σε δύο μαύρα αυτοκίνητα που είχαν παρκαρισμένα κοντά κι ακολούθησαν το λεωφορείο. Κατέβηκαν στην κλειστή αγορά. Ήταν μια καλή λύση να τους ξεφύγουν μέσα στον πολύ κόσμο. Εκεί δεν θα μπορούσαν να τους βλάψουν. Σχεδόν τρέχοντας μπήκαν στο κλειστό παζάρι. Ήταν σαν ένας μικρός λαβύρινθος. Υπήρχε στο κέντρο ένας κεντρικός δρόμος με πολλές διακλαδώσεις δεξιά κι αριστερά που πολύ εύκολα μπορούσες να χαθείς την κάθε στιγμή. Παρέμειναν όλοι μαζί στον κεντρικό και περπατούσαν αργά, κοιτάζοντας συνέχεια πίσω τους. Ο εχθρός όμως τους αιφνιδίασε από μπροστά. Είχαν μπει στην αγορά από άλλη είσοδο. Χωρίς να το αντιληφθούν τους είχαν περικυκλώσει. Η Ζωή τρόμαξε τόσο που ούρλιαξε. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση η ομάδα του Δαβίδ κι αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Σωκράτης. Τους έκανε νόημα κι άρχισαν να τρέχουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας. Προσπαθούσαν να χαθούν μέσα στον κόσμο, ο οποίος είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται από την κραυγή της Ζωής. Ο Δαβίδ ακολούθησε τον Χρήστο κι οι υπόλοιποι μοιράστηκαν και διασκορπίστηκαν. Ο Σωκράτης εκμεταλλεύτηκε κι αυτή την ευκαιρία, πυροβολώντας στον αέρα με το όπλο που είχε κρυμμένο στο σακάκι του. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο κι ο πανικός του κόσμου τριγύρω αυξήθηκε. Η αγορά είχε γίνει ανάστατη. Όλοι προσπαθούσαν να βρουν μια έξοδο για να φύγουν. Οι καταστηματάρχες έκλειναν τα μαγαζιά τους, κατεβάζοντας ρολά. Μικρά και μεγάλα αντικείμενα έσπαγαν σε κάθε γωνιά. Κάποιος έπεσε σε μια βιτρίνα με γυαλικά κι όλα έγιναν κομμάτια. Φωνές και βρισιές σε όλες τις γλώσσες ακούγονταν στον κλειστό χώρο. Γυναίκες με μαντίλες και μπούρκες ούρλιαζαν κι έκλαιγαν.

Η Φανή είχε φτάσει σχεδόν στην έξοδο. Τότε είδε σε κάποιο μαγαζί που ανακαινιζόταν σκόρπιους, μικρούς, ατσάλινους πασσάλους. Το ένστικτό της, τής είπε να μπει στο μαγαζί. Άρπαξε κάμποσους από τους πασσάλους. Ίσως εκείνο να ήταν το μοναδικό όπλο ενάντια στους δαιμονανθρώπους, όπως είχε διαβάσει ο αδελφός της στο βιβλίο του πατέρα τους. Επέστρεψε στην αγορά, τρέχοντας, για να βρει με κάποιον τρόπο τους υπόλοιπους και να τους μοιράσει τους πασσάλους. Στο διάβα της πέτυχε έναν από τους δαιμονανθρώπους. Μια δοκιμή αρκούσε για να επιβεβαιωθεί για εκείνη τη σκέψη της, έστω κι αν έτσι ρίσκαρε την ίδια της τη ζωή. Με δύναμη του κάρφωσε έναν πάσσαλο στην καρδιά. Ατσάλι και σώμα έγιναν ένα. Αμέσως το κατάλευκο του δέρμα γέμισε κόκκινες και μπλε φλέβες. Ύστερα από λίγο γκρίζαρε κι απέμεινε μια ξερή, στεγνή μάζα. Είχε ανακαλύψει, έστω τυχαία, τον σωστό συνδυασμό μάγματος που ήταν ικανός να εξολοθρεύσει τα βαμπίρ. Τράβηξε τον πάσσαλο μπροστά από τα έκπληκτα μάτια του κοινού που παρακολουθούσε άφωνο κι έτρεξε στον κεντρικό διάδρομο. Πρώτον βρήκε τον Αλέξανδρο που τον κυνηγούσαν δύο από αυτούς. Του πέταξε δύο πασσάλους και συνέχισε την πορεία της. Ο Αλέξανδρος με γρήγορο κι ευέλικτο τρόπο εξόντωσε τους εχθρούς του. Επόμενος ήταν ο Σωκράτης. Τον είχαν στριμώξει μια γυναίκα κι ένας άντρας. Την γυναίκα την κάρφωσε η ίδια η Φανή από πίσω και ταυτόχρονα πέταξε τον άλλον πάσσαλο στον Σωκράτη. Αυτός ακολούθησε το παράδειγμά της και σκότωσε τον άντρα. Με δυσκολία ανακάλυψε λίγο αργότερα την Ζωή μέσα σε εκείνον τον λαβύρινθο. Την είχε αρπάξει μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα και την τραβούσε από τα μαλλιά. Ήταν έτοιμη να την δαγκώσει στον λαιμό όταν η Φανή την διαπέρασε με το ατσάλινο κοντάρι. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη της γιατί ένας άντρας ακινητοποίησε τον Σωκράτη που στεκόταν δίπλα της και με μια απότομη κίνηση έχωσε τα δόντια του στον λαιμό του. Η Φανή έμεινε παγωμένη να κοιτάζει. Η Ζωή βλέποντας την αδυναμία της φίλης της να σώσει την κατάσταση ανέλαβε δράση. Με λύσσα βούτηξε τον μεταλλικό πάσαλο από την νεκρή γυναίκα και σαν μαινάδα τον κάρφωσε στον δολοφόνο απέναντί της. Το ξερό κουφάρι του έπεσε πίσω, έχοντας όμως πλέον στο στόμα του κομμένη σάρκα από τον λαιμό του Σωκράτη. Εξουθενωμένη σωριάστηκε στο έδαφος κι άρχισε να κλαίει. Ένιωσε δύο χέρια να τη σηκώνουν και τρόμαξε. Ήταν ο Αλέξανδρος με τη Φανή δίπλα της. Μαζί πλησίασαν τον ασπρομάλλη φίλο τους που ψυχορραγούσε.  Η Ζωή δεν άντεξε το θέαμα και κρύφτηκε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Η Φανή γονάτισε δίπλα του και τον κοιτούσε με μάτια δακρυσμένα. Ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σώσει. Οι τελευταίες ανάσες έβγαιναν από μέσα του. Ο Σωκράτης με τρεμάμενο χέρι την τράβηξε κοντά του.

«Ή… ήσουν πολύ… δυνατή. Θα… θα τα καταφέρετε… κι ας είστε νε…», ψιθύρισε στο αυτί της.

«Κι αν είμαστε τι; Τι;», ρωτούσε με λυγμούς η Φανή.

Ο Σωκράτης όμως είχε ξεψυχήσει. Τα μάτια του γυάλιζαν άψυχα, ατενίζοντας το ταβάνι της κλειστής αγοράς. Όλα πάγωσαν γύρω της, λες και κάποιος να είχε σταματήσει τον χρόνο. Η εικόνα του νεκρού φίλου της σωριασμένου στα πόδια της την πάγωσε κι αυτήν σαν στήλη άλατος.

Ο Χρήστος προσπαθούσε να βρει τρόπο διαφυγής αλλά συνεχώς έπεφτε σε αδιέξοδα. Τελευταία στιγμή κατόρθωνε να ξεφύγει από τον Δαβίδ. Όμως ο άντρας εκείνος ήταν πιο δυνατός και γρήγορος από τον Χρήστο, οπότε κατάφερε και τον στρίμωξε σε μια γωνιά. Ο Δαβίδ τον έπιασε από το μπλουζάκι και σχεδόν τον σήκωσε στον αέρα. Ο Χρήστος είχε παραλύσει. Ένιωθε τον θάνατο να πλησιάζει από το παγωμένο χέρι του εχθρού του. Τον έπιασε από τα μαλλιά και τέντωσε τον λαιμό του, ώστε να φανεί η φλέβα και να τον δαγκώσει. Με το που πλησίασε ο Δαβίδ το στόμα του στον λαιμό του Χρήστου, πάγωσε. Η μυρωδιά του τον παρέλυσε. Ένιωσε τα χέρια του να χαλαρώνουν και τα πόδια του Χρήστου ακούμπησαν στην γη. Ο Δαβίδ τον κοιτούσε μέσα στα μάτια.

«Τι είναι αυτό που έχεις και δεν μπορώ να σε σκοτώσω;», ρώτησε με την βαθιά κι ελκυστική φωνή του. «Ποιός είσαι;».

«Γιατί δεν με άφησες να πεθάνω όταν είχες την ευκαιρία;».

«Πες μου τι είσαι;».

«Κάτι που δεν είσαι εσύ, αν και θα το επιθυμούσες πολύ. Άνθρωπος».

Εκείνη τη στιγμή ο Χρήστος βρήκε την αυτοκυριαρχία του και με το γόνατό του έριξε μια δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά του Δαβίδ, κάνοντάς τον να σωριαστεί. Σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από κοντά του. Ο μεγαλόσωμος άντρας παρέμεινε πεσμένος στη γη να κοιτάει το θύμα του να τρέχει και να απομακρύνεται.

«Αποκλείεται να είσαι άνθρωπος. Έχεις κάτι αλλιώτικο που τρέχει στις φλέβες σου. Το μύρισα. Κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω».

Ο Δαβίδ μονολογούσε, καθώς σηκωνόταν από το έδαφος.

Ο Χρήστος είδε από μακριά τους υπόλοιπους κι έτρεξε κοντά τους.

«Τι συνέβη; Ο Δαβίδ;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Στα πατώματα. Πάμε όμως γρήγορα να φύγουμε πριν μας προλάβει».

Βγήκαν γρήγορα στον κεντρικό διάδρομο κι αμέσως βρήκαν την έξοδο της αγοράς.

«Ο Σωκράτης… Τον αφήσαμε μέσα. Πρέπει να γυρίσω να τον πάρω», αναφώνησε έκπληκτος ο Χρήστος».

Τότε παρατήρησε τα μάτια και των τριών, απέναντί του.

«Είναι αργά», ψέλλισε η Ζωή.

«Όχι! Όχι, δεν μπορεί! Όχι τον Σωκράτη».

Άλλη μια θυσία για τον ιερό σκοπό τους. Σκούπισε ένα δάκρυ που έτρεξε από τα μάτια του κι αγκάλιασε τους φίλους του, τα αδέλφια του.

Κεφάλαιο 14

Μια περίεργη οικογένεια

Η πρώτη του ανάμνηση ήταν ένα ψυχρό δωμάτιο με σοβάδες ξεφτισμένους, βρώμικους και γκριζαρισμένους, προμήνυμα για τη μετέπειτα ζωή του. Μια ξεθωριασμένη τοιχογραφία, που παρίστανε έναν άντρα σε στάση προσευχής, στόλιζε μόνο τον παγωμένο, άψυχο εκείνο τοίχο. Μερόνυχτα τον κοιτούσε κι αναρωτιόταν με το αθώο τότε μυαλό του τί ζητούσε εκείνος ο τύπος, σε ποιόν απευθυνόταν κι αν τελικά εξέλαβε κάτι από την αιώνια προσευχή του.

Ήταν ο πιο έξυπνος από όλα τα αγόρια της ηλικίας του. Πρώτος σε όλα τα μαθήματα, στις τέχνες και πολύ πρόθυμος. Κανένας από τους εκπαιδευτές του παιδαγωγείου για ορφανά, όπου ήταν κλεισμένος σχεδόν από τη γέννησή του, δεν είχε παράπονο για τον Καλλίμαχο. Αυτό το όνομα του είχαν σκαλίσει στη μικρή πέτρινη πλάκα μπροστά από το αχυρένιο στρώμα του. Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν οι σχέσεις του με τα υπόλοιπα εσώκλειστα αγόρια. Κανείς δεν τον συμπαθούσε. Κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του. Ήταν αόρατος. Κι όταν κάποιος τού έδινε σημασία, ήταν μόνο για να τον ξυλοφορτώσει. Έτσι, χωρίς λόγο. Είχε βρεθεί πολλές φορές με σπασμένα δόντια, μαυρισμένα μάτια, αιμόφυρτη μύτη. Ποτέ όμως δεν πρόδιδε το όνομα τού θύτη του. Δεν το έκανε από φόβο. Από ελπίδα, μήπως και κάποιος τον πλησιάσει. Μήπως αποκτούσε κάποιον φίλο κι έδιωχνε από πάνω του το μίασμα της μοναξιάς. Δεν τα κατάφερε.

 

Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο ο Καλλίμαχος κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτόν του. Τις ώρες του τις περνούσε γράφοντας. Χιλιάδες πίνακες, πλάκες ή ο,τιδήποτε είχε τη δυνατότητα να χαράξει πάνω του, βρισκόταν στην αποθήκη που φύλαγαν τα σιτηρά. Ιστορίες, στίχοι, σκέψεις καταγράφονταν σε αυτές τις λευκές επιφάνειες. Ένιωθε πως σκάλιζε τις λέξεις με το ίδιο του το αίμα. Πως ξεκολλούσαν από το μυαλό του, σαν άλικες στάλες βροχής και με το που ακουμπούσαν τη λευκή επιφάνεια, έπαιρναν το σχήμα της λέξης, της ιδέας, της έμπνευσης. Αν κάποιος διάβαζε τα γραπτά του, μπορεί και να πέθαινε επιτόπου από τη μαύρη κατάθλιψη που θα τον τύλιγε. Όμως μόνο εκείνος ήταν ο γραφέας αλλά κι ο αναγνώστης τους. Για πολύ καιρό κανείς δεν ανακάλυψε το μικρό μυστικό του.

Κατά τη διάρκεια ενός πολύ δύσκολου χειμώνα είχε έρθει στο άσυλο ένας καινούργιος παιδαγωγός. Ακόλουθος του Σωκράτη, όπως είχε διαδοθεί και περνούσε αλυσίδα στα παιδικά στόματα. Είχαν αναστατωθεί γιατί απαγορευόταν το συγκεκριμένο όνομα να αναφέρεται σε οποιοδήποτε παιδαγωγείο.

«Ποιος να είναι αυτός ο Σωκράτης;», αναρωτήθηκε ο Καλλίμαχος, όταν το άκουσε κατά τύχη σε μια συνομιλία των συγκατοίκων του.

Μια κοτρόνα στο σαγόνι ήταν και η απάντηση στην απορία του που τόλμησε και ξεστόμισε στο διπλανό αγόρι. Γύρισε στο πλευρό του, αγνοώντας τον πόνο που σούβλιζε τη γνάθο του κι ονειρεύτηκε τον νέο δάσκαλό τους. Αυτόν που είχε την τύχη να είναι ακόλουθος εκείνου του αλλόκοτου, του Σωκράτη. Ανυπομονούσε να τον γνωρίσει. Αίγισθος λεγόταν και, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ουδεμία επαφή είχε ποτέ με τον Σωκράτη. Φήμες, τις οποίες δημιούργησε ο ίδιος, για να ακουστεί περισσότερο το όνομά του. Ένας κακομούτσουνος, ξερακιανός γέρος ήταν, όπου το χιτώνιο του από τη βρώμα είχε χάσει κάθε αίσθηση γνωστού χρώματος. Κι εννοείται πως δεν συμπάθησε καθόλου τον Καλλίμαχο. Μισούσε τα έξυπνα παιδιά. Κι ο Καλλίμαχος ήταν πανέξυπνος. Δεν υπήρχε ερώτηση κατά τη διάρκεια του μαθήματος που να μην μπορεί να απαντήσει. Είχε εκνευριστεί τόσο πολύ με αυτό το παιδί που με τον καιρό αδιαφορούσε για την ύπαρξή του. Είχε σταματήσει να του απευθύνει πλέον τον λόγο στο μάθημα, παραβλέποντας τις επίμονες προσπάθειές του να συμμετέχει και να απαντά στις ερωτήσεις του.

Ένα βράδυ που είχε βγει στην αυλή να πάρει λίγο καθαρό αέρα είδε ένα ίχνος φωτός να βγαίνει από το παράθυρο της αποθήκης των σιτηρών. Ο Αίγισθος πλησίασε, νυχοπατώντας, το παραθύρι και κοίταξε το εσωτερικό του χώρου. Το φως προερχόταν από την αδύναμη φλόγα ενός κεριού. Ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του για να ανακαλύψει αυτόν που κρυβόταν δίπλα στα σακιά από δέρμα, είδε τον Καλλίμαχο να χαράζει ένα μεγάλο κομμάτι από πλάκα γραφής. Θα μπορούσε να μπει και να τον τιμωρήσει αλλά η περιέργειά του υπερνίκησε. Περίμενε να ολοκληρώσει τη μυστική εργασία του για να κάνει την κίνησή του. Ύστερα από ώρα κι ενώ ο Καλλίμαχος τελείωσε με την ασχολία του, τον είδε ο Αίγισθος να κρύβει και να σκεπάζει με επιμέλεια την πλάκα με ένα κομμάτι δέρματος. Αφού έφυγε ο μικρός από την αποθήκη μπήκε ο ίδιος μέσα, ώστε να χορτάσει την περιέργειά του. Ξεσκέπασε την, ζεστή ακόμα από το χάραγμα, πλάκα κι άρχισε να διαβάζει το κείμενο που υπήρχε πάνω της. Κάμποσοι στίχοι μεστοί από συναίσθημα, λες και τους είχε γράψει η θεά Αθηνά με την περισσή σοφία της. Κι όχι μόνη της αλλά μαζί με τον Απόλλωνα, τον αοιδό θεό της μουσικής. Σαν τελείωμα είχε χαϊδευτεί από το αλαβάστρινο χέρι της Αφροδίτης για να του προσδώσει την ομορφιά της. Μια θλίψη ζωντάνευε στα μάτια του αλλά ποτισμένη με τόση μαγεία και μαεστρία που τον έκανε να δακρύσει. Ζήλεια γέμισαν τα θολά του μάτια κι οι κατάρες του απλώθηκαν σαν φίδια στη μικρή εκείνη αποθήκη.

Πλεκτάνη στήθηκε από τον Αίγισθο και στο επόμενο γέμισμα του φεγγαριού, ο Καλλίμαχος είχε διωχτεί από το άσυλο. Τρομοκρατημένος ο μικρός περπατούσε σε πλακόστρωτα μονοπάτια, αναζητώντας λίγη ζεστασιά και θαλπωρή. Μπορεί να μην είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από το άσυλο αλλά για εκείνον ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε γνωρίσει. Τουλάχιστον είχε μια γωνιά να κοιμηθεί και λίγη τροφή για να συντηρηθεί στη ζωή. Μέσα σε μια νύχτα τα είχε χάσει κι αυτά. Οι επόμενες μέρες πέρασαν δύσκολα. Ελάχιστο φαγητό έβρισκε από την ίδια τη φύση κι ο ύπνος τον έπαιρνε σε γωνιές από ερείπια ή σε καμιά κουφάλα δέντρου, έτσι για λίγη ζεστασιά.

Από την αδυναμία του διαγράφονταν τα κόκκαλα πάνω στο ισχνό κορμάκι του. Είχε αρχίσει να παραπατάει από την πείνα και τη δίψα. Σωριάστηκε μια μέρα στη μέση του δρόμου δίχως να το καταλάβει. Ξύπνησε σε ένα δωμάτιο ζεστό, με ήχους γυναικείων ψαλμωδιών κι αρώματα από ξερά αρωματικά φυτά που καίγονταν. Νόμισε πως πέθανε και βρισκόταν στα Ηλύσια πεδία. Στην κάμαρα μπήκε μια γυναίκα ηλικιωμένη με ένα κίτρινο μακρύ χιτώνιο και ένα χάλκινο περιμετώπιο στο κεφάλι με σκαλισμένο πάνω του το σχήμα του Ηλίου. Ένα φωτεινό χαμόγελο έλαμψε στα ρυτιδιασμένα χείλη της.

«Συνήλθες αγόρι μου;», τον ρώτησε με μια ζεστασιά στα λόγια που ποτέ δεν είχε νιώσει.

Τα μάτια της είχαν το χρώμα του σμαραγδιού. Το λάτρεψε το χρώμα αυτό. Δεν το ξέχασε ποτέ. Του είχε φέρει μια πήλινη πιατέλα, γεμάτη φρούτα. Σάλια άρχισαν να γεμίζουν το στόμα του.

«Πεινάς ορφανό μου; Όλα δικά σου είναι».

Τα άφησε πάνω στα πόδια του και με το ζεστό της χέρι τού χάιδεψε το κεφάλι. Πρώτη φορά τον άγγιζαν με τόση τρυφερότητα. Είχε μάθει μόνο στα χτυπήματα και τις κλωτσιές. Όλη αυτή η έκρηξη αγάπης τού γέμισε τα μάτια με δάκρια. Έφαγε τα φρούτα με τόση λαιμαργία που κάποια στιγμή ένιωσε πως το στομάχι του θα εκραγεί. Η γριά γυναίκα τον κοιτούσε βουρκωμένη. Έμαθε τελικά πως ήταν ιέρεια στο ναό του Απόλλωνα. Τον είχε βρει στον δρόμο μισοπεθαμένο και τον μετέφερε εκεί.

Παρέμεινε αρκετές μέρες μέχρι που δυνάμωσε και τον κρατούσαν πλέον όρθιο τα πόδια του.

«Ποια είναι η οικογένειά σου; Από που έρχεσαι;», τον ρώτησε μια μέρα η ηλικιωμένη γυναίκα.

«Δεν έχω οικογένεια. Σ’ ένα άσυλο μεγάλωσα αλλά με έδιωξαν κι από εκεί. Δεν έχω που να πάω και τι να κάνω».

Τον λυπήθηκε η ιέρεια και αποφάσισε να τον κρατήσει εκεί ως βοηθό της για τις δουλειές του ναού. Ο Καλλίμαχος για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ευτυχισμένος. Υπήρχε ένας άνθρωπος να ενδιαφέρεται για εκείνον και να τον φροντίζει. Μα κι ο ίδιος δεν έμεινε αμέτοχος. Σαν σκυλί δούλευε από νωρίς τα πρωινά για να ξεπληρώσει τη φροντίδα που του είχε χαρίσει απλόχερα αυτή η γυναίκα. Ο ναός έλαμπε από τα χέρια του. Καινούργιος είχε γίνει με τα μαστορέματά του. Η ιέρεια προσευχόταν κάθε μέρα στον Απόλλωνα για την τύχη που τής έστειλε στο διάβα της.

Οι μέρες εκείνες ήταν αφιερωμένες στον Φοίβο. Κόσμος ερχόταν στον ναό για να αφήσει τις προσευχές και τις δωρεές του. Η αποθήκη του ναού είχε γεμίσει από δώρα κι άλλες προσφορές. Οι ιέρειες, με αρχηγό την προστάτιδά του, έψελναν και χόρευαν κάτω από το άγαλμα του Απόλλωνα. Ο ουρανός είχε γεμίσει από γκρίζα, βαριά σύννεφα, έτοιμα να ξεσπάσουν σε καταιγίδα. Θεομηνία άρχισε κι η γιορτή διαλύθηκε. Όλοι έτρεχαν στα χαμόσπιτά τους για να γλιτώσουν από τη βροχή κι όσοι είχαν έρθει από μακριά, έμειναν μέσα στο ναό. Η ιέρεια παρακάλεσε τον Καλλίμαχο να φέρει από την αποθήκη τρόφιμα για να προσφέρουν στους εναπομείναντες. Καθώς γέμιζε τα μικρά πιθάρια με τρόφιμα, ώστε να τα μεταφέρει στον ναό, ένιωσε μια παρουσία πίσω του. Γύρισε κι είδε να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα κατάμαυρο, νεκρικό σύννεφο και να χορεύει μπρος στην είσοδο της αποθήκης. Το πιθάρι τού έπεσε από τα χέρια κι όλα χύθηκαν στο χώμα. Το σύννεφο άρχισε να παίρνει μορφή. Μια σκοτεινή φιγούρα, άυλη μα συμπαγής συνάμα, στεκόταν πλέον μπροστά του. Δύο πηγάδια είχε για μάτια που από μέσα έλαμπε μια κόκκινη, σαν αίμα, φωτιά. Απύθμενη σπηλιά το στόμα του κι όταν το άνοιξε πετάχτηκαν τέσσερα κοφτερά δόντια, δύο κάτω και δύο πάνω. Ο Άδης μάλλον έστελνε αυτό το καταχθόνιο πλάσμα για να θερίσει τη ζωή από τη χώρα. Ο Καλλίμαχος πάγωσε με τη μορφή του. Σίγουρα είχε έρθει το τέλος του. Αυτό αναλογιζόταν όση ώρα τον πλησίαζε ο εκλεκτός του Άδη. Έσκυψε το πρόσωπό του και το κόλλησε στο πρόσωπο του νεαρού. Σαν να τον μύριζε, σαν να τον εξέταζε. Αφού σιγουρεύτηκε για το ποιόν του, άνοιξε το στόμα του κι έχωσε τα δόντια του στον λαιμό του Καλλίμαχου. Μια ψύχρα γέμισε το κορμί του, σαν εκείνη της κρύας πλάκας που έγραφε τα σώψυχά του. Αίμα δεν ένιωθε να κυλά πλέον στις φλέβες του, παρά νερό πηχτό και παγωμένο. Όλα έσβησαν μπροστά του και βυθίστηκε στο έρεβος του θανάτου.

Άνοιξε τα μάτια του, νομίζοντας πως είχε περάσει στην μεταθανάτιο ζωή. Ο ήλιος έκαιγε το χώμα μα αυτός ένιωθε σαν να κολυμπάει σε τόνους από χιόνι. Με δυσκολία σηκώθηκε στα πόδια του. Κοίταξε τα χέρια του και διαπίστωσε πως το, άλλοτε, ροδαλό δέρμα του είχε γίνει κατάλευκο σαν το γάλα. Βγήκε από την αποθήκη χωρίς καμία συναίσθηση του χρόνου. Ο ύπνος που τον είχε τυλίξει ήταν τόσο βαρύς που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αν κοιμόταν λεπτά ή αιώνες. Έτρεξε στον ναό κι η αναπνοή του κόπηκε από τη σκηνή που αντίκρισε. Διαμελισμένα σώματα παντού, αίματα και σάρκες να γεμίζουν τον ιερό χώρο. Οι προσφορές από τρόφιμα, χρυσά και χάλκινα στα πόδια του Θεού, είχαν μετατραπεί σε σωρούς από νεκρά σώματα, σφαγιασμένα και παραπεταμένα. Παραπαίοντας, περπατούσε επί πτωμάτων, ψάχνοντας για τη γυναίκα που τον είχε φροντίσει τον τελευταίο εκείνο καιρό. Την πρόθυμη μάνα που του χάρισε την καινούργια του ζωή. Δύο μάτια υγρά εντόπισε από μακριά. Γυάλιζαν σαν πραγματικά σμαράγδια. Πλησίασε τρεμάμενος κι είδε την ιέρεια να αγκομαχά για να κρατηθεί στην ζωή. Μια άμορφη μάζα είχαν γίνει τα σωθικά της, μέσα στο αίμα. Έπεσε στα γόνατα ο Καλλίμαχος και με τα δύο του χέρια τής έπιασε το κεφάλι. Αυτή του χαμογέλασε με όση ψυχή της είχε απομείνει.

«Τώρα μπορώ να φύγω ήσυχη που είσαι ζωντανός», είπε, ασθμαίνοντας.

«Όχι κυρά μου, όχι μάνα μου, μη με εγκαταλείπεις. Τι θα κάνω μονάχος χωρίς εσένα;», σπάραζε ο νεαρός στο θέαμα της γριάς γυναίκας.

«Αγόρι μου πριν φύγω, θέλω να σου πω τούτο μονάχα. Βλέπω το κακό να έχει μπει στο σώμα σου, σπέρμα θανάτου είσαι αλλά κάπου βαθιά μέσα σου σιγοκαίει μια μικρή φωτιά αγάπης. Θα τη βρεις στο μεγάλο μονοπάτι της ζωής σου μα θα την χάσεις κι αυτήν. Λύτρωση θα γίνει ο θάνατός σου από χέρι δικού σου αίματος. Θα φύγεις με μια λέξη στα χείλη κι αυτή θα είναι αγάπη…», τα λόγια αυτά τα προφητικά βγήκαν από το στόμα της ιέρειας, λίγο πριν πεθάνει.

Ο Καλλίμαχος έπεσε πάνω της και μαζί με τα δάκρυά του έκλεγε κι αίμα. Ορκίστηκε πως αυτά τα μάτια θα τα ξαναέβρισκε και θα τα έκανε δικά του. Ήταν η πρώτη φορά που το βλέμμα του έγινε κατακόκκινο. Το κακό είχε μπει μέσα του βαθιά και θα τον άλλαζε.

 

Εποχές περνούσαν, χρόνια έτρεχαν, αιώνες άλλαζαν μα ο Καλλίμαχος δεν άλλαζε. Είχε κολλήσει στα νιάτα του. Η ηλικία του σταμάτησε στα τριάντα τρία. Ύστερα δεν γερνούσε άλλο. Την ψυχή του την είχε αφήσει πάνω στα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας που τόσο λάτρευε. Μέσα του πλέον ήταν άδειος, κενός. Τρεφόταν με αίμα αθώων ανθρώπων. Αυτό τον συντηρούσε. Το δηλητήριο που του έσταξε εκείνη η άυλη μορφή στάθηκε και γνώση για την καταγωγή του. Γόνος δαίμονα ήταν κι αυτός που θέρισε τόσο κόσμο εκείνη την βραδιά ήταν ο ίδιος του ο δημιουργός. Ο ίδιος του ο πατέρας. Όλη του την ιστορία, τις επιθυμίες και τις δυνάμεις του, τα είχε περάσει μέσα από εκείνο το μοιραίο δάγκωμα. Άλλαξε και το όνομά του. Δαβίδ συστηνόταν στον κόσμο και στα υποψήφια θύματα του. Επέλεξε το όνομα αυτό γιατί ήταν σίγουρος πως, παρόλο μικρός κι αδύναμος μπροστά στο αθάνατο πλάσμα που τον έσπειρε, θα έβρισκε τον τρόπο να τον νικήσει, να τον ξεπεράσει. Κάθε ίχνος ανθρωπιάς είχε στραγγιχτεί από μέσα του. Μοναδικό του μέλημα πλέον ήταν το θέλημα του πατέρα του. Προετοίμαζε το έδαφος για να τον υποδεχτεί. Να γίνει γιος του μοναδικού θεού των ανθρώπων και μετά να καρπωθεί τον θρόνο του. Κι αυτό θα γινόταν με τη δική του τη βοήθεια. Αρχηγός χρίστηκε για όλον τον στρατό που είχε δημιουργήσει ο ίδιος του ο πατέρας, μοιράζοντας το άυλο σπέρμα αυτού σε αθώες γυναίκες, οι οποίες ξέρναγαν μιάσματα. Ανθρωπόμορφα τέρατα που για τροφή είχαν το αίμα και μοναδικό σκοπό τον θάνατο.

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ξεχνούσε ο Δαβίδ τα λόγια της ιέρειας. Μέχρι και τα σμαραγδιά της μάτια είχε παραπεταμένα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Βρήκε καινούργιο ενδιαφέρον στην αποστολή που του ανατέθηκε. Να ανακαλύψει τα τέσσερα κομμάτια ενός αμφορέα αρχαίου, μέσω του οποίου θα ανακτούσε τις δυνάμεις του ο πατέρας του. Αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι σε αυτό. Τον εξυπηρετούσε γιατί θα έφτανε πιο σύντομα στον σκοπό του. Τόσο μεγάλη έγινε η φιλοδοξία του.

Μετά από εξερευνήσεις πολλών ετών, ανακάλυψε κάποια στοιχεία που θα τον οδηγούσαν στο ένα από τα τέσσερα κομμάτια του αγγείου. Μαζί με την ομάδα του μεταφέρθηκαν σε ένα μικρό χωριό κοντά στην σημερινή Έδεσσα της Μακεδονίας. Κάπου έξω από αυτό το χωριό υπήρχε ένα σημείο, όπου τα νερά ενός ποταμού έπεφταν από ύψος, σχηματίζοντας όμορφους καταρράκτες.

Τα τέσσερα κομμάτια του αμφορέα που κάποτε φύλασσαν οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου, σκορπισμένα στις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα της Ελλάδας, κατά έναν περίεργο τρόπο είχαν χαθεί. Ο Δαβίδ, παρότι είχε ξοδέψει αρκετά χρόνια για να μάθει ποιοί τα είχαν στην κατοχή τους, οι προσπάθειές του έμεναν άκαρπες. Από μια γυναίκα, εντελώς τυχαία, πληροφορήθηκε πως σε ένα σημείο κάποιου καταρράκτη στον βορρά, τα νερά, παρότι δεν έβρισκαν φυσικό εμπόδιο, έχαναν τη ροή τους και δημιουργείτο ένα περίεργο κενό. Σαν αέρας δυνατός να φυσούσε και να εμπόδιζε την πορεία της υδάτινης εκείνης δύναμης. Όταν το άκουσε ο Δαβίδ, τα μάτια του έλαμψαν μέσα στις άδειες κόγχες τους κι ευχαρίστησε τη γυναίκα αυτή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν άφησε στάλα αίμα μέσα στις φλέβες της. Ξερό κουφάρι παράτησε το σώμα της να πέσει από τα παγωμένα χέρια του.

Και τώρα βρισκόταν εκεί κοντά, στον θρυλικό εκείνο καταρράκτη με μια τρύπα να χάσκει στο κέντρο του. Τη δόξα την ήθελε όλη δική του, γι’ αυτό κι αποφάσισε να πάει μονάχος στα ορμητικά νερά. Έφτασε στους πρόποδες του βουνού απ’ όπου έτρεχαν οι καταρράκτες. Όμορφο το φυσικό θέαμα αλλά δεν μπορούσε η χάρη του να αγγίξει την πετρωμένη καρδιά του πρωτότοκου. Τα μάτια του έπεσαν στο άνοιγμα των νερών. Άνεμος δυνατός έβγαινε από τα βάθη της σπηλιάς πίσω από τους καταρράκτες. Οι σταγόνες των νερών, σαν ψιλή βροχή, τού έπεφταν στο πρόσωπο από το φύσημα του ανέμου. Καμιά ανθρώπινη μορφή δεν θα μπορούσε ποτέ να πλησιάσει το σημείο αυτό, τουλάχιστον με τα μέσα που διέθετε την εποχή εκείνη.

Μα ο Δαβίδ δεν ήταν άνθρωπος. Η μεταμόρφωσή του μέσα στους αιώνες ήταν δραματική.  Ως Καλλίμαχος ήταν ψηλό παιδί, μα ως Δαβίδ ξεπέρασε τα δύο μέτρα. Τα μαλλιά του από σκούρα καστανά έγιναν μαύρο του σκοταδιού αλλά γυαλιστερό σαν μετάξι, πλούσιο και στιλπνό. Το ισχνό του σωματάκι είχε μεταμορφωθεί σε σώμα αλαβάστρινο, με τεράστιους δυνατούς μυς να το διαγράφουν. Τα δόντια του, από μαργαριτάρι πλασμένα. Οι δύο πάνω κυνόδοντες μάκραιναν και γίνονταν όπλα μυτερά για να απομυζεί από τα θύματά του κάθε ίχνος ζωής. Μα το σημαντικότερο ήταν τα δύο τεράστια φτερά που φύτρωναν, όποτε τα είχε ανάγκη, από τα κόκκαλα της ωμοπλάτης του. Κοφτερές λεπίδες ήταν τα φτερά του, όταν άνοιγαν διάπλατα για να πετάξει στα ουράνια.

Αυτό ετοιμαζόταν να κάνει, να ανοίξει τα τεράστιά του φτερά και να φτάσει στο άνοιγμα της σπηλιάς. Μια παρουσία όμως ένιωσε εκεί κοντά. Όχι ανθρώπινη, ούτε απόλυτα δαιμονική. Τα ρουθούνια του άνοιξαν διάπλατα για να συλλέξουν και την παραμικρή ρανίδα μυρωδιάς αυτής της περίεργης ύπαρξης. Γύριζε για ώρα τριγύρω μα δεν μπορούσε να την εντοπίσει. Άρχισε να χάνει την αυτοσυγκράτηση του, κάτι που ποτέ δεν είχε συμβεί στους αμέτρητους αιώνες του βίου του.

«Εμφανίσου μπροστά μου», ούρλιαξε.

Για απάντηση του ήρθε ένα γάργαρο γέλιο, όμοιο με τα νερά που έχαναν τη δύναμή τους από την πτώση. Το πρόσωπο του Δαβίδ παραμορφώθηκε κι έγινε μάσκα θυμού. Σαν αγρίμι αλώνιζε την περιοχή. Μάταιη η προσπάθεια. Αποφάσισε να αδιαφορήσει και να πράξει τον σκοπό για τον οποίο είχε πάει εκεί. Τα φτερά του εμφανίστηκαν από τις πλάτες του, σαν μέταλλα που γυάλιζαν κάτω από το φως της πανσέληνου. Λύγισε τα γόνατα του, έτοιμος να πετάξει στον αιθέρα, όταν ένιωσε έναν οξύ πόνο, σαν χτύπημα από καυτό μαστίγιο να του σαρώνει τα πλευρά. Τα φτερά του μαζεύτηκαν μεμιάς στις ωμοπλάτες του κι αυτός βρέθηκε ριγμένος στο έδαφος, αρκετά μέτρα μακριά από τους καταρράκτες. Παρθενικός ο πόνος που ένιωσε το κορμί του. Ποτέ του δεν είχε αισθανθεί ξανά εκείνη την οξύτητα του πόνου. Τα μάτια του πετούσαν άλικες σπίθες. Από μακριά αντίκρισε μια φιγούρα να στέκεται περήφανη κάτω από το φεγγαρόφωτο. Θηλυκή φιγούρα. Ψηλή σαν άγαλμα με έναν χείμαρρο μαλλιών που κατέληγαν στη γη. Όσο την πλησίαζε, τόσο θαμπωνόταν από την ομορφιά της. Σαν αμαζόνα έστεκε. Λευκή επιδερμίδα και το μαλλί, όμοιο με το χαώδες σκότος. Δαιμονική μορφή θα τη χαρακτήριζε από μακριά αλλά όταν πλησίασε έμεινε άναυδος από αυτό που αντίκρισε. Δεν ήταν άδεια τα μάτια της. Δύο καταγάλανες θάλασσες με κύματα από ασήμι υπήρχαν εκεί, όπου ο ίδιος είχε άδειες τις κόγχες, φωτισμένες με παροδική την κόκκινη λάμψη. Το μαύρο της κόρης του ματιού της μόνο έλαμπε με μια ερυθρότητα.

«Τι είσαι εσύ;», ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή. «Τι πλάσμα μαγικό; Άνθρωπος δεν είσαι, ούτε και θεός. Το σίγουρο είναι πως δεν είσαι ούτε δαίμονας. Από που ήρθες και τι ζητάς;».

«Πολλές οι ερωτήσεις σου Δαβίδ. Μα έτσι ανυπόμονος κι επιπόλαιος ήσουν πάντα. Γιατί να αλλάξεις τώρα;», η φωνή της σαν ουράνια μελωδία ακουγόταν στα αυτιά του που τον έκαιγε, τον πονούσε.

«Ποια είσαι, πες μου. Αλλά σιγά γιατί η φωνή σου σουβλιές μου δίνει στα σωθικά».

«Ίσως είμαι όλα αυτά που απέρριψες πριν. Μάλλον είμαι κι άνθρωπος, συνάμα και θεός, μα και δαίμονας μαζί. Μπορεί από την άλλη να μην είμαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Σημασία δεν έχει καμία για σένα».

Γρίφος ήταν τα λόγια της.

«Έχει σημασία για μένα. Μοιάζουμε οι δύο μας, όμοιοι είμαστε στην όψη».

«Μπορεί αλλά όχι και στην ψυχή. Εσύ δεν έχεις, είσαι κενός».

Τα λεγόμενά της τον πόνεσαν πιο πολύ κι από τη φωνή της.

«Τι ζητάς από μένα; Γιατί είσαι εδώ;»

«Εσύ τι ζητάς σε μέρη που δεν έχεις δικαιοδοσία; Φύγε από μπροστά μου κι άντε να συνεχίσεις αλλού την άθλια ζωή σου, την αχόρταγη».

Είδε τα άδεια μάτια του Δαβίδ να βγάζουν φλόγες από θυμό. Είχε χτυπήσει ευαίσθητη χορδή.

«Θέλω να ξέρω το όνομά σου πριν σε σκοτώσω. Πες το μου».

Σπαθιά ποτισμένα με λάβα πετούσε το στόμα του.

«Ανδρομάχη με καλούν. Στο λέω για να είναι το τελευταίο που θα ακούσεις πριν χάσεις τη μίζερη ζωή σου».

Σαν αγριεμένη λέαινα του όρμησε και τον πέταξε στο έδαφος. Τα νύχια της, λεπίδες γίνανε και του ξέσκιζαν το κορμί. Πρώτη φορά αντίκρισε το αίμα του. Νόμιζε πως δεν είχε. Οι πληγές του δεν επουλώνονταν γρήγορα και σφάδαζε από τους πόνους. Σαν όνειρο την άκουσε να λέει, πριν χάσει τις αισθήσεις του:

«Το κομμάτι του αέρα δεν σου ανήκει και δεν θα το πάρεις ποτέ. Μην το επιχειρήσεις ξανά γιατί δεύτερη φορά δεν θα σε λυπηθώ».

Συνήλθε αργά το πρωί, με τις πληγές του να έχουν κλείσει αλλά τον είχε τυφλώσει το φως του ήλιου. Μπορεί να μην τον σκότωνε το φως αλλά ποτέ δεν έβγαινε έξω τα πρωινά γιατί δεν άντεχε τη λάμψη του. Έχανε το φως του. Σαν ερπετό κυλίστηκε στα τυφλά και χώθηκε σε μια μικρή σπηλιά που έκαναν τα βράχια εκεί κοντά. Έμεινε ακίνητος και κουλουριασμένος, με την περηφάνια του πληγωμένη και τον ανδρισμό του καταπατημένο από ένα θηλυκό, μέχρι να σουρουπώσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Κάλεσε με τη δύναμη του νου του την ομάδα του για να τον βοηθήσει. Μέσα σε λίγη ώρα κατέφθασαν μιλιούνια από δαιμονανθρώπους, σαν ένας μικρός στρατός. Ήταν σίγουρος πως με την βοήθειά τους θα τα κατάφερνε. Αφού είχε βραδιάσει αρκετά, επιχείρησε για μια ακόμα φορά να φτάσει στη σπηλιά. Στα μέσα του πετάγματός του, τού όρμησε η Ανδρομάχη και τον σώριασε για μια ακόμα φορά στην γη.

«Σε προειδοποίησα να εξαφανιστείς. Αλλά εκτός από καρδιά, δεν διαθέτεις ούτε μυαλό. Ήρθε το τέλος σου, Δαβίδ».

Εκείνη τη στιγμή επιτέθηκε ο στρατός από τους δαιμονανθρώπους. Ο Δαβίδ χαμογέλασε χαιρέκακα, ικανοποιημένος με τον εαυτόν του. Ένα σύννεφο σκόνης, ποτισμένης με αίμα, σηκώθηκε στον ουρανό. Ήταν σίγουρος πως η Ανδρομάχη θα χανόταν από προσώπου γης. Τόσο σίγουρος που δεν συμμετείχε καθόλου στην εξόντωσή της, παρά παρακολουθούσε από μακριά τη μάχη. Σε λίγα λεπτά μια νεκρική σιωπή απλώθηκε στον χώρο. Η σκόνη άρχισε να κατακάθεται στη γη κι η μυρωδιά του αίματος γέμισε τα ρουθούνια του. Μέσα από αυτήν τη σκόνη βγήκε η Ανδρομάχη αλώβητη, αφήνοντας στο διάβα της σωρό τα πτώματα της ομάδας του Δαβίδ. Κανείς δεν είχε μείνει ζωντανός.

«Και τώρα οι δύο μας», είπε με τα γαλάζια μάτια της να γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι.

Ήταν η πρώτη φορά που τον κατέκλισε ο τρόμος. Ήταν η πρώτη φορά που επικαλέστηκε το όνομα του πατέρα του. Κι αυτός δεν τον παράτησε στο έλεός της. Σαν μαύρη σκιά προσγειώθηκε μπροστά τους. Η Ανδρομάχη δεν τρόμαξε. Αντίθετα χαμογέλασε.

«Γεια σου πατέρα, καιρό είχα να σε δω». Ο Δαβίδ έμεινε άναυδος στο άκουσμα των λόγων της Ανδρομάχης. Τον είχε αποκαλέσει πατέρα.. Έμεινε μετέωρος, στήλη άλατος στη θέση του, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα. Ακούστηκε μια δυνατή βροντή, σαν κεραυνός που σκίζει τον ουρανό στα δύο. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Άνοιξε ο ουρανός και μια δίνη ρούφηξε την Ανδρομάχη στην καρδιά της. Τα μαλλιά της, σαν πέπλο ανέμιζαν στους ουρανούς, καθώς την τραβούσε το χάος. Η ίδια δεν αντέδρασε. Το γέλιο της χάθηκε μαζί με την μορφή της κι ο ουρανός ενώθηκε. Ο δαίμονας έγινε πάλι καπνός και χάθηκε προς το φεγγάρι. Ο Δαβίδ, τρέμοντας, κάθισε στα γόνατά του, αναλογιζόμενος τη σκηνή που παίχτηκε μπροστά στα μάτια του. Αδιανόητο.

Αφού συγκέντρωσε λίγο τις δυνάμεις και τα λογικά του, πέταξε προς τη σπηλιά. Μπήκε μέσα κι ένιωσε τον αέρα να τον φυσά με δύναμη. Αντιστάθηκε κι έφτασε στο κέντρο της σπηλιάς. Ένα κομμάτι πηλού ζωγραφισμένο με περίτεχνα σχέδια στεκόταν άψυχο, μα τόσο δυνατό, στο έδαφος. Το πήρε στα χέρια του κι ένα χαμόγελο φώτισε το λευκό του πρόσωπο. Έφυγε, αφήνοντας την ικανοποίησή του να γίνει νερό που έκλεισε για πάντα το πέρασμα της σπηλιάς.

 

Τα χρόνια πέρασαν γοργά αλλά ποτέ του δεν ξέχασε το όμορφο πρόσωπο της αδελφής του κι αναπάντητο το ερώτημα πλανιόταν στο μυαλό του, ο λόγος που διέφερε τόσο πολύ από τον ίδιο. Γιατί εκείνη είχε τόσο όμορφα μάτια ενώ ο ίδιος τα είχε χάσει στις αρχές της μεταμόρφωσής του; Ποτέ δεν έμαθε αλλά και ποτέ δεν ανακάλυψε τα υπόλοιπα τρία κομμάτια του αμφορέα, παρά τις συνεχόμενες προσπάθειές του.

Βρισκόταν πλέον στο Ναύπλιο και περπατούσε δίπλα στη θάλασσα, αναλογιζόμενος για μια ακόμα φορά την αδελφή του. Από απέναντί του ερχόταν μια κοπέλα λυγερόκορμη, με μαλλί πιασμένο κοτσίδα στο χρώμα της φωτιάς. Διάσπαρτες χρυσές τούφες στις αποχρώσεις του ήλιου γέμιζαν το κεφάλι της. Μα αυτό που τον συνεπήρε, ήταν τα μάτια της. Δύο σμαράγδια τεράστια έστεκαν σαν χάντρες στο κέντρο του προσώπου της. Το έντονο χρώμα τους διαπέρασε ακόμα και τα μαύρα γυαλιά που έκρυβαν τα πηγάδια των ματιών του. Ρίγησε στο κοίταγμά της κι έχασε τον έλεγχό του με το χαμόγελό της. Τόση ομορφιά δεν είχε ξαναδεί ποτέ μέσα στους αιώνες που είχαν περάσει. Για πρώτη φορά ένιωσε μια ζέστη στην καρδιά του. Αισθάνθηκε το αίμα του να καίει και το κορμί του να έχει ένα ίχνος ζωής, σαν τότε που ζούσε ως Καλλίμαχος. Δεν ήθελε να τη χάσει.

Η γνωριμία τους έγινε γρήγορα κι ο έρωτας φούντωσε στις καρδιές και των δύο. Ο Δαβίδ ξέχασε αμφορείς κι εξουσίες. Τίποτα δεν τον ενδιέφερε πια, πέρα από τη σμαραγδένια του Αριάδνη. Έτσι έλεγαν την κοπέλα με τα χρυσοκόκκινα, κυματιστά μαλλιά. Οι λίγες μέρες που έμειναν μαζί στο Ναύπλιο έγιναν βάλσαμο για τον Δαβίδ. Ο δαίμονας μέσα του εξασθενούσε κι ένας άνθρωπος ξαναγεννιόταν στο κορμί του. Δύο μικρά γαλάζια μάτια άρχισαν να αχνοφαίνονται στις κόγχες των ματιών του. Το δέρμα του από λευκό άρχισε να γίνεται αχνορόδινο. Τον μεταμόρφωνε η αγάπη. Χαραγμένη για χρόνια τού είχε μείνει στο μυαλό η στιγμή που την κρατούσε από το χέρι και περπατούσαν αμέριμνοι στο Μπούρτζι. Το δειλινό ήταν ζεστό, το ηλιοβασίλεμα σαν ζωγραφιά από πορτοκαλοκόκκινα χρώματα, πάνω σε έναν γαλάζιο καμβά. Πρώτη φορά μπορούσε να δει τον ήλιο να δύει, δίχως να του καίει τα μάτια. Τόση ομορφιά, τόση ζέστη, τόση αγάπη δεν είχε ξανααισθανθεί. Το φιλί της ήταν μέλι που έσταζε σε εκείνο το δειλινό και το χάδι της μετάξι που άγγιζε τη ζεστή, πλέον, καρδιά του. Την παρακάλεσε να γίνει γυναίκα του, να παρατήσει τα πάντα και να γίνουν ένα. Κι αυτή δέχτηκε. Η χαρά του έγινε ένα με τον αέρα που φυσούσε και χανόταν στα στενά της παλιάς πόλης απέναντι.

Η Αριάδνη έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για να κανονίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει ανενόχλητη και ελεύθερη στην αγκαλιά του. Ο Δαβίδ αποφάσισε να ασχοληθεί τις μέρες που έλειπε η γυναίκα της ζωής του με τη διάλυση της ομάδας του. Βόμβα έσκασαν τα λόγια του στα αυτιά τους πως εγκαταλείπει τα πάντα. Δεν έδωσε εξηγήσεις. Δεν είχε λόγο να το κάνει. Τους έδιωξε όλους από το Ναύπλιο και περίμενε την άφιξη της Αριάδνης. Αγόρασε ένα αρχοντικό και το στόλισε με λουλούδια και χρώματα για να κάνει έκπληξη στην αγαπημένη του.

Η μεγαλύτερη βέβαια έκπληξη ήταν για εκείνον, όταν έλαβε το γράμμα της. Τον εγκατέλειπε. Τον είχε προδώσει. Του είχε πει ψέματα. Μέσα σε μια στιγμή όλα χάθηκαν. Ο Δαβίδ έγινε πιο λευκός από ποτέ. Το ζευγάρι των καταγάλανων ματιών που είχε ολοκληρωθεί, έλιωσε στις κόγχες του από μια κόκκινη φωτιά. Έμεινε πιο άδειος και πιο μόνος από ποτέ. Φωτιά έβαλε στο αρχοντικό και το ‘καψε συθέμελα. Αποφάσισε να μην την ψάξει ακόμα. Αν το είχε κάνει, θα τη σκότωνε. Ήξερε όμως πως θα έπρεπε να πεθάνει μετά. Αλλά ήταν αθάνατος και θα έμενε καταδικασμένος στον πόνο. Όχι πως δεν πονούσε και τότε αλλά με τον χαμό της ο πόνος θα γινόταν αβάσταχτος.

Λίγους μήνες μετά αποφάσισε να την βρει για μια τελευταία φορά. Έφτασε στην πόλη και η όσφρησή του – που είχε γίνει δυνατότερη – τον οδήγησε σε εκείνη. Άλλο ένα πλήγμα γι’ αυτόν, η φουσκωμένη της κοιλιά. Έγκυος από κάποιον θνητό. Ούτε κι ο ίδιος δεν κατάλαβε πώς συγκρατήθηκε για να μην την σκοτώσει. Καρδιά δεν είχε να χτυπά πλέον μέσα στο στήθος του. Μόνο ένα μικρό ίχνος της που είχε συγκρατήσει το χρώμα του σμαραγδιού από τα μάτια της.

Αφοσιώθηκε για μια ακόμα φορά στο κυνήγι του αμφορέα αλλά πάλι χωρίς κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Μετά από χρόνια μάλιστα κάποια στιγμή κόντεψε να χάσει και το κομμάτι του αέρα από έναν άντρα που εισέβαλε στον χώρο του απρόσκλητος. Ο λόγος που δεν τον σκότωσε τότε ήταν το χρώμα των ματιών του. Είχε κι εκείνος το ίδιο σμαραγδί, σαν την Αριάδνη. Δεν τόλμησε να τον ακουμπήσει, μόνο τον απείλησε πως αν ξαναεμφανιστεί μπροστά του δεν θα πάλι τόσο τυχερός. Δεν γνώριζε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο καρπός του έρωτά του, ο ίδιος του ο γιός.

Κεφάλαιο 15

Η αναγέννηση των ηρώων

 

 

Ο θάνατος του Σωκράτη ήταν πολύ μεγάλο πλήγμα για όλους. Η Φανή ενημέρωσε τον Μάρκο και τον Οδυσσέα. Την επόμενη κιόλας μέρα κι οι δύο θα έφταναν στην Κωνσταντινούπολη. Παρά την στεναχώρια τους, ήταν απαραίτητο να συναντήσουν την Αριάδνη. Έπρεπε να δώσουν ένα τέλος σε εκείνο το δράμα.

Βρίσκονταν ήδη μπροστά από το αρχοντικό. Ο μπάτλερ τούς άνοιξε και τούς ανέβασε για μια ακόμα φορά στο καθιστικό. Ο Χρήστος άκουσε μια αντρική φωνή στο βάθος του σπιτιού, όμως η Αριάδνη ήρθε μόνη της μαζί με τον ηλικιωμένο μπάτλερ. Στην ερώτησή της για την απουσία του Σωκράτη, της αποκάλυψαν τον άδικο θάνατό του. Το πρόσωπό της συσπάστηκε και σκοτείνιασε. Ένα πέπλο θλίψης το κάλυψε. Έκανε νόημα στον μπάτλερ κι ύστερα από λίγο της έφερε ένα χαπάκι κι ένα ποτήρι νερό.

«Είστε καλά;», ρώτησε η Φανή τη γριά γυναίκα που είχε χλομιάσει σαν το κερί.

«Τώρα είμαι καλά, κόρη μου. Η καρδιά μου είναι αδύναμη και το σοκ που μόλις υπέστη μεγάλο».

Με δυσκολία προσπαθούσε να συγκρατήσει το τρέμουλο των χεριών της.

«Ο Σωκράτης ήταν σημαντικό πρόσωπο κι οι γνώσεις του απαραίτητες για το πρόβλημά μας», συνέχισε ο Αλέξανδρος.

«Έχετε απόλυτο δίκιο. Το χειρότερο είναι πως χάθηκε μια ακόμα ζωή».

«Τι θα κάνουμε τώρα χωρίς τη βοήθειά του; Όλα τελειώνουν εδώ».

Η Φανή είχε απογοητευτεί από την έκβαση των τελευταίων γεγονότων. Από τη μία ένιωθε πως έφευγε ένα βάρος από πάνω της, μια ευθύνη που δεν ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει μα από την άλλη είχαν μπλεχτεί βαθιά μέσα σε εκείνη την ιστορία και δεν ήταν εύκολο να την ξεχάσουν τόσο απλά.

«Τίποτα δεν τελειώνει εδώ, αγαπητή μου. Υπάρχει ένας άνθρωπος, του οποίου η γνώση είναι σημαντικότερη από αυτήν του Σωκράτη, χωρίς να θέλω να τον μειώσω στα μάτια σας».

Με δυσκολία έλεγχε πλέον τον εαυτόν της η Αριάδνη. Η συγκίνησή της κι η αγωνία της είχαν γίνει κύματα που κατέκλυζαν το γέρικο κορμί της. Μέσα στα επόμενα λεπτά μια αποκάλυψη θα τους συγκλόνιζε όλους. Σαν μια απρόβλεπτη έκρηξη ηφαιστείου που η λαίλαπά του θερίζει ανυποψίαστα θύματα.

«Ποιος είναι αυτός;», ρώτησε ο Χρήστος, σκεπτόμενος την φωνή που άκουσε νωρίτερα και την σκιά που είδε το πρωί.

«Είναι ένα συγγενικό μου πρόσωπο, πολύ αγαπητό. Συγκεκριμένα είναι ο γιος μου. Και νομίζω πως ήρθε η ώρα να τον γνωρίσετε».

Η Αριάδνη έκανε ένα ακόμα νόημα στον μπάτλερ κι εκείνος για μια ακόμα φορά εξαφανίστηκε. Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του Χρήστου, σαν ένα αόρατο χέρι που προσπαθούσε να του στερήσει την ανάσα. Κοίταξε μέσα στα μάτια την αδελφή του μα κι η ίδια έστεκε πετρωμένη. Το αίσθημα εκείνο του πνιγμού γινόταν όλο και πιο οδυνηρό όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα που στο μυαλό τους κράτησε αιώνες. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας άντρας με γυαλιά ηλίου και μια τραγιάσκα τραβηγμένη σε σημείο, όπου δεν φαινόταν το πρόσωπό του. Ο Χρήστος για έναν περίεργο τρόπο ανατρίχιασε. Δεν έφταιγε μόνο το γεγονός πως τον είχε δει την προηγούμενη μέρα απέναντι από το ξενοδοχείο. Ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ πιο δυνατό. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα αισθάνθηκε κι η Φανή. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν τόσο οικεία η εικόνα τους που τα ένιωσε να της χαϊδεύουν το πρόσωπο, να αγγίζουν παιχνιδιάρικα τη μύτη της κι ένα τόσο γνωστό χαμόγελο μα τόσο ξεχασμένο στα χρόνια και στον πόνο να εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια της. Αυτή η αμηχανία των χεριών του, το ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα των δαχτύλων του την έκαναν να αναρριγήσει. Χιλιάδες εικόνες από τη παιδική της ηλικία πέρασαν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μπροστά από τα διάπλατα μάτια της. Κοιτούσε τα μαύρα γυαλιά του που τον προστάτευαν από την αλήθεια και προσπαθούσε να τα διαπεράσει.

«Δεν μπορεί να είσαι…», ψέλλισε μέσα από τα δόντια της.

Ο Χρήστος με δυσκολία γύρισε και την κοίταξε. Η φιγούρα της αδελφής του είχε τσαλακωθεί. Τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί και μια μάσκα πόνου αλλά κι ανείπωτης χαράς ταυτόχρονα είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Τα χείλη της έτρεμαν, τα μάτια της είχαν στεγνώσει, κόντευαν να βγουν από τις κόγχες τους, η καρδιά της βροντούσε τόσο δυνατά στο στήθος της που μπορούσε να διακρίνει κανείς τον γρήγορο ρυθμό της.

Ο άντρας με τα μαύρα γυαλιά και τη τραγιάσκα κίνησε να την πλησιάσει αλλά δεν έκανε πάνω από δύο βήματα. Η αμηχανία του ήταν έκδηλη. Ο Χρήστος κοιτούσε μία τον άντρα και μία τη Φανή. Ο ίδιος είχε αδρανοποιηθεί.

«Φανή», ψιθύρισε ο άντρας τόσο σιγά που κανείς σχεδόν δεν τον άκουσε.

Σχεδόν, γιατί για τη Φανή ήταν μια φωνή που τη διαπέρασε. Τα γόνατά της λύθηκαν. Γονάτισε στο πάτωμα και, κλαίγοντας, άπλωσε τα χέρια της προς αυτόν. Χρόνια επιζητούσε την αγκαλιά του και δεν πίστευε ποτέ πως θα την ξανάβρισκε. Εκείνη τη στιγμή ικέτευε μόνο για ένα άγγιγμά του.

«Μπαμπά…».

Η φωνή βγήκε σαν ρόγχος από μέσα της. Η Ζωή ανατρίχιασε με τη λέξη κι ο Αλέξανδρος πάγωσε. Ο Χρήστος απλά παρατηρούσε.

«Ναι, κόρη μου, εγώ είμαι. Παιδιά μου», είπε κοιτάζοντας μία τη Φανή και μία τον Χρήστο.

Ο Κωνσταντίνος έβγαλε τα γυαλιά και τη τραγιάσκα, αφήνοντάς τα να πέσουν στο πάτωμα. Τα παιδιά του τον κοιτούσαν σαστισμένα. Η έκπληξη ήταν τόσο μεγάλη και για τους δύο με την αποκάλυψη του ανθρώπου που έστεκε απέναντί τους, ώστε ένιωσαν να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Μπροστά στο παγωμένο βλέμμα τους έστεκε ο πατέρας τους ζωντανός. Φανερά γερασμένος και καταβεβλημένος μα, αλλά ολοζώντανος. Δάκρια κύλησαν από τα μάτια της Φανής, καθώς σηκωνόταν. Έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του, μια αγκαλιά που από μικρή λαχταρούσε και στερήθηκε στην εφηβεία της. Έτρεμε από συγκίνηση. Ο Χρήστος ήταν ανίκανος να αντιδράσει. Εικόνες, σκέψεις, κατάλοιπα μιας παιδικής στέρησης, όλα αυτά τού ακινητοποίησαν το σώμα και του πάγωσαν το μυαλό.

Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τον γιό του βουρκωμένος και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Χρήστος είχε παγώσει στην θέση του και τον κάρφωνε σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο άνθρωπος, εξαιτίας του οποίου η ζωή του είχε σχεδόν καταστραφεί, βρισκόταν μπροστά του ζωντανός. Και το πιο κυριότερο, για ποιόν λόγο τον αποκάλεσε η Αριάδνη γιο της; Ήταν τόσα πολλά τα ερωτηματικά στο μυαλό του που είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον του. Δεν κινήθηκε από τη θέση του, απλώς συνέχισε να κοιτάζει προς το μέρος του Κωνσταντίνου.

«Πως είναι δυνατόν να είσαι ζωντανός; Που βρισκόσουν τόσα χρόνια; Γιατί δεν επικοινώνησες μαζί μας;».

Η φωνή έβγαινε ξένη από το στόμα του. Πίστευε πως όλα αυτά ήταν μια κακογυρισμένη ταινία κι ο ίδιος ανυπομονούσε να τελειώσει για να φύγει, τρέχοντας από εκείνη τη σκοτεινή, κλειστοφοβική αίθουσα.

«Δεν μπορούσα αγόρι μου. Θα έβαζα τη ζωή σας σε κίνδυνο».

Πως να του εξηγήσει κάτι το τόσο ασύλληπτο μέσα σε μια στιγμή; Η παγωμάρα στα μάτια του γιού του τον συνέθλιβε. Ήξερε πως είχε δίκιο αλλά έπρεπε πρώτα να του εξηγήσει για να καταλάβει τους λόγους που τον στερήθηκε.

«Ποιά ζωή; Αυτή που μου κατέστρεψες;», ούρλιαξε ο Χρήστος, ξεσπώντας απότομα. «Μας άφησες μόνους. Μας εγκατέλειψες. Εξαιτίας σου πέθανε η μάνα μας. Η γυναίκα σου».

Τα λόγια του έγιναν θύελλες και σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα μάτια του κεραυνοί, έτοιμοι να εξοστρακιστούν. Η ανάσα του βροντή που αγκομαχούσε από τα εσώψυχά του.

«Πάψε Χρήστο. Δεν είναι η ώρα για εξηγήσεις», επενέβη η Φανή.

«Πως μπορείς και τον συγχωρείς τόσο εύκολα; Πως μπορείς και πέφτεις τόσο εύκολα στην αγκαλιά του; Έτσι, χωρίς κάποιες απαντήσεις».

«Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα τον. Είναι ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς».

«Θα μπορούσε να είναι κι η μαμά εδώ, αν γνώριζε».

«Κάποιες θυσίες ήταν απαραίτητες», είπε λίγο παγωμένα ο Κωνσταντίνος.

«Κάποιες θυσίες; Τι λες τώρα».

Ο Χρήστος έτρεμε από οργή.

«Κάποιες θυσίες ήταν η μάνα μου; Η ζωή μου;», συνέχισε, ουρλιάζοντας.

Έψαχνε τον χώρο να βρει έξοδο. Μια μικρή τρύπα από την οποία θα ξεχυνόταν και θα εξανεμιζόταν στον ουρανό.

«Ηρέμησε αγόρι μου. Θα σου εξηγήσω».

Ο Κωνσταντίνος έκανε να τον πλησιάσει αλλά ο Χρήστος τον έσπρωξε κι όρμησε έξω από το σπίτι.

Έτρεχε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και τα δάκρια έρεαν ποτάμια από τα μάτια του. Ένιωθε προδομένος, καταστρεμμένος από έναν άνθρωπο που θεωρούσε νεκρό. Από τον ίδιο του τον πατέρα. Το ίδιο του το αίμα. Εξαιτίας του είχε μετατραπεί σε ένα δειλό ανθρωπάκι. Εξαιτίας του είχε διαλυθεί η οικογένειά του. Εξαιτίας του είχε χάσει τη μάνα του, είχε χάσει τον εαυτό του. Έτρεχε κι ούρλιαζε: Γιατί; Ο κόσμος τριγύρω τον κοιτούσε ανάστατος μα ο Χρήστος δεν αντιλαμβανόταν πλέον το περιβάλλον. Είχε μόνο μια εικόνα στα μάτια του. Το πρόσωπο του πατέρα του και τις λέξεις, σαν παγωμένα βέλη, που πετάγονταν από το στόμα του. Τα πόδια του έκαιγαν από το τρέξιμο, μπορεί και να είχαν ματώσει μα δεν τα αισθανόταν.

Ξαφνικά μια σκέψη τον αιφνιδίασε και τον σταμάτησε απότομα. Βρισκόταν σε μια γέφυρα, οπότε και πιάστηκε από την κουπαστή. Κοιτούσε το νερό που κυλούσε από κάτω και το ένιωθε να γίνεται θηλιά και να τον πνίγει. Ο πατέρας του ήταν γιος της Αριάδνης, της γιαγιάς που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Συνεπώς, παππούς του ήταν ο Δαβίδ. Μέσα του έτρεχε αίμα του δαίμονα. Ήταν απόγονος ενός τέρατος, ενός καταστροφικού πλάσματος, διψασμένου για αίμα. Ήθελε απεγνωσμένα να πεθάνει εκείνη την στιγμή κι αν δεν ήταν τόσο δειλός θα το είχε κάνει. Συνέχισε να τρέχει στους δρόμους της Πόλης, δίχως προορισμό. Δεν πρόσεχε δρόμους, αυτοκίνητα, ανθρώπους. Όλα ήταν θολά στα μάτια του, σκοτεινά και μάταια. Η νύχτα άρχισε να απλώνεται ολόγυρα. Τα φώτα της πόλης άναψαν, δίνοντας ένα μυστήριο στην ατμόσφαιρα. Ζαλισμένος και κουρασμένος από το πολύωρο τρέξιμο, καθώς και τις διάσπαρτες σκέψεις που δεν μπορούσε να βάλει σε μια σειρά, σταμάτησε μπροστά σε κάποιο μπαρ. Κοιτάζοντάς το τού θύμισε εκείνο το μπαρ στα Ιωάννινα. Πλησίασε κι άγγιξε το πόμολο της πόρτας. Έκλεισε τα μάτια και μπήκε μέσα. Παρακαλούσε όταν τα άνοιγε να έβλεπε εκείνη μπροστά του. Ήταν η μόνη που θα μπορούσε να του πάρει λίγο από τον πόνο. Δεν υπήρχε πουθενά. Μόνο δυο τρεις άντρες ξεχασμένοι στο ποτό τους. Κάθισε κι αυτός στον πάγκο, χαμηλώνοντας το κεφάλι. Παρήγγειλε ένα μπουκάλι βότκα κι άρχισε να πίνει. Το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Δεν ήθελε να νιώθει τίποτα. Αφέθηκε στο μούδιασμα του αλκοόλ κι ο νους του θόλωσε. Όλα γύριζαν. Ένας τρελός χορός από φώτα, αντικείμενα κι ανθρώπους. Δεν ένιωθε πλέον πόνο, δεν ένιωθε τίποτα. Αυτό ήθελε. Και τότε την είδε. Ναι, ήταν η ίδια κοπέλα που γνώρισε στα Ιωάννινα. Μέσα σε μια αχνοκίτρινη φωτεινή αύρα της να ανεμίζουν τα σκούρα μαλλιά της και το λευκό της φόρεμα με τα στάχια. Του χαμογελούσε και του ψιθύριζε τα ίδια λόγια που είχε πει και στα Ιωάννινα.

«Την δύναμη την έχεις μέσα σου, μπορείς να τα καταφέρεις».

Έπειτα απλώς εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω ένα ανεπαίσθητο άρωμα μυρτιάς.

«Μη… Μη φεύγεις σε παρακαλώ», φώναξε ο Χρήστος, μεθυσμένος.

«Σε ποιόν μιλάς», ρώτησε στα αγγλικά ο μπάρμαν, αφού τα ελληνικά δεν μπορούσε να τα καταλάβει.

«Μη δίνεις σημασία… Έχω πιεί πολύ…», δικαιολογήθηκε ο Χρήστος στην ίδια γλώσσα, κατεβάζοντας βαθύτερα το κεφάλι του.

Ύστερα από ώρα κι αφού τα μπουκάλια καταναλώνονταν το ένα μετά το άλλο, έριξε μια ματιά στο παράθυρο που κοίταζε τον δρόμο. Είδε δύο μάτια κατακόκκινα να τον κοιτάζουν. Αμέσως μετά ένα χαμόγελο σαρδόνιο. Ήταν εκείνος, ο Δαβίδ. Με ένα γρήγορο βλεφαρισμό εξαφανίστηκε. Εκείνη τη στιγμή ο Χρήστος ένιωσε το αίμα του να βράζει. Είχε σπασμούς και τα μάτια του έκαιγαν. Το στόμα του το αισθανόταν πρησμένο και πονούσαν τα ούλα του, σαν να φύτρωναν τεράστια δόντια. Πήρε το ποτήρι με την βότκα και κοίταξε το είδωλό του μέσα εκεί. Τα μάτια του είχαν γίνει κατακόκκινα, σαν φακούς με λέιζερ. Το ποτήρι του έπεσε από τα χέρια κι έγινε κομμάτια στο πάτωμα. Έκανε να σηκωθεί. Ήθελε να τον προλάβει. Είχε όμως ζαλιστεί τόσο πολύ που σωριάστηκε με μιας στο έδαφος.

Τα βλέφαρά του ήταν βαριά, σαν από σίδερο. Τα άνοιξε αργά κι είδε πως βρισκόταν σε έναν άγνωστο χώρο. Σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου αλλά όχι το δικό του. Μια αναγούλα του ήρθε στο λαιμό κι έτρεξε στο μπάνιο για να αδειάσει το στομάχι του. Έριξε αρκετό νερό στο πρόσωπό του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ευτυχώς, συνέχιζε να έχει την μορφή που γνώριζε χρόνια τώρα. Ίσως πιο ταλαιπωρημένος και με ένα κεφάλι βαρύ, σαν από σίδερο. Σκουπίστηκε με την πετσέτα και βγήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα. Αναρωτήθηκε πού βρισκόταν. Κοίταξε για κάποιον άνθρωπο στον χώρο αλλά δεν υπήρχε κανείς. Έριξε τα μάτια του προς στο μπαλκόνι κι είδε μια φιγούρα να στηρίζεται στον τοίχο και να κοιτάζει την όμορφη πόλη που απλωνόταν μπροστά του. Ο ήλιος που ανέτελλε ήταν κόντρα, οπότε κι η φιγούρα ήταν σκοτεινή όπως κι η ψυχή της. Από την αλογοουρά κατάλαβε πως ήταν ο Δαβίδ. Δεν τρόμαξε. Δεν είχε λόγο πλέον γιατί δεν τον ενδιέφερε αν θα ζούσε ή όχι. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε δυνατός. Δεν ήθελε να το βάλει στα πόδια. Με θράσος βγήκε στο μπαλκόνι και τον πλησίασε.

«Καλημέρα Χρήστο. Πως είσαι;».

Η ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησής του τόν είχε εντοπίσει από ώρα να κινείται στον χώρο. Κάτι είχε αλλάξει όμως. Δεν ένιωθε τον φόβο του πλέον αλλά μια  ενστικτώδη δύναμη.

«Μια χαρά Δαβίδ, εσύ;».

Ο αέρας τον τύλιγε με μια παράξενη θέρμη. Τον αισθανόταν σαν τη συνέχεια της ύπαρξή του.

«Βλέπω έμαθες και το όνομα μου έ;».

Στο άκουσμα του ονόματός του ένιωσε μια περίεργη αέρινη ορμή να του χτυπάει το παγωμένο σώμα του.

«Κι όχι μόνο».

«Εξέπληξε με. Τι άλλο έμαθες για μένα;».

Γύρισε και τον κοίταξε. Έβγαλε τα γυαλιά του, οπότε φάνηκαν τα άλικα, σαν το αίμα, σατανικά του μάτια. Ο Χρήστος δεν έδειχνε τρομαγμένος. Αντίθετα χαμογέλασε ειρωνικά, τραβώντας περισσότερο την προσοχή του.

«Πολλά έμαθα. Γνώσεις που θα γίνουν η καταστροφή σου».

«Πιστεύεις πως είσαι ικανός να με καταστρέψεις; Εσύ, ένα αδύναμο ανθρωπάκι;», κάγχασε, κοιτώντας τον στα μάτια.

«Αν ήμουν τόσο αδύναμος, όσο λες, γιατί δεν με έχεις σκοτώσει ακόμα;».

«Αφού βιάζεσαι, να το επισπεύσουμε. Πριν δεις για τελευταία φορά τον ήλιο, πες μου τι έμαθες; Να κρατήσω κάτι σαν ενθύμιο από σένα».

«Μια απλή πληροφορία είναι. Από το οικογενειακό μου δέντρο. Κι αν αναρωτιέσαι τι σε αφορά, να σε ενημερώσω πως ανήκεις κι εσύ σ’ αυτό το δέντρο. Με πολύ κοντινή συγγένεια, μάλιστα. Δυστυχώς, είσαι πρόγονός μου».

Το ποτήρι, που κρατούσε ο Δαβίδ στα χέρια του, έπεσε στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια.

«Τι ανοησίες είναι αυτές; Καινούργιο αστείο;».

Ένιωθε να χάνει την ψυχραιμία του. Μέσα στους τόσους αιώνες της άθλιας κι άδειας ζωής του, κανένας δεν είχε καταφέρει να τον κάνει  να χάσει τον έλεγχό του.

«Τι συμβαίνει; Σου τράβηξα την προσοχή;», ο τόνος του  Χρήστου ήταν ειρωνικός και κοφτερός σαν μαχαίρι. «Θα σου απαντήσω μόνο και μόνο για να διασκεδάσω με την έκφραση που θα πάρεις. Θυμάσαι την παλιά σου αγάπη, την Αριάδνη;».

«Πως γνωρίζεις εσύ γι’ αυτήν; Μίλα!».

Ο θυμός του τον είχε παραμορφώσει.

«Χτες, συνάντησα για πρώτη φορά την πολυαγαπημένη μου γιαγιά. Μου αποκάλυψε την ιστορία της. Είπε τα πάντα για το τέρας που είχε αγαπήσει κάποτε. Μάλιστα, είχε μείνει έγκυος από αυτόν, όταν την παράτησε».

«Αποκλείεται! Εμείς σπάνια κάνουμε παιδιά. Από άλλον είχε μείνει έγκυος, είμαι σίγουρος. Μπλοφάρεις».

«Αλήθεια, μπλοφάρω; Είσαι απόλυτα σίγουρος, λοιπόν; Ίσως βέβαια θα ήταν καλύτερα να τα ρίξει, παρά να γεννηθούν μιάσματα σαν εσένα. Έστω κι αν δεν υπήρχα εγώ αυτή τη στιγμή».

«Να “τα” ρίξει;».

Δεν ήξερε από ποιές λέξεις να πιαστεί. Πως γνώρισε την Αριάδνη; Τον μεγάλο του έρωτα; Είχε και παιδιά από αυτόν. Αποκλείεται. Θα το ήξερε. Δεν θα του διέφευγε κάτι τόσο σημαντικό. Οι παλιές αγάπες μετουσιώνονταν σε θανατηφόρες λέξεις για να τον αφανίσουν. Ένιωθε το τέλος του να έρχεται. Ναι, ο Δαβίδ ο αθάνατος πλησίαζε στο τέλος του. Δεν αισθανόταν φόβο. Μόνο δέος. Ίσως κι ανακούφιση. Πριν φύγει όμως από αυτή τη διάσταση, ήθελε να ξέρει. Ένιωθε την ανάγκη να γνωρίζει, έστω και την ύστατή του στιγμή.

«Ναι, είχε δίδυμα. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι είναι ο πατέρας μου, παππού».

Για μια ακόμα φορά το σώμα του ο Δαβίδ ζεστάθηκε. Το αίμα που κυλούσε στο κατάλευκο δέρμα του, κόχλαζε. Νόμιζε πως θα εκραγεί και θα γίνει ηφαίστειο, το οποίο θα εκτοξεύσει μια καυτή, σαρωτική λάβα από μέσα του. Στάλες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπό του, γεγονός που αντιλήφθηκε ο Χρήστος κι άρχισε να γελάει δυνατά. Σχεδόν υστερικά. Ο Δαβίδ έχασε κάθε έλεγχο. Τον έπιασε από τον λαιμό και τον σήκωσε στον τοίχο. Ο Χρήστος ένιωσε να του κόβεται η αναπνοή. Τον κοίταξε κατάματα κι άρχισε να τον βρίζει.

«Αδύναμε! Δειλέ! Θα σε σταυρώσω, όπως τον καθηγητή Αντύπα, ή καλύτερα θα σε κομματιάσω, σαν την καλόγρια σε εκείνο το εκκλησάκι», είπε, φτύνοντας το πρόσωπο του.

Ο Χρήστος άρχισε να μελανιάζει. Ο Δαβίδ χαμογέλασε, αναλογιζόμενος ότι έχει πλέον το πάνω χέρι. Συνέχισε να κομπάζει για τα κατορθώματά του, λέγοντας στον Χρήστο για την ανιψιά του που είχαν απαγάγει. Του πέταξε στην μούρη πως την είχαν βασανίσει κι είχαν κάνει διάφορα πειράματα πάνω στο κορμάκι της. Τέλος, με τις ασύλληπτες δυνατότητες που είχαν, κατάφεραν να την κάνουν να τα ξεχάσει όλα. Ο Χρήστος έχωσε τα νύχια του μέσα στις παλάμες τους, νιώθοντας το αίμα να κυλάει καυτό από την σάρκα του και με όση δύναμη του είχε απομείνει τον έφτυσε. Ο Δαβίδ, οργισμένος τον γρονθοκοπούσε. Του έπιασε το μπλουζάκι και το έσκισε με μανία. Ήθελε να γευτεί το αίμα που έτρεχε στις φλέβες του. Το μενταγιόν που ήταν κρυμμένο τόση ώρα πίσω από το ύφασμα, φάνηκε. Άρχισε να φωτίζει. Ο Δαβίδ γούρλωσε τα μάτια κι άφησε τον Χρήστο να πέσει. Με μια βαθιά ανάσα τράβηξε όσο περισσότερο αέρα μπορούσε, με αποτέλεσμα να αρχίσει να βήχει. Ο λαιμός του τον πονούσε φριχτά και τα πνευμόνια του έκαιγαν από την έλλειψη οξυγόνου. Ο Χρήστος μόλις συνειδητοποίησε πως ο λόγος που ζούσε ακόμα ήταν το μενταγιόν του. Σηκώθηκε από το πάτωμα και στάθηκε απέναντί του. Ένιωσε το φως που εξέπεμπε το μενταγιόν να δυναμώνει κι ένας αέρας να βγαίνει μέσα από το σώμα του. Ένας δυνατός άνεμος που προερχόταν από το στόμα, τα μάτια, τους πόρους του δέρματός του. Κι αυτός ο άνεμος στροβιλιζόταν προς τον Δαβίδ. Τον περιτριγύρισε σαν τυφώνας κι άρχισε να τον διαλύει. Τούφες από τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν ψηλά, καθώς και κομμάτια από το κάτασπρο δέρμα του. Λίγο πριν εξαφανιστεί πρόλαβε να πει λίγες λέξεις στον έκπληκτο Χρήστο.

«Πες της πως την αγαπώ ακόμα».

Και το τελευταίο του κομμάτι εξανεμίστηκε και χάθηκε ψηλά, όπως κι η ατέρμονη αγάπη του για τη γυναίκα με τα σμαραγδένια μάτια.

Νόμιζε ότι έβλεπε όνειρο. Αποκλείεται να είχε συμβεί αυτό. Αντί να χάσει ο ίδιος τη ζωή του, κατάφερε να εξολοθρεύσει τον Δαβίδ. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν υπεύθυνη ήταν η αυτοπεποίθησή του ή το μενταγιόν. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Μάλλον ήταν ο συνδυασμός. Προχώρησε με αργά βήματα και στάθηκε στην άκρη του μπαλκονιού, κοιτάζοντας τον πορτοκαλί ήλιο. Οι στάχτες του Δαβίδ στροβιλίζονταν ακόμα στον αέρα και σκορπίζονταν στην πόλη. Μπορεί να ήταν ένα τέρας αλλά στην ουσία ήταν ο παππούς του κι αυτό τού προκαλούσε θλίψη. Το φτερούγισμα κάποιων περιστεριών, που πέταξαν εκείνη τη στιγμή στον αέρα, τον έβγαλαν από τις σκέψεις του. Μπήκε στο δωμάτιο και πήρε το τηλέφωνο στα χέρια. Κάλεσε το ξενοδοχείο του. Ευτυχώς, το σήκωσε η Φανή.

«Που βρίσκεσαι; Έχω τρελαθεί από την αγωνία».

«Μην ανησυχείς, είμαι μια χαρά. Οι υπόλοιποι που είναι;».

«Στην Αριάδνη. Εγώ δεν έφυγα από το δωμάτιο μήπως και με καλέσεις».

«Πήγαινε κι εσύ εκεί. Έρχομαι. Όλα θα ξεκαθαρίσουν μια και καλή».

Όταν έφτασε, έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν και να βεβαιωθούν πως ήταν σώος. Όμως πίσω από το ειλικρινές ενδιαφέρον τους διέκρινε μια περίεργη συμπεριφορά. Είχαν κάτι στο βλέμμα τους και τον τρόπο τους που υποδήλωνε τρόμο και λύπη. Ο πατέρας του έστεκε απέναντί του δίχως να επιχειρήσει κάποια κίνηση. Τον ρώτησαν για την προηγούμενη νύχτα κι ο Χρήστος τους μίλησε για την εμπειρία που έζησε. Είχε καταφέρει να εξαφανίσει τον Δαβίδ κι ένιωθε περήφανος για αυτό. Τότε είδε την Αριάδνη να κατεβάζει το κεφάλι. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί για αυτήν ή να αδιαφορήσει. Την πλησίασε και κάθισε απέναντί της.

«Αυτό ήταν. Τελείωσε».

«Όλα τελειώνουν κάποια στιγμή».

«Άφησε ένα μήνυμα για σένα λίγο πριν πεθάνει».

«Τι μήνυμα;».

Προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή της αλλά τα χέρια της που έτρεμαν την πρόδωσαν.

«Πως σε αγαπούσε ακόμα».

«Είμαι περήφανη αγόρι μου για το κατόρθωμά σου», του είπε η Αριάδνη, προσπαθώντας να χαμογελάσει.

Δεν αναφέρθηκε καθόλου στα τελευταία λόγια του Δαβίδ, παρόλο που μέσα της ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της είχε πεθάνει μαζί του.

Σηκώθηκε και πλησίασε τον πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος ένιωσε ένα ρεύμα αέρα να τον αγγίζει. Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι αντιμετώπισε τον γιό του, κοιτώντας τον στα μάτια.

«Ό,τι έχεις να το πεις, πες το μου. Βγάλ’ το από μέσα σου», τον παρότρυνε ο Κωνσταντίνος.

Για αρκετή ώρα ο Χρήστος τον κοιτούσε μέσα στα μάτια, τον εξερευνούσε. Στην πραγματικότητα προσπαθούσε να καταλάβει.

«Ελπίζω οι εξηγήσεις που θα μου δώσεις θα είναι αρκετές για να μπορέσω να σε συγχωρέσω».

«Αγόρι μου…», ξεκίνησε να λέει ο Κωνσταντίνος με τρεμάμενη φωνή αλλά τον διέκοψε ο γιός του που δεν είχε ακόμα τελειώσει.

«Δεν θα μου είναι εύκολο να σε αποδεχτώ, αλλά θα το προσπαθήσω για χάρη της Φανής και της εγγονής σου. Θέλω όμως στη νέα αρχή που θα κάνουμε να μη μας βαραίνουν άλλα ψέματα».

Ο Κωνσταντίνος κατέβασε το κεφάλι, χωρίς να απαντήσει. Ο Χρήστος τότε κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίταξε τριγύρω. Ο Αλέξανδρος στεκόταν χαμένος μπροστά από ένα παράθυρο και κάθε ίχνος φωτιάς είχε σβήσει από μέσα του. Η Ζωή είχε ένα ιδιαίτερα θλιμμένο ύφος, στεγνή κι αποστραγγισμένη από κάθε πολύτιμο υγρό. Η Φανή ήταν η μόνη που φαινόταν καλά, σταθερή με τις ρίζες της βαθιά μέσα στην γη. Πάλι όμως διαισθανόταν ο Χρήστος πως κάτι πήγαινε στραβά.

«Μα τι συμβαίνει εδώ μέσα; Όλοι έχετε ένα περίεργο ύφος», γκρίνιαξε. Κανείς δεν του απάντησε. Τους κοίταξε έναν έναν μα όλοι τους απέφυγαν το βλέμμα του. «Θα μου μιλήσει κάποιος;», συνέχισε να ρωτάει.

«Κάθισε, σε παρακαλώ. Πρέπει να σου πω κάτι πολύ σημαντικό», είπε ο Κωνσταντίνος.

Από το ύφος του κατάλαβε πως όντως ήταν σπουδαίο αυτό που είχε να του πει, γι’ αυτό και υπάκουσε.

«Γιε μου αυτό που θα σου αποκαλύψω είναι ακόμα πιο πολύπλοκο από όσα έμαθες κι είδες χτες».

Όσα είχε ζήσει τις τελευταίες ώρες ο Χρήστος ήταν αρκετά για δέκα ζωές. Δεν πίστευε πως θα υπήρχε κάτι πιο συγκλονιστικό. Δεν ήξερε.

«Αγόρι μου θέλω να θυμηθείς ένα συγκεκριμένο γεγονός της ζωής σου. Όταν σπούδαζες στην Αθήνα και δούλευες σε εκείνο το βιβλιοπωλείο, είχες μια αγαπημένη συνήθεια». Παρατήρησε την έκπληξη στα μάτια του γιού του. «Ανέβαινες στον Λυκαβηττό και διάβαζες εκεί. Σωστά;», συνέχισε να λέει.

«Ναι, το έκανα συχνά. Μου άρεσε πολύ ο αέρας εκεί πάνω».

Δεν μπορούσε να καταλάβει που θα κατέληγε όλο αυτό.

«Θυμάσαι κάποια στιγμή που κόντεψες να πέσεις στον γκρεμό;».

Τα λόγια του Κωνσταντίνου με δυσκολία έβγαιναν από το στόμα του. Πως μπορούσε να ξεστομίσει κάτι τόσο δύσκολο; Αδιανόητο να το συλληφθεί ανθρώπινος νους.

«Πως το γνωρίζεις εσύ αυτό; Μη μου πεις πως με παρακολουθούσες».

«Σε παρακαλώ, απάντα στις ερωτήσεις μου και θα καταλάβεις».

«Ναι, παραπάτησα και… Δεν θυμάμαι καλά. Πάντως δεν έπεσα».

Μια περίεργη, πρωτόγνωρη αίσθηση αγκάλιασε το κορμί του. Μούδιασε. Σαν πτώση σε όνειρο. Οι αισθήσεις του έγιναν ελαφρές, βαμβακένιες.

«Λυπάμαι αγόρι μου. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Στην πραγματικότητα παραπάτησες κι έπεσες στον γκρεμό».

«Αποκλείεται, αν είχα πέσει δεν θα ήμουν τώρα εδώ».

Η αίσθηση της πτώσης κατέκλισε το μυαλό του. Ένιωθε να πέφτει από ψηλά χωρίς σταματημό. Χωρίς τέλος. Κάποια στιγμή αναπήδησε από την καρέκλα του, ξυπνώντας από το όνειρο ή την παραίσθηση. Πάγωσε. Το αίμα του δεν κυλούσε πλέον στις φλέβες του.

«Δεν το θυμάσαι γιε μου, επειδή εκείνη την μέρα… πέθανες».

Ο Χρήστος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Νόμιζε πως ήταν κάποια φάρσα. Όταν παρατήρησε τα πρόσωπα των φίλων του, συνειδητοποίησε τα λόγια του πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος συνέχισε να μιλάει και του είπε πως και για τους υπόλοιπους τρεις είχε συμβεί ακριβώς το ίδιο. Η Φανή είχε πνιγεί μαζί με τον άντρα της σε εκείνο το ταξίδι για τη Μυτιλήνη. Κι η Ζωή είχε αυτοκτονήσει. Βρέθηκε κι αυτή πνιγμένη στη θάλασσα του Γυθείου. Τον Αλέξανδρο τον είχαν δολοφονήσει στην Αγγλία σε ένα κακόφημο στενάκι μιας συνοικίας του Λονδίνου. Κι οι τέσσερις τους ήταν νεκροί, πεθαμένοι. Ο Χρήστος είχε πανιάσει, είχε αποστραγγιστεί από κάθε ζωτική του ενέργεια. Δεν μπορούσε να διανοηθεί όσα του έλεγε ο πατέρας του.

«Μα πως; Αφού είμαι εδώ… Εδώ. Ζω! Αναπνέω! Δεν είναι αλήθεια… Γιατί μου λες ψέματα; Όχι άλλα ψέματα…».

«Ας τα πάρουμε από την αρχή», άρχισε να λέει ο Κωνσταντίνος.

Ο κάθε ένας από τους τέσσερις γεννήθηκε στην κατάλληλη συναστρεία του στοιχείου της φύσης, όπου τον κυριαρχούσε. Οι δώδεκα Θεοί – αφού ήρθε στον κόσμο κι η Ζωή, η τέταρτη της παρέας – γνώριζαν πως αυτοί ήταν οι κατάλληλοι για να ενώσουν τον αμφορέα του Ηλίου. Ως θνητοί όμως δεν θα είχαν τη δύναμη να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Με το που θα ταίριαζαν και τα τέσσερα κομμάτια μαζί, θα καίγονταν από τη σφοδρή δύναμη του Ηλίου. Μαζί με εκείνους θα καταστρεφόταν ολάκερη η Γη. Αντίθετα, αν αυτό γινόταν από κάποιους που είχαν μια θεϊκή πνοή μέσα τους, τότε θα ήταν ικανοί να εμποδίσουν την ολοκληρωτική καταστροφή.

Για τον λόγο αυτό τους οδήγησαν, δίχως να το καταλάβουν, σε κάποια οριακά σημεία απόγνωσης, ώστε να χάσουν τη ζωή τους. Όσον αφορά τον Χρήστο, κατάφεραν με τον χαμό του πατέρα του να του στερήσουν το οξυγόνο του, να τον κάνουν να χάσει την αυτοκυριαρχία και τη δύναμη που έχει το στοιχείο αυτό. Έτσι, αναζητώντας όσο περισσότερο αέρα μπορούσε, κατέληξε στον θάνατό του. Η Ζωή έχασε από νωρίς την προσωπική της ελευθερία. Ήταν σαν να προσπαθεί κάποιος να κόψει τη ροή του νερού. Τότε αυτό φουσκώνει κι εκδικείται. Η Φανή έχασε τη σταθερότητά της όταν ένιωσε να την κυριαρχεί ένας άντρας. Έτσι αφέθηκε στην αγκαλιά του Ποσειδώνα. Τέλος, ο Αλέξανδρος στερήθηκε τον ανδρισμό του με τον βιασμό από τον θείο του. Έσβηνε αργά η φωτιά που έκαιγε μέσα του. Και προκάλεσε την τύχη να τον εξολοθρεύσει, με μια μαχαιριά από έναν δολοφόνο σε κάποιο δρομάκι του Λονδίνου.

Τη στιγμή όμως που πέθαναν, οι αντίστοιχοι τρεις θεοί, που ήταν οι προστάτες του καθενός, τούς εμφύσησαν λίγο από τη θεϊκή πνοή τους. Τους ανέστησαν αλλά με ιδιαίτερες δυνάμεις που θα ανακάλυπταν κάποια στιγμή μόνοι τους. Η ζωή τους θα συνεχιζόταν κανονικά, σαν μια ζωή θνητού, χωρίς να θυμούνται τίποτα από τον θάνατό τους. Από τη στιγμή όμως που θα μάθαιναν την αλήθεια, θα ανακάλυπταν αργά, αλλά σταθερά, και τις ιδιαίτερες δυνάμεις τους. Δεν ήταν όμως μονάχα αυτό. Θα είχαν τη δυνατότητα να μεταβαίνουν σε παράλληλα σύμπαντα. Τον τρόπο θα τον μάθαιναν, εφόσον μπορούσαν να ελέγχουν απόλυτα τις δυνάμεις τους.

Ο Χρήστος κάθισε στον καναπέ, νιώθοντας τα πόδια του να τρέμουν. Σίγουρα ονειρευόταν. Δεν μπορούσαν να είναι αληθινά όλα όσα είχε ακούσει. Είχε πεθάνει. Είχε αναστηθεί. Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν κάτι μεταξύ θεού αλλά και… δαίμονα. Αυτό το είχε ξεχάσει. Με φωνή τρεμάμενη κι έναν κόμπο να του κόβει την ανάσα απευθύνθηκε στη γριά γυναίκα που απέφευγε πλέον το βλέμμα όλων.

«Αριάδνη»

Δεν μπορούσε να την αποκαλέσει ούτε κυρία αλλά ούτε γιαγιά.

«Βάσει των όσων έμαθα χτες είσαι η γιαγιά μου. Σωστά;».

Η ταλαιπωρημένη γριά γυναίκα έγνεψε καταφατικά κι άφησε τον εγγονό της να συνεχίσει.

«Πρώτον, για ποιόν λόγο είχες εξαφανιστεί από τη ζωή μας τόσα χρόνια και δεύτερον, αυτό σημαίνει ότι τρέχει μέσα μας και το αίμα του δαίμονα, σωστά;».

«Κι εγώ κι ο πατέρας σου δεν έπρεπε να ήμασταν μαζί σας γιατί αυτό θα έφερνε τον δαίμονα κοντά. Δεν ήσασταν σε θέση να τον αντιμετωπίσετε ακόμα. Ο Δαβίδ δεν ήξερε καν την ύπαρξή σας. Οπότε, αν έμπαινα στη ζωή σας, γρήγορα θα συνδύαζε τα γεγονότα και θα καταλάβαινε. Αυτό βέβαια δεν σε κάνει λιγότερο απόγονο του δαίμονα. Σε κάνει όμως κάτι δυνατότερο. Η δαιμονική υπόσταση, εάν δεν καλλιεργηθεί μέχρι το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας, εξασθενεί. Είναι ελεγχόμενη από τον φορέα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θέλαμε να σας βρει ο Δαβίδ, όταν ήσασταν μικροί».

«Όταν λες πως είναι ελεγχόμενη, εννοείς πως δεν έχουμε τη δίψα για αίμα και φόνο;».

«Ο μόνος τρόπος για να μετατραπείτε σε δαιμονανθρώπους σε αυτήν την ηλικία είναι να σας δαγκώσει κάποιος ομοαίματος. Ομοαίματοι θεωρούνται γονείς, αδέλφια και ξαδέλφια. Δηλαδή, συγγενείς πρώτου ή και δευτέρου βαθμού. Εσείς δεν κινδυνεύετε λοιπόν γιατί κανείς συγγενής τέτοιου βαθμού δεν είναι δαιμονάνθρωπος».

Ο Χρήστος σηκώθηκε άναυδος από όσα είχε ακούσει και κοίταξε τους φίλους και την αδελφή του.

«Εσείς; Δεν έχετε να πείτε τίποτα για όλα αυτά;».

«Τι να πούμε; Ότι γίνει, δεν ξεγίνετα!», είπε ο Αλέξανδρος, κοιτώντας έξω από το παράθυρο.

«Δεν μπορεί να το πήρατε τόσο απλά; Μόνο εγώ έχω την αίσθηση πως θα εκραγώ;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος.

«Βρες μου έναν τρόπο να αλλάξουμε τα νέα αυτά δεδομένα κι εγώ θα είμαι η πρώτη που θα σε ακολουθήσω», παρενέβη η Φανή.

Ο Χρήστος δεν είχε τίποτα να πει. Πραγματικά δεν μπορούσαν να αλλάξουν την κατάστασή τους. Έπρεπε να την αποδεχτούν.

«Μα είμαστε… νεκροί…», κατάφερε μόνο να πει.

«Όχι νεκροί, Χρήστο. Είμαστε κάτι περισσότερο από άνθρωποι και κάτι λιγότερο από θεοί. Μπορεί να χάσαμε τη ζωή μας για λίγο αλλά επανήλθαμε δυνατότεροι. Και τώρα έχουμε ένα σκοπό. Προοριζόμαστε για κάτι μεγάλο. Είναι μεγάλη ευθύνη κι είμαστε υποχρεωμένοι να την αναλάβουμε. Κατάλαβε το. Συγκεκριμένα, υπεύθυνος για αυτό που είμαστε πλέον είναι ο ίδιος μας ο πατέρας, τον οποίο και κατηγορείς».

Ο Χρήστος μαλάκωσε με τα λεγόμενα της Φανής. Μάλιστα, ένιωσε και λίγο άσχημα με τον τρόπο που είχε φερθεί στον πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος το κατάλαβε αυτό από το βλέμμα του γιού του. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Ο Χρήστος αφέθηκε. Ένιωσε τον ώμο του να μουσκεύει από τα δάκρια του πατέρα του. Τότε ξέσπασε κι ο ίδιος. Έκλαψε, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στην ζωή του. Έχυσε δάκρια για τον ίδιον, για τον πατέρα του και τη μητέρα του, ακόμα και για τον θάνατό του, μέχρι που στέρεψαν οι δακρυγόνοι αδένες του.

Το κουδούνι του αρχοντικού χτύπησε κι ο μπάτλερ πήγε να ανοίξει. Ανέβηκαν τρέχοντας ο Μάρκος κι ο Οδυσσέας. Ο Μάρκος πήρε τη Φανή στην αγκαλιά του κι ο Οδυσσέας τη Ζωή. Είχαν ανησυχήσει πολύ για εκείνες. Τόσο, που δεν πρόσεξαν καν την παρουσία του Κωνσταντίνου στο δωμάτιο. Η Φανή χαμογέλασε στον Μάρκο και τον διαβεβαίωσε πως είναι καλά. Του ζήτησε μάλιστα να του γνωρίσει έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο της ζωής της. Ο Μάρκος παραξενεύτηκε με τη δήλωσή της. Με το που γύρισε, είδε μπροστά του τον Κωνσταντίνο. Η έκπληξή του Εμπέογλου ήταν μεγάλη.

«Φανή δεν χρειάζεται να μου συστήσεις τον κύριο, τον γνωρίζω πολύ καλά. Τι κάνεις Μάρκο;».

Ο ψηλός, δυνατός άντρας κατέβασε το κεφάλι.

«Δεν καταλαβαίνω. Πως είναι δυνατόν να γνωρίζεστε;».

Η Φανή παραξενεύτηκε με την προσφώνηση του πατέρα της.

 «Κατά ένα τρόπο, γνωριζόμαστε», είπε αμήχανα ο Μάρκος.

«Από πού; Μπαμπά;».

«Αγαπητέ Μάρκο θες να εξηγήσεις εσύ στην κόρη μου; Από ότι βλέπω έχετε αναπτύξει έναν… ιδιαίτερο δεσμό», είπε με μεγάλες δόσεις ειρωνείας στα λόγια του ο Κωνσταντίνος.

«Κωνσταντίνε θα έλεγα καλύτερα να μην την ανακατέψουμε σε όλο αυτό. Σε παρακαλώ».

«Τι συνομωσία είναι αυτή; Μάρκο τι συμβαίνει; Εξηγήστε μου».

«Αγάπη μου, ο άντρας που θέλησες να μου συστήσεις δεν είναι καν άνθρωπος. Για να το θέσω καλύτερα, δεν είναι μόνο άνθρωπος. Μάρκο θα μιλήσεις εσύ ή να συνεχίσω;».

Ο μελαχρινός άντρας κατέβασε τα μάτια και με το χέρι του έκανε νόημα να συνεχίσει την αποκάλυψη της αλήθειας.

«Ωραία, λοιπόν. Ο Μάρκος είναι γιος του θεού Άρη. Ένα είδος ημίθεου. Συγκεκριμένα αθάνατος, πέρα από μια αδυναμία που μόνο ο ίδιος γνωρίζει».

Η Φανή πισωπάτησε και κρατήθηκε από ένα μεγάλο κομό που βρισκόταν στον τοίχο. Τόσο καιρό είχε στην αγκαλιά της έναν ημίθεο. Ένα πλάσμα μυθικό κι ανύπαρκτο, μέχρι πριν λίγο καιρό για την ίδια. Η ζαλάδα της επιδεινώθηκε, όταν αντίκρισε το βλέμμα του. Το βλέμμα ενός πλάσματος θεϊκού που είχε ερωτευτεί τρελά. Ο Μάρκος κατέβασε το κεφάλι και τα μάτια στο πάτωμα. Φάνηκε τότε μια κοκκινωπή αύρα να τον τυλίγει. Γύρισε για μια ακόμα φορά το βλέμμα του στη Φανή. Τα μάτια του είχαν μια απίστευτη λάμψη που τον έκαναν ακόμα πιο όμορφο και πιο… θνητό. Ήταν πολύ μπερδεμένη.

«Δεν… δεν μπορεί. Εσύ; Ημίθεος;», ψέλλισε η Φανή.

«Φανή είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σου πω…», έκανε να την αγγίξει ο Μάρκος αλλά η Φανή πετάχτηκε μακριά σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Μη με αγγίζεις. Όλα αυτά έπρεπε να μου τα είχες πει από καιρό κι όχι να τα μαθαίνω από άλλους. Σου είχα εμπιστοσύνη Μάρκο».

«Μα δεν ήταν εύκολο. Ήταν τόσα πολλά…».

«Πάψε. Μη μιλάς άλλο. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα», του πέταξε η Φανή, σχεδόν κλαίγοντας.

«Φανή, εγώ θα μπορούσα να θυσιαστώ για χάρη σου», συνέχισε απτόητος ο Μάρκος.

Με τα τελευταία λόγια ο Αλέξανδρος θυμήθηκε τη σφαίρα που δεν τον διαπέρασε στο Ναύπλιο.

«Η σφαίρα, ούτε καν σε ακούμπησε. Έπρεπε να το είχα καταλάβει τότε αλλά νόμιζα ότι δεν είχα δει καλά».

Ένιωσε το δίκιο να τον πνίγει. Δεν ήταν τελικά τρελός.

«Ποιά σφαίρα;», ρώτησε η Φανή, εξουθενωμένη πλέον από τις πολλές αποκαλύψεις.

«Αυτή που σε προστάτευσε από το να βλέπεις τα ραδίκια ανάποδα, τούτη τη στιγμή», απάντησε ο Αλέξανδρος.

«Γι’ αυτό έπεσες πάνω μου τότε;».

Την είχε προστατέψει. Είχε γίνει ασπίδα στον θάνατό της.

«Ναι, δεν ήθελα να πάθεις κακό. Σ’ αγαπάω Φανή».

«Μα είσαι ένας ημίθεος, πως μπορείς να με αγαπάς;». Τα γόνατά της λύγισαν από όλες εκείνες τις απανωτές αποκαλύψεις.

«Κι εμείς ξέρεις έχουμε αισθήματα. Κι εμείς ερωτευόμαστε και μάλιστα πολύ, αν έχεις διαβάσει λίγο ιστορία κι όχι μόνο φυσική, θα το γνώριζες αυτό. Εξάλλου κι εσύ δεν είσαι θνητή».

Η Φανή συνειδητοποιήσει τις λέξεις του. Όντως κι αυτή δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά κάτι περισσότερο. Τον κοίταξε αμήχανα στα μάτια κι έσπασε τον πάγο που είχε δημιουργηθεί για λίγο μεταξύ τους με ένα ζεστό χαμόγελο. Ο Μάρκος την πλησίασε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Αυτός που δεν φάνηκε ιδιαίτερα ικανοποιημένος ήταν ο Κωνσταντίνος.

«Επιτέλους όλα βγήκαν στη φόρα. Ελπίζω να μην έχουμε άλλα μυστικά. Σαπουνόπερα καταντήσαμε», είπε γελώντας ο Αλέξανδρος.

Η Ζωή αναρρίγησε, σκεφτόμενη την εγκυμοσύνη της. Είχε κι αυτή ένα καλά κρυμμένο μυστικό κι ένιωσε πολύ άσχημα που το έκρυβε από τον Αλέξανδρο. Όλα μπροστά της αποκαλύπτονταν σε γοργούς ρυθμούς κι αυτή ένιωθε να πνίγεται. Του ζήτησε να βγουν για λίγο στον διάδρομο γιατί έπρεπε να του μιλήσει. Την ακολούθησε απορημένος. Τον έπιασε από τα χέρια κι αυτός τα ένιωσε υγρά και παγωμένα.

«Είμαι έγκυος», του είπε με δάκρια στα μάτια.

Στην αρχή ο Αλέξανδρος έμεινε τόσο ανέκφραστος που δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματα που προκάλεσε η αποκάλυψή της. Της γύρισε την πλάτη κι η Ζωή νόμισε πως θα καταρρεύσει. Ένιωσε την πλάτη του τεράστιο, απόρθητο τοίχος. Γύρισε ξαφνικά και το πρόσωπό του ήταν σαν μικρού παιδιού που του είχαν πάρει δώρο έκπληξη. Την πήρε στην αγκαλιά του και την στριφογύριζε, μέχρι που όλα γύρω της έγινα θολά. Όλος ο κόσμος της Ζωής άλλαξε εκείνη την στιγμή. Ήταν πραγματικά ευτυχισμένη.

Χρόνια περίμενε αυτή τη στιγμή η Αριάδνη. Είχε την οικογένειά της δίπλα της. Εγγόνια κι ακόμα περισσότερο δισέγγονα. Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρια από την ικανοποίηση. Πρότεινε να ξενοικιάσουν τα δωμάτιά τους από το ξενοδοχείο και να μείνουν όλοι στο σπίτι της μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Εξάλλου από εκείνη τη μέρα και μετά ήταν και δικό τους σπίτι.

Οι υπόλοιπες μέρες ήταν βάλσαμο για τις πληγές τους. Οι δαιμονανθρώποι δεν έδωσαν κανένα σημείο ζωής. Ο δαίμονας είχε μάλλον κρυφτεί στη σπηλιά του. Τουλάχιστον προς το παρόν. Οι σχέσεις του Κωνσταντίνου με τα παιδιά του βελτιώθηκαν. Ιδίως ο Χρήστος άρχισε να έρχεται πολύ κοντά με τον πατέρα του. Το ίδιο και με τη γιαγιά του την Αριάδνη, η οποία έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Ο Μάρκος έκανε ένα ολιγοήμερο ταξίδι στην Ελλάδα για κάποιες εκκρεμότητες κι επέστρεψε με μια έκπληξη. Έφερε μαζί του την Αγνή. Αυτό έδωσε μεγάλη χαρά στον Κωνσταντίνο που γνώρισε από κοντά την εγγονή του κι η Αριάδνη την δισεγγόνα της.

Επίλογος

Το τέλος είναι πάντα μια αρχή

 

Όλα τα όμορφα έχουν ένα τέλος. Έτσι και το καλοκαίρι έφτασε στην παρακμή του. Στα πρόσωπα όλων διακρινόταν καθαρά η ξεκούραση αλλά κι ένα δείγμα απρόσμενης ευτυχίας. Αποφάσισαν όλοι μαζί να επιστρέψουν στην Ελλάδα με αυτοκίνητα κι όχι με το αεροπλάνο. Η Αριάδνη θα έμενε με τον μπάτλερ της στα πάτρια εδάφη. Δεν μπορούσε να αφήσει την Κωνσταντινούπολη στην ηλικία όπου βρισκόταν. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν θα αποχωριζόταν την οικογένεια του ούτε για χίλιες πόλεις. Δεν θα τον άφηναν εξάλλου και τα παιδιά του. Φόρτωσαν μπαγκάζια και καρδιές για την πατρίδα τους. Στο ένα αυτοκίνητο μπήκαν ο Αλέξανδρος με την οικογένεια Εμπέογλου, και στο δεύτερο οι υπόλοιποι.

Πρώτος τους σταθμός ήταν η Θεσσαλονίκη. Έμειναν στο σπίτι του Οδυσσέα, το οποίο βρισκόταν κάτω από το κάστρο, με θέα την ερωτική Θεσσαλονίκη και πρώτο πλάνο τον Λευκό Πύργο. Χαλάρωναν όλοι στην τεράστια βεράντα του σπιτιού, πίνοντας καφέδες και ποτά. Η Αγνή βρήκε τη χαρά της στα παλιά παιχνίδια των παιδιών του Οδυσσέα. Υπήρχε όμως ένα ακόμα ερωτηματικό που έπνιγε τον Χρήστο. Κάτι που δεν είχαν ακόμα συζητήσει. Ήθελε να μάθει την ιστορία του πατέρα του από τη Ρουμανία και μετά. Ο Κωνσταντίνος, ζαλισμένος λιγάκι με τα τσίπουρα, που κερνούσε διαρκώς ο Οδυσσέας, χαμογέλασε και ξεκίνησε την αφήγησή του.

Τους εξιστόρησε όλη την περιπέτεια που είχαν με την άτυχη την συνεργάτιδά του την Αλίκη, μέχρι να φτάσουν στη σπηλιά και συγκεκριμένα στην τοποθεσία που βρήκαν την περγαμηνή. Τους αποκάλυψε, πως ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την εμφάνιση του δαίμονα. Αυτός ήταν ο πρώτος που είχε κάνει την επίκληση με την ανάγνωση της περγαμηνής, εν αγνοία του βέβαια. Ύστερα από το χτύπημα του δαίμονα και τον θάνατο της Αλίκης, που παρακολούθησε μέσα στην παραζάλη του, υπήρχε ένα κενό. Ο δαίμονας του χάρισε τη ζωή γιατί μυρίστηκε το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του. Αλλά αυτό το ανακάλυψε πολύ αργότερα.

Ξύπνησε σε ένα άγνωστο δωμάτιο, ενός επαρχιακού τοπίου που λίγα μπορούσε να διακρίνει από το παράθυρο. Μια πανέμορφη κοπέλα, σαν οπτασία κι όχι με ξεκάθαρη τη μορφή της, μπήκε στο δωμάτιο και, βλέποντάς τον ξύπνιο, έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Είχε μορφή αγγέλου. Τέτοια ομορφιά δεν είχε δει σε θνητή γυναίκα. Κι όπως αποκαλύφθηκε αργότερα δεν ήταν θνητή. Στην πορεία έμαθε πως ήταν η Αφροδίτη, η θεά του Έρωτα. Σε αυτό το μικρό ανάκτορο, κάπου χωμένο στο καταπράσινο Πήλιο, κρύβονταν από τα μάτια των θνητών οι δώδεκα θεοί. Είχε την τιμή να τους γνωρίσει όλους. Αιθέριες υπάρξεις, πότε άυλες, πότε ανθρωπόμορφες.

Τον είχε σώσει από τη σπηλιά ο Ήφαιστος, αλλιώς θα πέθαινε από ασιτία ή από τα νύχια κάποιου άγριου ζώου. Εκεί ήταν κι η πρώτη επαφή του με τον Άρη. Στο πλευρό του στεκόταν ένας όμορφος μελαχρινός νεαρός. Ήταν ο γιος του, ο Μάρκος. Είχε κληρονομήσει πολλά από τα χαρακτηριστικά του πατέρα του.

Από τα λόγια των θεών έμαθε τα πάντα για τον δαίμονα και την ιστορία του, όπως και για τον αμφορέα του Ηλίου. Τελευταίο έμαθε τον ρόλο που θα έπαιζε η οικογένεια του.

Του αφηγήθηκαν για τον Ήλιο, το πήλινο αγγείο και τον διαμελισμό του. Για πολλούς αιώνες αποτελούσαν τους φύλακες των τεσσάρων κομματιών. Όμως είχαν εξαφανιστεί με κάποιον άγνωστο τρόπο. Από τη στιγμή εκείνη είχαν μεταμορφωθεί σε κοινούς θνητούς κι είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην ανακάλυψη του μυθικού αμφορέα. Ο μύθος του αμφορέα τον ενθουσίασε ιδιαίτερα κι έτσι αποφάσισε να βοηθήσει τους θεούς να βρουν τα κομμάτια που μυστηριωδώς είχαν εξαφανιστεί από τις κρυψώνες όπου τα είχαν. Ένιωθε πως είχε και την υποχρέωση, εφόσον και τα δύο του παιδιά ήταν τα κλειδιά για την ένωσή του. Πριν όμως αναλάβει δράση είχαν σκοπό να του γνωρίσουν μια πολύ σημαντική γυναίκα, η οποία είχε παίξει σπουδαίο ρόλο σε όλη την ιστορία. Τον πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και τον γνώρισαν με τη μητέρα του την Αριάδνη.

Η Αριάδνη, όταν γέννησε τα δίδυμα παιδιά της, τα έδωσε για υιοθεσία. Τον γιο της σε μια εύπορη οικογένεια στο Ναύπλιο, με Πολίτικη καταγωγή, και την κόρη της σε μια θεοσεβούμενη γυναίκα στη Λάρισα. Τους έδωσε κι ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας της, με τον όρο πως δεν θα μάθαιναν ποτέ την αλήθεια. Θα βρισκόταν βέβαια συνέχεια σε επαφή μαζί τους για να μαθαίνει τα νέα των παιδιών της. Η οικογένεια του Κωνσταντίνου επέστρεψε στην Πόλη και για πολλά χρόνια παρέμεινε εκεί, οπότε η Αριάδνη είχε τον γιό της κοντά, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε, προς μεγάλη απογοήτευσή της, επέστρεψε με την οικογένεια του στη γενέτειρα των γονιών του, την Αργολίδα. Για την κόρη της μάθαινε από τη γυναίκα που την είχε υιοθετήσει.

Ο Κωνσταντίνος κόντεψε να τρελαθεί με την ιστορία που του είπαν οι Θεοί. Άλλους είχε γνωρίσει για γονείς κι άλλοι ήταν στην πραγματικότητα. Ακόμα μεγαλύτερο το σοκ, όταν η πραγματική του μάνα τού αποκάλυψε πως ο πατέρας του ήταν γόνος του δαίμονα. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Χρειάστηκε ένας ολόκληρος μήνας για να αποδεχτεί την κληρονομιά και την καταγωγή του. Η Αριάδνη του εξήγησε τους λόγους για τους οποίους ήταν αναγκασμένη να κάνει αυτή την υιοθεσία. Δεν έπρεπε να μάθει ο πατέρας τους την ύπαρξή τους, διαφορετικά θα κινδύνευε η ζωή τους αλλά κι η δική της.

«Η δίδυμη αδελφή μου που βρίσκεται αυτή τη στιγμή;», θέλησε να μάθει ο Κωνσταντίνος.

Ήταν το μόνο θετικό σε όλον αυτόν τον χείμαρρο των αλλόκοτων νέων. Πως είχε μια αδελφή. Μέχρι τότε θεωρούσε τον εαυτόν του ένα δυστυχισμένο μοναχοπαίδι. Έμαθε από την Αριάδνη, πως η αδελφή του ήταν μοναχή σε ένα μοναστήρι στα Μετέωρα. Ονομαζόταν Αδριανή, αναγραμματισμός του ονόματος της πραγματικής της μητέρας.

Ο Κωνσταντίνος ένιωθε την ανάγκη να τη γνωρίσει, γι’ αυτό και πήγε στο μοναστήρι, όπου βρισκόταν. Με το που την είδε συγκινήθηκε από την ομοιότητά τους. Το ίδιο παράξενα κι όμορφα αισθάνθηκε κι η Αδριανή. Ο Κωνσταντίνος της μίλησε για την πραγματική καταγωγή της. Είχε μια ηρεμία κι αγνότητα στα μάτια της που δεν κράτησε κακία στην πραγματική της μάνα. Τη συγχώρεσε και θέλησε κι η ίδια να τη γνωρίσει. Ζήτησε άδεια από το μοναστήρι κι έφυγε με τον αδελφό της για την Κωνσταντινούπολη. Η Αριάδνη ένιωθε πολύ συγκινημένη με την επανένωση της οικογένειά τη, καθώς και για την κατανόηση και τη μεγαλοκαρδία τους. Δεν παρέλειψε να τους μιλήσει για τον πατέρα τους, όπως και για τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση που μάθει για την ύπαρξή τους. Τον κίνδυνο να υπερισχύσει η δαιμονική τους πλευρά τον είχαν ήδη προσπεράσει, εφόσον είχαν υπερβεί το απαιτούμενο όριο ηλικίας. Δεν έπαυε όμως να είναι επικίνδυνος.

Από τότε ο Κωνσταντίνος έμενε στην Πόλη μαζί με την μητέρα του κι είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ανεύρεση των κομματιών του Αμφορέα. Έμαθε και για τους δαιμονανθρώπους, καθώς και για τον αρχηγό τους τον Δαβίδ. Ήταν η ίδια ομάδα που επιχείρησε να τον σκοτώσει στη Ρουμανία. Η ειρωνεία ήταν πως τότε δεν γνώριζε πως ηγέτης της ήταν ο ίδιος του ο πατέρας. Η Αριάδνη ποτέ δεν είχε αναφέρει το όνομά του. Βέβαι και ο ίδιος ζούσε στην άγνοιά του, όσον αφορά την ύπαρξη του γιού του.

Η ομάδα τους είχε ήδη βρει από πολλά χρόνια το ένα κομμάτι του αμφορέα, αυτό με το στοιχείο του αέρα. Προσπάθησε να τους το κλέψει και τότε για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τον Δαβίδ κι άρχισαν να τον κυνηγούν. Μόλις πληροφορήθηκε και η Αριάδνη για το γεγονός με λεπτομέρειες, έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό και την έριξε στο αναπηρικό καροτσάκι. Η καρδιά της αδυνάτισε.

Ο Κωνσταντίνος δεν αποκαρδιώθηκε. Αντίθετα το πείσμα του δυνάμωσε. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και την εξερεύνηση. Είχε διατηρήσει την επαφή του και με τους θεούς. Από αυτούς είχε μάθει τις αρχικές τοποθεσίες των τεσσάρων κομματιών. Μετά από αρκετά χρόνια κατάφερε να βρει το σπασμένο κομμάτι του Νερού. Για την ανακάλυψή του ήξεραν μόνο οι θεοί, η Αριάδνη, η αδελφή του κι εκείνη την στιγμή τα παιδιά του μαζί με τους νέους του φίλοθς.

Όλον αυτόν τον καιρό δεν είχε έρθει σε επαφή μαζί τους. Ήθελε να τον θεωρούν νεκρό. Με αυτόν τον τρόπο τους προστάτευε κι αυτός από τον Δαβίδ και τον δαίμονα, όπως ακριβώς έκανε κι η μητέρα του παλιότερα. Ένιωσε συντετριμμένος με τον θάνατο της γυναίκας του. Είχε παρακολουθήσει μάλιστα την κηδεία της από μακριά, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Περισσότερο είχε κλάψει για τα παιδιά του που τα είδε να έχουν μεγαλώσει, ενώ ο ίδιος ήταν απών.

Τα υπόλοιπα χρόνια είχε κλειστεί στον εαυτόν του, φροντίζοντας τη μητέρα του και προσπαθώντας, με λιγότερο βέβαια ζήλο, να βρει τα υπόλοιπα δύο κομμάτια. Κάποια στιγμή ήρθε σε επαφή μαζί του η Αθηνά, η θεά της Σοφίας και του εξήγησε το σχέδιο που είχαν για τα τέσσερα άτομα – κλειδιά του αμφορέα. Ήταν η περίοδος που το καθένα από αυτά βίωσε το τέλος της θνητής του ζωής. Έκλαψε πολύ για τον θάνατο των παιδιών του, παρόλο που του εξήγησαν πως με αυτόν τον τρόπο αναγεννήθηκαν, έχοντας αίμα θεϊκό. Ήταν οι νέοι ήρωες μιας σύγχρονης εποχής.

Από κει και πέρα, η μόνη στιγμή που ήρθε πολύ κοντά μαζί τους, ήταν όταν τον ανακάλυψε ο καθηγητής Αντύπας μα δεν είχε τη δύναμη ακόμα να φανερωθεί και προτίμησε να περιμένει για την κατάλληλη στιγμή, η οποία κι ήρθε με το ταξίδι τους στην Κωνσταντινούπολη.

Η Ζωή είχε κολλήσει στο σημείο της ιστορίας που ανέφερε την εύρεση του κομματιού με το στοιχείο του Νερού.

«Πότε μπορούμε να δούμε το κομμάτι του αμφορέα;», ρώτησε, καρδιοχτυπώντας.

Η απάντηση που πήρε της προκάλεσε ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Θα τους οδηγούσε στο χώρο, όπου είχε κρύψει το εύρημα του. Δεν ανέφερε, όμως, κάτι περισσότερο από αυτό.

Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν νωρίς για τον δρόμο του γυρισμού. Αποφάσισαν να περάσουν από τα Μετέωρα για να γνωρίσουν την Αδριανή. Έστριψαν δεξιά στην εθνική με προορισμό την Καλαμπάκα. Φτάνοντας, είδαν τους τεράστιους βράχους των Μετεώρων να ορθώνονται μπροστά τους. Η αίσθηση με τους πέτρινους αυτούς γίγαντες δίπλα τους ήταν περίεργη, σαν να βρίσκονται σε έναν άλλο άγνωστο πλανήτη. Ανέβηκαν στο μοναστήρι, όπου μόναζε η Αδριανή. Παρόλο το ράσο και την προχωρημένη ηλικία της, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα και πραγματικά έμοιαζε καταπληκτικά με τον Κωνσταντίνο. Ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Άνοιξε τα χέρια της και την ζεστή της αγκαλιά, για τα ανίψια της και τους φίλους τους. Κάθισε μαζί τους και συζήτησε με τις ώρες, ρωτώντας να μάθει τα πάντα για τη ζωή τους μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά κι εκείνοι ήθελαν να γνωρίσουν καλύτερα τη γυναίκα με το πράο πρόσωπο. Καθώς και τον λόγο που αποφάσισε να γίνει μοναχή. Η θαλπωρή κι η θετική ενέργεια που εξέπεμπε το βλέμμα της ήταν μαγευτική. Δεν διακρινόταν τίποτα το δαιμονικό στα μάτια της αλλά ούτε και στον Κωνσταντίνο. Οποιαδήποτε κληρονομιά από τον Δαβίδ είχε θαφτεί καλά μέσα στα σωθικά τους.

«Πως βρέθηκες εδώ; Γιατί αποφάσισες να αφιερωθείς στον θεό;», ρώτησε η Φανή, παρατηρώντας τις κινήσεις της, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έμοιαζαν με αυτές του πατέρα της.

«Η γυναίκα που με υιοθέτησε ήταν υπερβολικά θεοσεβούμενη κι από μικρή με μύησε στη θρησκεία. Δεύτερο σπίτι μου ήταν η εκκλησία κι η αλήθεια είναι πως νιώθω άνετα εκεί. Πριν γίνω καλόγρια είχα παντρευτεί κάποιον άντρα από τον Βόλο, φτιάχνοντας μαζί το σπιτικό μας. Έχω και μια κόρη, την Αγγελική».

«Δηλαδή έχουμε και ξαδέλφη;», ρώτησε, χαμογελώντας, ο Χρήστος.

 «Θα χαρεί να μάθει πολύ για τα πρώτα της ξαδέλφια. Δεν της έχω πει τίποτα για την οικογένειά της. Πέρασε μια δύσκολη εφηβεία και περίμενα να ηρεμήσει λίγο. Σύντομα όμως θα της πω τα πάντα για εσάς».

«Ο πατέρας της Αγγελικής τι απέγινε;», συνέχισε τις ερωτήσεις η Φανή.

«Ο άντρας μου αποδείχτηκε απατεώνας και με παράτησε για μια Ρωσίδα. Έφυγε μαζί της στη Ρωσία και με άφησε μόνη με την κόρη μου. Όταν η Αγγελική έφυγε για σπουδές, αποφάσισα να αφιερωθώ στην πραγματική μου αγάπη, τον Θεό».

Η καλοσύνη κι η αβρότητα έρεαν αβίαστα από εκείνη τη γυναίκα.

Κάτι της ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος στο αυτί και τους παρακάλεσε να την ακολουθήσουν. Βγήκαν εκτός μοναστηρίου και πήραν ένα μονοπάτι, αφήνοντας τη μικρή Αγνή με τις υπόλοιπες καλόγριες. Μετά από λίγο έφτασαν σε ένα μικρό καλύβι. Μπήκαν μέσα κι είδαν την Αδριανή να βγάζει μια πλίθρα από το εσωτερικό της καλύβας. Πίσω από την πλίθρα υπήρχε ένα κεντητό ταγάρι και μέσα σε αυτό ένα μεταλλικό κουτί. Τράβηξε μια αλυσίδα από τον κόρφο της κι με ένα μικρό κλειδάκι ξεκλείδωσε το κουτί. Στο εσωτερικό υπήρχε ένα σπασμένο πήλινο κομμάτι, όπου στη μια του πλευρά ήταν ζωγραφισμένο ένα σχέδιο, όμοιο με το μενταγιόν που κουβαλούσε στον λαιμό της η Ζωή. Ήταν το κομμάτι του Νερού από τον αμφορέα του Ηλίου. Παρότι σπασμένο ήταν πανέμορφο. Όλοι το κοίταζαν εκστασιασμένοι. Η Ζωή είχε ένα χαμόγελο στα χείλη κι ένιωθε ολοκληρωμένη κοντά του. Το έπιασε απαλά στα χέρια της κι αισθάνθηκε πως κολυμπούσε στα πιο δροσερά νερά, πως τα μάτια της έγιναν βρύσες με γάργαρο νερό, πως το σώμα της ήταν πηγή που ανέβλυζε το καθάριο ύδωρ. Έδωσε με δυσκολία στην Αδριανή το κομμάτι και το τοποθέτησε στην κρυψώνα του.

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγουμε. Δεν θέλουμε να μας βρει η νύχτα», είπε ο Κωνσταντίνος ανήσυχος, κοιτώντας από το πέτρινο παραθυράκι το σκοτάδι που είχε απλωθεί νωρίτερα.

«Θα μπορούσατε να μείνετε εδώ. Υπάρχουν κελιά για να σας φιλοξενήσουμε», είπε η Αδριανή με λαχτάρα στα μάτια της.

«Κάποια άλλη φορά θα έρθουμε. Πολύ σύντομα. Πρέπει να επιστρέψουμε όμως το συντομότερο στο Ναύπλιο», απάντησε ο Αλέξανδρος.

Ανοίγοντας την πόρτα της μικρής καλύβας ήρθαν αντιμέτωποι με ένα απόκοσμο, κατάμαυρο σύννεφο στον ουρανό.

«Δεν υπήρχε αυτό πριν», πετάχτηκε ο Χρήστος.

Τα μενταγιόν τους άρχισαν να λαμποκοπούν. Τα ένιωσαν να δονούνται στο στήθος τους.

«Ο δαίμονας», ούρλιαξε η Ζωή.

«Πρέπει να βγούμε γρήγορα από την καλύβα. Να προστατέψουμε τον αμφορέα», φώναξε η Αδριανή.

Η πόρτα της καλύβας έκλεινε πίσω τους, όταν το μαύρο σύννεφο στον ουρανό άρχισε να στροβιλίζεται. Ένα δυνατό βουητό, σαν ουρλιαχτό, έσκισε τον αέρα. Το σύννεφο συρρικνώθηκε απέναντί τους. Οι τέσσερις νέοι ήρωες σχημάτισαν έναν κλοιό, ώστε να προστατέψουν τον Κωνσταντίνο και την Αδριανή, καθώς και το καλύβι με το κρυμμένο μυστικό. Το σύννεφο προσπαθούσε να πάρει μορφή. Δύο μάτια κατακόκκινα, σαν πυρακτωμένα μέταλλα, φαίνονταν στο ασχημάτιστο ακόμα κεφάλι. Η μορφή είχε τελειοποιηθεί. Για πρώτη φορά αντίκρισαν την πραγματική όψη του εχθρού τους. Ένας πελώριος, κατάμαυρος δράκος, με λέπια όμοια με μέταλλο και κέρατα, πύρινα κι αυτά όπως τα μάτια του, έστεκε μπροστά τους. Οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Η ουρά του είχε δύο φορές το μέγεθός του και στο τελείωμά της υπήρχε ένα τεράστιο αγκάθι, σαν αυτό του σκορπιού. Η Ζωή ένιωσε το σώμα της να τρέμει αλλά προσπαθούσε να συγκρατηθεί, βλέποντας το θάρρος στα μάτια των άλλων. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε με σθένος το κτήνος που βρισκόταν μπροστά τους. Ο δράκος άνοιξε το στόμα του και μίλησε σε μια γλώσσα άγνωστη.

«Μιλάει την αρχαία Κυριλλική», τους εξήγησε ο Κωνσταντίνος που τον είχαν κρυμμένο πίσω τους.

«Καταλαβαίνεις δηλαδή τι λέει;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Σας αποκαλεί κλειδιά κι απειλεί πως θα σας εξαφανίσει αν δεν του δώσετε το κομμάτι του αμφορέα».

«Πες του να πάει στο διάολο», φώναξε ο Αλέξανδρος.

«Από εκεί ήρθε», του απάντησε ο Χρήστος. «Δεν πρόκειται να πάρει τίποτα από μας».

Ο Κωνσταντίνος μίλησε δυνατά στην ίδια γλώσσα με το δράκο. Για μια μονάχα στιγμή ο δράκος έμεινε ανέκφραστος και τους κοιτούσε. Τους ζύγιζε, ίσως. Ύστερα άφησε μια βοή δυνατή, ειρωνική. Συνέχισε να μιλάει και να γελάει, ταυτόχρονα.

«Αναρωτιέται πως είναι δυνατόν τόσο γελοία ανθρωπάρια σαν εμάς να θέλουμε να τα βάλουμε μαζί του», τους μετάφρασε ο Κωνσταντίνος.

«Βγάλτε όλοι τα μενταγιόν», φώναξε ο Χρήστος.

Κι οι τέσσερις ταυτόχρονα έφεραν στο φως τα μενταγιόν. Ο Χρήστος ένιωσε για μια ακόμα φορά τον αέρα να βγαίνει από το σώμα του, σαν άλλος στρόβιλος, και να κατευθύνεται προς τον δαίμονα. Ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε τη θέρμη της φωτιάς να αναβλύζει από τα σωθικά του και, όπως ο κεραυνός, να εξαπολύεται προς τον εχθρό. Η Ζωή πέταξε μια δίνη από νερό προς το μέρος του. Η Φανή ένιωσε τα κάτω άκρα της να γίνονται ένα με τη γη κι ένα τρέμουλο να την ανακινεί. Μια μικρή σχισμή ξεκίνησε από τα πόδια της και κατευθυνόταν προς τον δράκο. Στην πορεία η μικρή αυτή σχισμή γινόταν χαράδρα, άνοιγε έτοιμη να καταπιεί τον δαίμονα. Αυτός κάγχασε ειρωνικά. Τα μάτια του πέταξαν φλόγες και με μια απότομη κίνηση έστριψε, στέλνοντάς τους με φόρα τη γυαλιστερή ουρά του. Εκσφενδόνισε και τους τέσσερις στον αέρα. Ο Κωνσταντίνος άρπαξε την Αδριανή κι έπεσαν προς τα πίσω, γλιτώνοντας έτσι έναν βέβαιο θάνατο. Η Φανή κατρακύλησε, μα τα κλαριά της γης τη συγκράτησαν και τη προστάτεψαν, όπως μια μάνα προστατεύει τα παιδία της. Η Ζωή τυλίχτηκε με το νερό κι έπεσε μαλακά. Ο Αλέξανδρος ένιωσε το σώμα του να γίνεται μέταλλο καυτό, με αποτέλεσμα να μη τραυματιστεί από τη βίαιη πρόσκρουσή του με το έδαφος. Ο Χρήστος έμεινε για μια στιγμή να αιωρείται, σαν αερικό, κι ύστερα προσγειώθηκε μαλακά. Ο δαίμονας έδειξε να εκνευρίζεται με όσα αντίκρισε. Ένας βρυχηθμός βγήκε από τα ρουθούνια του, αποκαλύπτοντας την οργή του. Το σώμα του για μια ακόμα φορά άρχισε να αποσυντίθεται και να γίνεται καπνός. Φωτιές, πέτρες και μεταλλικά λέπια άρχισαν να πετάγονται παντού, μέσα από τον τυφώνα που δημιούργησε το σώμα του. Η Ζωή με το νερό έσβηνε τη φωτιά, ο Αλέξανδρος με τη φωτιά έλιωνε το μέταλλο, η Φανή με ρίζες και κλαριά από τη γη απέκρουε τις πέτρες και τις έστελνε μακριά κι ο Χρήστος με το μένος του αέρα διέλυε το μαύρο σύννεφο του δαίμονα. Εκείνος με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις είχε συρρικνωθεί, σχεδόν αφανιστεί. Τότε ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που έκανε τη γη να σειστεί. Κι οι τέσσερεις σωριάστηκαν στο έδαφος από την οργή του δαίμονα. Πλοκάμια καπνού εξαπολύονταν παντού τριγύρω, χτυπώντας με οργή ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ένα τέτοιο πλοκάμι βρήκε τον Αλέξανδρο στο κεφάλι και τον πέταξε αναίσθητο στο έδαφος. Η Ζωή, πανικόβλητη, πήγε να τρέξει κοντά του αλλά. ακούγοντας ένα ουρλιαχτό της Φανής, έσκυψε κι απέφυγε ένα βίαιο χτύπημα. Ένα από τα πλοκάμια του δαίμονα άρπαξε την Αδριανή. Τη σήκωσε ψηλά σαν ψεύτικη κούκλα. Τα ράσα της ανέμιζαν στον αέρα, κάνοντάς την να φαίνεται σαν μαύρο πουλί που σπαράζει στα νύχια ενός αετού. Ο μαύρος καπνός του δαίμονα εξαφανίστηκε στα επόμενα δευτερόλεπτα μέσα στα έγκατα της γης, μαζί με την Αδριανή.

«Την πήρε… Την πήρε μαζί του», ούρλιαξε ο Κωνσταντίνος.

Η Φανή με τον Χρήστο έτρεξαν προς το μέρος του, ενώ η Ζωή στην αντίθετη κατεύθυνση, προς τον χτυπημένο Αλέξανδρο. Τα δύο αδέλφια αγκάλιασαν τον πατέρα τους, ο οποίος ήταν απαρηγόρητος. Η Ζωή πλησίασε τον Αλέξανδρο και προς μεγάλη της ανακούφιση, μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται. Τον σήκωσε και κατευθύνθηκαν προς τον Κωνσταντίνο και τους υπόλοιπους.

«Θα τη βρούμε, στο υπόσχομαι», του έταξε ο Χρήστος.

«Τι έγινε…», ψέλλισε μέσα στη ζαλάδα του ο Αλέξανδρος.

«Ο δαίμονας πήρε την Αδριανή», απάντησε η Ζωή.

«Πρέπει να τη σώσουμε… να τη σώσουμε…», συνέχισε να φωνάζει ο Κωνσταντίνος.

«Ηρέμησε πατέρα. Δεν μπορεί να της κάνει κακό. Μέσα της κυλάει το αίμα του», του υπενθύμισε η Φανή κι ο Κωνσταντίνος απέκτησε το φυσιολογικό του χρώμα.

«Πρέπει να βρούμε την κόρη της, την Αγγελική. Να μάθει τα πάντα και να της εξηγήσουμε για το χαμό της μητέρας της. Πρέπει να μάθει…», είπε ψιθυριστά σχεδόν ο Κωνσταντίνος.

Κοίταξαν όλοι το δειλινό με το χρώμα της φωτιάς. Οι περιπέτειές τους δεν θα τελείωναν τόσο γρήγορα. Αντίθετα μόλις είχαν αρχίσει. Έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο κι η γεύση στο στόμα τους έγινε πικρή. Σκοπός τους ήταν να σώσουν την Αδριανή. Μα πρώτα έπρεπε να βρουν την κόρη της, την Αγγελική.

Όταν γεννήθηκε, ήταν η μοναδική που είχε κληρονομήσει τα σμαραγδιά μάτια της γιαγιάς της. Αυτό έκανε εντύπωση και στην μητέρα της και στον πατέρα της γιατί κανείς στις οικογένειές τους δεν είχε τέτοια απόχρωση ματιών. Ήταν πανέμορφο κοριτσάκι με μια επιδερμίδα λίγο πιο λευκή από το κανονικό. Σύντομα όμως έχασε τον πατέρα της, ο οποίος έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι και ποτέ δεν γύρισε πίσω. Το κενό του το συμπλήρωσε η μητέρα της που με καλοσύνη κι ευγένεια τής μετέδωσε τις αξίες και τις ηθικές αρχές που κουβαλούσε στην ζωή της. Τουλάχιστον μέχρι να γνωρίσει εκείνον. Έναν πανέμορφο άντρα που τη μύησε στα μυστικά του έρωτα, με το που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για τις σπουδές της, στα δεκαεφτά της χρόνια. Ήταν πραγματικά πολύ ελκυστικός, ώστε ποτέ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα μαύρα γυαλιά, που συχνά έκρυβαν τα μάτια του. Τρελαινόταν να χαϊδεύει με τις ώρες τα ίσια κατάμαυρα μαλλιά του που πάντα τα είχε δεμένα σε μακριά αλογοουρά πίσω από το σβέρκο. Έκαναν απίστευτη αντίθεση με την κάτασπρη επιδερμίδα του. Εκείνος την είχε επιλέξει μόνο για τα μάτια της. Αυτό το σμαραγδί χρώμα τον τρέλαινε. Την εγκατάλειψε ένα βράδυ μετά από πολύ ποτό και σαρκική ηδονή, καθώς και δύο σημάδια που της άφησε στη βάση του λαιμού της. Ήταν κι η αιτία που η Αγγελική έχασε το σμαραγδί χρώμα των ματιών της και κέρδισε ένα δαιμονικό κόκκινο…

ΤΕΛΟΣ

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ Επίλογος

Μετεωρα_α10

Επίλογος

Το τέλος είναι πάντα μια αρχή

 

 

Όλα τα όμορφα έχουν ένα τέλος. Έτσι και το καλοκαίρι έφτασε στην παρακμή του. Στα πρόσωπα όλων διακρινόταν καθαρά η ξεκούραση αλλά κι ένα δείγμα απρόσμενης ευτυχίας. Αποφάσισαν όλοι μαζί να επιστρέψουν στην Ελλάδα με αυτοκίνητα κι όχι με το αεροπλάνο. Η Αριάδνη θα έμενε με τον μπάτλερ της στα πάτρια εδάφη. Δεν μπορούσε να αφήσει την Κωνσταντινούπολη στην ηλικία όπου βρισκόταν. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν θα αποχωριζόταν την οικογένεια του ούτε για χίλιες πόλεις. Δεν θα τον άφηναν εξάλλου και τα παιδιά του. Φόρτωσαν μπαγκάζια και καρδιές για την πατρίδα τους. Στο ένα αυτοκίνητο μπήκαν ο Αλέξανδρος με την οικογένεια Εμπέογλου, και στο δεύτερο οι υπόλοιποι.

Πρώτος τους σταθμός ήταν η Θεσσαλονίκη. Έμειναν στο σπίτι του Οδυσσέα, το οποίο βρισκόταν κάτω από το κάστρο, με θέα την ερωτική Θεσσαλονίκη και πρώτο πλάνο τον Λευκό Πύργο. Χαλάρωναν όλοι στην τεράστια βεράντα του σπιτιού, πίνοντας καφέδες και ποτά. Η Αγνή βρήκε τη χαρά της στα παλιά παιχνίδια των παιδιών του Οδυσσέα. Υπήρχε όμως ένα ακόμα ερωτηματικό που έπνιγε τον Χρήστο. Κάτι που δεν είχαν ακόμα συζητήσει. Ήθελε να μάθει την ιστορία του πατέρα του από τη Ρουμανία και μετά. Ο Κωνσταντίνος, ζαλισμένος λιγάκι με τα τσίπουρα, που κερνούσε διαρκώς ο Οδυσσέας, χαμογέλασε και ξεκίνησε την αφήγησή του.

Τους εξιστόρησε όλη την περιπέτεια που είχαν με την άτυχη την συνεργάτιδά του την Αλίκη, μέχρι να φτάσουν στη σπηλιά και συγκεκριμένα στην τοποθεσία που βρήκαν την περγαμηνή. Τους αποκάλυψε, πως ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την εμφάνιση του δαίμονα. Αυτός ήταν ο πρώτος που είχε κάνει την επίκληση με την ανάγνωση της περγαμηνής, εν αγνοία του βέβαια. Ύστερα από το χτύπημα του δαίμονα και τον θάνατο της Αλίκης, που παρακολούθησε μέσα στην παραζάλη του, υπήρχε ένα κενό. Ο δαίμονας του χάρισε τη ζωή γιατί μυρίστηκε το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του. Αλλά αυτό το ανακάλυψε πολύ αργότερα.

Ξύπνησε σε ένα άγνωστο δωμάτιο, ενός επαρχιακού τοπίου που λίγα μπορούσε να διακρίνει από το παράθυρο. Μια πανέμορφη κοπέλα, σαν οπτασία κι όχι με ξεκάθαρη τη μορφή της, μπήκε στο δωμάτιο και, βλέποντάς τον ξύπνιο, έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Είχε μορφή αγγέλου. Τέτοια ομορφιά δεν είχε δει σε θνητή γυναίκα. Κι όπως αποκαλύφθηκε αργότερα δεν ήταν θνητή. Στην πορεία έμαθε πως ήταν η Αφροδίτη, η θεά του Έρωτα. Σε αυτό το μικρό ανάκτορο, κάπου χωμένο στο καταπράσινο Πήλιο, κρύβονταν από τα μάτια των θνητών οι δώδεκα θεοί. Είχε την τιμή να τους γνωρίσει όλους. Αιθέριες υπάρξεις, πότε άυλες, πότε ανθρωπόμορφες.

Τον είχε σώσει από τη σπηλιά ο Ήφαιστος, αλλιώς θα πέθαινε από ασιτία ή από τα νύχια κάποιου άγριου ζώου. Εκεί ήταν κι η πρώτη επαφή του με τον Άρη. Στο πλευρό του στεκόταν ένας όμορφος μελαχρινός νεαρός. Ήταν ο γιος του, ο Μάρκος. Είχε κληρονομήσει πολλά από τα χαρακτηριστικά του πατέρα του.

Από τα λόγια των θεών έμαθε τα πάντα για τον δαίμονα και την ιστορία του, όπως και για τον αμφορέα του Ηλίου. Τελευταίο έμαθε τον ρόλο που θα έπαιζε η οικογένεια του.

Του αφηγήθηκαν για τον Ήλιο, το πήλινο αγγείο και τον διαμελισμό του. Για πολλούς αιώνες αποτελούσαν τους φύλακες των τεσσάρων κομματιών. Όμως είχαν εξαφανιστεί με κάποιον άγνωστο τρόπο. Από τη στιγμή εκείνη είχαν μεταμορφωθεί σε κοινούς θνητούς κι είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην ανακάλυψη του μυθικού αμφορέα. Ο μύθος του αμφορέα τον ενθουσίασε ιδιαίτερα κι έτσι αποφάσισε να βοηθήσει τους θεούς να βρουν τα κομμάτια που μυστηριωδώς είχαν εξαφανιστεί από τις κρυψώνες όπου τα είχαν. Ένιωθε πως είχε και την υποχρέωση, εφόσον και τα δύο του παιδιά ήταν τα κλειδιά για την ένωσή του. Πριν όμως αναλάβει δράση είχαν σκοπό να του γνωρίσουν μια πολύ σημαντική γυναίκα, η οποία είχε παίξει σπουδαίο ρόλο σε όλη την ιστορία. Τον πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και τον γνώρισαν με τη μητέρα του την Αριάδνη.

Η Αριάδνη, όταν γέννησε τα δίδυμα παιδιά της, τα έδωσε για υιοθεσία. Τον γιο της σε μια εύπορη οικογένεια στο Ναύπλιο, με Πολίτικη καταγωγή, και την κόρη της σε μια θεοσεβούμενη γυναίκα στη Λάρισα. Τους έδωσε κι ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας της, με τον όρο πως δεν θα μάθαιναν ποτέ την αλήθεια. Θα βρισκόταν βέβαια συνέχεια σε επαφή μαζί τους για να μαθαίνει τα νέα των παιδιών της. Η οικογένεια του Κωνσταντίνου επέστρεψε στην Πόλη και για πολλά χρόνια παρέμεινε εκεί, οπότε η Αριάδνη είχε τον γιό της κοντά, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε, προς μεγάλη απογοήτευσή της, επέστρεψε με την οικογένεια του στη γενέτειρα των γονιών του, την Αργολίδα. Για την κόρη της μάθαινε από τη γυναίκα που την είχε υιοθετήσει.

Ο Κωνσταντίνος κόντεψε να τρελαθεί με την ιστορία που του είπαν οι Θεοί. Άλλους είχε γνωρίσει για γονείς κι άλλοι ήταν στην πραγματικότητα. Ακόμα μεγαλύτερο το σοκ, όταν η πραγματική του μάνα τού αποκάλυψε πως ο πατέρας του ήταν γόνος του δαίμονα. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Χρειάστηκε ένας ολόκληρος μήνας για να αποδεχτεί την κληρονομιά και την καταγωγή του. Η Αριάδνη του εξήγησε τους λόγους για τους οποίους ήταν αναγκασμένη να κάνει αυτή την υιοθεσία. Δεν έπρεπε να μάθει ο πατέρας τους την ύπαρξή τους, διαφορετικά θα κινδύνευε η ζωή τους αλλά κι η δική της.

«Η δίδυμη αδελφή μου που βρίσκεται αυτή τη στιγμή;», θέλησε να μάθει ο Κωνσταντίνος.

Ήταν το μόνο θετικό σε όλον αυτόν τον χείμαρρο των αλλόκοτων νέων. Πως είχε μια αδελφή. Μέχρι τότε θεωρούσε τον εαυτόν του ένα δυστυχισμένο μοναχοπαίδι. Έμαθε από την Αριάδνη, πως η αδελφή του ήταν μοναχή σε ένα μοναστήρι στα Μετέωρα. Ονομαζόταν Αδριανή, αναγραμματισμός του ονόματος της πραγματικής της μητέρας.

Ο Κωνσταντίνος ένιωθε την ανάγκη να τη γνωρίσει, γι’ αυτό και πήγε στο μοναστήρι, όπου βρισκόταν. Με το που την είδε συγκινήθηκε από την ομοιότητά τους. Το ίδιο παράξενα κι όμορφα αισθάνθηκε κι η Αδριανή. Ο Κωνσταντίνος της μίλησε για την πραγματική καταγωγή της. Είχε μια ηρεμία κι αγνότητα στα μάτια της που δεν κράτησε κακία στην πραγματική της μάνα. Τη συγχώρεσε και θέλησε κι η ίδια να τη γνωρίσει. Ζήτησε άδεια από το μοναστήρι κι έφυγε με τον αδελφό της για την Κωνσταντινούπολη. Η Αριάδνη ένιωθε πολύ συγκινημένη με την επανένωση της οικογένειά τη, καθώς και για την κατανόηση και τη μεγαλοκαρδία τους. Δεν παρέλειψε να τους μιλήσει για τον πατέρα τους, όπως και για τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση που μάθει για την ύπαρξή τους. Τον κίνδυνο να υπερισχύσει η δαιμονική τους πλευρά τον είχαν ήδη προσπεράσει, εφόσον είχαν υπερβεί το απαιτούμενο όριο ηλικίας. Δεν έπαυε όμως να είναι επικίνδυνος.

Από τότε ο Κωνσταντίνος έμενε στην Πόλη μαζί με την μητέρα του κι είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ανεύρεση των κομματιών του Αμφορέα. Έμαθε και για τους δαιμονανθρώπους, καθώς και για τον αρχηγό τους τον Δαβίδ. Ήταν η ίδια ομάδα που επιχείρησε να τον σκοτώσει στη Ρουμανία. Η ειρωνεία ήταν πως τότε δεν γνώριζε πως ηγέτης της ήταν ο ίδιος του ο πατέρας. Η Αριάδνη ποτέ δεν είχε αναφέρει το όνομά του. Βέβαι και ο ίδιος ζούσε στην άγνοιά του, όσον αφορά την ύπαρξη του γιού του.

Η ομάδα τους είχε ήδη βρει από πολλά χρόνια το ένα κομμάτι του αμφορέα, αυτό με το στοιχείο του αέρα. Προσπάθησε να τους το κλέψει και τότε για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τον Δαβίδ κι άρχισαν να τον κυνηγούν. Μόλις πληροφορήθηκε και η Αριάδνη για το γεγονός με λεπτομέρειες, έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό και την έριξε στο αναπηρικό καροτσάκι. Η καρδιά της αδυνάτισε.

Ο Κωνσταντίνος δεν αποκαρδιώθηκε. Αντίθετα το πείσμα του δυνάμωσε. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και την εξερεύνηση. Είχε διατηρήσει την επαφή του και με τους θεούς. Από αυτούς είχε μάθει τις αρχικές τοποθεσίες των τεσσάρων κομματιών. Μετά από αρκετά χρόνια κατάφερε να βρει το σπασμένο κομμάτι του Νερού. Για την ανακάλυψή του ήξεραν μόνο οι θεοί, η Αριάδνη, η αδελφή του κι εκείνη την στιγμή τα παιδιά του μαζί με τους νέους του φίλοθς.

Όλον αυτόν τον καιρό δεν είχε έρθει σε επαφή μαζί τους. Ήθελε να τον θεωρούν νεκρό. Με αυτόν τον τρόπο τους προστάτευε κι αυτός από τον Δαβίδ και τον δαίμονα, όπως ακριβώς έκανε κι η μητέρα του παλιότερα. Ένιωσε συντετριμμένος με τον θάνατο της γυναίκας του. Είχε παρακολουθήσει μάλιστα την κηδεία της από μακριά, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Περισσότερο είχε κλάψει για τα παιδιά του που τα είδε να έχουν μεγαλώσει, ενώ ο ίδιος ήταν απών.

Τα υπόλοιπα χρόνια είχε κλειστεί στον εαυτόν του, φροντίζοντας τη μητέρα του και προσπαθώντας, με λιγότερο βέβαια ζήλο, να βρει τα υπόλοιπα δύο κομμάτια. Κάποια στιγμή ήρθε σε επαφή μαζί του η Αθηνά, η θεά της Σοφίας και του εξήγησε το σχέδιο που είχαν για τα τέσσερα άτομα – κλειδιά του αμφορέα. Ήταν η περίοδος που το καθένα από αυτά βίωσε το τέλος της θνητής του ζωής. Έκλαψε πολύ για τον θάνατο των παιδιών του, παρόλο που του εξήγησαν πως με αυτόν τον τρόπο αναγεννήθηκαν, έχοντας αίμα θεϊκό. Ήταν οι νέοι ήρωες μιας σύγχρονης εποχής.

Από κει και πέρα, η μόνη στιγμή που ήρθε πολύ κοντά μαζί τους, ήταν όταν τον ανακάλυψε ο καθηγητής Αντύπας μα δεν είχε τη δύναμη ακόμα να φανερωθεί και προτίμησε να περιμένει για την κατάλληλη στιγμή, η οποία κι ήρθε με το ταξίδι τους στην Κωνσταντινούπολη.

Η Ζωή είχε κολλήσει στο σημείο της ιστορίας που ανέφερε την εύρεση του κομματιού με το στοιχείο του Νερού.

«Πότε μπορούμε να δούμε το κομμάτι του αμφορέα;», ρώτησε, καρδιοχτυπώντας.

Η απάντηση που πήρε της προκάλεσε ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Θα τους οδηγούσε στο χώρο, όπου είχε κρύψει το εύρημα του. Δεν ανέφερε, όμως, κάτι περισσότερο από αυτό.

Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν νωρίς για τον δρόμο του γυρισμού. Αποφάσισαν να περάσουν από τα Μετέωρα για να γνωρίσουν την Αδριανή. Έστριψαν δεξιά στην εθνική με προορισμό την Καλαμπάκα. Φτάνοντας, είδαν τους τεράστιους βράχους των Μετεώρων να ορθώνονται μπροστά τους. Η αίσθηση με τους πέτρινους αυτούς γίγαντες δίπλα τους ήταν περίεργη, σαν να βρίσκονται σε έναν άλλο άγνωστο πλανήτη. Ανέβηκαν στο μοναστήρι, όπου μόναζε η Αδριανή. Παρόλο το ράσο και την προχωρημένη ηλικία της, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα και πραγματικά έμοιαζε καταπληκτικά με τον Κωνσταντίνο. Ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Άνοιξε τα χέρια της και την ζεστή της αγκαλιά, για τα ανίψια της και τους φίλους τους. Κάθισε μαζί τους και συζήτησε με τις ώρες, ρωτώντας να μάθει τα πάντα για τη ζωή τους μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά κι εκείνοι ήθελαν να γνωρίσουν καλύτερα τη γυναίκα με το πράο πρόσωπο. Καθώς και τον λόγο που αποφάσισε να γίνει μοναχή. Η θαλπωρή κι η θετική ενέργεια που εξέπεμπε το βλέμμα της ήταν μαγευτική. Δεν διακρινόταν τίποτα το δαιμονικό στα μάτια της αλλά ούτε και στον Κωνσταντίνο. Οποιαδήποτε κληρονομιά από τον Δαβίδ είχε θαφτεί καλά μέσα στα σωθικά τους.

«Πως βρέθηκες εδώ; Γιατί αποφάσισες να αφιερωθείς στον θεό;», ρώτησε η Φανή, παρατηρώντας τις κινήσεις της, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έμοιαζαν με αυτές του πατέρα της.

«Η γυναίκα που με υιοθέτησε ήταν υπερβολικά θεοσεβούμενη κι από μικρή με μύησε στη θρησκεία. Δεύτερο σπίτι μου ήταν η εκκλησία κι η αλήθεια είναι πως νιώθω άνετα εκεί. Πριν γίνω καλόγρια είχα παντρευτεί κάποιον άντρα από τον Βόλο, φτιάχνοντας μαζί το σπιτικό μας. Έχω και μια κόρη, την Αγγελική».

«Δηλαδή έχουμε και ξαδέλφη;», ρώτησε, χαμογελώντας, ο Χρήστος.

 «Θα χαρεί να μάθει πολύ για τα πρώτα της ξαδέλφια. Δεν της έχω πει τίποτα για την οικογένειά της. Πέρασε μια δύσκολη εφηβεία και περίμενα να ηρεμήσει λίγο. Σύντομα όμως θα της πω τα πάντα για εσάς».

«Ο πατέρας της Αγγελικής τι απέγινε;», συνέχισε τις ερωτήσεις η Φανή.

«Ο άντρας μου αποδείχτηκε απατεώνας και με παράτησε για μια Ρωσίδα. Έφυγε μαζί της στη Ρωσία και με άφησε μόνη με την κόρη μου. Όταν η Αγγελική έφυγε για σπουδές, αποφάσισα να αφιερωθώ στην πραγματική μου αγάπη, τον Θεό».

Η καλοσύνη κι η αβρότητα έρεαν αβίαστα από εκείνη τη γυναίκα.

Κάτι της ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος στο αυτί και τους παρακάλεσε να την ακολουθήσουν. Βγήκαν εκτός μοναστηρίου και πήραν ένα μονοπάτι, αφήνοντας τη μικρή Αγνή με τις υπόλοιπες καλόγριες. Μετά από λίγο έφτασαν σε ένα μικρό καλύβι. Μπήκαν μέσα κι είδαν την Αδριανή να βγάζει μια πλίθρα από το εσωτερικό της καλύβας. Πίσω από την πλίθρα υπήρχε ένα κεντητό ταγάρι και μέσα σε αυτό ένα μεταλλικό κουτί. Τράβηξε μια αλυσίδα από τον κόρφο της κι με ένα μικρό κλειδάκι ξεκλείδωσε το κουτί. Στο εσωτερικό υπήρχε ένα σπασμένο πήλινο κομμάτι, όπου στη μια του πλευρά ήταν ζωγραφισμένο ένα σχέδιο, όμοιο με το μενταγιόν που κουβαλούσε στον λαιμό της η Ζωή. Ήταν το κομμάτι του Νερού από τον αμφορέα του Ηλίου. Παρότι σπασμένο ήταν πανέμορφο. Όλοι το κοίταζαν εκστασιασμένοι. Η Ζωή είχε ένα χαμόγελο στα χείλη κι ένιωθε ολοκληρωμένη κοντά του. Το έπιασε απαλά στα χέρια της κι αισθάνθηκε πως κολυμπούσε στα πιο δροσερά νερά, πως τα μάτια της έγιναν βρύσες με γάργαρο νερό, πως το σώμα της ήταν πηγή που ανέβλυζε το καθάριο ύδωρ. Έδωσε με δυσκολία στην Αδριανή το κομμάτι και το τοποθέτησε στην κρυψώνα του.

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγουμε. Δεν θέλουμε να μας βρει η νύχτα», είπε ο Κωνσταντίνος ανήσυχος, κοιτώντας από το πέτρινο παραθυράκι το σκοτάδι που είχε απλωθεί νωρίτερα.

«Θα μπορούσατε να μείνετε εδώ. Υπάρχουν κελιά για να σας φιλοξενήσουμε», είπε η Αδριανή με λαχτάρα στα μάτια της.

«Κάποια άλλη φορά θα έρθουμε. Πολύ σύντομα. Πρέπει να επιστρέψουμε όμως το συντομότερο στο Ναύπλιο», απάντησε ο Αλέξανδρος.

Ανοίγοντας την πόρτα της μικρής καλύβας ήρθαν αντιμέτωποι με ένα απόκοσμο, κατάμαυρο σύννεφο στον ουρανό.

«Δεν υπήρχε αυτό πριν», πετάχτηκε ο Χρήστος.

Τα μενταγιόν τους άρχισαν να λαμποκοπούν. Τα ένιωσαν να δονούνται στο στήθος τους.

«Ο δαίμονας», ούρλιαξε η Ζωή.

«Πρέπει να βγούμε γρήγορα από την καλύβα. Να προστατέψουμε τον αμφορέα», φώναξε η Αδριανή.

Η πόρτα της καλύβας έκλεινε πίσω τους, όταν το μαύρο σύννεφο στον ουρανό άρχισε να στροβιλίζεται. Ένα δυνατό βουητό, σαν ουρλιαχτό, έσκισε τον αέρα. Το σύννεφο συρρικνώθηκε απέναντί τους. Οι τέσσερις νέοι ήρωες σχημάτισαν έναν κλοιό, ώστε να προστατέψουν τον Κωνσταντίνο και την Αδριανή, καθώς και το καλύβι με το κρυμμένο μυστικό. Το σύννεφο προσπαθούσε να πάρει μορφή. Δύο μάτια κατακόκκινα, σαν πυρακτωμένα μέταλλα, φαίνονταν στο ασχημάτιστο ακόμα κεφάλι. Η μορφή είχε τελειοποιηθεί. Για πρώτη φορά αντίκρισαν την πραγματική όψη του εχθρού τους. Ένας πελώριος, κατάμαυρος δράκος, με λέπια όμοια με μέταλλο και κέρατα, πύρινα κι αυτά όπως τα μάτια του, έστεκε μπροστά τους. Οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Η ουρά του είχε δύο φορές το μέγεθός του και στο τελείωμά της υπήρχε ένα τεράστιο αγκάθι, σαν αυτό του σκορπιού. Η Ζωή ένιωσε το σώμα της να τρέμει αλλά προσπαθούσε να συγκρατηθεί, βλέποντας το θάρρος στα μάτια των άλλων. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε με σθένος το κτήνος που βρισκόταν μπροστά τους. Ο δράκος άνοιξε το στόμα του και μίλησε σε μια γλώσσα άγνωστη.

«Μιλάει την αρχαία Κυριλλική», τους εξήγησε ο Κωνσταντίνος που τον είχαν κρυμμένο πίσω τους.

«Καταλαβαίνεις δηλαδή τι λέει;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Σας αποκαλεί κλειδιά κι απειλεί πως θα σας εξαφανίσει αν δεν του δώσετε το κομμάτι του αμφορέα».

«Πες του να πάει στο διάολο», φώναξε ο Αλέξανδρος.

«Από εκεί ήρθε», του απάντησε ο Χρήστος. «Δεν πρόκειται να πάρει τίποτα από μας».

Ο Κωνσταντίνος μίλησε δυνατά στην ίδια γλώσσα με το δράκο. Για μια μονάχα στιγμή ο δράκος έμεινε ανέκφραστος και τους κοιτούσε. Τους ζύγιζε, ίσως. Ύστερα άφησε μια βοή δυνατή, ειρωνική. Συνέχισε να μιλάει και να γελάει, ταυτόχρονα.

«Αναρωτιέται πως είναι δυνατόν τόσο γελοία ανθρωπάρια σαν εμάς να θέλουμε να τα βάλουμε μαζί του», τους μετάφρασε ο Κωνσταντίνος.

«Βγάλτε όλοι τα μενταγιόν», φώναξε ο Χρήστος.

Κι οι τέσσερις ταυτόχρονα έφεραν στο φως τα μενταγιόν. Ο Χρήστος ένιωσε για μια ακόμα φορά τον αέρα να βγαίνει από το σώμα του, σαν άλλος στρόβιλος, και να κατευθύνεται προς τον δαίμονα. Ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε τη θέρμη της φωτιάς να αναβλύζει από τα σωθικά του και, όπως ο κεραυνός, να εξαπολύεται προς τον εχθρό. Η Ζωή πέταξε μια δίνη από νερό προς το μέρος του. Η Φανή ένιωσε τα κάτω άκρα της να γίνονται ένα με τη γη κι ένα τρέμουλο να την ανακινεί. Μια μικρή σχισμή ξεκίνησε από τα πόδια της και κατευθυνόταν προς τον δράκο. Στην πορεία η μικρή αυτή σχισμή γινόταν χαράδρα, άνοιγε έτοιμη να καταπιεί τον δαίμονα. Αυτός κάγχασε ειρωνικά. Τα μάτια του πέταξαν φλόγες και με μια απότομη κίνηση έστριψε, στέλνοντάς τους με φόρα τη γυαλιστερή ουρά του. Εκσφενδόνισε και τους τέσσερις στον αέρα. Ο Κωνσταντίνος άρπαξε την Αδριανή κι έπεσαν προς τα πίσω, γλιτώνοντας έτσι έναν βέβαιο θάνατο. Η Φανή κατρακύλησε, μα τα κλαριά της γης τη συγκράτησαν και τη προστάτεψαν, όπως μια μάνα προστατεύει τα παιδία της. Η Ζωή τυλίχτηκε με το νερό κι έπεσε μαλακά. Ο Αλέξανδρος ένιωσε το σώμα του να γίνεται μέταλλο καυτό, με αποτέλεσμα να μη τραυματιστεί από τη βίαιη πρόσκρουσή του με το έδαφος. Ο Χρήστος έμεινε για μια στιγμή να αιωρείται, σαν αερικό, κι ύστερα προσγειώθηκε μαλακά. Ο δαίμονας έδειξε να εκνευρίζεται με όσα αντίκρισε. Ένας βρυχηθμός βγήκε από τα ρουθούνια του, αποκαλύπτοντας την οργή του. Το σώμα του για μια ακόμα φορά άρχισε να αποσυντίθεται και να γίνεται καπνός. Φωτιές, πέτρες και μεταλλικά λέπια άρχισαν να πετάγονται παντού, μέσα από τον τυφώνα που δημιούργησε το σώμα του. Η Ζωή με το νερό έσβηνε τη φωτιά, ο Αλέξανδρος με τη φωτιά έλιωνε το μέταλλο, η Φανή με ρίζες και κλαριά από τη γη απέκρουε τις πέτρες και τις έστελνε μακριά κι ο Χρήστος με το μένος του αέρα διέλυε το μαύρο σύννεφο του δαίμονα. Εκείνος με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις είχε συρρικνωθεί, σχεδόν αφανιστεί. Τότε ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που έκανε τη γη να σειστεί. Κι οι τέσσερεις σωριάστηκαν στο έδαφος από την οργή του δαίμονα. Πλοκάμια καπνού εξαπολύονταν παντού τριγύρω, χτυπώντας με οργή ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ένα τέτοιο πλοκάμι βρήκε τον Αλέξανδρο στο κεφάλι και τον πέταξε αναίσθητο στο έδαφος. Η Ζωή, πανικόβλητη, πήγε να τρέξει κοντά του αλλά. ακούγοντας ένα ουρλιαχτό της Φανής, έσκυψε κι απέφυγε ένα βίαιο χτύπημα. Ένα από τα πλοκάμια του δαίμονα άρπαξε την Αδριανή. Τη σήκωσε ψηλά σαν ψεύτικη κούκλα. Τα ράσα της ανέμιζαν στον αέρα, κάνοντάς την να φαίνεται σαν μαύρο πουλί που σπαράζει στα νύχια ενός αετού. Ο μαύρος καπνός του δαίμονα εξαφανίστηκε στα επόμενα δευτερόλεπτα μέσα στα έγκατα της γης, μαζί με την Αδριανή.

«Την πήρε… Την πήρε μαζί του», ούρλιαξε ο Κωνσταντίνος.

Η Φανή με τον Χρήστο έτρεξαν προς το μέρος του, ενώ η Ζωή στην αντίθετη κατεύθυνση, προς τον χτυπημένο Αλέξανδρο. Τα δύο αδέλφια αγκάλιασαν τον πατέρα τους, ο οποίος ήταν απαρηγόρητος. Η Ζωή πλησίασε τον Αλέξανδρο και προς μεγάλη της ανακούφιση, μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται. Τον σήκωσε και κατευθύνθηκαν προς τον Κωνσταντίνο και τους υπόλοιπους.

«Θα τη βρούμε, στο υπόσχομαι», του έταξε ο Χρήστος.

«Τι έγινε…», ψέλλισε μέσα στη ζαλάδα του ο Αλέξανδρος.

«Ο δαίμονας πήρε την Αδριανή», απάντησε η Ζωή.

«Πρέπει να τη σώσουμε… να τη σώσουμε…», συνέχισε να φωνάζει ο Κωνσταντίνος.

«Ηρέμησε πατέρα. Δεν μπορεί να της κάνει κακό. Μέσα της κυλάει το αίμα του», του υπενθύμισε η Φανή κι ο Κωνσταντίνος απέκτησε το φυσιολογικό του χρώμα.

«Πρέπει να βρούμε την κόρη της, την Αγγελική. Να μάθει τα πάντα και να της εξηγήσουμε για το χαμό της μητέρας της. Πρέπει να μάθει…», είπε ψιθυριστά σχεδόν ο Κωνσταντίνος.

Κοίταξαν όλοι το δειλινό με το χρώμα της φωτιάς. Οι περιπέτειές τους δεν θα τελείωναν τόσο γρήγορα. Αντίθετα μόλις είχαν αρχίσει. Έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο κι η γεύση στο στόμα τους έγινε πικρή. Σκοπός τους ήταν να σώσουν την Αδριανή. Μα πρώτα έπρεπε να βρουν την κόρη της, την Αγγελική.

Όταν γεννήθηκε, ήταν η μοναδική που είχε κληρονομήσει τα σμαραγδιά μάτια της γιαγιάς της. Αυτό έκανε εντύπωση και στην μητέρα της και στον πατέρα της γιατί κανείς στις οικογένειές τους δεν είχε τέτοια απόχρωση ματιών. Ήταν πανέμορφο κοριτσάκι με μια επιδερμίδα λίγο πιο λευκή από το κανονικό. Σύντομα όμως έχασε τον πατέρα της, ο οποίος έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι και ποτέ δεν γύρισε πίσω. Το κενό του το συμπλήρωσε η μητέρα της που με καλοσύνη κι ευγένεια τής μετέδωσε τις αξίες και τις ηθικές αρχές που κουβαλούσε στην ζωή της. Τουλάχιστον μέχρι να γνωρίσει εκείνον. Έναν πανέμορφο άντρα που τη μύησε στα μυστικά του έρωτα, με το που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για τις σπουδές της, στα δεκαεφτά της χρόνια. Ήταν πραγματικά πολύ ελκυστικός, ώστε ποτέ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα μαύρα γυαλιά, που συχνά έκρυβαν τα μάτια του. Τρελαινόταν να χαϊδεύει με τις ώρες τα ίσια κατάμαυρα μαλλιά του που πάντα τα είχε δεμένα σε μακριά αλογοουρά πίσω από το σβέρκο. Έκαναν απίστευτη αντίθεση με την κάτασπρη επιδερμίδα του. Εκείνος την είχε επιλέξει μόνο για τα μάτια της. Αυτό το σμαραγδί χρώμα τον τρέλαινε. Την εγκατάλειψε ένα βράδυ μετά από πολύ ποτό και σαρκική ηδονή, καθώς και δύο σημάδια που της άφησε στη βάση του λαιμού της. Ήταν κι η αιτία που η Αγγελική έχασε το σμαραγδί χρώμα των ματιών της και κέρδισε ένα δαιμονικό κόκκινο…

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

Νεκτάριος Μπουτεράκος

 

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 15ο

grim-reaper

Κεφάλαιο 15

Η αναγέννηση των ηρώων

 

 

Ο θάνατος του Σωκράτη ήταν πολύ μεγάλο πλήγμα για όλους. Η Φανή ενημέρωσε τον Μάρκο και τον Οδυσσέα. Την επόμενη κιόλας μέρα κι οι δύο θα έφταναν στην Κωνσταντινούπολη. Παρά την στεναχώρια τους, ήταν απαραίτητο να συναντήσουν την Αριάδνη. Έπρεπε να δώσουν ένα τέλος σε εκείνο το δράμα.

Βρίσκονταν ήδη μπροστά από το αρχοντικό. Ο μπάτλερ τούς άνοιξε και τούς ανέβασε για μια ακόμα φορά στο καθιστικό. Ο Χρήστος άκουσε μια αντρική φωνή στο βάθος του σπιτιού, όμως η Αριάδνη ήρθε μόνη της μαζί με τον ηλικιωμένο μπάτλερ. Στην ερώτησή της για την απουσία του Σωκράτη, της αποκάλυψαν τον άδικο θάνατό του. Το πρόσωπό της συσπάστηκε και σκοτείνιασε. Ένα πέπλο θλίψης το κάλυψε. Έκανε νόημα στον μπάτλερ κι ύστερα από λίγο της έφερε ένα χαπάκι κι ένα ποτήρι νερό.

«Είστε καλά;», ρώτησε η Φανή τη γριά γυναίκα που είχε χλομιάσει σαν το κερί.

«Τώρα είμαι καλά, κόρη μου. Η καρδιά μου είναι αδύναμη και το σοκ που μόλις υπέστη μεγάλο».

Με δυσκολία προσπαθούσε να συγκρατήσει το τρέμουλο των χεριών της.

«Ο Σωκράτης ήταν σημαντικό πρόσωπο κι οι γνώσεις του απαραίτητες για το πρόβλημά μας», συνέχισε ο Αλέξανδρος.

«Έχετε απόλυτο δίκιο. Το χειρότερο είναι πως χάθηκε μια ακόμα ζωή».

«Τι θα κάνουμε τώρα χωρίς τη βοήθειά του; Όλα τελειώνουν εδώ».

Η Φανή είχε απογοητευτεί από την έκβαση των τελευταίων γεγονότων. Από τη μία ένιωθε πως έφευγε ένα βάρος από πάνω της, μια ευθύνη που δεν ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει μα από την άλλη είχαν μπλεχτεί βαθιά μέσα σε εκείνη την ιστορία και δεν ήταν εύκολο να την ξεχάσουν τόσο απλά.

«Τίποτα δεν τελειώνει εδώ, αγαπητή μου. Υπάρχει ένας άνθρωπος, του οποίου η γνώση είναι σημαντικότερη από αυτήν του Σωκράτη, χωρίς να θέλω να τον μειώσω στα μάτια σας».

Με δυσκολία έλεγχε πλέον τον εαυτόν της η Αριάδνη. Η συγκίνησή της κι η αγωνία της είχαν γίνει κύματα που κατέκλυζαν το γέρικο κορμί της. Μέσα στα επόμενα λεπτά μια αποκάλυψη θα τους συγκλόνιζε όλους. Σαν μια απρόβλεπτη έκρηξη ηφαιστείου που η λαίλαπά του θερίζει ανυποψίαστα θύματα.

«Ποιος είναι αυτός;», ρώτησε ο Χρήστος, σκεπτόμενος την φωνή που άκουσε νωρίτερα και την σκιά που είδε το πρωί.

«Είναι ένα συγγενικό μου πρόσωπο, πολύ αγαπητό. Συγκεκριμένα είναι ο γιος μου. Και νομίζω πως ήρθε η ώρα να τον γνωρίσετε».

Η Αριάδνη έκανε ένα ακόμα νόημα στον μπάτλερ κι εκείνος για μια ακόμα φορά εξαφανίστηκε. Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του Χρήστου, σαν ένα αόρατο χέρι που προσπαθούσε να του στερήσει την ανάσα. Κοίταξε μέσα στα μάτια την αδελφή του μα κι η ίδια έστεκε πετρωμένη. Το αίσθημα εκείνο του πνιγμού γινόταν όλο και πιο οδυνηρό όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα που στο μυαλό τους κράτησε αιώνες. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας άντρας με γυαλιά ηλίου και μια τραγιάσκα τραβηγμένη σε σημείο, όπου δεν φαινόταν το πρόσωπό του. Ο Χρήστος για έναν περίεργο τρόπο ανατρίχιασε. Δεν έφταιγε μόνο το γεγονός πως τον είχε δει την προηγούμενη μέρα απέναντι από το ξενοδοχείο. Ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ πιο δυνατό. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα αισθάνθηκε κι η Φανή. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν τόσο οικεία η εικόνα τους που τα ένιωσε να της χαϊδεύουν το πρόσωπο, να αγγίζουν παιχνιδιάρικα τη μύτη της κι ένα τόσο γνωστό χαμόγελο μα τόσο ξεχασμένο στα χρόνια και στον πόνο να εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια της. Αυτή η αμηχανία των χεριών του, το ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα των δαχτύλων του την έκαναν να αναρριγήσει. Χιλιάδες εικόνες από τη παιδική της ηλικία πέρασαν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μπροστά από τα διάπλατα μάτια της. Κοιτούσε τα μαύρα γυαλιά του που τον προστάτευαν από την αλήθεια και προσπαθούσε να τα διαπεράσει.

«Δεν μπορεί να είσαι…», ψέλλισε μέσα από τα δόντια της.

Ο Χρήστος με δυσκολία γύρισε και την κοίταξε. Η φιγούρα της αδελφής του είχε τσαλακωθεί. Τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί και μια μάσκα πόνου αλλά κι ανείπωτης χαράς ταυτόχρονα είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Τα χείλη της έτρεμαν, τα μάτια της είχαν στεγνώσει, κόντευαν να βγουν από τις κόγχες τους, η καρδιά της βροντούσε τόσο δυνατά στο στήθος της που μπορούσε να διακρίνει κανείς τον γρήγορο ρυθμό της.

Ο άντρας με τα μαύρα γυαλιά και τη τραγιάσκα κίνησε να την πλησιάσει αλλά δεν έκανε πάνω από δύο βήματα. Η αμηχανία του ήταν έκδηλη. Ο Χρήστος κοιτούσε μία τον άντρα και μία τη Φανή. Ο ίδιος είχε αδρανοποιηθεί.

«Φανή», ψιθύρισε ο άντρας τόσο σιγά που κανείς σχεδόν δεν τον άκουσε.

Σχεδόν, γιατί για τη Φανή ήταν μια φωνή που τη διαπέρασε. Τα γόνατά της λύθηκαν. Γονάτισε στο πάτωμα και, κλαίγοντας, άπλωσε τα χέρια της προς αυτόν. Χρόνια επιζητούσε την αγκαλιά του και δεν πίστευε ποτέ πως θα την ξανάβρισκε. Εκείνη τη στιγμή ικέτευε μόνο για ένα άγγιγμά του.

«Μπαμπά…».

Η φωνή βγήκε σαν ρόγχος από μέσα της. Η Ζωή ανατρίχιασε με τη λέξη κι ο Αλέξανδρος πάγωσε. Ο Χρήστος απλά παρατηρούσε.

«Ναι, κόρη μου, εγώ είμαι. Παιδιά μου», είπε κοιτάζοντας μία τη Φανή και μία τον Χρήστο.

Ο Κωνσταντίνος έβγαλε τα γυαλιά και τη τραγιάσκα, αφήνοντάς τα να πέσουν στο πάτωμα. Τα παιδιά του τον κοιτούσαν σαστισμένα. Η έκπληξη ήταν τόσο μεγάλη και για τους δύο με την αποκάλυψη του ανθρώπου που έστεκε απέναντί τους, ώστε ένιωσαν να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Μπροστά στο παγωμένο βλέμμα τους έστεκε ο πατέρας τους ζωντανός. Φανερά γερασμένος και καταβεβλημένος μα, αλλά ολοζώντανος. Δάκρια κύλησαν από τα μάτια της Φανής, καθώς σηκωνόταν. Έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του, μια αγκαλιά που από μικρή λαχταρούσε και στερήθηκε στην εφηβεία της. Έτρεμε από συγκίνηση. Ο Χρήστος ήταν ανίκανος να αντιδράσει. Εικόνες, σκέψεις, κατάλοιπα μιας παιδικής στέρησης, όλα αυτά τού ακινητοποίησαν το σώμα και του πάγωσαν το μυαλό.

Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τον γιό του βουρκωμένος και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Χρήστος είχε παγώσει στην θέση του και τον κάρφωνε σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο άνθρωπος, εξαιτίας του οποίου η ζωή του είχε σχεδόν καταστραφεί, βρισκόταν μπροστά του ζωντανός. Και το πιο κυριότερο, για ποιόν λόγο τον αποκάλεσε η Αριάδνη γιο της; Ήταν τόσα πολλά τα ερωτηματικά στο μυαλό του που είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον του. Δεν κινήθηκε από τη θέση του, απλώς συνέχισε να κοιτάζει προς το μέρος του Κωνσταντίνου.

«Πως είναι δυνατόν να είσαι ζωντανός; Που βρισκόσουν τόσα χρόνια; Γιατί δεν επικοινώνησες μαζί μας;».

Η φωνή έβγαινε ξένη από το στόμα του. Πίστευε πως όλα αυτά ήταν μια κακογυρισμένη ταινία κι ο ίδιος ανυπομονούσε να τελειώσει για να φύγει, τρέχοντας από εκείνη τη σκοτεινή, κλειστοφοβική αίθουσα.

«Δεν μπορούσα αγόρι μου. Θα έβαζα τη ζωή σας σε κίνδυνο».

Πως να του εξηγήσει κάτι το τόσο ασύλληπτο μέσα σε μια στιγμή; Η παγωμάρα στα μάτια του γιού του τον συνέθλιβε. Ήξερε πως είχε δίκιο αλλά έπρεπε πρώτα να του εξηγήσει για να καταλάβει τους λόγους που τον στερήθηκε.

«Ποιά ζωή; Αυτή που μου κατέστρεψες;», ούρλιαξε ο Χρήστος, ξεσπώντας απότομα. «Μας άφησες μόνους. Μας εγκατέλειψες. Εξαιτίας σου πέθανε η μάνα μας. Η γυναίκα σου».

Τα λόγια του έγιναν θύελλες και σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα μάτια του κεραυνοί, έτοιμοι να εξοστρακιστούν. Η ανάσα του βροντή που αγκομαχούσε από τα εσώψυχά του.

«Πάψε Χρήστο. Δεν είναι η ώρα για εξηγήσεις», επενέβη η Φανή.

«Πως μπορείς και τον συγχωρείς τόσο εύκολα; Πως μπορείς και πέφτεις τόσο εύκολα στην αγκαλιά του; Έτσι, χωρίς κάποιες απαντήσεις».

«Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα τον. Είναι ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς».

«Θα μπορούσε να είναι κι η μαμά εδώ, αν γνώριζε».

«Κάποιες θυσίες ήταν απαραίτητες», είπε λίγο παγωμένα ο Κωνσταντίνος.

«Κάποιες θυσίες; Τι λες τώρα».

Ο Χρήστος έτρεμε από οργή.

«Κάποιες θυσίες ήταν η μάνα μου; Η ζωή μου;», συνέχισε, ουρλιάζοντας.

Έψαχνε τον χώρο να βρει έξοδο. Μια μικρή τρύπα από την οποία θα ξεχυνόταν και θα εξανεμιζόταν στον ουρανό.

«Ηρέμησε αγόρι μου. Θα σου εξηγήσω».

Ο Κωνσταντίνος έκανε να τον πλησιάσει αλλά ο Χρήστος τον έσπρωξε κι όρμησε έξω από το σπίτι.

Έτρεχε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και τα δάκρια έρεαν ποτάμια από τα μάτια του. Ένιωθε προδομένος, καταστρεμμένος από έναν άνθρωπο που θεωρούσε νεκρό. Από τον ίδιο του τον πατέρα. Το ίδιο του το αίμα. Εξαιτίας του είχε μετατραπεί σε ένα δειλό ανθρωπάκι. Εξαιτίας του είχε διαλυθεί η οικογένειά του. Εξαιτίας του είχε χάσει τη μάνα του, είχε χάσει τον εαυτό του. Έτρεχε κι ούρλιαζε: Γιατί; Ο κόσμος τριγύρω τον κοιτούσε ανάστατος μα ο Χρήστος δεν αντιλαμβανόταν πλέον το περιβάλλον. Είχε μόνο μια εικόνα στα μάτια του. Το πρόσωπο του πατέρα του και τις λέξεις, σαν παγωμένα βέλη, που πετάγονταν από το στόμα του. Τα πόδια του έκαιγαν από το τρέξιμο, μπορεί και να είχαν ματώσει μα δεν τα αισθανόταν.

Ξαφνικά μια σκέψη τον αιφνιδίασε και τον σταμάτησε απότομα. Βρισκόταν σε μια γέφυρα, οπότε και πιάστηκε από την κουπαστή. Κοιτούσε το νερό που κυλούσε από κάτω και το ένιωθε να γίνεται θηλιά και να τον πνίγει. Ο πατέρας του ήταν γιος της Αριάδνης, της γιαγιάς που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Συνεπώς, παππούς του ήταν ο Δαβίδ. Μέσα του έτρεχε αίμα του δαίμονα. Ήταν απόγονος ενός τέρατος, ενός καταστροφικού πλάσματος, διψασμένου για αίμα. Ήθελε απεγνωσμένα να πεθάνει εκείνη την στιγμή κι αν δεν ήταν τόσο δειλός θα το είχε κάνει. Συνέχισε να τρέχει στους δρόμους της Πόλης, δίχως προορισμό. Δεν πρόσεχε δρόμους, αυτοκίνητα, ανθρώπους. Όλα ήταν θολά στα μάτια του, σκοτεινά και μάταια. Η νύχτα άρχισε να απλώνεται ολόγυρα. Τα φώτα της πόλης άναψαν, δίνοντας ένα μυστήριο στην ατμόσφαιρα. Ζαλισμένος και κουρασμένος από το πολύωρο τρέξιμο, καθώς και τις διάσπαρτες σκέψεις που δεν μπορούσε να βάλει σε μια σειρά, σταμάτησε μπροστά σε κάποιο μπαρ. Κοιτάζοντάς το τού θύμισε εκείνο το μπαρ στα Ιωάννινα. Πλησίασε κι άγγιξε το πόμολο της πόρτας. Έκλεισε τα μάτια και μπήκε μέσα. Παρακαλούσε όταν τα άνοιγε να έβλεπε εκείνη μπροστά του. Ήταν η μόνη που θα μπορούσε να του πάρει λίγο από τον πόνο. Δεν υπήρχε πουθενά. Μόνο δυο τρεις άντρες ξεχασμένοι στο ποτό τους. Κάθισε κι αυτός στον πάγκο, χαμηλώνοντας το κεφάλι. Παρήγγειλε ένα μπουκάλι βότκα κι άρχισε να πίνει. Το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Δεν ήθελε να νιώθει τίποτα. Αφέθηκε στο μούδιασμα του αλκοόλ κι ο νους του θόλωσε. Όλα γύριζαν. Ένας τρελός χορός από φώτα, αντικείμενα κι ανθρώπους. Δεν ένιωθε πλέον πόνο, δεν ένιωθε τίποτα. Αυτό ήθελε. Και τότε την είδε. Ναι, ήταν η ίδια κοπέλα που γνώρισε στα Ιωάννινα. Μέσα σε μια αχνοκίτρινη φωτεινή αύρα της να ανεμίζουν τα σκούρα μαλλιά της και το λευκό της φόρεμα με τα στάχια. Του χαμογελούσε και του ψιθύριζε τα ίδια λόγια που είχε πει και στα Ιωάννινα.

«Την δύναμη την έχεις μέσα σου, μπορείς να τα καταφέρεις».

Έπειτα απλώς εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω ένα ανεπαίσθητο άρωμα μυρτιάς.

«Μη… Μη φεύγεις σε παρακαλώ», φώναξε ο Χρήστος, μεθυσμένος.

«Σε ποιόν μιλάς», ρώτησε στα αγγλικά ο μπάρμαν, αφού τα ελληνικά δεν μπορούσε να τα καταλάβει.

«Μη δίνεις σημασία… Έχω πιεί πολύ…», δικαιολογήθηκε ο Χρήστος στην ίδια γλώσσα, κατεβάζοντας βαθύτερα το κεφάλι του.

Ύστερα από ώρα κι αφού τα μπουκάλια καταναλώνονταν το ένα μετά το άλλο, έριξε μια ματιά στο παράθυρο που κοίταζε τον δρόμο. Είδε δύο μάτια κατακόκκινα να τον κοιτάζουν. Αμέσως μετά ένα χαμόγελο σαρδόνιο. Ήταν εκείνος, ο Δαβίδ. Με ένα γρήγορο βλεφαρισμό εξαφανίστηκε. Εκείνη τη στιγμή ο Χρήστος ένιωσε το αίμα του να βράζει. Είχε σπασμούς και τα μάτια του έκαιγαν. Το στόμα του το αισθανόταν πρησμένο και πονούσαν τα ούλα του, σαν να φύτρωναν τεράστια δόντια. Πήρε το ποτήρι με την βότκα και κοίταξε το είδωλό του μέσα εκεί. Τα μάτια του είχαν γίνει κατακόκκινα, σαν φακούς με λέιζερ. Το ποτήρι του έπεσε από τα χέρια κι έγινε κομμάτια στο πάτωμα. Έκανε να σηκωθεί. Ήθελε να τον προλάβει. Είχε όμως ζαλιστεί τόσο πολύ που σωριάστηκε με μιας στο έδαφος.

Τα βλέφαρά του ήταν βαριά, σαν από σίδερο. Τα άνοιξε αργά κι είδε πως βρισκόταν σε έναν άγνωστο χώρο. Σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου αλλά όχι το δικό του. Μια αναγούλα του ήρθε στο λαιμό κι έτρεξε στο μπάνιο για να αδειάσει το στομάχι του. Έριξε αρκετό νερό στο πρόσωπό του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ευτυχώς, συνέχιζε να έχει την μορφή που γνώριζε χρόνια τώρα. Ίσως πιο ταλαιπωρημένος και με ένα κεφάλι βαρύ, σαν από σίδερο. Σκουπίστηκε με την πετσέτα και βγήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα. Αναρωτήθηκε πού βρισκόταν. Κοίταξε για κάποιον άνθρωπο στον χώρο αλλά δεν υπήρχε κανείς. Έριξε τα μάτια του προς στο μπαλκόνι κι είδε μια φιγούρα να στηρίζεται στον τοίχο και να κοιτάζει την όμορφη πόλη που απλωνόταν μπροστά του. Ο ήλιος που ανέτελλε ήταν κόντρα, οπότε κι η φιγούρα ήταν σκοτεινή όπως κι η ψυχή της. Από την αλογοουρά κατάλαβε πως ήταν ο Δαβίδ. Δεν τρόμαξε. Δεν είχε λόγο πλέον γιατί δεν τον ενδιέφερε αν θα ζούσε ή όχι. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε δυνατός. Δεν ήθελε να το βάλει στα πόδια. Με θράσος βγήκε στο μπαλκόνι και τον πλησίασε.

«Καλημέρα Χρήστο. Πως είσαι;».

Η ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησής του τόν είχε εντοπίσει από ώρα να κινείται στον χώρο. Κάτι είχε αλλάξει όμως. Δεν ένιωθε τον φόβο του πλέον αλλά μια  ενστικτώδη δύναμη.

«Μια χαρά Δαβίδ, εσύ;».

Ο αέρας τον τύλιγε με μια παράξενη θέρμη. Τον αισθανόταν σαν τη συνέχεια της ύπαρξή του.

«Βλέπω έμαθες και το όνομα μου έ;».

Στο άκουσμα του ονόματός του ένιωσε μια περίεργη αέρινη ορμή να του χτυπάει το παγωμένο σώμα του.

«Κι όχι μόνο».

«Εξέπληξε με. Τι άλλο έμαθες για μένα;».

Γύρισε και τον κοίταξε. Έβγαλε τα γυαλιά του, οπότε φάνηκαν τα άλικα, σαν το αίμα, σατανικά του μάτια. Ο Χρήστος δεν έδειχνε τρομαγμένος. Αντίθετα χαμογέλασε ειρωνικά, τραβώντας περισσότερο την προσοχή του.

«Πολλά έμαθα. Γνώσεις που θα γίνουν η καταστροφή σου».

«Πιστεύεις πως είσαι ικανός να με καταστρέψεις; Εσύ, ένα αδύναμο ανθρωπάκι;», κάγχασε, κοιτώντας τον στα μάτια.

«Αν ήμουν τόσο αδύναμος, όσο λες, γιατί δεν με έχεις σκοτώσει ακόμα;».

«Αφού βιάζεσαι, να το επισπεύσουμε. Πριν δεις για τελευταία φορά τον ήλιο, πες μου τι έμαθες; Να κρατήσω κάτι σαν ενθύμιο από σένα».

«Μια απλή πληροφορία είναι. Από το οικογενειακό μου δέντρο. Κι αν αναρωτιέσαι τι σε αφορά, να σε ενημερώσω πως ανήκεις κι εσύ σ’ αυτό το δέντρο. Με πολύ κοντινή συγγένεια, μάλιστα. Δυστυχώς, είσαι πρόγονός μου».

Το ποτήρι, που κρατούσε ο Δαβίδ στα χέρια του, έπεσε στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια.

«Τι ανοησίες είναι αυτές; Καινούργιο αστείο;».

Ένιωθε να χάνει την ψυχραιμία του. Μέσα στους τόσους αιώνες της άθλιας κι άδειας ζωής του, κανένας δεν είχε καταφέρει να τον κάνει  να χάσει τον έλεγχό του.

«Τι συμβαίνει; Σου τράβηξα την προσοχή;», ο τόνος του  Χρήστου ήταν ειρωνικός και κοφτερός σαν μαχαίρι. «Θα σου απαντήσω μόνο και μόνο για να διασκεδάσω με την έκφραση που θα πάρεις. Θυμάσαι την παλιά σου αγάπη, την Αριάδνη;».

«Πως γνωρίζεις εσύ γι’ αυτήν; Μίλα!».

Ο θυμός του τον είχε παραμορφώσει.

«Χτες, συνάντησα για πρώτη φορά την πολυαγαπημένη μου γιαγιά. Μου αποκάλυψε την ιστορία της. Είπε τα πάντα για το τέρας που είχε αγαπήσει κάποτε. Μάλιστα, είχε μείνει έγκυος από αυτόν, όταν την παράτησε».

«Αποκλείεται! Εμείς σπάνια κάνουμε παιδιά. Από άλλον είχε μείνει έγκυος, είμαι σίγουρος. Μπλοφάρεις».

«Αλήθεια, μπλοφάρω; Είσαι απόλυτα σίγουρος, λοιπόν; Ίσως βέβαια θα ήταν καλύτερα να τα ρίξει, παρά να γεννηθούν μιάσματα σαν εσένα. Έστω κι αν δεν υπήρχα εγώ αυτή τη στιγμή».

«Να “τα” ρίξει;».

Δεν ήξερε από ποιές λέξεις να πιαστεί. Πως γνώρισε την Αριάδνη; Τον μεγάλο του έρωτα; Είχε και παιδιά από αυτόν. Αποκλείεται. Θα το ήξερε. Δεν θα του διέφευγε κάτι τόσο σημαντικό. Οι παλιές αγάπες μετουσιώνονταν σε θανατηφόρες λέξεις για να τον αφανίσουν. Ένιωθε το τέλος του να έρχεται. Ναι, ο Δαβίδ ο αθάνατος πλησίαζε στο τέλος του. Δεν αισθανόταν φόβο. Μόνο δέος. Ίσως κι ανακούφιση. Πριν φύγει όμως από αυτή τη διάσταση, ήθελε να ξέρει. Ένιωθε την ανάγκη να γνωρίζει, έστω και την ύστατή του στιγμή.

«Ναι, είχε δίδυμα. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι είναι ο πατέρας μου, παππού».

Για μια ακόμα φορά το σώμα του ο Δαβίδ ζεστάθηκε. Το αίμα που κυλούσε στο κατάλευκο δέρμα του, κόχλαζε. Νόμιζε πως θα εκραγεί και θα γίνει ηφαίστειο, το οποίο θα εκτοξεύσει μια καυτή, σαρωτική λάβα από μέσα του. Στάλες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπό του, γεγονός που αντιλήφθηκε ο Χρήστος κι άρχισε να γελάει δυνατά. Σχεδόν υστερικά. Ο Δαβίδ έχασε κάθε έλεγχο. Τον έπιασε από τον λαιμό και τον σήκωσε στον τοίχο. Ο Χρήστος ένιωσε να του κόβεται η αναπνοή. Τον κοίταξε κατάματα κι άρχισε να τον βρίζει.

«Αδύναμε! Δειλέ! Θα σε σταυρώσω, όπως τον καθηγητή Αντύπα, ή καλύτερα θα σε κομματιάσω, σαν την καλόγρια σε εκείνο το εκκλησάκι», είπε, φτύνοντας το πρόσωπο του.

Ο Χρήστος άρχισε να μελανιάζει. Ο Δαβίδ χαμογέλασε, αναλογιζόμενος ότι έχει πλέον το πάνω χέρι. Συνέχισε να κομπάζει για τα κατορθώματά του, λέγοντας στον Χρήστο για την ανιψιά του που είχαν απαγάγει. Του πέταξε στην μούρη πως την είχαν βασανίσει κι είχαν κάνει διάφορα πειράματα πάνω στο κορμάκι της. Τέλος, με τις ασύλληπτες δυνατότητες που είχαν, κατάφεραν να την κάνουν να τα ξεχάσει όλα. Ο Χρήστος έχωσε τα νύχια του μέσα στις παλάμες τους, νιώθοντας το αίμα να κυλάει καυτό από την σάρκα του και με όση δύναμη του είχε απομείνει τον έφτυσε. Ο Δαβίδ, οργισμένος τον γρονθοκοπούσε. Του έπιασε το μπλουζάκι και το έσκισε με μανία. Ήθελε να γευτεί το αίμα που έτρεχε στις φλέβες του. Το μενταγιόν που ήταν κρυμμένο τόση ώρα πίσω από το ύφασμα, φάνηκε. Άρχισε να φωτίζει. Ο Δαβίδ γούρλωσε τα μάτια κι άφησε τον Χρήστο να πέσει. Με μια βαθιά ανάσα τράβηξε όσο περισσότερο αέρα μπορούσε, με αποτέλεσμα να αρχίσει να βήχει. Ο λαιμός του τον πονούσε φριχτά και τα πνευμόνια του έκαιγαν από την έλλειψη οξυγόνου. Ο Χρήστος μόλις συνειδητοποίησε πως ο λόγος που ζούσε ακόμα ήταν το μενταγιόν του. Σηκώθηκε από το πάτωμα και στάθηκε απέναντί του. Ένιωσε το φως που εξέπεμπε το μενταγιόν να δυναμώνει κι ένας αέρας να βγαίνει μέσα από το σώμα του. Ένας δυνατός άνεμος που προερχόταν από το στόμα, τα μάτια, τους πόρους του δέρματός του. Κι αυτός ο άνεμος στροβιλιζόταν προς τον Δαβίδ. Τον περιτριγύρισε σαν τυφώνας κι άρχισε να τον διαλύει. Τούφες από τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν ψηλά, καθώς και κομμάτια από το κάτασπρο δέρμα του. Λίγο πριν εξαφανιστεί πρόλαβε να πει λίγες λέξεις στον έκπληκτο Χρήστο.

«Πες της πως την αγαπώ ακόμα».

Και το τελευταίο του κομμάτι εξανεμίστηκε και χάθηκε ψηλά, όπως κι η ατέρμονη αγάπη του για τη γυναίκα με τα σμαραγδένια μάτια.

Νόμιζε ότι έβλεπε όνειρο. Αποκλείεται να είχε συμβεί αυτό. Αντί να χάσει ο ίδιος τη ζωή του, κατάφερε να εξολοθρεύσει τον Δαβίδ. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν υπεύθυνη ήταν η αυτοπεποίθησή του ή το μενταγιόν. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Μάλλον ήταν ο συνδυασμός. Προχώρησε με αργά βήματα και στάθηκε στην άκρη του μπαλκονιού, κοιτάζοντας τον πορτοκαλί ήλιο. Οι στάχτες του Δαβίδ στροβιλίζονταν ακόμα στον αέρα και σκορπίζονταν στην πόλη. Μπορεί να ήταν ένα τέρας αλλά στην ουσία ήταν ο παππούς του κι αυτό τού προκαλούσε θλίψη. Το φτερούγισμα κάποιων περιστεριών, που πέταξαν εκείνη τη στιγμή στον αέρα, τον έβγαλαν από τις σκέψεις του. Μπήκε στο δωμάτιο και πήρε το τηλέφωνο στα χέρια. Κάλεσε το ξενοδοχείο του. Ευτυχώς, το σήκωσε η Φανή.

«Που βρίσκεσαι; Έχω τρελαθεί από την αγωνία».

«Μην ανησυχείς, είμαι μια χαρά. Οι υπόλοιποι που είναι;».

«Στην Αριάδνη. Εγώ δεν έφυγα από το δωμάτιο μήπως και με καλέσεις».

«Πήγαινε κι εσύ εκεί. Έρχομαι. Όλα θα ξεκαθαρίσουν μια και καλή».

Όταν έφτασε, έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν και να βεβαιωθούν πως ήταν σώος. Όμως πίσω από το ειλικρινές ενδιαφέρον τους διέκρινε μια περίεργη συμπεριφορά. Είχαν κάτι στο βλέμμα τους και τον τρόπο τους που υποδήλωνε τρόμο και λύπη. Ο πατέρας του έστεκε απέναντί του δίχως να επιχειρήσει κάποια κίνηση. Τον ρώτησαν για την προηγούμενη νύχτα κι ο Χρήστος τους μίλησε για την εμπειρία που έζησε. Είχε καταφέρει να εξαφανίσει τον Δαβίδ κι ένιωθε περήφανος για αυτό. Τότε είδε την Αριάδνη να κατεβάζει το κεφάλι. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί για αυτήν ή να αδιαφορήσει. Την πλησίασε και κάθισε απέναντί της.

«Αυτό ήταν. Τελείωσε».

«Όλα τελειώνουν κάποια στιγμή».

«Άφησε ένα μήνυμα για σένα λίγο πριν πεθάνει».

«Τι μήνυμα;».

Προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή της αλλά τα χέρια της που έτρεμαν την πρόδωσαν.

«Πως σε αγαπούσε ακόμα».

«Είμαι περήφανη αγόρι μου για το κατόρθωμά σου», του είπε η Αριάδνη, προσπαθώντας να χαμογελάσει.

Δεν αναφέρθηκε καθόλου στα τελευταία λόγια του Δαβίδ, παρόλο που μέσα της ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της είχε πεθάνει μαζί του.

Σηκώθηκε και πλησίασε τον πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος ένιωσε ένα ρεύμα αέρα να τον αγγίζει. Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι αντιμετώπισε τον γιό του, κοιτώντας τον στα μάτια.

«Ό,τι έχεις να το πεις, πες το μου. Βγάλ’ το από μέσα σου», τον παρότρυνε ο Κωνσταντίνος.

Για αρκετή ώρα ο Χρήστος τον κοιτούσε μέσα στα μάτια, τον εξερευνούσε. Στην πραγματικότητα προσπαθούσε να καταλάβει.

«Ελπίζω οι εξηγήσεις που θα μου δώσεις θα είναι αρκετές για να μπορέσω να σε συγχωρέσω».

«Αγόρι μου…», ξεκίνησε να λέει ο Κωνσταντίνος με τρεμάμενη φωνή αλλά τον διέκοψε ο γιός του που δεν είχε ακόμα τελειώσει.

«Δεν θα μου είναι εύκολο να σε αποδεχτώ, αλλά θα το προσπαθήσω για χάρη της Φανής και της εγγονής σου. Θέλω όμως στη νέα αρχή που θα κάνουμε να μη μας βαραίνουν άλλα ψέματα».

Ο Κωνσταντίνος κατέβασε το κεφάλι, χωρίς να απαντήσει. Ο Χρήστος τότε κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίταξε τριγύρω. Ο Αλέξανδρος στεκόταν χαμένος μπροστά από ένα παράθυρο και κάθε ίχνος φωτιάς είχε σβήσει από μέσα του. Η Ζωή είχε ένα ιδιαίτερα θλιμμένο ύφος, στεγνή κι αποστραγγισμένη από κάθε πολύτιμο υγρό. Η Φανή ήταν η μόνη που φαινόταν καλά, σταθερή με τις ρίζες της βαθιά μέσα στην γη. Πάλι όμως διαισθανόταν ο Χρήστος πως κάτι πήγαινε στραβά.

«Μα τι συμβαίνει εδώ μέσα; Όλοι έχετε ένα περίεργο ύφος», γκρίνιαξε. Κανείς δεν του απάντησε. Τους κοίταξε έναν έναν μα όλοι τους απέφυγαν το βλέμμα του. «Θα μου μιλήσει κάποιος;», συνέχισε να ρωτάει.

«Κάθισε, σε παρακαλώ. Πρέπει να σου πω κάτι πολύ σημαντικό», είπε ο Κωνσταντίνος.

Από το ύφος του κατάλαβε πως όντως ήταν σπουδαίο αυτό που είχε να του πει, γι’ αυτό και υπάκουσε.

«Γιε μου αυτό που θα σου αποκαλύψω είναι ακόμα πιο πολύπλοκο από όσα έμαθες κι είδες χτες».

Όσα είχε ζήσει τις τελευταίες ώρες ο Χρήστος ήταν αρκετά για δέκα ζωές. Δεν πίστευε πως θα υπήρχε κάτι πιο συγκλονιστικό. Δεν ήξερε.

«Αγόρι μου θέλω να θυμηθείς ένα συγκεκριμένο γεγονός της ζωής σου. Όταν σπούδαζες στην Αθήνα και δούλευες σε εκείνο το βιβλιοπωλείο, είχες μια αγαπημένη συνήθεια». Παρατήρησε την έκπληξη στα μάτια του γιού του. «Ανέβαινες στον Λυκαβηττό και διάβαζες εκεί. Σωστά;», συνέχισε να λέει.

«Ναι, το έκανα συχνά. Μου άρεσε πολύ ο αέρας εκεί πάνω».

Δεν μπορούσε να καταλάβει που θα κατέληγε όλο αυτό.

«Θυμάσαι κάποια στιγμή που κόντεψες να πέσεις στον γκρεμό;».

Τα λόγια του Κωνσταντίνου με δυσκολία έβγαιναν από το στόμα του. Πως μπορούσε να ξεστομίσει κάτι τόσο δύσκολο; Αδιανόητο να το συλληφθεί ανθρώπινος νους.

«Πως το γνωρίζεις εσύ αυτό; Μη μου πεις πως με παρακολουθούσες».

«Σε παρακαλώ, απάντα στις ερωτήσεις μου και θα καταλάβεις».

«Ναι, παραπάτησα και… Δεν θυμάμαι καλά. Πάντως δεν έπεσα».

Μια περίεργη, πρωτόγνωρη αίσθηση αγκάλιασε το κορμί του. Μούδιασε. Σαν πτώση σε όνειρο. Οι αισθήσεις του έγιναν ελαφρές, βαμβακένιες.

«Λυπάμαι αγόρι μου. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Στην πραγματικότητα παραπάτησες κι έπεσες στον γκρεμό».

«Αποκλείεται, αν είχα πέσει δεν θα ήμουν τώρα εδώ».

Η αίσθηση της πτώσης κατέκλισε το μυαλό του. Ένιωθε να πέφτει από ψηλά χωρίς σταματημό. Χωρίς τέλος. Κάποια στιγμή αναπήδησε από την καρέκλα του, ξυπνώντας από το όνειρο ή την παραίσθηση. Πάγωσε. Το αίμα του δεν κυλούσε πλέον στις φλέβες του.

«Δεν το θυμάσαι γιε μου, επειδή εκείνη την μέρα… πέθανες».

Ο Χρήστος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Νόμιζε πως ήταν κάποια φάρσα. Όταν παρατήρησε τα πρόσωπα των φίλων του, συνειδητοποίησε τα λόγια του πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος συνέχισε να μιλάει και του είπε πως και για τους υπόλοιπους τρεις είχε συμβεί ακριβώς το ίδιο. Η Φανή είχε πνιγεί μαζί με τον άντρα της σε εκείνο το ταξίδι για τη Μυτιλήνη. Κι η Ζωή είχε αυτοκτονήσει. Βρέθηκε κι αυτή πνιγμένη στη θάλασσα του Γυθείου. Τον Αλέξανδρο τον είχαν δολοφονήσει στην Αγγλία σε ένα κακόφημο στενάκι μιας συνοικίας του Λονδίνου. Κι οι τέσσερις τους ήταν νεκροί, πεθαμένοι. Ο Χρήστος είχε πανιάσει, είχε αποστραγγιστεί από κάθε ζωτική του ενέργεια. Δεν μπορούσε να διανοηθεί όσα του έλεγε ο πατέρας του.

«Μα πως; Αφού είμαι εδώ… Εδώ. Ζω! Αναπνέω! Δεν είναι αλήθεια… Γιατί μου λες ψέματα; Όχι άλλα ψέματα…».

«Ας τα πάρουμε από την αρχή», άρχισε να λέει ο Κωνσταντίνος.

Ο κάθε ένας από τους τέσσερις γεννήθηκε στην κατάλληλη συναστρεία του στοιχείου της φύσης, όπου τον κυριαρχούσε. Οι δώδεκα Θεοί – αφού ήρθε στον κόσμο κι η Ζωή, η τέταρτη της παρέας – γνώριζαν πως αυτοί ήταν οι κατάλληλοι για να ενώσουν τον αμφορέα του Ηλίου. Ως θνητοί όμως δεν θα είχαν τη δύναμη να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Με το που θα ταίριαζαν και τα τέσσερα κομμάτια μαζί, θα καίγονταν από τη σφοδρή δύναμη του Ηλίου. Μαζί με εκείνους θα καταστρεφόταν ολάκερη η Γη. Αντίθετα, αν αυτό γινόταν από κάποιους που είχαν μια θεϊκή πνοή μέσα τους, τότε θα ήταν ικανοί να εμποδίσουν την ολοκληρωτική καταστροφή.

Για τον λόγο αυτό τους οδήγησαν, δίχως να το καταλάβουν, σε κάποια οριακά σημεία απόγνωσης, ώστε να χάσουν τη ζωή τους. Όσον αφορά τον Χρήστο, κατάφεραν με τον χαμό του πατέρα του να του στερήσουν το οξυγόνο του, να τον κάνουν να χάσει την αυτοκυριαρχία και τη δύναμη που έχει το στοιχείο αυτό. Έτσι, αναζητώντας όσο περισσότερο αέρα μπορούσε, κατέληξε στον θάνατό του. Η Ζωή έχασε από νωρίς την προσωπική της ελευθερία. Ήταν σαν να προσπαθεί κάποιος να κόψει τη ροή του νερού. Τότε αυτό φουσκώνει κι εκδικείται. Η Φανή έχασε τη σταθερότητά της όταν ένιωσε να την κυριαρχεί ένας άντρας. Έτσι αφέθηκε στην αγκαλιά του Ποσειδώνα. Τέλος, ο Αλέξανδρος στερήθηκε τον ανδρισμό του με τον βιασμό από τον θείο του. Έσβηνε αργά η φωτιά που έκαιγε μέσα του. Και προκάλεσε την τύχη να τον εξολοθρεύσει, με μια μαχαιριά από έναν δολοφόνο σε κάποιο δρομάκι του Λονδίνου.

Τη στιγμή όμως που πέθαναν, οι αντίστοιχοι τρεις θεοί, που ήταν οι προστάτες του καθενός, τούς εμφύσησαν λίγο από τη θεϊκή πνοή τους. Τους ανέστησαν αλλά με ιδιαίτερες δυνάμεις που θα ανακάλυπταν κάποια στιγμή μόνοι τους. Η ζωή τους θα συνεχιζόταν κανονικά, σαν μια ζωή θνητού, χωρίς να θυμούνται τίποτα από τον θάνατό τους. Από τη στιγμή όμως που θα μάθαιναν την αλήθεια, θα ανακάλυπταν αργά, αλλά σταθερά, και τις ιδιαίτερες δυνάμεις τους. Δεν ήταν όμως μονάχα αυτό. Θα είχαν τη δυνατότητα να μεταβαίνουν σε παράλληλα σύμπαντα. Τον τρόπο θα τον μάθαιναν, εφόσον μπορούσαν να ελέγχουν απόλυτα τις δυνάμεις τους.

Ο Χρήστος κάθισε στον καναπέ, νιώθοντας τα πόδια του να τρέμουν. Σίγουρα ονειρευόταν. Δεν μπορούσαν να είναι αληθινά όλα όσα είχε ακούσει. Είχε πεθάνει. Είχε αναστηθεί. Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν κάτι μεταξύ θεού αλλά και… δαίμονα. Αυτό το είχε ξεχάσει. Με φωνή τρεμάμενη κι έναν κόμπο να του κόβει την ανάσα απευθύνθηκε στη γριά γυναίκα που απέφευγε πλέον το βλέμμα όλων.

«Αριάδνη»

Δεν μπορούσε να την αποκαλέσει ούτε κυρία αλλά ούτε γιαγιά.

«Βάσει των όσων έμαθα χτες είσαι η γιαγιά μου. Σωστά;».

Η ταλαιπωρημένη γριά γυναίκα έγνεψε καταφατικά κι άφησε τον εγγονό της να συνεχίσει.

«Πρώτον, για ποιόν λόγο είχες εξαφανιστεί από τη ζωή μας τόσα χρόνια και δεύτερον, αυτό σημαίνει ότι τρέχει μέσα μας και το αίμα του δαίμονα, σωστά;».

«Κι εγώ κι ο πατέρας σου δεν έπρεπε να ήμασταν μαζί σας γιατί αυτό θα έφερνε τον δαίμονα κοντά. Δεν ήσασταν σε θέση να τον αντιμετωπίσετε ακόμα. Ο Δαβίδ δεν ήξερε καν την ύπαρξή σας. Οπότε, αν έμπαινα στη ζωή σας, γρήγορα θα συνδύαζε τα γεγονότα και θα καταλάβαινε. Αυτό βέβαια δεν σε κάνει λιγότερο απόγονο του δαίμονα. Σε κάνει όμως κάτι δυνατότερο. Η δαιμονική υπόσταση, εάν δεν καλλιεργηθεί μέχρι το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας, εξασθενεί. Είναι ελεγχόμενη από τον φορέα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θέλαμε να σας βρει ο Δαβίδ, όταν ήσασταν μικροί».

«Όταν λες πως είναι ελεγχόμενη, εννοείς πως δεν έχουμε τη δίψα για αίμα και φόνο;».

«Ο μόνος τρόπος για να μετατραπείτε σε δαιμονανθρώπους σε αυτήν την ηλικία είναι να σας δαγκώσει κάποιος ομοαίματος. Ομοαίματοι θεωρούνται γονείς, αδέλφια και ξαδέλφια. Δηλαδή, συγγενείς πρώτου ή και δευτέρου βαθμού. Εσείς δεν κινδυνεύετε λοιπόν γιατί κανείς συγγενής τέτοιου βαθμού δεν είναι δαιμονάνθρωπος».

Ο Χρήστος σηκώθηκε άναυδος από όσα είχε ακούσει και κοίταξε τους φίλους και την αδελφή του.

«Εσείς; Δεν έχετε να πείτε τίποτα για όλα αυτά;».

«Τι να πούμε; Ότι γίνει, δεν ξεγίνετα!», είπε ο Αλέξανδρος, κοιτώντας έξω από το παράθυρο.

«Δεν μπορεί να το πήρατε τόσο απλά; Μόνο εγώ έχω την αίσθηση πως θα εκραγώ;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος.

«Βρες μου έναν τρόπο να αλλάξουμε τα νέα αυτά δεδομένα κι εγώ θα είμαι η πρώτη που θα σε ακολουθήσω», παρενέβη η Φανή.

Ο Χρήστος δεν είχε τίποτα να πει. Πραγματικά δεν μπορούσαν να αλλάξουν την κατάστασή τους. Έπρεπε να την αποδεχτούν.

«Μα είμαστε… νεκροί…», κατάφερε μόνο να πει.

«Όχι νεκροί, Χρήστο. Είμαστε κάτι περισσότερο από άνθρωποι και κάτι λιγότερο από θεοί. Μπορεί να χάσαμε τη ζωή μας για λίγο αλλά επανήλθαμε δυνατότεροι. Και τώρα έχουμε ένα σκοπό. Προοριζόμαστε για κάτι μεγάλο. Είναι μεγάλη ευθύνη κι είμαστε υποχρεωμένοι να την αναλάβουμε. Κατάλαβε το. Συγκεκριμένα, υπεύθυνος για αυτό που είμαστε πλέον είναι ο ίδιος μας ο πατέρας, τον οποίο και κατηγορείς».

Ο Χρήστος μαλάκωσε με τα λεγόμενα της Φανής. Μάλιστα, ένιωσε και λίγο άσχημα με τον τρόπο που είχε φερθεί στον πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος το κατάλαβε αυτό από το βλέμμα του γιού του. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Ο Χρήστος αφέθηκε. Ένιωσε τον ώμο του να μουσκεύει από τα δάκρια του πατέρα του. Τότε ξέσπασε κι ο ίδιος. Έκλαψε, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στην ζωή του. Έχυσε δάκρια για τον ίδιον, για τον πατέρα του και τη μητέρα του, ακόμα και για τον θάνατό του, μέχρι που στέρεψαν οι δακρυγόνοι αδένες του.

Το κουδούνι του αρχοντικού χτύπησε κι ο μπάτλερ πήγε να ανοίξει. Ανέβηκαν τρέχοντας ο Μάρκος κι ο Οδυσσέας. Ο Μάρκος πήρε τη Φανή στην αγκαλιά του κι ο Οδυσσέας τη Ζωή. Είχαν ανησυχήσει πολύ για εκείνες. Τόσο, που δεν πρόσεξαν καν την παρουσία του Κωνσταντίνου στο δωμάτιο. Η Φανή χαμογέλασε στον Μάρκο και τον διαβεβαίωσε πως είναι καλά. Του ζήτησε μάλιστα να του γνωρίσει έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο της ζωής της. Ο Μάρκος παραξενεύτηκε με τη δήλωσή της. Με το που γύρισε, είδε μπροστά του τον Κωνσταντίνο. Η έκπληξή του Εμπέογλου ήταν μεγάλη.

«Φανή δεν χρειάζεται να μου συστήσεις τον κύριο, τον γνωρίζω πολύ καλά. Τι κάνεις Μάρκο;».

Ο ψηλός, δυνατός άντρας κατέβασε το κεφάλι.

«Δεν καταλαβαίνω. Πως είναι δυνατόν να γνωρίζεστε;».

Η Φανή παραξενεύτηκε με την προσφώνηση του πατέρα της.

 «Κατά ένα τρόπο, γνωριζόμαστε», είπε αμήχανα ο Μάρκος.

«Από πού; Μπαμπά;».

«Αγαπητέ Μάρκο θες να εξηγήσεις εσύ στην κόρη μου; Από ότι βλέπω έχετε αναπτύξει έναν… ιδιαίτερο δεσμό», είπε με μεγάλες δόσεις ειρωνείας στα λόγια του ο Κωνσταντίνος.

«Κωνσταντίνε θα έλεγα καλύτερα να μην την ανακατέψουμε σε όλο αυτό. Σε παρακαλώ».

«Τι συνομωσία είναι αυτή; Μάρκο τι συμβαίνει; Εξηγήστε μου».

«Αγάπη μου, ο άντρας που θέλησες να μου συστήσεις δεν είναι καν άνθρωπος. Για να το θέσω καλύτερα, δεν είναι μόνο άνθρωπος. Μάρκο θα μιλήσεις εσύ ή να συνεχίσω;».

Ο μελαχρινός άντρας κατέβασε τα μάτια και με το χέρι του έκανε νόημα να συνεχίσει την αποκάλυψη της αλήθειας.

«Ωραία, λοιπόν. Ο Μάρκος είναι γιος του θεού Άρη. Ένα είδος ημίθεου. Συγκεκριμένα αθάνατος, πέρα από μια αδυναμία που μόνο ο ίδιος γνωρίζει».

Η Φανή πισωπάτησε και κρατήθηκε από ένα μεγάλο κομό που βρισκόταν στον τοίχο. Τόσο καιρό είχε στην αγκαλιά της έναν ημίθεο. Ένα πλάσμα μυθικό κι ανύπαρκτο, μέχρι πριν λίγο καιρό για την ίδια. Η ζαλάδα της επιδεινώθηκε, όταν αντίκρισε το βλέμμα του. Το βλέμμα ενός πλάσματος θεϊκού που είχε ερωτευτεί τρελά. Ο Μάρκος κατέβασε το κεφάλι και τα μάτια στο πάτωμα. Φάνηκε τότε μια κοκκινωπή αύρα να τον τυλίγει. Γύρισε για μια ακόμα φορά το βλέμμα του στη Φανή. Τα μάτια του είχαν μια απίστευτη λάμψη που τον έκαναν ακόμα πιο όμορφο και πιο… θνητό. Ήταν πολύ μπερδεμένη.

«Δεν… δεν μπορεί. Εσύ; Ημίθεος;», ψέλλισε η Φανή.

«Φανή είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σου πω…», έκανε να την αγγίξει ο Μάρκος αλλά η Φανή πετάχτηκε μακριά σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Μη με αγγίζεις. Όλα αυτά έπρεπε να μου τα είχες πει από καιρό κι όχι να τα μαθαίνω από άλλους. Σου είχα εμπιστοσύνη Μάρκο».

«Μα δεν ήταν εύκολο. Ήταν τόσα πολλά…».

«Πάψε. Μη μιλάς άλλο. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα», του πέταξε η Φανή, σχεδόν κλαίγοντας.

«Φανή, εγώ θα μπορούσα να θυσιαστώ για χάρη σου», συνέχισε απτόητος ο Μάρκος.

Με τα τελευταία λόγια ο Αλέξανδρος θυμήθηκε τη σφαίρα που δεν τον διαπέρασε στο Ναύπλιο.

«Η σφαίρα, ούτε καν σε ακούμπησε. Έπρεπε να το είχα καταλάβει τότε αλλά νόμιζα ότι δεν είχα δει καλά».

Ένιωσε το δίκιο να τον πνίγει. Δεν ήταν τελικά τρελός.

«Ποιά σφαίρα;», ρώτησε η Φανή, εξουθενωμένη πλέον από τις πολλές αποκαλύψεις.

«Αυτή που σε προστάτευσε από το να βλέπεις τα ραδίκια ανάποδα, τούτη τη στιγμή», απάντησε ο Αλέξανδρος.

«Γι’ αυτό έπεσες πάνω μου τότε;».

Την είχε προστατέψει. Είχε γίνει ασπίδα στον θάνατό της.

«Ναι, δεν ήθελα να πάθεις κακό. Σ’ αγαπάω Φανή».

«Μα είσαι ένας ημίθεος, πως μπορείς να με αγαπάς;». Τα γόνατά της λύγισαν από όλες εκείνες τις απανωτές αποκαλύψεις.

«Κι εμείς ξέρεις έχουμε αισθήματα. Κι εμείς ερωτευόμαστε και μάλιστα πολύ, αν έχεις διαβάσει λίγο ιστορία κι όχι μόνο φυσική, θα το γνώριζες αυτό. Εξάλλου κι εσύ δεν είσαι θνητή».

Η Φανή συνειδητοποιήσει τις λέξεις του. Όντως κι αυτή δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά κάτι περισσότερο. Τον κοίταξε αμήχανα στα μάτια κι έσπασε τον πάγο που είχε δημιουργηθεί για λίγο μεταξύ τους με ένα ζεστό χαμόγελο. Ο Μάρκος την πλησίασε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Αυτός που δεν φάνηκε ιδιαίτερα ικανοποιημένος ήταν ο Κωνσταντίνος.

«Επιτέλους όλα βγήκαν στη φόρα. Ελπίζω να μην έχουμε άλλα μυστικά. Σαπουνόπερα καταντήσαμε», είπε γελώντας ο Αλέξανδρος.

Η Ζωή αναρρίγησε, σκεφτόμενη την εγκυμοσύνη της. Είχε κι αυτή ένα καλά κρυμμένο μυστικό κι ένιωσε πολύ άσχημα που το έκρυβε από τον Αλέξανδρο. Όλα μπροστά της αποκαλύπτονταν σε γοργούς ρυθμούς κι αυτή ένιωθε να πνίγεται. Του ζήτησε να βγουν για λίγο στον διάδρομο γιατί έπρεπε να του μιλήσει. Την ακολούθησε απορημένος. Τον έπιασε από τα χέρια κι αυτός τα ένιωσε υγρά και παγωμένα.

«Είμαι έγκυος», του είπε με δάκρια στα μάτια.

Στην αρχή ο Αλέξανδρος έμεινε τόσο ανέκφραστος που δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματα που προκάλεσε η αποκάλυψή της. Της γύρισε την πλάτη κι η Ζωή νόμισε πως θα καταρρεύσει. Ένιωσε την πλάτη του τεράστιο, απόρθητο τοίχος. Γύρισε ξαφνικά και το πρόσωπό του ήταν σαν μικρού παιδιού που του είχαν πάρει δώρο έκπληξη. Την πήρε στην αγκαλιά του και την στριφογύριζε, μέχρι που όλα γύρω της έγινα θολά. Όλος ο κόσμος της Ζωής άλλαξε εκείνη την στιγμή. Ήταν πραγματικά ευτυχισμένη.

Χρόνια περίμενε αυτή τη στιγμή η Αριάδνη. Είχε την οικογένειά της δίπλα της. Εγγόνια κι ακόμα περισσότερο δισέγγονα. Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρια από την ικανοποίηση. Πρότεινε να ξενοικιάσουν τα δωμάτιά τους από το ξενοδοχείο και να μείνουν όλοι στο σπίτι της μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Εξάλλου από εκείνη τη μέρα και μετά ήταν και δικό τους σπίτι.

Οι υπόλοιπες μέρες ήταν βάλσαμο για τις πληγές τους. Οι δαιμονανθρώποι δεν έδωσαν κανένα σημείο ζωής. Ο δαίμονας είχε μάλλον κρυφτεί στη σπηλιά του. Τουλάχιστον προς το παρόν. Οι σχέσεις του Κωνσταντίνου με τα παιδιά του βελτιώθηκαν. Ιδίως ο Χρήστος άρχισε να έρχεται πολύ κοντά με τον πατέρα του. Το ίδιο και με τη γιαγιά του την Αριάδνη, η οποία έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Ο Μάρκος έκανε ένα ολιγοήμερο ταξίδι στην Ελλάδα για κάποιες εκκρεμότητες κι επέστρεψε με μια έκπληξη. Έφερε μαζί του την Αγνή. Αυτό έδωσε μεγάλη χαρά στον Κωνσταντίνο που γνώρισε από κοντά την εγγονή του κι η Αριάδνη την δισεγγόνα της.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 14ο

EIoLaz2UEAAGMuU

Κεφάλαιο 14

Μια περίεργη οικογένεια

 

 

Η πρώτη του ανάμνηση ήταν ένα ψυχρό δωμάτιο με σοβάδες ξεφτισμένους, βρώμικους και γκριζαρισμένους, προμήνυμα για τη μετέπειτα ζωή του. Μια ξεθωριασμένη τοιχογραφία, που παρίστανε έναν άντρα σε στάση προσευχής, στόλιζε μόνο τον παγωμένο, άψυχο εκείνο τοίχο. Μερόνυχτα τον κοιτούσε κι αναρωτιόταν με το αθώο τότε μυαλό του τί ζητούσε εκείνος ο τύπος, σε ποιόν απευθυνόταν κι αν τελικά εξέλαβε κάτι από την αιώνια προσευχή του.

Ήταν ο πιο έξυπνος από όλα τα αγόρια της ηλικίας του. Πρώτος σε όλα τα μαθήματα, στις τέχνες και πολύ πρόθυμος. Κανένας από τους εκπαιδευτές του παιδαγωγείου για ορφανά, όπου ήταν κλεισμένος σχεδόν από τη γέννησή του, δεν είχε παράπονο για τον Καλλίμαχο. Αυτό το όνομα του είχαν σκαλίσει στη μικρή πέτρινη πλάκα μπροστά από το αχυρένιο στρώμα του. Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν οι σχέσεις του με τα υπόλοιπα εσώκλειστα αγόρια. Κανείς δεν τον συμπαθούσε. Κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του. Ήταν αόρατος. Κι όταν κάποιος τού έδινε σημασία, ήταν μόνο για να τον ξυλοφορτώσει. Έτσι, χωρίς λόγο. Είχε βρεθεί πολλές φορές με σπασμένα δόντια, μαυρισμένα μάτια, αιμόφυρτη μύτη. Ποτέ όμως δεν πρόδιδε το όνομα τού θύτη του. Δεν το έκανε από φόβο. Από ελπίδα, μήπως και κάποιος τον πλησιάσει. Μήπως αποκτούσε κάποιον φίλο κι έδιωχνε από πάνω του το μίασμα της μοναξιάς. Δεν τα κατάφερε.

 

Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο ο Καλλίμαχος κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτόν του. Τις ώρες του τις περνούσε γράφοντας. Χιλιάδες πίνακες, πλάκες ή ο,τιδήποτε είχε τη δυνατότητα να χαράξει πάνω του, βρισκόταν στην αποθήκη που φύλαγαν τα σιτηρά. Ιστορίες, στίχοι, σκέψεις καταγράφονταν σε αυτές τις λευκές επιφάνειες. Ένιωθε πως σκάλιζε τις λέξεις με το ίδιο του το αίμα. Πως ξεκολλούσαν από το μυαλό του, σαν άλικες στάλες βροχής και με το που ακουμπούσαν τη λευκή επιφάνεια, έπαιρναν το σχήμα της λέξης, της ιδέας, της έμπνευσης. Αν κάποιος διάβαζε τα γραπτά του, μπορεί και να πέθαινε επιτόπου από τη μαύρη κατάθλιψη που θα τον τύλιγε. Όμως μόνο εκείνος ήταν ο γραφέας αλλά κι ο αναγνώστης τους. Για πολύ καιρό κανείς δεν ανακάλυψε το μικρό μυστικό του.

Κατά τη διάρκεια ενός πολύ δύσκολου χειμώνα είχε έρθει στο άσυλο ένας καινούργιος παιδαγωγός. Ακόλουθος του Σωκράτη, όπως είχε διαδοθεί και περνούσε αλυσίδα στα παιδικά στόματα. Είχαν αναστατωθεί γιατί απαγορευόταν το συγκεκριμένο όνομα να αναφέρεται σε οποιοδήποτε παιδαγωγείο.

«Ποιος να είναι αυτός ο Σωκράτης;», αναρωτήθηκε ο Καλλίμαχος, όταν το άκουσε κατά τύχη σε μια συνομιλία των συγκατοίκων του.

Μια κοτρόνα στο σαγόνι ήταν και η απάντηση στην απορία του που τόλμησε και ξεστόμισε στο διπλανό αγόρι. Γύρισε στο πλευρό του, αγνοώντας τον πόνο που σούβλιζε τη γνάθο του κι ονειρεύτηκε τον νέο δάσκαλό τους. Αυτόν που είχε την τύχη να είναι ακόλουθος εκείνου του αλλόκοτου, του Σωκράτη. Ανυπομονούσε να τον γνωρίσει. Αίγισθος λεγόταν και, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ουδεμία επαφή είχε ποτέ με τον Σωκράτη. Φήμες, τις οποίες δημιούργησε ο ίδιος, για να ακουστεί περισσότερο το όνομά του. Ένας κακομούτσουνος, ξερακιανός γέρος ήταν, όπου το χιτώνιο του από τη βρώμα είχε χάσει κάθε αίσθηση γνωστού χρώματος. Κι εννοείται πως δεν συμπάθησε καθόλου τον Καλλίμαχο. Μισούσε τα έξυπνα παιδιά. Κι ο Καλλίμαχος ήταν πανέξυπνος. Δεν υπήρχε ερώτηση κατά τη διάρκεια του μαθήματος που να μην μπορεί να απαντήσει. Είχε εκνευριστεί τόσο πολύ με αυτό το παιδί που με τον καιρό αδιαφορούσε για την ύπαρξή του. Είχε σταματήσει να του απευθύνει πλέον τον λόγο στο μάθημα, παραβλέποντας τις επίμονες προσπάθειές του να συμμετέχει και να απαντά στις ερωτήσεις του.

Ένα βράδυ που είχε βγει στην αυλή να πάρει λίγο καθαρό αέρα είδε ένα ίχνος φωτός να βγαίνει από το παράθυρο της αποθήκης των σιτηρών. Ο Αίγισθος πλησίασε, νυχοπατώντας, το παραθύρι και κοίταξε το εσωτερικό του χώρου. Το φως προερχόταν από την αδύναμη φλόγα ενός κεριού. Ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του για να ανακαλύψει αυτόν που κρυβόταν δίπλα στα σακιά από δέρμα, είδε τον Καλλίμαχο να χαράζει ένα μεγάλο κομμάτι από πλάκα γραφής. Θα μπορούσε να μπει και να τον τιμωρήσει αλλά η περιέργειά του υπερνίκησε. Περίμενε να ολοκληρώσει τη μυστική εργασία του για να κάνει την κίνησή του. Ύστερα από ώρα κι ενώ ο Καλλίμαχος τελείωσε με την ασχολία του, τον είδε ο Αίγισθος να κρύβει και να σκεπάζει με επιμέλεια την πλάκα με ένα κομμάτι δέρματος. Αφού έφυγε ο μικρός από την αποθήκη μπήκε ο ίδιος μέσα, ώστε να χορτάσει την περιέργειά του. Ξεσκέπασε την, ζεστή ακόμα από το χάραγμα, πλάκα κι άρχισε να διαβάζει το κείμενο που υπήρχε πάνω της. Κάμποσοι στίχοι μεστοί από συναίσθημα, λες και τους είχε γράψει η θεά Αθηνά με την περισσή σοφία της. Κι όχι μόνη της αλλά μαζί με τον Απόλλωνα, τον αοιδό θεό της μουσικής. Σαν τελείωμα είχε χαϊδευτεί από το αλαβάστρινο χέρι της Αφροδίτης για να του προσδώσει την ομορφιά της. Μια θλίψη ζωντάνευε στα μάτια του αλλά ποτισμένη με τόση μαγεία και μαεστρία που τον έκανε να δακρύσει. Ζήλεια γέμισαν τα θολά του μάτια κι οι κατάρες του απλώθηκαν σαν φίδια στη μικρή εκείνη αποθήκη.

Πλεκτάνη στήθηκε από τον Αίγισθο και στο επόμενο γέμισμα του φεγγαριού, ο Καλλίμαχος είχε διωχτεί από το άσυλο. Τρομοκρατημένος ο μικρός περπατούσε σε πλακόστρωτα μονοπάτια, αναζητώντας λίγη ζεστασιά και θαλπωρή. Μπορεί να μην είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από το άσυλο αλλά για εκείνον ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε γνωρίσει. Τουλάχιστον είχε μια γωνιά να κοιμηθεί και λίγη τροφή για να συντηρηθεί στη ζωή. Μέσα σε μια νύχτα τα είχε χάσει κι αυτά. Οι επόμενες μέρες πέρασαν δύσκολα. Ελάχιστο φαγητό έβρισκε από την ίδια τη φύση κι ο ύπνος τον έπαιρνε σε γωνιές από ερείπια ή σε καμιά κουφάλα δέντρου, έτσι για λίγη ζεστασιά.

Από την αδυναμία του διαγράφονταν τα κόκκαλα πάνω στο ισχνό κορμάκι του. Είχε αρχίσει να παραπατάει από την πείνα και τη δίψα. Σωριάστηκε μια μέρα στη μέση του δρόμου δίχως να το καταλάβει. Ξύπνησε σε ένα δωμάτιο ζεστό, με ήχους γυναικείων ψαλμωδιών κι αρώματα από ξερά αρωματικά φυτά που καίγονταν. Νόμισε πως πέθανε και βρισκόταν στα Ηλύσια πεδία. Στην κάμαρα μπήκε μια γυναίκα ηλικιωμένη με ένα κίτρινο μακρύ χιτώνιο και ένα χάλκινο περιμετώπιο στο κεφάλι με σκαλισμένο πάνω του το σχήμα του Ηλίου. Ένα φωτεινό χαμόγελο έλαμψε στα ρυτιδιασμένα χείλη της.

«Συνήλθες αγόρι μου;», τον ρώτησε με μια ζεστασιά στα λόγια που ποτέ δεν είχε νιώσει.

Τα μάτια της είχαν το χρώμα του σμαραγδιού. Το λάτρεψε το χρώμα αυτό. Δεν το ξέχασε ποτέ. Του είχε φέρει μια πήλινη πιατέλα, γεμάτη φρούτα. Σάλια άρχισαν να γεμίζουν το στόμα του.

«Πεινάς ορφανό μου; Όλα δικά σου είναι».

Τα άφησε πάνω στα πόδια του και με το ζεστό της χέρι τού χάιδεψε το κεφάλι. Πρώτη φορά τον άγγιζαν με τόση τρυφερότητα. Είχε μάθει μόνο στα χτυπήματα και τις κλωτσιές. Όλη αυτή η έκρηξη αγάπης τού γέμισε τα μάτια με δάκρια. Έφαγε τα φρούτα με τόση λαιμαργία που κάποια στιγμή ένιωσε πως το στομάχι του θα εκραγεί. Η γριά γυναίκα τον κοιτούσε βουρκωμένη. Έμαθε τελικά πως ήταν ιέρεια στο ναό του Απόλλωνα. Τον είχε βρει στον δρόμο μισοπεθαμένο και τον μετέφερε εκεί.

Παρέμεινε αρκετές μέρες μέχρι που δυνάμωσε και τον κρατούσαν πλέον όρθιο τα πόδια του.

«Ποια είναι η οικογένειά σου; Από που έρχεσαι;», τον ρώτησε μια μέρα η ηλικιωμένη γυναίκα.

«Δεν έχω οικογένεια. Σ’ ένα άσυλο μεγάλωσα αλλά με έδιωξαν κι από εκεί. Δεν έχω που να πάω και τι να κάνω».

Τον λυπήθηκε η ιέρεια και αποφάσισε να τον κρατήσει εκεί ως βοηθό της για τις δουλειές του ναού. Ο Καλλίμαχος για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ευτυχισμένος. Υπήρχε ένας άνθρωπος να ενδιαφέρεται για εκείνον και να τον φροντίζει. Μα κι ο ίδιος δεν έμεινε αμέτοχος. Σαν σκυλί δούλευε από νωρίς τα πρωινά για να ξεπληρώσει τη φροντίδα που του είχε χαρίσει απλόχερα αυτή η γυναίκα. Ο ναός έλαμπε από τα χέρια του. Καινούργιος είχε γίνει με τα μαστορέματά του. Η ιέρεια προσευχόταν κάθε μέρα στον Απόλλωνα για την τύχη που τής έστειλε στο διάβα της.

Οι μέρες εκείνες ήταν αφιερωμένες στον Φοίβο. Κόσμος ερχόταν στον ναό για να αφήσει τις προσευχές και τις δωρεές του. Η αποθήκη του ναού είχε γεμίσει από δώρα κι άλλες προσφορές. Οι ιέρειες, με αρχηγό την προστάτιδά του, έψελναν και χόρευαν κάτω από το άγαλμα του Απόλλωνα. Ο ουρανός είχε γεμίσει από γκρίζα, βαριά σύννεφα, έτοιμα να ξεσπάσουν σε καταιγίδα. Θεομηνία άρχισε κι η γιορτή διαλύθηκε. Όλοι έτρεχαν στα χαμόσπιτά τους για να γλιτώσουν από τη βροχή κι όσοι είχαν έρθει από μακριά, έμειναν μέσα στο ναό. Η ιέρεια παρακάλεσε τον Καλλίμαχο να φέρει από την αποθήκη τρόφιμα για να προσφέρουν στους εναπομείναντες. Καθώς γέμιζε τα μικρά πιθάρια με τρόφιμα, ώστε να τα μεταφέρει στον ναό, ένιωσε μια παρουσία πίσω του. Γύρισε κι είδε να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα κατάμαυρο, νεκρικό σύννεφο και να χορεύει μπρος στην είσοδο της αποθήκης. Το πιθάρι τού έπεσε από τα χέρια κι όλα χύθηκαν στο χώμα. Το σύννεφο άρχισε να παίρνει μορφή. Μια σκοτεινή φιγούρα, άυλη μα συμπαγής συνάμα, στεκόταν πλέον μπροστά του. Δύο πηγάδια είχε για μάτια που από μέσα έλαμπε μια κόκκινη, σαν αίμα, φωτιά. Απύθμενη σπηλιά το στόμα του κι όταν το άνοιξε πετάχτηκαν τέσσερα κοφτερά δόντια, δύο κάτω και δύο πάνω. Ο Άδης μάλλον έστελνε αυτό το καταχθόνιο πλάσμα για να θερίσει τη ζωή από τη χώρα. Ο Καλλίμαχος πάγωσε με τη μορφή του. Σίγουρα είχε έρθει το τέλος του. Αυτό αναλογιζόταν όση ώρα τον πλησίαζε ο εκλεκτός του Άδη. Έσκυψε το πρόσωπό του και το κόλλησε στο πρόσωπο του νεαρού. Σαν να τον μύριζε, σαν να τον εξέταζε. Αφού σιγουρεύτηκε για το ποιόν του, άνοιξε το στόμα του κι έχωσε τα δόντια του στον λαιμό του Καλλίμαχου. Μια ψύχρα γέμισε το κορμί του, σαν εκείνη της κρύας πλάκας που έγραφε τα σώψυχά του. Αίμα δεν ένιωθε να κυλά πλέον στις φλέβες του, παρά νερό πηχτό και παγωμένο. Όλα έσβησαν μπροστά του και βυθίστηκε στο έρεβος του θανάτου.

Άνοιξε τα μάτια του, νομίζοντας πως είχε περάσει στην μεταθανάτιο ζωή. Ο ήλιος έκαιγε το χώμα μα αυτός ένιωθε σαν να κολυμπάει σε τόνους από χιόνι. Με δυσκολία σηκώθηκε στα πόδια του. Κοίταξε τα χέρια του και διαπίστωσε πως το, άλλοτε, ροδαλό δέρμα του είχε γίνει κατάλευκο σαν το γάλα. Βγήκε από την αποθήκη χωρίς καμία συναίσθηση του χρόνου. Ο ύπνος που τον είχε τυλίξει ήταν τόσο βαρύς που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αν κοιμόταν λεπτά ή αιώνες. Έτρεξε στον ναό κι η αναπνοή του κόπηκε από τη σκηνή που αντίκρισε. Διαμελισμένα σώματα παντού, αίματα και σάρκες να γεμίζουν τον ιερό χώρο. Οι προσφορές από τρόφιμα, χρυσά και χάλκινα στα πόδια του Θεού, είχαν μετατραπεί σε σωρούς από νεκρά σώματα, σφαγιασμένα και παραπεταμένα. Παραπαίοντας, περπατούσε επί πτωμάτων, ψάχνοντας για τη γυναίκα που τον είχε φροντίσει τον τελευταίο εκείνο καιρό. Την πρόθυμη μάνα που του χάρισε την καινούργια του ζωή. Δύο μάτια υγρά εντόπισε από μακριά. Γυάλιζαν σαν πραγματικά σμαράγδια. Πλησίασε τρεμάμενος κι είδε την ιέρεια να αγκομαχά για να κρατηθεί στην ζωή. Μια άμορφη μάζα είχαν γίνει τα σωθικά της, μέσα στο αίμα. Έπεσε στα γόνατα ο Καλλίμαχος και με τα δύο του χέρια τής έπιασε το κεφάλι. Αυτή του χαμογέλασε με όση ψυχή της είχε απομείνει.

«Τώρα μπορώ να φύγω ήσυχη που είσαι ζωντανός», είπε, ασθμαίνοντας.

«Όχι κυρά μου, όχι μάνα μου, μη με εγκαταλείπεις. Τι θα κάνω μονάχος χωρίς εσένα;», σπάραζε ο νεαρός στο θέαμα της γριάς γυναίκας.

«Αγόρι μου πριν φύγω, θέλω να σου πω τούτο μονάχα. Βλέπω το κακό να έχει μπει στο σώμα σου, σπέρμα θανάτου είσαι αλλά κάπου βαθιά μέσα σου σιγοκαίει μια μικρή φωτιά αγάπης. Θα τη βρεις στο μεγάλο μονοπάτι της ζωής σου μα θα την χάσεις κι αυτήν. Λύτρωση θα γίνει ο θάνατός σου από χέρι δικού σου αίματος. Θα φύγεις με μια λέξη στα χείλη κι αυτή θα είναι αγάπη…», τα λόγια αυτά τα προφητικά βγήκαν από το στόμα της ιέρειας, λίγο πριν πεθάνει.

Ο Καλλίμαχος έπεσε πάνω της και μαζί με τα δάκρυά του έκλεγε κι αίμα. Ορκίστηκε πως αυτά τα μάτια θα τα ξαναέβρισκε και θα τα έκανε δικά του. Ήταν η πρώτη φορά που το βλέμμα του έγινε κατακόκκινο. Το κακό είχε μπει μέσα του βαθιά και θα τον άλλαζε.

 

Εποχές περνούσαν, χρόνια έτρεχαν, αιώνες άλλαζαν μα ο Καλλίμαχος δεν άλλαζε. Είχε κολλήσει στα νιάτα του. Η ηλικία του σταμάτησε στα τριάντα τρία. Ύστερα δεν γερνούσε άλλο. Την ψυχή του την είχε αφήσει πάνω στα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας που τόσο λάτρευε. Μέσα του πλέον ήταν άδειος, κενός. Τρεφόταν με αίμα αθώων ανθρώπων. Αυτό τον συντηρούσε. Το δηλητήριο που του έσταξε εκείνη η άυλη μορφή στάθηκε και γνώση για την καταγωγή του. Γόνος δαίμονα ήταν κι αυτός που θέρισε τόσο κόσμο εκείνη την βραδιά ήταν ο ίδιος του ο δημιουργός. Ο ίδιος του ο πατέρας. Όλη του την ιστορία, τις επιθυμίες και τις δυνάμεις του, τα είχε περάσει μέσα από εκείνο το μοιραίο δάγκωμα. Άλλαξε και το όνομά του. Δαβίδ συστηνόταν στον κόσμο και στα υποψήφια θύματα του. Επέλεξε το όνομα αυτό γιατί ήταν σίγουρος πως, παρόλο μικρός κι αδύναμος μπροστά στο αθάνατο πλάσμα που τον έσπειρε, θα έβρισκε τον τρόπο να τον νικήσει, να τον ξεπεράσει. Κάθε ίχνος ανθρωπιάς είχε στραγγιχτεί από μέσα του. Μοναδικό του μέλημα πλέον ήταν το θέλημα του πατέρα του. Προετοίμαζε το έδαφος για να τον υποδεχτεί. Να γίνει γιος του μοναδικού θεού των ανθρώπων και μετά να καρπωθεί τον θρόνο του. Κι αυτό θα γινόταν με τη δική του τη βοήθεια. Αρχηγός χρίστηκε για όλον τον στρατό που είχε δημιουργήσει ο ίδιος του ο πατέρας, μοιράζοντας το άυλο σπέρμα αυτού σε αθώες γυναίκες, οι οποίες ξέρναγαν μιάσματα. Ανθρωπόμορφα τέρατα που για τροφή είχαν το αίμα και μοναδικό σκοπό τον θάνατο.

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ξεχνούσε ο Δαβίδ τα λόγια της ιέρειας. Μέχρι και τα σμαραγδιά της μάτια είχε παραπεταμένα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Βρήκε καινούργιο ενδιαφέρον στην αποστολή που του ανατέθηκε. Να ανακαλύψει τα τέσσερα κομμάτια ενός αμφορέα αρχαίου, μέσω του οποίου θα ανακτούσε τις δυνάμεις του ο πατέρας του. Αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι σε αυτό. Τον εξυπηρετούσε γιατί θα έφτανε πιο σύντομα στον σκοπό του. Τόσο μεγάλη έγινε η φιλοδοξία του.

Μετά από εξερευνήσεις πολλών ετών, ανακάλυψε κάποια στοιχεία που θα τον οδηγούσαν στο ένα από τα τέσσερα κομμάτια του αγγείου. Μαζί με την ομάδα του μεταφέρθηκαν σε ένα μικρό χωριό κοντά στην σημερινή Έδεσσα της Μακεδονίας. Κάπου έξω από αυτό το χωριό υπήρχε ένα σημείο, όπου τα νερά ενός ποταμού έπεφταν από ύψος, σχηματίζοντας όμορφους καταρράκτες.

Τα τέσσερα κομμάτια του αμφορέα που κάποτε φύλασσαν οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου, σκορπισμένα στις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα της Ελλάδας, κατά έναν περίεργο τρόπο είχαν χαθεί. Ο Δαβίδ, παρότι είχε ξοδέψει αρκετά χρόνια για να μάθει ποιοί τα είχαν στην κατοχή τους, οι προσπάθειές του έμεναν άκαρπες. Από μια γυναίκα, εντελώς τυχαία, πληροφορήθηκε πως σε ένα σημείο κάποιου καταρράκτη στον βορρά, τα νερά, παρότι δεν έβρισκαν φυσικό εμπόδιο, έχαναν τη ροή τους και δημιουργείτο ένα περίεργο κενό. Σαν αέρας δυνατός να φυσούσε και να εμπόδιζε την πορεία της υδάτινης εκείνης δύναμης. Όταν το άκουσε ο Δαβίδ, τα μάτια του έλαμψαν μέσα στις άδειες κόγχες τους κι ευχαρίστησε τη γυναίκα αυτή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν άφησε στάλα αίμα μέσα στις φλέβες της. Ξερό κουφάρι παράτησε το σώμα της να πέσει από τα παγωμένα χέρια του.

Και τώρα βρισκόταν εκεί κοντά, στον θρυλικό εκείνο καταρράκτη με μια τρύπα να χάσκει στο κέντρο του. Τη δόξα την ήθελε όλη δική του, γι’ αυτό κι αποφάσισε να πάει μονάχος στα ορμητικά νερά. Έφτασε στους πρόποδες του βουνού απ’ όπου έτρεχαν οι καταρράκτες. Όμορφο το φυσικό θέαμα αλλά δεν μπορούσε η χάρη του να αγγίξει την πετρωμένη καρδιά του πρωτότοκου. Τα μάτια του έπεσαν στο άνοιγμα των νερών. Άνεμος δυνατός έβγαινε από τα βάθη της σπηλιάς πίσω από τους καταρράκτες. Οι σταγόνες των νερών, σαν ψιλή βροχή, τού έπεφταν στο πρόσωπο από το φύσημα του ανέμου. Καμιά ανθρώπινη μορφή δεν θα μπορούσε ποτέ να πλησιάσει το σημείο αυτό, τουλάχιστον με τα μέσα που διέθετε την εποχή εκείνη.

Μα ο Δαβίδ δεν ήταν άνθρωπος. Η μεταμόρφωσή του μέσα στους αιώνες ήταν δραματική.  Ως Καλλίμαχος ήταν ψηλό παιδί, μα ως Δαβίδ ξεπέρασε τα δύο μέτρα. Τα μαλλιά του από σκούρα καστανά έγιναν μαύρο του σκοταδιού αλλά γυαλιστερό σαν μετάξι, πλούσιο και στιλπνό. Το ισχνό του σωματάκι είχε μεταμορφωθεί σε σώμα αλαβάστρινο, με τεράστιους δυνατούς μυς να το διαγράφουν. Τα δόντια του, από μαργαριτάρι πλασμένα. Οι δύο πάνω κυνόδοντες μάκραιναν και γίνονταν όπλα μυτερά για να απομυζεί από τα θύματά του κάθε ίχνος ζωής. Μα το σημαντικότερο ήταν τα δύο τεράστια φτερά που φύτρωναν, όποτε τα είχε ανάγκη, από τα κόκκαλα της ωμοπλάτης του. Κοφτερές λεπίδες ήταν τα φτερά του, όταν άνοιγαν διάπλατα για να πετάξει στα ουράνια.

Αυτό ετοιμαζόταν να κάνει, να ανοίξει τα τεράστιά του φτερά και να φτάσει στο άνοιγμα της σπηλιάς. Μια παρουσία όμως ένιωσε εκεί κοντά. Όχι ανθρώπινη, ούτε απόλυτα δαιμονική. Τα ρουθούνια του άνοιξαν διάπλατα για να συλλέξουν και την παραμικρή ρανίδα μυρωδιάς αυτής της περίεργης ύπαρξης. Γύριζε για ώρα τριγύρω μα δεν μπορούσε να την εντοπίσει. Άρχισε να χάνει την αυτοσυγκράτηση του, κάτι που ποτέ δεν είχε συμβεί στους αμέτρητους αιώνες του βίου του.

«Εμφανίσου μπροστά μου», ούρλιαξε.

Για απάντηση του ήρθε ένα γάργαρο γέλιο, όμοιο με τα νερά που έχαναν τη δύναμή τους από την πτώση. Το πρόσωπο του Δαβίδ παραμορφώθηκε κι έγινε μάσκα θυμού. Σαν αγρίμι αλώνιζε την περιοχή. Μάταιη η προσπάθεια. Αποφάσισε να αδιαφορήσει και να πράξει τον σκοπό για τον οποίο είχε πάει εκεί. Τα φτερά του εμφανίστηκαν από τις πλάτες του, σαν μέταλλα που γυάλιζαν κάτω από το φως της πανσέληνου. Λύγισε τα γόνατα του, έτοιμος να πετάξει στον αιθέρα, όταν ένιωσε έναν οξύ πόνο, σαν χτύπημα από καυτό μαστίγιο να του σαρώνει τα πλευρά. Τα φτερά του μαζεύτηκαν μεμιάς στις ωμοπλάτες του κι αυτός βρέθηκε ριγμένος στο έδαφος, αρκετά μέτρα μακριά από τους καταρράκτες. Παρθενικός ο πόνος που ένιωσε το κορμί του. Ποτέ του δεν είχε αισθανθεί ξανά εκείνη την οξύτητα του πόνου. Τα μάτια του πετούσαν άλικες σπίθες. Από μακριά αντίκρισε μια φιγούρα να στέκεται περήφανη κάτω από το φεγγαρόφωτο. Θηλυκή φιγούρα. Ψηλή σαν άγαλμα με έναν χείμαρρο μαλλιών που κατέληγαν στη γη. Όσο την πλησίαζε, τόσο θαμπωνόταν από την ομορφιά της. Σαν αμαζόνα έστεκε. Λευκή επιδερμίδα και το μαλλί, όμοιο με το χαώδες σκότος. Δαιμονική μορφή θα τη χαρακτήριζε από μακριά αλλά όταν πλησίασε έμεινε άναυδος από αυτό που αντίκρισε. Δεν ήταν άδεια τα μάτια της. Δύο καταγάλανες θάλασσες με κύματα από ασήμι υπήρχαν εκεί, όπου ο ίδιος είχε άδειες τις κόγχες, φωτισμένες με παροδική την κόκκινη λάμψη. Το μαύρο της κόρης του ματιού της μόνο έλαμπε με μια ερυθρότητα.

«Τι είσαι εσύ;», ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή. «Τι πλάσμα μαγικό; Άνθρωπος δεν είσαι, ούτε και θεός. Το σίγουρο είναι πως δεν είσαι ούτε δαίμονας. Από που ήρθες και τι ζητάς;».

«Πολλές οι ερωτήσεις σου Δαβίδ. Μα έτσι ανυπόμονος κι επιπόλαιος ήσουν πάντα. Γιατί να αλλάξεις τώρα;», η φωνή της σαν ουράνια μελωδία ακουγόταν στα αυτιά του που τον έκαιγε, τον πονούσε.

«Ποια είσαι, πες μου. Αλλά σιγά γιατί η φωνή σου σουβλιές μου δίνει στα σωθικά».

«Ίσως είμαι όλα αυτά που απέρριψες πριν. Μάλλον είμαι κι άνθρωπος, συνάμα και θεός, μα και δαίμονας μαζί. Μπορεί από την άλλη να μην είμαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Σημασία δεν έχει καμία για σένα».

Γρίφος ήταν τα λόγια της.

«Έχει σημασία για μένα. Μοιάζουμε οι δύο μας, όμοιοι είμαστε στην όψη».

«Μπορεί αλλά όχι και στην ψυχή. Εσύ δεν έχεις, είσαι κενός».

Τα λεγόμενά της τον πόνεσαν πιο πολύ κι από τη φωνή της.

«Τι ζητάς από μένα; Γιατί είσαι εδώ;»

«Εσύ τι ζητάς σε μέρη που δεν έχεις δικαιοδοσία; Φύγε από μπροστά μου κι άντε να συνεχίσεις αλλού την άθλια ζωή σου, την αχόρταγη».

Είδε τα άδεια μάτια του Δαβίδ να βγάζουν φλόγες από θυμό. Είχε χτυπήσει ευαίσθητη χορδή.

«Θέλω να ξέρω το όνομά σου πριν σε σκοτώσω. Πες το μου».

Σπαθιά ποτισμένα με λάβα πετούσε το στόμα του.

«Ανδρομάχη με καλούν. Στο λέω για να είναι το τελευταίο που θα ακούσεις πριν χάσεις τη μίζερη ζωή σου».

Σαν αγριεμένη λέαινα του όρμησε και τον πέταξε στο έδαφος. Τα νύχια της, λεπίδες γίνανε και του ξέσκιζαν το κορμί. Πρώτη φορά αντίκρισε το αίμα του. Νόμιζε πως δεν είχε. Οι πληγές του δεν επουλώνονταν γρήγορα και σφάδαζε από τους πόνους. Σαν όνειρο την άκουσε να λέει, πριν χάσει τις αισθήσεις του:

«Το κομμάτι του αέρα δεν σου ανήκει και δεν θα το πάρεις ποτέ. Μην το επιχειρήσεις ξανά γιατί δεύτερη φορά δεν θα σε λυπηθώ».

Συνήλθε αργά το πρωί, με τις πληγές του να έχουν κλείσει αλλά τον είχε τυφλώσει το φως του ήλιου. Μπορεί να μην τον σκότωνε το φως αλλά ποτέ δεν έβγαινε έξω τα πρωινά γιατί δεν άντεχε τη λάμψη του. Έχανε το φως του. Σαν ερπετό κυλίστηκε στα τυφλά και χώθηκε σε μια μικρή σπηλιά που έκαναν τα βράχια εκεί κοντά. Έμεινε ακίνητος και κουλουριασμένος, με την περηφάνια του πληγωμένη και τον ανδρισμό του καταπατημένο από ένα θηλυκό, μέχρι να σουρουπώσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Κάλεσε με τη δύναμη του νου του την ομάδα του για να τον βοηθήσει. Μέσα σε λίγη ώρα κατέφθασαν μιλιούνια από δαιμονανθρώπους, σαν ένας μικρός στρατός. Ήταν σίγουρος πως με την βοήθειά τους θα τα κατάφερνε. Αφού είχε βραδιάσει αρκετά, επιχείρησε για μια ακόμα φορά να φτάσει στη σπηλιά. Στα μέσα του πετάγματός του, τού όρμησε η Ανδρομάχη και τον σώριασε για μια ακόμα φορά στην γη.

«Σε προειδοποίησα να εξαφανιστείς. Αλλά εκτός από καρδιά, δεν διαθέτεις ούτε μυαλό. Ήρθε το τέλος σου, Δαβίδ».

Εκείνη τη στιγμή επιτέθηκε ο στρατός από τους δαιμονανθρώπους. Ο Δαβίδ χαμογέλασε χαιρέκακα, ικανοποιημένος με τον εαυτόν του. Ένα σύννεφο σκόνης, ποτισμένης με αίμα, σηκώθηκε στον ουρανό. Ήταν σίγουρος πως η Ανδρομάχη θα χανόταν από προσώπου γης. Τόσο σίγουρος που δεν συμμετείχε καθόλου στην εξόντωσή της, παρά παρακολουθούσε από μακριά τη μάχη. Σε λίγα λεπτά μια νεκρική σιωπή απλώθηκε στον χώρο. Η σκόνη άρχισε να κατακάθεται στη γη κι η μυρωδιά του αίματος γέμισε τα ρουθούνια του. Μέσα από αυτήν τη σκόνη βγήκε η Ανδρομάχη αλώβητη, αφήνοντας στο διάβα της σωρό τα πτώματα της ομάδας του Δαβίδ. Κανείς δεν είχε μείνει ζωντανός.

«Και τώρα οι δύο μας», είπε με τα γαλάζια μάτια της να γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι.

Ήταν η πρώτη φορά που τον κατέκλισε ο τρόμος. Ήταν η πρώτη φορά που επικαλέστηκε το όνομα του πατέρα του. Κι αυτός δεν τον παράτησε στο έλεός της. Σαν μαύρη σκιά προσγειώθηκε μπροστά τους. Η Ανδρομάχη δεν τρόμαξε. Αντίθετα χαμογέλασε.

«Γεια σου πατέρα, καιρό είχα να σε δω». Ο Δαβίδ έμεινε άναυδος στο άκουσμα των λόγων της Ανδρομάχης. Τον είχε αποκαλέσει πατέρα.. Έμεινε μετέωρος, στήλη άλατος στη θέση του, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα. Ακούστηκε μια δυνατή βροντή, σαν κεραυνός που σκίζει τον ουρανό στα δύο. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Άνοιξε ο ουρανός και μια δίνη ρούφηξε την Ανδρομάχη στην καρδιά της. Τα μαλλιά της, σαν πέπλο ανέμιζαν στους ουρανούς, καθώς την τραβούσε το χάος. Η ίδια δεν αντέδρασε. Το γέλιο της χάθηκε μαζί με την μορφή της κι ο ουρανός ενώθηκε. Ο δαίμονας έγινε πάλι καπνός και χάθηκε προς το φεγγάρι. Ο Δαβίδ, τρέμοντας, κάθισε στα γόνατά του, αναλογιζόμενος τη σκηνή που παίχτηκε μπροστά στα μάτια του. Αδιανόητο.

Αφού συγκέντρωσε λίγο τις δυνάμεις και τα λογικά του, πέταξε προς τη σπηλιά. Μπήκε μέσα κι ένιωσε τον αέρα να τον φυσά με δύναμη. Αντιστάθηκε κι έφτασε στο κέντρο της σπηλιάς. Ένα κομμάτι πηλού ζωγραφισμένο με περίτεχνα σχέδια στεκόταν άψυχο, μα τόσο δυνατό, στο έδαφος. Το πήρε στα χέρια του κι ένα χαμόγελο φώτισε το λευκό του πρόσωπο. Έφυγε, αφήνοντας την ικανοποίησή του να γίνει νερό που έκλεισε για πάντα το πέρασμα της σπηλιάς.

 

Τα χρόνια πέρασαν γοργά αλλά ποτέ του δεν ξέχασε το όμορφο πρόσωπο της αδελφής του κι αναπάντητο το ερώτημα πλανιόταν στο μυαλό του, ο λόγος που διέφερε τόσο πολύ από τον ίδιο. Γιατί εκείνη είχε τόσο όμορφα μάτια ενώ ο ίδιος τα είχε χάσει στις αρχές της μεταμόρφωσής του; Ποτέ δεν έμαθε αλλά και ποτέ δεν ανακάλυψε τα υπόλοιπα τρία κομμάτια του αμφορέα, παρά τις συνεχόμενες προσπάθειές του.

Βρισκόταν πλέον στο Ναύπλιο και περπατούσε δίπλα στη θάλασσα, αναλογιζόμενος για μια ακόμα φορά την αδελφή του. Από απέναντί του ερχόταν μια κοπέλα λυγερόκορμη, με μαλλί πιασμένο κοτσίδα στο χρώμα της φωτιάς. Διάσπαρτες χρυσές τούφες στις αποχρώσεις του ήλιου γέμιζαν το κεφάλι της. Μα αυτό που τον συνεπήρε, ήταν τα μάτια της. Δύο σμαράγδια τεράστια έστεκαν σαν χάντρες στο κέντρο του προσώπου της. Το έντονο χρώμα τους διαπέρασε ακόμα και τα μαύρα γυαλιά που έκρυβαν τα πηγάδια των ματιών του. Ρίγησε στο κοίταγμά της κι έχασε τον έλεγχό του με το χαμόγελό της. Τόση ομορφιά δεν είχε ξαναδεί ποτέ μέσα στους αιώνες που είχαν περάσει. Για πρώτη φορά ένιωσε μια ζέστη στην καρδιά του. Αισθάνθηκε το αίμα του να καίει και το κορμί του να έχει ένα ίχνος ζωής, σαν τότε που ζούσε ως Καλλίμαχος. Δεν ήθελε να τη χάσει.

Η γνωριμία τους έγινε γρήγορα κι ο έρωτας φούντωσε στις καρδιές και των δύο. Ο Δαβίδ ξέχασε αμφορείς κι εξουσίες. Τίποτα δεν τον ενδιέφερε πια, πέρα από τη σμαραγδένια του Αριάδνη. Έτσι έλεγαν την κοπέλα με τα χρυσοκόκκινα, κυματιστά μαλλιά. Οι λίγες μέρες που έμειναν μαζί στο Ναύπλιο έγιναν βάλσαμο για τον Δαβίδ. Ο δαίμονας μέσα του εξασθενούσε κι ένας άνθρωπος ξαναγεννιόταν στο κορμί του. Δύο μικρά γαλάζια μάτια άρχισαν να αχνοφαίνονται στις κόγχες των ματιών του. Το δέρμα του από λευκό άρχισε να γίνεται αχνορόδινο. Τον μεταμόρφωνε η αγάπη. Χαραγμένη για χρόνια τού είχε μείνει στο μυαλό η στιγμή που την κρατούσε από το χέρι και περπατούσαν αμέριμνοι στο Μπούρτζι. Το δειλινό ήταν ζεστό, το ηλιοβασίλεμα σαν ζωγραφιά από πορτοκαλοκόκκινα χρώματα, πάνω σε έναν γαλάζιο καμβά. Πρώτη φορά μπορούσε να δει τον ήλιο να δύει, δίχως να του καίει τα μάτια. Τόση ομορφιά, τόση ζέστη, τόση αγάπη δεν είχε ξανααισθανθεί. Το φιλί της ήταν μέλι που έσταζε σε εκείνο το δειλινό και το χάδι της μετάξι που άγγιζε τη ζεστή, πλέον, καρδιά του. Την παρακάλεσε να γίνει γυναίκα του, να παρατήσει τα πάντα και να γίνουν ένα. Κι αυτή δέχτηκε. Η χαρά του έγινε ένα με τον αέρα που φυσούσε και χανόταν στα στενά της παλιάς πόλης απέναντι.

Η Αριάδνη έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για να κανονίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει ανενόχλητη και ελεύθερη στην αγκαλιά του. Ο Δαβίδ αποφάσισε να ασχοληθεί τις μέρες που έλειπε η γυναίκα της ζωής του με τη διάλυση της ομάδας του. Βόμβα έσκασαν τα λόγια του στα αυτιά τους πως εγκαταλείπει τα πάντα. Δεν έδωσε εξηγήσεις. Δεν είχε λόγο να το κάνει. Τους έδιωξε όλους από το Ναύπλιο και περίμενε την άφιξη της Αριάδνης. Αγόρασε ένα αρχοντικό και το στόλισε με λουλούδια και χρώματα για να κάνει έκπληξη στην αγαπημένη του.

Η μεγαλύτερη βέβαια έκπληξη ήταν για εκείνον, όταν έλαβε το γράμμα της. Τον εγκατέλειπε. Τον είχε προδώσει. Του είχε πει ψέματα. Μέσα σε μια στιγμή όλα χάθηκαν. Ο Δαβίδ έγινε πιο λευκός από ποτέ. Το ζευγάρι των καταγάλανων ματιών που είχε ολοκληρωθεί, έλιωσε στις κόγχες του από μια κόκκινη φωτιά. Έμεινε πιο άδειος και πιο μόνος από ποτέ. Φωτιά έβαλε στο αρχοντικό και το ‘καψε συθέμελα. Αποφάσισε να μην την ψάξει ακόμα. Αν το είχε κάνει, θα τη σκότωνε. Ήξερε όμως πως θα έπρεπε να πεθάνει μετά. Αλλά ήταν αθάνατος και θα έμενε καταδικασμένος στον πόνο. Όχι πως δεν πονούσε και τότε αλλά με τον χαμό της ο πόνος θα γινόταν αβάσταχτος.

Λίγους μήνες μετά αποφάσισε να την βρει για μια τελευταία φορά. Έφτασε στην πόλη και η όσφρησή του – που είχε γίνει δυνατότερη – τον οδήγησε σε εκείνη. Άλλο ένα πλήγμα γι’ αυτόν, η φουσκωμένη της κοιλιά. Έγκυος από κάποιον θνητό. Ούτε κι ο ίδιος δεν κατάλαβε πώς συγκρατήθηκε για να μην την σκοτώσει. Καρδιά δεν είχε να χτυπά πλέον μέσα στο στήθος του. Μόνο ένα μικρό ίχνος της που είχε συγκρατήσει το χρώμα του σμαραγδιού από τα μάτια της.

Αφοσιώθηκε για μια ακόμα φορά στο κυνήγι του αμφορέα αλλά πάλι χωρίς κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Μετά από χρόνια μάλιστα κάποια στιγμή κόντεψε να χάσει και το κομμάτι του αέρα από έναν άντρα που εισέβαλε στον χώρο του απρόσκλητος. Ο λόγος που δεν τον σκότωσε τότε ήταν το χρώμα των ματιών του. Είχε κι εκείνος το ίδιο σμαραγδί, σαν την Αριάδνη. Δεν τόλμησε να τον ακουμπήσει, μόνο τον απείλησε πως αν ξαναεμφανιστεί μπροστά του δεν θα πάλι τόσο τυχερός. Δεν γνώριζε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο καρπός του έρωτά του, ο ίδιος του ο γιός.

Η αναγέννηση των ηρώων – ‘Υδωρ κεφάλαιο 13ο

nauplio

Κεφάλαιο 13

Θεοί και Δαίμονες

 

 

Ξύπνησαν νωρίς. Ο ήλιος μόλις είχε ρίξει τις πρώτες του αχτίδες, λούζοντας με ένα μυστηριώδες πορτοκαλοκίτρινο χρώμα την Πόλη. Μιναρέδες και τρούλοι, ελληνικών και τούρκικων εκκλησιών συνυπήρχαν αναγκαστικώς ειρηνικά μέσα σε εκείνο το θεϊκό τοπίο. Θεός κι Αλλάχ συνυπήρχαν κι αυτοί ως ένα, αδιαχώριστο. Φτάνοντας στο Πατριαρχείο, άκουσαν πως λάμβανε χώρα κάποια λειτουργία. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν και τη χάρη που ζήτησε η Φανή. Μνημόνευσαν τα ονόματα των δικών τους ανθρώπων που είχαν φύγει πλέον από την ζωή, καθώς και τα τέσσερα μέλη του τάγματος. Ο Αλέξανδρος κοίταξε τον Χρήστο, ο οποίος προσπαθούσε με δυσκολία να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Τα δάχτυλα των χεριών του έτρεμαν κι ήταν υγρά. Το βλέμμα του κατεβασμένο χαμήλά. Δίπλα του η Φανή φαινόταν πιο συγκρατημένη μα αν κοιτούσε κάποιος βαθιά μέσα στα μάτια της θα μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα τον πόνο και τη θλίψη που με δυσκολία κι εκείνη συγκρατούσε.

«Πήγαινε δίπλα στη Φανή. Σε έχει ανάγκη», είπε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος στη Ζωή που στεκόταν δίπλα του.

«Έχεις δίκιο».

Η Ζωή έφτασε πλάι στη Φανή και της έπιασε το χέρι. Ένα δάκρυ ξέφυγε από την άκρη του ματιού της.

Το ραντεβού τους με τον Σωκράτη ήταν στην είσοδο του Πατριαρχείου. Τους περίμενε ήδη εκεί. Δεν στάθηκαν ούτε στιγμή. Για κάποιον λόγο ο Σωκράτης έδειχνε αρκετά αγχωμένος κι ανυπόμονος. Έτσι, τον ακολούθησαν κι ύστερα από δύο με τρία στενά στάθηκαν μπροστά από ένα επιβλητικό, γωνιακό αρχοντικό, γεμάτο στενά παράθυρα με καμάρες, στολισμένα στο εσωτερικό τους με λευκές, κεντητές κουρτίνες. Χτύπησαν το κουδούνι και μετά από λίγο τους άνοιξε ένας ηλικιωμένος κύριος, με αυστηρό ύφος που θύμιζε Άγγλο μπάτλερ. Τους έκανε νόημα και , ακολουθώντας τον, ανέβηκαν μια ξύλινη σκάλα. Σε κάθε πάτημά τους ακουγόταν κι ένα δυνατό τρίξιμο. Αναρωτιόντουσαν σχεδόν όλοι σιωπηλά, πόσο σύντομα θα ξεκολλούσε κάποιο σκαλοπάτι και θα βρίσκονταν με το κεφάλι ανάποδα στην είσοδο. Το πάτωμα του πρώτου ορόφου ήταν φτιαγμένο από πλάκες μαρμάρου καλογιαλυσμένου σε λευκούς και μαύρους ρόμβους. Τα δωμάτια ήταν ψηλοτάβανα με τεράστιες ξύλινες πόρτες. Το καθιστικό εκείνου του αρχοντικού ήταν ένας τεράστιος χώρος, όπου στο πίσω μέρος του έστεκε μια τζαμαρία. Καταλάμβανε όλον σχεδόν τον τοίχο και διαχώριζε έναν μικρό εσωτερικό κήπο, πλούσιο σε πανύψηλα φυτά και δέντρα. Οι κουρτίνες καμωμένες από μπροκάρ ύφασμα, στο χρώμα της τερακότα, κρέμονταν βαριές, δίνοντας ένα στυλ μπαρόκ. Σε έναν τόνο πιο ανοιχτό ήταν φτιαγμένο το σαλόνι από πλούσιο κι ιδιαίτερα μαλακό βελούδο. Αφού κάθισαν τους πρόσφεραν τούρκικο τσάι, αφήνοντάς τους λίγο μόνους για να το απολαύσουν.

Ύστερα από λίγο ο ηλικιωμένος οικονόμος άνοιξε και τα δύο φύλλα από την κεντρική πόρτα του καθιστικού. Ξάφνου εμφανίστηκε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Καθισμένη σε αυτό βρισκόταν μια γερασμένη γυναίκα, η οποία κουβαλούσε πάνω της σημάδια περασμένης αρχοντιάς. Στα νιάτα της θα έπρεπε να ήταν πολύ όμορφη κι αρχοντική γυναίκα. Τα σμαραγδιά της μάτια ακόμα έλαμπαν στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό της. Για την ηλικία της ήταν πολύ καλοντυμένη και περιποιημένη, μια κοκέτα εποχής. Με το που μπήκε μέσα στο δωμάτιο έριξε το βλέμμα της στα αδέλφια Εμπέογλου. Τα χέρια της γαντζώθηκαν πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι. Τα δάκρια της ήταν έτοιμα να γίνουν ένα με τις ρόδες του και να κυλήσουν μακριά. Κατάπιε μια ακόρεστη επιθυμία να ουρλιάξει την αλήθεια και φόρεσε τη μάσκα της προσποίησης που τόσα χρόνια είχε ενσωματωθεί με το πρόσωπό της. Το ζεστό της χαμόγελο έλαμψε μέσα στο βαρύ σκηνικό του δωματίου.

«Καλησπέρα σας! Ονομάζομαι Αριάδνη Σταθοπούλου. Θέλω να σας ευχαριστήσω θερμά για τον χρόνο που διαθέσατε για μένα. Η ηλικία μου κι η κατάστασή μου δεν μου επιτρέπουν τις μετακινήσεις και τα ταξίδια, παρόλο που θα ήθελα πάρα πολύ να επισκεφτώ την αγαπημένη μου Ελλάδα. Οι αναμνήσεις μου είναι πολλές, όμορφες μα κι άσχημες, από εκεί».

Η ζεστή και μελωδική φωνή της θύμιζε γιαγιά που διάβαζε στα μικρά της εγγόνια το αγαπημένο τους παραμύθι. Παρατήρησε με τα σμαραγδένια μάτια της τον κάθε έναν ξεχωριστά, κολακεύοντάς τους για την ομορφιά τους. Κάρφωσε κι άφησε μετέωρο το βλέμμα της στον Χρήστο και τη Φανή. Ένιωσαν πως κάτι ήθελε να τους εκμυστηρευτεί με τα μάτια. Η αγωνία ήταν έκδηλη στο βλέμμα της. Μια αγωνία που πολεμούσε να συγκρατηθεί και να θαφτεί εκεί μέσα. Αφού μίλησε λίγο με όλους, ώστε να τους γνωρίσει καλύτερα, ξεκίνησε να τους αφηγείται την ιστορία της.

Γέννημα θρέμμα Κωνσταντινοπολίτισσα, έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της εκεί. Η οικογένειά της ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να επιβιώσουν στην Πόλη μετά τον διωγμό των Ελλήνων. Η μάνα της εργαζόταν στην υπηρεσία πολλών πλούσιων οικογενειών. Ήταν καλή γυναίκα όμως και ποτέ δεν δημιούργησε αλλά ούτε και της δημιούργησαν πρόβλημα. Το τελευταίο από τα σπίτια που δούλεψε άνηκε σε έναν εύπορο Τούρκο ιστορικό, ο οποίος είχε αυτοβαφτιστεί φιλέλληνας. Γνώριζε τα πάντα για τη μυθολογία μα και τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος. Τη Μυρτιά, τη μητέρα της, την είχε κάτι περισσότερο από μέλος του υπηρετικού του προσωπικού, την είχε σαν κόρη του. Την έβαζε να του διηγείται ό,τι γνώριζε για την ελληνική ιστορία. Υπήρξε για χρόνια ανύπαντρος κι αμετανόητος εργένης, οπότε θεωρούσε τη Μυρτιά το αποκούμπι του για τις ώρες μοναξιάς του.

Όταν γέννησε η Μυρτιά την κόρη της, την Αριάδνη, ο Τούρκος ιστορικός τη λάτρεψε. Ζήτησε να μετακομίσει όλη η οικογένειά της στο αρχοντικό του για να τους έχει κοντά του, σαν δική του οικογένεια. Ο πατέρας της Αριάδνης δεν συμφώνησε αμέσως. Λόγω όμως οικονομικής δυσχέρειας καθώς και της πίεσης που υπέστη από την οικογένειά του, το πήρε απόφαση κι είπε το πολυπόθητο ναι. Με αυτήν την απόφαση γλίτωσε η οικογένειά του από τη μιζέρια και τις αρρώστιες, που θα έρχονταν με την παραμονή τους στη ξύλινη παράγκα. Ο Τούρκος ενθουσιάστηκε με τη θετική απάντησή τους. Διαμόρφωσε τον χώρο του έτσι, ώστε να βολευτεί με τον καλύτερο τρόπο η ελληνική οικογένεια που θα φιλοξενούσε. Σπατάλησε πολλά χρήματα για να ανακαινίσει το αρχοντικό του.

Ο Γρηγόρης, ο σύζυγος της Μυρτιάς, φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού κι η ίδια η Μυρτιά έγινε η οικονόμος του. Τη μικρή Αριάδνη την είχε ψυχοκόρη του. Τη μόρφωσε και στη συνέχεια τη σπούδασε. Έμαθε κι ο ίδιος την ελληνική γλώσσα, απαγορεύοντας σε ολόκληρο το υπηρετικό προσωπικό να μιλάει στο σπίτι του τούρκικα. Κάθονταν ώρες ολάκερες με την Αριάδνη στο γραφείο του, διαβάζοντάς της για την Ελλάδα και τους μύθους της. Τα βιβλία που διέθετε στην τεράστια συλλογή του ήταν πολλά και σπάνια. Όλα αυτά έγιναν η κληρονομιά της Αριάδνης μαζί με πολλά πλούτη, ύστερα από τον θάνατο του Τούρκου ευεργέτη τους.

Μετά τις σπουδές της, κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να γνωρίσει όλες τις ομορφιές της Ελλάδος με τα συνεχόμενα ταξίδια της εκεί. Σε ένα από εκείνα τα ταξίδια συνάντησε και τον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Έναν όμορφο άντρα, ψηλό κι αρχοντικό, με πλούσια μαλλιά στο χρώμα του εβένους και επιδερμίδα πορσελάνινη. Τον έλεγαν Δαβίδ. Ο έρωτάς της για εκείνον τον άντρα έμοιαζε με τρικυμία. Σκεφτόταν μάλιστα να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, ώστε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του. Της το πρότεινε κι ο ίδιος, κάνοντάς την μακράν ευτυχισμένη. Όμως όλα έγιναν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που συνειδητοποίησε πως δεν τον γνώριζε και πολύ καλά. Αισθανόταν πως εκείνος ο μυστηριώδης άντρας τής έκρυβε ένα μεγάλο και σκοτεινό μυστικό. Η συμπεριφορά του απέναντί της ήταν πάντα η καλύτερη, από την άλλη ο τρόπος του προς τον υπόλοιπο κόσμο ήταν υπερβολικά εριστικός, κάνοντάς την να τρομάξει αρκετές φορές. Κατάφερνε βέβαια να την καθησυχάζει με διπλωματικό τρόπο, παίρνοντάς την στην αγκαλιά του και μιλώντας της τρυφερά. Την έκανε να ξεχνάει τα πάντα, ακόμα και τις υποψίες και τους φόβους της. Τελικά πήρε την απόφαση και του είπε το πολυπόθητο ναι. Επέστρεψε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για να κανονίσει κάποιες εκκρεμότητες αλλά και την περιουσία της, ώστε να γυρίσει γρήγορα στην αγκαλιά και τα φιλιά του.

Η μάνα της κι ο πατέρας της είχαν πεθάνει λίγα χρόνια πριν, οπότε όλη η περιουσία του Τούρκου προστάτη της, τής άνηκε. Βρήκε γρήγορα έναν συμβολαιογράφο για να κανονίσει τα υπάρχοντά της. Πούλησε το αρχοντικό του Τούρκου που πλέον είχε περάσει στα χέρια της. Δεν επρόκειτο να κρατήσει τίποτα από εκείνη την περιουσία, πέρα από κάποια ρούχα που της άρεσαν και τα βιβλία του μακαρίτη του ευεργέτη της. Προσέλαβε μερικούς εργάτες για να συγκεντρώσουν τα βιβλία και να τα βάλουν σε κασόνια, τα οποία θα μεταφέρονταν στην Ελλάδα. Για να μην καταστραφεί κανένας από τους πολύτιμους θησαυρούς της βιβλιοθήκης κατά την διάρκεια των εργασιών, επιτηρούσε η ίδια η Αριάδνη τη δουλειά τους. Με μεγάλο κόπο συγκέντρωσαν όλα τα βιβλία.

«Κυρά ακολουθήστε με γρήγορα σας παρακαλώ», της φώναξε ένας από τους εργάτες, ώστε να της δείξει κάτι παράξενο που είχε ανακαλύψει.

Πίσω από το χαμηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης υπήρχε ένα κρυφό ντουλάπι, το οποίο με κάποιον τυχαίο τρόπο κατάφερε να ανοίξει. Η Αριάδνη περιεργάστηκε το ντουλάπι, βρίσκοντας στο βάθος του ένα σεντούκι ξύλινο κλεισμένο με ένα σκουριασμένο λουκέτο. Κανένα όμως κλειδί από εκείνα που είχε δεν μπορούσε να το ξεκλειδώσει. Θυμήθηκε τότε πως ο Τούρκος κάπου φύλαγε μια αρμαθιά με κλειδιά για όλο το σπίτι. Κάποια από εκείνα τα κλειδιά δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ. Ξετρύπωσε την αρμαθιά κι αφού ξεχώρισε όλα όσα κλειδιά ήξερε, άφησε στην άκρη τα αχρησιμοποίητα. Τα δοκίμασε στο λουκέτο και σύντομα βρήκε το σωστό που άνοιξε το σεντούκι. Το περιεχόμενό του ήταν ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες. Κάτω από το βιβλίο υπήρχαν κάποια σκόρπια λευκά φύλλα, πιο πρόσφατα. Μια πίεση και μια αντάρα κλόνισε τα σωθικά της. Ένα προαίσθημα περίεργο την κατέκλισε και μια θέληση πηγαία να μάθει τα μυστικά του βιβλίου.

Αφού έδιωξε τους εργάτες, ζητώντας τους να περάσουν την επόμενη μέρα για να φορτώσουν τα κασόνια με τα βιβλία, κάθισε στο γραφείο κι ασχολήθηκε με την πρόσφατη ανακάλυψή της. Το εξώφυλλο ήταν δερμάτινο, έχοντας πάνω του σκαλιστό το κεφάλι ενός ερπετού με ακτίνες γύρω του και τέσσερα σύμβολα στις αντίστοιχες κατευθύνσεις του προσανατολισμού. Το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν γραμμένο σε μια γλώσσα που δεν γνώριζε. Κοιτώντας τα σκόρπια φύλλα που βρίσκονταν από κάτω, συνειδητοποίησε πως ήταν η χειρόγραφη μετάφραση του και μάλιστα στα ελληνικά. Της έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το κρυμμένο εκείνο βιβλίο που αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο για να το διαβάσει. Ταυτόχρονα με τη μετάφραση κοίταζε και το πρωτότυπο γιατί είχε πολλές εικόνες που επεξηγούσαν το περιεχόμενο. Ξενύχτησε για να το τελειώσει ολόκληρο. Έγραφε για την ιστορία ενός δαίμονα με το όνομα Ζμέου, σε σχέση με την ελληνική μυθολογία αλλά και τη μετέπειτα εξέλιξή του. Μια από τις σχεδιασμένες εικόνες του πρωτότυπου βιβλίου έδειχνε τον πρωτότοκο γιο του δαίμονα, όταν ήρθε για πρώτη φορά επαφή με θνητή γυναίκα. Η σελίδα ήταν εύθραυστη και τσαλακωμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να διακρίνει καλά την μορφή του πρωτότοκου. Κάτι μέσα της την πρότρεπε να τον παρατηρήσει καλύτερα. Έφερε έναν μεγεθυντικό φακό που υπήρχε στο συρτάρι της βιβλιοθήκης. Με το που κοίταξε καλύτερα το πρόσωπο του απεικονιζόμενου νεαρού μούδιασε ολόκληρη. Ένιωσε την καρδιά της να τραντάζεται και το αίμα της να κυλάει σε γρήγορους ρυθμούς. Ο φακός της έπεσε από τα χέρια.

«Αδύνατον…», ψέλλισε.

Το μυαλό της, τής έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Ήταν όμως ίδιος με εκείνον. Με τρεμάμενα χέρια έπιασε τον φακό και ξανακοίταξε το σχέδιο. Το ίδιο σκούρο μαλλί, τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του κι εκείνο το περίεργο βλέμμα που, έστω κι από γκραβούρα, είχε τη δυνατότητα να μαγνητίζει μα και να φοβίζει συνάμα. Όλα μαρτυρούσαν πως ήταν ο μεγάλος της έρωτας, ο Δαβίδ.

Το επόμενο πρωί ακύρωσε τη μεταφορά των βιβλίων στην Ελλάδα. Το μεγάλο της πρόβλημα όμως ήταν πως όλα τα υπόλοιπα, ακόμα και το σπίτι, είχαν πουληθεί. Η μεγάλη περιουσία που είχε κληρονομήσει, της παρείχε την οικονομική άνεση να αγοράσει ένα  καινούργιο σπίτι. Κι αυτό ακριβώς έκανε. Επέλεξε ένα όμορφο αρχοντικό στο Φανάρι, όπου και μετέφερε τα υπάρχοντά της εκεί. Μετά από λίγες μέρες έφυγε για την Ελλάδα για να σιγουρευτεί με κάποιον τρόπο πως εκείνος ο άντρας ήταν το απόκοσμο τέρας που έδειχνε το βιβλίο. Δεν ενημέρωσε τον Δαβίδ πως είχε επιστρέψει. Άρχισε να παρακολουθεί κάθε του κίνηση, κρυφά και προσεκτικά. Ένα βράδυ τον είδε να ψωνίζει μια πόρνη και να αποτραβιούνται σε ένα στενό δρομάκι. Μετά από κάποια ώρα έφυγε μόνος του. Αφού σιγουρεύτηκε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά, μπήκε στο στενάκι για να δει τι απέγινε η κοπέλα. Θα μπορούσε να είχε φύγει από την άλλη πλευρά. Όμως ο μικρός εκείνος δρόμος ήταν αδιέξοδο κι η γυναίκα δεν υπήρχε εκεί. Ανήσυχη η Αριάδνη άρχισε να ψάχνει παντού, αφού πρώτα συνήθισαν τα μάτια της στο πυκνό σκοτάδι που επικρατούσε. Κανένα ίχνος της. Μοναδικά αντικείμενα που υπήρχαν στον χώρο ήταν σκουπίδια κι ένας τεράστιος κάδος. Σήκωσε το καπάκι και, βλέποντας το αποκρουστικό θέαμα που κρυβόταν εκεί μέσα, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Η άτυχη γυναίκα βρισκόταν νεκρή με δύο τρύπες στην βάση του λαιμού της. Όπως ακριβώς το έγραφε και το βιβλίο. Οι απόγονοι του δαίμονα τρέφονται με αίμα θνητών ανθρώπων. Η σιγουριά της έγινε θάνατος ψυχής για εκείνη.

Αφού μάζεψε τα κομμάτια της και κλείδωσε τον έρωτά της στο πίσω μέρος του μυαλού της, επέστρεψε στην Πόλη. Έστειλε ένα γράμμα στον Δαβίδ, εξηγώντας του πως δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την πόλη της και τη ζωή της εκεί. Για αυτόν τον λόγο θα ήταν καλύτερα να μην ξαναϊδωθούν ποτέ.

Δεν έλαβε καμία απάντηση στο γράμμα της. Αυτό την ανησυχούσε. Το χειρότερο όμως ήταν πως ο Δαβίδ είχε αφήσει το αποτύπωμά του πάνω της με τον χειρότερο τρόπο. Την είχε αφήσει έγκυο. Το ανακάλυψε όταν είχε ήδη μπει στον τρίτο μήνα. Δεν μπορούσε να ρίξει το παιδί. Έτσι ο καιρός άρχισε να περνάει μέσα στην αγωνία και τον φόβο του Δαβίδ, εφόσον δεν ήξερε αν ετοιμάζει την εκδίκησή του. Στον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της είχε αποκτήσει μια τεράστια κοιλιά μα κανένα νέο από τον Δαβίδ. Σχεδόν είχε ξεχάσει τη μορφή του. Μέχρι που μια νύχτα χτύπησε η πόρτα του αρχοντικού της. Με δυσκολία κατέβηκε την ξύλινη σκάλα για να ανοίξει. Η κοπέλα που είχε στην υπηρεσία της είχε άδεια εκείνη τη μέρα. Ανοίγοντας την πόρτα κόντεψε να αποβάλει. Κρύες σταγόνες μαζεύτηκαν στο πρόσωπο της, σαν κρύσταλλα πολυελαίου. Απέναντί της στεκόταν ο Δαβίδ, ψυχρός κι ανέκφραστος, όπως μια πορσελάνινη κούκλα. Ακόμα κι όταν πρόσεξε την κοιλιά της δεν μαλάκωσε η έκφρασή του.

«Με πρόδωσες», της είπε». «Είσαι ο μόνος άνθρωπος που αγάπησα ποτέ», συνέχισε, φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις στο πρόσωπό της.

Όπως ήταν, εν βρασμώ ψυχής, δεν υπολόγισε πως το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της θα μπορούσε να ήταν δικό του. Εξάλλου γνώριζε πως τα όντα που προέρχονται από άνθρωπο και δαίμονα, σπάνια έκαναν παιδιά. Συνήθως ήταν στείρα. Δεν έδωσε καμία σημασία σε μια τέτοια λεπτομέρεια. Αντίθετα, ίσως να πίστεψε πως ήταν κάποιου άλλου. Ήταν αποφασισμένος να την σκοτώσει εκείνη τη στιγμή. Κάτι όμως τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Της ζήτησε να μην ξαναβρεθεί ποτέ μπροστά του γιατί δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία. Έκλεισε την πόρτα και μαζί με εκείνη έκλεισε κι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της που ονομαζόταν έρωτας. Πως ήταν δυνατόν να τον αγαπάει ακόμα; Τον καρπό ενός σατανά. Κι όμως, ένιωθε τόσα πολλά και δυνατά συναισθήματα για εκείνον τον άντρα που επισκίαζαν την ταυτότητά του. Ποτέ της δεν θα μάθαινε πως κι ο Δαβίδ αισθανόταν τα ίδια ακριβώς για τη γυναίκα με τα δύο σμαράγδια για μάτια. Ίσως και περισσότερα.

Από τότε δεν τον ξαναείδε. Γέννησε δίδυμα. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, τα οποία ευτυχώς δεν είχαν πάρει τίποτα από το παρουσιαστικό του Δαβίδ. Είχαν κληρονομήσει μόνο τα σμαραγδένια μάτια της μητέρας τους.

«Που είναι τα παιδιά σας αυτή τη στιγμή;», ρώτησε ο Χρήστος, παρασυρόμενος από την ιστορία της.

«Ζουν ειρηνικά, μακριά από εμένα και την αλήθεια», απάντησε η γριά, κατεβάζοντας το βλέμμα χαμηλά.

Φαινόταν αρκετά εξαντλημένη από την ιστορία της.

«Δηλαδή δεν γνωρίζουν την αλήθεια; Πως τους κρύψατε κάτι τέτοιο; Ίσως να κινδυνεύου!», συνέχισε να λέει ο Χρήστος.

«Θα μου επιτρέψετε να πάω να ξεκουραστώ. Με εξαντλούν οι θύμησες του παρελθόντος. Υπόσχομαι όμως το βράδυ να σας απαντήσω σε κάθε απορία που έχετε. Υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να ειπωθούν».

Ζήτησε να τους φιλήσει πριν φύγουν. Τελευταίος τη χαιρέτησε ο Χρήστος. Τα μάτια της, πέρα από το υπέροχο εκείνο χρώμα, είχαν και κάτι ακόμα οικείο. Παρατήρησε μάλιστα πως, καθώς τη φιλούσε, ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο μάγουλό της. Κανόνισαν με τον Σωκράτη να βρεθούν το απόγευμα στην Αγία Σοφία και μετά να επιστρέψουν όλοι μαζί στην Αριάδνη. Αφού βγήκαν στον δρόμο, ο Χρήστος γύρισε να δει το αρχοντικό, προσέχοντας μια σκιά να κλείνει γρήγορα την κουρτίνα σε ένα από τα πολλά παράθυρα. Υπήρχε και κάποιος ακόμα στο σπίτι που δεν είχαν γνωρίσει.

Εκείνο που δεν άντεχε με τίποτα ο Αλέξανδρος ήταν να τον ξυπνούν απότομα. Για αυτόν τον λόγο πάντα φρόντιζε να σηκώνεται πιο νωρίς από όλους. Εκείνο το απόγευμα όμως τόν είχε σκεπάσει καλά το πάπλωμα κι έκανε το λάθος να κοιμηθεί δίπλα στον Χρήστο, στο δωμάτιό του. Οι γυναίκες δεν έμειναν στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούν. Κατέβηκαν στο γνωστό κλειστό παζάρι της Πόλης για να το ξεσηκώσουν. Είχαν κλείσει ραντεβού στο Μπλε τζαμί. Ο Χρήστος ξύπνησε πρώτος κι άδραξε την ευκαιρία για να κάνει μια μικρή πλάκα στον φίλο του. Όπως κοιμόταν ανάσκελα στο κρεβάτι πήδησε πάνω του και τον καβάλησε. Τον ακινητοποίησε, κρατώντας τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. Ο Αλέξανδρος ξύπνησε απότομα ξέπνοος.

«Το ξέρεις ότι ροχαλίζεις όταν κοιμάσαι;», τον ρώτησε ο Χρήστος, γελώντας και φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό του.

Ο Αλέξανδρος ξέφυγε από τη λαβή του και τον έριξε στο κρεβάτι, πιάνοντας τον από τον λαιμό. Ο Χρήστος είχε λυθεί στα γέλια. Το χέρι του σφίχτηκε περισσότερο στην καρωτίδα του φίλου του, με αποτέλεσμα να κοντέψει να τον πνίξει. Τότε ήρθε στο μυαλό του Αλέξανδρου το πρόσωπο του αθώου εκείνου παιδιού που είχε υποστεί έναν άδικο κι αποτρόπαιο βιασμό από τον θείο του. Το πρόσωπο του Χρήστου είχε μεταμορφωθεί στο αντίστοιχο παιδικό δικό του πρόσωπο. Τα μάτια του γέμισαν δάκρια κι ευθύς χαλάρωσε το χέρι του από τον λαιμό του Χρήστου, αφήνοντάς τον μισοπνιγμένο κι αποσβολωμένο με το όλο θέαμα. Ο Χρήστος παρατήρησε τότε  έναν άντρα κοντά δύο μέτρα  να κλαίει σαν μωρό παιδί.

«Αλέξανδρε τι σου συμβαίνει; Τι αντίδραση είναι αυτή;», ρώτησε με έναν ξερό βήχα να πνίγει τα λόγια του.

Δεν πήρε καμία απάντηση. Τον έπιασε από τον ώμο και μέσα σε μια παράλογη αντίδραση του μυαλού του ο Αλέξανδρος τον πέταξε απέναντι. Το επόμενο δευτερόλεπτο συνειδητοποίησε το τι είχε κάνει κι έτρεξε κοντά στον Χρήστο, βοηθώντας τον να σηκωθεί.

«Συ… συγγνώμη! Έχασα τον έλεγχο…».

«Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Εσύ τρέμεις ολόκληρος. Από εφιάλτη ξύπνησες;», είπε ο Χρήστος, προσπαθώντας να συνέλθει από το απρόσμενο χτύπημα.

«Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα από αυτόν τον εφιάλτη, Χρήστο».

«Δεν καταλαβαίνω…».

«Δεν ξέρω πώς να το πω αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτό».

«Το ξέρεις πως μπορείς να μου πεις τα πάντα».

Και τότε μια συγκλονιστική αποκάλυψη ήρθε στο φως. Ένα μυστικό που ποτέ δεν είχε ξεστομίσει σε κανέναν. Μια αιματοβαμμένη κι ανίερη ιστορί που κανένα αρσενικό δεν θα ήθελε ποτέ να βιώσει. Του αποκάλυψε ακόμα και τις ερωτικές εμπειρίες που είχε με άντρες για να ξαλαφρώσει από ένα βάρος που κουβαλούσε για πολλά χρόνια. Ο Χρήστος τον κρατούσε μέσα στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να τον παρηγορούσε. Βάλσαμο για τον Αλέξανδρο η τρυφερή αγκαλιά του φίλου του.

«Μη με κοιτάς έτσι! Νιώθω πως με επικρίνεις».

«Πως θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο; Για το μόνο που θα μπορούσα να σε επικρίνω, είναι πως άργησες πολύ να μου μιλήσεις».

«Δεν ήταν εύκολο».

«Να ξέρεις πως με τιμά η εμπιστοσύνη σου».

Από εκείνη τη στιγμή δεν τον έβλεπε σαν φίλο του πλέον αλλά σαν αδελφό του. Ο Αλέξανδρος ένιωσε μετά από πολλά χρόνια ανάλαφρος και λυτρωμένος.

Βρέθηκαν λίγο αργότερα με τις κοπέλες μπροστά από το Μπλε Τζαμί. Η Ζωή αμέσως πρόσεξε τα κόκκινα μάτια του Αλέξανδρου. Εκείνος δικαιολογήθηκε πως είχε δυνατό πονοκέφαλο. Έτσι ακολούθησε μια ακόμα περιήγηση, ώστε να ξεχαστούν από τις αποκαλύψεις και τις ανησυχίες των ημερών. Ο Αλέξανδρος φορούσε τα μαύρα γυαλιά του για να μη κοιτάζουν τα κόκκινα, πρησμένα μάτια του. Επισκέφτηκαν λοιπόν εκείνον τον γνωστό μουσουλμανικό ναό. Ο Χρήστος τους διάβαζε την ιστορία του Μπλε τζαμιού από το βιβλίο που μόλις είχε προμηθευτεί.

«Ο ναός είναι χτισμένος στο κέντρο της νοτιοδυτικής πλευράς του ιπποδρόμου, επίτηδες απέναντι από την Αγία Σοφία, έτσι ώστε να δεσπόζει κατά την προσέγγιση των πλοίων. Το όνομά του το κέρδισε λόγω της κυριαρχίας του μπλε χρώματος στην εσωτερική του διακόσμηση. Ο αρχιτέκτονας του, Αχμέτ ο Α΄, είχε λάβει εντολή να μη λυπηθεί κανένα έξοδο, προκειμένου να δημιουργήσει τον πιο εντυπωσιακό κι όμορφο τόπο λατρείας του Ισλάμ στον κόσμο, πιο εντυπωσιακό κι από την Αγία Σοφία. Μάλιστα ο Σουλτάνος είχε διατάξει, πριν φύγει για τη Μέκκα, να κατασκευαστεί ο τρούλος από ατόφιο χρυσάφι. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να συμβεί λόγο του βάρους του πολύτιμου εκείνου μετάλλου. Κι έτσι ο αρχιτέκτονας κατασκεύασε τον τρούλο με απλά υλικά και για να σώσει τη ζωή του πρόσθεσε έξι μιναρέδες γύρω από το Τζαμί, δικαιολογούμενος στον Σουλτάνο πως υπήρξε θύμα παρανόησης. Ο αριθμός «έξι» (αλτί) κι η λέξη «χρυσός» (αλτίν) προφέρονται σχεδόν το ίδιο στα Τούρκικα».

«Αυτή η πολυλογία σου, μου δίνει στα νεύρα. Άντε, πάμε να δούμε τον ναό τουλάχιστον να γλιτώσουμε από σένα», είπε, γελώντας, ο Αλέξανδρος.

Το εσωτερικό του ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Το πάτωμα ήταν ντυμένο με παχιά μοκέτα. Δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν με παπούτσια στον χώρο παρά μόνο ξυπόλυτοι. Έτσι πέρασε όμορφα και ξέγνοιαστα η ώρα τους, ξεχνώντας έστω και για λίγο τα προβλήματα που τους καταπίεζαν.

Εκείνη τη φορά κατάφεραν να είναι τυπικοί στην ώρα τους με τον Σωκράτη. Έφτασαν, σχεδόν ταυτόχρονα, στην είσοδο της Αγίας Σοφίας. Στο εσωτερικό της γίνονταν εργασίες για την αναστήλωση της, από τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των Τούρκων. Κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να βγάλουν στην επιφάνεια τα χρυσά ψηφιδωτά που στόλιζαν την εκκλησία. Το εσωτερικό του ναού δημιουργούσε δέος. Είχαν μείνει άφωνοι κι ιδίως με τις λεπτομέρειες που τους ανέφερε ο Σωκράτης για την ιστορία του ναού. Τα βλέμματά τους παρέμεναν συνέχεια ψηλά. Ο Χρήστος κάποια στιγμή ένιωσε πως κάποια βλέμματα τους παρακολουθούν. Τα μάτια του άρχισαν να ψάχνουν τον χώρο εξονυχιστικά μέχρι που σταμάτησαν σε μια ομάδα ανθρώπων που βρισκόταν απέναντι. Φορούσαν όλοι μαύρα ρούχα και γυαλιά, είχαν κατάμαυρα μαλλιά κι λευκή επιδερμίδα. Στο πέτο τους έλαμπε μια μικρή χρυσή καρφίτσα με το κεφάλι ενός δράκου. Μπροστά τους στεκόταν ένας τύπος με κοτσίδα, ο οποίος έμοιαζε απόλυτα με εκείνον τον άντρα από τις περιγραφές της Αριάδνης. Ήταν ο ίδιος τύπος που βρέθηκε δίπλα του στην κρουαζιέρα στον Βόσπορο. Τράβηξε την προσοχή των υπολοίπων και με τρόπο τους εξήγησε την απειλή που καραδοκούσε.

«Φεύγουμε τώρα όλοι με πολύ ήρεμο τρόπο. Δεν πρέπει να καταλάβουν ότι τους αποφεύγουμε», είπε ο Σωκράτης, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη στους εχθρούς τους.

Βγήκαν από την Αγία Σοφία όσο το δυνατόν πιο ήρεμοι. Η Ζωή προσπαθούσε να κρύψει τον πανικό της αλλά δεν ήταν εύκολο κάτω από εκείνη την πίεση. Έτρεμε ολόκληρη. Ο Δαβίδ κι οι υπόλοιποι τους ακολουθούσαν. Επιτάχυναν το βήμα τους. Το ίδιο κι οι δαιμονανθρώποι. Ευτυχώς πρόλαβαν ένα τοπικό λεωφορείο την ώρα που έφευγε κι ανέβηκαν. Οι άλλοι μπήκαν σε δύο μαύρα αυτοκίνητα που είχαν παρκαρισμένα κοντά κι ακολούθησαν το λεωφορείο. Κατέβηκαν στην κλειστή αγορά. Ήταν μια καλή λύση να τους ξεφύγουν μέσα στον πολύ κόσμο. Εκεί δεν θα μπορούσαν να τους βλάψουν. Σχεδόν τρέχοντας μπήκαν στο κλειστό παζάρι. Ήταν σαν ένας μικρός λαβύρινθος. Υπήρχε στο κέντρο ένας κεντρικός δρόμος με πολλές διακλαδώσεις δεξιά κι αριστερά που πολύ εύκολα μπορούσες να χαθείς την κάθε στιγμή. Παρέμειναν όλοι μαζί στον κεντρικό και περπατούσαν αργά, κοιτάζοντας συνέχεια πίσω τους. Ο εχθρός όμως τους αιφνιδίασε από μπροστά. Είχαν μπει στην αγορά από άλλη είσοδο. Χωρίς να το αντιληφθούν τους είχαν περικυκλώσει. Η Ζωή τρόμαξε τόσο που ούρλιαξε. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση η ομάδα του Δαβίδ κι αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Σωκράτης. Τους έκανε νόημα κι άρχισαν να τρέχουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας. Προσπαθούσαν να χαθούν μέσα στον κόσμο, ο οποίος είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται από την κραυγή της Ζωής. Ο Δαβίδ ακολούθησε τον Χρήστο κι οι υπόλοιποι μοιράστηκαν και διασκορπίστηκαν. Ο Σωκράτης εκμεταλλεύτηκε κι αυτή την ευκαιρία, πυροβολώντας στον αέρα με το όπλο που είχε κρυμμένο στο σακάκι του. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο κι ο πανικός του κόσμου τριγύρω αυξήθηκε. Η αγορά είχε γίνει ανάστατη. Όλοι προσπαθούσαν να βρουν μια έξοδο για να φύγουν. Οι καταστηματάρχες έκλειναν τα μαγαζιά τους, κατεβάζοντας ρολά. Μικρά και μεγάλα αντικείμενα έσπαγαν σε κάθε γωνιά. Κάποιος έπεσε σε μια βιτρίνα με γυαλικά κι όλα έγιναν κομμάτια. Φωνές και βρισιές σε όλες τις γλώσσες ακούγονταν στον κλειστό χώρο. Γυναίκες με μαντίλες και μπούρκες ούρλιαζαν κι έκλαιγαν.

Η Φανή είχε φτάσει σχεδόν στην έξοδο. Τότε είδε σε κάποιο μαγαζί που ανακαινιζόταν σκόρπιους, μικρούς, ατσάλινους πασσάλους. Το ένστικτό της, τής είπε να μπει στο μαγαζί. Άρπαξε κάμποσους από τους πασσάλους. Ίσως εκείνο να ήταν το μοναδικό όπλο ενάντια στους δαιμονανθρώπους, όπως είχε διαβάσει ο αδελφός της στο βιβλίο του πατέρα τους. Επέστρεψε στην αγορά, τρέχοντας, για να βρει με κάποιον τρόπο τους υπόλοιπους και να τους μοιράσει τους πασσάλους. Στο διάβα της πέτυχε έναν από τους δαιμονανθρώπους. Μια δοκιμή αρκούσε για να επιβεβαιωθεί για εκείνη τη σκέψη της, έστω κι αν έτσι ρίσκαρε την ίδια της τη ζωή. Με δύναμη του κάρφωσε έναν πάσσαλο στην καρδιά. Ατσάλι και σώμα έγιναν ένα. Αμέσως το κατάλευκο του δέρμα γέμισε κόκκινες και μπλε φλέβες. Ύστερα από λίγο γκρίζαρε κι απέμεινε μια ξερή, στεγνή μάζα. Είχε ανακαλύψει, έστω τυχαία, τον σωστό συνδυασμό μάγματος που ήταν ικανός να εξολοθρεύσει τα βαμπίρ. Τράβηξε τον πάσσαλο μπροστά από τα έκπληκτα μάτια του κοινού που παρακολουθούσε άφωνο κι έτρεξε στον κεντρικό διάδρομο. Πρώτον βρήκε τον Αλέξανδρο που τον κυνηγούσαν δύο από αυτούς. Του πέταξε δύο πασσάλους και συνέχισε την πορεία της. Ο Αλέξανδρος με γρήγορο κι ευέλικτο τρόπο εξόντωσε τους εχθρούς του. Επόμενος ήταν ο Σωκράτης. Τον είχαν στριμώξει μια γυναίκα κι ένας άντρας. Την γυναίκα την κάρφωσε η ίδια η Φανή από πίσω και ταυτόχρονα πέταξε τον άλλον πάσσαλο στον Σωκράτη. Αυτός ακολούθησε το παράδειγμά της και σκότωσε τον άντρα. Με δυσκολία ανακάλυψε λίγο αργότερα την Ζωή μέσα σε εκείνον τον λαβύρινθο. Την είχε αρπάξει μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα και την τραβούσε από τα μαλλιά. Ήταν έτοιμη να την δαγκώσει στον λαιμό όταν η Φανή την διαπέρασε με το ατσάλινο κοντάρι. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη της γιατί ένας άντρας ακινητοποίησε τον Σωκράτη που στεκόταν δίπλα της και με μια απότομη κίνηση έχωσε τα δόντια του στον λαιμό του. Η Φανή έμεινε παγωμένη να κοιτάζει. Η Ζωή βλέποντας την αδυναμία της φίλης της να σώσει την κατάσταση ανέλαβε δράση. Με λύσσα βούτηξε τον μεταλλικό πάσαλο από την νεκρή γυναίκα και σαν μαινάδα τον κάρφωσε στον δολοφόνο απέναντί της. Το ξερό κουφάρι του έπεσε πίσω, έχοντας όμως πλέον στο στόμα του κομμένη σάρκα από τον λαιμό του Σωκράτη. Εξουθενωμένη σωριάστηκε στο έδαφος κι άρχισε να κλαίει. Ένιωσε δύο χέρια να τη σηκώνουν και τρόμαξε. Ήταν ο Αλέξανδρος με τη Φανή δίπλα της. Μαζί πλησίασαν τον ασπρομάλλη φίλο τους που ψυχορραγούσε.  Η Ζωή δεν άντεξε το θέαμα και κρύφτηκε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Η Φανή γονάτισε δίπλα του και τον κοιτούσε με μάτια δακρυσμένα. Ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σώσει. Οι τελευταίες ανάσες έβγαιναν από μέσα του. Ο Σωκράτης με τρεμάμενο χέρι την τράβηξε κοντά του.

«Ή… ήσουν πολύ… δυνατή. Θα… θα τα καταφέρετε… κι ας είστε νε…», ψιθύρισε στο αυτί της.

«Κι αν είμαστε τι; Τι;», ρωτούσε με λυγμούς η Φανή.

Ο Σωκράτης όμως είχε ξεψυχήσει. Τα μάτια του γυάλιζαν άψυχα, ατενίζοντας το ταβάνι της κλειστής αγοράς. Όλα πάγωσαν γύρω της, λες και κάποιος να είχε σταματήσει τον χρόνο. Η εικόνα του νεκρού φίλου της σωριασμένου στα πόδια της την πάγωσε κι αυτήν σαν στήλη άλατος.

Ο Χρήστος προσπαθούσε να βρει τρόπο διαφυγής αλλά συνεχώς έπεφτε σε αδιέξοδα. Τελευταία στιγμή κατόρθωνε να ξεφύγει από τον Δαβίδ. Όμως ο άντρας εκείνος ήταν πιο δυνατός και γρήγορος από τον Χρήστο, οπότε κατάφερε και τον στρίμωξε σε μια γωνιά. Ο Δαβίδ τον έπιασε από το μπλουζάκι και σχεδόν τον σήκωσε στον αέρα. Ο Χρήστος είχε παραλύσει. Ένιωθε τον θάνατο να πλησιάζει από το παγωμένο χέρι του εχθρού του. Τον έπιασε από τα μαλλιά και τέντωσε τον λαιμό του, ώστε να φανεί η φλέβα και να τον δαγκώσει. Με το που πλησίασε ο Δαβίδ το στόμα του στον λαιμό του Χρήστου, πάγωσε. Η μυρωδιά του τον παρέλυσε. Ένιωσε τα χέρια του να χαλαρώνουν και τα πόδια του Χρήστου ακούμπησαν στην γη. Ο Δαβίδ τον κοιτούσε μέσα στα μάτια.

«Τι είναι αυτό που έχεις και δεν μπορώ να σε σκοτώσω;», ρώτησε με την βαθιά κι ελκυστική φωνή του. «Ποιός είσαι;».

«Γιατί δεν με άφησες να πεθάνω όταν είχες την ευκαιρία;».

«Πες μου τι είσαι;».

«Κάτι που δεν είσαι εσύ, αν και θα το επιθυμούσες πολύ. Άνθρωπος».

Εκείνη τη στιγμή ο Χρήστος βρήκε την αυτοκυριαρχία του και με το γόνατό του έριξε μια δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά του Δαβίδ, κάνοντάς τον να σωριαστεί. Σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από κοντά του. Ο μεγαλόσωμος άντρας παρέμεινε πεσμένος στη γη να κοιτάει το θύμα του να τρέχει και να απομακρύνεται.

«Αποκλείεται να είσαι άνθρωπος. Έχεις κάτι αλλιώτικο που τρέχει στις φλέβες σου. Το μύρισα. Κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω».

Ο Δαβίδ μονολογούσε, καθώς σηκωνόταν από το έδαφος.

Ο Χρήστος είδε από μακριά τους υπόλοιπους κι έτρεξε κοντά τους.

«Τι συνέβη; Ο Δαβίδ;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Στα πατώματα. Πάμε όμως γρήγορα να φύγουμε πριν μας προλάβει».

Βγήκαν γρήγορα στον κεντρικό διάδρομο κι αμέσως βρήκαν την έξοδο της αγοράς.

«Ο Σωκράτης… Τον αφήσαμε μέσα. Πρέπει να γυρίσω να τον πάρω», αναφώνησε έκπληκτος ο Χρήστος».

Τότε παρατήρησε τα μάτια και των τριών, απέναντί του.

«Είναι αργά», ψέλλισε η Ζωή.

«Όχι! Όχι, δεν μπορεί! Όχι τον Σωκράτη».

Άλλη μια θυσία για τον ιερό σκοπό τους. Σκούπισε ένα δάκρυ που έτρεξε από τα μάτια του κι αγκάλιασε τους φίλους του, τα αδέλφια του.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 12

e75ec735b840e5610e705af935c0dec9

Κεφάλαιο 12

Θεοί της Ανατολής

 

 

Ο Δαβίδ στεκόταν στο παράθυρο του δωματίου του, στο Ναυπλία Παλλάς και κοιτούσε το Μπούρτζι πίσω από τα μαύρα γυαλιά του. Σε αυτό το μικρό, παλιό φρούριο είχε ζήσει τον πιο μεγάλο του έρωτα με μια θνητή, τουλάχιστον πενήντα χρόνια πριν. Εκείνη η ζωντανή ανάμνηση ακόμα πονούσε. Ένα κεντρί που τρύπαγε αργά αλλά σταθερά την κρύα του καρδιά. Η μοναδική γυναίκα, ανά τους αιώνες που ζούσε, η οποία κατάφερε να ξυπνήσει κάποια ανθρώπινα συναισθήματα που έκρυβε καλά κάτω από τη δαιμονική υπόστασή του. Τα σμαραγδένια μάτια της τον είχαν μαγνητίσει. Κάθε φορά που την κοιτούσε, εκεί ακριβώς, μέσα στον σμαραγδένιο ωκεανό τους, ήθελε να της χαρίσει τον κόσμο ολάκερο. Θα μπορούσε να θυσιάσει τα πάντα για αυτήν, ακόμα και τον εαυτόν του. Το ίδιο σμαραγδί χρώμα είχε πάρει η θάλασσα μπροστά του. Το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του έγινε θρύψαλα από την πίεση. Αίμα δεν βγήκε από την πληγή, μόνο δάκρια ξεχασμένα στον χρόνο και την παγωνιά του σώματος. Η προδοσία της τον έκανε να θάψει βαθιά μέσα του κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. Κοιτούσε το Μπούρτζι και ταξίδεψε στο παρελθόν, βλέποντας ένα ζευγάρι να περπατάει πιασμένο από το χέρι και να ζει μια αγάπη που μετατράπηκε σύντομα σε αδυσώπητο μίσος.

Ένας γλάρος φτερούγησε δίπλα από το παράθυρο και τον έφερε πίσω στην πεζή του πραγματικότητα. Είχε πληροφορηθεί για την αιφνίδια επίσκεψη του Σωκράτη στο Ναύπλιο κι έσπευσε να προλάβει για να μάθει το σημαντικό γεγονός που θα συζητούσε με τους καινούργιους συνεργάτες τους. Ήδη είχε στείλει ανθρώπους του να παρακολουθούν το σπίτι του Μάρκου και να μάθουν ό,τι μπορούν. Δεν θα ήταν και δύσκολο, αφού είχαν τρόπο να ελέγχουν το εσωτερικό του σπιτιού και κάθε συνομιλία που γινόταν εκεί. Κοριοί τελευταίας τεχνολογίας. Σήκωσε το τηλέφωνο που χτυπούσε και λίγο μετά σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στα χείλη του. Θα έφευγαν για την Κωνσταντινούπολή. Έπρεπε να ξεκινήσουν άμεσα για να προηγούνται των κινήσεων των εχθρών τους. Πάντα ένα βήμα πιο μπροστά.

Το δωμάτιό του ήταν ανάστατο όπως κι η διάθεσή του. Πάνω στο κρεβάτι του είχε βγάλει όλα τα ρούχα του για να επιλέξει τι θα πάρει μαζί του. Από νωρίς είχε βάλει την μπαταρία της ακριβής του φωτογραφικής μηχανής να φορτίζει. Δεν είχε καμία συναίσθηση της επικινδυνότητας της κατάστασης. Η μόνη εικόνα που κυριαρχούσε στο μυαλό του, αν και αρκετά θολή, ήταν εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Ο ενθουσιασμός του Χρήστου που θα επέστρεφε μετά από τόσα χρόνια εκεί ήταν μεγάλος. Είχε ήδη προμηθευτεί χάρτη της Πόλης. Ακόμα και τα βράδια που οι υπόλοιποι θα ξεκουράζονταν, εκείνος θα γύριζε στους δρόμους για να μη χάσει ούτε μια εικόνα, ούτε μια μυρωδιά, ούτε έναν αμανέ. Η Φανή μπήκε στο δωμάτιό του κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Μα καλά σε ταξίδι αναψυχής νομίζεις ότι θα πάμε; Έχουμε ένα σκοπό, δεν πάμε για διακοπές».

Είχε αδειάσει την μισή του ντουλάπα, αν όχι ολόκληρη, πάνω στο κρεβάτι κι είχε κατεβάσει πέντε – έξι βαλίτσες με σκοπό να τις γεμίσει.

«Ξέρεις πως η Πόλη είναι όνειρο ζωής. Θα αποτυπώσω σε μυαλό και σε χαρτί ότι μπορώ από εκεί».

Τα μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν βουρκωμένα. Αναμνήσεις παιδικές από μια οικογένεια που είχε χαθεί. Ιερός τόπος συνδυασμένος με τις γονικές φιγούρες που πλέον ήταν απούσες.

«Πάντα μιλούσαν για την Πόλη και τα λόγια τους ήταν τόσο ζωντανά που νόμιζες ότι οι οσμές των μπαχαρικών βρίσκονταν κάτω από την μύτη σου…», συνέχισε να λέει ο Χρήστος.

«… κι ότι τα πόδια σου βρέχονταν από τα νερά του Βοσπόρου. Αν ζούσε η μάνα μας θα μας ζητούσε να της φέρουμε καζάν ντιπί, το αγαπημένο  της. Κάθε φορά που το έφτιαχνε μοσχοβολούσε το σπίτι μαστίχα και κανέλα».

Τη Φανή τη συνεπήρε η συγκίνηση. Στάλες έπεφταν τα δάκρια από τα μάτια της.

«Χρήστο θέλω μια χάρη. Θα ήθελα να τους κάνουμε ένα μνημόσυνο εκεί, σε μια ελληνική εκκλησία».

«Θα το κάνουμε και για τους δύο. Να τους τιμήσουμε στην πατρίδα τους. Στην πατρίδα μας».

Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Έβγαινε από το ιατρείο και παραπατούσε.

«Όχι, δεν μπορεί. Δεν συμβαίνει αυτό σε μένα. Δεν ξέρω αν πρέπει να κλαίω ή να πετάω από χαρά», μονολογούσε κάτω από τον καυτό ήλιο.

Είχε κλείσει ραντεβού νωρίς για να προλάβει να συναντήσει τους υπόλοιπους την ώρα που είχαν κανονίσει. Σύντομα θα έφευγαν για την Αθήνα και μετά για το αεροδρόμιο. Έπρεπε όμως να δει τον γιατρό γιατί οι ζαλάδες ήταν πολύ έντονες τον τελευταίο καιρό κι είχε καθυστέρηση. Τα νέα ήταν συγκλονιστικά. Μια καινούργια ζωή μεγάλωνε μέσα της, καρπός του μεγάλου έρωτά της. Βρισκόταν ήδη στον δεύτερο μήνα. Η Ζωή έπιασε την κοιλιά της και κρατήθηκε από ένα παγκάκι στον δρόμο για να μη σωριαστεί. Δεν το περίμενε αυτό, αν και κρυφά το ήθελε. Οι περαστικοί την κοιτούσαν να παραμιλάει, αποκαλώντας την τρελή. Τρελή σίγουρα δεν ήταν αλλά τρελά πράγματα της συνέβαιναν. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Είδε με το μάτι της φαντασίας της ένα παιδικό πρόσωπο με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου και τα δικά της μάτια. Μετά είδε αίμα, πολύ αίμα… Προσπάθησε να συνέλθει. Κοίταξε την κοιλιά της. Δεν θα γινόταν φονιάς του ίδιου της του παιδιού. Μια σύγχρονη Μήδεια. Ανατρίχιασε στη σκέψη. Από μικρή ήταν κατά των αμβλώσεων. Το θεωρούσε δολοφονία εν ψυχρώ. Στο κάτω κάτω θα το μεγάλωνε μόνη της. Δεν ήταν δα κι η μοναδική γυναίκα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της. Η Φανή τα είχε καταφέρει μια χαρά με την Αγνή. Ένα λευκό περιστέρι πέταξε πάνω από το κεφάλι της.

Φόρτωσαν το αυτοκίνητο του Αλέξανδρου και ξεκίνησαν για την Αθήνα. Η ζέστη εκείνο το πρωί ήταν ανυπόφορη. Καύσωνας κι όλα έλιωναν δίπλα τους. Ο μόνος που δεν παραπονιόταν για τις υψηλές θερμοκρασίες ήταν ο Αλέξανδρος. Δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Οι υπόλοιποι πάλευαν με τον ιδρώτα και τη δυσφορία τους. Σε χειρότερη κατάσταση βρισκόταν η Ζωή που τρεις φορές, κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ζήτησε να σταματήσουν για να αδειάσει το στομάχι της. Δικαιολογήθηκε πως την είχε ενοχλήσει κάτι που έφαγε το πρωί και πως ήδη ένιωθε καλύτερα. Ο Χρήστος είχε ένα μόνιμο χαμόγελο, προσμένοντας με αγωνία την ώρα που θα πατούσε το πόδι του στην Πόλη. Για να διασκεδάσει την αναμονή του τραβούσε φωτογραφίες τους υπόλοιπους, σε κάθε φάση του ταξιδιού. Σε σημείο που ο Αλέξανδρος τον απείλησε πως στο επόμενο κλικ που θα ακούσει, η φωτογραφική του μηχανή θα γίνει ένα μάτσο σίδερα. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την φράση του κι ο Χρήστος είχε ήδη αποθανατίσει το εκνευρισμένο ύφος του.

Έφτασαν στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, στα Σπάτα. Φορτώθηκαν τις αποσκευές τους και κάθισαν στην αίθουσα αναμονής, περιμένοντας την ανακοίνωση της πτήσης τους. Η Ζωή, νιώθοντας μια ακόμα αναγούλα, έτρεξε στις τουαλέτες. Βγαίνοντας έξω, την περίμενε η Φανή.

«Τι συμβαίνει; Από το πρωί δεν φαινόσουν καλά και δεν βλέπω να έχεις καμία καλυτέρευση».

Η Ζωή γύρισε την πλάτη στη Φανή και κατέβασε το κεφάλι. Ένας συνδυασμός ντροπής και φόβου μπλέχτηκε στο στήθος της. Η Φανή την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους.

«Σε είδα αρκετές φορές σήμερα να χάνεις την ισορροπία σου. Αν συνέβαινε κάτι θα μου το έλεγες;».

Η Ζωή εκείνη την στιγμή ξέσπασε. Έβαλε τα κλάματα κι οι λυγμοί της την έπνιγαν. Το βάρος του μυστικού της χρειαζόταν ξαλάφρωμα. Χώθηκε στην αγκαλιά της Φανής κι άρχισε να τρέμει.

«Φανή, είμαι έγκυος», είπε, αφού ηρέμησε λίγο από το απότομο ξέσπασμά της. «Το έμαθα σήμερα το πρωί από τον γιατρό μου. Φοβάμαι για τις αντιδράσεις του Αλέξανδρου, όταν το μάθει. Εγώ πάντα ήθελα ένα παιδί».

Τα λόγια της διακόπτονταν συχνά από λυγμούς.

«Να υποθέσω πως δεν του το έχεις πει ακόμα. Εγώ θα σε συμβούλευα να μην το καθυστερήσεις. Σίγουρα θα είναι ένα σοκ για τον Αλέξανδρο αλλά είμαι σίγουρη πως όχι μόνο θα το δεχτεί αλλά θα τον κάνει τρισευτυχισμένο».

Τα μάτια της πλανήθηκαν στο κενό. Της ήρθε στο μυαλό μια εικόνα από το παρελθόν. Όταν κι η ίδια με δυσκολία ανακοίνωσε στον Φίλιππο τον ερχομό της Αγνής. Σαν να του είχε χαρίσει τον κόσμο όλο σε μια στιγμή. Βαθιά μέσα της φοβόταν πως ο Αλέξανδρος δεν θα είχε την ίδια αντίδραση. Έδιωξε τη σκέψη με μια βαθιά ανάσα.

«Μακάρι Φανή μου να είναι όπως τα λες. Σε παρακαλώ όμως μην του πεις κάτι ακόμα. Θα το κάνω εγώ όταν θα έρθει η ώρα».

Μια σφιχτή αγκαλιά της τήν ηρέμισε και τήν επιβεβαίωσε. Σκούπισε τα δάκρυά της, έφτιαξε το μακιγιάζ της που είχε απλωθεί στο πρόσωπό της από το κλάμα και φόρεσε το πιο κατάλληλο χαμόγελο.

Σε λίγη ώρα ανακοινώθηκε η πτήση τους κι αμέσως επιβιβάστηκαν. Το αεροπλάνο άφησε τα ίχνη του στους γαλάζιους αιθέρες της Ελλάδας και τράβηξε για το κατακόκκινο μυστήριο της Ανατολής. Για μια πόλη γεμάτη ιστορία, χρώματα κι αρώματα. Η Κωνσταντινούπολη, η μοναδική πόλη στον κόσμο χτισμένη πάνω σε δύο ηπείρους, έστεκε εκεί αγέρωχη και στις δύο ακτές του Βοσπόρου, όπου τα νερά της Μαύρης Θάλασσας αναμειγνύονταν παιχνιδιάρικα με εκείνα της Θάλασσας του Μαρμαρά. Το Χρυσό Kέρας χωρίζει την Ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη στα δύο. Σ’ αυτήν την καταπληκτική τοποθεσία, η Πόλη φρουρεί τα πολύτιμα κειμήλια τριών αυτοκρατοριών, των οποίων υπήρξε η πρωτεύουσα. Ένας μοναδικός συνδετικός κρίκος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, παρελθόντος και παρόντος.

Ο Δαβίδ κι η ομάδα του βρίσκονταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη από την προηγούμενη νύχτα. Είχαν εγκατασταθεί σε ένα ξενοδοχείο πολύ κοντά σε εκείνο όπου θα έμεναν οι εχθροί τους. Είχαν άμεσο οπτικό πεδίο για να μπορούν να ελέγχουν κάθε κίνησή τους. Το προηγούμενο βράδυ είχε βγει μόνος του ο Δαβίδ, για μια βόλτα στο Ταξίμ. Κατέβαινε τον πεζόδρομο με τα μαγαζιά και παρατηρούσε τον κόσμο που περπατούσε αδιάφορος κι αμέριμνος. Τον πλησίασε μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα. Μια πόρνη που ψάρευε πελατεία. Παρατήρησε πως τα μάτια της είχαν το ίδιο σμαραγδί χρώμα που είχε κι η αγαπημένη του. Δεν πρόβαλε καμία αντίσταση και την ακολούθησε στην κάμαρά της στο διπλανό κτήριο. Το κορμί της ήταν σφριγηλό κι ο ιδρώτας της μύριζε απαλό άρωμα από ροδοπέταλα. Ο έρωτάς της ήταν δυνατός και σπουδαγμένος. Μεγάλη εμπειρία στο επάγγελμα. Νωρίς το πρωί έφυγε ο Δαβίδ από το δωμάτιό της, αφήνοντας ένα πτώμα πλημμυρισμένο στο αίμα, με δύο τρύπες στην βάση του λαιμού της. Ήταν η εκδίκησή του για εκείνη τη γυναίκα από το παρελθόν του που τον είχε εγκαταλείψει με τρόπο σκληρό.

Μπήκαν σε ένα ταξί και με άπταιστα τούρκικα ζήτησε ο Χρήστος να τους πάει στην πλατεία Ταξίμ, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο τους. Τακτοποιήθηκαν στα δωμάτια τους και βγήκαν για μια βόλτα στην πλατεία. Ο Σωκράτης θα ερχόταν αργά το απόγευμα γιατί είχε ακόμα να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες στην Αθήνα.

Απέναντι από το ξενοδοχείο τους στεκόταν τεράστιο κι επιβλητικό το Ιντερκοντινένταλ, όπου από τον τελευταίο του όροφο μπορούσε κάποιος να έχει μια πανοραμική θέα όλης της Πόλης. Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο φαινόταν από όποιο σημείο της Κωνσταντινούπολης κι αν βρισκόταν κανείς, λάμποντας σαν άστρο φωτεινό. Κανένας δεν μπορούσε να δει όμω, την κόκκινη φλόγα που έβγαινε από τα μάτια του Δαβίδ. Στεκόταν στον τελευταίο όροφο, μέσα στην προεδρική σουίτα. Έφερε τα κιάλια στα μάτια του και τους κοίταξε με οργισμένο βλέμμα. Το ύφος του άλλαξε σε ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

«Σας έχω δωράκι», έτρεξε ο Χρήστος κοντά τους, κρατώντας τέσσερα αποκόμματα εισιτηρίων.

«Τι είναι αυτά», ρώτησε η Ζωή.

«Κρουαζιέρα στον Βόσπορο με καραβάκι, στην Ευρωπαϊκή και την Ασιατική ακτή».

«Είσαι σοβαρός; Μας κυνηγούν θεοί και δαίμονες κι εσύ έχεις διάθεση για ταξιδάκια;», φώναξε ο Αλέξανδρος.

«Μα εγώ…».

«Ας πάμε. Τι θα κάνουμε; Θα κλειστούμε μέσα στο δωμάτιο και θα περιμένουμε στωικά τον θάνατο; Ε, λοιπόν όχι. Θα αλλάξει λίγο και τη διάθεσή μας».

Όλοι κοίταξαν τη Ζωή έκπληκτοι. Ποτέ δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες. Ήταν η πιο αδύναμη. Κάτι είχε αλλάξει.

Μπήκαν στο καραβάκι κι ανέβηκαν στο τελευταίο κατάστρωμα, ώστε να έχουν την καλύτερη θέα που θα μπορούσαν. Η περιήγηση ξεκίνησε από την ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Ο ξεναγός που ακουγόταν από τα μεγάφωνα του πλοίου μιλούσε στα τούρκικα. Ο Χρήστος χαμογέλασε.

«Λοιπόν, αυτό είναι το Ντολμά Μπαχτσέ. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1843, με εντολή του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, κι ολοκληρώθηκε το 1856…».

«Μα τι λες;», αναφώνησε ο Αλέξανδρος.

«Σας μεταφράζω τις λεπτομέρειες βέβαια», είπε, γελώντας με την αντίδραση του Αλέξανδρου, και συνέχισε. «Για την επικάλυψη των οροφών του παλατιού με φύλλα χρυσού, χρησιμοποιήθηκαν δεκατέσσερις τόνοι αυτού του μετάλλου. Τη λάμψη αυτή την είχε χάσει με τα χρόνια αλλά όχι όμως και την επιβλητικότητα του. Η πρόσοψη του παλατιού είχε μήκος διακόσια σαράντα οκτώ μέτρα…».

«Φτάνει, φτάνει σε παρακαλώ, όχι άλλο», κλαψούρισε ο Αλέξανδρος.

Η Ζωή χάθηκε στη μαγεία της φύσης απέναντι. Η πόλη γινόταν καταπράσινη όπου μικρές και μεγάλες βίλες πετάγονταν μέσα από τα δέντρα και τους πολύχρωμους κήπους. Η θάλασσα του Βοσπόρου φαινόταν ανήσυχη. Ήταν το σημείο όπου τα νερά της Μαύρης θάλασσας συναντούσαν τα νερά της θάλασσας του Μαρμαρά κι έπαιζαν το δικό τους υδάτινο παιχνίδι. Ένιωσε μαγεμένη με τον στροβιλισμό του νερού. Ξέχασε κάθε αδιαθεσία της κι απορροφήθηκε στους ήχους της θάλασσας, κρατώντας το χέρι του αγαπημένου της. Ο Χρήστος γύριζε δεξιά αριστερά το κατάστρωμα με τη φωτογραφική του μηχανή, πανέτοιμη να αποθανατίσει κάθε ομορφιά της Πόλης. Η Φανή γέλαγε με τον αδελφό της έτσι που έτρεχε στον χώρο του πλοιαρίου σαν μικρό παιδί. Που και που κοίταζε το κινητό της, μήπως την είχε πάρει ο Μάρκος, ο οποίος είχε παραμείνει με τον Οδυσσέα στο Ναύπλιο. Ο Αλέξανδρος χαιρόταν τον ήλιο που τον έκαιγε και του μαύριζε το καλλίγραμμο κορμί του. Με την άκρη του ματιού του παρατήρησε έναν περίεργο τύπο, ο οποίος στεκόταν κοντά στην πλώρη του καραβιού. Ήταν ψηλός, εντυπωσιακός, με μακριά μαύρα μαλλιά, πιασμένα σε κοτσίδα πίσω από το ανοιχτόχρωμο σβέρκο του. Στην αρχή του πέρασε από το μυαλό πως ήταν κάποιος από την ομάδα των δαιμονανθρώπων μα το πρόσωπό του δεν ήταν τόσο λευκό όσο των άλλων που είχε δει παλιότερα. Οπότε δεν έδωσε άλλη σημασία στον Δαβίδ, ούτε στο μειδίαμα που είχε στα χείλη του εκείνη την στιγμή. Το μακιγιάζ στο πρόσωπο και το σώμα του, είχε κάνει καλή δουλειά.

Πέρασαν κάτω από τις δύο γέφυρες που ενώνουν Ευρώπη κι Ασία, στρίβοντας από την ασιατική πλέον πλευρά με θέα τον Βόσπορο και τη θάλασσα του Μαρμαρά.

Ο Χρήστος έτρεξε στην πλώρη για να δει το παλάτι του Τοπ Καπί. Με την κίνηση του πλοίου φάνηκε αργά από πίσω του το σύμβολο της ελληνικής Χριστιανοσύνης, η Αγία Σοφία. Κι ακόμα πιο πίσω μια προσπάθεια αντιγραφής της από τους Μουσουλμάνους, το Μπλε Τζαμί. Βλέποντας την Αγία Σοφιά, ο Χρήστος ανατρίχιασε από το δέος που ένιωσε εκείνη την στιγμή. Την ένταση εκείνη και την αδρεναλίνη του κατάλαβε μόνο ο Δαβίδ που εντελώς τυχαία για τα μάτια του κόσμου βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Στα ευαίσθητα ρουθούνια του εισέβαλε η μυρωδιά του Χρήστου κι ένιωσε μια γνώριμη αίσθηση θαμμένη στα βάθη της παγωμένης του καρδιάς. Ένα γαργάλημα στο στομάχι του, τον έκανε να κοκκινίσει, γεγονός που δεν φάνηκε κάτω από το έντονο μακιγιάζ. Η έξαψη εκείνη του ζέστανε το πορσελάνινο πρόσωπό του. Κρατήθηκε και με τα δύο χέρια από την κουπαστή γιατί ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε αισθανθεί ξανά τόσο ευάλωτος.

«Κύριε είστε καλά»;

Ο Χρήστος, βλέποντας τον άγνωστο να κρατιέται από την κουπαστή, ρώτησε από ευγένεια.

«Ναι μια χαρά είμαι φίλε μου. Απλώς δεν έχω συνηθίσει ακόμα τη θάλασσα. Με ενοχλεί».

Η φωνή του ήταν τόσο βαθιά κι αισθησιακή που παραξένεψε τον Χρήστο. Είχε μια γοητεία και μια οικειότητα αυτός ο άνθρωπος που διαπερνούσε ακόμα και τα κατάμαυρα γυαλιά του. Του χαμογέλασε κι έφυγε για να βρει τους άλλους.

Πλησιάζοντάς, παρατήρησε πως τριγύρω είχαν μαζευτεί πολλά μαύρα σύννεφα, τα οποία δεν υπήρχαν νωρίτερα. Ο ήλιος που έτεινε προς τη δύση του κρύφτηκε. Ένα περίεργο σκοτάδι απλώθηκε παντού. Το μικρό πλοίο είχε ελάχιστο κόσμο. Όλοι κοιτούσαν τον ουρανό περίεργα. Κάποιοι έδειχναν τρομοκρατημένοι. Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν, σαν να περιτριγύριζαν απειλητικά το μικρό πλοίο. Η θάλασσα άρχισε να φουρτουνιάζει.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε η Ζωή αναστατωμένη.

«Δεν ξέρω».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του ο Χρήστος, όταν το πλοίο άρχισε να αναταράζεται. Ουρλιαχτά ακούστηκαν παντού. Βρίσκονταν στη μέση της θάλασσας. Η ακτή της Κωνσταντινούπολης απείχε αρκετά. Τα σύννεφά πλέον γύριζαν με ρυθμό γύρω από το καράβι, σαν να βρίσκονταν στο κέντρο ενός κυκλώνα. Η Φανή κι η Ζωή πιάστηκαν γερά από την κουπαστή. Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί στο κατάστρωμα που έτρεμε, ενώ ο Χρήστος είχε γονατίσει. Όλα άρχισαν να γυρίζουν. Τα ουρλιαχτά των επιβατών έγιναν πιο δυνατά, πιο άγρια. Ένας νεαρός σκόνταψε κι έπεσε από την κουπαστή, ρουφώντας τον τα κατάμαυρα, πλέον, σύννεφα. Η κοπέλα που ήταν μαζί του, ξεφωνίζοντας, άπλωσε τα χέρια να τον πιάσει αλλά χάθηκε κι αυτή στο χάος. Μια μεσόκοπη γυναίκα που είχε πέσει στο μέσο του καταστρώματος άρχισε να στριφογυρίζει σε τρελό ρυθμό. Ο άντρας που την συνόδευε προσπάθησε να την πιάσει. Με ένα χτύπημα των ποδιών της τον εκσφενδόνισε στα κάγκελα του πλοίου. Το κεφάλι του χτύπησε στο σίδερο κι έμεινε να κρέμεται άψυχο προς το νερό. Η γυναίκα συνέχισε να γυρίζει σαν σβούρα πάνω στο ξύλο. Οι φωνές της είχαν πια εξασθενίσει. Δεν ακουγόταν. Η ταχύτητα περιστροφής της αυξήθηκε τόσο, όπου διαμελίστηκε σε χίλια κομμάτια, αφήνοντας παντού σάρκες κι αίμα.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε», ούρλιαξε ο Αλέξανδρος, ο οποίος κρατιόταν πλέον από ένα πάγκο.

«Τι;», ρώτησε η Φανή.

«Δεν ξέρω».

Ακούστηκε μια δυνατή βοή. Κοίταξαν προς τα πάνω, εκεί όπου ο μαύρος τυφώνας είχε το άνοιγμά του. Φάνηκαν δύο κίτρινα μάτια, πύρινα.

«Τα μενταγιόν», φώναξε η Ζωή.

Προσπάθησαν και πλησίασαν ο ένας τον άλλον. Τράβηξαν από το λαιμό τους τα μενταγιόν, τα οποία είχαν ενεργοποιηθεί, βγάζοντας αχνούς και χρώματα. Τότε το καράβι άρχισε να χαλαρώνει την περιστροφή του. Όμως από τα σύννεφα άρχισαν να βγαίνουν πλοκάμια καπνού και να τους πλησιάζουν απειλητικά. Ένα από τα πλοκάμια αυτά βρέθηκε μπροστά σε έναν άντρα. Τον διαπέρασε, ξεσκίζοντας το σώμα του σε δύο κομμάτια. Αφού πέταξε μακριά το σάρκινο εμπόδιο, συνέχισε την πορεία του. Σταμάτησε απέναντι από την παγωμένη Ζωή. Ο Αλέξανδρος με ένα πήδημα βρέθηκε μπροστά της. Έπιασε το μενταγιόν του, το οποίο έκαιγε. Το πλοκάμι όμως με μια κίνηση τον πέταξε απέναντι, αφήνοντάς τον αναίσθητο. Η Φανή ούρλιαξε. Δεν είχε προσέξει ένα ακόμα πλοκάμι καπνού που έστεκε πίσω της. Την έσπρωξε με δύναμη μπροστά. Χτύπησε το κεφάλι της στο σίδερο κι έπεσε στο κατάστρωμα. Με την ίδια δύναμη εκσφενδόνισε τον Χρήστο, ρίχνοντάς τον στο κενό. Η Ζωή είχε μείνει μόνη της με τα πλοκάμια να την κυκλώνουν με αργό ρυθμό. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι της στην κοιλιά της. Ένιωσε ένα περίεργο ρίγος. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στον επερχόμενο θάνατο. Ξαφνικά ένιωσε το σώμα της να δροσίζετε κατά ένα περίεργο μα ανακουφιστικά, συνάμα, τρόπο. Άπλωσε τα χέρια της μακριά κι αισθάνθηκε πίδακες από νερό να αναβλύζουν μέσα από τις φλέβες της. Όλα άρχισαν να γυρίζουν. Αυτή τη φορά όμως δεν έφταιγε ο μαύρος τυφώνας. Ήταν η ίδια η Ζωή. Γύριζε τριγύρω, σαν δίνη νερού, διαλύοντας έτσι πλοκάμια και μαύρα σύννεφα. Ένα δυνατό ουρλιαχτό ακούστηκε να σκίζει τον ουρανό κι ύστερα σκοτάδι.

Η Ζωή ένιωσε ένα χέρι να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Άνοιξε τα βλέφαρά της και μέσα στη θολούρα της, αντίκρισε το πρόσωπο του Αλέξανδρου. Από το μέτωπό του έτρεχε λίγο αίμα.

«Τι έγινε;», ψέλλισε μέσα από τα δόντια της.

«Δεν ξέρω. Όταν συνήλθα τα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί. Εσύ θα μου πεις τι συνέβη».

«Δεν θυμάμαι… νερό… νερό».

«Διψάς;».

«Όχι! Αυτό μας έσωσε… Το νερό».

«Μα πως;».

«Δεν θυμάμαι. Απλώς δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα μου… Οι άλλοι;».

Η Φανή καθόταν δίπλα της, πιάνοντας το κεφάλι της.

«Ο Χρήστος;», ρώτησε η Φανή.

Δεξιά της πλώρης του καραβιού, από ένα μικρό γάντζο που δένουν τα σκοινιά, είχε πιαστεί το ρολόι του Χρήστου. Το σώμα του κρεμόταν αναίσθητο. Άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε τριγύρω. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν όλα ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Όταν συνήλθε λίγο κι αντιλήφθηκε που βρισκόταν, κοίταξε έντρομος προς τη θάλασσα κάτω του. Κρεμόταν ακριβώς πάνω από την άγκυρα. Αν έπεφτε, το κορμί του θα τρυπιόταν από την αιχμηρή, σκουριασμένη μύτη της. Κοίταξε προς τα πάνω κι είδε το ματωμένο χέρι του. Το μπρασελέ του ρολογιού του είχε χωθεί μέσα στο δέρμα του, ξεσκίζοντάς το. Το βάρος του κορμιού του πίεζε το μπρασελέ που ήταν έτοιμο να διαλυθεί. Δεν ήξερε αν θα προλάβαινε να ουρλιάξει, ζητώντας βοήθεια. Δεν πρόλαβε. Ένιωσε το ρολόι του να διαλύεται. Ένα κομμάτι του καρφώθηκε πιο βαθιά στον καρπό του. Δεν έπεσε, όμως. Κοίταξε μια φορά ακόμα προς τα πάνω κι είδε τον άντρα με τη κοτσίδα να του έχει αρπάξει το χέρι.

«Κρατήσου. Θα σε τραβήξω», του μίλησε με μια ηρεμία δυσανάλογη της στιγμής.

Ένιωσε τη δύναμη που έβαζε για να τον ανεβάσει. Δεν ζορίστηκε πολύ. Σαν να κρατούσε μια τσάντα με ψώνια, τον σήκωσε και τον πέρασε πάνω από την κουπαστή.

«Ευ… ευχαριστώ», ψέλλισε ο Χρήστος.

«Είσαι καλά; Το κύμα που μας βρήκε ήταν πολύ δυνατό κι εσύ στεκόσουν στην άκρη. Αν δεν είχε πιαστεί το ρολόι σου…».

«Κύμα; Ποιο κύμα; Τα σύννεφα…».

«Σηκώθηκε απότομα μπουρίνι και μας χτύπησε από το πλάι. Λίγο ακόμα και θα είχε αναποδογυρίσει το καραβάκι».

«Μα οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν!».

«Δεν έπαθε κανένας τίποτα. Μόνο ένας νεαρός έπεσε στη θάλασσα. Ευτυχώς, του έριξαν έγκαιρα σωσίβιο».

«Δεν καταλαβαίνω».

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν φωνές από μακριά. Ο Χρήστος έστρεψε το κεφάλι του κι είδε τη Φανή και τους υπόλοιπους να τρέχουν προς το μέρος του.

«Χρήστο μου… Είσαι καλά; Νόμισα…».

Η Φανή τον είχε αρπάξει και τον έσφιγγε δυνατά στην αγκαλιά της. Από πίσω του τον αγκάλιασαν ο Αλέξανδρος και η Ζωή.

«Τώρα είμαι καλά! Με έσωσε ο…».

Γύρισε πίσω  να τους δείξει τον άντρα με την κοτσίδα αλλά δεν υπήρχε πλέον κανείς.

«Ποιος;», ρώτησε η Ζωή.

«Δεν τον είδατε τον άντρα δίπλα μου; Αυτός με τράβηξε από την κουπαστή».

«Μόνος σου ήσουν εδώ, δεν υπήρχε κανείς», τον διαβεβαίωσε ο Αλέξανδρος.

Ο Χρήστος κοίταξε με απορία γύρω του αλλά δεν είδε κανέναν. Το πλοίο είχε ήδη φτάσει στην ακτή.

Βγήκαν ζαλισμένοι κι άρχισαν να ανεβαίνουν τον δρόμο προς το ξενοδοχείο, συζητώντας όσα έγιναν στο πλοίο. Κανείς από τους υπόλοιπους επιβάτες δεν είχε ζήσει όσα έζησαν αυτοί. Όλοι μίλησαν για κάποιο απότομο μπουρίνι που χτύπησε το πλοίο από πλάι. Δεν είχαν δει τα σύννεφα, ούτε τα πλοκάμια, ούτε καν αυτούς που σκοτώθηκαν. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, ο Χρήστος παρατήρησε στο απέναντι στενό πως στεκόταν ένας τύπος με μια τραγιάσκα να του κρύβει τα μάτια και μια τούρκικη εφημερίδα στα χέρια. Τους είχε ρίξει το βλέμμα του. Η φιγούρα αυτού του ανθρώπου του ήταν πολύ γνώριμη αλλά μακρινή στο υποσυνείδητο του. Όπως και το χρυσό δαχτυλίδι που έλαμψε από μια αχτίδα ηλίου. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα πέντε μα στεκόταν καλά για την ηλικία του. Τουλάχιστον σωματικά γιατί αρκετό μέρος από το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από την εφημερίδα και τα σκούρα γυαλιά του.

Ο Δαβίδ βρισκόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που τον είχε ταράξει τόσο πολύ στην κοντινή επαφή του με τον Χρήστο, καθώς και τον λόγο που τον έσωσε. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να πεθάνει από ατύχημα αλλά να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Όμως υπήρχε και κάτι περισσότερο, πιο βαθύ. Ακόμα κι η χροιά της φωνής του ήταν γνώριμη. Αυτή την αναστάτωση στα σωθικά του είχε να τη νιώσει από την εποχή της γυναίκας που είχε ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του. Ναι, με αυτή τη γυναίκα είχε ξανανιώσει τόσο ευάλωτος. Το άρωμα από το κορμί του Χρήστου και το άκουσμα της φωνής του είχαν την ίδια ακριβώς επίδραση στο σώμα του και τη ψυχή του, όπως εκείνα της μοναδικής του αγάπης.

«Μα πως είναι δυνατόν;», μονολόγησε.

Ο Δαβίδ ένιωσε ένα δάκρυ να κυλάει στο παγωμένο του πρόσωπο. Ένα καυτό, μικρό ρυάκι έτρεχε στο μάγουλο του, αναλογιζόμενος τη μορφή της πανέμορφης εκείνης γυναίκας με τα σμαραγδιά μάτια. Εκείνης της γυναίκας που τον πρόδωσε τόσο εύκολα. Τη στιγμή όμως που είχε τη μοναδική ευκαιρία για να τη σκοτώσει δεν βρήκε τη δύναμη να το κάνει. Απλώς την έδιωξε και της ζήτησε να μην επιχειρήσει ποτέ να βρεθεί στο διάβα του γιατί δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία. Από τότε είχε να τη δει. Εκείνη τη στιγμή, αν ζούσε, θα ήταν μια γριά στα εβδομήντα πέντε της κοντά, ενώ ο ίδιος είχε ακόμα το παρουσιαστικό ενός τριαντάρη. Τι κοινό μπορούσε να έχει εκείνη με τον Χρήστο; Τι ήταν αυτό που βλέποντας και μυρίζοντας στον Χρήστο, τού έφερνε τη μορφή της στο νου του; Έκλεισε τα κατακόκκινα, δακρυσμένα μάτια του και προσπάθησε να τη φέρει στα όνειρά του. Δεν ήξερε όμως αν θα την έπνιγε με τα χέρια του ή με τα φιλιά του, αν ερχόταν.

Συναντήθηκαν με τον Σωκράτη σε ένα καφέ με θέα τον φωτισμένο Βόσπορο. Τους περίμενε με ένα χαμόγελο στα χείλη. Όταν πλησίασαν παρατήρησε τις πρόσφατες πληγές τους και την αγωνία στα πρόσωπά τους.

«Τι συνέβη;», ρώτησε ξέπνοος.

«Επίθεση κατά μέτωπο», εξήγησε ο Αλέξανδρος.

Του εξιστόρησαν όσα συνέβησαν στο καραβάκι. Την επίθεση του δαίμονα, τους νεκρούς αλλά και την άγνοια του κόσμου ύστερα από το συμβάν. Ο Σωκράτης έστεκε προβληματισμένος.

«Αγρίεψαν τα πράγματα. Πρέπει οι κινήσεις μας να είναι γρήγορες. Δεν θυμάστε πως τον απομακρύνατε;».

«Εμένα και τη Φανή μας χτύπησε πρώτους. Ο Χρήστος βρέθηκε να κρέμεται στην άκρη της πλώρης. Μόνο η Ζωή κρατήθηκε περισσότερο», είπε ο Αλέξανδρος.

«Ζωή τι θυμάσαι;», ρώτησε ο Σωκράτης.

«Όχι πολλά πράγματα. Με είχαν περιτριγυρίσει τα πλοκάμια από τα σύννεφα. Ήμουν σίγουρη πως θα πεθάνω. Έκλεισα τα μάτια κι αμέσως ένιωσα το σώμα μου υγρό. Σαν να είχα πέσει μέσα στη θάλασσα».

«Η δύναμη του νερού».

«Τι σημαίνει αυτό, Σωκράτη;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Το στοιχείο του νερού λειτούργησε στη Ζωή. Βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο και ξύπνησαν οι δυνάμεις της. Ζωή, ένιωσες να τις ελέγχεις αυτές τις δυνάμεις;».

«Το μόνο που αισθάνθηκα ήταν το νερό να βγάνει από κάθε κύτταρο του σώματός μου κι εγώ να γυρίζω σαν τρελή. Τίποτα άλλο».

«Κατάλαβα. Είναι νωρίς ακόμα. Θα έρθει η ώρα που θα καταφέρετε να τιθασεύσετε τις δυνάμεις σας και να τις χρησιμοποιείτε με τον σωστό τρόπο».

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Χρήστος σκέφτηκε τον άντρα που του έσωσε τη ζωή αλλά κρατήθηκε για κάποιον αόριστο λόγο και δεν το ανέφερε στον Σωκράτη. Η αίσθηση της επαφής μαζί του όμως ήταν πρωτόγνωρη, ίσως οικεία. Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Κι εκείνα τα μάτια του…

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 11ο

dodekatheo

Κεφάλαιο 11

Δωδεκάθεο

 

 

Η κηδεία των τεσσάρων μελών του τάγματος έγινε μέσα στις επόμενες μέρες στην Αθήνα. Μαζί τους στο νεκροταφείο βρίσκονταν ο Χρηστός με τη Φανή, καθώς κι ο Αλέξανδρος με τη Ζωή. Εκεί είχε παραβρεθεί κι ο τραυματισμένος Οδυσσέας. Το χέρι του ήταν δεμένο με γάζες και κρεμασμένο από τον λαιμό του. Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών υπήρχε κοσμοσυρροή εκείνη την μέρα. Ο Σωκράτης κι οι υπόλοιποι του τάγματος των Αρχαιοελληνιστών δεν τους έκλαψαν με τα γνωστά μαύρα ρούχα του πένθους. Φορούσαν όλοι λευκά. Γαλάζιες γραβάτες οι άντρες και φουλάρια του ίδιου χρώματος οι γυναίκες. Αυτός μάλλον ήταν ο δικός τους τρόπος αποχαιρετισμού των αποθανόντων φίλων τους.

Ο Χρήστος τους παρατηρούσε έναν έναν ξεχωριστά. Φαίνονταν συντετριμμένοι για τον χαμό των αδελφών τους. Πίσω από τη θλίψη διαφαινόταν ζωγραφισμένη η καλοσύνη στο πρόσωπό τους. Λίγο πριν φύγουν από το νεκροταφείο, ο Σωκράτης ζήτησε να τους συναντήσει. Θα τους πήγαινε ο Μάρκος το βράδυ στο σπίτι του.

Κατέληξαν στο σπίτι του Μάρκου στην περιοχή της Βούλας. Με τη συνοδεία πάντα και του Οδυσσέα. Από τον Αλέξανδρο είχε φύγει πλέον κάθε ψήγμα υποψίας για το τάγμα. Μετά τον άδικο θάνατο εκείνων των τεσσάρων αθώων ανθρώπων, συνειδητοποίησε πως είχαν διακινδυνέψει πολλά για να τους βοηθήσουν. Και το μακελειό που είχε γίνει στο Ναύπλιο ήταν μια θυσία για τους ίδιους και τον σκοπό τους. Η Ζωή έμεινε λίγο μόνη με τον αδελφό της. Μέσα στον όλο πανικό δεν είχαν χρόνο να μιλήσουν καθόλου.

«Πως είναι το χέρι σου;».

«Καλύτερα. Δεν με πονάει πολύ σήμερα. Ο Μάρκος με διαβεβαίωσε πως η σφαίρα δεν πέτυχε νεύρα για να μου δημιουργήσει πρόβλημα. Εσύ πως είσαι;».

«Έχω συνέλθει λίγο από το σοκ. Οδυσσέα πως μπλέχτηκες εσύ με όλα αυτά;».

Ο Οδυσσέας για να διώξει την ανησυχία από τα μάτια της, τής θύμισε τον Αγησίλαο, τον άνθρωπο που του είχε σταθεί σαν πατέρας.

«Ήξερες και για τον δαίμονα που με κατέλαβε;».

Ο Οδυσσέας της έγνεψε θετικά, κατεβάζοντας χαμηλά το κεφάλι. Η Ζωή ένιωσε μια γροθιά στα σωθικά της.

«Γιατί δεν εμφανίστηκες;», ψέλλισε.

«Δεν μπορούσα. Όπως σας είπε κι ο Σωκράτης είναι απαραίτητο να περάσετε από όλες τις δυσκολίες και να βρείτε τις λύσεις μόνοι σας. Μόνο έτσι θα είστε ικανοί να αντιμετωπίσετε τον δαίμονα. ‘Όμως τώρα δεν χρειάζεται να φοβάσαι για τίποτα. Τώρα είμαι δίπλα σου, καρδιά μου. Κι όλα θα πάνε καλά».

Στο μπαλκόνι κάθονταν η Φανή με τον Μάρκο. Εκείνη είχε μαγνητιστεί από τη θέα της θάλασσας.

«Μου έχεις θυμώσει;».

Ο Μάρκος πήγε δίπλα της και την αγκάλιασε. Αμέσως αισθάνθηκε την αμφιβολία στην ανάσα της.

«Ο λόγος που με πλησίασες ήταν ο σκοπός του τάγματός σας;».

Πόσο επιθυμούσε να ακούσει το αντίθετο! Δεν ήθελε να πληγωθεί από αυτόν τον άνθρωπο.

«Αρχικά ναι. Δεν θα στο κρύψω. Είχα ακούσει πως είσαι ψυχρή γυναίκα, απλησίαστη. Όταν σε αντίκρισα όμως έτσι αδύναμη μα τόσο όμορφη στο κρεβάτι του νοσοκομείου κατάλαβα πως κρύβεις πολλά πίσω από εκείνη τη μάσκα ψυχρότητας. Σε ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά κι αυτό φάνηκε στις πράξεις και στα λόγια μου. Ό,τι σου έχω πει μέχρι σήμερα είναι απόλυτα αληθινό. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι για κάποια γυναίκα και, πίστεψέ με, έχω γνωρίσει πάρα πολλές».

«Μάλιστα! Καζανόβας, λοιπόν», προσπάθησε να χαμογελάσει.

Αν στη θέση του ήταν κάποιος άλλος άνδρας δεν θα τον πίστευε. Όμως εκείνη η αύρα του Μάρκου την ηρεμούσε, της ενέπνεε εμπιστοσύνη.

«Μπα, υπερβολές του κόσμου. Ο Καζανόβας δεν ήταν και τόσο ελκυστικός όσο έλεγαν».

Μίλησε αρκετά σιγά και δεν άκουσε το σχόλιο του η Φανή.

«Μάρκο έχω ανάγκη να πιστέψω πως τα αισθήματά σου δεν είναι ψεύτικα».

Του έπιασε το χέρι κι ένιωσε το αίμα στις φλέβες του να ρέει τόσο δυνατά, σαν λάβα που ψάχνει διέξοδο για να ξεσπάσει.

«Μπορώ να σου διαβεβαιώσω πως νιώθω πάρα πολλά για σένα. Θέλω να με πιστέψεις».

«Δεν θέλω άλλα ψέματα. Δεν αντέχω άλλα μυστικά. Υποσχέσου μου πως από δω και στο εξής θα μου λες πάντα την αλήθεια».

Κατέβασε το κεφάλι, προσπαθώντας να μη φανεί η αμηχανία του. Δεν μπορούσε ακόμα να της αποκαλύψει το μεγαλύτερο του μυστικό. Δεν τού επιτρεπόταν να το κάνει. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με θέρμη και πάθος. Εκείνη τη στιγμή τον αγάπησε για πρώτη φορά.

Στο σαλόνι είχαν μείνει ο Χρήστος με τον Αλέξανδρο. Ο δεύτερος φαινόταν αρκετά προβληματισμένος.

«Ακόμα δεν τους έχεις εμπιστοσύνη;», ρώτησε ο Χρήστος. «Φαίνεται πως κάτι σε απασχολεί».

«Τέσσερις από αυτούς έχασαν τη ζωή τους για τη δική μας υπόθεση. Αλήθεια, δεν με προβληματίζει κάτι άλλο».

Κατέβασε το κεφάλι, αποφεύγοντας το βλέμμα του Χρήστου.

«Νομίζω πως είμαστε καιρό φίλοι κι έχουμε περάσει πολλά οι δύο μας. Καταλαβαίνω πότε μου λες ψέματα».

«Δεν είναι κάτι το σημαντικό. Δεν σου λέω ψέματα».

«Και τα ασήμαντα πολλές φορές είναι αρκετά σημαντικά. Αλλά δεν θέλω να σε πιέσω. Θα μου μιλήσεις όταν πρέπει».

«Τη στιγμή που μας πυροβολούσαν στο σπίτι του Μάρκου. Είδα κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω».

Ο Αλέξανδρος κόμπιασε. Δεν ήξερε πως να κάνει τις σκέψεις του λόγια. Δεν έβρισκε λογική σε αυτές. Θα τον θεωρούσε ο φίλος του τρελό. Είχε μπει όμως ήδη στον χορό κι έπρεπε να χορέψει.

«Ο Μάρκος είχε πέσει πάνω στη Φανή για να την προστατέψει. Είδα μια σφαίρα να χτυπάει την πλάτη του, στο μέρος της καρδιάς, και να εξοστρακίζεται μακριά. Προφανώς δεν τον σκότωσε αλλά ούτε καν τον τραυμάτισε. Απλώς πετάχτηκε από πάνω του, λες και χτύπησε κάτι το αδιαπέραστο».

«Μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό, μάλλον δεν θα πρόσεξες καλά».

«Χρήστο το είδα καθαρά. Δεν είμαι τρελός».

Αυτό ακριβώς ήθελε να αποφύγει. Να προσπαθεί να εξηγήσει το ανεξήγητο.

«Δεν είπα ότι είσαι τρελός. Όμως σε μια τέτοια κατάσταση το μυαλό δημιουργεί ανεξήγητες εικόνες».

«Ίσως και να έχεις δίκιο. Εξάλλου δεν είναι λογικό. Από την άλλη τί λογικό ζούμε τον τελευταίο καιρό;».

Έμειναν όλοι στο σπίτι του Μάρκου μέχρι αργά το απόγευμα. Μετά από ένα τηλεφώνημα, ενημερώθηκαν πως ήταν η ώρα να επισκεφτούν τον Σωκράτη. Πήραν δύο αυτοκίνητα και ξεκίνησαν.

Το σπίτι του Σωκράτη βρισκόταν στην Πλάκα, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ήταν ένα παλιό αρχοντικό, ανακαινισμένο, με θέα την πόλη της Αθήνας από τη μια και τον αρχαίο βράχο της Ακρόπολης από την άλλη. Η διακόσμηση του σπιτιού του ήταν περισσότερο κλασική. Αμέτρητες αντίκες από σκαλιστό ξύλο γέμιζαν τον χώρο. Ο Χρήστος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους. Κοινό στοιχείο με το σπίτι του Μάρκου στο Ναύπλιο, τουλάχιστον σε ότι είχε παραμείνει από αυτό, ήταν οι αρχαιοελληνικές παραστάσεις και τα αγάλματα. Ο Σωκράτης τους υποδέχτηκε χαμογελαστός, παρόλη την πικρία που εξέπεμπαν τα μάτια του για τον χαμό των αδελφών του. Στο σπίτι ήταν μόνος του. Δεν υπήρχε κανείς άλλος από το τάγμα. Κάθισαν όλοι στο γραφείο του. Ήταν ένα δωμάτιο με τεράστιες βιβλιοθήκες, υπερφορτωμένες από βιβλία. Με το που σήκωσαν το κεφάλι, έμειναν όλοι με το στόμα ανοικτό. Μια τοιχογραφία αιωρούταν πάνω από το κεφάλι τους και σε όλη την έκταση του ταβανιού. Απεικόνιζε τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου σε κύκλο. Έντονα χρώματα, πανέμορφα κορμιά και πρόσωπα που δεν μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από εκεί. Ο Σωκράτης τους άφησε να περιεργαστούν την τοιχογραφία. Ύστερα τους προέτρεψε να παρατηρήσουν τον κάθε θεό ξεχωριστά. Πολύ αναγνωρίσιμος ήταν ο Ζευς που βρισκόταν στον βορρά και κρατούσε έναν κεραυνό στα χέρια του. Η τοιχογραφία έμοιαζε να λειτουργεί κι ως ένα είδος πυξίδας, με τον κάθε Θεό να δείχνει μια διαφορετική αλλά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Φαίνονταν όλοι τόσο ζωντανοί, σχεδόν ανάγλυφοι. Έτοιμοι να ξεκολλήσουν από την τοιχογραφία και να ενωθούν με τη συντροφιά τους. Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο ο Άρης έμοιαζε πολύ στον Μάρκο. Όμως και κάποια ακόμα πρόσωπα θεών ήταν οικεία. Η εικόνα της Δήμητρας θύμιζε την κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά που είχε γνωρίσει ο Χρήστος στα Ιωάννινα. Αλλά και στον Αλέξανδρο φάνηκε γνώριμος ο Ήφαιστος μα δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του πού είχε δει το πρόσωπό του.

Η παρουσίαση του δωδεκάθεου τελείωσε κι ο Σωκράτης πήρε τον λόγο.

«Μετά από εκείνο το αιματοβαμμένο θανατικό στο Ναύπλιο, τα πράγματα έχουν σοβαρέψει αρκετά. Πολλοί από το τάγμα ανέλαβαν δράση για να βρουν αυτούς που μας ξεπάστρεψαν τόσο ύπουλα. Εσείς στο παρελθόν εντοπίσατε κάτι το ύποπτο που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στους δολοφόνους;».

Του ανέφεραν για τις εμπειρίες που είχαν με κάποιους άγνωστους, τους οποίους χαρακτήριζαν τα μαύρα μαλλιά και ρούχα, σε αντίθεση με την κατάλευκή τους επιδερμίδα. Του εξιστόρησαν όλες τις φορές που τους είχαν συναντήσει. Ο Σωκράτης φάνηκε ανήσυχος με όσα άκουσε αλλά δεν ανέφερε τίποτα. Εκείνη όμως ήταν η μέρα που θα μάθαιναν τόσα πολλά που δεν θα τα άντεχε το μυαλό τους. Ο λόγος που τους είχε καλέσει ήταν για να τους τελειώσει την ιστορία για τον δαίμονα που δεν πρόλαβε την προηγούμενη φορά. Συγκεκριμένα, είχαν σταματήσει στην ερώτηση της Ζωής για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε ο δαίμονας να ανακτήσει τις δυνάμεις του.

Βλέποντας ο θεός Ήλιος τις προσπάθειες του δαίμονα να εξολοθρεύσει τους δώδεκα θεούς και να κυβερνήσει τη γη, θύμωσε. Δεν μπορούσε βέβαια να σκοτώσει τον δαίμονα όχι μόνο γιατί είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης αλλά και γιατί ήταν δικό του δημιούργημα. Είχε μάθει και για τις άκαρπες προσπάθειες που έκανε να δημιουργήσει στρατό και συνάμα για την αποδυνάμωσή του. Αποφάσισε λοιπόν να δημιουργήσει ένα δοχείο, μέσα στο οποίο θα έκρυβε τις δυνάμεις της δημιουργίας του δαίμονα, ώστε να μην μπορέσει ποτέ να τις ανακτήσει. Το δοχείο αυτό φτιάχτηκε από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Πλάστηκε με νερό και γη, ψήθηκε με φωτιά και στέγνωσε με τον αέρα. Πάνω του ήταν αποτυπωμένα και τα τέσσερα ανάλογα σύμβολα. Φοβούμενος ο Ήλιος την πονηριά του δαίμονα έστησε μια παγίδα στο αγγείο. Αν κατάφερνε ποτέ να το βρει, στην προσπάθειά του να το ανοίξει, ταυτόχρονα θα άνοιγε και μια πύλη από την οποία θα περνούσε ο ίδιος ο Ήλιος για να τον σταματήσει. Βέβαια το κακό στην όλη υπόθεση ήταν πως, με το πέρασμα του Ήλιου στη γη, θα καταστρεφόταν κάθε ίχνος ζωής. Ο Δίας, μαθαίνοντας για το αγγείο αυτό και για τις καταστροφικές του συνέπειες, αποφάσισε να το βρει. Το ανακάλυψε στο νησί της Ρόδου σε έναν ναό αφιερωμένο στον Ήλιο. Διαμέλισε το αγγείο σε τέσσερα κομμάτια και το σκόρπισε με τη βοήθεια των υπόλοιπων Θεών στην Ελλάδα. Τα κομμάτια αυτά κρύφτηκαν πολύ καλά. Τις δυνάμεις των τεσσάρων στοιχείων τις πέρασε σε τέσσερες ψυχές, οι οποίες στο μέλλον θα μετενσαρκώνονταν σε θνητούς ανθρώπους. Με τη βοήθεια των δώδεκα θεών θα αποκτούσαν στην πορεία δυνάμεις θεϊκές, ώστε να μπορέσουν να εξολοθρεύσουν τη μεγάλη τους απειλή.

Ο δαίμονα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Οι προσπάθειές του για τη δημιουργία στρατού είχαν αποτύχει, παταγωδώς. Έτσι σκέφτηκε να δημιουργήσει κάτι καλύτερο. Έναν στρατό, ο οποίος θα προερχόταν από το σμίξιμο ανθρώπου και δαίμονα. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν πως οι δαίμονες ήταν άυλοι, οπότε δεν είχαν τη δυνατότητα να συνευρεθούν, τουλάχιστον με τον γνωστό τρόπο, με γυναίκες. Οπότε έπρεπε να διεισδύουν στα άδυτα των ανθρώπινων ψυχών και να αφήνουν εκεί το άυλο, αλλά καταστροφικό, σπέρμα τους. Έτσι η αναπαραγωγή τους γινόταν μέσω ψυχής. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο απήγαγε κατά καιρούς διάφορες γυναίκες και ζευγάρωνε μαζί τους με τη συγκεκριμένη τεχνική. Ύστερα τις άφηνε ελεύθερες αλλά χωρίς να θυμούνται απολύτως τίποτα. Με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε ένα είδος δαιμονανθρώπων, οι οποίοι σαν κύριο χαρακτηριστικό τους είχαν τα πολύ σκούρα μαλλιά και την κάτασπρη επιδερμίδα. Φορούσαν από παλιά κάτι να προστατεύουν τα μάτια τους. Σήμερα φορούν γυαλιά γιατί το φως του Ηλίου τους τύφλωνε αλλά και για να κρύβουν το κόκκινο χρώμα των ματιών τους που ανεξέλεγκτα, άλλαζε και πρόδιδε την ιδιαιτερότητά τους. Ο μύθος λέει πως μια τέτοια ομάδα ανθρώπων τρέφεται μόνο με αίμα, τα γνωστά σε όλους βαμπίρ. Βέβαια με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν διάφορες ιστορίες για αυτά, κάποιες αναληθείς, κάποιες βέβαια αρκετά αληθινές. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν καίγονταν όταν αντίκριζαν τον Ήλιο.

Τα τέσσερα κομμάτια, μετά τη διάσπαση του αγγείου, τα φύλαγαν οι δώδεκα Θεοί, ανάλογα με το στοιχείο της φύσης που αντιστοιχούσε στον καθένα. Ο Ποσειδώνας, η Ήρα και η Αφροδίτη πήραν το κομμάτι του νερού. Ο Άρης, η Άρτεμις και η Δήμητρα το κομμάτι της γης. Ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος και η Εστία της φωτιάς. Ο Δίας, ο Ερμής και η Αθηνά του αέρα.

Η ομάδα των δαιμονανθρώπων, ύστερα από πολλά χρόνια, κατάφερε να ανακαλύψει μόνο το ένα κομμάτι από το σπασμένο αγγείο. Το κομμάτι του Αέρα. Τα υπόλοιπα δεν τα είχε βρει ακόμα. Αν καταφέρουν και τα βρουν θα χρειαστούν το αίμα από τέσσερις φορείς των στοιχείων αυτών για να ενωθεί το αγγείο και τη θυσία μιας παρθένας, της οποίας το αίμα θα πρέπει να γεμίσει το αγγείο. Με αυτόν τον τρόπο θα ανακτήσει τις δυνάμεις του ο δαίμονας αλλά ταυτόχρονα θα ανοίξει κι η πύλη για τον Ήλιο.

Ο Σωκράτης σταμάτησε την ιστορία σε εκείνο το σημείο και παρατήρησε τα τέσσερα παιδιά που είχαν μείνει άφωνα. Πρώτος μίλησε ο Αλέξανδρος.

«Το πάζλ, σχεδόν, συμπληρώθηκε», είπε εκστασιασμένος.

Το στέρνο του έτρεμε από τη συγκίνηση. Το τόσο μικρό του μυαλό δεν μπορούσε να συλλάβει την απεραντοσύνη που απλωνόταν μπροστά του. Είχε μέσα του κάτι το θεϊκό. Ήταν αδιανόητο.

«Έτσι εξηγούνται και τα τέσσερα μενταγιόν που πήραμε από τη Ρόδο. Το κάθε ένα από αυτά ανήκει στο αντίστοιχο στοιχείο της φύσης και ταυτόχρονα στον αντίστοιχο του δικού μας χαρακτήρα».

«Ακριβώς, Αλέξανδρε», είπε ο Σωκράτης. «Εσύ είσαι αναμφίβολα παιδί της φωτιάς. Είσαι έντονος χαρακτήρας που διακρίνεται από πάθος και ανδρεία. Καίει φωτιά στα σωθικά σου κι η δύναμή σου είναι καταστροφική. Προστάτες σου είναι ο Ήφαιστος, ο Απόλλωνας και η Εστία. Αν κοιτάξεις την τοιχογραφία πάνω σου θα δεις πως και οι τρεις αυτοί Θεοί βρίσκονται αριστερά, στη Δύση».

«Φωτιά», ψέλλισε ο Αλέξανδρος και σήκωσε το κεφάλι του προς την τοιχογραφία.

Ένιωσε για μια στιγμή θεός μέσα στο θνητό του σώμα. Λάβα έκαιγε το αίμα του και κυλούσε ζεματιστό στις φλέβες του, κάνοντάς τον να αισθάνεται στο έπακρο τη δύναμη και την ανδρεία που τον χαρακτήριζε. Δεν ήταν όμως αρκετό αυτό. Ήθελε να ανακτήσει όλη τη δύναμη που του αναλογούσε. Αμέσως ήρθαν στο μυαλό του τα λόγια του γέροντα στο νησί της Κρανάης.

«Ένας ιερωμένος από το Γύθειο μας συνέστησε να περάσουμε με κάποιον τρόπο, τα στοιχεία που μας αναλογούν, πάνω στο κορμί μας. Σκέφτηκα λοιπόν αν θα μπορούσαμε να κάνουμε το σύμβολο, τατουάζ».

«Νομίζω πως είναι νωρίς ακόμα για να ανακαλύψετε τον τρόπο που θα περάσουν τα σύμβολα στο σώμα σας. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να εντοπίσετε και να καλλιεργήσετε τις δυνάμεις που κρύβονται μέσα σας. Αυτές που σας χάρισε απλόχερα ο Δίας».

Δεν ήταν η ώρα να τους αποκαλύψει κι άλλα μυστικά. Ή, τουλάχιστον, αυτά που γνώριζε ο ίδιος γιατί σίγουρα υπήρχαν και περισσότερα που δεν τα ήξερε.

«Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιόν τρόπο όμως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε υπέρ μας αυτή τη δύναμη των μενταγιόν», ρώτησε η Ζωή.

Οι λέξεις έβγαιναν μόνες από το στόμα της, σαν νερό. Απορούσε, μέσα σε αυτόν τον ωκεανό του άγνωστου που κολυμπούσε, πως έβρισκε τη δύναμη να ρωτάει τέτοιες λεπτομέρειες.

«Στον Αλέξανδρο λειτούργησε μόνη της όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον δαίμονα».

«Μικρή μου, όπως είπα και πριν, αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Δεν γνωρίζω το μυστικό αυτών των στοιχείων και πως επιδρούν πάνω σας. Το μόνο που ξέρω για σένα είναι ότι είσαι το υδάτινο στοιχείο. Το νερό κυλάει μέσα σου κι όσο ήρεμο και πράο φαίνεται πως είναι, άλλο τόσο βίαιο μπορεί να γίνει στο πέρασμά του. Οι Θεοί που σου αντιστοιχούν είναι ο Ποσειδώνας, η Ήρα και η όμορφη Αφροδίτη. Μάλιστα διαθέτεις και κάτι από την ομορφιά της τελευταίας. Η ανατολή είναι η πλευρά σου».

«Νερό», ψέλλισε κι η Ζωή μέσα από τα δόντια της και καρφώθηκε στον θεό Ποσειδώνα.

Τα πράσινα μάτια της γίνανε θυελλώδεις θάλασσες. Ένιωσε ρευστή, σαν υγρό που απλώνεται και στο διάβα του σπέρνει και θερίζει τρόμο. Τα μαλλιά της κύματα που αλωνίζουν απέραντες εκτάσεις, χαϊδεύοντας ή πνίγοντας τα θύματά τους. Αδυσώπητη η δύναμη που κρύβει το υγρό στοιχείο.

«Δάσκαλε έχω κι εγώ μια απορία», είπε η Φανή.

Είχε συγκλονιστεί από τις αποκαλύψεις αλλά η σταθερότητα που είχε έμφυτη στον χαρακτήρα της δεν της επέτρεπε να το δείξει.

«Μίλησες για τους δαιμονανθρώπους που είναι γόνοι διασταύρωσης του δαίμονα και των ανθρώπων. Ποιά η δύναμή τους και πως μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε;».

«Εύστοχη η ερώτησή σου γλυκιά μου Φανή. Κάποια στοιχεία που έχουμε ακούσει για τους βρικόλακες ισχύουν και κάποια όχι. Όπως είπα και νωρίτερα, δεν καταστρέφονται με τον ήλιο παρά μόνο τυφλώνονται. Όσον αφορά τον αγιασμό και το σκόρδο, θα πω μόνο πως είναι δεισιδαιμονίες προερχόμενες από τις θρησκείες, τα ήθη κι έθιμα των λαών. Πολύ κοντά στην αλήθεια είναι το χτύπημα στην καρδιά αλλά όχι από ξύλο όπως λένε τα παραμύθια. Χρειάζεται κάτι φτιαγμένο από μείξη των τεσσάρων στοιχείων».

«Από πυλό, όπως τα αγγεία;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι, από ένα διαφορετικό υλικό, το οποίο είναι φυσικό δημιούργημα και των τεσσάρων στοιχείων. Βρίσκεται χωμένο στα έγκατα της γης και δημιουργείται από τη φωτιά που καίει στα σωθικά της, από στοιχεία της ίδια της γης, με το νερό που έχει την ιδιότητα να το ψύχει και τον αέρα που του δίνει την τελική του μορφή. Είναι το μέταλλο».

«Οποιοδήποτε μέταλλο;», ρώτησε η Φανή επικαλούμενη την γνώση της στη φυσική.

«Αυτό Φανή μου είναι η δική σου αρμοδιότητα ως φυσικός κι ως γνήσιο τέκνο της μάνας γης. Σταθερή σαν βράχος και χρήσιμη όπως ακριβώς και το χώμα. Οι δυνάμεις σου προέρχονται από τον Άρη, την Άρτεμις και τη Δήμητρα. Πατρίδα σου ο νότος, όπως εξάλλου κι η γη που βρίσκεται στα πόδια μας».

«Γη», σκέφτηκε η Φανή.

Άξαφνα ένοιωσε τα πόδια της βράχια, βαριά κι ακλόνητα. Σταθερά, να ριζώνουν στη μάνα γη και να προσδίδουν άκαμπτη δύναμη, αδιάσειστη. Κισσοί με καταπράσινες φυλλωσιές απλώθηκαν από τα μαλλιά της που έμπλεκαν σφιχτά στους δυνατούς κορμούς, οι οποίοι γίνονταν τα χέρια της. Ο Σωκράτης άφησε τη Φανή στην παραζάλη της κι έριξε το βλέμμα του στον Χρήστο που το αέρινο του χαρακτήρα του διακρινόταν στο διάφανο των ματιών του αλλά ταυτόχρονα στην αρμονία και τη δίνη της προσωπικότητάς του.

«Χρήστο εσένα σε βλέπω σιωπηλό. Δεν θέλεις να ρωτήσεις κάτι;».

Ο Χρήστος είχε παρατηρήσει τόση ώρα την έκπληξη στα μάτια των υπολοίπων από τα απρόσμενα λεγόμενα του Σωκράτη. Δεν ένιωθε τίποτα μέσα του. Ούτε φόβο, ούτε χαρά. Ενδόμυχα γνώριζε πως η δειλία του δεν θα του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη αυτή. Την ένιωθε μέσα του σαν μπουρίνι, έτοιμο να ξεσπάσει, αλλά ένας τοίχος δειλίας το εμπόδιζε. Για να φύγει από τη μεμψιμοιρία του σκέφτηκε το δωδεκάθεο.

«Τι απέγιναν οι δώδεκα Θεοί;», ρώτησε τον Σωκράτη.

«Η ερώτησή σου δυναμική σαν τον αέρα. Κατακεραυνωτική, σαν τον αρχηγό των Θεών, τον Δία. Σοφή, σαν γνήσιος απόγονος της Αθηνάς και γρήγορη, όπως ο γοργοπόδαρος Ερμής. Οι τρεις Θεοί του Αέρα, σαν το δικό σου το στοιχείο με την κατεύθυνση του Βορρά, της γνώσης και του μυαλού. Αλήθεια, πιστεύεις στον θεό, Χρήστο;».

«Δεν ξέρω αν υφίσταται με την έννοια που μας έχουν περάσει, αλλά ναι πιστεύω στον θεό ως μια ανώτερη δύναμη, φιλεύσπλαχνη και λυτρωτική».

Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως πίστευε. Από τότε που έχασε τον πατέρα του, έχασε και την πίστη του στον Θεό.

«Ωραία απάντηση. Πιστεύεις ότι οι δώδεκα Θεοί της αρχαίας Ελλάδας είχαν κάτι το θεϊκό με την έννοια που μου έδωσες πριν;».

«Όχι, θεωρώ πως η ύπαρξή τους ήταν καθαρά συμβολική. Κάθε ένας από αυτούς απεικόνιζε και μια αξία, ένα συναίσθημα, μια τιμωρία ίσως που είχαν ανάγκη να καρπώνονται οι άνθρωποι και να πορεύονται με αυτήν. Οι θεοί αυτοί ήταν ιδέες κι όχι αιθέριες υπάρξεις».

«Μάλιστα. Σε κάποια από τα λεγόμενά σου είσαι σωστός και σε κάποια λάθος. Λοιπόν, κι εγώ πιστεύω στον θεό και στην παντοδυναμία του. Όπως πιστεύω και στους αγγέλους του, τους καλούς και τους κακούς. Άγγελοι! Ωραία λέξη, έτσι; Αυτό ακριβώς ήταν κι οι δώδεκα Θεοί. Δώδεκα άγγελοι που ο καθένας αντιπροσώπευε κι από ένα ιδανικό, μια αξία όπως είπες, για να παραδειγματιστούν οι άνθρωποι. Με το πέρασμα όμως των χρόνων και την εξέλιξη του ανθρώπου, τα ιδανικά αυτά έπαψαν να έχουν χαρακτήρα θεϊκό κι η πίστη στον θεό έγινε μονοδιάστατη. Αυτός ήταν κι ο λόγος που το δωδεκάθεο έχασε το κύρος του. Και φτάνω στην ερώτησή σου. Τι απέγιναν οι άγγελοι αυτοί; Θα σου πω απλώς πως ζουν ανάμεσά μας. Σαν αθάνατες μορφές που αλλάζουν υπόσταση και περιοχή ανάλογα με τις ανάγκες. Κάποιοι από αυτοί μπορεί να έχουν εμφανιστεί ακόμα και σε σας με έναν ιδιαίτερο τρόπο για να σας καθοδηγήσουν και να σας προστατέψουν».

«Η κοπέλα από τα Ιωάννινα», αναφώνησε ο Χρήστος. «Αυτό μου θύμισε κι η θεά Δήμητρα στην τοιχογραφία».

Το πρόσωπό της, αυτή η αέρινη φύση της τον είχε συγκλονίσει τότε. Πλέον καταλάβαινε τι έκρυβε ο ωκεανός που είχε διακρίνει μέσα στα μάτια της. Στην ιδέα πως θα την ξαναέβλεπε κάποια στιγμή, συγκλονίστηκε.

«Το παιδί στο Γύθειο, ο μικρός Φοίβος», πετάχτηκε η Φανή. «Ο Απόλλωνας. Αυτός μας βοήθησε για να σώσουμε τη Ζωή».

Θυμήθηκε το δάφνινο κλαδί που της είχε δώσει. Τα μικρά του δάχτυλα την είχαν αγγίξει τυχαία κι είχε νιώσει να εκπέμπει μια απίστευτη δύναμη. Και τα μάτια του είχαν τη λάμψη του ηλίου.

«Ο κουτσός στην Ρόδο», είπε σιγά ο Αλέξανδρος για να μην ακουστεί. «Ήταν ο Ήφαιστος».

Έτσι εξηγείτο η έλξη που ένιωσε για τον άντρα αυτόν, τον θηριοδαμαστή της φωτιάς.

«Κι εμένα με έσωσε από τον πνιγμό ένας άγνωστος με μια τρίαινα στο μπράτσο», μίλησε πάλι η Φανή. «Αυτός θα ήταν σίγουρα ο Ποσειδώνας».

Μέσα στην παραζάλη του παραλίγο πνιγμού της δεν θυμόταν και πολλά γι’ αυτόν.

Ο Μάρκος στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, χαμογελώντας, και χάζευε τη θέα της Ακρόπολης που στεκόταν ακλόνητη στα μάτια του, σαν πέτρινη θεά.

Σε ένα άλλο σημείο της Αθήνας, σε κάποιο άλλο αρχοντικό στην Κηφισιά, λίγο πιο σκοτεινό από αυτό του Σωκράτη, βρισκόταν μια διαφορετική παρέα, ταιριαστή στο ύφος του χώρου. Σε ένα σκούρο, δρύινο γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος τύπος, απροσδιορίστου ηλικίας, με πρόσωπο όμως ολόφρεσκο που θύμιζε νέο άντρα στην όψη. Ήταν ο, κατά κόσμων γνωστός, Δαβίδ Στεργίου. Φορούσε σκούρο μαύρο κουστούμι, είχε μακρύ ίσιο μαλλί, πιασμένο σε αλογοουρά πίσω στο σβέρκο και μια λευκή αλαβάστρινη επιδερμίδα. Το στεγνό από αίμα πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, όπως το πρόσωπο μιας πορσελάνινης κούκλας. Ήταν τόσο γοητευτικός άντρας που αμέσως τραβούσε την προσοχή όλων. Με αυτόν τον τρόπο είχε καταφέρει να ανέβει κοινωνικά και να ενταχθεί, χωρίς καμία δυσκολία, μέσα στην υψηλή κοινωνία των Αθηνών. Είχε κατορθώσει να διατηρεί γνωριμίες με ανθρώπους που κατείχαν τις πιο καίριες πολιτικές και πολιτισμικές θέσεις στην πρωτεύουσα. Δεν έλειπε ποτέ από τα πιο μεγάλα πάρτι, από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις. Χιλιάδες γυναίκες, ελεύθερες ή μη, έπεφταν στα πόδια του και τον ικέτευαν σχεδόν να τις κάνει δικές του.

Όλα αυτά βέβαια ήταν τα επιφανειακά, γνωστά χαρακτηριστικά του Δαβίδ. Πίσω από εκείνο το γοητευτικό, κοινωνικό κι άκρως επιθυμητό πρόσωπο κρυβόταν ένας πανίσχυρος, αιμοδιψής άντρας με μοναδικό μέλημά του να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του δαίμονα πατέρα του. Η δαιμονική του φύση υπερίσχυε της ανθρώπινης. Είχε δημιουργήσει τη δική του ομάδα από δαιμονανθρώπους με σκοπό να κατακτήσουν με κάθε τρόπο και θυσία τα τέσσερα κομμάτια του αγγείου. Είχαν ανοιχτό πόλεμο με τους Αρχαιοελληνιστές. Τους είχαν σταθεί εμπόδιο πολλές φορές στα σχέδια τους για την ενδυνάμωση του δαίμονα. Όταν βέβαια ανακάλυψαν την ύπαρξη των τεσσάρων κλειδιών – έτσι ονόμαζαν τα τέσσερα παιδιά από την πόλη του Ναυπλίου – άμεση επιθυμία τους ήταν η εξολόθρευσή τους. Δυστυχώς, στην πορεία έμαθαν πως κι οι τέσσερις τους προστατεύονται από μια ανώτερη δύναμη που ακόμα κι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Ο μόνος τρόπος για να τους εξολοθρεύσουν θα ήταν να ανακτήσει τις δυνάμεις του ο δαίμονας. Οπότε επέστρεψαν στον πρωταρχικό τους σκοπό, το κυνήγι του αγγείου.

Ο Δαβίδ ήταν ευχαριστημένος από τους συνεργάτες του κι αδελφούς του που κατάφεραν να αφανίσουν, έστω κι ένα μικρό μέρος από τους Αρχαιοελληνιστές. Από την άλλη δεν χάρηκε καθόλου όταν έμαθε για τη γνωριμία των παιδιών με την αντίπαλη ομάδα. Αυτό θα τους έκανε ακόμα πιο δυνατούς. Έπρεπε τώρα να δράσουν γρηγορότερα και να συγκεντρώσουν άμεσα τα υπόλοιπα τρία κομμάτια.

«Άννα,για πες μου τι νέα έχουμε από τις αποστολές μας;», ρώτησε ο Δαβίδ τη γυναίκα που βρισκόταν στο γραφείο του.

«Η ομάδα μας στην Ήπειρο ψάχνει ακόμα στα χαλάσματα ενός αρχαίου ναού, το ίδιο και στη Χίο. Με την Κρήτη θα επικοινωνήσω σήμερα. Δυστυχώς όμως δεν έχουμε ακόμα κάποιο πιο σημαντικό νέο».

«Στείλε κι άλλους δικούς μας. Ακούς; Επάνδρωσε τις ομάδες με περισσότερο κόσμο και να αυξήσουν τις ώρες που δουλεύουν. Να τις κάνουν είκοσι. Δεν έχουν ανάγκη από περισσότερο ύπνο».

«Μα θα εξαντληθούν και δεν θα είναι αποδοτικοί».

«Αυτό που σου είπα».

Σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε με δύναμη το τεράστιο χέρι του πάνω στο γραφείο. Ο Δαβίδ, αφού εκτόνωσε ένα μέρος του άγριου θυμού που έκρυβε μέσα του, κάθισε στην καρέκλα του, διώχνοντας τους πάντες από το γραφείο του. Ήθελε να μείνει μόνος. Άνοιξε ένα μπουκάλι και γέμισε το ποτήρι του με ένα κόκκινο υγρό. Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά του και τα μάτια του έγιναν αμέσως κατακόκκινα, όμοια στο χρώμα και την πυκνότητα του αίματος που άχνιζε στο γυάλινο ποτήρι μπροστά του. Το έπιασε στα μακριά, χιονόλευκα δάχτυλα του και το έφερε στο, στεγνό από ζωή, στόμα του. Το ήπιε μονορούφι. Τα μάτια του έλαμψαν στο ημίφως του δωματίου. Μάτια δαιμονικά γιομάτα από αδυσώπητη οργή και μίσος.

Οι γιορτές του Πάσχα έφτασαν χωρίς κανένα απρόοπτο και δυσμενές γεγονός. Στο Ναύπλιο είχαν κατέβει ο Σωκράτης και πολλά ακόμα μέλη των Αρχαιοελληνιστών, όπου πλέον είχαν γίνει αχώριστοι με τα παιδιά. Ο Οδυσσέας περισσότερο χρόνο περνούσε στο Ναύπλιο, παρά στη Θεσσαλονίκη. Πολλές φορές είχε κατέβει μαζί του κι ο Αγησίλαος που κι αυτός ήταν ένα από τα πιο σημαντικά μέλη του τάγματος. Τον γνώρισαν τα παιδιά και τους άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων.

Τη Μεγάλη Παρασκευή είχαν όλοι συγκεντρωθεί στην καρδιά του Ναυπλίου, στην πλατεία Συντάγματος. Πίσω από εκείνη την τόσο ιστορική πλατεία για τον ελληνισμο υπήρχε μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Από εκεί ξεκινούσε η περιφορά του επιταφίου και τριγυρνούσε στα στενά της παλιάς πόλης. Ανεβαίνοντας στο υψηλότερο κομμάτι της μπορούσε κανείς να δει την ομορφιά της πόλης. Όλα τα σπίτια στα σοκάκια είχαν ανοιχτές πόρτες και παράθυρα με κεριά να καίνε, ένδειξη κατάνυξης και συμπόνιας για τον θάνατο του θεανθρώπου. Κατά τη μεταφορά του μέσα στα πλακόστρωτα στενά, ο Χρήστος αντιλήφθηκε την παρουσία των δαιμονανθρώπων. Στην ταράτσα ενός σπιτιού υπήρχε μια ομάδα με τα γνωστά πλέον χαρακτηριστικά τους που τους παρακολουθούσε. Ο Χρήστος, δίχως να χάσει χρόνο, ενημέρωσε τον Αλέξανδρο για όσα είδε. Έτρεξε αμέσως κι ανέβηκε στην ταράτσα μα εκείνοι είχαν εξαφανιστεί. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο από το να συνεχίσουν την πορεία του υπόλοιπου κόσμου. Η ακολουθία του επιταφίου κατέληγε στη μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία μαζί με τρεις ακόμα επιτάφιους από τις γύρω ενορίες. Οι ματιές των δύο αντρών σκάναραν το πλήθος, χωρίς όμως να καταφέρουν να εντοπίσουν τίποτα το ύποπτο. Η πλατεία Συντάγματος ήταν από άκρη σε άκρη γεμάτη με κόσμο, ντόπιο και μη, οι οποίοι κρατούσαν κεριά στα χέρια τους, σαν ψυχές που το φως τους δίνει ζωή.

Κι η ζωή αυτή ήρθε την Κυριακή του Πάσχα με την ανάσταση του Χριστού. Το σπίτι των Εμπέογλου έσφυζε από γνωστά πρόσωπα και φιλικές αγκαλιές. Το αρνί στριφογύριζε στη σούβλα, όπως στριφογύριζε και το κέφι τους τη μέρα εκείνη. Ο Αλέξανδρος βρισκόταν συνεχώς πάνω από τον οβελία, τσιμπώντας κλεφτά, κομμάτια του. Κόκκινα αυγά αντιμάχονταν για τον έναν και μοναδικό νικητή. Η Αγνή τους είχε κερδίσει όλους με το απίστευτο αυγό της. Κρυφό μυστικό με τον Σωκράτη για εκείνο το πέτρινο αυγό. Της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι κι αυτή χασκογέλασε ντροπαλά. Ιδιαίτερα περήφανη ένιωσε που έσπασε το αυγό του θείου της του Χρήστου, σε αντίποινα για το φλουρί που της είχε κλέψει από τα χέρια την Πρωτοχρονιά. Πήρε το αίμα της πίσω.

Το καλοκαίρι ήρθε πολύ γρήγορα. Καιρός διακοπών. Η Φανή κι η Ζωή ησύχασαν από τα μαθήματα τους. Ο Αλέξανδρος πήρε την άδεια του. Ο Χρήστος βέβαια συνέχισε να δουλεύει την αντικερί του, εφόσον διένυαν μια εποχή που είχε τον περισσότερο κόσμο. Η Αγνή είχε φύγει μαζί με τη γιαγιά και τον παππού της για το χωριό. Η Φανή είχε σχεδόν μετακομίσει στο σπίτι του Μάρκου. Ζούσαν τον έρωτά τους.

Μια από εκείνες τις καλοκαιριάτικες ζεστές ημέρες ο Χρήστος έλαβε ένα ξαφνικό τηλέφωνο από τον Σωκράτη. Το βράδυ θα βρισκόταν στο Ναύπλιο κι ήθελε οπωσδήποτε να τους μιλήσει. Θα συγκεντρώνονταν όλοι μαζί στο σπίτι του Μάρκου. Από νωρίς βρέθηκαν εκεί και περίμεναν με αγωνία τον Σωκράτη. Είχε ακουστεί πολύ ανήσυχος από το τηλέφωνο. Μετά από λίγο έφτασε και μπήκε αμέσως στο θέμα.

«Ανακαλύψαμε κάποια πολύ σημαντική γυναίκα που θα μας βοηθήσει στο θέμα του αγγείου. Αυτή η γυναίκα ονομάζεται Αριάδνη και ζει στην Κωνσταντινούπολη».

Μια μυρωδιά ανατολίτικη, μυστηριακή πλανήθηκε στον αέρα. Ο Χρήστος αμέσως την εντόπισε κι αναρρίγησε.

«Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Ανήκει στο τάγμα;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Το μόνο που μπορώ να σας αποκαλύψω είναι πως είναι μια πολύ σημαντική γυναίκα. Τα υπόλοιπα όμως πρέπει να σας τα πει η ίδια».

«Πότε θα τη δούμε; Θα βρίσκεται σύντομα στο Ναύπλιο;», συνέχισε τις ερωτήσεις η Φανή.

«Η ηλικία της δεν της επιτρέπει να κάνει ταξίδια. Αναγκαστικά θα πρέπει να πάτε εσείς εκεί».

«Στην Πόλη;», αναφώνησε ο Χρήστος.

«Εκεί ακριβώς. Στη μυστήρια Κωνσταντινούπολη».

Ο Χρήστος μόνο που άκουσε το όνομα της αγαπημένης του πόλης ενθουσιάστηκε. Είχε να πάει από πολύ μικρός, από όταν ζούσε ο πατέρας του. Τη θυμόταν όμως σαν όνειρο. Τα χρώματα, τις μυρωδιές, τα ακούσματα, όλα όσα είχαν καταγραφεί στο παιδικό μυαλό του. Και τώρα θα πήγαινε πάλι εκεί. Στην καταγωγή του. Στη μοίρα του.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 10

screenshot003

Κεφάλαιο 10

Αρχαιοελληνιστές

 

 

Ο Οδυσσέας πριν φύγει για τη Θεσσαλονίκη είδε για μια φορά ακόμα την αδελφή του. Έδωσαν ραντεβού σε ένα καφέ στην Πλατεία Συντάγματος. Η Ζωή έλαμπε μόνο και μόνο που τον είχε κοντά της. Συζήτησαν για πολλή ώρα και θυμήθηκαν παρέα τα παιδικά τους χρόνια. Τις σκανταλιές που έκαναν, το ξύλο που είχαν φάει μα και το γέλιο που δεν έλειπε στις μεταξύ τους στιγμές. Μύρισαν ξανά τα αρώματα της γειτονιάς τους και γεύτηκαν τα λόγια που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους. Λόγια γλυκά και παιδικά με τον αυθορμητισμό και την αφέλεια που τους χαρακτήριζε τότε. Και λόγια πικρά όμως λόγω της καταπίεσης των γονιών τους καθώς και τη φυγή του Οδυσσέα από το πατρικό.

 «Πες μου πως ήταν η ζωή σου, όταν έφυγε από το Γύθειο; Αντιμετώπισες πολλές δυσκολίες;», τον ρώτησε με μια έξαψη στα μάτια της.

Της χαμογέλασε αλλά η Ζωή δεν μπόρεσε να καταλάβει εάν εκείνο το χαμόγελο έκρυβε χαρά η λύπη. Πάντως έκρυβε πολλά συναισθήματα για όλα όσα είχε περάσει ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ο Οδυσσέας Βορέας το έσκασε από το σπίτι του σε ηλικία δεκάξι ετών. Άγουρο παιδί, δίχως εμπειρία από τη ζωή. Αρκετά αγανακτισμένος όμως από την πίεση που αντιμετώπιζε στο σπίτι του. Ελεύθερο πνεύμα και δημιουργικό, δεν ταίριαζε καθόλου με τον στεγανό τρόπο ζωής της μικρής επαρχίας κι ακόμα περισσότερο της οικογένειάς του. Άνοιξε λοιπόν τα φτερά του και πέταξε προς την ελευθερία του χωρίς να τον νοιάζει εάν η απόκτησή της απαιτεί ιδρώτα αλλά κι αίμα πολλές φορές.

Είχε μαζέψει κάποια χρήματα, βάζοντας στην άκρη το χαρτζιλίκι του. Η πραγματική αλήθεια όμως ήταν πως έβαλε χέρι στο κομπόδεμα της μάνας του. Παραφυλούσε για καιρό κι έτσι ανακάλυψε το σημείο όπου το έκρυβε. Δίχως δεύτερη σκέψη πήρε το πρωινό λεωφορείο για την Αθήνα κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Όπως ξεφυσούσε η εξάτμιση του λεωφορείου, έτσι ξεφυσούσε κι ο Οδυσσέας την καταπίεση από πάνω του. Κατέβηκε στον σταθμό Πελοποννήσου με μια μικρή βαλίτσα συνάμα με μια μεγάλη προσδοκία για τη νέα του ζωή. Έπρεπε να βρει άμεσα δουλειά, αν κι αυτό ήταν δύσκολο γιατί το λύκειο δεν το είχε τελειώσει και πέρα από αυτό ήταν κι ανήλικος. Δεν το έβαλε κάτω. Έμπαινε με θράσος σε καταστήματα και κάθε λογής υπηρεσίες, δηλώνοντας διαθέσιμος για οποιαδήποτε δουλειά, ασχέτου ωραρίου. Πέρασε από πολλές περιστασιακές εργασίες, άλλες εύκολες κι άλλες κοπιαστικές, μα κατάφερνε να ζει και να διατηρεί μια μικρή γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.

Εκεί που δούλεψε για αρκετό καιρό, ήταν σε ένα κουρείο, ως βοηθός. Σκούπιζε τρίχες και σήκωνε τηλέφωνα. Δεν ήταν δουλειά με υψηλούς στόχους αλλά δεν τον ενδιέφερε. Αυτό που ήταν σημαντικό για εκείνον ήταν πως όριζε τη ζωή του όπως ήθελε. Ο κουρέας, στον οποίον δούλευε, ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος που ανυπομονούσε να βγει στη σύνταξη.

«Το κλείνω το κουρείο Οδυσσέα. Θέλω να ξεκουραστώ. Δεν έχω λόγο να δουλεύω άλλο στην ηλικία μου. Μακάρι να είχα έναν γιο σαν εσένα να του το αφήσω για να μη χάσεις κι εσύ τη δουλειά σου παιδί μου», του είπε μια μέρα με βαθιά τη συγκίνηση στα μάτια του.

Κι επειδή όντως τον ένιωθε σαν γιο του, τού συνέστησε να πάει σε έναν ανιψιό του στη Θεσσαλονίκη που είχε εργοστάσιο κονσερβοποιίας. Θα δούλευε εκεί ως εργάτης μα ο μισθός του θα ήταν ο τριπλάσιος από αυτόν που έπαιρνε μέχρι τότε. Ο Οδυσσέας ένιωσε τυχερός που βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος στον δρόμο του. Την επόμενη μέρα βρισκόταν ήδη στη νύμφη του Θερμαϊκού, την όμορφη Θεσσαλονίκη.

Έπιασε αμέσως δουλειά στο εργοστάσιο του Αγησίλαου Απέργη. Ήταν ένας νέος σχετικά άνθρωπος, ευγενικός, μορφωμένος και δοτικός. Συμπάθησε πολύ τον Οδυσσέα. Μαθαίνοντας την ιστορία του και βλέποντας τη δίψα που είχε για ζωή, αποφάσισε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο. Πέρα όμως για τα προς το ζην, τον συμβούλεψε και για το πνεύμα του. Τού πρότεινε να τελειώσει το σχολείο, πηγαίνοντας σε νυχτερινό. Του παραχώρησε διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία που διέθετε με πολύ χαμηλό ενοίκιο. Όταν πήρε το απολυτήριο, τον έβαλε σε μια ιδιωτική σχολή λογιστικής με δικά του έξοδα, ώστε να πάρει σύντομα και προαγωγή μέσα στην επιχείρησή του. Τον είχε σαν αδελφό του. Αλλά κι ο Οδυσσέας τον τιμούσε και τον σεβόταν με τον καλύτερο τρόπο. Μάλιστα, στάθηκε κι ο λόγος, που ο Αγησίλαος συνέχισε να υπάρχει στη ζωή για τα υπόλοιπα χρόνια. Τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν έπιασε φωτιά το γραφείο του στο εργοστάσιο. Αυτή ήταν κι η αφορμή για να τον προτείνει ως νέο μέλος σε ένα τάγμα που άνηκε.

Ο Αγησίλαος ήταν λάτρης της αρχαίας Ελλάδας. Είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη, όπου το περιεχόμενό της εμπεριείχε αποκλειστικά και μόνο αυτό το θέμα. Γνώριζε τα πάντα για την ιστορία, τη φιλοσοφία, τις τέχνες και τις συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων. Είχε ανακαλύψει κι από μόνος του αλήθειες, άγνωστες για το ευρύ κοινό. Μελετούσε κι έψαχνε συνέχεια. Αυτή η εμμονή του τον οδήγησε στη γνωριμία του με ένα τάγμα Αρχαιοελληνιστών, που η έδρα του μάλιστα ήταν η Θεσσαλονίκη. Τα πλοκάμια βέβαια του τάγματος απλώνονταν σε όλες τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας αλλά, όπως ανακάλυψε στην πορεία, και του εξωτερικού. Ο Αγησίλαος εισχώρησε με μεγάλη ευκολία στο τάγμα. Πολύ σύντομα πήρε και μεγάλο βαθμό. Η οργάνωση είχε ως κύριο αντικείμενό της την αρχαία Ελλάδα, τον πολιτισμό, αλλά και τα μυστικά που έκρυβαν καλά οι αρχαίοι Έλληνες. Μυστικά που αφορούσαν όλους τους τομείς της ορατής αλλά κι αόρατης ζωής.

Έτσι λοιπόν παρότρυνε τον Οδυσσέα να εισχωρήσει κι αυτός στο τάγμα. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή τρόμαξε λίγο με τα λεγόμενά του, από την άλλη όμως του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Έτσι πήρε την απόφαση για το μεγάλο εκείνο βήμα. Για να τον δεχτούν στο τάγμα τους, έπρεπε να περάσει μια συγκεκριμένη μύηση. Του έκλεισαν τα μάτια, τον έγδυσαν και του φόρεσαν ένα χιτώνιο. Έπρεπε να εξαγνιστεί από τη ζωή των κοινών θνητών και να περάσει την πύλη των ημίθεων. Για να γίνει αυτό, ήταν απαραίτητο πρώτα να δεχτεί στο σώμα του και την ψυχή του τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Τον έβαλαν να περάσει ξυπόλυτος μέσα σε χώμα, όπου ήταν κι η επαφή του με τη Γαία.  Ύστερα τον έριξαν σε μια στέρνα με νερό για να πάρει τη βάπτιση του Ύδατος. Στη συνέχεια τον πέρασαν μέσα από έναν κύκλο Φωτιάς για να καεί κάθε θνητή επιθυμία και συμπεριφορά. Η τελευταία δοκιμασία είχε να κάνει με τον Αέρα. Όλα τα προηγούμενα μπορούσε να τα αισθανθεί. Δεν ήταν δύσκολο. Η δοκιμασία με τον αέρα όμως παρέμενε ακόμα ένα μυστήριο για αυτόν. Τον ανέβασαν σε ένα σημείο, όπου θα έπρεπε να ήταν λίγο πιο ψηλά από το έδαφος. Τότε αισθάνθηκε να δημιουργείται με κάποιον τρόπο ένας άνεμος και να στροβιλίζεται γύρω του. Ο άνεμος αυτός σταθερά δυνάμωνε τόσο που ένιωθε το χιτώνιο του να αιωρείται, σχεδόν να μην ακουμπάει το δέρμα του.

Γύρω του ακούγονταν φωνές να τραγουδούν στα αρχαία Ελληνικά έναν μεθυστικό σκοπό. Μελωδία αγγέλων. Όταν κόπασε ο αέρας, ακούστηκε ο λόγος ενός άντρα που τον όρκιζε στο τάγμα τους.

«Η μύηση σου πρέπει να παραμείνει κρυφή γιατί διαφορετικά τα ίδια σου τα αδέλφια θα σε διαπεράσουν με το πυρ».

Εκείνη την στιγμή του άνοιξαν τα μάτια κι έκπληκτος βρέθηκε περικυκλωμένος από αρκετό κόσμο που κρατούσε δάδες αναμμένες και τον σημάδευε. Τα πρόσωπά τους φαίνονταν σκληρά, αδίστακτα. Σύντομα όμως ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη τους και, αφού εναπόθεσαν τις δάδες τους σε συγκεκριμένα σημεία στον χώρο, τον αγκάλιασαν και τον καλωσόρισαν στην οικογένειά τους. Ήταν τόσο ζεστοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι που ο Οδυσσέας ένιωσε δάκρια συγκίνησης να πλημμυρίζουν τα μάτια του. Όλοι τους είχαν ανώτατη μόρφωση και κατείχαν σπουδαίες θέσεις σε πολιτικούς, κοινωνικούς, καλλιτεχνικούς αλλά και θρησκευτικούς κλάδους.

Το τάγμα αυτό έγινε ολόκληρη η ζωή του Οδυσσέα. Έμαθε τα μυστικά τους κι εντέλει απέκτησε την οικογένεια που δεν είχε. Ήταν η προτεραιότητά του και δεν επρόκειτο να την εγκαταλείψει για τίποτα. Μέχρι και στη γυναίκα που παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια, πότε δεν αποκάλυψε τίποτα. Προτίμησε μάλιστα να χωρίσει από το να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έλειπε τόσες ώρες από το σπίτι του.

 

Όλα αυτά βέβαια δεν τα αποκάλυψε ούτε στην αδελφή του. Της είπε μόνο για τον Αγησίλαο κι όλα όσα του πρόσφερε. Για τη γυναίκα του της είπε πως τον άφησε λόγω ζήλειας. Η Ζωή αρκέστηκε σε αυτά και στο ότι είχε απέναντί της έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ. Αυτό που τη χαροποίησε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός πως για λίγο καιρό θα κατέβαινε συχνά στο Ναύπλιο, επειδή οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον ήθελαν εκεί. Βέβαια κι η ίδια με τον Αλέξανδρο θα μπορούσαν οποιαδήποτε στιγμή να τον επισκεφτούν στη Θεσσαλονίκη. Θα ήταν ιδιαίτερη τιμή για αυτόν.

Σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης, σε ένα άλλο τραπεζάκι, έπιναν καφέ η Φανή με τον Μάρκο. Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας με τον έρωτα που ζούσε. Τον κοίταζε μέσα στα μάτια κι έβλεπε έναν καινούργιο κόσμο. Έναν κόσμο, στον οποίο ήθελε να εμπλακεί κι η ίδια όσο περισσότερο μπορούσε. Ήθελε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της μαζί του. Χωρίς κανέναν άλλον, παρά μόνο με τον Μάρκο και την Αγνή. Με το χέρι του τής χάιδεψε το πρόσωπο κι αυτή τρίφτηκε πάνω του σαν γατί. Την όμορφη εκείνη στιγμή διέκοψε το κινητό του Μάρκου. Το σήκωσε και φάνηκε από την αντίδρασή του πως κάτι σημαντικό είχε συμβεί. Μπόρεσε η Φανή να το καταλάβει από τις δύο μικρές ρυτίδες που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στα φρύδια του.

«Συγνώμη αλλά ένα επείγον περιστατικό με καλεί στο νοσοκομείο και πρέπει να φύγω», της είπε με περίλυπο ύφος.

Αυτή ήταν η ζωή ενός γιατρού. Πρώτα το καθήκον. Έπρεπε να το δεχτεί. Η Φανή παρότι δεν ήθελε να τον χάσει από τα μάτια της, τού χαμογέλασε, λέγοντάς του πως η δουλειά του κι η ευθύνη προς το λειτούργημα που τελεί, προηγούνται.

Την ίδια στιγμή χτύπησε και το κινητό του Οδυσσέα. Είχε την ίδια ακριβώς αντίδραση με τον Μάρκο. Εξήγησε στη Ζωή πως έπρεπε να φύγει αμέσως. Τη χαιρέτησε κι εξαφανίστηκε, σχεδόν τρέχοντας, στα στενάκια της παλιάς πόλης. Η Ζωή κάθισε για να τελειώσει τον καφέ της. Είχε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και πληρότητας στα χείλη. Κοιτώντας δεξιά, είδε τη Φανή να περνάει και τη φώναξε.

«Καλώς τη φρεσκοερωτευμένη», είπε η Ζωή. «Λάμπεις αγάπη μου! Με κάνεις πολύ ευτυχισμένη».

Πράγματι η Φανή είχε αλλάξει πολύ. Είχε εξαφανιστεί η ψυχρότητα που τη χαρακτήριζε και τη θέση της πήρε μια ζεστασιά, μια χαλαρότητα, η οποία την έκανε πιο προσιτή.

«Περνάω υπέροχα μαζί του Ζωή. Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό. Αλλά κι εσύ μου φαίνεσαι πολύ καλά. Έγινε κάτι που δεν ξέρω; Μήπως ο Αλέξανδρος σου έκανε πρόταση γάμου;».

Η Ζωή κοκκίνισε στο άκουσμα του γάμου.

«Ήρθε για λίγες μέρες ο αδελφός μου ο Οδυσσέας από τη Θεσσαλονίκη. Κάποιες επαγγελματικές υποχρεώσεις τον έφεραν στα μέρη μας. Μου έκανε χτες έκπληξη στο σπίτι μου. Ήταν κι ο Αλέξανδρος μαζί».

Από τα υπονοούμενα κατάλαβε πως τα πήγαν καλά μεταξύ τους.

«Εμείς πότε θα τον γνωρίσουμε τον αδελφό σου; Γιατί δεν κανονίζουμε κάτι για το βράδυ;».

«Ήρθε μόνο για δύο μέρες και φεύγει σήμερα. Όμως, από όσα μου αποκάλυψε, πρόκειται να έρθει αρκετές φορές. Έτσι θα το κανονίσουμε σύντομα».

Η ευτυχία ξεχείλιζε από τα μάτια της.

«Τώρα πάντως έφυγε πολύ ξαφνικά. Χτύπησε το κινητό του και σχεδόν αμέσως εξαφανίστηκε», συνέχισε να λέει η Ζωή.

Η Φανή συνοφρυώθηκε με τα λεγόμενα της Ζωής.

«Περίεργο! Κι ο Μάρκος εξαφανίστηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Με ένα απρόσμενο τηλεφώνημα».

Τα δύο αυτοκίνητα σταμάτησαν σχεδόν μαζί στο παρκινγκ του θεάτρου της Επιδαύρου. Ο Οδυσσέας κι ο Μάρκος βγήκαν και χαιρετήθηκαν. Κι οι δύο φαίνονταν αναστατωμένοι με το τηλέφωνο που είχαν λάβει. Ανέβηκαν το γνωστό μονοπάτι και μπήκαν στην καταπακτή. Εκεί τους περίμεναν οι υπόλοιποι γύρω από την πέτρινη τράπεζα. Κάθισαν κι οι δύο στις κενές θέσεις και περίμεναν να ακούσουν το περίεργο και απρόσμενο συμβάν. Τον λόγο πήρε ένας άντρας ασπρομάλλης. Φαινόταν πως ήταν ο αρχηγός της ομάδας.

«Χτες κάποιοι παραβίασαν την καταπακτή και μπήκαν στο κρησφύγετό μας», είπε αρκετά αναστατωμένος.

Έπρεπε οπωσδήποτε να ανακαλύψουν ποιός βρέθηκε ακάλεστος εκεί.

«Ο χώρος διαθέτει κάμερες ασφαλείας, οι οποίες καταγράφουν ποιοί μπαίνουν και βγαίνουν από τον χώρο του θεάτρου. Ο φύλακας είναι δικός μας άνθρωπος και θα μπορούσε να μας δείξει το τι αποτύπωσαν οι κάμερες την προηγούμενη μέρα, όσο ήμασταν συγκεντρωμένοι εδώ», εξήγησε ο Μάρκος.

Ο ασπρομάλλης άντρας τον παρακάλεσε να δοθεί η λύση εκείνη τη στιγμή. Πήγε κι ο Οδυσσέας μαζί του.

Ο φύλακας δέχτηκε αμέσως να βοηθήσει τον Μάρκο. Εξάλλου είχε σώσει τη ζωή της γυναίκας του μετά από εκείνο το δύσκολο χειρουργείο που είχε κάνει. Του όφειλε λοιπόν πολλά. Έψαξε στο αρχείο του κι έβγαλε κάποια δισκάκια με σημειωμένη πάνω τους τη χθεσινή ημερομηνία. Ζήτησε να μάθει την ώρα περίπου που θα ήθελαν να δουν. Ο Μάρκος του είπε τότε τις ώρες. Ο φύλακας ξεχώρισε δύο από εκείνα. Τα τοποθέτησε στο μηχάνημα κι όλοι αφοσιώθηκαν στην οθόνη. Το είχε βάλει σε γρήγορη κίνηση αλλά μπορούσαν ακόμα και με αυτόν τον τρόπο να δουν καθαρά τα πρόσωπα όσων περνούσαν προς το μονοπάτι. Στην ουσία πέρασαν λίγα άτομα. Γνωστά στον Μάρκο γιατί βρίσκονταν όλα στην αίθουσα της πέτρινης τράπεζας εκείνη τη στιγμή. Εκτός από δύο. Όμως κι αυτά δεν ήταν άγνωστα σε αυτόν αλλά ούτε και στον Οδυσσέα. Η έκπληξή τους ήταν μεγάλη, βλέποντας τον Αλέξανδρο και τον Χρήστο.

Ανέφεραν αμέσως όσα είδαν σε όλους όσους βρίσκονταν στην αίθουσα της καταπακτής. Τα πρόσωπά τους συννέφιασαν. Για λίγη ώρα κανείς δεν μιλούσε.

«Πως μας διέφυγε κάτι τέτοιο;», ρώτησε μια μεσόκοπη κυρία, καλοχτενισμένη και σοβαρή που χτυπούσε με ρυθμό τα δάχτυλά της πάνω στην πέτρινη τράπεζα.

«Δεν ξέρω αλλά δεν αλλάζει πλέον. Πρέπει κάτι να κάνουμε, κάπως να διορθώσουμε τα πράγματα από εδώ κι ύστερα», μίλησε με ανησυχία ο ασπρομάλλης άντρας.

«Θα βρω κάποιον τρόπο να τους μιλήσω», πρότεινε ο Μάρκος.

«Και τι θα τους πεις; Τι μπορείς να τους πεις;», συνέχισε να ρωτάει ο αρχηγός του τάγματος.

«Κάποιο ψέμα. Δεν έχουμε άλλη λύση».

«Είναι νωρίς για να αποκαλύψουμε την ταυτότητά μας. Πάρα πολύ νωρίς».

«Δεν το επιτρέπουν κι οι κανόνες μας, εξάλλου», πετάχτηκε η ίδια κυρία, σταματώντας ξαφνικά τον ρυθμό του χτυπήματος.

«Αν τους πούμε ψέματα τώρα, αργότερα που θα αποκαλυφθεί η αλήθεια, δεν πρόκειται να μας πιστέψουν. Είναι μεγάλο δίλλημα αδέλφια μου γι’ αυτό και προτείνω να ψηφίσουμε», είπε ο αρχηγός.

«Να ψηφίσουμε; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει», ακούστηκε από κάποιο μέλος του τάγματος.

«Το τάγμα μας έχει έρθει αντιμέτωπο με μια πολύ δύσκολη στιγμή. Και θα γίνουν δυσκολότερα τα πράγματα με τον καιρό. Πρέπει ίσως να παραβλέψουμε κάποιους κανόνες και συνθήκες που μας δεσμεύουν, ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις τωρινές καταστάσεις. Αν μετρούσε μόνο ο δικός μου λόγος, θα αποφάσιζα να τους μιλήσουμε. Όμως έχουμε δημοκρατία μέσα στο τάγμα κι αυτή πρεσβεύουμε, οπότε θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα των σοφών προγόνων μας και θα ψηφίσουμε».

Όλοι δέχτηκαν τη λύση του ασπρομάλλη αρχηγού. Η ψηφοφορία έγινε με σύντομες διαδικασίες. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν ομόφωνο. Είχε έρθει η ώρα να τους αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Να συγκεντρώσουν και να τους φερθούν όπως ακριβώς τους αρμόζει. Ήταν πλέον η μοναδική λύση με τα καινούργια δεδομένα. Συγκεκριμένα θα παραβίαζαν έναν ακόμα κανόνα. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του τάγματος θα γινόταν υπό την παρουσία όλων των ανώτατων μελών, ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε παρατυπία. Ο Μάρκος κι ο Οδυσσέας διασταύρωσαν τα βλέμματά τους. Έδειχναν αρκετά προβληματισμένοι, ίσως και φοβισμένοι, αλλά εφόσον η απόφαση είχε ομοφωνία τότε έπρεπε να υπακούσουν σε αυτήν.

Την επόμενη μέρα ο Χρήστος δέχτηκε στο μαγαζί του μια απρόσμενη επίσκεψη. Είδε να μπαίνει στην πόρτα του ο γιατρός Ολυμπίου. Σηκώθηκε και τον χαιρέτησε. Ο γιατρός, πριν κάτσει στην καρέκλα, χάζεψε για λίγο τον χώρο.

«Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο ωραία πράγματα».

Τα μάτια του έπεσαν σε μια ελαιογραφία με τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου. Δίχως να τον προσέξει ο Χρήστος, χαμογέλασε, καθώς περιεργαζόταν έναν συγκεκριμένο από τους δώδεκα.

«Χαίρομαι που σου αρέσουν. Δεν νομίζω όμως πως ήρθες για να αγοράσεις κάποιο δώρο».

Ο Μάρκος τον πλησίασε και τον έπιασε από τους ώμους. Τον συμπαθούσε πολύ αυτόν τον νεαρό. Όχι μόνο όμορφος μα και πολύ έξυπνος.

«Θα ήθελα να σου μιλήσω για μένα και την αδελφή σου».

Ο Χρήστος κόμπιασε. Ήρθαν στο μυαλό του όλα όσα είχαν συζητήσει με τον Αλέξανδρο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως εκείνος ο άνθρωπος μπροστά του με το διαπεραστικό βλέμμα και το λαμπερό χαμόγελο έκρυβε κάτι το μεμπτό, το επικίνδυνο.

«Κοίτα, η αλήθεια είναι πως από την ευτυχία που διακρίνω στα μάτια της αδελφής μου αλλά κι από το δικό σου το χαμόγελο, μπορώ να καταλάβω πράγματα που δεν διατυπώνονται με λέξεις».

Τα λόγια που έλεγε έδειχνε να τα εννοεί πραγματικά.

«Έτσι ακριβώς είναι, όπως φαίνονται. Ήμαστε πολύ ερωτευμένοι. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο θα ήθελα να γνωρίσω εσένα και τους φίλους σας. Έτσι σκέφτηκα να μαζευτούμε όλοι μαζί στο σπίτι μου σήμερα το βράδυ. Αν βέβαια δεν έχεις αντίρρηση. Η Φανή δεν ξέρει ακόμα κάτι γι’ αυτό. Ήθελα να μιλήσω πρώτα μαζί σου. Αντρίκιες κουβέντες. Άσχετα αν μου τα έκανες πολύ εύκολα τα πράγματα με τη δεκτικότητά και την ευστροφία σου. Λοιπόν περιμένω νέα σου για το βράδυ».

Ο Μάρκος άφησε μόνο τον Χρήστο να ενημερώσει τους υπόλοιπους.

Η Φανή κι η Ζωή ενθουσιάστηκαν με την ιδέα όταν το έμαθαν. Ο Αλέξανδρος συνέχισε να είναι καχύποπτος. Ο Χρήστος προσπάθησε να του εξηγήσει πως ήταν καλύτερα να τον έχουν από κοντά. Εξάλλου δεν μπορούσαν ακόμα να πουν τίποτα στη Φανή και τη Ζωή. Πλησιάζοντας φιλικά τον Μάρκο, θα μπορούσαν να μάθουν πιο εύκολα όλα όσα είχε κρυμμένα. Ουδέν κρυπτόν υπό του Ηλίου.

Το σπίτι του Μάρκου ήταν διακοσμημένο με ιδιαίτερο και πρωτότυπο γούστο. Λιτά έπιπλα σε ανοιχτά χρώματα με πολλές προτομές αρχαίων και μαρμάρινες παραστάσεις κοσμούσαν διάσπαρτα σημεία των τοίχων της μεζονέτας του στην Κούρτη. Ο χώρος του σαλονιού ήταν τεράστιος. Φωτιά έκαιγε σε ένα μοντέρνο τζάκι που βρισκόταν στο κέντρο του χώρου και χώριζε το καθιστικό από την τραπεζαρία. Κρυφοί φωτισμοί έδιναν στο δωμάτιο μια μυστικιστική νότα κάτι που άγχωσε αμέσως τον Αλέξανδρο. Ήταν κι ο λιγότερο ομιλητικός από τους υπόλοιπους. Λακωνικός στις απαντήσεις του, παρατηρούσε τις αντιδράσεις του Μάρκου. Μα κι ο Μάρκος δεν έχασε καμία από τις κινήσεις του. Τους προσέφερε ποτό ενώ το τραπεζάκι του σαλονιού ήταν ήδη γεμάτο από ξηρούς καρπούς κι εξωτικά φρούτα.

Η ώρα περνούσε ευχάριστα. Μέχρι κι ο Αλέξανδρος χαλάρωσε λίγο με την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί. Το βλέμμα του είχε κολλήσει σε μια μπρούτζινη πανοπλία που έβγαινε μέσα από τον τοίχο πάνω από το τζάκι. Φαινόταν τόσο αληθινή, ώστε να νομίζει αμέσως κάποιος πως την είχαν χρησιμοποιήσει ήρωες της μυθολογίας σε πολέμους. Είχε πάνω της γδαρσίματα, χαρακιές και βαθουλώματα που μόνο τσεκούρια, σπαθιά και τόξα θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει.

Εκείνες τις σκέψεις του Αλέξανδρου διέκοψε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο Μάρκος ζήτησε συγνώμη και πήγε να ανοίξει. Ξαφνικά εισέβαλε μπροστά τους μια ομάδα ανθρώπων, μέσα στους οποίους βρισκόταν κι ο Οδυσσέας. Η Ζωή ξαφνιάστηκε τόσο που της έπεσε το ποτήρι από τα χέρια κι έγινε θρύψαλα στο πάτωμα. Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε από τον καναπέ, παίρνοντας στάση αμυντική.

«Ηρεμήστε! Θα σας εξηγήσουμε αμέσως τι συμβαίνει», είπε ο Μάρκος με ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν θα έφευγες για Θεσσαλονίκη;» ρώτησε έκπληκτη η Ζωή, κοιτώντας τον αδελφό της.

«Μην ανησυχείς. Ήρθε η ώρα να μάθεις τα πάντα».

Ο Οδυσσέας την πλησίασε και την αγκάλιασε. Ο οικοδεσπότης πρότεινε να κάτσουν όλοι στην τεράστια τραπεζαρία του, που εξ επί τούτου την είχε ανοίξει για τη συγκεκριμένη εκείνη συνάντηση. Στην κορυφή του τραπεζιού κάθισε ο ασπρομάλλης άντρας.

«Καλησπέρα σας φίλοι μου. Το όνομα μου είναι Απόστολος Αθανασίου αλλά όλοι εδώ μέσα με γνωρίζουν ως Σωκράτη. Καταλαβαίνω την έκπληξή σας και σας ζητάω, εκ μέρους όλων των παρευρισκομένων, συγγνώμη για την αναστάτωση που σας προκαλέσαμε. Δεν είμαστε εχθροί και σίγουρα δεν έχετε να φοβόσαστε απολύτως τίποτα από εμάς. Αντίθετα ερχόμαστε φιλικά και με διάθεση βοήθειας. Ό,τι σας αποκαλύψουμε σήμερα να ξέρετε πως θα ακουστεί ίσως περίεργο κι ακατανόητο. Θα προσπαθήσω όμως να είμαι όσο περισσότερο επεξηγηματικός μπορώ. Επίσης, είναι απαραίτητο να γνωρίζετε πως βρισκόμαστε ήδη σε πολύ δύσκολη θέση, λόγω της αποκάλυψης που είμαστε αναγκασμένοι να προβούμε. Όλοι από όσους βλέπετε εδώ μέσα αλλά και πολλοί ακόμα που επιβάλλετε να είναι απόντες, ανήκουμε στο τάγμα των Αρχαιοελληνιστών. Το τάγμα αυτό ασχολείται με την αρχαία Ελλάδα. Ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξη μας. Κι όσοι ανήκουν στους κόλπους μας είναι επίλεκτοι και δοκιμασμένοι. Σήμερα είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτουμε  την ύπαρξή μας σε άτομα που δεν πρόκειται, τουλάχιστον άμεσα, να εισχωρήσουν στο τάγμα μας. Είναι ενάντια στους νόμους μας μα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει τη συγκεκριμένη στιγμή. Η ανάγκη μας έφερε σε αυτό το σημείο, λόγω της απρόσκλητης παρουσίας του Αλέξανδρου και του Χρήστου στον χώρο, όπου στεγαζόμαστε προσωρινά».

Η Φανή κι η Ζωή τότε τους κοίταξαν στα μάτια. Και οι κατέβασαν τα κεφάλια σχεδόν ταυτόχρονα.

«Δεν δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με αυτό που έκαναν αλλά θα προτιμούσαμε να σας προστατεύουμε εν αγνοία σας», συνέχισε ο Σωκράτης τα λόγια του.

Ένα τεράστιο ερωτηματικό δημιουργήθηκε στα πρόσωπα και των τεσσάρων. Ναι, βρίσκονταν εκεί για να τους προστατέψουν από την απειλή που αιωρούταν πάνω από τα κεφάλια τους.

«Ποιά ακριβώς είναι η απειλή που μας αναφέρετε;».

Η πρώτη ερώτηση προήλθε από το στεγνό στόμα του Χρήστου. Η απάντηση όμως δεν ήρθε από τον Σωκράτη.

«Καλησπέρα κι από μένα. Ονομάζομαι Οδυσσέας Βορέας και για όσους δεν το γνωρίζεται είμαι ο αδελφός της Ζωής. Θα προτιμούσα να είχαμε συστηθεί υπό άλλες συνθήκες αλλά οι καταστάσεις ήρθαν έτσι, ώστε να συναντηθούμε με αυτόν τον λίγο άχαρο τρόπο», πήρε τον λόγο ο Οδυσσέας. «Ανήκω κι εγώ στην ομάδα αυτήν εδώ και πολλά χρόνια. Τη συμμετοχή μου στο εν λόγω τάγμα δεν γνώρισε ποτέ κανείς, ούτε η ίδια μου η οικογένεια. Τώρα βέβαια το μαθαίνετε υπό συνθήκες πίεσης. Θέλω να σας ενημερώσω πως γνωρίζουμε καλά για την εμφάνιση του δαίμονα, όπως επίσης και για την επίκληση που κάνατε εκείνη τη νύχτα», είπε κοιτάζοντας την αδελφή του στα μάτια.

Αυτό που σόκαρε όμως και τους τέσσερις δεν ήταν πως η ζωή τους ήταν γνωστή από ανθρώπους που έβλεπαν για πρώτη φορά αλλά εκείνο που ακολούθησε στη συνέχεια από το στόμα του Οδυσσέα.

«Η αλήθεια είναι πως δεν είστε εσείς υπεύθυνοι για την εμφάνιση του δαίμονα αλλά κάποιος άλλος που θα μάθετε στην πορεία. Εκείνο το βράδυ με την επίκλησή σας, απλώς έκανε την εμφάνισή του σε εσάς. Δεν ευθύνεστε εσείς για το κάλεσμά του, ξαναλέω. Αυτό είχε γίνει κάποια χρόνια πριν».

«Με ποιό δικαίωμα μπλεχτήκατε με αυτόν τον τρόπο στη ζωή μας;».

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε από την καρέκλα του οργισμένος, φωνάζοντας. Η Φανή ήταν δακρυσμένη και κοίταζε στα μάτια τον Μάρκο. Ένιωθε ότι την είχε προδώσει. Ο Μάρκος το κατάλαβε αλλά δεν ήταν της παρούσης να της δικαιολογηθεί. Έτσι συνέχισε να εξηγεί. Παρακάλεσε πρώτα τον Αλέξανδρο να καθίσει στη θέση του και με ήρεμο τρόπο θα μάθαινε τα πάντα.

«Εγώ ο ίδιος παρακολουθώ τη ζωή σας εδώ και πολύ καιρό. Με κάποιον τρόπο είστε στενά συνδεδεμένοι με τον δαίμονα. Το σημαντικότερο όμως,είναι πως εσείς οι ίδιοι έχετε τη δύναμη να τον αφανίσετε. Σκοπός μας είναι να σας βοηθήσουμε, να σας καθοδηγήσουμε και να σας προστατέψουμε. Κι αυτό θα ήταν πιο εύκολο να γίνει εν αγνοία σας. Το ενδιαφέρον μας δεν είναι προσποιητό. Είναι αληθινό και δυνατό», είπε ο Μάρκος, κοιτάζοντας τη Φανή κατάματα.

«Ποιος είναι ο δικός σου ρόλος στην ομάδα, Μάρκο;», ρώτησε ξέπνοα η Φανή.

Οι αντιδράσεις ήταν λίγο περίεργες από όλους. Οι πιο πολλοί κατέβασαν τα μάτια ή κοίταξαν αλλού. Ο Μάρκος είπε πως αυτό δεν είναι της παρούσης. Δεν ήταν η στιγμή για να τους δώσουν όλες τις εξηγήσεις, παρά μόνο όσες τους αφορούσαν. Όσες θα τους βοηθούσαν άμεσα στον δύσκολο σκοπό τους.

Η επόμενη ερώτηση του Χρήστου, τούς έφερε σε μεγαλύτερη αμηχανία.

«Για ποιόν λόγο δεν εμφανιστήκατε νωρίτερα για να μας προφυλάξετε; Γιατί μας αφήσατε να βασανιστούμε με αυτόν τον τρόπο, να αγωνιούμε για τη ζωή μας και να κινδυνεύουμε;».

Αμέσως έφερε σαν παράδειγμα τα όσα πέρασε η Ζωή.

«Το μονοπάτι της γνώσης πρέπει να το διαβείτε μονάχοι. Να ανακαλύψετε μέσα από τα δύσκολα τη δύναμή σας και την αλήθεια σας, έτσι ώστε να αντιμετωπίσετε με μεγαλύτερη ευκολία το απόλυτο κακό. Με τον τρόπο αυτό θα θωρακιστείτε με δύναμη, αυτοκυριαρχία κι εμπιστοσύνη στον εαυτόν σας», απάντησε ο Σωκράτης, αφού πρώτα σηκώθηκε από τη θέση του.

Εξάλλου κι οι ίδιοι δεν τα γνώριζαν όλα. Η γνώση τους έφτανε έως ένα σημείο που δεν ήταν ικανό να τους δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτηματικά τους. Τα λόγια του Σωκράτη έκαναν και τους τέσσερις να ηρεμίσουν λίγο και να γίνουν πιο δεκτικοί στα λεγόμενα του τάγματος.

Θέλησαν να μάθουν με ποιόν τρόπο θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν εκείνη τη στιγμή. Ο Οδυσσέας τους είπε πως ήδη γνωρίζουν τα δύο τρίτα από την ιστορία του δαίμονα. Το πρώτο κομμάτι τους το έμαθαν από τον άτυχο Δημοσθένη Αντύπα, τον νεκρό γλωσσολόγο και το δεύτερο από τη γριά Κίρκη της Ρόδου. Το τελευταίο κρίκο της αλυσίδας θα τους τον αποκάλυπταν οι ίδιοι.

Η ιστορία όπως την ήξεραν είχε ξεκινήσει από τον Ηρακλή και τα χρυσά μήλα. Τον θάνατο του δράκου Λάδωνα καθώς και την επαναφορά του στη ζωή ως δαίμονα από τον θεό Ήλιο, ώστε να εκδικηθεί τον Ηρακλή. Τα σχέδια του δαίμονα ήταν μεγαλύτερα από τον θάνατο ενός Ημίθεου. Ήθελε να κάνει όλους τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ο πραγματικός όμως σκοπός του δεν ήταν μόνο η καταστροφή των ανθρώπων. Αυτό θα ήταν απλώς το μέσο για να φτάσει στο δωδεκάθεο και να το αφανίσει. Με αυτόν τον τρόπο θα εξαφάνιζε κάθε ίχνος θεότητας από τη γη και θα γινόταν ο ίδιος θεός για τους ανθρώπους. Θα τους εξουσίαζε κι αυτοί θα τον λάτρευαν σαν τον προστάτη τους και τον μοναδικό θεό τους. Δεν μπορούσε βέβαια να το καταφέρει αυτό μόνος του. Έπρεπε να δημιουργήσει έναν στρατό από δαίμονες για να τον βοηθήσουν. Όσοι επιστράτευσε δεν είχαν εκείνη την απόλυτη δύναμη που ο ίδιος επιζητούσε. Οι άνθρωποι με τα χρόνια έμαθαν τον τρόπο να τους εξορκίζουν και να τους αφανίζουν. Η συνεχής προσπάθεια του δαίμονα να φτιάξει στρατό κι η απανωτή γέννηση των απόγονών του τον αποδυνάμωσε. Σταμάτησε λοιπόν την προσπάθεια κι αποσύρθηκε σε μια σπηλιά στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, περιμένοντας τον τρόπο να ανακτήσει τις δυνάμεις του.

Η Ζωή ρώτησε αν γνώριζαν τη μέθοδο με την οποία θα μπορούσε να ανακτήσει ο δαίμονας τις χαμένες δυνάμεις του. Όμως η απάντηση δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά της. Χάθηκε στη βοή των αμέτρητων σφαιρών που έκαναν θρύψαλα τις τζαμαρίες του σπιτιού. Ένα πανδαιμόνιο τύλιξε το σπίτι του Μάρκου. Βροχή από ριπές όπλων θέριζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, έμψυχο κι άψυχο.

«Καλυφτείτε όλοι», ούρλιαξε ο Σωκράτης.

Όσοι πρόλαβαν έπεσαν στο πάτωμα για να γλιτώσουν από το θανατικό. Τέσσερις από το τάγμα των Αρχαιοελληνιστών έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη νύχτα. Μια γυναίκα βρέθηκε με μια σφαίρα καρφωμένη στο κεφάλι. Ένας άντρας είχε γαζωθεί κυριολεκτικά σε όλο του το σώμα. Άλλοι δύο κείτονταν αιμόφυρτοι στο πάτωμα με κόκκινο το υγρό τους αίμα να ρέει μέσα από το στόμα τους, σχηματίζοντας μια άλικη λίμνη. Μια σφαίρα βρήκε τον Οδυσσέα στο μπράτσο. Ο Σωκράτης τη γλύτωσε από θαύμα με μια τεράστια γρατζουνιά στο μάγουλο. Αφού τελείωσε ο κατακλυσμός από σφαίρες, άρχισαν διστακτικά να σηκώνονται από το πάτωμα για να μετρήσουν τις απώλειες. Ο Μάρκος είχε προλάβει και πήδηξε πάνω στη Φανή για να την προστατεύσει με το σώμα του, προβάλλοντάς το σαν ασπίδα. Ο Αλέξανδρος βρισκόταν κοντά στη Ζωή κι ο Χρήστος είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα, τρέμοντας.

Αφού περίμεναν λίγο για να βεβαιωθούν πως ο κίνδυνος είχε περάσει, ο Μάρκος έτρεξε στην είσοδο για να δει αν υπήρχε κανείς έξω. Πέρα από τους γείτονες που είχαν βγει στα μπαλκόνια έντρομοι από τον θόρυβο κι από κάποιους που στεκόντουσαν στον δρόμο παγωμένοι σαν αγάλματα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο ύποπτο έξω. Από μακριά ακούστηκαν οι σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων. Τα πτώματα μαζεύτηκαν γρήγορα κι οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες. Ευτυχώς το τραύμα του Οδυσσέα δεν ήταν σοβαρό. Κανείς όμως δεν πρόσεξε μια μικρή τρύπα από σφαίρα, στην αριστερή ωμοπλάτη του Μάρκου, ακριβώς στο μέρος της καρδιάς. Αίμα δεν υπήρχε πουθενά.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 9ο

28877fa5f15913f5098689c0166d1000

Κεφάλαιο 9

Ο Θεός Έρωτας

 

 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς κι όλοι θα μαζεύονταν στο σπίτι του Αλέξανδρου στο Τολό, όπως ακριβώς όριζε το έθιμο της φιλίας τους. Το τζάκι είχε ανάψει από νωρίς κι η θράκα σιγόκαιγε προσδίδοντας στον χώρο την αίσθηση της θαλπωρής. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο του ξέφευγε από τα συνηθισμένα παραδοσιακά, όπως εξάλλου κι ο ίδιος ως άνθρωπος. Λευκό το δέντρο πλημμυρισμένο με κατάμαυρα στολίδια και διάφανα μικρά φωτάκια. Έλαμπε δίπλα από την τεράστια τζαμαρία με θέα την ασημένια θάλασσα, φωτισμένη από το φεγγάρι. Αρωματισμένος ο χώρος με απαλή, χαλαρωτική μουσική και διάσπαρτα κεριά. Πρώτη έκανε την εμφάνισή της η Ζωή. Κρατούσε στα χέρια της μια τεράστια βασιλόπιτα, μανιάτικη συνταγή, που ακόμα ήταν ζεστή.

«Καλώς το κορίτσι μου! Χρόνια μας πολλά».

Αφού άφησε τη βασιλόπιτα στο τραπέζι, τη σήκωσε ξαφνικά στα χέρια του και την πήγε κάτω από τη σκάλα. Της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί, κάνοντας νόημα να κοιτάξει προς τα πάνω. Το φιλί τους έμοιαζε με το παθιασμένο κόκκινο των καρπών του χριστουγεννιάτικου γκι. Εκείνη του χαμογέλασε ναζιάρικα και τον αγκάλιασε σφιχτά. Το κουδούνι διέκοψε ένα δεύτερο εξίσου παθιασμένο φιλί. Ο Χρήστος κι η Φανή αγκαλιά με την Αγνή φάνηκαν στο κεφαλόσκαλο. Κουβαλούσαν γλυκά και δώρα. Το φαγητό ήταν αποκλειστική φροντίδα του Αλέξανδρου για εκείνη τη βραδιά. Άφησαν τα πράγματά τους και κάθισαν όλοι στο σαλόνι, συνεπαρμένοι από την θέα της θάλασσας.

«Νομίζω πως έκανες πολύ καλή δουλειά φίλε μου σήμερα», είπε ο Χρήστος παρατηρώντας τον χώρο. «Μόνος σου τα κατάφερες όλα αυτά;».

Ο Αλέξανδρος έστεκε περήφανος σαν παγώνι και χαμογελούσε.

«Τι ψεύτης που είσαι! Τα περισσότερα τα έκανα εγώ», είπε η Ζωή. «Εσύ μόνο οδηγίες έδινες».

«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι αυτό;», απάντησε, χασκογελώντας ο Αλέξανδρος.

Η Αγνή πήδηξε αμέσως στα πόδια του Αλέξανδρου. Του Λέλου της, έτσι τον φώναζε, κι ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Ήθελε αποκλειστικότητα στην αγκαλιά του. Η ώρα πέρασε ευχάριστα. Έφαγαν, ήπιαν, διασκέδασαν. Το ρολόι έδειξε δώδεκα παρά δύο. Η Φανή άρχισε να μετράει αντίστροφα. Τη μιμήθηκαν κι οι υπόλοιποι.

«Τρία, δύο, ένα, Καλή Χρονιά!», φώναξαν με μια φωνή, καλωσορίζοντας μια νέα χρονιά, γεμάτη εκπλήξεις κι ανατροπές που δεν μπορούσε ακόμα να συλλάβει ο νους τους.

Η Αγνή χοροπηδούσε στον καναπέ τυλιγμένη με μια χριστουγεννιάτικη ασημένια γιρλάντα, ενώ οι υπόλοιποι αντάλλασσαν φιλιά κι ευχές μεταξύ τους. Ο Αλέξανδρος έβγαλε τη σαμπάνια από το παγοδοχείο. Η Ζωή κι η Αγνή κοιτάχτηκαν τρομοκρατημένες και με μιας βούλωσαν τα αυτιά τους. Ο φελλός από το μπουκάλι πετάχτηκε ψηλά και το αφρισμένο υγρό ξεχείλισε από το μπουκάλι σαν βεγγαλικό στον ουρανό. Γέμισαν τα ποτήρια τους και τα χτύπησαν, ευχόμενοι την καλή τους τύχη. Τη λαχταριστή βασιλόπιτα έφερε η Ζωή, κάνοντας τον Αλέξανδρο να βγάλει τη γλώσσα έξω. Το φλουρί για το 2011 άνηκε στον Χρήστο προς μεγάλη απογοήτευση της μικρής Αγνής.

Τα κινητά άρχισαν να χτυπάνε. Κλήσεις και μηνύματα από γνωστούς, φίλους και συγγενείς γεμάτα όμορφα λόγια και φράσεις ποιητικές για τη νέα χρονιά. Ο Χρήστος δέχτηκε μια κλήση με απόκρυψη. Το σήκωσε αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Ξαφνικά ακούστηκε ένας μακρινός αμανές. Το τραγούδι των Ιμάμηδων της Πόλης. Η κλήση διακόπηκε απότομα. Αυτό παραξένεψε τον Χρήστο. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό το αντίστοιχο περίεργο τηλεφώνημα που είχε κάνει στο γραφείο του νεκρού γλωσσολόγου. Ένα άρωμα ανατολής μπήκε για μια ακόμα φορά απρόσκλητο στη ζωή του.

Αμέσως μετά τα μάτια της Αγνής άστραψαν κι η ευτυχία ζωγραφίστηκε στο αθώο προσωπάκι της. Είχε έρθει η ώρα για τα δώρα. Το δωμάτιο γέμισε κουτιά και χαρτιά περιτυλίγματος. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Η χαρά κι ο ενθουσιασμός μπλέχτηκαν με τις πολύχρωμες κορδέλες των ανοιγμένων πακέτων. Για μια στιγμή ο Αλέξανδρος ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρά του κι επέστρεψε με μια μικρή σακούλα στα χέρια.

«Λοιπόν, σας έχω μια έκπληξη. Ένα ιδιαίτερο δώρο από τη Ρόδο», τους είπε χαμογελώντας με μια ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια.

Άνοιξε το χάρτινο σακουλάκι, βγάζοντας με προσοχή από μέσα το πουγκί με τα τρία μενταγιόν. Η ομοιότητά τους με αυτό που είχε πάρει ο Αλέξανδρος από το μαγαζί του, παραξένεψε τον Χρήστο. Ο Αλέξανδρος παρατήρησε το ύφος του και του έκλεισε το μάτι. Μοίρασε τα μενταγιόν σύμφωνα με τις οδηγίες της γριάς Κίρκης. Τους πρότρεψε να τα φορέσουν αμέσως. Η στιγμή που το μενταγιόν ήρθε σε επαφή με το σώμα τους ήταν κι η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς. Το γαλάζιο της Ζωής σαν μια απέραντη θάλασσα. Κι αυτό ακριβώς αισθάνθηκε, τη δροσιά του νερού να κυλάει στις φλέβες της. Το πράσινο σκούρο της Φανής σαν απομεσήμερο ανοιξιάτικης φύσης. Εξέπεμπε τη σταθερότητα της γης. Αμέσως ένιωσε τα πόδια της να γίνονται ένα με τη γη και τα ρουθούνια της γιόμισαν αρώματα της άνοιξης. Του Χρήστου, διάφανο, κρυστάλλινο, όπως ο άυλος, ανάλαφρος αέρας. Αισθάνθηκε την ελαφρότητα μα ταυτόχρονα και την επιβολή της δύναμης του αέρα.  Ο Αλέξανδρος είχε ήδη από καιρό νιώσει την κάψα της φωτιάς με το πορτοκαλοκόκκινο μενταγιόν του. Εκείνο όμως που τους προξένησε ιδιαίτερη αναστάτωση ήταν το γεγονός πως κι οι τέσσερις το ζούσαν ταυτόχρονα εκείνη τη στιγμή. Τους έδενε πλέον ένα κοινό μυστικό. Μια ένωση μαγική, μια συμφωνία άγραφη. Μια δύναμη υπερφυσική που μόνο θεϊκά πλάσματα μπορούσαν να αισθανθούν.

«Τι μου συμβαίνει;», αναρωτήθηκε η Ζωή. «Νιώθω ρευστή σαν νερό».

Το κορμί της απέκτησε μια λαμπερή υγρασία και τα μάτια της υγράνθηκαν σαν να έσταζαν πηγαίο νερό.

«Κι εγώ συμπαγής σαν βράχος», είπε η Φανή.

Αισθανόταν το σώμα της να έχει ριζωθεί στη μάνα Γη. Μια πυκνή στιλπνότητα φόρτιζε τα μαλλιά της.

«Εγώ νομίζω πως αιωρούμαι. Είμαι ανάλαφρος σαν αγέρας».

Ο Χρήστος ένιωσε τη δύναμη του ανέμου να εισχωρεί στα ρουθούνια του και να τον ανυψώνει προς τον ουρανό.

«Κι εγώ σαν να ψήνομαι στον πυρετό».

Ο Αλέξανδρος είχε ιδρώσει. Την αίσθηση της φωτιάς την είχε ξανανιώσει στο κορμί του πριν λίγο καιρό. Δεν ήταν πρωτόγνωρη γι’ αυτόν η κάψα που κυλούσε μέσα του. Πρωτόγνωρο όμως ήταν το κοινό συναίσθημα που τους ένωνε εκείνη τη στιγμή.

Αφού έπεσαν ξέπνοοι στον καναπέ και τις πολυθρόνες του σαλονιού, είχε έρθει πλέον η ώρα για τον Αλέξανδρο να τους αποκαλύψει την άσχημη εμπειρία του με τον Δαίμονα αλλά και το απρόσμενο γεγονός της αντιμετώπισής του. Όταν τους εξήγησε τη δύναμη που έχει το μενταγιόν και τον τρόπο που τον προφύλαξε από τον κοινό εχθρό τους, είχαν μείνει όλοι άναυδοι. Ύστερα, κοιτώντας τον Χρήστο με χαμηλωμένο βλέμμα, τούς μίλησε για τον τρόπο που συγκέντρωσε τα στοιχεία των μενταγιόν. Ο Χρήστος βρήκε την ευκαιρία κι άρχισε να τον εμπαίζει. Τον απείλησε μάλιστα πως θα το πληρώσει πολύ ακριβά αυτό που είχε κάνει. Τελείωσε με μια περιγραφή των εμπειριών του από τη Ρόδο, αποκρύβοντας μόνο το σημείο με τον κουτσό νεαρό. Αυτό το κράτησε για τον εαυτόν του. Μεγάλη εντύπωση δημιούργησε στους υπόλοιπους η ιστορία της γριάς για τον μύθο του δαίμονα. Αμέσως έκαναν τη συσχέτιση με την αντίστοιχη που είχε πει ο Δημοσθένης Αντύπας.

«Η ιστορία της ακούγεται σαν να είναι η συνέχεια αυτής του γλωσσολόγου», είπε σκεφτική η Φανή.

«Υπάρχει και συνέχεια;», αναρωτήθηκε η Ζωή.

«Σίγουρα, κι αυτή πρέπει τώρα να ανακαλύψουμε», είπε, αποφασισμένος για όλα ο Αλέξανδρος.

Η Φανή είχε ξεχάσει το κινητό της στο σπίτι. Όταν επέστρεψαν ανακάλυψε πως υπήρχαν αρκετά μηνύματα. Ευχές από φίλους και μαθητές κι ένα μήνυμα από άγνωστο νούμερο. Η ταραχή της ήταν μεγάλη όταν είδε πως προερχόταν από τον Μάρκο. Της ευχόταν καλή χρονιά. Τόνιζε μάλιστα στα λόγια του πως για τον ίδιο σίγουρα θα ήταν η καλύτερη χρονιά της ζωής του γιατί γνώρισε την πιο υπέροχη γυναίκα. Ανυπομονούσε να την ξαναδεί. Η Φανή ένιωσε σαν ερωτευμένο δεκαεξάχρονο. Είχε μια απίστευτη επιρροή πάνω της αυτός ο άντρας. Με απρόσμενο τρόπο είχε διεισδύσει βαθιά μέσα στο μυαλό της αλλά και στην καρδιά της. Αναρωτήθηκε αν τελικά θα έπρεπε να φοβάται με εκείνη την αλλαγή που είχε ταράξει τη ζωή της. Κούνησε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά για να φύγουν οι άσχημες σκέψεις. Δεν ήθελε με τίποτα να χαλάσει αυτήν την αναζωογονητική διάθεση του νεοφερμένου έρωτα που την πλημμύριζε. Είχε σκοπό να αφεθεί ελεύθερη, έστω κι αν πληγωνόταν. Είχε ανάγκη να ζήσει κάτι δυνατό, μια ερωτική περιπέτεια που θα την συνέπαιρνε. Κι αυτός ο άντρας ακτινοβολούσε τεράστια δύναμη. Αισθανόταν ασφαλής στα χέρια του. Ανταπάντησε χωρίς να χάσει χρόνο με ευχές για τη νέα χρονιά. Δεν του έγραψε κάτι που να δίνει ιδιαίτερο θάρρος στον ενθουσιασμό του. Προτιμούσε οι λέξεις κι οι προτάσεις που θα έβγαιναν από το στόμα τους να δίνονταν με μια συνάντησή τους κι όχι από το κινητό.

Η πρώτη μέρα του χρόνου ξεκίνησε πολύ όμορφα. Προσευχήθηκε να συνέχιζαν κι οι υπόλοιπες με τον ίδιο τρόπο. Ήξερε όμως πως δεν θα ήταν τόσο ρόδινα τα πράγματα.

Οι γιορτές πέρασαν κι η ζωή πήρε για μια ακόμα φορά τον κανονικό της ρυθμό. Οι επόμενες μέρες βρήκαν τον Αλέξανδρο στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου για την επιτήρηση κάποιων ανασκαφών. Το μεσημεράκι, τελειώνοντας τη δουλειά του, κατέβηκε τον πεζόδρομο για να πάρει το αυτοκίνητό του από το παρκινγκ. Μπαίνοντας μέσα, παρατήρησε από τον καθρέφτη ένα αυτοκίνητο να παρκάρει πίσω του. Από τη μια πλευρά βγήκε μια γυναίκα κι ένας άντρας. Από την πίσω πόρτα κατέβηκε ένας γνωστός του άντρας. Ήταν ο  γιατρός Μάρκος Ολυμπίου. Μιλούσαν αρκετά σοβαρά. Του φάνηκε πολύ παράξενος ο συνωμοτικός τρόπος που μιλούσαν. Ανέβασε τον γιακά του μπουφάν του ψηλά ενώ ο ίδιος γλίστρησε χαμηλά στη θέση του αυτοκινήτου του. Με το χέρι του πάτησε απαλά ένα κουμπί και το παράθυρο του κατέβηκε ελαφρώς. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τα λόγια τους αλλά το μόνο που άκουσε ήταν: Μας περιμένουν κάτω. Κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς τον χώρο του θεάτρου. Ο Αλέξανδρος αναλογιζόμενος το συμβάν ξεκίνησε να φύγει αλλά τελευταία στιγμή κάτι τον σταμάτησε. Του ήρθε η παρόρμηση να τους παρακολουθήσει. Κι ακολούθησε τελικά το ένστικτό του. Ανέβηκαν στο θέατρο, συζητώντας και σχολιάζοντας. Δυστυχώς δεν μπορούσε να ακούσει τα όσα έλεγαν γιατί βρισκόταν σε μακρινή απόσταση, κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα. Περπάτησαν ένα μονοπάτι δίπλα από το αρχαίο θέατρο. Ο Αλέξανδρος ακολουθούσε, δίχως να τον πάρουν είδηση. Έφτασαν σε ένα μεγάλο δέντρο. Πλάτανος ήταν κι έδειχνε πολύ παλιός από το μέγεθός του. Αφού έλεγξαν τον γύρω χώρο, έσκυψαν και παραμέρισαν σκόρπια κλαδιά και χόρτα που βρίσκονταν στο έδαφος. Από κάτω υπήρχε μια καλά κρυμμένη, καταπακτή. Άνοιξαν, με τρόπο που δεν μπορούσε να καταλάβει από την απόσταση που τους χώριζε, και κατέβηκαν τη σκάλα που βυθιζόταν μέσα στη γη. Η καταπακτή έκλεισε πίσω τους κι ακούστηκε ένας στριγκός θόρυβος από σύρτη που σφραγίζει. Άφησε λίγη ώρα να κυλίσει και μετά πήγε κοντά. Πέρα από τα κλαδιά που είχαν στοιβάξει τριγύρω, δεν υπήρχε ίχνος της καταπακτής. Μόνο καταπράσινο χορτάρι. Κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο και περίμενε. Περίμενε πολύ. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν τους είδε να βγαίνουν με τον ίδιο τρόπο που μπήκαν. Έκλεισαν το άνοιγμα και κάλυψαν ξανά τον χώρο. Επέστρεψαν στο παρκινγκ δίχως να μιλούν κι έφυγαν με το πολυτελές αυτοκίνητο. Ο Αλέξανδρος συνέχισε την παρακολούθηση με το αυτοκίνητο. Προσπάθησε να μην τους χάσει από τα μάτια του, παρότι είχε αρχίσει να νυχτώνει και δεν έβλεπε πλέον καλά. Μπήκαν στην πόλη του Ναυπλίου κι έφτασαν στο ξενοδοχείο Αμφιτρύων. Ο Μάρκος χαιρέτησε τους δύο άγνωστους, φεύγοντας μόνος του. Κατευθύνθηκε στην περιοχή Κούρτη και μπήκε σε ένα από τα σπίτια της περιοχής. Ο Αλέξανδρος βγήκε κι είδε πως το κουδούνι έγραφε το όνομα του γιατρού. Έφυγε μέσα στη νύχτα με χιλιάδες ερωτηματικά να πλέκουν ιστό στο μυαλό του.

Είχε από ώρα ξημερώσει Κυριακή, όταν η Φανή άκουσε να χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού. Ο Χρήστος έλειπε κι η Αγνή ήταν στη γιαγιά της. Δεν περίμενε κανέναν. Άφησε το βιβλίο που διάβαζε στο τραπεζάκι και κατευθύνθηκε στην είσοδο. Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας πριν ανοίξει. Ένα υπόλευκο αντικείμενο εμπόδιζε τη θέα. Το ένστικτό της, την προέτρεψε να ανοίξει. Τα πόδια της λύθηκαν. Ο Μάρκος στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού της, κρατώντας ένα ακόμα λευκό τριαντάφυλλο. Αθωότητα κι αγνότητα εξέπεμπε το χαμόγελό του όπως ακριβώς και το λουλούδι που κρατούσε. Φαινόταν πολύ μικρότερος με τα πολιτικά του ρούχα. Ίσως τελικά να ήταν μικρότερος της σε ηλικία τελικά. Κόμπιασε. Δεν μπορούσε να βγάλει ούτε έναν ήχο από το στόμα της.

«Καλημέρα. Δεν θα μου πεις να περάσω; Μήπως ενοχλώ;», ρώτησε χαμογελαστός.

Τα μάτια της τόν είχαν σαγηνέψει. Απεριόριστος αριθμός γυναικών είχε αγγίξει το κορμί του μα καμία μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να εισχωρήσει στην καρδιά του.

«Πε… πέρασε. Συγνώμη αλλά δεν περίμενα επισκέψεις. Ε, έτυχε να είμαι μόνη στο σπίτι. Συνήθως είναι ο αδελφός μου κι η κόρη μου εδώ. Σήμερα λείπουν».

Φοβόταν πως μπορούσε να ακουστεί η καρδιά της που βροντοχτυπούσε.

«Οπότε έχουμε τον χρόνο και την άνεση να μιλήσουμε. Εκτός και θες να τα πούμε εδώ έξω στο πλατύσκαλο. Ωραία μέρα έχει οπότε δεν θα τη θεωρούσα κι άσχημη ιδέα».

Η Φανή του χαμογέλασε αμήχανα δίχως να απαντήσει. Το κορμί της κι η φωνή της είχαν παγώσει. Έστεκε ασάλευτη.

«Ξέρεις, αν δεν φύγεις μπροστά από την πόρτα δεν θα μπορέσω ποτέ να μπω μέσα», συνέχισε να λέει ο Μάρκος, γελώντας.

Η Φανή κοκκίνισε και γέλασε κι αυτή. Έκανε στην άκρη για να περάσει. Άφησε πίσω του ένα κύμα μεθυστικού αρώματος. Η Φανή ζαλίστηκε και κρατήθηκε από την πόρτα, για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. Κάθισαν στο σαλόνι και του πρόσφερε καφέ που πριν λίγο είχε φτιάξει. Την κάρφωσε με τα μάτια του. Μέσα εκεί είδε έναν άνθρωπο με πείσμα και ικανό να κερδίζει ο,τιδήποτε κι αν είχε στο μυαλό του.

«Βγήκαν τα αποτελέσματα της Αγνής;», ρώτησε γεμάτη αγωνία η Φανή.

«Μην ανησυχείς, όλα είναι καλά. Δεν έδειξαν τίποτα το περίεργο. Δεν ήρθα όμως μόνο γι’ αυτό».

«Συνέβη κάτι άλλο;».

«Όχι! Απλώς ήθελα να σε δω».

«Να με δεις;».

«Σου φαίνεται περίεργο; Μου αρέσεις, Φανή».

Ήταν αποστομωτικός.

«Το έχω καταλάβει…».

«Και;».

«Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Κι αυτή η φάση που περνάω είναι αρκετά δύσκολη».

«Καταλαβαίνω. Δεν θα έπρεπε όμως να την περνάς μόνη».

«Δεν είμαι μόνη»

«Συγγνώμη. Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να σε ρωτήσω. Ο άντρας σου ίσως; Στο νοσοκομείο πάντως δεν είχε έρθει».

Συνηθισμένη με την μακρόχρονη απουσία του συζύγου της, δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κάθε καινούργιος άνθρωπος που έμπαινε στην ζωή της δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την ιστορία της.

«Έχει πεθάνει εδώ και τέσσερα χρόνια».

Με λίγα λόγια του αφηγήθηκε τα γεγονότα.

«Κι από τότε είσαι μόνη; Δεν υπήρξε κάποιος άλλος; Δεν θέλησες να φτιάξεις πάλι τη ζωή σου;».

Είχε πετύχει τον στόχο του. Το βάθος των ματιών του, τήν είχε συνεπάρει. Του έγνεψε αρνητικά.

«Και συνεχίζεις ακόμα να θες να είσαι μόνη;».

Η Φανή χαμογέλασε ντροπαλά, αποφεύγοντας έτσι να απαντήσει. Με έξυπνο τρόπο γύρισε την κουβέντα στη δική του ζωή. Έτσι έμαθε πως ο Μάρκος είχε καταγωγή από το Λιτόχωρο, ένα χωριό που βρίσκεται κάτω από τον Όλυμπο. Έτσι δικαιολόγησε και το επίθετό του. Μόλις είχε μπει στα τριάντα έξι του χρόνια κι ήταν εργένης. Είχε πολλές κατακτήσεις στη μέχρι τώρα ζωή του. Ποτέ όμως κάτι τόσο σοβαρό, ώστε να προχωρήσει. Καμία από τις γυναίκες της ζωής του δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Καμία από εκείνες δεν είχε ερωτευτεί πραγματικά. Τουλάχιστον, μέχρι εκείνην τη στιγμή. Γιατί αυτό που ένιωθε για τη Φανή ήταν πραγματικό και δυνατό. Η πολιορκία του ήταν έντονη και μελετημένη. Δεν της άφησε περιθώριο να αντιδράσει. Ούτε η ίδια το ήθελε εξάλλου. Της άρεσε πολύ. Ήταν ο μόνος άντρας που την είχε συγκινήσει τόσο. Ο μοναδικός που έκανε την καρδιά της να ζεστάνει και να μαλακώσει. Αφού είπαν πολλά ακόμη και γνωρίστηκαν καλύτερα, η ώρα πέρασε δίχως να το καταλάβουν. Η Φανή ένιωσε ένα δυνατό χτυποκάρδι. Δεν ήθελε να την αφήσει. Δεν άντεχε πλέον στιγμή μακριά του. Περίεργο, μα αυτό ακριβώς αισθανόταν. Την ώρα που τον αποχαιρετούσε, την άρπαξε από τη μέση και τη φίλησε με πάθος στο στόμα. Σχεδόν τα πόδια της δεν ακουμπούσαν στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν την είχε σηκώσει ο ίδιος στον αέρα ή απλώς πετούσε. Το φιλί του ήταν γλυκό σαν μέλι. Ένιωσε ένα μούδιασμα σε ολάκερο το σώμα της. Η δύναμη που ανάβλυζε από μέσα του ήταν σαρωτική. Η λάμψη στα μάτια του ήταν τόσο ισχυρή που την έκανε έρμαιο στα χέρια του. Την άφησε κάτω κι η Φανή παραπάτησε. Περπατώντας ο Μάρκος προς την έξοδο, γύριζε κάθε λίγο για να την κοιτάξει και της έσκαγε κι ένα χαμόγελο. Όλα έλαμψαν μέσα στο δωμάτιο. Αυτό ήταν αληθινός έρωτας.

Κανείς από τους δύο δεν πρόσεξε τη μαύρη λιμουζίνα που είχε παρκάρει απέναντι από την είσοδο του σπιτιού, μέσα στο στενάκι. Ο οδηγός του αυτοκινήτου παρακολουθούσε το ερωτευμένο ζευγάρι με τα κιάλια ενώ η γυναίκα που καθόταν δίπλα του κρατούσε σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι. Διόρθωσε τη μαύρη τούφα που είχε ξεφύγει από τα τέλεια χτενισμένα μαλλιά της κι έπεφτε στην κάτασπρη επιδερμίδα της.

«Δεν έπρεπε να αφήσουμε να γίνει αυτή η γνωριμία», είπε η γυναίκα. «Τώρα θα αλλάξουν δραματικά τα πράγματα. Η δύναμή τους μεγαλώνει απρόσμενα».

«Ήδη έχουν ανακαλύψει πολλά. Βγάλαμε από τη μέση τον Αντύπα και την καλόγρια, αλλά πάλι έμαθαν όσα δεν έπρεπε να μάθουν».

Κοίταξε το κινητό του, μήπως είχε κάποια κλήση από τον αρχηγό.

«Το μόνο σίγουρο είναι πως τον γιατρό δεν έχουμε τη δύναμη να τον βγάλουμε από τη μέση. Όχι τουλάχιστον μέχρι να συγκεντρώσουμε και τα τέσσερα κομμάτια».

«Δεν πρέπει να μάθουν με τίποτα για τον αμφορέα. Τότε θα μας δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα. Δυστυχώς τα σύμβολα τα βρήκαν αλλά δεν ξέρουν ακόμα πως να τα χρησιμοποιήσουν».

Το μαύρο αυτοκίνητο με τα φιμέ τζάμια πήρε μπρος και χάθηκε στην κατηφόρα που βγάζει στο κέντρο της πόλης.

Ο Χρήστος καθόταν στο γραφείο του μαγαζιού του και χάζευε το μενταγιόν που του έδωσε ο Αλέξανδρος. Ήταν πολύ όμορφο και ελαφρύ, σχεδόν αέρινο. Μπορούσε να δει μέσα από αυτό. Κάθε φορά που το άγγιζε άκουγε ένα βουητό αγέρα μέσα στα αυτιά του. Σαν να ήθελε να του μιλήσει αυτό το τόσο δα μικρό πραγματάκι μα δεν ήξερε τον τρόπο. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν μουσική. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να παίζει κάποιο ανατολίτικο τραγούδι. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό το τηλεφώνημα της πρωτοχρονιάς. Πήρε το κινητό του στα χέρια, σχηματίζοντας τον αριθμό στην Τουρκία που είχε κρατήσει τότε από τον γλωσσολόγο. Κανείς δεν το σήκωσε. Μετά από λίγο χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο Αλέξανδρος.

«Έλα ρε φίλε. Μπορείς να έρθεις από το μουσείο για λίγο. Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σημαντικό».

«Με φοβίζεις».

«Έχεις κάποιον να αφήσεις στο μαγαζί;».

«Δώσε μου λίγα λεπτά κι έρχομαι».

Φώναξε τον Λεωνίδα, ένα νεαρό από το απέναντι μαγαζί, και τον παρακάλεσε να έχει το νου του για όσο λείπει.

Η μέρα ήταν μουντή κι η πλατεία Συντάγματος φαινόταν γκριζαρισμένη και μελαγχολική. Τα τραπεζάκια από τις καφετέριες σχεδόν άδεια. Αραιές στάλες έπεφταν από τα πυκνά σύννεφα. Ο Χρήστος, σκουπίζοντας κάποια στάλα που είχε πέσει στο μάγουλό του, μπήκε στο μουσείο, αναζητώντας τον Αλέξανδρο. Ήταν με ένα πινελάκι στο χέρι και ξεσκόνιζε μια, ακαθόριστου σχήματος, πέτρα.

«Τι ήταν το τόσο σημαντικό που με έφερες εδώ; Παντρεύεσαι και με θες για κουμπάρο;».

Είδε το έκπληκτο βλέμμα του Αλέξανδρου και ξέσπασε σε γέλια.

«Μην λες απαγορευμένες λέξεις σε παρακαλώ. Εγώ δεν είμαι για γάμους».

«Σας βλέπω τώρα τελευταία με τη Ζωή και τα πάτε πολύ καλά. Προς τον γάμο οδεύεις κι ας μην το έχεις συνειδητοποιήσει ακόμα. Άντε, και σύντομα μπαμπάς».

Ήταν σίγουρος πως η πέτρα που καθάριζε ο Αλέξανδρος θα εκσφενδονιζόταν κατά πάνω του κι ασυναίσθητα σήκωσε τα χέρια για να καλυφθεί.

«Η αλήθεια είναι πως είμαστε καλύτερα αλλά γάμος και παιδιά δεν είναι στο πρόγραμμα μου. Όμως δεν σε έφερα εδώ για να μιλήσουμε για μένα. Θέλω να μιλήσουμε για τον γιατρό που είχε αναλάβει την αδελφή σου στο Άργος».

Το ύφος του Χρήστου άλλαξε απότομα. Σοβάρεψε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σχέση μπορούσε να έχει ο Αλέξανδρος με τον Μάρκο Ολυμπίου. Ούτε καν γνωρίζονταν.

Ο Αλέξανδρος του μίλησε για όσα είχε δει στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Για τους δύο περίεργους συνεπιβάτες και την καταπακτή. Ο Χρήστος, παρόλο που παραξενεύτηκε με την ιστορία που άκουσε, θεώρησε σωστό να μην ανακατευτούν σε ξένες υποθέσεις.

«Έχω ένα περίεργο προαίσθημα για αυτόν τον άνθρωπο. Και είναι καλό να ξέρουμε κάποια πράγματα για το ποιόν του. Εμπλέκεται κι η Φανή στη μέση», του πέταξε με σοβαρότητα ο Αλέξανδρος.

Ήταν σίγουρος ότι γεννιόταν ένας έρωτας.

«Έχεις αρκετές γνωριμίες εκεί. Πιστεύεις ότι θα μας βοηθήσουν να μπούμε και να ανοίξουμε την καταπακτή;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Θα το ψάξω».

Λίγες μέρες μετά η Ζωή είχε μια αναπάντεχη επίσκεψη στο σπίτι της. Ήταν Σάββατο μεσημεράκι και μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό τους με τον Αλέξανδρο, όταν χτύπησε η πόρτα της. Ανοίγοντας είδε τον αδελφό της, τον Οδυσσέα, από τη Θεσσαλονίκη. Σχεδόν δεν τον γνώρισε μετά από τα τόσα χρόνια που είχαν να ειδωθούν. Ύστερα από τη φυγή του από το πατρικό τους στο Γύθειο, τον είχε συναντήσει άλλη μια φορά στην Αθήνα, όταν σπούδαζε η Ζωή εκεί. Εκείνη την περίοδο είχε κατέβει για κάποιες δουλειές του. Ποτέ δεν είχε μάθει με τι ασχολούταν ο αδελφός της. Απέφευγε να της μιλήσει για αυτό. Την τελευταία φορά που την είχε δει, τής είχε αναφέρει μόνο για την οικογένειά του. Τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά που είχαν κάνει. Έκτοτε δεν είχαν ξαναβρεθεί από κοντά. Μόνο τηλεφωνικώς μιλούσαν. Ο Οδυσσέας ήταν τριάντα δύο ετών περίπου κι έμοιαζε αρκετά με την αδελφή του.

Μόλις συνειδητοποίησε ποιός ήταν, η Ζωή έπεσε στην αγκαλιά του και τον φιίλησε. Ο Αλέξανδρος, που δεν γνώριζε τίποτα από όλα αυτά, συνοφρυώθηκε. Η Ζωή το κατάλαβε και με μια ικανοποίηση στο βλέμμα για τη ζήλια του φίλου της αποφάσισε να μην τον κρατήσει άλλο σε αγωνία κι έτσι του γνώρισε τον αδελφό της. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις κι η Ζωή άρχισε να τον κεραυνοβολεί με ερωτήσεις.

«Που έχεις χαθεί τόσο καιρό; Τι δουλειά έχεις εσύ στο Ναύπλιο; Πως είναι η οικογένειά σου;» και πολλές πολλές ακόμα.

Ο Οδυσσέας γέλασε με τη φλυαρία της αδελφής του και, αφού ήπιε μια γουλιά από τον καφέ που του πρόσφεραν, τής έδωσε τη χαρά των απαντήσεων.

«Μικρή μου έχεις έναν πολυάσχολο αδελφό. Ο χρόνος μου είναι ελάχιστος».

«Τότε πως κατάφερες κι ήρθες;».

«Μα για δουλειά, βέβαια! Και βρήκα την ευκαιρία να δω την αδελφούλα μου και… τον γαμπρούλη μου», είπε με ένα παράξενο χαμόγελο που έκανε τον Αλέξανδρο να ανακαθίσει στον καναπέ με νευρικότητα.

«Τι δουλειές έχεις στο Ναύπλιο; Με τουριστικά ασχολείσαι; Ποτέ δεν κατάλαβα».

«Όχι! Με επιχειρήσεις. Εσύ όμως βλέπω πως ομόρφυνες επικίνδυνα».

Μιλούσαν για ώρες. Ήθελε να μάθει τα πάντα για τη ζωή του χαμένου αδελφού της. Με τη γυναίκα του είχαν χωρίσει τρία χρόνια περίπου και τα παιδιά του έμεναν μαζί της. Η Ζωή λυπήθηκε με την είδηση και τον ρώτησε τον αιτία του διαζυγίου. Δεν είχε αντέξει την πολύωρη απουσία του από το σπίτι. Δεν τον έβλεπε σχεδόν καθόλου κι η μοναξιά την είχε πνίξει. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι από τη ζωή του. Ήταν αδύνατο να εγκαταλείψει τη δουλειά του, όσο κι αν ήθελε να είναι μαζί με την οικογένειά του. Οπότε αναγκαστικά πρόεκυψε το διαζύγιο.

Ο Αλέξανδρος όλη αυτήν την ώρα παρακολουθούσε τα αδέλφια να μιλούν μεταξύ τους. Του έκανε εντύπωση η ομοιότητά τους. Θα μπορούσε κάποιος άνετα να πει πως ήταν δίδυμα, αν δεν γνώριζε τη διαφορά ηλικίας που είχαν μεταξύ τους. Ο Οδυσσέας θέλησε να μάθει κάποια πράγματα και για τον φίλο της Ζωής, σαν γνήσιος μανιάτης αδελφός. Ο Αλέξανδρος του έδωσε ένα μικρό ιστορικό για τον εαυτόν του, παρότι δεν μπορούσε να καταλάβει την τόσο απρόσμενη επίσκεψή του και μάλιστα χωρίς καμία προειδοποίηση. Όλη η συμπεριφορά του Οδυσσέα του φάνηκε ύποπτη. Δεν μίλησε όμως για τις σκέψεις του στη Ζωή γιατί έβλεπε πόσο ενθουσιασμένη ήταν με την παρουσία του αδελφού της. Η Ζωή πρότεινε στον Οδυσσέα να μείνει μαζί της το βράδυ αλλά εκείνος είπε πως είχε ήδη κλείσει δωμάτιο στο Ναυπλία Παλλάς, μέσω της δουλειάς του, και δυστυχώς δεν είχε πολύ χρόνο. Τα ραντεβού που είχε κανονίσει ήταν πολυάριθμα. Δεν μπορούσε όμως να βρίσκεται στο Ναύπλιο και να μην τη δει. Του είχε λείψει πολύ η μικρή του αδελφή.

«Θα ξεκλέψω λίγο χρόνο από τις υποχρεώσεις μου και θα ξαναπεράσω», της υποσχέθηκε, κοιτάζοντας ταυτόχρονα με ερευνητικό βλέμμα τον Αλέξανδρο.

Δεν ρώτησε καθόλου για τους γονείς τους, κάνοντας εμφανέστατη έτσι την πικρία που ακόμα είχε από τον καταπιεστικό τρόπο της οικογένειάς του. Ούτε η Ζωή θέλησε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Του ανέφερε μόνο πως είναι καλά στην υγεία τους. Τίποτα άλλο.

Από την ώρα που ο Αλέξανδρος του είχε εκμυστηρευτεί για τον Μάρκο, ο Χρήστος δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του. Περίμενε με ανυπομονησία να πάνε στο σημείο που του είχε περιγράψει. Την άλλη μέρα το απογευματάκι, την ώρα που σουρούπωνε, ο Αλέξανδρος κι ο Χρήστος βρίσκονταν ήδη στο θέατρο της Επιδαύρου. Ο Αλέξανδρος εξήγησε στον Χρήστο πως είχαν μπει παράνομα εκεί. Είχε βγάλει αντικλείδι κρυφά κι έτσι μπόρεσαν να εισχωρήσουν σε χώρο που φυλάσσεται από παντού. Ο Χρήστος πανικοβλήθηκε με όσα του εκμυστηρεύτηκε ο Αλέξανδρος αλλά δεν μπορούσε πλέον να κάνει κάτι. Αφού κατέληξαν ως εκεί, θα τελείωναν τη δουλειά τους. Έφτασαν στο σημείο όπου βρισκόταν η καταπακτή. Τα κλαδιά ήταν ακόμα παραμερισμένα αλλά ο Αλέξανδρος δεν έδωσε σημασία. Πεσμένοι κι οι δύο στα γόνατα, προσπαθούσαν να βρουν ένα άνοιγμα, κάτι που θα τους βοηθούσε να μπουν. Τελικά ο Χρήστος ανακάλυψε ένα κομμάτι σκοινιού και το τράβηξε. Η καταπακτή άνοιξε. Κατέβηκαν διστακτικά τη σκοτεινή σκάλα. Βρέθηκαν σε έναν προθάλαμο όπου υπήρχαν τέσσερις δάδες αναμμένες δεξιά και αριστερά των τοίχων. Αυτό σήμαινε πως κάποιος βρισκόταν εκεί κι αυτό επιβεβαιώθηκε με τον θόρυβο που άκουσαν από την αίθουσα. Μια πόρτα τους χώριζε μόνο. Πλησίασαν αθόρυβα κι ακούμπησαν τα αυτιά τους στο κάπως υγρό ξύλο της πόρτας από την υγρασία του υπογείου. Δεν βρισκόταν μόνο ένα άτομο σε εκείνη την αίθουσα, αλλά αρκετά. Οι παλάμες του Χρήστου άρχισαν να ιδρώνουν κι έγιναν ένα με την ήδη υπάρχουσα υγρασία. Ο Αλέξανδρος από την άλλη έδειχνε αρκετά ήρεμος. Με αργές, προσεκτικές κινήσεις άνοιξε την πόρτα. Υπήρχε ένας μικρός διάδρομος που συνέδεε εκείνη την πόρτα με μια άλλη μεγάλη αίθουσα. Κι αυτή ήταν φωτισμένη με δάδες κι όχι με ηλεκτρισμό. Από τη μισάνοιχτη πόρτα μπορούσαν να δουν τα πάντα δίχως να τους αντιληφθούν. Υπήρχαν καμιά δεκαριά άτομα, ίσως και παραπάνω, ντυμένα με χιτώνες σαν αρχαίοι Έλληνες. Μέσα σε αυτούς βρισκόταν κι ο Μάρκος Ολυμπίου. Κάθονταν σε ένα τεράστιο, πέτρινο, στρογγυλό τραπέζι και συζητούσαν. Μπροστά τους είχαν βιβλία, περγαμηνές και χαρτιά γεμάτα σημειώσεις. Το τραπέζι φωτιζόταν από πλήθος κεριών. Προσπαθούσαν να διακρίνουν και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους αλλά τους ήταν άγνωστοι. Υπήρχε κάποιος που τους μιλούσε εκείνη τη στιγμή, μάλλον για κάτι πολύ σοβαρό. Οι υπόλοιποι είχαν κολλήσει τα βλέμματά τους πάνω του. Ο Αλέξανδρος κι ο Χρήστος δεν τον έβλεπαν. Ήταν στο βάθος δεξιά. Η φωνή του ήταν πολύ γνωστή. Ο Αλέξανδρος την είχε ακούσει πρόσφατα αλλά δεν μπορούσε να καθορίσει που και από ποιόν. Η απάντηση τού ήρθε αμέσως με το που έκανε την εμφάνισή του ο τύπος στον χώρο της στρογγυλής τράπεζας. Ήταν ο Οδυσσέας, ο αδελφός της Ζωής. Έμοιαζε κι αυτός με αρχαίο Έλληνα με τη χλαμύδα να ανεμίζει γύρω του. Το σοκ ήταν μεγάλο.

«Πάμε να φύγουμε τώρα», είπε κι έκλεισε αργά την πόρτα.

«Μα τι έγινε;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος αλλά μάταια.

Τον άρπαξε από το μπράτσο κι άρχισαν να τρέχουν. Έκλεισαν την καταπακτή, μπήκαν στο αυτοκίνητο κι απομακρύνθηκαν το γρηγορότερο.

«Τι συμβαίνει Αλέξανδρε; Γιατί φύγαμε έτσι;».

Δεν μπορούσε να καταλάβει το απρόσμενο άγχος του φίλου του.

«Αυτός που τους μιλούσε. Είναι ο Οδυσσέας Βορέας, αδελφός της Ζωής. Ήρθε χτες να την επισκεφτεί από τη Θεσσαλονίκη. Έχει κατέβει στο Ναύπλιο για δουλειές. Απέφευγε να μας πει με τι ασχολείται και τώρα καταλαβαίνω τον λόγο».

Ένα κουβάρι είχαν γίνει όλα στο μυαλό του Χρήστου. Ο Μάρκος, ο Οδυσσέας, όλοι εκείνοι οι άγνωστοι. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τη σχέση τους.

«Ποιοί πιστεύεις ότι είναι όλοι αυτοί εκεί μέσα;».

«Δεν ξέρω Χρήστο. Δεν νομίζω όμως ότι έχουν καλό σκοπό. Και το περίεργο είναι πως μέσα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό συμμετέχει ο γιατρός κι ο Οδυσσέας. Τι θα κάνουμε τώρα;».

Έπρεπε να μιλήσουν στη Φανή και τη Ζωή για όλα αυτά τα νεόφερτα στοιχεία. Η απόφασή τους όμως ήταν δύσκολη κι είχαν επιφυλάξεις για την αντίδρασή τους. Για την πρώτη ήταν ο νέος της έρωτας, ο παράφορος, και θα πληγωνόταν άσχημα. Για τη Ζωή ήταν ο αδελφός της, αίμα της, που από ότι είχε κρίνει ο Αλέξανδρος μετά την συνάντησή τους τον αγαπούσε υπερβολικά. Ήταν ο αδελφός που της είχαν στερήσει τόσα χρόνια. Θα ήταν μια επίπονη συζήτηση, μια αποκάλυψη που θα πλήγωνε δύο αγαπημένα τους πρόσωπα.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 8ο

82213944_1430535780403802_1412234050638184448_n

Κεφάλαιο 8

Αλέξανδρος 

 

 

«Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω που τέτοια μέρα ήρθες επειδή στο ζήτησα. Δεν άντεχα να περιμένω ακόμα δύο μέρες. Για πες μου διατρέχει κάποιον κίνδυνο;», ρώτησε η Φανή.

«Δεν θα έπρεπε να με ευχαριστείς. Η δουλειά μου δεν έχει ώρες και αργίες. Εκτός αυτού από τη στιγμή που μου το ζήτησες, ό,τι κι αν έκανα, όπου κι αν βρισκόμουν, θα ερχόμουν. Η μικρή εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλά. Δεν βρήκα κάτι το ύποπτο. Της πήρα και λίγο αίμα. Θα πρέπει να περιμένεις λίγο για τα αποτελέσματα», της απάντησε ο Μάρκος με το αφοπλιστικό του χαμόγελο.

«Έκανες ήδη πάρα πολλά. Ειλικρινά σε ευχαριστώ».

«Σε αφήνω να χαρείς την κόρη σου αν και την πήρε πάλι ο ύπνος. Εμείς θα τα πούμε σύντομα».

Ο Μάρκος έφυγε, αφήνοντας πίσω του τη Φανή ζαλισμένη από την παρουσία του. Έκλεισε την πόρτα, κόλλησε την πλάτη στην πόρτα και ξεφύσησε με δύναμη. Αμέσως, έτρεξε στο δωμάτιο της Αγνής.

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, παρατηρώντας τη να κοιμάται γαλήνια. Όλη της η ζωή βρισκόταν μπροστά της, με ένα χαμόγελο αθωότητας στα χείλη. Σηκώθηκε αθόρυβα για να μην την ξυπνήσει και κατέβηκε στο σαλόνι. Θα μαγείρευε το αγαπημένο της φαγητό. Ήθελε να είναι όλα τέλεια για το μωρό της που επέστρεψε. Η ζωή της είχε ξεκινήσει ξανά. Βγήκε στον κήπο κι έκοψε τα πιο όμορφα λουλούδια που είχαν ανθίσει. Στόλισε το σπίτι και χώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη στην κουζίνα. Ο Χρήστος ακόμα κοιμόταν. Το προηγούμενο βράδυ με το που επέστρεψαν, κάλεσε την αστυνομία να ενημερώσει για την επιστροφή της Αγνής. Τα υπόλοιπα διαδικαστικά θα τα κανόνιζε μετά τις γιορτές.

Μέσα σε μια ώρα το σπίτι είχε γεμίσει μυρωδιές. Από αυτά τα έντονα αρώματα ξύπνησε κι ο Χρήστος, βρίσκοντας την αδελφή του στην κουζίνα να μαγειρεύει και να σιγοτραγουδάει.

«Μου έσπασες τη μύτη. Τι φτιάχνεις;».

«Τα πάντα. Και πίστεψέ με είναι λίγα».

«Τι τυχερός που είμαι!».

«Αν ακουμπήσεις τα φαγητά μου θα στα κόψω τα χέρια».

«Καλά, καλά! Ένα αστείο έκανα πια! Πότε θα την πάμε στο γιατρό;».

«Σιγά μην περίμενα να ξυπνήσεις! Μόλις, έφυγε».

«Βρήκες σήμερα γιατρό;».

«Ναι, πήρα τηλέφωνο τον… Μάρκο».

«Α, έτσι πες μου! Κι είμαι σίγουρος πως ήρθε αμέσως. Αχ, αυτά κάνει ο έρωτας».

«Μη με πειράζεις».

«Τι σου είπε;», ρώτησε ο Χρήστος, καθώς τσιμπούσε κάτι από τα φαγητά πίσω από την πλάτη της Φανής.

«Μια χαρά τη βρήκε. Της πήρε κι αίμα. Θα πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα».

«Αυτό είναι δώρο Χριστουγέννων».

Η Φανή γύρισε και του κοπάνησε μια στο χέρι που βρισκόταν στην πιατέλα. Ο Χρήστος τότε την έπιασε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τη γυρνάει τριγύρω μέχρι που τη ζάλισε. Το μίξερ και τα δύο αδέλφια στριφογύριζαν στον ίδιο ρυθμό. Ήταν πολύ ευτυχισμένοι με την επιστροφή της Αγνής. Υπήρχε βέβαια ένα μεγάλο κι αναπάντητο ερωτηματικό που θα λυνόταν όταν ξυπνούσε η μικρή. Αναρωτήθηκαν αν θα μπορούσε να τους εξηγήσει που βρισκόταν τόσο καιρό και ποιοί την είχαν πάρει. Έπρεπε να βγάλουν κάποια άκρη. Προς το παρόν όμως απολάμβαναν τη μέρα. Μέρα γιορτής από πολλές απόψεις. Το κουδούνι χτύπησε κι ο Χρήστος έτρεξε να ανοίξει. Ήταν ο Αλέξανδρος με τη Ζωή φορτωμένοι με δώρα, κατσαρόλες και ταψιά. Ο Αλέξανδρος κουβαλούσε μπροστά του έναν τεράστιο αρκούδο. Με δυσκολία του τον απέσπασε η Ζωή για να τον βάλει δίπλα στο δέντρο.

Λίγη ώρα μετά έκανε την εμφάνισή της κι η αγουροξυπνημένη Αγνή. Με τις ροζ πιτζαμούλες της και τα μικρά της χεράκια να τρίβουν τα μάτια κατέβαινε τα σκαλιά. Η Φανή την έσφιξε στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε κλάματα.

«Πες μας μάτια μου που ήσουν; Ποιοί ήταν αυτοί που σε κρατούσαν; Είδες τα πρόσωπά τους;», προσπαθούσε με χίλιες ερωτήσεις να μάθει κάτι από την αλήθεια.

Η Αγνή δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε πρόσωπα, ούτε χώρους. Το απόλυτο κενό. Η μικρή είδε τον αρκούδο κι έτρεξε κατευθείαν πάνω του προς μεγάλη απογοήτευση του Αλέξανδρου. Τον έβαλε να κάθεται απέναντί της και τοποθέτησε στο πάνινο χέρι του ένα φλιτζάνι για να πιούν το τσάι τους. Την άφησαν ήσυχη στον μικρόκοσμό της.

Τα Χριστούγεννα ήταν μια μέρα χαρμόσυνη για όλους. Έφαγαν, γέλασαν, διασκέδασαν, σαν μια κανονική οικογένεια. Αργά το μεσημέρι ο Αλέξανδρος, καθώς είχε χαλαρώσει ξαπλωμένος πάνω στον μεγάλο αρκούδο, πέταξε την ιδέα να πάνε μια κοντινή εκδρομή με το αυτοκίνητο. Έξω είχε ήλιο αλλά τα βουνά τριγύρω είχαν φορέσει τα λευκά τους. Μια βόλτα λοιπόν στην ορεινή Αρκαδία θα ήταν ό,τι το καλύτερο. Ντύθηκαν όλοι με τα ζεστά τους και ξεκίνησαν. Η διαδρομή ήταν μαγευτική. Η φύση έμοιαζε με στολισμένη νύφη που ετοιμάζεται για τον γάμο της.

Σε μια ώρα περίπου είχαν ήδη φτάσει στη Βυτίνα. Ένα από τα πιο γνωστά χωριά της ορεινής Αρκαδίας, κατάλληλο για τις λευκές μέρες του χειμώνα. Κατέβηκαν για μια μικρή βόλτα στο χιονισμένο χωριό. Η Αγνή έπεφτε με τη μούρη στο παχύ στρώμα χιονιού και σηκωνόταν ύστερα, χασκογελώντας. Κάθε στιγμή της αποθανατιζόταν στη φωτογραφική μηχανή. Κάθε παιχνίδι και κάθε γέλιο της γινόταν ανάμνηση, καταγεγραμμένη στον φακό.

Επόμενη στάση τους η Δημητσάνα. Ένα πανέμορφο χωριό λίγο πιο ψηλά, χτισμένο στην κορφή ενός βουνού, σαν στέμμα σε κεφάλι Βασιλιά. Το κρύο σε τέτοιο υψόμετρο ήταν πιο τσουχτερό γι’ αυτό μπήκαν αμέσως σε ένα παραδοσιακό καφέ. Από την τζαμαρία του μπορούσες να δεις την παρέλαση των χιονισμένων βουνών απέναντι. Κάθισαν μπροστά από το αναμμένο τζάκι, παραγγέλνοντας καφέδες και ζεστές σοκολάτες. Είχαν αφήσει κάθε δύσκολη κατάσταση των προηγούμενων ημερών να ξεπλένεται από το λευκό του χιονιού που τους περιέβαλε κι απολάμβαναν τις όμορφες στιγμές του παρόντος.

Τελευταίος τους προορισμός το επόμενο χωρίο, Στεμνίτσα. Ένα παραδοσιακό, πετρόχτιστο χωριό, στολίδι της περιοχής. Στο ενδιάμεσο της διαδρομής σταμάτησαν για να παίξουν χιονοπόλεμο κατόπιν παράκλησης της μικρής Αγνής. Δεν μπορούσαν να της χαλάσουν χατίρι εφόσον κι ίδιοι ρουφούσαν τη ζωή ως το μεδούλι. Η Ζωή έφτιαξε με τα χέρια της μια τεράστια χιονόμπαλα και την έριξε στον ανυποψίαστο Αλέξανδρο. Τον πέτυχε στο πρόσωπο, κάνοντάς τον να την κυνηγάει, φωνάζοντας σαν μικρό παιδί. Η Φανή με τον Χρήστο και την Αγνή ασχολήθηκαν με τη δημιουργική απασχόληση της δημιουργίας ενός χιονάνθρωπου. Ο Χρήστος ανακάλυψε κάποια ξερόκλαδα που κάπως έμοιαζαν με χέρια κι αμέσως τα πρόσθεσε στον χοντρό φίλο τους καμωμένο από χιόνι. Η Φανή του έβαλε δύο μικρά μαύρα πετραδάκια για μάτια, ο Χρήστος το καπέλο του κι η Αγνή το κασκόλ της. Η φωτογραφική μηχανή έπιασε φωτιά. Όμως ο Αλέξανδρος με μια άγαρμπη κίνηση κατάφερε να βρεθεί φαρδύς πλατύς πάνω στον χιονάνθρωπο. Όλοι μαζεύτηκαν τριγύρω για να αποχαιρετήσουν ό,τι τέλος πάντων απέμεινε από αυτόν. Μια ακόμα χιονόμπαλα σημάδεψε τη μύτη του Αλέξανδρου, αυτή τη φορά όμως από την Αγνή. Ήταν η τιμωρία του που κατάφερε  να της καταστρέψει τον χιονάνθρωπό της.

Είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει όταν έφτασαν στη Στεμνίτσα. Φωτισμένο το χιονισμένο χωριό, έμοιαζε με το απόλυτο Χριστουγεννιάτικο τοπίο. Κάνοντας μια γρήγορη βόλτα στα γλιστερά πλακόστρωτα σοκάκια της, ανακάλυψαν μια ζεστή, παραδοσιακή ταβέρνα κι ευθύς εισέβαλαν μέσα. Ήταν έτοιμοι να αναπληρώσουν την ενέργεια που έχασαν τις προηγούμενες ώρες. Μεζεδάκια και κρασί γέμισαν το τραπέζι. Η μύτη του Αλέξανδρου έγινε κατακόκκινη από το πολύ κρασί που ήπιε αλλά κι από το χιόνι που τον είχε βρει απροετοίμαστο νωρίτερα. Η Αγνή γέλαγε μαζί του, δείχνοντάς τον με το μικρό λευκό δαχτυλάκι της. Αποκαμωμένοι μα με πολύ καλή διάθεση επέστρεψαν στο Ναύπλιο.

Αν κι η επιστροφή της Αγνής είχε δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας, δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του Αλέξανδρου εκείνη η νύχτα που ήρθε αντιμέτωπος με τον δαίμονα. Κάθε φορά που άγγιζε το μενταγιόν στον λαιμό του θυμόταν τη λάμψη που έβγαλε, προστατεύοντάς τον από τη μαύρη σκιά. Κατανάλωσε αρκετές ώρες στο διαδίκτυο, μήπως κι ανακαλύψει ο,τιδήποτε σχετικό με το σχέδιο στο μενταγιόν του αλλά δεν κατάφερε κάτι. Ήταν ένα απλό τρίγωνο πάνω σε μια κόκκινη στρογγυλή μα ακανόνιστη πέτρα. Όμως για τον ίδιο ήταν πολλά περισσότερα.  Όπως καθόταν στον καναπέ του και το κρατούσε στα χέρια, θυμήθηκε τα λόγια του ιερωμένου από το Γύθειο.

Ο καθένας σας πρέπει να βρει το σύμβολό του και να το ζωγραφίσει στο σώμα του.

Ήταν ο μόνος τρόπος για να μην τους κάνει κακό ο δαίμονας. Έτσι τους είχε συμβουλέψει ο γέροντας τότε. Ο Χρήστος είχε αναφέρει πως το μενταγιόν αυτό το έφερε από τη Ρόδο. Δημιουργίες κάποιας μισότρελης καλλιτέχνιδας γριάς. Ίσως στην Ρόδο να μπορούσε να βρει κάποιες απαντήσεις. Εκείνη η αντιπαράθεση με τον δαίμονα ήταν προσωπική του υπόθεση κι όφειλε να τη λύσει μόνος του. Αν κουβαλούσε και τους υπόλοιπους μαζί του το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να τον καθυστερήσουν. Το πήρε απόφαση. Πρωταρχικός του σκοπός ήταν να κλείσει αεροπορικό εισιτήριο για το νησί της Ρόδου, δίχως να το μάθει κανείς. Σέρφαρε στην απαραίτητη διαδικτυακή σελίδα και μέσα σε πέντε λεπτά είχε βρει θέση για τη μεσημεριανή πτήση της επόμενης μέρας από Αθήνα. Επόμενο βήμα, να μάθει που βρισκόταν εκείνη η γριά. Αυτό μόνο στα βιβλία του Χρήστου μπορούσε να το ανακαλύψει. Τα βιβλία όμως τα είχε στο μαγαζί του. Πως θα έμπαινε εκεί; Χαμογέλασε λίγο στραβά κι έπιασε το κινητό του. Κάλεσε τον Χρήστο και του είπε πως θα περάσει για καφέ από το σπίτι.

Τα κλειδιά της αντικερί του Χρήστου βρίσκονταν στο τραπεζάκι κάτω από τον καθρέφτη. Πάντα εκεί τα άφηνε. Ένιωσε μια δύναμη να τον ωθεί να τα πάρει και να φύγει αλλά δεν το θεώρησε πρέπον. Το πιο σωστό ήταν να πείσει τον Χρήστο με κάποιο τρόπο να πάνε κι οι δύο μαζί στην αντικερί. Η Φανή είχε βγει με μια φίλη της για καφέ. Είχε πάρει και την Αγνή μαζί της. Το πολυμήχανο μυαλό του δεν άργησε να βρει μια δικαιολογία ώστε να πάνε στην αντικερί. Του είπε πως ήθελε να αγοράσει ένα ακόμα μενταγιόν όπως το δικό του για τη Ζωή. Το χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Ο Χρήστος δεν του χάλασε χατίρι κι έφυγαν για την αντικερί.

Επόμενο σχέδιό του ήταν να καταφέρει τον Χρήστο να απομακρυνθεί από το μαγαζί. Δεν δυσκολεύτηκε να το βρει. Προφασίστηκε ζαλάδα από υπερβολικό πονοκέφαλο και τον παρακάλεσε να πεταχτεί μέχρι το περίπτερο για να πάρει παυσίπονα. Στάθηκε τυχερός γιατί δεν είχε αποθέματα από παυσίπονα στο συρτάρι του. Ο Χρήστος προθυμοποιήθηκε να πάει να αγοράσει για τον φίλο του. Όλο το σχέδιο είχε πάει κατ’ ευχήν. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση του για να ψάξει μα ήλπιζε πως θα το έβρισκε γρήγορα. Όταν είδε τη πλάτη του Χρήστου να απομακρύνεται, άνοιξε αμέσως το συρτάρι του γραφείου του. Έψαξε στα γρήγορα τα βιβλία που υπήρχαν εκεί μέσα. Αυτό όμως που ήθελε δεν το βρήκε. Σκέφτηκε πως ίσως να το είχε μαζί με το ταμείο. Αριστερά του γραφείου του υπήρχε ένα ντουλάπι από σκούρο ξύλο. Ήταν κλειδωμένο. Το κλειδί που χρειαζόταν ήταν από εκείνα τα μεγάλα παλιά κλειδιά με το σκαλιστό κεφάλι. Δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο στο μπρελόκ του Χρήστου. Άρα, κάπου αλλού το φύλαγε. Είδε ένα μικρό κουτάκι πάνω στο γραφείο του. Το άνοιξε και… επιτυχία! Ανακάλυψε το κλειδί για τον θησαυρό. Ξεκλείδωσε στα γρήγορα το παλιό ντουλάπι. Μέσα υπήρχαν στοίβες με χαρτιά και βιβλία. Σε λίγα λεπτά είχε ξετρυπώσει το τετράδιο με τους προμηθευτές του. Εκεί ακριβώς βρέθηκε κι η διεύθυνση ενός γυναικείου ονόματος από τη Ρόδο. Το σημείωσε σε ένα χαρτάκι. Ύστερα τακτοποίησε τα πάντα στη θέση τους. Τελείωσε ακριβώς την ώρα που επέστρεψε ο Χρήστος.

Δεν είχε χαράξει ακόμα όταν ξεκίνησε με το αυτοκίνητό του για την Αθήνα.

Φεύγω εκτάκτως για τη Ρόδο. Πρέπει να καλύψω φωτογραφικά μια ανασκαφή που μόλις βγήκε στο φως. Αυτά τα λίγα λόγια άφησε σε ένα τσαλακωμένο χαρτί πάνω στο μαξιλάρι του. Η Ζωή άρχισε αμέσως την γκρίνια που θα την άφηνε μόνη μέρες γιορτών. Η Φανή της εξήγησε πως ήταν αρκετά σημαντικό για την καριέρα του. Ευτυχώς που εκείνες τις μέρες είχε έρθει ο πατέρας της Ζωής για να της επιστρέψει το αυτοκίνητο. Αλλιώς ήταν σίγουρος ο Αλέξανδρος πως θα ασκούσε βέτο να την πάρει μαζί του. Έφτασε στο αεροδρόμιου του Ελευθερίου Βενιζέλου αρκετά νωρίς. Είχε χρόνο να πιεί έναν ζεστό καφέ. Αμέσως μετά επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο με προορισμό το νησί του Ήλιου, τη Ρόδο.

Ο Αλέξανδρος Γεωργίου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα με την οικογένεια του από την Κύπρο σε αρκετά μικρή ηλικία. Δεν είχε σχεδόν καμία ανάμνηση από τη ζωή του στην Κύπρο. Εγκατέλειψαν το νησί της Αφροδίτης γιατί η οικογενειακή τους επιχείρηση χρεοκόπησε. Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν μια νέα αρχή στην Ελλάδα. Ο πατέρας του θα δούλευε στον μεγαλοεπιχειρηματία αδελφό του στην Αθήνα. Ο θείος του ήταν μεγάλο κεφάλι στις επιχειρήσεις μα και πολύ γνωστός κομπιναδόρος.

Όντως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τα είχε καταφέρει με τη βοήθεια βέβαια του αδελφού του Ό,τι συνέβαινε ήταν κάτω από την επιρροή του. Έλεγχε κάθε κίνησή του. Σχεδόν ολάκερη τη ζωή του. Μέσα στο σπίτι αντιμετώπιζε μια συνεχόμενη γκρίνια κι ατελείωτους καβγάδες μεταξύ των γονιών του. Η μάνα του ένιωθε καταπιεσμένη από τη ζωή που έκαναν στην Ελλάδα. Κυρίως από τον συνεχόμενο έλεγχο του κουνιάδου της. Δεν της άρεσε εξαρχής η ιδέα της μετακόμισης εκεί και πόσο περισσότερο τώρα που απέκτησαν κι αφέντη πάνω από το κεφάλι τους. Ο Αλέξανδρος ήταν αρκετά μικρός για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει την τραγικότητα της κατάστασης. Ως μοναχοπαίδι όμως κι επειδή δεν είχε κάποιον άλλον να ασχοληθεί, παρακολουθούσε στενά τη ζωή των δικών του.

 Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο η κατάσταση γινόταν πιο δύσκολη, πιο ελεγχόμενη. Κατάφεραν να χτίσουν δικό τους σπίτι και να φύγουν από το ενοίκιο αλλά για κακή τους τύχη το σπίτι αυτό βρισκόταν ακριβώς πάνω από το σπίτι του θείου του. Μεγαλύτερος έλεγχος, μεγαλύτερα προβλήματα. Η οικογένειά του κόντευε σχεδόν να διαλυθεί εκ των έσω. Η μάνα του ήταν έτοιμη να καταφύγει σε διαζύγιο. Τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε, εξαιτίας του Αλέξανδρου. Δεν ήθελε να τον αφήσει έρμαιο της κατάστασης. Να τον πάρει μαζί της και να φύγει ήταν αδύνατο γιατί ο κουνιάδος της είχε τις άκρες να τον διεκδικήσει νομικά. Την είχε απειλήσει πως θα την έβγαζε τρελή. Έπρεπε να ενηλικιωθεί πρώτα και μετά θα μπορούσε να φύγει.

Ο Αλέξανδρος στα δεκαέξι του χρόνια φαινόταν ολόκληρος άντρας. Πολύ ψηλός, με καλοφτιαγμένο σώμα, λόγω αθλητισμού και γυμναστηρίου. Πάρα πολύ όμορφος άντρας. Εκείνη την περίοδο χρειάστηκε η μάνα του να πάει στην Κύπρο για την κηδεία του πατέρα της. Εκείνες τις μέρες έφυγε κι ο πατέρας του για επαγγελματικό ταξίδι εκτός Αθηνών. Για πρώτη φορά έμεινε εντελώς μόνος του στο σπίτι. Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο θείος του. Είχε έρθει για να ελέγξει την κατάσταση. Εκείνος ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, αρκετά δυνατός για την ηλικία του. Κάθισαν στο σαλόνι κι έπιασαν συζήτηση.

«Μεγάλωσες κι έγινες πολύ όμορφος ανιψιέ. Δεν είναι λογικό ένα τόσο όμορφο παιδί να μην έχεις κάποιο φλερτ. Ουρά θα έπρεπε να τρέχουν οι γυναίκες πίσω σου», σχολίασε ο θείος του με πονηρό ύφος.

Ο Αλέξανδρος του είπε πως όλο και κάτι υπήρχε. Εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο μικρό μπαράκι που είχαν στο σαλόνι για να βάλει ποτό. Έφερε και δεύτερο ποτήρι για τον Αλέξανδρο. Η συζήτηση περί ερωτικών θεμάτων συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, γεγονός που τον παραξένεψε πολύ. Δεν συνήθιζε να το κάνει με την παρουσία των γονιών του. Επιτέλους, μετά από λίγο έφυγε για το σπίτι του. Ο Αλέξανδρος, ζαλισμένος λίγο από το αλκοόλ, έπεσε νωρίς για ύπνο.

Η νύχτα εκείνη έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό του. Συνέβη κάτι που θα τον σημάδευε για το υπόλοιπο της ζωής του. Η βραδιά δεν ήταν ήσυχη. Καταιγίδα είχε πιάσει από νωρίς κι οι κεραυνοί έπεφταν ασταμάτητα. Ο Αλέξανδρος όμως κοιμόταν βαριά κάτω από την επήρεια του αλκοόλ. Ξαφνικά ξύπνησε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Δύο χέρια τον είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι κι η κουβέρτα βρισκόταν πάνω στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Κι ήταν καλύτερο γιατί εκείνη τη στιγμή η ίδια η ζωή του θα του επιφύλασσε πόνο κι αηδία συνάμα. Προσπάθησε να ξεφύγει μα δεν τα κατάφερε. Πως να αποδράσει από τη μοίρα του; Δεν το έβαλε όμως κάτω.

«Φύγε από πάνω μου! Άσε με!», ούρλιαζε με δάκρια στα μάτια.

Δεν σταμάτησε να φωνάζει μέχρι που δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο. Ο δράστης κατάφερε να τον κάνει να χάσει για λίγο τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε τα δύο του χέρια ήταν δεμένα στο κρεβάτι κι η κουβέρτα συνέχισε να παραμένει μπροστά του να του κρύβει την άρρωστη αλήθεια. Εκείνος που βρισκόταν πάνω του, τού κατέβασε με δύναμη το εσώρουχο. Ένιωσε ότι του κατέβασε την ψυχή στα Τάρταρα. Ένα δυνατό σώμα έπεσε πάνω του, βαρύ σαν μολύβι. Μετά από λίγες στιγμές όλη του η ύπαρξη είχε κατακερματιστεί, είχε βιαστεί. Αυτές οι λίγες στιγμές ήταν αρκετές για να αφανιστεί ο ανδρισμός του. Αισθανόταν το κάτω μέρος του σώματός του νεκρό, να καίει από το αίμα του και τα υγρά που ξέρασε το μένος ενός φονιά. Φωτιά έκαιγε στα σωθικά του. Ένα ακόμα χτύπημα τον βρήκε στο πρόσωπο κι ένα βουητό στα αυτιά, όμοιο με τη σώψυχη κραυγή του. Αυτή τη φορά όμως πάλεψε και δεν έχασε τις αισθήσεις του. Κρατήθηκε με νύχια και με δόντια, ώστε να αντικρίσει έστω και για μια στιγμή εκείνον που του στέρησε την παρθενιά της αντρικής του φύσης. Μόνο να τον δει γιατί δεν είχε το σθένος να προβάλει καμία αντίσταση. Άκουσε τον βιαστή του να ντύνεται. Μετά από λίγο του έλυσε τα χέρια. Το στομάχι του ανακατεύτηκε στο άγγιγμά του άλλα έμεινε ακίνητος, ώστε να φαίνεται στα μάτια του άλλου αναίσθητος. Λίγο πριν φύγει από το δωμάτιο, ο Αλέξανδρος κατάφερε να τραβήξει λίγο την κουβέρτα από το πρόσωπό του. Πρόλαβε να δει τον άνθρωπο που του είχε καταστρέψει τη ζωή.

«Εσύ;», σπάραξε μέσα του.

Σοκαρίστηκε, όταν είδε τον θείο του. Μέσα στο λιγοστό φως φαινόταν τεράστιος, σιχαμερός με δύο μάτια να γυαλίζουν από την ηδονή που μόλις είχε εκμαιεύσει από το απείραχτο κορμί του. Με δυσκολία σηκώθηκε, όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει. Μπήκε στο μπάνιο παραπατώντας και κάθισε κάτω από το ανοιχτό ντους. Ούτε η πίεση του νερού δεν ήταν δυνατή, ώστε να γίνει κάθαρση για το μίασμα που είχε αφήσει στο σώμα του. Πρέπει να έμεινε εκεί τουλάχιστον μια ώρα. Το νερό είχε αρχίσει να παγώνει όταν σηκώθηκε. Ντύθηκε και μπήκε στο δωμάτιο του. Μάζεψε τα σεντόνια σε κουβάρι, ενθύμια ενός φόνου ψυχής, και τα έχωσε σε μια σακούλα σκουπιδιών. Έστρωσε το κρεβάτι του κι αφέθηκε εκεί, κλαίγοντας. Δάκρια καυτά έκαιγαν τα σεντόνια κι έμοιαζαν να θέλουν να το τρυπήσουν. Δεν αποκάλυψε σε κανέναν τίποτα. Ήταν ένα μυστικό που κράτησε μέσα του, δίχως να το μοιραστεί ποτέ.

Μετά από έναν χρόνο περίπου πέθανε η μητέρα του από καρκίνο στο στήθος. Λίγους μήνες μετά ακολούθησε κι ο θείος του. Κάποιος τον είχε δολοφονήσει. Θα μπορούσε να το είχε κάνει και ο ίδιος μα τον πρόλαβαν. Κάποιος τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Η θεία δίκη είχε έρθει γι’ αυτόν με τον καλύτερο τρόπο. Ο πατέρας του κληρονόμησε όλη αυτήν την τεράστια περιουσία. Το γεγονός δεν έκανε καμία αίσθηση στον Αλέξανδρο. Εξάλλου με τον πατέρα του δεν είχαν μετά το συμβάν τις καλύτερες σχέσεις.

Μόλις τελείωσε το σχολείο έφυγε για σπουδές στην Αγγλία. Λεφτά υπήρχαν, οπότε το εκμεταλλεύτηκε. Πέρασε πολύ καλά εκεί. Ξόδευε όσα μπορούσε για την καλοπέρασή του. Η ερωτική του ζωή ήταν άθλια όμως. Κάθε γυναίκα που γνώριζε, την έδιωχνε κακήν κακώς αμέσως μετά το σεξ. Πειραματίστηκε και με άντρες. Δεν ένιωσε κάτι το διαφορετικό ή το καλύτερο. Το μόνο που ήθελε μετά τη σεξουαλική πράξη ήταν να απομονωθεί. Κάθε βράδυ στο κρεβάτι του υπήρχε και κάποιο διαφορετικό πρόσωπο, θηλυκό ή αρσενικό. Κάποια στιγμή έμπλεξε και με ανθρώπους του υπόκοσμου που τον εκμεταλλεύονταν για το παρουσιαστικό του. Κατέληξε συνοδός σε πλούσιες κυρίες και κυρίους. Αναμενόμενο ήταν να αποκτήσει κι εχθρούς γι’ αυτόν τον λόγο. Πολλοί τον ζήλευαν γιατί είχε πέραση κι έβγαζε πολλά χρήματα. Η ζωή που ζούσε ήταν ποτισμένη με κίνδυνο. Μια νύχτα βρέθηκε μαχαιρωμένος σε κάποιο στενάκι του Λονδίνου. Κάποιος τον περιμάζεψε και τον πήγε στο νοσοκομείο. Ξύπνησε με φοβερούς πόνους στα πλευρά από τη μαχαιριά. Δεν θυμόταν τίποτα από το γεγονός. Αυτός ήταν κι ο λόγος που τελικά αποφάσισε να ξεκόψει από τον υπόκοσμο.

Τελείωσε τις σπουδές του κι επέστρεψε στην Ελλάδα. Ακολούθησε θεραπεία σε ψυχολόγο και τα πράγματα έφτιαξαν κάπως για αυτόν. Έκανε και μια μικρή σχέση λίγων μηνών. Βρήκε μια πολύ καλή δουλειά στο μουσείο του Ναυπλίου και μετακόμισε εκεί. Μετά από λίγο καιρό γνώρισε τη Ζωή. Με την οικογένεια του δεν κράτησε καμία επαφή. Τον πατέρα του δεν μπορούσε ούτε στα μάτια να τον κοιτάζει ύστερα από όσα του προκάλεσε ο αδελφός του.

Αυτό το πρόσωπο είχε πάρει κι ο δαίμονας εκείνο το βράδυ. Το πρόσωπο του θείου του. Άνοιξε τα μάτια μετά από αυτή την αναδρομή που είχε κάνει στο παρελθόν. Έπρεπε να βρει μια λύση. Ίσως να ήταν κι η μόνη λύτρωση για τα τόσα χρόνια που κρατούσε αυτό το μυστικό μέσα του. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Ρόδο. Το νησί των αντιθέσεων. Τα κοσμοπολίτικα θέρετρα κι οι ερημικές παραλίες, τα γραφικά χωριουδάκια κι οι καστροπολιτείες, τα ηλιοκαμένα αιγαιοπελαγίτικα τοπία κι οι καταπράσινες ρεματιές.

Με το που έφτασε στην πόλη της Ρόδου, πριν καν ψάξει να βρει κάποιο ξενοδοχείο, έβγαλε το χαρτάκι με τη διεύθυνση της γριάς. Δεν είχε σκοπό να χάσει άλλον χρόνο.

Περπατώντας στα σοκάκια της παλιάς πόλης, έφτασε μπροστά από ένα μικρό κατάστημα, πέτρινο με ξύλινα σκούρα κουφώματα. Η πόρτα της εισόδου ήταν ολάνοιχτη και στο πάνω μέρος υπήρχε ένας τεράστιος ξύλινος ήλιος. Το μαγαζί ονομαζόταν Κίρκη. Ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα. Παντού έκαιγαν αρωματικά στικς, ο χώρος μοσχοβολούσε. Μια ηλικιωμένη γυναίκα καθόταν σε έναν πάγκο με σκυμμένο το κεφάλι και με τα γυαλιά της στην άκρη της μύτης, κάτι ζωγράφιζε. Τα ρυτιδωμένα δάχτυλά της κρατούσαν ένα λεπτό πινελάκι και με σταθερότητα, ενός νεανικού χεριού, σχεδίαζε πάνω σε ένα πήλινο μενταγιόν. Ήταν αρκετά κοντή κι αδύνατη, με τα λευκά μαλλιά της καλοχτενισμένα σε έναν χαμηλό κότσο, ντυμένη με ένα μακρύ φόρεμα φαρδύ και πολύχρωμο. Καθώς τον αντίκρισε, του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο.

«Καλώς τον γιόκα μου! Σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;».

Τον είδε να περιεργάζεται τα αντικείμενα του χώρου. Η πολύχρονη εμπειρία της όμως τής υπεδείκνυε πως δεν είχε έρθει αυτός ο όμορφος άντρας στον χώρο της ως πελάτης. Το πρόσωπό του δεν έκρυβε κίνδυνο μα γνώση κι αναζήτηση.

«Εσείς φτιάχνεται όλα αυτά τα μικρά αριστουργήματα;».

«Χαίρομαι που σου αρέσουν παιδί μου. Είναι το μεράκι μου. Αυτό με κρατάει ακόμα στη ζωή».

«Φοράω κάτι δικό σας. Μου το έδωσε ένας καλός μου φίλος».

Ο Αλέξανδρος άνοιξε το κουμπί του πουκαμίσου του και φάνηκε το μενταγιόν που τού είχε δώσει ο Χρήστος. Η γριά το είδε και χαμογέλασε.

«Ναι, το θυμάμαι. Όμορφο κομμάτι. Ποιός καλός άνεμος σε έφερε όμως αγόρι μου σε μένα; Ήρθες για τουρισμό;».

Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε ήδη καταλάβει τον σκοπό της επίσκεψής του. Μέσα της έκρυψε μια ικανοποίηση.

«Με λένε Αλέξανδρο κι έρχομαι από το Ναύπλιο. Δεν βρίσκομαι εδώ για τουρισμό κυρία…».

«Κίρκη είναι το όνομά μου», είπε και τού πρόσφερε το ρυτιδιασμένο αλλά απαλό, σαν βελούδο, χέρι της.

«Χάρηκα. Ήρθα εδώ για να μάθω τι σημαίνει το σύμβολο από το μενταγιόν μου».

Με τα ακροδάχτυλά του κρατούσε το μενταγιόν, το οποίο αχνοέλαμπε. Ήταν πλέον σίγουρη πως ο νεαρός αυτός άντρας ήταν ο εκλεκτός του μενταγιόν.

«Τόσο δρόμο για μια ερώτηση που θα μπορούσες να κάνεις από το τηλέφωνο; Μάλλον θα είναι πολύ σημαντικό για σένα. Το σύμβολο αυτό γιέ μου είναι το σύμβολο της φωτιάς. Ένα από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Παντοδύναμο στοιχείο η φωτιά. Με αυτήν πεθαίνουν και γεννιούνται κόσμοι ολάκεροι. Όμως μόνη της δεν είναι και τόσο ισχυρή. Χρειάζεται και τα υπόλοιπα τρία στοιχεία για να αποδυναμώσουν κάθε κακό που υπάρχει».

Η γριά γυναίκα άφησε το πινέλο κάτω, σκούπισε τα λερωμένα, από μπογιά, χέρια της και πήγε σε μια μικρή βιβλιοθήκη στην άκρη του δωματίου. Άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα βελούδινο πουγκί. Το έφερε κοντά στον Αλέξανδρο και το άνοιξε. Υπήρχαν τρία σκαλιστά σύμβολα μέσα.

«Γη, νερό κι αέρας. Το τέταρτο, τη φωτιά, το φοράς στο λαιμό σου», συνέχισε να του λέει.

Το μενταγιόν του αέρα ήταν υπόλευκο κι είχε σαν σύμβολο ένα σκαλισμένο ισόπλευρο τρίγωνο με την κορυφή του να κοιτάζει προς τα πάνω. Μια παράλληλη γραμμή με τη βάση του τριγώνου, το χώριζε στα δύο. Της γης ήταν στο χρώμα του σκούρου κυπαρισσιού, ίδιο με του αέρα στο σχήμα, αλλά με την κορυφή του προς τα κάτω. Του νερού ήταν σκούρο γαλάζιο και το τρίγωνό του με την κορυφή κι αυτό προς τα κάτω αλλά χωρίς τη διαχωριστική γραμμή. Το δικό του, το αντίστοιχο της φωτιάς, ήταν ίδιο με αυτό του αέρα μα χωρίς διαχωριστική γραμμή κι αυτό και σε χρώμα πορτοκαλοκόκκινο. Αμέσως, στο μυαλό του Αλέξανδρου ήρθε το σχήμα του αρσενικού και του θηλυκού. Το αρσενικό, φαλλοκρατικό σχήμα, είναι συνήθως γωνία με την κορυφή προς τα πάνω σε αντίθεση με το θηλυκό που είναι σαν κούπα και έχει την γωνία κάτω. Ο συσχετισμός ήταν εκπληκτικός. Το δικό του και του Χρήστου ήταν καθαρά αρσενικά σε σχέση με τα σχήματα της γης και του νερού που έδειχναν θηλυκά.

«Είναι πανέμορφα. Φαντάζομαι πως θα έχεις πολλά αντίτυπα. Αλήθεια που βρήκες αυτά τα σύμβολα και τα έφτιαξες;».

«Τα συγκεκριμένα είναι μοναδικά. Είσαι τυχερός που έχεις το ένα από αυτά. Τώρα το πως τα βρήκα; Αυτή είναι μια ολόκληρη ιστορία. Αν μείνεις μέρες ευχαρίστως να έρθεις να σου την πω».

«Άλλη μια μέρα θα βρίσκομαι στο νησί μόνο, δυστυχώς».

Ο Αλέξανδρος προς στιγμήν φοβήθηκε πως δεν ήθελε να του μιλήσει η γυναίκα. Πως τον απέφευγε. Κατάλαβε, σύντομα, πως έκανε λάθος.

«Τότε αγόρι μου έλα αύριο το πρωί. Θα είμαι από νωρίς εδώ. Κρίμα που δεν θα μείνεις για την Πρωτοχρονιά. Είναι πολύ όμορφα στο νησί η αλλαγή του χρόνου».

Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε την ηλικιωμένη γυναίκα κι έφυγε για να βρει κάποιο κατάλυμα να ξεκουραστεί.

Η μέρα ήταν ακόμα ηλιόλουστη. Βαρέθηκε να κλειστεί σε τέσσερις τοίχους κι έτσι αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στην παλιά πόλη της Ρόδου. Η καρδιά του νησιού χτυπούσε μέσα στη μεσαιωνική της πόλη. Κόσμος πολύς γυρνούσε στα λιθόστρωτα σοκάκια της, παρότι ήταν χειμώνας. Περπάτησε τη Σωκράτους, όπου λάμβανε χώρα το πολύχρωμο παζάρι. Έστριψε δεξιά την Πανέτιου και βρέθηκε στην οδό των Ιπποτών. Τα μάτια του μαγνητίστηκαν από τον επιβλητικό όγκο του Καστέλου που στεκόταν στο ψηλότερο σημείο του κάστρου των ιπποτών. Η ιστορία του ήταν καταγραμμένη σε κάθε πέτρα. Μια ιστορία αιώνων.

Διαβάζοντας για το συγκεκριμένο παλάτι από έναν τουριστικό οδηγό που είχε, ο Αλέξανδρος σταμάτησε στο σημείο που ανέφερε πως κάποτε ήταν κτισμένο εκεί το αρχαίο ιερό του Ηλίου. Άλλο ένα κομμάτι του πάζλ που προσπαθούσαν να συναρμολογήσουν. Δεν ήταν τυχαίο τελικά που βρέθηκε στη Ρόδο.

Εκεί κοντά είδε διάφορα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει ένα του γούστο του. Δεν ήταν τουριστική περίοδος κι έτσι τα περισσότερα ήταν ακόμα διαθέσιμα. Τακτοποιήθηκε κι έπεσε να ξεκουραστεί.

Ξύπνησε το απόγευμα από το δυνατό χτύπημα του παραθύρου. Είχε πιάσει έξω πολύ δυνατός άνεμος. Η θάλασσα είχε αφρίσει. Τεράστια κύματα χτύπαγαν με δύναμη το λιμάνι. Τα δέντρα λύγιζαν κατά τη φορά του ανέμου. Ντύθηκε και κατέβηκε για μια βόλτα. Δεν μπορούσε να κάθεται κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Με το που βγήκε εξω, ένιωσε μια δυνατή ριπή αέρα να του χαστουκίζει το πρόσωπο. Τα μαλλιά του ανέμιζαν προς κάθε κατεύθυνση. Ανέβασε το φερμουάρ του τζάκετ του μέχρι πάνω κι έχωσε τα χέρια του βαθιά στις τσέπες του.

Περπατώντας στα πέτρινα δρομάκια της πόλης, είδε από μακριά έναν νεαρό με αρκετά σκούρα επιδερμίδα να χάνει την ισορροπία του και να πέφτει στο πεζοδρόμιο. Έτρεξε και τον βοήθησε να σηκωθεί.

«Είστε καλά;» τον ρώτησε.

Τότε παρατήρησε πως το ένα του πόδι ήταν αρκετά πιο κοντό από το άλλο. Είχε χοντρά κι άσχημα χαρακτηριστικά μα μια μαγευτική λάμψη στα μάτια. Παρόλη την ασχήμια του, ο Αλέξανδρος τον βρήκε αρκετά ελκυστικό. Του έδωσε το μπαστούνι που είχε πέσει στο πεζοδρόμιο και του χαμογέλασε.

«Σε ευχαριστώ φίλε μου. Μερικές φορές η αναπηρία μου δεν με βοηθάει και σωριάζομαι στον δρόμο. Τελικά η ζωή είναι άδικη. Εκτός από την ασχήμια, μού χάρισε κι αναπηρία. Άδικος κόσμος».

Ο τρόπος που μιλούσε ήταν τόσο γαλήνιος που ο Αλέξανδρος εντυπωσιάστηκε.

«Η ομορφιά φίλε μου κρύβεται μέσα μας. Μπορεί να μην έχεις χαρακτηριστικά μοντέλου αλλά στα μάτια μου φαίνεσαι πολύ όμορφος… Μην παραξενεύεσαι με τα λόγια μου. Όταν βλέπω κάτι όμορφο, το θαυμάζω και δεν διστάζω να το εκφράσω».

«Αυτό δείχνει καλοσύνη, δύναμη και παρορμητισμό. Είσαι καθαρόαιμο παιδί της φωτιάς».

Ο Αλέξανδρος πάγωσε. Έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

«Α, ναι, μη δίνεις σημασία. Απλώς ασχολούμαι λίγο με τα μεταφυσικά. Η δουλειά μου είναι πολύ κουραστική κι όλα αυτά με κάνουν να ξεχνιέμαι. Σιδηρουργός είμαι. Σκληρή δουλειά. Θέλει μπράτσα γερά. Φτιάχνω βέβαια και κοσμήματα. Από χαλκό κι άλλα μέταλλα. Μην σε κρατάω όμως από τη βόλτα σου. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς άλλο για μένα. Είμαι πολύ καλά».

Ο Αλέξανδρος αναρωτήθηκε πώς μπορούσε αυτός ο σκληρός, κατά τ’ άλλα, άντρας να κρύβει τόση μεγάλη ευαισθησία μέσα του. Καλλιτεχνική φλέβα.

«Να προσέχεις πιο πολύ στο μέλλον. Και μην αποκαλείς τον εαυτόν σου άσχημο. Η καλή σου καρδιά σε κάνει όμορφο».

Τα λόγια έφευγαν από το στόμα του σαν ανεξέλεγκτος χείμαρρος.

«Κι εσύ να θυμάσαι πως ο καθένας σε αυτή τη ζωή παίρνει αυτό που του αξίζει. Εκείνοι που μας κάνουν κακό κάποια στιγμή παίρνουν το μάθημά τους από την ίδια τη ζωή. Κι αυτό το έχεις δει και μέσα στην οικογένεια σου. Είσαι πολύ δυνατός κι η φωτιά που καίει μέσα σου θα είναι σύμμαχος σε όλες τις δυσκολίες που θα σε βρουν. Θα είσαι νικητής όμως», και χωρίς να τελειώσει τη φράση του, έφυγε κουτσαίνοντας, αφήνοντας άφωνο τον Αλέξανδρο.

Πριν χαθεί στην άκρη του δρόμου μια χαλκόχρωμη αύρα τον τύλιξε. Η αύρα αυτή ανέβηκε αργά στον ουρανό κι ενώθηκε με τη χάλκινη χροιά του δειλινού. Πως ήταν δυνατόν ένας άγνωστος να ξέρει τόσα πολλά και να αφήνει με τα λόγια του τέτοιες αιχμές; Συνέχισε τη βόλτα του χαμένος στις σκέψεις του μέχρι που σκοτείνιασε κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στο δωμάτιο του.

Την επόμενη μέρα ο καιρός ευτυχώς είχε φτιάξει. Ο ήλιος, ο προστάτης του νησιού, ζέσταινε την κάθε γωνιά του. Ο Αλέξανδρος ήδη βρισκόταν στον δρόμο για τη γριά Κίρκη. Ανυπομονούσε να ακούσει την ιστορία της. Έφτασε στο μαγαζί της κι η πόρτα για μια ακόμα φορά ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα και την είδε να φτιάχνει καφέ. Το δυνατό του άρωμα τον ξύπνησε για τα καλά.

«Καλημέρα αγόρι μου σε περίμενα», του είπε με ένα χαμόγελο που αμέσως του έφτιαξε τη διάθεση.

Είχε φτιάξει δυνατό καφέ για να τον κρατήσει ξύπνιο γιατί η ιστορία της μπορεί να τον κούραζε. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε και της είπε πως σίγουρα δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Περίμενε πως και πως να την ακούσει. Του πρόσφερε τον καφέ και κάθισε απέναντί του.

Όταν γινόταν η μοιρασιά της γης από τους θεούς, η Ρόδος δεν υπήρχε στην επιφάνεια της θάλασσας μα ήταν βυθισμένη. Έτσι λοιπόν οι θεοί μοίρασαν τη στερεή γη μεταξύ τους. Ο Ήλιος δεν βρισκόταν εκεί, έλειπε σε ταξίδι, οπότε ξέχασαν να του βγάλουν κλήρο. Όταν το έμαθε ο Δίας, θέλησε να κάνει διανομή εκ νέου. Δεν συμφώνησε όμως ο Ήλιος γιατί έβλεπε να αναδύεται από τη θάλασσα μια νέα χώρα, οπότε και πρότεινε να πάρει αυτήν. Ορκίστηκε λοιπόν η Λάχεσις, υπό το πρόσταγμα του Δία, πως η νέα αυτή χώρα θα ανήκει στον Ήλιο. Όταν τελικά εμφανίστηκε το όμορφο αυτό νησί, τού το παραχώρησαν. Εκεί ο θεός αγάπησε τη νύμφη Ρόδο κι έκανε τους επτά γιούς του. Έδωσε λοιπόν στο νησί το όνομα της αγαπημένης του νύμφης.

Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν μια περίεργη φυλή ανθρώπων που τους παρομοίαζαν με δαίμονες. Το όνομα τους ήταν Τελχίνες, λέξη που προέρχεται από το ρήμα “θέλγω”. Όντως ήταν γόητροι και μάγοι, φοβεροί στις τέχνες. Πρώτοι κατασκεύασαν αγάλματα των Θεών που κοσμούσαν πολλούς ναούς. Ήταν καλοί ναυτικοί και πολλοί λένε πως ήρθαν από την Κύπρο και την Κρήτη γι’ αυτό και το παρουσιαστικό τους ήταν άγριο και μελαμψό. Είχαν την εύνοια πολλών από τους θεούς και τους αντάμειβαν πλουσιοπάροχα.

Στο νησί αυτό φύτρωσαν κι οι μηλιές με τους χρυσούς καρπούς που κατέληξαν στον κήπο των Εσπερίδων. Με τον θάνατο του Λάδωνα και τη μεταμόρφωσή του σε δαίμονα, οι Θεοί περίμεναν την εκδίκησή του προς τον Ηρακλή. Ο δαίμονας αυτός όμως είχε άλλα σχέδια. Ήθελε να εκδικηθεί τους ανθρώπους για την κατάντια του. Χάθηκε σε μια σπηλιά για να μην τον βρίσκει ούτε ο Ήλιος και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδικηθεί. Ο Ήλιος τότε για να γλιτώσει τους ανθρώπους από το κακό, που ο ίδιος δημιούργησε, χώρισε τη δύναμή του σε τέσσερα κομμάτια. Το πρώτο το έδωσε στη Γη, το δεύτερο στο νερό, το τρίτο στον αέρα και το τελευταίο και πιο αγαπημένο, στη φωτιά που ήταν και δικό του δημιούργημα. Όταν θα εμφανιζόταν ο δαίμονας, αυτά τα τέσσερα στοιχεία θα έπρεπε να ενωθούν για να ανοίξει ο δρόμος και να περάσει ο Ήλιος για να τον εξαφανίσει.

Όλη αυτή η ιστορία ανακαλύφθηκε αποτυπωμένη σε τοιχογραφία σε έναν ναό στο νησί της Ρόδου. Στον ναό αυτόν βρέθηκε κι ένα αγγείο με τέσσερα σύμβολα ζωγραφισμένα επάνω του, όπου το κάθε ένα από αυτά άνηκε στα τέσσερα στοιχεία στα οποία ο Ήλιος μοίρασε τη δύναμή του. Το αγγείο αυτό πιστεύουν ότι είναι η πύλη που θα περάσει ο θεός για να σκοτώσει τον δαίμονα. Το συγκεκριμένο αγγείο έσπασε σε τέσσερα κομμάτια, τα οποία με άγνωστο τρόπο εξαφανίστηκαν και κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να βρει.

«Και πως τα είδατε εσείς αυτά τα σύμβολα;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όταν ήμουν νέα είχα ένα όραμα, όπου μου εμφανίστηκαν πεντακάθαρα αυτά τα τέσσερα σχήματα. Αμέσως τα ζωγράφισα σε ένα χαρτί για να μην τα ξεχάσω. Τον καιρό που είδα το όραμα, υπήρχε ένας ιερέας εδώ στη Ρόδο, ο οποίος ήταν εκατόν πέντε ετών. Ο μοναδικός που είχε αντικρίσει τα σύμβολα αυτά πάνω στο ίδιο το αγγείο πριν εξαφανιστεί.  Ήταν μακρινός μου συγγενής και του μίλησα για το όραμα. Του έδειξα τα σχέδια και μόλις τα είδε, τα θυμήθηκε αμέσως. Μου είπε όλη αυτή την ιστορία και με διαβεβαίωσε πως στο μέλλον θα μου χρειαστούν. Θα ερχόταν η μέρα που θα έπρεπε να τα παραδώσω στον κατάλληλο άνθρωπο, ο οποίος θα τα χρησιμοποιούσε για καλό σκοπό. Τα χρόνια περνούσαν κι έβλεπα πως δεν ερχόταν ο εκλεκτός. Φοβήθηκα πως θα πεθάνω κι όλο αυτό το μυστικό θα το πάρω στον τάφο μου. Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω τέσσερα μενταγιόν. Τα πρωταρχικά τα έφτιαξα από πηλό που βρήκα στον ναό με το αγγείο. Κατασκεύασα και κάποια αντίγραφα από τα μενταγιόν. Έτσι αποφάσισα να τα στείλω σε διάφορα καταστήματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό».

«Και πως ήρθε σε μένα το πρωτότυπο;», ρώτησε ο Αλέξανδρος με έκδηλη την ανυπομονησία του.

«Γριά γυναίκα είμαι γιέ μου κι η όρασή μου με πρόδωσε. Έκανα λάθος κι έστειλα στο Ναύπλιο το πρωτότυπο. Ήξερα όμως πως με κάποιον τρόπο θα επέστρεφε σε μένα και μάλιστα με τον άνθρωπο, στον οποίο θα άνηκε. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Ήρθες εσύ».

Η αποκάλυψη εκείνη βγήκε σαν βάρος από μέσα της με μια ανάσα που μετέφερε χρόνια.

«Και μάλιστα είμαι σίγουρη πως εσύ είσαι ο εκλεκτός. Όπως είμαι σίγουρη πως υπάρχουν και πολλά ακόμα που σε βασανίζουν και δεν μου τα έχεις πει. Μπορώ να σε βοηθήσω αν μου μιλήσεις».

Ο Αλέξανδρος δίστασε για λίγο. Μετά όμως αποφάσισε να πει όλη την ιστορία στη γριά. Το ένστικτο του έλεγε πως αυτό είναι το σωστό. Εξιστόρησε λοιπόν στην Κίρκη όλα όσα τους είχαν συμβεί, μέχρι εκείνη την ώρα. Της μίλησε αναλυτικά και για τους τρεις φίλους του.

Η γριά γυναίκα τότε του πρότεινε πως να μοιράσει τα υπόλοιπα μενταγιόν στους φίλους του. Σύμφωνα με την πρόχειρη εκτίμηση που είχε κάνει, το μενταγιόν του νερού έπρεπε να δοθεί στη Ζωή, της γης στη Φανή και του αέρα στον Χρήστο. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος βέβαια γνώριζε τις ιδιότητες του χαρακτήρα του καθενός, ζήτησε να μάθει κι άλλες λεπτομέρειες μα η γριά Κίρκη δεν φαινόταν να γνωρίζει κάτι παραπάνω.

«Αγόρι μου τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Εγώ το μόνο που μπορώ πλέον να πω είναι να έχετε καλή τύχη. Ο Θεός μαζί σας».

Η γυναίκα σηκώθηκε κι έφερε για μια ακόμα φορά το βελούδινο πουγκί με τα τρία σύμβολα. Τους πέρασε ένα δερμάτινο σκοινάκι και τα ξαναέβαλε στο πουγκί. Τα έδωσε στον Αλέξανδρο, αφού του εξήγησε τι συμβολίζει το καθένα από αυτά. Την ευχαρίστησε θερμά και της άφησε το τηλέφωνό του για οποιαδήποτε ανάγκη παραστεί.

Την ώρα που έβγαινε από την πόρτα, άκουσε τη φωνή της γριάς Κίρκης που τον σταματούσε.

«Α, Αλέξανδρε! Κάτι ξέχασα να σου πω. Υπάρχει ένας ακόμα μύθος που ψάχνω για το πέμπτο στοιχείο της φύσης, τον αιθέρα!».

«Σωστά, υπάρχει κι ο αιθέρας», προβληματίστηκε ο Αλέξανδρος.

«Είμαι κοντά στα χνάρια του. Μόλις ανακαλύψω την ιστορία του θα σε ενημερώσω. Είμαι σίγουρη ότι θα σου χρειαστεί».

«Αιθέρας…».

Τον φίλησε στο μάγουλο κι αποχαιρετίστηκαν.

Την άλλη μέρα το πρωί πήρε την πρώτη πτήση για Αθήνα. Αργά το μεσημεράκι επέστρεψε στο Ναύπλιο. Επόμενη κίνησή του ήταν να μοιράσει στους υπόλοιπους το στοιχείο που τους ανήκει και να τους αποκαλύψει τη συνάντησή του με τον δαίμονα.  Ένιωθε ευχαριστημένος και περήφανος με την επιτυχία του. Η φωτιά έκαιγε μέσα του και τον έκανε ακόμα πιο δυνατό.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 7ο

fire-element-symbol-ql2-prints

Κεφάλαιο 7

Στο βωμό των Θεών

 

 

Μετά εκείνη τη φρικτή απαγωγή της κόρης της οι νύχτες της Φανής έγιναν δραματικές. Ύπνος δεν την έπιανε ή, όταν κατάφερνε να κλείσει έστω για λίγο τα βλέφαρά της, εφιάλτες τη στοίχειωναν. Το τελευταίο βράδυ, όπου είχε πλέον εξασθενήσει αρκετά, κατάφερε για λίγες στιγμές να αφεθεί στην κούρασή της και να κοιμηθεί. Ήταν περισσότερο λήθαργος παρά ύπνος ξεκούρασης.

Γύρω της υπήρχε ένα δάσος κάπως σκοτεινό, σκεπασμένο με μια θολή ομίχλη, σαν σεντόνι καμωμένο από ζάχαρη. Η ίδια έστεκε μπροστά από το δάσος γυμνή κι έψαχνε για την κόρη της. Τα δέντρα και κάθε λογής προϊόν της γης παραμέριζαν στο πέρασμα της, βοηθώντας τη στην αναζήτησή της. Οι αγκαθωτοί θάμνοι μετατρέπονταν σε μαλακά χόρτα, ώστε να μην πληγώσουν τα γυμνά της πόδια. Τα δέντρα ανασήκωναν με μια κίνηση τα χαμηλά κλαδιά τους, για να μην τη χτυπήσουν. Πέτρες υπερυψώνονταν στα ρυάκια, για να της φτιάξουν μονοπάτι να περάσει. Κι εκείνη η ζαχαρένια ομίχλη της δρόσιζε τα κουρασμένα πόδια της.

Ξάφνου σε ένα ξέφωτο απέναντί της αντίκρισε μια διάφανη σφαίρα να αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω από το καταπράσινο χορτάρι. Η διάφανη αυτή σφαίρα δεν ήταν άδεια. Μέσα της βρισκόταν ένα μικρό κορίτσι. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Έτρεξε με λίγες δρασκελιές κοντά της. Η Αγνή προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποδεσμευτεί από εκείνη τη παράξενη φυλακή όπου ήταν κλεισμένη. Η Φανή προσπάθησε να χώσει τα χέρια της μέσα σε εκείνη την αιωρούμενη φούσκα μα ήταν αδύνατον. Ήταν αδιαπέραστη, ελαστική αλλά αδιαπέραστη. Η μικρή δεν έκλαιγε, μόνο την κοιτούσε και χαμογελούσε με εκείνα τα τεράστια μάτια της να λάμπουν. Μπορούσε να διακρίνει τον απελπισμένο εαυτό της μέσα σε αυτά τα κρυστάλλινα μάτια. Είχε πέσει στα γόνατα και με τις γροθιές της προσπαθούσε να εισχωρήσει μέσα στη σφαίρα, κλαίγοντας. Σήκωσε τα μάτια της ψηλά κι είδε την Αγνή να έχει απλώσει το αφράτο χεράκι της προς αυτήν και να την καλεί.

«Έλα μαζί μου μανούλα, μου έλειψες».

Το χέρι της Φανής έγινε σιδερένια γροθιά και διαπέρασε τη φούσκα, πιάνοντας το κάτασπρο μαλακό της χέρι. Η μικρή με μια ασύλληπτη δύναμη την τράβηξε μέσα στη σφαίρα. Έτσι βρέθηκαν να πετάνε κι οι δύο πιασμένες χέρι με χέρι σε έναν καθάριο, σχεδόν διάφανο, ουρανό. Από κάτω διακρινόταν η καταπράσινη γη, αμόλυντη και παρθένα. Παροδικά, υψώνονταν ναοί από λευκό μάρμαρο και τεράστιες κολώνες. Σαν να είχαν κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο κι έβλεπαν μπροστά τους εικόνες από την αρχαία Ελλάδα. Σε ένα άλλο ξέφωτο παρακάτω η Φανή παρατήρησε ανθρώπους με αέρινες χλαμύδες, ανέμελους και με καλή διάθεση στο πρόσωπο. Οι γυναίκες, σαν αρχαίες θεές, με μαλλιά πιασμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και πλούσιες μπούκλες να πέφτουν στους ώμους τους, έκαναν βόλτα σε δρόμους με λευκές μαρμάρινες πλάκες φυτεμένες μέσα στο πράσινο χαλί της γης. Υγιή κορμιά και διαυγή πρόσωπα υπήρχαν παντού. Ξάφνου μέσα από μια εκκωφαντική βοή και μια πορφυρή λάμψη, όλα άλλαξαν γύρω τους. Απανθρακωμένα δάση, άψυχα ζώα σκόρπια παντού, φωτιά και θλίψη κυριαρχούσε παντού. Ανθρωπόμορφα πτηνά, σαν ερινύες, πετούσαν στον αέρα, ψάχνοντας τις άψυχες σάρκες των ζώων για να τις καταβροχθίσουν. Άγνωστα κερασφόρα πλάσματα, αρχαίοι δαίμονες, έτρεχαν και πηδούσαν στο έδαφος, με πρόσωπα γελαστά, μάσκες χαρούμενες από τον πόνο και την αγωνία που μύριζε ο αέρας. Λίγο παρά κάτω ορθωνόταν ένας τεράστιος πέτρινος βωμός, πασαλειμμένος με αίμα. Τον βωμό εκείνο περικύκλωναν δώδεκα βράχοι, πάνω στους οποίους βρίσκονταν δεμένοι δώδεκα πλάσματα, έξι αρσενικά και έξι θηλυκά. Εκτός από τις αλυσίδες τούς περικύκλωναν δαίμονες, οι οποίοι τούς έγδερναν με τα νύχια τους, τούς χλεύαζαν και τους βασάνιζαν. Με κοφτερά δόντια, τούς ξέσκιζαν τα σωθικά και τα εναπόθεταν στο κεντρικό βωμό. Περιμετρικά του βωμού έστεκαν τέσσερις επιπλέον βράχοι. Πάνω τους ήταν σκαλισμένα κάποια παράξενα σύμβολα, τα οποία δεν μπορούσε να διακρίνει από τόσο μακριά. Καθένας από εκείνους τους βράχους είχε κι ένα διαφορετικό χρώμα. Ο βορινός βράχος, πίσω από τον αιματοβαμμένο βωμό ήταν λευκός, σχεδόν διάφανος. Εκ διαμέτρου απέναντι του διάφανου βράχου υπήρχε ένας καφεπράσινος, καλυμμένος με βρύα. Δεξιά τους έστεκε ένας γαλάζιος, υγρός βράχος και τέλος αριστερά ένας πορτοκαλοκόκκινος, που έδινε την εντύπωση πως τον έγλυφαν πύρινες φλόγες. Σκόρπιες αλυσίδες περιέβαλλαν εκείνους τους τέσσερις βράχους, δεσμά που περίμεναν τέσσερα ακόμα θύματα προς θυσία. Χωρίς να το αντιληφθεί η Αγνή απελευθέρωσε το χέρι της και, σαν να είχε βγάλει διάφανα φτερά την πλάτη, πέταξε προς τον βωμό. Η Φανή έμεινε μετέωρη στον αέρα, παρακολουθώντας άναυδη τη σκηνή. Η μικρή προσγειώθηκε πάνω στην αιματοβαμμένη πέτρα. Έγινε ένα με δαύτη, σαν ένα πέτρινο, χαμογελαστό άγαλμα, με το δεξί της χέρι να καλεί τη μητέρα της να την ακολουθήσει. Η Φανή ένιωσε το σώμα τα να βαραίνει, λες κι ήταν από πέτρα κι αυτό, κι άρχισε να πέφτει. Έβλεπε κάτω από τα πόδια της τη γη να πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Λίγο πριν συγκρουστεί με το έδαφος ξύπνησε τρομαγμένη και κάθιδρη.

Ο Χρήστος κοιμόταν παραδίπλα της, κρατώντας της το χέρι σαν να ήταν μικρό παιδί κι είχε την ανάγκη του. Ήταν όμως τόσο παραδομένος στην κούρασή του που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβε την αδελφή του, η οποία ξύπνησε ταραγμένη. Η Φανή είχε ακόμα τη μορφή της κόρης της στο μυαλό που την καλούσε να πάει κοντά της. Ένιωθε εγκλωβισμένη σε ένα αδιέξοδο. Ολάκερος ο κόσμος γύρω της ήταν ένα απέραντο αδιέξοδο. Μετά από εκείνο το όνειρο ήταν πεπεισμένη πως η μικρή της κόρη δεν υπήρχε πλέον στη ζωή. Το όνειρο ήταν προφητικό. Εξάλλου αν ήταν ακόμα ζωντανή, οι απαγωγείς της θα είχαν επικοινωνήσει τόσο καιρό μαζί τους. Θα είχαν ζητήσει λεφτά, ανταλλαγή, κάτι που να δείχνει πως το μωρό της ήταν ζωντανό. Όμως δεν είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Καμία επαφή, καμία ένδειξη ζωής. Το σπίτι γύρω της έμοιαζε πλέον φυλακή και οι σιδεριές την έπνιγαν. Δεν έβρισκε νόημα κι αξία στη ζωή που της είχε χαριστεί. Ούτε η αγάπη του αδελφού της μπορούσε να καλύψει το κενό της κόρης της. Τράβηξε απαλά το χέρι της από το κράτημα του Χρήστου κι αθόρυβα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κατέβηκε σαν υπνωτισμένη στο σαλόνι. Στον καναπέ κοιμόνταν αγκαλιασμένοι ο Αλέξανδρος με τη Ζωή. Βλέποντας την αγάπη ζωγραφισμένη στις εκφράσεις τους δημιουργήθηκε ένα μεγαλύτερο κενό στην ψυχή της. Η ευτυχία των άλλων γινόταν δυστυχία γι’ αυτήν. Κινήθηκε αθόρυβα ώστε να μην τους ξυπνήσει. Διέσχισε το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το πορτάκι του φαρμακείου κι είδε μπροστά της εκείνο το μικρό μπουκαλάκι με τα υπνωτικά χαπάκια, που χρησιμοποιούσε σπανίως για κάποιες μέρες αϋπνίας. Δίχως να το σκεφτεί έριξε στη χούφτα της όσα μπορούσε από εκείνα τα μικρά λευκά χαπάκια και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Κάθε χαπάκι και θάνατος, κι ο θάνατος για εκείνη λύτρωση. Ανέβηκε, νυχοπατώντας, στον πρώτο όροφο πάλι και χώθηκε στο μπάνιο. Γέμισε τη μπανιέρα με χλιαρό νερό και μπήκε μέσα. Έβαλε τη ροζ πετσέτα, που σκούπιζε το κορμάκι της η Αγνή, πίσω από το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια και περίμενε την κάθαρση να έρθει, έτσι όπως χάιδευε το νερό το κορμί της. Δεν αισθάνθηκε τίποτα το περίεργο, το επίπονο, μόνο μια λυτρωτική χαλάρωση. Ένας βαθύς ύπνος την αγκάλιασε κι αυτή τη φορά χωρίς κανένα όνειρο.

Η Ζωή άνοιξε τα μάτια της. Ένας μικρός ήχος από στάλες νερού την ξύπνησε. Αφουγκράστηκε στην ησυχία του σπιτιού κι αμέσως κατάλαβε πως ο ανεπαίσθητος εκείνος θόρυβος προερχόταν από το μπάνιο του πάνω ορόφου. Καταπίνοντας ένα χασμουρητό ανέβηκε στο μπάνιο κι άνοιξε την πόρτα. Η εικόνα της Φανής στην μπανιέρα την έκανε να παγώσει. Η βρύση έσταζε πάνω στο νερό που αγκάλιαζε το αναίσθητο κορμί της. Έβγαλε μια κραυγή και σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχαν φτάσει ο Αλέξανδρος κι ο Χρήστος. Με το που αντίκρισε το θέαμα ο αδελφός της, χλόμιασε. Τα γυμνά του πόδια είχαν βγάλει ρίζες και ένιωθε το παγωμένο του κορμί αδύνατο στο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, πέρα από το να κοιτάζει τη Φανή μέσα στο νερό.

«Τι συνέβη εδώ; Τι έγινε;», ρώτησε ο Αλέξανδρος, ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο.

«Δεν ξέρω! Έτσι τη βρήκα», κλαψούριζε η Ζωή.

«Γιατί στέκεστε έτσι; Τι περιμένετε; Να πεθάνει; Τρέχω να πάρω το ασθενοφόρο», είπε ο Αλέξανδρος κι ευθύς άρχισε να κατεβαίνει δύο δύο τα σκαλιά προς το σαλόνι.

«Χρήστο, κάνε κάτι, μη στέκεσαι ακίνητος. Χρήστο!», ούρλιαξε η Ζωή.

Τον ταρακουνούσε και συνέχισε να του φωνάζει μα ο Χρήστος δεν είχε πλέον επαφή με το γύρω περιβάλλον. Όλα μπροστά του έμοιαζαν θολά και βουβά, σαν ταινία παλιού αμερικάνικου κινηματογράφου. Ο Αλέξανδρος ανέβηκε γρήγορα και σταμάτησε μπροστά του. Τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο.

«Σύνελθε, επιτέλους!», φώναξε με όλη του τη δύναμη.

Ένα έντονο κάψιμο ένιωθε στο αριστερό του μάγουλο και μια γεύση σιδήρου στο στόμα. Όμως τα πόδια του κινήθηκαν, το σώμα του είχε ξυπνήσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη έπιασε τη Φανή και μαζί με τη Ζωή την έβγαλαν από τη μπανιέρα. Την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, της αφαίρεσαν τα βρεγμένα ρούχα, σκουπίζοντάς την και φορώντας της ένα ζεστό μπουρνούζι. Ο Χρήστος με χέρια που έτρεμαν πλέον προσπαθούσε να βρει σφυγμό αλλά εκείνη η νευρικότητα στάθηκε εμπόδιο στο να καταλάβει αν ένιωθε κάποια ένδειξη ζωής στο σώμα της αδελφής του.

«Έχει πεθάνει… Έχει πεθάνει…», μονολογούσε με φωνή μονότονη.

«Πάψε! Δεν ξέρεις τι λες», φώναξε η Ζωή.

Μέσα σε λίγα λεπτά ακούστηκε μια σειρήνα να σταματάει έξω από το σπίτι τους. Είχε φτάσει το ασθενοφόρο. Δύο νοσοκόμοι όρμησαν μέσα, ανέβηκαν τις σκάλες και με κινήσεις σταθερές έβαλαν τη Φανή στο φορείο. Έξω μόλις είχε αρχίσει να χαράζει. Γκριζαρισμένα και βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό. Σταγόνες βροχής ενώνονταν με τα δάκρια του Χρήστου καθώς έμπαινε μέσα στο ασθενοφόρο. Ο Αλέξανδρος κι τη Ζωή ακολούθησαν με το αυτοκίνητο. Το νοσοκομείο του Ναυπλίου δεν διανυκτέρευε οπότε αναγκάστηκαν να την πάνε στο Άργος. Τα δέκα λεπτά απόστασης τους φάνηκαν ώρες ατελείωτες. Ο γιατρός έδωσε αμέσως εντολή να μπει στην εντατική. Ο Χρήστος περίμενε απ’ έξω σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Δεν ήθελε καμία επαφή με άνθρωπο εκείνη τη στιγμή. Τον πλησίασε ο Αλέξανδρος και προσπάθησε να τον παρηγορήσει.

«Όλα θα πάνε καλά, αδελφέ! Όλα θα πάνε καλά…».

«Η αδελφή μου είναι στην εντατική, η ανιψιά μου αγνοείται, η ζωή μας κινδυνεύει, κι εσύ μου λες πως όλα θα πάνε καλά; Άντε παράτα με ρε Αλέξανδρε! Παρατήστε με όλοι σας! Δεν μπορώ ρε άλλο. Γιατί δεν το καταλαβαίνετε; Είμαι δειλός! Δεν μπορώ».

Ο Χρήστος είχε σηκωθεί από το κάθισμά του και σπάραζε. Τα μάτια του έτρεχαν ποτάμια.

«Σταμάτα, σε παρακαλώ».

Ο Αλέξανδρος τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε. Ο Χρήστος ξέσπασε σε λυγμούς. Έχωσε το κεφάλι του στον λαιμό του φίλου του κι αφέθηκε στο λυτρωτικό του κλάμα.

Η ώρα περνούσε και δεν είχαν ακόμα κάποιο νέο για την κατάσταση της Φανής. Ο Χρήστος αγωνιούσε αλλά πιο χαλαρός ύστερα από το ξέσπασμά του. Έκλεισε τα μάτια και χάθηκε στις σκέψεις του. Η Ζωή κι ο Αλέξανδρος πιο δίπλα συζητούσαν χαμηλόφωνα. Πότε πότε έριχναν ματιές τριγύρω μήπως βρουν κάποιον γιατρό να τους ενημερώσει. Λίγη ώρα μετά βγήκε μια νοσοκόμα, φωνάζοντας το επίθετο του Χρήστου. Κι οι τρεις έτρεξαν προς το μέρος της.

«Εσείς είστε ο κύριος Εμπέογλου; Χρήστος Εμπέογλου;».

«Ναι, εγώ. Πως είναι η αδελφή μου;».

«Κάναμε πλύση στομάχου στην κυρία Εμπέογλου αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμα. Πολύ δύσκολη περίπτωση ύστερα από τόσα χημικά που πέρασαν στον οργανισμό της. Η κυρία Εμπέογλου είναι πολύ δυνατή γυναίκα αλλά κι ακόμα περισσότερο τυχερή που παραμένει ζωντανή. Κάποιον θεό είχε δίπλα της. Για περισσότερες όμως λεπτομέρειες θα πρέπει να απευθυνθείτε στον γιατρό της», τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση η νοσοκόμα.

Ο Χρήστος λύγισε στα πόδια του κι έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Η αδελφή του είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Για πρώτη φορά μετά από ώρες ένιωσε τον αέρα λυτρωτικό να γεμίζει τα πνευμόνια του.

Ο γιατρός ύστερα από αρκετή ώρα βγήκε από το δωμάτιο της Φανής. Ήταν ένας πανύψηλος, μελαχρινός άντρας με ογκώδες παρουσιαστικό που βλέποντάς τον νόμιζες πως έχεις μπροστά σου έναν γίγαντα μυθολογίας. Η κορμοστασιά του απέπνεε δύναμη κι εμπιστοσύνη. Είχε κι εκείνη την παράξενη αύρα γύρω του, γνώριμη στον Χρήστο.

«Εσύ πρέπει να είσαι ο αδελφός της κυρίας Εμπέογλου, σωστά;», ρώτησε ο γιατρός τον Χρήστο, χαμογελώντας.

Ο Χρήστος έγνευσε καταφατικά.

«Μοιάζετε αρκετά οι δυο σας. Μάρκος Ολυμπίου, χάρηκα».

Μάρκος Ολυμπίου, σαν να λέμε ολύμπιος θεός, σκέφτηκε ο Χρήστος. Ο γιατρός έτεινε το τεράστιο χέρι του για να τον χαιρετήσει, παρατηρώντας την  αναστάτωση και την αγωνία στο πρόσωπο του νεαρού.

«Κι εγώ χάρηκα γιατρέ. Πες μου όμως πως είναι η αδελφή μου;».

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς φίλε μου. Είναι πολύ καλά πλέον. Να ξέρεις ότι βρίσκεται σε καλά χέρια. Σήμερα θα μείνει εδώ για προληπτικούς λόγους κι αύριο πρωί πρωί θα υπογράψω το εξιτήριο της. Εσύ μπορείς να πας να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις λίγο. Είσαι αρκετά χλωμός».

«Δεν θα την αφήσω μόνη της. Θα μείνω εδώ», επέμεινε ο Χρήστος.

«Όπως νομίζεις! Αλλά να ξέρεις πως δεν θα της λείψει τίποτα».

Λέγοντας τα λόγια αυτά ο γιατρός, έπιασε τον Χρήστο από το σβέρκο. Ανατρίχιασε στο άγγιγμά του. Ένιωσε έναν ηλεκτρισμό να καταβάλει ολόκληρο το κορμί του. Την ανατριχίλα μιας παρόμοιας επαφής είχε ξαναζήσει παλιότερα μα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ο γιατρός είχε κάτι το μυστηριώδες, το ασύλληπτο πάνω του. Κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί στην αύρα του.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας η Φανή συνήλθε. Ένιωθε σαν να έβγαινε από ένα βαθύ, υγρό πηγάδι. Με μεγάλη δυσκολία άνοιξε τα μάτια της και το πρώτο που αντίκρισε πάνω από το κεφάλι της ήταν ο γιατρός. Το μυαλό της ήταν ακόμα θολωμένο γιατί νόμισε πως μια φωτεινή αύρα τον περιέβαλε. Τη στιγμή που ξεκαθάρισε το τοπίο είδε έναν πανέμορφο άντρα με ένα τεράστιο χαμόγελο. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε ένα σκίρτημα, πρωτόγνωρο για εκείνη. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς το συναίσθημα που ένιωθε. Ήταν κάτι σαν κάψιμο, σαν σφίξιμο στο στομάχι. Όχι τόσο ενοχλητικό μα ιδιαίτερα γλυκό. Όλα αυτά έφυγαν γρήγορα από το μυαλό της όταν θυμήθηκε το τι είχε προηγηθεί. Το πρόσωπό της συννέφιασε.

«Είστε καλά κυρία Εμπέογλου;».

Η Φανή κοιτούσε ολόγυρά της, χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει τον χώρο όπου βρισκόταν.

«Που είμαι;».

«Στο νοσοκομείο του Άργους κι εγώ είμαι ο Μάρκος Ολυμπίου, γιατρός. Μάρκος για εσάς. Δεν θυμάστε τίποτα;».

Η Φανή με δυσκολία έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο χλωμό της μέτωπο.

«Το κεφάλι μου πάει να σπάσει… Νυστάζω, νυστάζω πολύ», είπε χαμηλόφωνα ενώ απρόσμενα δάκρια αυλάκωσαν το πρόσωπό της.

«Λογικό, με τόσα χαπάκια που πήρατε θα έπρεπε να κοιμάστε για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Αποπειραθήκατε να αυτοκτονήσετε κυρία Εμπέογλου!».

«Υπνωτικά…».

 «Ακριβώς! Τι προκάλεσε μια τέτοια απεγνωσμένη πράξη, ώστε να στερηθούμε την πολύ όμορφη παρουσία σας;».

Ένα καυτό ρίγος συνεπήρε ολόκληρο το σώμα της Φανής με το σχόλιο του γιατρού. Με μια δύσκολη, βαθιά αναπνοή ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της.

«Προσωπικές υποθέσεις κύριε Ολυμπίου».

Ο Μάρκος ξερόβηξε και χαμογέλασε λίγο αμήχανα

«Θα προτιμούσα να μιλάμε στον πληθυντικό. Τουλάχιστον για την αρχή».

«Όπως νομίζετε. Να υποθέσω πως δεν πρόκειται να μου μιλήσετε για το πρόβλημά σας».

Το χαμόγελό του ήταν σαγηνευτικό αλλά η Φανή έστρεψε τα μάτια της στο φωτεινό παράθυρο του δωματίου.

«Είστε έξυπνος άνθρωπος»

«Κι ελπίζω σύντομα και καλός σας φίλος. Έχω τεράστια υπομονή ξέρετε».

Δεν ήταν καθόλου διακριτικό πλέον το φλερτ του. Ήξερε τι ήθελε και πώς να το διεκδικήσει. Αυτό παραξένεψε πολύ την Φανή. Είχε το θράσος να τη φλερτάρει ενώ βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση.

«Κι εγώ πείσμα», προσπάθησε να τον αποστομώσει.

«Φαίνεται εξάλλου. Ξέρετε, δεν έχω χάσει μάχη μέχρι σήμερα. Και στον πόλεμο είμαι ο καλύτερος».

Με τη φράση αυτή ο γιατρός αποχώρησε από το δωμάτιο με μια λάμψη στα μάτια που έκανε τη Φανή να αναρριγήσει. Εκείνο το προηγούμενο κάψιμο στο στομάχι ξαναήρθε και μάλιστα πιο δυνατό. Προσπάθησε να το καταπολεμήσει αλλά στάθηκε αδύνατον. Την είχε καταβάλει ολόκληρη. Είχε μπλεχτεί στον ιστό ενός όμορφου αραχνοειδούς άντρα και πάλευε να ξεφύγει. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήξερε αν ήθελε να τον αποφύγει. Αμέσως της ήρθε στο μυαλό η εικόνα της μικρής Αγνής και δάκρια ενοχής κύλησαν στα μάτια της. Πως μπορούσε να σκέφτεται έναν άντρα τη στιγμή που ολάκερος ο κόσμος της είχε χαθεί; Όμως, εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα που ένιωσε νωρίτερα ήταν απρόσμενο και δυνατό σαν χείμαρρος. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αποκοιμηθεί για να καθαρίσει το μυαλό της. Αυτή τη φορά τα όνειρά της ήταν αισιόδοξα. Οι ελπίδες ήρθαν και φώλιασαν στην ανάστατη καρδιά της, στήριγμα στην απελπισία της. Ένα οικείο, δυνατό φως την έλουσε, γεμίζοντάς την κουράγιο. Τυλιγμένη σε εκείνο το φως ήταν η Αγνή και της χαμογελούσε. Τη χάιδεψε με το μικρό χεράκι της στο πρόσωπο. Αισθάνθηκε τη ζεστασιά της να την πλημμυρίζει. Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε.

«Μανούλα είμαι χαρούμενη. Θα με πάρεις πάλι στην αγκαλιά σου. Ναι, μανούλα, στην αγκαλιά σου».

Παρότι κοιμόταν, ένιωσε το χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη της. Μετά από αυτό το όνειρο ήταν σίγουρη πως η Αγνή ήταν ζωντανή. Ελπιδοφόρα δύναμη κύλησε στις φλέβες της.

Νωρίς το βράδυ είχε επισκέψεις. Η Φανή άκουσε την πόρτα του δωματίου της να χτυπάει. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια τεράστια ανθοδέσμη, η οποία έκρυβε τους επισκέπτες. Τα γνώριμά της πρόσωπα, η οικογένειά της, εμφανίστηκε πίσω από τα λουλούδια. Έτρεξαν όλοι πάνω στο κρεβάτι. Την αγκάλιασαν.

«Φανή μου! Μας κοψοχόλιασες. Είσαι καλά; Πως αισθάνεσαι;», ρώτησε η Ζωή.

«Είμαι πολύ καλύτερα. Αλήθεια».

«Τι απερισκεψία ήταν αυτή; Δεν σκέφτηκες την Αγνή, όταν θα επέστρεφε;», ρώτησε θυμωμένος ο Αλέξανδρος.

«Η Αγνή. Είχατε κάποιο νέο της; Πείτε μου».

«Όχι ακόμα. Τίποτα. Είμαι σίγουρος, όμως, πως όλα θα πάνε καλά. Θα δεις», απάντησε ο Χρήστος.

 Ένα σύννεφο απογοήτευσης απλώθηκε στο πρόσωπό της κι η χαρούμενη αίσθηση της έκπληξης χάθηκε μέσα στον πόνο. Ένας πόνος όμως που δεν ήταν τόσο δυνατός όσο ο προηγούμενος. Ψήγματα αισιοδοξίας είχαν καρφωθεί βαθιά στην καρδιά της και την αναπτέρωναν μετά από εκείνο το όνειρο. Τη στιγμή διέκοψε μια νοσοκόμα που μπήκε να πάρει τη θερμοκρασία της Φανής.

«Όλα σε φυσιολογικά επίπεδα, μπράβο», είπε, φεύγοντας η νοσοκόμα.

Ο Αλέξανδρος έβγαλε μια τεράστια σοκολάτα από το τζάκετ του και την έδωσε στη Φανή. Εκείνη του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και, αφού δάγκωσε ένα κομμάτι, παρακάλεσε τη Ζωή να της αγοράσει μερικά περιοδικά από το περίπτερο για να περάσει λίγο ευχάριστα το βράδυ της. Η Ζωή με τη συνοδεία του Αλέξανδρου έφυγαν από το δωμάτιο.

«Επίτηδες τους έδιωξα».

Η Φανή κοίταξε τα υγρά μάτια του μικρή της αδελφού και για πρώτη φορά παρατήρησε την αθώα ομορφιά και αγνότητα που διέθετε. Μπορούσε πλέον να καταλάβει γιατί τραβούσε σαν μαγνήτης τη συμπάθεια όλων.

«Γιατί; Τι συνέβη; Μήπως βρήκαν κάτι οι γιατροί; Πες μου σε παρακαλώ. Θα τρελαθώ».

Παρατήρησε την ειλικρίνεια της αγωνίας του και χαμογέλασε.

«Η αλήθεια είναι πως νιώθω καλύτερα. Αυτό που ήθελα να σου πω δεν έχει να κάνει με μένα. Χρήστο βαθιά μέσα μου ξέρω πως η κόρη μου είναι ζωντανή».

Είδε τα μάτια του να τρέχουν δάκρια χαράς και του έπιασε τα ζεστά του χέρια. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε νιώσει τόσο οικεία μαζί του. Ίσως ήταν και η πρώτη φορά που τον άγγιζε, τουλάχιστον με τόση αγάπη να αναβλύζει από την καρδιά της. Ξαφνικά τα μάτια της χαμήλωσαν προς τα κάτω, ενώ τα μάγουλά της ξάναψαν από εκείνη την παράξενη φλόγα.

«Γνώρισες τον γιατρό;».

«Ναι, αυτός μου είπε τα καλά νέα για σένα», απάντησε ο Χρήστος, σκουπίζοντας τα δάκρυά του με την ανάστροφη του χεριού του.

«Έχει κάτι το περίεργο πάνω του αυτός ο άνθρωπος. Μπορείς να μάθεις περισσότερες λεπτομέρειες;».

«Το μόνο που ξέρω είναι πως τον λένε Μάρκο Ολυμπίου κι είναι πολύ γοητευτικός. Μάλλον το παρατήρησες κι εσύ».

«Ε, ναι! Δεν ξέρω… μάλλον. Έχω ένα περίεργο προαίσθημα. Πως μπορούμε να μάθουμε;».

«Δουλεύει μια γνωστή μου εδώ στο νοσοκομείο. Τακτική πελάτισσα στην αντικερί. Θα δω μήπως μάθω κάτι από αυτήν. Γιατί όμως τέτοια αναστάτωση;».

«Τίποτα το ιδιαίτερο. Απλώς θέλω να ξέρω ποιος είναι ο γιατρός που είναι υπεύθυνος για την υγεία μου».

Ο Χρήστος προσπάθησε να κρύψει το χαμόγελό του. Ήταν εμφανές πως πίσω από εκείνες τις απανωτές ερωτήσεις υπήρχε ένα πιο προσωπικό ενδιαφέρον για τον μυστηριώδη και ιδιαίτερα ελκυστικό άντρα. Δεν είχε σκοπό ακόμα να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Εξάλλου έπρεπε να επικεντρωθεί στην κατάστασή της.

«Φανή, γιατί το έκανες αυτό; Τι σε οδήγησε σε μια τέτοια πράξη;».

«Δεν ξέρω. Θόλωσε το μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή που το έκανα ήμουν σίγουρη πως η Αγνή είναι νεκρή. Με το που ξύπνησα όμως κάτι άλλαξε μέσα μου. Αισθάνομαι αισιόδοξη. Νιώθω την καρδιά της Αγνής να χτυπάει κάπου κοντά μου. Θα γυρίσω γη και ουρανό για να τη βρω».

Τα λόγια της Φανής τα διέκοψε ένα έντονο χτύπημα στην πόρτα. Κι η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Μάρκος. Δεν φορούσε την ιατρική του λευκή ρόμπα. Ήταν ντυμένος με την καθημερινή του ένδυση. Κρατούσε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι, τόσο λευκό όσο και το χαμόγελό του. Το προσέφερε αμέσως στη Φανή που είχε μείνει άναυδη από την όλη εκείνη εικόνα. Ο γιατρός χαμογέλασε στον Χρήστο και του έσφιξε το χέρι. Πάλι εκείνη η ανατριχίλα. Κι έφυγε τόσο γρήγορα, όσο απότομα μπήκε, αφήνοντας πίσω του έναν αέρα δύναμης κι αισιοδοξίας. Η Φανή είχε κοκκινίσει. Ο Χρήστος ετοιμάστηκε να πει κάτι για την αντίδρασή της αλλά τον διέκοψαν ο Αλέξανδρος κι η Ζωή, φέρνοντας περιοδικά.

«Παίδαρος αυτός ο γιατρός», παρατήρησε η Ζωή.

«Σεμνάαααα», απάντησε αμέσως ο Αλέξανδρος.

«Εγώ κατεβαίνω να ρωτήσω για το εξιτήριο. Δεν αργώ», είπε ο Χρήστος, κοιτώντας τη Φανή μέσα στα μάτια.

Έτρεξε αμέσως να βρει τη γνωστή του. Εκείνος ο παράξενος γιατρός του είχε εξάψει την περιέργεια. Βρήκε στον διάδρομο μια νοσοκόμα και τη ρώτησε. Τον έστειλε σε ένα γραφείο. Εκεί δούλευε η κοπέλα που ήξερε. Χαιρετήθηκαν κι αμέσως της εξήγησε τον λόγο για τον οποίο βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Η γυναίκα φάνηκε πολύ ανήσυχη από τα νέα αλλά ο Χρήστος τη διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος. Με αφορμή τη συζήτηση, τη ρώτησε για τον γιατρό που φροντίζει την αδελφή του, έχοντας ως δικαιολογία πως ήθελε να τσεκάρει τις γνώσεις και τις ικανότητές του.

«Είναι νέος γιατρός στο νοσοκομείο. Πριν λίγες μέρες ανέλαβε καθήκοντα. Όμως όλοι, ασθενείς και συνάδελφοι, έχουν να πουν έναν καλό λόγο για αυτόν. Λεπτομέρειες για την καταγωγή του και την προϋπηρεσία του δεν γνωρίζω. Ούτε καν από που έχει έρθει», του είπε η κοπέλα.

Διαβεβαίωσε όμως τον Χρήστο πως αν μάθαινε κάτι για αυτόν θα περνούσε από την αντικερί για να του το πει.

Την άλλη μέρα το πρωί το εξιτήριο βγήκε νωρίς. Η Φανή είχε ήδη ετοιμάσει τα πράγματά της. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο καθρέφτη και διόρθωσε όσο μπορούσε τα μαλλιά της. Σύντομα θα ερχόταν ο Μάρκος να τη δει. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα. Προς μεγάλη της απογοήτευση είχε έρθει μια νοσοκόμα για να της δώσει τις εξετάσεις και το χαρτί με το οποίο της έδιναν το δικαίωμα να φύγει από το νοσοκομείο. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανακάλυψε το πόσο ήθελε πολύ να τον ξαναδεί. Τη σκέψη εκείνη διέκοψε ένα μήνυμα στο κινητό της από τον Χρήστο, όπου την ενημέρωνε πως την περίμενε με το αυτοκίνητο στην είσοδο του νοσοκομείου. Τον είχε απειλήσει νωρίτερα πως αν ανέβαινε να την πάρει, θα έφτιαχνε για μεσημεριανό ψαρόσουπα, κάτι που ήξερε καλά ότι σιχαίνεται από μικρός ο αδελφός της. Ήθελε να φύγει μόνη της από εκεί μέσα. Να αισθανθεί ότι έχει πάλι τον έλεγχο στα χέρια της. Πέρασε από το γραφείο πληροφοριών και ζήτησε τον γιατρό Ολυμπίου. Ήθελε να τον ευχαριστήσει. Της είπαν πως εκείνη την μέρα δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ένα πέπλο απογοήτευσης σκέπασε το πρόσωπό της.

Ξημέρωσε προπαραμονή Χριστουγέννων κι η ατμόσφαιρα μύριζε γιορτές. Το Ναύπλιο είχε φορέσει τα γιορτινά του. Οι φοίνικες στην πλατεία Δημαρχείου ήταν κατάφωτοι με λαμπιόνια κι ένα τεράστιο καράβι έστεκε στο κέντρο της. Όλα τα μαγαζιά ήταν γιορτινά διακοσμημένα κι ο κόσμος πηγαινοερχόταν με χαμόγελα για τα ψώνια του. Η αντικερί του Χρήστου βρισκόταν σε ένα κάθετο στενό, κοντά στον κεντρικό δρόμο της παλιάς πόλης και σχεδόν δίπλα στην πλατεία Συντάγματος. Ένας μικρός σχετικά χώρος μα ιδιαίτερα ζεστός και φιλόξενος. Κυριαρχούσε το ξύλο κι η πέτρα. Η βιτρίνα ήταν διακοσμημένη με κάθε λογής παλιό αλλά γουστόζικο αντικείμενο. Ο Χρήστος είχε αδυναμία στις νεράιδες, τα ξωτικά και τα αερικά κι αυτό ήταν εμφανές από τα αντικείμενα που διάσπαρτα αιωρούνταν στον χώρο. Το στολισμένο δέντρο του έστεκε δίπλα στη βιτρίνα. Το είχε διακοσμήσει με χιόνι κι αμέτρητα φωτάκια. Από τον δρόμο φαινόταν σαν παραμυθένιο σπιτάκι, βγαλμένο από ταινία χριστουγεννιάτικη. Οι περαστικοί σταματούσαν και το θαύμαζαν.

Μπήκε μέσα ο Αλέξανδρος με τη Ζωή τυλιγμένοι με κασκόλ και σκούφους γιατί η παγωνιά έξω διαπερνούσε ίσα με τα κόκκαλα. Σε λίγο ήρθε κι η Φανή φορτωμένη με πακέτα. Η διάθεσή της ήταν πλέον ανεξήγητα κι απρόσμενα καλή. Τόσο καλή που τους παραξένεψε όλους.

«Καλές γιορτές! Έλιωσα τα τακούνια μου σήμερα. Έπρεπε να βάλω χαμηλά παπούτσια», είπε η Φανή.

«Μα τι ψώνισες; Ξεσήκωσες όλα τα μαγαζιά», φώναξε η Ζωή.

«Και δεν έχω τελειώσει ακόμα. Τα περισσότερα είναι της Αγνής».

Ο Χρήστος κατέβασε το κεφάλι χαμηλά.

«Θα γυρίσει», συνέχισε να λέει η Φανή, καθώς είδε την αντίδραση του αδελφού της.

«Το ξέρω», είπε αυτός, προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Τι άλλο πήρες;».

Είχε αγοράσει στολίδια για το δέντρο και χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά για το σπίτι. Το βράδυ θα στόλιζαν όλοι μαζί το δέντρο. Άφησε τα πακέτα για να τα μεταφέρει ο Χρήστος με το αυτοκίνητο και πήγε να πάρει υλικά για γλυκά. Πήρε και τη Ζωή μαζί της για βοήθεια.

«Τι συμβαίνει στην αδελφή σου; Μου κάνει εντύπωση η συμπεριφορά της. Με το που συνήλθε στο νοσοκομείο, έγινε άλλος άνθρωπος».

«Μου είπε πως είναι αισιόδοξη. Επιμένει ότι θα τη βρει».

Όπως χάζευε ο Αλέξανδρος στα αντικείμενα του μαγαζιού ανακάλυψε ένα μενταγιόν με ένα περίεργο σύμβολο. Σαν μαγνήτης τον τράβηξε. Το έπιασε στο χέρι του κι ένιωσε να τον χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα. Μια ζέστη απλώθηκε στο σώμα του κι άναψε καυτή φωτιά στα σωθικά του. Η πορτοκαλοκίτρινη χροιά του μενταγιόν μεταφέρθηκε στα άδυτα του μαύρου των ματιών του και τα επαναπροσδιόρισε, δίνοντάς τους νέα φλογερή λάμψη.

«Πολύ όμορφο! Τι συμβολίζει;».

«Πριν λίγες μέρες μου τα έστειλαν. Τα φτιάχνει μια γριά στη Ρόδο. Το συγκεκριμένο συμβολίζει τη φωτιά. Περιμένω κι άλλη παραλαβή με περισσότερα σαν κι αυτό. Κι εμένα μου αρέσουν. Θες να δεις και τα υπόλοιπα;».

Ο Αλέξανδρος είχε κολλήσει το βλέμμα του στο συγκεκριμένο. Δεν τον ενδιέφερε κάποιο άλλο.

«Όχι! Αυτό είναι υπέροχο».

«Παρ’ το. Δωράκι για τον φίλο μου».

«Σ’ ευχαριστώ! Θα το αγόραζα έτσι κι αλλιώς».

Ο Αλέξανδρος, σαν μαγεμένος, το φόρεσε στο λαιμό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν τέλειο πάνω του. Αυτό το σύμβολο ήταν η σφραγίδα του, η υπογραφή του.

Το βράδυ τους βρήκε όλους μαζεμένους στο σαλόνι. Ένα τεράστιο δέντρο στεκόταν καμαρωτό δίπλα στο τζάκι και κούτες με στολίδια γύρω του. Το σπίτι μοσχομύριζε από τα γλυκά που είχαν φτιάξει οι δύο γυναίκες. Απαλή χριστουγεννιάτικη μουσική απλωνόταν σαν πάχνη στον χώρο. Οι άντρες είχαν αναλάβει να περάσουν τα λαμπάκια στο δέντρο κι η Φανή με τη Ζωή ασχολούνταν με τη διακόσμηση του σπιτιού. Μέσα σε λίγη ώρα τα πάντα ήταν έτοιμα. Έμενε μόνο να τοποθετήσουν τον άγγελο στην κορυφή. Είχε φέρει ο Χρήστος από το μαγαζί του ένα αληθινό αριστούργημα. Έναν άγγελο, ο οποίος έμοιαζε περισσότερο με αερικό που κρατούσε στα χέρια του μια χρυσή λύρα. Περισσότερο σε ξωτικό έφερνε γιατί είχε δύο διαφορετικά μάτια, ένα μπλε κι ένα πράσινο. Η Φανή είδε στο πορσελάνινο πρόσωπό του την Αγνή. Ένα ακόμα σημάδι από εκεί ψηλά γεμάτο αισιοδοξία και ελπίδα. Ο Χρήστος ανέβηκε στη σκάλα και τον τοποθέτησε στην κορυφή. Με το που συνέδεσαν το καλώδιο στην πρίζα το δέντρο φωτίστηκε μαζί με τα πρόσωπά τους. Ήταν πανέμορφο. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Φανής.

«Σύντομα κάτω από το δέντρο θα βρίσκεται η Αγνή και θα παίζει με τα δώρα της», είπε, δημιουργώντας μια περίεργη αμηχανία στους υπόλοιπους.

Συμμάζεψαν τον χώρο από τα άδεια κουτιά και τις σακούλες. Ύστερα κάθισαν όλοι στον καναπέ για να γευτούν τα γλυκά της Φανής που τόση ώρα τους είχαν σπάσει τη μύτη. Ο Αλέξανδρος υπέπεσε στη λαιμαργία του. Σταμάτησε μόνο όταν εξαγριώθηκε από το σχόλιο της Ζωής πως το τζην του πλέον ήταν στενό.

«Παιδιά συγνώμη αλλά νιώθω πτώμα. Θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω μόνους με τη Φανή», είπε ο Χρήστος, φανερά κουρασμένος.

«Κι εμείς θα φύγουμε. Νυστάζω πολύ. Αλέξανδρε άσε τα μπισκότα κι ετοιμάσου».

«Ζωή κάνε μου τη χάρη και μείνε μαζί μου. Θα πάμε αύριο το πρωί να αγοράσουμε δωράκια για τους μαθητές μου», της ζήτησε η Φανή με ναζιάρικο ύφος.

«Αλέξανδρε σε πειράζει;», ρώτησε η Ζωή.

«Μπα! Εξάλλου αν κοιμηθούμε μαζί θα σπάσω το κρεβάτι από το βάρος μου», είπε ειρωνικά.

Ο Αλέξανδρος έφυγε μόνος του, αφήνοντας τις δύο γυναίκες να γελάνε με το σχόλιό του.

Το σπίτι του Αλέξανδρου ήταν στο Τολό, ένα παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο, εφτά χιλιόμετρα περίπου έξω από το Ναύπλιο. Είχε νοικιάσει μια μικρή μεζονέτα με θέα τη θάλασσα. Ζεστό πάντα γιατί είχε πολύ καλή σχέση με τη θερμότητα. Το καλοριφέρ έκαιγε μόνιμα. Έξω η φουρτουνιασμένη θάλασσα λυσσομανούσε κι οι αστραπές έκαναν τη νύχτα μέρα. Η ατμόσφαιρα εκείνο το βράδυ είχε μια σκοτεινή, υποχθόνια αίσθηση, κάτι που δεν διέφυγε από την αντίληψη του Αλέξανδρου, κοιτώντας την αντάρα των νερών από την τζαμαρία του. Άναψε το τζάκι για να του φτιάξει λίγο η διάθεση. Έβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε τη φόρμα του. Δεν νύσταζε ιδιαίτερα οπότε άνοιξε την τηλεόραση μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Λίγο αργότερα τα βλέφαρά του άρχισαν να κλείνουν και το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Ξάφνου μια μαύρη σκιά εισχώρησε από την καμινάδα του τζακιού κι έγινε ένα με τις μαύρες τούφες που ξέρναγαν τα μισοσβησμένα ξύλα. Απλώθηκε στο δωμάτιο σαν ένα σεντόνι ποτισμένο με δηλητήριο, πλησιάζοντας τον Αλέξανδρο. Μια περίεργη φωτιά άρχισε να καίει το στέρνο του κι η αίσθηση αυτή τον έκανε να ξυπνήσει. Με το που είδε το μαύρο σύννεφο απλωμένο γύρω του ευθύς αμέσως συνειδητοποίησε πως το κακό τον απειλούσε. Ο δαίμονας χαμογελούσε μπρος τα υγρά του μάτια. Πετάχτηκε από τον καναπέ και κόλλησε πίσω στον τοίχο, βαριανασαίνοντας. Ένιωσε κρύες στάλες ιδρώτα να κυλούν στην πλάτη του και να εξατμίζονται από την απροσδιόριστη κάψα του κορμιού του. Μια κάψα που είχε πηγή το στήθος του. Η σκιά συσσωρεύτηκε μπροστά του κι άρχισε να μπλέκεται σε λεπτό κορδόνι. Ανέβαινε ψηλά για να εισχωρήσει στο νέο της δοχείο. Με το που έφτασε όμως στο ύψος του στέρνου του, σταμάτησε απότομα. Με μια απότομη κίνηση ο μαύρος καπνός μαζεύτηκε μακριά, απέναντι από τον Αλέξανδρο. Με μαύρη μάζα παγωμένη στη δίνη του χρόνου έμοιαζε. Χαμηλώνοντας το βλέμμα του ο Αλέξανδρος, είδε το μενταγιόν του να λάμπει. Μια λάμψη δυνατή, σπέρμα θεών, χαμένη στους αιώνες. Αυτό ήταν που του έκαιγε τον θώρακα. Αυτό ήταν που τον προστάτευε κι από τον δαίμονα. Η σκιά σιγά σιγά άρχισε να παίρνει σχήμα. Μπροστά του δημιουργήθηκε η μορφή ενός γνωστού του προσώπου. Με το που το είδε ο Αλέξανδρος, του λύθηκαν τα γόνατα. Ήταν αδιανόητο το πόσο γρήγορα ξύπνησαν μέσα του μυστικά που για χρόνια του διέλυαν τη ψυχή.

«Όχι εσύ, δεν μπορεί να ήσουν εσύ», ψέλλισε ξέπνοος.

Η φλόγα της καρδιάς του αποδυναμώθηκε αλλά η λάμψη του φυλαχτού έγινε πιο δυνατή. Άλλαξε όμως πάλι μορφή η σκιά κι έγινε ένας πελώριος δράκος. Με αφηνιασμένο το πρόσωπο όρμησε εναντίον του νεαρού άντρα. Το μενταγιόν έβγαλε ένα κοκκινωπό φως, το οποίο τύλιξε τον δαίμονα και μέσα σε δευτερόλεπτα τον διέλυσε σε αραιό σύννεφο. Το σύννεφο εκείνο εξαφανίστηκε αργά από την καμινάδα. Η φουρτούνα κόπασε κι ένα ασημί, ζωντανό φεγγάρι ξεπρόβαλε στον ουρανό. Ο Αλέξανδρος γλίστρησε προς τα κάτω, αγκαλιάζοντας τα γόνατα του. Σαν μικρό παιδί έβαλε τα κλάματα, φέρνοντας στο μυαλό του την εικόνα του άντρα που είδε πριν λίγο μπροστά του.

Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων η Φανή κι η Ζωή είχαν ξυπνήσει από νωρίς και ετοιμάζονταν για να βγουν στα μαγαζιά. Ξαφνικά ακούστηκε ξέφρενο το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει. Η Φανή έτρεξε να ανοίξει. Δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ένα λευκό τριαντάφυλλο στο πατάκι κι ένας φάκελος παραδίπλα που έγραφε το όνομά της. Άνοιξε τον φάκελο, βγάζοντας ένα σημείωμα από μέσα.

Καλά Χριστούγεννα και μακριά από ο,τιδήποτε το χημικό. Μ.Ο.

Η Φανή χαμογέλασε με το σημείωμα του Μάρκου. Ήθελε τόσο πολύ να τον δει. Της έλειπε. Αναρωτήθηκε γι’ αυτό που αισθανόταν. Λίγες ώρες τον ήξερε μόνο. Όμως ένιωθε πως τον γνώριζε χρόνια. Ότι τον περίμενε χρόνια.

«Ποιός ήταν;»

Εμφανίστηκε η Ζωή από τη σκάλα με το ένα μάτι βαμμένο μόνο και το μολύβι στα χέρια της. Είδε τη Φανή μπροστά από την εξώπορτα να κρατάει ένα λευκό τριαντάφυλλο κι ένα φακελάκι. Το πρόσωπό της είχε την απόχρωση του δειλινού.

«Τριαντάφυλλο; Συμβαίνει κάτι που δεν μου έχεις πει;».

«Εεεε…».

Το μόνο που άκουσε από το στόμα της ήταν ασυναρτησίες.

«Μην μου τα μασάς σιγανοπαπαδιά. Μυρίζω έρωτα;».

«Άντε να τελειώσεις για να φεύγουμε. Εξάλλου δεν έχω το μυαλό μου αυτόν τον καιρό αλλού πέρα από την Αγνή. Όμως αυτός ο άνθρωπος μου δημιούργησε ένα περίεργο συναίσθημα από την ώρα που τον γνώρισα. Κάτι σαν κάψιμο στο στομάχι».

Είδε το συνωμοτικό χαμόγελο στα χείλη της Ζωής.

«Αν είναι έρωτας τότε είναι κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Δεν το έχω ξανανιώσει. Ούτε με τον άντρα μου δεν είχα αισθανθεί κάτι τέτοιο. Αυτό είναι απόδειξη ότι δεν τον είχα ερωτευτεί. Σωστά;».

«Μάλλον. Και τώρα τι θα κάνεις με τον Μάρκο;».

«Ακόμα τίποτα. Τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει η Αγνή».

Ο Χρήστος πνιγόταν κάτω από ένα τεράστιο χαρτομάνι. Στην πόρτα της αντικερί εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος. Φαινόταν αρκετά κουρασμένος, με τα μάτια κομμένα και κόκκινα.

«Τι έπαθες εσύ; Είχες βγει και τα ήπιες χτες το βράδυ;».

Πρόσεξε λίγο καλύτερα τα μάτια του το πανιασμένο πρόσωπό του.

«Μήπως είσαι άρρωστος;», συνέχισε ο Χρήστος.

«Όχι μια χαρά είμαι. Όλα καλά. Βλέπω ότι πνίγεσαι. Θέλεις να βοηθήσω;».

Ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τις ερωτήσεις του φίλου του. Ο Χρήστος τον έστειλε να παραλάβει κάτι δέματα για το μαγαζί κι ο ίδιος συνέχισε να εξυπηρετεί τους πελάτες και να υπογράφει χαρτιά. Αργά το μεσημέρι έκλεισαν την αντικερί και ξεκίνησαν για το σπίτι. Πρωτύτερα όμως γύρισαν κάμποσα καταστήματα του Ναυπλίου για να πάρουν κάποια δωράκια της τελευταίας στιγμής. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν υπήρχε χώρος για άλλα πακέτα. Καρτελίτσες με τα ονόματα όλων κρέμονταν σαν άλλα στολίδια πάνω στα κουτιά. Οι περισσότερες έγραφαν το όνομα της Αγνής.

«Τι θα κάνουμε το βράδυ;», πετάχτηκε ο Αλέξανδρος.

«Να βγούμε», πρότεινε η Ζωή.

«Δεν ξέρω…».

Η Φανή κοίταζε το δέντρο αφηρημένη.

«Καλύτερα να μείνουμε εμείς μέσα».

Προσπάθησε ο Χρήστος να βγάλει την αδελφή του από τη δύσκολη θέση.

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα διασκεδάσουμε όλοι μαζί, έστω και με το ζόρι».

«Αλέξανδρε μην επιμένεις».

«Φανή, η Αγνή τρελαινόταν για χορό. Κάθε φορά που σε έβλεπε να χορεύεις το πρόσωπό της φωτιζόταν. Γι’ αυτήν θα το κάνεις».

«Άσε που μπορεί να συναντήσουμε και… ενδιαφέροντα πρόσωπα έξω».

Το υπαινικτικό σχόλιο της Ζωής άγγιξε τη Φανή. Παρόλο που το μυαλό της δεν μπορούσε να φύγει από την κόρη της, αναστατώθηκε στη σκέψη ότι θα συναντούσε τυχαία κάπου έξω τον Μάρκο. Αυτό αρκούσε για να νιώσει την καρδιά της να φτερουγίζει. Ναι, τελικά ήταν έρωτας αυτό που αισθανόταν για αυτόν τον άντρα. Ένας απροσδόκητος, περίεργος έρωτας.

Ακούστηκε η κόρνα του αυτοκινήτου του Αλέξανδρου. Ο Χρήστος περίμενε από ώρα την αδελφή του που ακόμα ήταν στο μπάνιο. Τελικά εμφανίστηκαν στην εξώπορτα. Η Φανή, παρόλο το δράμα που ζούσε, ήταν σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Ο έρωτάς της δεν κρυβόταν. Άφησαν το αυτοκίνητο στο παρκινγκ του λιμανιού και ξεκίνησαν με μια βόλτα στα πλακόστρωτα σοκάκια της παλιάς πόλης του Ναυπλίου. Ασφυκτικά γεμάτα από κόσμο. Αρώματα και χαμόγελα, σκόρπια παντού. Επέλεξαν αρχικά να πάνε για φαί σε ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο της περιοχής. Από τις τζαμαρίες του εστιατορίου φαινόταν το φωτισμένο Μπούρτζι κι η σκοτεινή θάλασσα να το περιβάλλει. Απόλαυσαν τις ιδιαίτερες γκουρμέ γεύσεις που πρόσφερε το μαγαζί και, αφού πλήρωσαν τον λογαριασμό, έφυγαν για ποτό. Όλα τα μπαράκια ήταν γεμάτα κόσμο. Σε κάθε ένα από αυτά σταματούσαν για να χαιρετήσουν γνωστούς και φίλους. Τελικά κατέληξαν σε κάποιο με λάτιν μουσική, επιλογή της Ζωής. Ήπιαν τα ποτά τους και χόρεψαν μέχρι αργά. Η Φανή έριχνε φευγαλέες ματιές στην είσοδο για τον Μάρκο. Δεν εμφανίστηκε πουθενά. Μια έξαψη της στιγμής, ένα φτερούγισμα στο μέρος της καρδιάς, την έκανε να παρακαλέσει την παρέα να επιστρέψουν στο σπίτι. Ένα δώρο της επιφύλασσε η μοίρα για εκείνο το βράδυ. Ένα δώρο που δεν ήταν και τόσο απρόσμενο γιατί βαθιά μέσα της το ήξερε, το γνώριζε, το ένιωθε.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, είδαν τα φώτα του σαλονιού ανοιχτά.

«Κάποιος είναι σπίτι! Τα φώτα είναι ανοικτά», ψιθύρισε ο Χρήστος.

«Μα τα έκλεισα, όταν φύγαμε», πρόσθεσε η Φανή.

«Κάποιος είναι μέσα. Να καλέσουμε την αστυνομία», φώναξε τρομαγμένη η Ζωή.

«Όχι, όχι δεν χρειάζεται… Πάμε κοντά».

Ένα χαμόγελο και μια λάμψη γέμισε το πρόσωπό της Φανής. Ο Αλέξανδρος όμως συνοφρυώθηκε, ιδίως μετά το χτεσινό γεγονός με τον δαίμονα, το οποίο είχε αποκρύψει από όλους. Φοβήθηκε πως κάτι κακό συνέβαινε. Πάρκαραν το αυτοκίνητο λίγο πιο μακριά από το σπίτι κι αθόρυβα πλησίασαν την είσοδο. Αφουγκράστηκαν για κάποιον θόρυβο μα δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Χρήστος ξεκλείδωσε αργά την πόρτα και την άνοιξε. Τίποτα το ύποπτο μέσα στο δωμάτιο, όσο τουλάχιστον έβλεπαν. Ούτε ακουγόταν κάποιος παράξενος θόρυβος. Με το που μπήκαν στο σαλόνι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Υπήρχαν κούτες ανοιγμένες μπροστά από το δέντρο και παιχνίδια στο πάτωμα. Πάνω τους κοιμόταν η Αγνή.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 6ο

2018_07_07_48900_1530933473._large

Κεφάλαιο 6

Φανή

 

 

Η Ζωή ξύπνησε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Η χλομάδα είχε φύγει από τα μαγουλά της κι είχαν αντικατασταθεί από δύο κατακόκκινα ρόδα, όπως εκείνα με τα οποία είχε γεμίσει ο Αλέξανδρος το κρεβάτι. Τα μάτια της γέμισαν δάκρια. Κοίταξε δίπλα της τον Αλέξανδρο που της χαμογελούσε και τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε παθιασμένα.

«Καλημέρα!», του είπε. «Τώρα ξύπνησες;».

«Από νωρίς», χαμογέλασε ο Αλέξανδρος.

«Γιατί δεν με ξύπνησες κι εμένα;».

«Και να έχανα αυτή την έκπληξη στα μάτια σου;».

Η Ζωή τον αγκάλιασε και τον φίλησε για μια ακόμα φορά. Ύστερα όμως το πρόσωπό της συννέφιασε.

«Ξέρεις, νομίζω πως έχω κάποια κενά. Φοβάμαι μήπως έκανα κακό σε κανέναν».

Ο Αλέξανδρος έστρεψε τα μάτια αλλού. Προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά με αμηχανία.

«Όλα πέρασαν τώρα. Είσαι εδώ μαζί μου. Όλες αυτές τις μέρες συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου έλειψες Ζωή. Σ’ αγ-».

Έκοψε απότομα τη φράση του και πήρε ένα μορφασμό έκπληξης.

«Τι πήγες να πεις;», ρώτησε έκπληκτη η Ζωή.

«Τίποτα, τίποτα».

«Αφού ξεκίνησες να το λες».

«Μπα, δεν άκουσες καλά».

Η Ζωή κάθισε στο κρεβάτι και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, δήθεν τάχα θυμωμένη.

«Δειλέ!».

«Εγώ;».

«Ναι, εσύ», χαμογέλασε πλατειά.

«Τι χαμόγελο είναι αυτό; Έκανα κάτι για να αξίζω το χαμόγελό σου; Δεν θυμάμαι».

Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι, την άρπαξε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τη γυρίζει γύρω γύρω σαν ανεμοστρόβιλος. Τα μάτια του έλαμπαν από ευτυχία. Μια ευτυχία που είχε να νιώσει χρόνια πριν εκείνη την συγκλονιστική στιγμή της εφηβείας του που του άλλαξε δραματικά τη ζωή.

«Μου είπες πως μ’ αγαπάς. Μην με κοιτάς με αυτό το απορημένο κι έκπληκτο ύφος. Ναι, είσαι νηφάλιος», είπε η Ζωή παραπονιάρικα.

Όμως όσα ένιωθε εκείνη τη στιγμή ο Αλέξανδρος φαίνονταν στο βλέμμα του. Κατάλαβε πως την περιέπαιζε κι έτσι αφέθηκε χαλαρή στα δίχτυα του.

«Τότε ο δαίμονας μπήκε σε μένα. Αποκλείεται να είπα τέτοιο πράγμα».

Στο άκουσμα του δαίμονα η Ζωή τραβήχτηκε μακριά του και τον κάρφωσε στα μάτια.

«Έλα μικρή μου. Μην τα παίρνεις όλα σοβαρά».

«Ούτε το σ’ αγαπώ σου;».

Ο Αλέξανδρος της έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Αλέξανδρε, μερικές φορές είναι όμορφο να στο επιβεβαιώνουν», συνέχισε να λέει.

Ο Αλέξανδρος την έπιασε στα χέρια του κι άρχισε να τη φιλάει με πάθος. Εκείνη αφέθηκε στα χάδια του και τα φιλιά του. Την έκανε δική του με πολύ τρυφερό τρόπο, κάτι που δεν συνήθιζε. Γενικά ήταν πιο απότομος, πιο βίαιος στην ερωτική του συμπεριφορά. Εκείνο το πρωί όμως κάτι είχε αλλάξει. Πριν λίγες ώρες παραλίγο να τη χάσει κι αυτό του μαλάκωσε την καρδιά.

Μέσα σε αυτές τις στιγμές ευτυχίας και απομόνωσης που επιζητούσαν κι η δύο, ακούστηκε ο ήχος του κινητού της Ζωής. Η οθόνη έγραφε το όνομα της Φανής. Η Ζωή έκανε νόημα στον Αλέξανδρο πως θα έπρεπε να το σηκώσει. Η Φανή ενημέρωσε πως ήδη είχαν ετοιμάσει τα πράγματά τους και θα περνούσαν να τους πάρουν. Σηκώθηκαν γρήγορα να ετοιμαστούν κι αυτοί. Ίσα που πρόλαβαν οι γονείς της Ζωής να τους χαιρετήσουν καθώς έφευγαν από το σπίτι με γέλια και λόγια αγάπης..

Η μέρα έξω ήταν ζεστή, ανοιξιάτικη παρόλο που είχε μπει ο Νοέμβριος. Μια ζέστη και μια ομορφιά που ταίριαζε με την ανέμελη συμπεριφορά τους. Μπορεί τον πόλεμο ακόμα να μην τον είχαν κερδίσει αλλά σίγουρα από εκείνη τη δύσκολη μάχη είχαν βγει νικητές.

«Τι χαμόγελα είναι αυτά;», ρώτησε περιπαιχτικά ο Χρήστος.

«Καλά, χρειάζεται να ρωτάς; Αναστέναξαν οι σομιέδες», είπε η Φανή και γέλασε δυνατά.

«Έλα κόφτε το», φώναξε ο Αλέξανδρος, προσπαθώντας να κρύψει ένα γελάκι.

«Απορώ ρε Ζωή πως είχες τη διάθεση μετά από όσα πέρασες».

Ο Χρήστος συνέχιζε να την πειράζει.

«Είναι ένας καλός τρόπος για να ξεχάσεις τα πάντα, νομίζω», τον αποστόμωσε.

 «Χρήστο, κοίτα κάτι ωραία λουλούδια! Σταμάτα στο πλάι. Θέλω να μαζέψω για την Αγνή. Λατρεύει τα αγριολούλουδα», είπε η Φανή και τα μάτια της άστραψαν.

Η φύση οργίαζε μπροστά τους και μαζί της άνθιζε κι η Φανή. Αυτός εκεί έξω ήταν ο φυσικός της χώρος. Κάθε φορά που βρισκόταν στον μεγάλο εκείνο κήπο της φύσης ένιωθε ήρεμη, ένιωθε στο σπίτι της. Η μυρωδιά του νωπού χώματος, τα χρώματα της Ίριδας που απλόχερα σκορπίζονταν στα μικρά λουλούδια, οι δροσοσταλίδες του πρωινού πάνω στα τρυφερά φυτά ήταν ο λόγος της ύπαρξής της. Σε κάθε επαφή μαζί τους, τα πόδια της γίνονταν ρίζες βαθιές, τα χέρια της τρυφερά κλαδιά, τα μαλλιά της αναρριχώμενα φυτά, τα μάτια της οάσεις με γάργαρα νερά.

Η Φανή γεννήθηκε τέσσερα χρόνια πριν τον Χρήστο. Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε ήταν η αδυναμία του πατέρα της. Τουλάχιστον μέχρι να γεννηθεί ο γιός, όπου μπορεί να μετρίασε λίγο το πάθος αλλά δεν εξαλείφτηκε. Όμως για τον παιδικό ψυχισμό της μικρής Φανής τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Ο Χρήστος φαινόταν πως έγινε το χαϊδεμένο όλων. Ήταν όντως πολύ όμορφο μωρό και τραβούσε την προσοχή. Μια προσοχή που είχε ανάγκη κι η Φανή. Ο,τιδήποτε όμως κινούταν πλέον στη γη γινόταν για εκείνο το μικρό ξανθό αγόρι, τον άγγελο τους. Από εκείνη την πρώτη στιγμή και για πολλά χρόνια ζήλευε τον αδελφό της μα δεν το έδειχνε. Δηλητήριο ήταν η εμφάνισή του σ’ εκείνη τη γη που απλά το κατάπινε. Η Φανή ήταν πολύ σταθερός αλλά και κλειστός χαρακτήρας. Δεν φανέρωνε εύκολα τα συναισθήματά της. Καθόλου δειλή, όπως ο Χρήστος, μα αντίθετα τολμηρή και δυναμική. Ήξερε να κρύβει τις ευαισθησίες της πίσω από μια μάσκα θάρρους αλλά και θράσους πολλές φορές.

Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που έμαθαν για την εξαφάνιση του πατέρα της. Τότε κάτι έσπασε μέσα της. Έκλαψε κρυφά από όλους. Μπροστά τους πάλευε να δείχνει ψύχραιμη, έως και ψυχρή. Στάθηκε στη μάνα της και τον αδελφό της σαν βράχος. Ήταν το αποκούμπι τους. Είδε τη μάνα της να λιώνει αργά σαν κερί, μέχρι που οκτώ χρόνια αργότερα πέθανε από ανακοπή. Η Φανή όλο εκείνο το διάστημα, από τα έντεκα μέχρι τα δεκαεννιά, ήταν μάνα και αδελφή, μαθήτρια και νοικοκυρά. Είχε αναλάβει τη διαχείριση του σπιτιού, την ανατροφή του αδελφού της, τη νοσηλεία της μητέρα της και τη μελέτη για το σχολείο. Ήθελε να είναι πρώτη μαθήτρια. Δεν άντεχε να υπάρχει κάποιος καλύτερος. Ο κόσμος έπρεπε να γυρίζει γύρω της κι αυτό το κατάφερνε με σκληρή δουλειά. Η Φανή ήταν γεννημένη πολεμιστής.

Μετά τον θάνατο της μητέρας της, αισθανόταν ηθική την υποχρέωση να αναλάβει τον αδελφό της. Στην πραγματικότητα δεν ένιωθε αγάπη γι’ αυτόν, τουλάχιστον όχι με την έννοια που έδινε ο περισσότερος κόσμος στην αγάπη. Είχε όμως μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Δεν τον μισούσε. Μάλλον κάπου μέσα βαθιά της τον ζήλευε ακόμα γιατί με τη φυσική του ομορφιά και την καλοσύνη του κέρδιζε εύκολα όλο τον κόσμο δίχως καν να προσπαθεί. Κάτι, που η ίδια έφτυνε αίμα για να το πετύχει. Με ένα χαμόγελό του μπορούσε να ρίξει στα δίχτυα του γυναίκες κι άντρες. Ενώ η ίδια πυροδοτούσε την εξυπνάδα της και τη γνώση της για να πετύχει τον σκοπό της. Είχε παλέψει σκληρά για να τα αποκτήσει αυτά. Όχι, πως η ίδια δεν ήταν όμορφη. Το αντίθετο μάλιστα. Όμως ο Χρήστος είχε κάτι το διαφορετικό που μαγνήτιζε τα βλέμματα. Μια αδιόρατη αύρα. Θα μπορούσε να τον στείλει σε κάποιο ορφανοτροφείο, προφασιζόμενη πως δεν ήταν αρκετά ώριμη για να έχει υπό την προστασία της ένα ανήλικο. Κι είχε περάσει πολλές φορές από το μυαλό της αλλά τελικά ποτέ δεν το έκανε. Αντίθετα θυσίασε και τις σπουδές της, τουλάχιστον για κάποια χρόνια. Είχε περάσει με άριστα στο πανεπιστήμιο Φυσικών σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Της είχε δοθεί μάλιστα η ευκαιρία να μπει στο αντίστοιχο πανεπιστήμιο των Αθηνών αλλά εκείνη επέλεξε μια μακρινή πόλη. Ήθελε να ζήσει μόνη της μακριά από την οικογένειά της και τον αδελφό της, ο οποίος της είχε στερήσει τα πιο σημαντικά και συνάμα τα πιο απλά πράγματα. Την ίδια της τη ζωή.

Μετά τον χαμό λοιπόν της μάνας της πήρε την απόφαση να μην συνεχίσει τις σπουδές της, εωσότου να ενηλικιωθεί ο Χρήστος κι ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Όφειλε να τον προστατέψει. Ήταν δύσκολο παιδί. Πιότερο εσωστρεφής από ότι εκείνη κι αρκετά λιγομίλητος. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν την ενοχλούσε το δεύτερο. Είχε την ευκαιρία να ζει στην ησυχία της. Το μόνο που την εκνεύριζε ήταν οι στοίβες βιβλία που γέμιζαν κάθε γωνία του σπιτιού κι εκείνες οι παλιατζούρες που κοσμούσαν το δωμάτιο του, λες κι ήταν παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Πολλές ήταν οι φορές που ήθελε να ανάψει μια τεράστια φωτιά και να τα κάψει όλα. Μισούσε το γεγονός πως είχε καταντήσει το σπίτι της η προσωπική αποθήκη του Χρήστου. Όμως πάντα είχε τον έλεγχο των λόγων της και των πράξεων της. Ποτέ δεν υπερέβαινε το πρέπον, το όριο. Μια φορά μόνο ξέφυγε από τον κρυστάλλινο αυτό κόσμο της και ξέσπασε. Ήταν η στιγμή ο Χρήστος κατάστρεψε άθελά του το αγαπημένο της φυτό, μεταφέροντας ένα παμπάλαιο μπαούλο στο δωμάτιο του. Η Φανή είχε πάντα ιδιαίτερη αδυναμία σε ο,τιδήποτε προερχόταν από τη φύση, από τη γη. Λάτρευε τα λουλούδια και τα φυτά. Ο κήπος του σπιτιού τους ήταν μακράν ο καλύτερος σε όλο το Ναύπλιο. Πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερος από όλους τους κήπους της Αργολίδας. Περιποιόταν τα φυτά, σαν να ήταν ζωντανά όντα. Σαν να ήταν παιδιά της. Τους μιλούσε και τα χάιδευε. Θα μπορούσε να έχει τα χέρια της μέσα στο χώμα από το πρωί έως το βράδυ. Αυτός ήταν κι ο λόγος που αντέδρασε τόσο άσχημα όταν είδε το φυτό της σε αυτή την κατάσταση. Δεν έβαλε όμως τις φωνές όπως θα ήταν αναμενόμενο. Περίμενε να φύγει ο αδελφός της από το σπίτι και μπήκε κρυφά στο δωμάτιό του. Μέσα σε μισή ώρα είχε πετάξει στα σκουπίδια όλα τα μικροαντικείμενα που μάζευε για χρόνια. Μόλις το ανακάλυψε ο Χρήστος, τσακώθηκαν άσχημα. Μάλλον εκείνος τσακώθηκε μόνος του γιατί η Φανή απλώς τον άκουγε και χαμογελούσε. Πάντα τέτοια ήταν η αντίδρασή της σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο Χρήστος δεν της μίλησε για δύο εβδομάδες. Ήταν δύο από τις πιο ήσυχες εβδομάδες της ζωής της.

Όταν έφυγε ο Χρήστος από το Ναύπλιο για να σπουδάσει στην Αθήνα, αποφάσισε κι η ίδια να ολοκληρώσει τις δικές της σπουδές. Έφυγε λοιπόν ένα πρωί για τη Θεσσαλονίκη με μια μικρή βαλίτσα και μια τεράστια καλή διάθεση. Εκεί, στην όμορφη συμπρωτεύουσα, έμεινε στην εστία φοιτητών κι όλος της ο κόσμος έγινε το διάβασμα. Δεν ξενυχτούσε σε βραδινά μαγαζιά και καφετέριες όπως έκαναν οι συμφοιτητές της. Πρώτον, γιατί ήταν αρκετά μεγαλύτερή τους και δεύτερον, ήθελε, όχι μόνο να πάρει το πτυχίο της, αλλά να κερδίσει και την υποτροφία. Το καθημερινό της πρόγραμμα έγινε στρατιωτικό, έτσι ώστε να μη χάνει λεπτό από τη σχολή και τη μελέτη της. Τον τετραγωνισμένο εκείνον προγραμματισμό της ήρθε και κατάστρεψε ο Φίλιππος Αρσένης. Καθηγητής της στη σχολή μα επιπλέον πολύ ελκυστικός άντρας. Την ερωτεύτηκε παράφορα και την κυνήγησε ανελέητα. Μέχρι που κατάφερε τον σκοπό του. Δεν την έκανε μόνο δική του, την παντρεύτηκε κιόλας με γάμο πολιτικό. Παραβρέθηκαν μόνο οι γονείς του, που είχαν έρθει από την Τρίπολη, κι ο Χρήστος.

Ο γάμος της δεν είχε εξάρσεις όπως κι η υπόλοιπη ζωή της, εξάλλου. Ο Φίλιππος την αγαπούσε τρελά. Εκείνη την τρέλα δεν την ένιωθε κι η Φανή, παρά μόνο συμπάθεια. Οι γονείς του Φίλιππου δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με τον γάμο του μονάκριβού τους, ιδίως η πεθερά της. Την αποκαλούσε ψυχρή και παγοκολόνα. Απορούσε με τον γιο της που θα χαράμιζε τη ζωή του με μια τέτοια γυναίκα. Η Φανή δεν έδινε σημασία σε αυτές τις κατινιές. Αντίθετα το διασκέδαζε.  Κι όσο το διασκέδαζε η Φανή, τόσο εκνευριζόταν η κυρία Μάρω.

Αυτή η αντιπάθεια μαλάκωσε λίγο όταν η Φανή έμεινε έγκυος. Ήταν ήδη είκοσι εφτά ετών, μια καλή ηλικία για τη μητρότητα, σύμφωνα πάντα με την πεθερά της. Ακόμα και τη ζωή της, την είχε καλά προγραμματισμένη. Όχι όμως και το γεγονός που επρόκειτο να ακολουθήσει. Στον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της, ο Φίλιππος έπιασε μια πολύ καλή δουλειά κι αρκετά προσοδοφόρα σε μια εταιρία στη Μυτιλήνη. Με μοναδικό αντίτιμο τη μετακόμισή τους στο νησί. Την ημέρα που ταξίδευαν με το πλοίο για τη Μυτιλήνη έπιασε μεγάλη φουρτούνα. Τεράστια κύματα πάλευαν σαν τιτάνες στη θάλασσα. Το καράβι φαινόταν σαν ένα μικρό καρυδότσουφλο σε μια τεράστια λεκάνη με νερό που την ταρακουνούσαν με μανία. Και το καρυδότσουφλο αναποδογύρισε. Η Φανή βρέθηκε να βουλιάζει στα σκούρα νερά της θάλασσας. Ένιωθε να γεμίζουν τα πνευμόνια της νερό και δεν μπορούσε να αντιδράσει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σωθεί. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπορούσε να έχιε τον έλεγχο. Κάποιο λάθος είχε συμβεί στην πολύ καλά φτιαγμένη ζωή της. Ο θάνατος. Κι αυτόν δεν είχε τη δυνατότητα να τον νικήσει. Μόνο με ένα θαύμα θα μπορούσε να σωθεί. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Εμφανίστηκε από το πουθενά ένας γυμνόστηθος άντρας με μακριά μαλλιά, σαν θεός της θάλασσας, και την τράβηξε πάνω στον αφρό. Το πρόσωπο του ήταν το τελευταίο που είδε πριν χάσει τις αισθήσεις της. Μετά ξύπνησε σε μια παραλία μονάχη.

«Ο άντρας μου , το μωρό μου…».

Φράσεις ακατάληπτες έβγαιναν από το στόμα της μαζί με το αλμυρό νερό όταν κάποιοι ψαράδες τη βρήκαν και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο της περιοχής. Μέχρι το βράδυ είχε γεννήσει, πρόωρα την Αγνή.

Η Φανή δεν ένιωσε κανέναν πόνο τοκετού με τον ερχομό της κόρης της. Δεν έχει μνήμες καν από την ώρα που τη γέννησε. Το μοναδικό που είχε μείνει σαν ανάμνηση ήταν ένα λευκό φως να την τυλίγει. Όταν συνήλθε από τη γέννα κι είδε την Αγνή δεν πίστευε ότι ήταν δικό της εκείνο το αγγελούδι. Είχε δύο τεράστια καταγάλανα μάτια, ξανθό μαλλί, σαν από μετάξι καμωμένο, και μια επιδερμίδα λευκή κι απαλή, όπως το βαμβάκι. Δύο φτερά της έλειπαν για να μοιάζει με μικρό χερουβίμ. Αν κι αυτά ακόμα τα έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας της. Θυμάται επίσης πολύ έντονα το όνειρο που είδε το βράδυ της γέννησης της μικρής. Έξι πανέμορφες γυναίκες βρίσκονταν πάνω από την κούνια της και τής σιγοτραγουδούν. Μια θεϊκή μελωδία, που δεν μπορούσε όμως να προσδιορίσει τη γλώσσα. Δεν τη φόβισαν οι μορφές τους, αντίθετα ένιωσε ασφαλής με την παρουσία τους. Είχαν μια φωτεινή αύρα γύρω τους κι ο χώρος ευωδίασε αρώματα. Ένιωσε τυχερή και ευλογημένη.

Ο Φίλιππος είχε χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Ο άντρας που την έσωσε δεν έδωσε ξανά σημεία ζωής. Απλώς εξαφανίστηκε όπως ξαφνικά είχε εμφανιστεί. Είχε μείνε στο μυαλό της μόνο ένα τατουάζ μιας τρίαινας που στόλιζε τον ώμο του. Πήρε το εξιτήριο και με το μωρό της επέστρεψαν στο Ναύπλιο όπου κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο πατρικό της. Μαζί με αυτήν μετακόμισαν και τα πεθερικά της στο Άργος, όχι μόνο για να είναι κοντά στην εγγονή τους αλλά και να ελέγχουν τις κινήσεις της νύφης τους. Η Φανή το αντιμετώπισε με αδιαφορία. Κληρονόμησε σημαντική περιουσία από τον άντρα της κι είχε πλέον τη φήμη μιας ευκατάστατης, όμορφης χήρας. Μπόρεσε λοιπόν να ανοίξει ένα δικό της φροντιστήριο στο Άργος και να ξαναβάλει τη ζωή της σε μια σειρά. Ύστερα από λίγο καιρό επέστρεψε κι ο Χρήστος στη γενέτειρα τους κι άνοιξε το δικό του επαγγελματικό χώρο, μια αντικερί. Όλα ξανά απέκτησαν τον ρυθμό τους κι η Φανή ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη μέχρι που μπήκε στη ζωή τους η περγαμηνή.

Η Αγνή όταν είδε το μπουκέτο με τα λουλούδια ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, σαν να της χάρισαν τον κόσμο όλο. Ένα τόσο απλό και συνηθισμένο δώρο κατάφερε να προσφέρει χαρά σε μια αθώα, παιδική ψυχή.

«Μανούλα μου, σε ευχαριστώ πολύ», είπε με την ανάλαφρη, παιδική της φωνή.

Αγκάλιασε τη μητέρα της και της χάρισε ένα φιλί.

«Μόνο η μαμά αξίζει φιλί; Εμείς; Τίποτα;», παραπονέθηκε ο Χρήστος.

Δεν άφησε ούτε τους υπόλοιπους παραπονεμένους που της είχαν μουτρώσει. Τους φίλησε κι αυτούς.

«Φτάνει με τα φιλία. Πρέπει να φάει η μικρή. Δεν ήθελε γιατί περίμενε τη… μάνα της».

Ένα ειρωνικό ύφος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της γιαγιάς της.

Η μικρή έτρεξε στο αυτοκίνητο, αγκαλιά με τα λουλούδια κι ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χρήστος αντιλήφθηκε μια μαύρη λιμουζίνα να τους ακολουθεί. Όταν κοίταξε για δεύτερη φορά, είχε εξαφανιστεί. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από το στήθος του.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήσυχα. Χωρίς καμία ένδειξη πως ο δαίμονας ήταν κοντά και τους απειλούσε. Ούτε κάποια εμφάνιση των ανθρώπων με τα μαύρα. Η υπερβολική αυτή ησυχία τους έκανε να ανησυχούν. Αποκλείεται να τους είχαν εγκαταλείψει τόσο εύκολα. Ο Χρήστος φοβόταν πως ήταν η ηρεμία πριν την καταιγίδα.

Η ατμόσφαιρα είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει Χριστούγεννα. Η Ζωή μπήκε ξανά στο πρόγραμμα της, στην καθημερινότητά της. Το ερχόμενο Σάββατο θα γινόταν η μεγάλη χειμερινή εκδήλωση της σχολής της, προγραμματισμένη πολύ καιρό πριν. Παρότι τα είχε σχεδόν όλα έτοιμα, βρισκόταν σε εγρήγορση. Η μοναδική εκκρεμότητά της ήταν ο παρουσιαστής του προγράμματος της βραδιάς. Χρειαζόταν έναν άνθρωπο με σωστό λέγειν και καλή επαφή με τον κόσμο. Δεν ήταν και δύσκολο να τον σκεφτεί. Κοίταξε τη Φανή στα μάτια με ναζιάρικο ύφος και μετά της πέταξε την βόμβα.

«Ξέρεις χρειάζομαι μια όμορφη γυναίκα, ψηλή, έτσι ξανθιά, να μιλάει όμορφα για να παρουσιάσει το πρόγραμμα των επιδείξεων. Έχεις κάποια υπόψη σου;».

Η Φανή την κοίταξε αρχικά σκεφτική, λες και προσπαθούσε να επιλέξει κάποια τυχαία γυναίκα από αυτές που γνώρισε. Απογοητεύτηκε λίγο η Ζωή μέχρι που είδε τη Φανή να της χαμογελάει.

«Εντάξει, θα το κάνω».

Η Ζωή όρμησε πάνω της και την αγκάλιασε σφικτά.

«Είσαι η καλύτερή μου φίλη. Σε λατρεύω! Σήκω τώρα, έχουμε δουλειές».

«Τι δουλειές;».

«Θα δεις…».

Την τραβούσε κυριολεκτικά από το μπράτσο μέχρι να φτάσουν στο μαγαζί με τα ρούχα ωστε να επιλέξουν τα φορέματα της μεγάλης βραδιάς. Η Ζωή διάλεξε ένα γαλάζιο φόρεμα μέχρι τη μέση της γάμπας, απλό και λιτό, ώστε να τονίζονται τα έντονα χαρακτηριστικά της. Η Φανή επέλεξε ένα φόρεμα μακρύ σε γήινα χρώματα για να δώσει έμφαση στο καλλίγραμμο σώμα της. Αρκετά στενό, ώστε να γίνεται εμφανές το ύψος της και τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της. Στα τριάντα δύο της ήταν ιδιαίτερα όμορφη και ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητη. Πολλά αρσενικά τη γυρόφερναν όχι μόνο για τα φυσικά της προσόντα αλλά και για την έντονη προσωπικότητά της.

Το βράδυ της ίδιας μέρα συγκεντρώθηκαν όλοι στο σπίτι των Εμπέογλου για να σχεδιάσουν το πρόγραμμα της εκδήλωσης. Η Φανή, άκρως οργανωτική όπως πάντα, είχε βγάλει τα χαρτιά της με τα κείμενα της παρουσίασης. Έκανε πρόβα, τονίζοντας τις φράσεις που έπρεπε να πει με το κατάλληλο χρώμα, αγνοώντας τα καυστικά σχόλια του Αλέξανδρου και του Χρήστου. Δεν έδωσε απολύτως καμία σημασία στα γέλια τους. Συνέχισε ακάθεκτη την πρόβα της.

Ξαφνικά έπεσε σιγή και τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς τη σκάλα. Είχε κάνει την εμφάνισή της η Αγνή φορώντας το καινούργιο της φόρεμα και κατέβαινε αργά τα σκαλιά, ισορροπώντας στις γόβες της μητέρας της. Είχε προσπαθήσει να μακιγιαριστεί έντονα και το αποτέλεσμα ήταν δύο τεράστια χείλη, πασαλειμμένα με χτυπητό κόκκινο κραγιόν. Η αστεία εκείνη εμφάνιση της μικρής στ σκάλα προκάλεσε έντονο γέλιο στους υπόλοιπους. Είχαν καιρό να περάσουν μια βραδιά τόσο ξέγνοιαστη, δίχως να σκέφτονται τους κινδύνους που καραδοκούσαν. Παρήγγειλαν πίτσες και μπύρες, παρακολουθώντας μια κωμική ταινία. Γέλασαν και διασκέδασαν με την ψυχή τους. Αργά το βράδυ έφυγε ο Αλέξανδρος με τη Ζωή και τα δύο αδέλφια έμειναν μόνα τους. Η Αγνή είχε πάει από ώρα για ύπνο.

Τις τελευταίες μέρες η Φανή είχε ένα πολύ άσχημο προαίσθημα. Μια έντονη πίεση στον θώρακα της έκοβε την αναπνοή. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας έτσι να καταπιεί τον κόμπο που τη βασάνιζε.

«Ανησυχώ Χρήστο! Κάτι κακό πρόκειται να συμβεί, το νιώθω».

Αν δεν μιλούσε σε κάποιον για αυτό που την έπνιγε τις τελευταίες μέρες, θα τρελαινόταν.

«Γιατί; Τι συνέβη; Παρατήρησες κάτι ύποπτο;».

«Όχι! Αλλά να, είναι ένα πνιγηρό προαίσθημα. Μου σπάει τα νεύρα κι αυτή η ηρεμία τριγύρω».

«Δεν έχεις άδικο. Κατά έναν περίεργο τρόπο έχουν ηρεμήσει τα πράγματα. Δεν νομίζω όμως πως τελείωσαν όλα τόσο εύκολα».

«Ας φανούμε δυνατοί, τότε. Ας προσέχουμε τα νώτα μας. Ποτέ δεν ξέρεις από πού θα χτυπήσουν».

«Φανή, δεν ξέρω πώς να στο πω αλλά… φοβάμαι! Νομίζω ότι δεν έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω τον δαίμονα. Έχω την αίσθηση πως κάποια στιγμή θα χρειαστεί να δράσω μόνος και δεν έχω το κουράγιο. Διάβασα κάπου πως όταν το σώμα κα η ψυχή ηρεμεί, έστω και για λίγο, ανοίγει σαν τριαντάφυλλο στον ήλιο. Με αυτόν τον τρόπο αναδύεται κι η μυρωδιά του. Αν είναι υγιές μοσχοβολάει, αν όχι τότε η δυσωδία του μπορεί να σε τρελάνει. Κι αυτή η δυσωδία εμένα με πνίγει».

Ο Χρήστος ένιωθε άρρωστος στη ψυχή, ένιωθε δειλός. Από μικρός είχε αύτη την αίσθηση, πως δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα στη ζωή του. Πως δεν ήταν αρκετά δυνατός για τον κόσμο στον οποίο τον είχαν φέρει.

«Είσαι πολύ δυνατός απλώς δεν το έχεις ανακαλύψει ακόμα. Όλοι είμαστε. Κανείς όμως δεν ξέρει τα όριά του μέχρι να χρειαστεί να τα ξεπεράσει. Θα βρεθείς κάποια στιγμή αντιμέτωπος με τις ίδιες σου τις δυνάμεις και θα σοκαριστείς. Μη φοβάσαι αδελφούλη μου. Μέχρι τώρα με είχες δίπλα σου σε κάθε δύσκολη στιγμή και θα συνεχίσεις να με έχεις».

Ο Χρήστος χαμογέλασε στην αδελφή του παρότι μέσα του ακόμα δεν ένιωθε ασφαλής. Θεωρούσε τον εαυτόν του ανίκανο μπροστά στις δύσκολες καταστάσεις που διαδραματίζονταν τον τελευταίο καιρό. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο πάνω του και μέσα του ώστε να μπορέσει να το διαχειριστεί όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν δυνατό άντρα.

Την Παρασκευή το βράδυ ήταν η τελική πρόβα στο κέντρο όπου θα γινόταν η χορευτική εκδήλωση. Πανικός κι άγχος παντού. Η Ζωή έτρεχε πανικόβλητη από τον έναν στον άλλον. Ο Άλιεβ κι οι υπόλοιποι δάσκαλοι και συνεργάτες της σχολής προσπαθούσαν να καλμάρουν την ανησυχία των μαθητών. Η Φανή βρισκόταν στο κέντρο της πίστας και πρόβαρε για μια ακόμα φορά τα λόγια της. Το κακό εκείνο προαίσθημα που την ταλαιπωρούσε μέρες είχε γίνει πιο δυνατό. Τόσο που είχε χάσει το χρώμα από το πρόσωπό της. Η χλομάδα επισκίαζε ολάκερη τη μορφή της. Από την άλλη μεριά, ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος διακωμωδούσαν την όλη κατάσταση της πρόβας, όπως συνήθιζαν εξάλλου να κάνουν σε κάθε δύσκολη στιγμή που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες της ζωής τους. Η Ζωή έβλεπε τον Αλέξανδρο ήρεμο και χαλαρό να διασκεδάζει κι ήθελε να τον σκοτώσει. Χρειαζόταν τη συμπόνια και τη συμπαράστασή του. Αντίθετα εκέινος χασκογελούσε με τον φίλο του. Η πρόβα ξεκίνησε και τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Οι μαθητές έκαναν απανωτά λάθη. Η μουσική δεν είχε τη σωστή ένταση. Τα φώτα έπεφταν αλλού από εκεί που είχαν κανονίσει. Μια μαθήτρια ούρλιαζε και διαμαρτυρόταν πως το ρούχο της ήταν στενό και δεν θα φαινόταν όμορφη στη χορογραφία της. Σε κάποια άλλη έσπασε το τακούνι του παπουτσιού της. Η Ζωή έτρεχε σαν παλαβή να τα προλάβει όλα. Η μόνη ήρεμη σε όλη την κατάσταση φαινόταν η Φανή παρόλο το κακό προαίσθημα που μέσα της την έπνιγε. Αφού ολοκλήρωσε την πρόβα της πήρε τον έλεγχο στα χέρια της, ξεχνώντας την αδυναμία που ένιωθε με τις σκέψεις της. Εξάλλου ήταν ο μόνος τρόπος για να βοηθήσει την φίλη της να καταπολεμήσει το άγχος της. Μίλησε σε όλους σχεδόν τους μαθητές της σχολής και με τη γήινη ηρεμία της τούς καθησύχασε και τούς ανέβασε το ηθικό. Χρειάστηκε ελάχιστη ώρα για να πάρουν όλα τον κανονικό τους ρυθμό. Η μουσική και τα φώτα στη θέση τους, τα φορέματα και τα παπούτσια στην εντέλεια κι η Ζωή να γλιτώνει το βάλιουμ που είχε κρυμμένο στην τσάντα της. Μετά από εξαντλητικές ώρες πρόβας, έμειναν μόνοι στο μαγαζί. Η Ζωή αγκάλιασε τη Φανή και την ευχαρίστησε θερμά.

«Χωρίς εσένα δεν θα είχα καταφέρει τίποτα», τής είπε και της έσφιξε δυνατά το χέρι.

Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Νωρίς το πρωί ξεκίνησαν οι ετοιμασίες. Ο Αλέξανδρος από τα χαράματα βοηθούσε τη Φανή διορθώνοντας κάποιες μικρολεπτομέρειες στα λόγια της. Το μυαλό της, όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ένιωθε το κακό να πλησιάζει. Η ανάσα της είχε χάσει το ρυθμό της. Ήταν σίγουρη ότι εκείνο το βράδυ το προαίσθημά της, που τη βασάνιζε τόσες μέρες θα έβγαινε αληθινό. Βρισκόταν στο αποκορύφωμα της αγωνίας και της κακής διαίσθησης. Έκλεισε τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια και με τα πόδια γυμνά στο πάτωμα, προσπάθησε να γειωθεί, να ηρεμήσει. Έχασε την επαφή με το περιβάλλον. Δεν άκουγε ούτε τα λόγια του Αλέξανδρου που δεν είχε αντιληφθεί την κατάστασή της. Μια φωνή, ένα παιδικό ουρλιαχτό ακούστηκε μέσα στο μυαλό της και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Σχεδόν έτρεμε.

«Φανή είσαι καλά;», ρώτησε ο Αλέξανδρος που την είχε πιάσει από τους ώμους και την ταρακουνούσε.

«Άκουσες ένα παιδικό ουρλιαχτό;».

«Όχι, δεν άκουσα τίποτα».

«Ήταν τόσο δυνατό! Μου τρύπησε τ’ αυτιά. Κάτι κακό θα γίνει, Αλέξανδρε».

«Τίποτα δεν θα γίνει. Είμαστε όλοι μαζί. Μη φοβάσαι».

Ο Χρήστος με τον Άλιεβ βρίσκονταν στο κέντρο για να ελέγξουν πως όλα είναι στη θέση τους. Η Ζωή είχε πάει στο κομμωτήριο. Αργά το απόγευμα κι οι τέσσερις έφτασαν στον χώρο της εκδήλωσης για τις λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής. Ο κόσμος άρχισε να καταφτάνει. Όμορφα ντυμένες γυναίκες με τους εξίσου εντυπωσιακούς συνοδούς τους. Ο χώρος γέμισε χαμόγελα, αρώματα κι ευχές. Κι η Ζωή ήταν πραγματικά πολύ όμορφη, έλαμπε. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η αίθουσα είχε γεμίσει. Τα τραπέζια ήταν πλέον κατάμεστα με ακριβά ρούχα να προμοτάρονται, καλοχτενισμένες κώμες να γυρίζουν δεξιά κι αριστερά, σχολιάζοντας τα πάντα και βέβαια λαμπερά χαμόγελα άλλα αληθινά και κάποια άλλα επιτηδευμένα. Απαλή μουσική άρχισε να παίζει χαμηλά κι η ατμόσφαιρα έγινε ιδιαίτερα ζεστή. Η Αγνή καθόταν στο μπροστινό τραπέζι δίπλα στην πίστα μαζί με τον Αλέξανδρο και τον θείο της τον Χρήστο. Προσπαθούσε να μιμηθεί τη Ζωή οπότε στεκόταν με την πλάτη ευθεία σαν μια μικρή κυρία. Η Φανή έφτασε για να της δώσει ένα φιλί πριν αναλάβει τα καθήκοντά της.

«Σ’ αγαπώ μαμά», άκουσε να λέει το τρυφερό της στοματάκι κι ευθύς αμέσως ανατρίχιασε από μια παγωνιά που την τύλιξε σαν μεγγένη.

Η μουσική άλλαξε και δυνάμωσε, δίνοντας έτσι το έναυσμα στους χορευτές και τους μαθητές να επιδείξουν τις χορευτικές τους δυνατότητες. Το πάρτι άναψε. Η πίστα γέμισε ζευγάρια από κάθε ηλικία που χόρευαν σε ρυθμούς λάτιν, ευρωπαϊκούς αλλά και πιο μοντέρνους. Πόδια και παπούτσια είχαν αρχίσει να παίρνουν φωτιά. Χαμόγελα σκορπίζονταν παντού και ελαφρώς ιδρωμένα μέτωπα γυάλιζαν κάτω από τη πολυχρωμία των φωτορυθμικών. Αρκετή ώρα μετά εκείνα τα φώτα χαμήλωσαν σταδιακά. Στην στρογγυλή, υπερυψωμένη πίστα βγήκε η Φανή απαστράπτουσα με ένα μικρόφωνο στο χέρι. Η παρουσία της και μόνο ήταν αρκετή για να τραβήξει όλα τα βλέμματα επάνω της. Κάποιες κυρίες σκουντούσαν ή και τσιμπούσαν τους άντρες τους κάτω από το τραπέζι μέχρι να γυρίσουν το βλέμμα τους πάνω σ’ αυτές. Μετά χαμογελούσαν με τον ίδιο επιτηδευμένο τρόπο. Η Φανή ανταπεξήλθε άψογα στον ρόλο της. Με την ήρεμη φωνή της και το αστείρευτο χιούμορ της, κέρδισε την προσοχή και τη συμπάθεια του κόσμου, κρύβοντας καλά την αναστάτωσή της. Το βλέμμα της ήταν συνέχεια καρφωμένο στην Αγνή που της χαμογελούσε γλυκά. Καλωσόρισε όλους όσους παραβρίσκονταν στην παρέα τους εκείνο το βράδυ κι άρχισε να παρουσιάζει με τη σειρά τα ζευγάρια και τις ομάδες που επρόκειτο να χορέψουν. Η Ζωή με τους συνεργάτες της είχαν κάνει πραγματικά άριστη δουλειά. Το κοινό συμμετείχε ενεργά στην προσπάθειά τους, ενθαρρύνοντάς τους με το θερμό τους χειροκρότημα και πολλές φορές με ιαχές και ζητωκραυγές. Όλες οι χορογραφίες παρουσιάστηκαν άψογα, με απόλυτη κορύφωση τον τελευταίο χορό της Ζωής με τον Άλιεβ. Μια πολύ ερωτική ρούμπα σε συνδυασμό με ένα δυναμικό ταγκό. Το ζευγάρι άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις κι αυτό φάνηκε από το απίστευτο χειροκρότημα του κόσμου. Πολλοί μάλιστα σηκώθηκαν κι από τη θέση τους για να εκφράσουν τον θαυμασμό τους.

Αφού κατάφεραν με τον επαγγελματισμό τους να αποδώσουν την ψυχική τους έκφραση μέσω του σώματός τους, η Φανή ανήγγειλε τη λήξη των χορευτικών επιδείξεων. Επιτέλους η βραδιά κόντευε να ολοκληρωθεί αναίμακτα. Τελικά ίσως όλα να ήταν στο μυαλό της και το ένστικτό της να ήταν λανθασμένο. Η πίστα ξαναγέμισε κόσμο κι επίδοξους χορευτές που ήθελαν να ξεδιπλώσουν κι αυτοί το ταλέντο τους. Η Ζωή κι η Φανή κάθισαν στο τραπέζι με τα αγόρια και την Αγνή. Από εκεί πέρασαν σιγά σιγά όλοι όσοι παραβρέθηκαν στην εκδήλωση για να συγχαρούν τη Ζωή και να την ευχαριστήσουν για την υπέροχη βραδιά που τους χάρισε. Αλλά κι η Ζωή γύρισε όλα τα τραπέζια, συγχαίροντας τους μαθητές της για τις επιδόσεις τους κι ευχαριστώντας τους που την τίμησαν με την παρουσία τους. Με μεγάλη δυσκολία κι ύστερα από αρκετή ώρα έφυγε κι η τελευταία παρέα από το μαγαζί. Έμειναν τελευταίοι κι εξουθενωμένοι. Από τον πολύ χορό και το φαί είχαν σχεδόν χυθεί στις καρέκλες. Τους είχε μείνει μόνο η αίσθηση της ικανοποίησης από την επιτυχία της βραδιάς.

«Αυτά είναι. Νομίζω πως η σημερινή μέρα σε έκανε πλούσια. Ήρθε η ώρα να παντρευτούμε».

Ο Αλέξανδρος πέταξε την καυστική του ατάκα, γελώντας δυνατά.

«Αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένη θα σε πλάκωνα στο ξύλο», είπε γελώντας κι η Ζωή.

«Ειλικρινά Ζωή μου ήταν από τις καλύτερες βραδιές που έχω περάσει. Μπράβο σου».

Ο Χρήστος σήκωσε το ποτήρι του κι έκανε την πρόποσή του.

«Σε ευχαριστώ Χρήστο. Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ γιατί αν περίμενα από τον εξυπνάκια δίπλα σου…».

Τσαλάκωσε ένα χαρτί που κρατούσε στα χέρια της και το πέταξε στον Αλέξανδρο. Το χαρτάκι κατέληξε στην άδεια καρέκλα της Αγνής.

«Χρήστο που είναι η Αγνή;».

Η Φανή συνειδητοποίησε πως η κόρη της απουσίαζε από το τραπέζι και τα μάτια της γούρλωσαν. Σαν μέσα από ένα βαθύ, σκοτεινό τούνελ άκουγε τις ομιλίες και τη μουσική του χώρου. Από το βάθος του εκείνου του τούνελ άκουσε και τον Αλέξανδρο να της λέει πως είχε πάει στην κουζίνα για νερό. Το κακό της προαίσθημα χτύπησε κόκκινο.

«Πάω μέχρι την κουζίνα να δω ότι όντως είναι εκεί».

Τρεκλίζοντας, σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω τον χώρο. Άδειος, κι έτσι ακριβώς ένιωσε και την ψυχή της. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Τρέχοντας σχεδόν, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Οι μικρές αποστάσεις του χώρου γι’ αυτήν έγιναν δαιδαλώδης. Ήθελε μόνο να αντικρίσει το πρόσωπο της κόρης της, ώστε να ηρεμήσει. Μπήκε στην κουζίνα κι ένας χείμαρρος ερωτήσεων βγήκε από το στόμα της. Με έντονη την αγωνία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της έδινε στους εργαζόμενους επακριβείς λεπτομέρειες της μικρής, περιμένοντας να ακούσει κάτι το ενθαρρυντικό. Δυστυχώς όμως κανένας δεν την είχε δει. Ένιωσε τη γη να ανοίγει και να την καταπίνει. Άρχισε αλλόφρων να τρέχει σε όλους τους χώρους του μαγαζιού, φωνάζοντας το όνομα της. Καμία απάντηση. Μετά από λίγο φάνηκαν και τα υπόλοιπα παιδιά.

«Δεν μπορώ να τη βρω πουθενά», ψέλλισε ξέψυχη η Φανή, με λυγμούς να διακόπτουν τα λόγια της.

«Δεν μπορεί, κάπου εδώ γύρω θα είναι. Που θα μπορούσε να πάει;», αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος.

«Μόνη της πουθενά», σχολίασε ο Χρήστος.

«Θα γυρίσω το μαγαζί ανάποδα. Θεέ μου ας τη βρω!», ούρλιαξε η Φανή.

Τα λεπτά έγιναν αιώνες για όλους, όση ώρα την αναζητούσαν. Ακόμα κι όσοι δούλευαν εκεί άρχισαν να ψάχνουν το μικρό κορίτσι ώστε να βοηθήσουν λίγο την κατάσταση. Η Αγνή όμως άφαντη. Μια υπάλληλος του κέντρου αναζητούσε για ώρα τη Φανή για να της δώσει την απάντηση. Είχε ακούσει την περιγραφή της μικρής και τα λόγια της τώρα έγιναν αγκάθια που μάτωσαν την καρδιά της Φανής.

«Πριν από λίγη ώρα την είδα μαζί με μια κυρία ντυμένη στα μαύρα να μπαίνουν σε μια λιμουζίνα με φιμέ τζάμια. Μάλιστα μου έκανε εντύπωση το πόσο λευκή ήταν η επιδερμίδα της κυρίας».

«Προς τα που έστριψε το αυτοκίνητο», ρώτησε ο Χρήστος, αγκομαχώντας από τον φόβο.

«Δεν είδα… Δεν έδωσα σημασία… Δεν ήξερα…».

Η Φανή δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμη. Ο Χρήστος έτρεξε αμέσως δίπλα της, προσπαθώντας να τη συνεφέρει. Η Ζωή με τρεμάμενα χέρια έφερε νερό.

«Το παιδί μου! Η Αγνή μου…».

Το κλάμα της έγινε γοερό κι αυτή απαρηγόρητη. Την πήραν σχεδόν σηκωτή για να πάνε στο σπίτι.

Άφησαν στο δρόμο τον Αλέξανδρο, ώστε να δηλώσει την εξαφάνιση της μικρής στην αστυνομία. Η Φανή του έδωσε τη φωτογραφική της μηχανή για να έχουν μια ακριβή εικόνα για τα χαρακτηριστικά της μικρής. Πήγαν σπίτι, άνοιξαν την τηλεόραση σε τοπικό κανάλι κι είχαν τα κινητά τους δίπλα για μια τυχόν κλήση που θα άλλαζε εκείνη τη δραματική κατάσταση. Μόνο ο Αλέξανδρος τους κάλεσε για επιβεβαίωση κάποιων στοιχείων που χρειαζόταν. Κανένα από τα τοπικά κανάλια δεν είχε αναφέρει ακόμα κάτι σχετικό με την εξαφάνισή της. Το βράδυ πέρασε δίχως κάποιο νέο. Κανείς δεν κοιμήθηκε. Έμειναν όλοι δίπλα στη Φανή και την παρηγορούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Η εικόνα εκείνης της όμορφης γυναίκας ήταν πλέον αποκαρδιωτική. Είχε χάσει κάθε ζωντάνια από τα μάτια της. Τριγυρνούσε στο σπίτι σαν νεκροζώντανη. Ο Χρήστος είχε ανησυχήσει πραγματικά και για μια ακόμα φορά ένιωσε ανήμπορος κι άχρηστος. Κρατούσε το σχεδόν άψυχο χέρι της αδελφής του, για να της δώσει θάρρος, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν ικανός να προσφέρει κάτι περισσότερο. Η Ζωή είχε τον νου της στην τηλεόραση, μήπως αναγγείλουν κάποιο νεότερο κι ο Αλέξανδρος επικοινωνούσε ασταμάτητα με την αστυνομία.

Η υπόλοιπη εβδομάδα πέρασε μέσα στην αγωνία. Η Φανή τις πρώτες μέρες δεν πήγε στη δουλειά. Έπρεπε όμως να δώσει το παρόν γιατί τα μαθήματα είχαν μείνει πίσω. Με μαύρη καρδιά και νιώθοντας τον αέρα ελάχιστο να εισχωρεί στα ρουθούνια της, μπήκε μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας του φροντιστηρίου της. Αντικρίζοντας τους μικρούς μαθητές της, ένιωσε την πληγή της να αιμορραγεί. Σε κάθε παιδικό πρόσωπο έβλεπε τη χαμένη κόρη της. Την είδε με μακριά μαύρα μαλλιά, με καρέ κόκκινο, με ξανθιά κοτσίδα, με κοντοκουρεμένο αντρικό στυλ. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρια της και μια κραυγή που ακροβατούσε στα χείλη της αλλά ήταν σχεδόν ακατόρθωτο.

«Τι σας συμβαίνει κυρία;», τη ρώτησαν τα μικρά, αντιλαμβανόμενα ότι κάτι κακό είχε συμβεί.

Δεν ήξερε τί να τους απαντήσει. Η Αγνή ήταν το μοναδικό πρόσωπο που έδινε νόημα στην ζωή της. Ήταν αδιανόητο να τη χάσει. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι της κι είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο να περνάει μια γυναίκα με χαρακτηριστικά όμοια με την απαγωγέα της Αγνής. Μαύρα ρούχα, μαύρα γυαλιά και λευκή επιδερμίδα. Ένα τρέμουλο μίσους τάραξε το κορμί της. Άφησε το βιβλίο που κρατούσε να πέσει στο πάτωμα και χίμηξε να προλάβει τη γυναίκα. Τα παιδιά μέσα στην αίθουσα έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Παρακολουθούσαν τις αλλοπρόσαλλες σκηνές που διαδραματιζόντουσαν από την τζαμαρία του φροντιστηρίου. Η Φανή είχε βγει σε έξαλλη κατάσταση και κυνηγούσε την γυναίκα με τα μαύρα.

«Στάσου! Σταμάτα, σου λέω!», ούρλιαζε αναμαλλιασμένη στη μέση του δρόμου.

Η γυναίκα την κοίταξε για μια στιγμή απορημένη. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν τής χίμηξε. Την έπιασε από το μαλλί και την έσυρε στο πεζοδρόμιο. Όλη η ένταση κι η αγωνία των ημερών μετατράπηκε σε υπεράνθρωπη κι ανεξέλεγκτη δύναμη που δεν μπορούσε να ορίσει. Ευτυχώς κάποιοι περαστικοί παρενέβησαν και τη γλίτωσαν από τα χέρια της. Ένα μαύρο τοίχος είχε υψωθεί μπροστά στα μάτια της Φανής εκείνη τη στιγμή.

«Αυτή… αυτή έκλεψε το παιδί μου, την κόρη μου. Αφήστε με! Θα τη σκοτώσω».

«Μα τι λέτε κυρία μου; Ποιο παιδί σας; Θα σας κάνω μήνυση», ανταπάντησε η άλλη γυναίκα, σχεδόν κλαίγοντας.

«Φέρε μου πίσω το παιδί μου. Την Αγνή μου. Γιατί είσαι εδώ; Με παρακολουθείς; Τι θες από μένα; Τι θέλετε από τη ζωή μας;».

«Τον γιο μου ήρθα να πάρω από το μάθημα. Είσαι τρελή γυναίκα μου;».

 Ο μικρός είχε βγει έξω, κλαίγοντας, και φώναζε να σώσουν τη μαμά του. Κάθε συγνώμη πλέον ήταν περιττή για την πράξη της. Μόνο σιωπή και θλίψη έσταζαν τα μαυρισμένα μάτια της Φανής.

Ύστερα από το θλιβερό εκείνο γεγονός, η Φανή αποφάσισε να προσλάβει έναν καθηγητή, ώστε να συνεχίσει τα μαθήματά της για λίγο καιρό. Δεν ήταν σε θέση η ίδια να τα καταφέρει. Κλείστηκε στο σπίτι της και με τη βοήθεια του Χρήστου και των φίλων της περίμενε την επόμενη κίνηση των απαγωγέων. Δεν υπήρχε όμως τίποτα το νεότερο κι έτσι άρχισε να πέφτει στην απελπισία. Μάλιστα, είχε πλέον δεδομένο πως δεν θα ξαναέβλεπε την κόρη της. Κι η λύτρωση για αυτή ήταν μόνο μια.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 5

967e4fb75875f7c2d6b9cae17797b1f3_XL

Κεφάλαιο 5

Η γη των Θεών

 

 

Και μόνο στη σκέψη των όσων είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό θα μπορούσε κάποιος να χάσει τη λογική του. Ένιωθαν πως ήταν χάρτινοι ήρωες σε κάποιο μυθιστόρημα φαντασίας. Μα όσα ζούσαν ήταν η πραγματικότητα κι όχι εξωπραγματικές ιστορίες βιβλίων. Τους κυνηγούσαν όχι μόνο εχθροί με σάρκα και οστά αλλά και όντα υπερφυσικά. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με εγκλήματα και καταδιώξεις. Το μόνο που έλειπε ήταν να διαλυθούν αναμεταξύ τους. Όμως, δυστυχώς κι αυτό είχε ήδη συμβεί. Είχαν χάσει για μέρες τα ίχνη της Ζωής. Παρόλες τις επίμονες προσπάθειες και πάλι δεν απαντούσε στο κινητό της. Εκείνο το απόγευμα ο Αλέξανδρος δέχτηκε κλήση από τον Άλιεβ. Ήταν πλέον πολύ ανήσυχος γιατί είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που εμφανίστηκε στη σχολή.

«Σε παρακαλώ διαμόρφωσε μόνος σου το πρόγραμμα ώστε να μη δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα», ζήτησε από τον νεαρό χορευτή. «Η Ζωή αντιμετωπίζει μια πολύ δύσκολη κατάσταση και θα απουσιάσει κάποιες μέρες». Δεν είχε και κάτι άλλο να του πει.

Αμέσως μετά το τηλέφωνο του Άλιεβ επικοινώνησε με τον Χρήστο και τη Φανή. Κανόνισαν να βρεθούν για καφέ στο Ναυπλία Παλλάς, το ξενοδοχείο που βρίσκεται στην κορυφή της Ακροναυπλίας. Εκεί θα απέφευγαν απρόοπτες συναντήσεις με γνωστούς και φίλους. Θα είχαν την ησυχία τους.

Ο Αλέξανδρος κάθισε σε ένα τραπεζάκι με θέα το φωτισμένο Ναύπλιο. Όλα φάνταζαν μαύρα, θολά όπως τα μάτια εκείνης της άγνωστης γνωστής που παραλίγο να τον σκοτώσει κάποιες μέρες πριν. Η πλατεία Συντάγματος έδειχνε επιβλητική από ψηλά αλλά άμορφη, δίχως σχήμα στα μάτια του. Ακόμα και το μουσείο, που ώρες ατελείωτες σπαταλούσε εκεί λόγω δουλειάς, φαινόταν σκοτεινό και κρύο σαν μια πέτρινη φυλακή. Δεξιά έστεκε ο βράχος του Παλαμηδίου. Με τα φώτα να βγαίνουν από τα σπλάχνα του έμοιαζε με ένα τεράστιο, απειλητικό διαστημόπλοιο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας, που αιωρούταν πάνω από την πόλη έτοιμο να την κατασπαράξει.

Του ξέφυγε ένας αναστεναγμός, κοιτώντας τη θέα, κι ο νους του έτρεξε στη Ζωή.

«Που να βρίσκεσαι;», μονολόγησε.

Έφερε στο μυαλό του τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά της τη στιγμή που πάλευαν. Ο δαίμονας είχε εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής της. Έπρεπε να δραστηριοποιηθούν. Να τη βρουν και μετά να εξορκίσουν με κάποιον τρόπο τον δαίμονα. Ξορκισμός. Και στην ιδέα μόνο λίγες μέρες πριν θα γελούσε. Τώρα έτρεμε.

Τον ειρμό των σκέψεών του διέκοψε η φιγούρα ενός άντρα με μαύρα ρούχα που καθόταν στην απέναντι γωνία του καφέ. Στο πέτο του σακακιού του υπήρχε καρφιτσωμένο ένα μικρό σύμβολο, δυσδιάκριτο από μια τόσο μακρινή απόσταση, το οποίο όμως αντανακλούσε φως από τις λάμπες τριγύρω. Στο τραπεζάκι του υπήρχαν δύο κούπες με καφέ που ακόμα άχνιζαν. Δεν ήταν μόνος. Αμέσως μετά εμφανίστηκε μια γυναίκα, ψυχρά όμορφη, με υπερβολικά λευκή επιδερμίδα, όπως ακριβώς και του άντρα δίπλα της. Φαίνονταν σαν να τους είχαν αποστραγγίξει κάθε σταγόνα αίματος. Το δέρμα τους έκανε αντίθεση με τα μαύρα ρούχα και τα γυαλιά που φορούσαν, καθώς επίσης και με τα μαύρα μαλλιά που τους πλαισίωναν το πρόσωπό. Τα βλέμματα τους είχαν καρφωθεί πάνω στον Αλέξανδρο. Κατάλαβε αμέσως πως τον παρακολουθούσαν και σηκώθηκε με θράσος να πάει στο τραπέζι τους. Αυτόματα το ζευγάρι άρπαξε με γρήγορες κινήσεις τα πράγματά του και κινήθηκε προς την έξοδο. Τους ούρλιαξε να περιμένουν μα εκείνοι πλέον είχαν εξαφανιστεί. Σίγουρα μπορούσε να τους προλάβει αλλά τη φόρα του Αλέξανδρου έκοψε ένας σερβιτόρος που εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά με αποτέλεσμα να τους χάσει από τα μάτια του. Βγήκε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Κανένα ίχνος τους. Μπήκε στον χώρο των ασανσέρ που οδηγούσαν στους πρόποδες της Ακροναυπλίας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του ανελκυστήρα. Έτρεξε με όλη του τη δύναμη μα δεν το πρόλαβε. Ήταν μάταιο να περιμένει το επόμενο. Εκνευρισμένος επέστρεψε στο ξενοδοχείο.

Λίγο μετά φάνηκαν ο Χρήστος κι η Φανή.

«Γιατί έχεις λαχανιάσει», ρώτησε η Φανή, καθώς καθόταν στο τραπεζάκι.

«Τους έχασα», ψέλλισε ο Αλέξανδρος, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του.

«Ποιους;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Στο τραπεζάκι, εκεί στη γωνία κάθονταν δύο περίεργοι τύποι και με κοίταζαν έντονα. Κατάμαυρα ρούχα, με πολύ λευκή επιδερμίδα», απάντησε ο Αλέξανδρος, δείχνοντας το τραπεζάκι απέναντι.

«Κάτι μου θυμίζει αυτή η περιγραφή», τον διέκοψε ο Χρήστος.

«Την ώρα που σηκώθηκα να τους μιλήσω, εξαφανίστηκαν. Δεν τους πρόλαβα».

«Ποιοι να ήταν αυτοί;», ρώτησε η Φανή.

«Δεν ξέρω. Ίσως είναι προτιμότερο να εγκαταλείψουμε τουλάχιστον για λίγο καιρό το Ναύπλιο», είπε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

Κι η φυγή δεν θα τους γλίτωνε από τους εχθρούς τους. Ήταν σίγουρο πως θα τους ακολουθούσαν παντού. Χρειάζονταν μια καλή στρατηγική.

«Από όσο μπορώ να καταλάβω δεν είναι μόνο αυτό που σε βασανίζει. Κάτι άλλο υπάρχει ακόμα. Σωστά;», τόνισε ο Χρήστος.

Ο Αλέξανδρος δίστασε λίγο την αρχή αλλά τελικά τους αποκάλυψε όλα όσα είχαν συμβεί στο σπίτι της Ζωής εκείνο το βράδυ.

«Θεέ μου, αυτό… αυτό είναι απίστευτο. Η Ζωή; Μα πως;».

Ακόμα κι η Φανή, ο πιο προσγειωμένος άνθρωπος που ήξεραν, δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Είχε χάσει την ψυχραιμία της.

«Δεν ξέρω! Κόντεψε να με σκοτώσει. Χτυπούσε με μανία το κεφάλι μου στο πάτωμα».

«Νομίζω πως ξέρω τι συμβαίνει», είπε ο Χρήστος, αποφεύγοντας να τους κοιτάξει στα μάτια.

«Νομίζω πως έχουμε την ίδια σκέψη», συνέχισε ο Αλέξανδρος.

«Ο δαίμονας. Αυτός που καλέσαμε», είπε τελικά ο Χρήστος, ξεφυσώντας.

«Πως μπορεί να έχει σχέση ο δαίμονας με τη συμπεριφορά της Ζωής;», συνέχισε να ρωτάει η Φανή.

«Την κατέλαβε. Μπήκε μέσα της».

Η Φανή έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα Χρήστο. Μόνο σε ταινίες και βιβλία φαντασίας. Δεν είναι λογικό», σχολίασε η Φανή.

«Όσο λογική ήταν κι η παρουσία του δαίμονα στο σπίτι μας».

«Κι εγώ το έζησα εκείνο το βράδυ από κοντά. Πολύ κοντά», είπε ο Αλέξανδρος.

«Είναι παράλογα όλα αυτά. Δεν μπορεί να συμβαίνουν!», ψέλλισε η Φανή.

Ο Χρήστος βρήκε την ευκαιρία και τους εξιστόρησε τη δική του εμπειρία με τη Ζωή στη σχολή χορού. Με εκείνα και με τούτα όλα πλέον έδειχναν πως η αλλαγή της κοπέλας δεν ήταν φυσιολογική αλλά μεταφυσική.

«Πρέπει να ανακαλύψουμε τα ίχνη της και να τη βοηθήσουμε με κάθε τρόπο», πήρε πάλι τον λόγο η Φανή.

«Ξέρω τι πρέπει να κάνω».

Ο Αλέξανδρος έβγαλε το κινητό του και κάλεσε τους γονείς της Ζωής στο Γύθειο. Όσο περίμενε να απαντήσουν χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. Όταν το σήκωσαν ο Αλέξανδρος χαμογέλασε αμήχανα. Στις επίμονες ερωτήσεις του όμως μόνο άρνηση κι άγνοια εξέλαβε. Βέβαια από όσα είπαν κατάλαβε πως του πουλούσαν παραμύθια.

«Δεν μου άρεσε ο τρόπος που με αντιμετώπισαν. Κάτι κρύβουν. Λοιπόν, ετοιμάστε τα πράγματά σας. Φεύγουμε για Γύθειο».

«Τι; Πότε;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Αύριο το πρωί. Θα τη βρούμε εκεί. Είμαι σίγουρος».

Η πεθερά της Φανής άνοιξε μισοκοιμισμένη την πόρτα της. Η μέρα μόλις χάραζε. Κοίταξε ανήσυχη τη νύφη της και την εγγονή της αλλά πάντα με τη γνωστή ξινή αντιπάθεια. Η Φανή χωρίς πολλά πολλά της ανήγγειλε πως θα έλειπε για λίγες μέρες και θα άφηνε την Αγνή εκεί.

«Και που πας του λόγου σου;», ρώτησε, κοιτάζοντας με μισό μάτι τη Φανή.

«Δεν μπορώ να σου εξηγήσω αυτή τη στιγμή. Δεν έχω χρόνο. Να ξέρεις πως είναι λίγο αδιάθετη. Δεν θα πάει σχολείο».

«Ωραία μάνα είσαι εσύ. Αφήνεις άρρωστο το παιδί σου και τρέχεις δεξιά κι αριστερά. Που θα πας;».

«Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις. Θα παίρνω κάθε μία ώρα για να τσεκάρω τη μικρή. Πρέπει να φύγω».

«Δεν χρειάζεται να παίρνεις και να ενοχλείς. Στη γιαγιά της θα μείνει, όχι σε καμία ξένη. Ορίστε μας».

Αδιαφορώντας για τη ξινίλα της κυρά Μάρως, φίλησε την κόρη της κι έφυγε. Η αλήθεια είναι πως ανησυχούσε που άφηνε μόνη της την Αγνή έστω κι υπό την προστασία της πεθεράς της αλλά δεν τολμούσε να την πάρει μαζί της. Δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της σε καμία περίπτωση.

Ο Χρήστος είχε προμηθευτεί ό,τι βιβλίο ήξερε για τον εξορκισμό δαιμόνων κι όσο περίμενε τη Φανή να επιστρέψει σέρφαρε στο διαδίκτυο για να συγκεντρώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους αμέσως με το που μπήκε η βουρκωμένη Φανή στο αυτοκίνητο. Ο Αλέξανδρος οδηγούσε, ο Χρήστος έψαχνε πληροφορίες κι η Φανή σημείωνε όσα της έλεγε ο αδελφός της.

«Πρέπει να βρούμε κάποιον ιερέα, με εμπειρία στον εξορκισμό για να μας βοηθήσει», είπε ο Χρήστος σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει στις σελίδες του διαδικτύου. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι να πείσουμε τη Ζωή να μας ακολουθήσει. Οι δυνάμεις της είναι πλέον ανεξέλεγκτες».

«Τον δαίμονα πρέπει να φοβόμαστε κι όχι τη Ζωή. Στην ουσία αυτόν πρέπει να ξεγελάσουμε».

Η Φανή κοιτούσε έξω από το παράθυρο τα δέντρα που έτρεχαν με ιλιγγιώδη ρυθμό στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνους. Έμοιαζαν με δαίμονες που πετούσαν και γελούσαν ειρωνικά.

Είχε μεσημεριάσει και βρίσκονταν ήδη στη Σπάρτη. Νοτιοδυτικά της πόλης υψωνόταν ο Ταΰγετος και στους πρόποδες του η αρχαία πόλη του Μυστρά. Ένας τόπος όλο ιστορία και μυστήριο. Οι γκριζοπράσινες πέτρες, απομεινάρια αρχαίου πολιτισμού, έστεκαν σπαρμένες, σαν στρατευμένοι αιώνιοι φρουροί, υπενθυμίζοντας το στρατιωτικό μεγαλείο της περιοχής.

«Πάντα ήθελα να επισκεφτώ τον Μυστρά», είπε ο Αλέξανδρος καθώς έριξε μια ματιά στον βράχο του Μυζηθρά, που απλωνόταν δεξιά του, έτσι για να σπάσει λίγο την ένταση και την αγωνία τους.

«Ναι, είναι όμορφη η χώρα των Λακεδαιμονίων».

Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης που είπε η Φανή, ο Αλέξανδρος γούρλωσε τα μάτια.

«Σωστά! Λακεδαίμων… Από το «λακ» που σημαίνει λάκκος. Ο λάκκος των δαιμόνων. Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, η περιοχή που βρισκόμαστε είναι ο λάκκος των δαιμόνων. Πολλές συμπτώσεις μαζεμένες».

«Μάλιστα, ο λάκκος του κακού. Σε ενδιαφέρουσα περιοχή μας φέρνεις», σχολίασε η Φανή.

«Δεν σημαίνει ακριβώς αυτό», συνέχισε ο Αλέξανδρός. «Στην αρχαία Ελλάδα το κακό δεν είχε τον ορισμό που δίνουμε εμείς στη σύγχρονη εποχή. Το κακό ήταν απαραίτητο για την ισορροπία. Οι δαίμονες ήταν κατώτερες μεν θεότητες αλλά όντα που λατρεύονταν από πιστούς. Και μάλιστα πολλές φορές όντα χωρίς κακία μέσα τους. Οπότε δεν συσχέτιζαν την περιοχή με κάτι κακό. Αντίθετα ήταν περισσότερο επιβλητική η ονομασία».

Τα λόγια του Αλέξανδρου προκάλεσαν μια ταραχή στα σωθικά του Χρήστου. Αναρωτήθηκε πόσα μυστήρια κρύβει αυτή η γη. Πόσα ακόμα άλυτα αινίγματα του επιφυλάσσει η ίδια η μοίρα του.

Πέρασε περίπου μισή ώρα για να φτάσουν στην πόλη του Γυθείου. Ήταν απλωμένη σε έναν μικρό λοφίσκο, Κούμαρο τον ονόμαζαν στην περιοχή, και στα πόδια του το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Τα σπίτια ήταν χτισμένα διάσπαρτα στον λόφο, που όσο κατέβαινες, τόσο πύκνωναν. Πέρασαν με το αυτοκίνητο από τον παραλιακό δρόμο, ο οποίος οδηγεί στην κεντρική πλατεία της πόλης. Αριστερά, στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, υπήρχαν κατά διαστήματα τραπεζάκια με καρό τραπεζομάντηλα και ηλικιωμένοι να ενασχολούνται με το τάβλι ή το άθλημα του κουτσομπολιού. Εκτεθειμένα στον ήλιο, κρέμονταν χταπόδια, όπου περίμεναν τη σειρά τους για κατανάλωση από μερακλίδικη παρέα. Είχαν καιρό να βρεθούν σε μια περιοχή με τόση ησυχία. Όλο το σκηνικό στα μάτια τους ήταν ξένο, μακρινό. Έκαναν τη στροφή της πλατείας κι ακολούθησαν τον δρόμο δεξιά, όπου κατέληγε στο νησί της Κρανάης. Ένα μικρό, κατάφυτο από πεύκα, νησί ενωμένο με την πόλη με μια στενή λωρίδα γης κι έναν γίγαντα φάρο να το κοσμεί στην άκρη του, προστάτη της θαλάσσιας συγκοινωνίας της περιοχής.

Το σπίτι της Ζωής βρισκόταν κοντά στην μητρόπολη του Γυθείου, την Υπαπαντή. Είχε θέα τη θάλασσα και το πανέμορφο νησάκι. Ο Αλέξανδρος δεν θα μπορούσε να ξεχάσει το σημείο που βρισκόταν. Πριν κάποιους μήνες είχε επισκεφτεί και πάλι την περιοχή κι όχι για διακοπές. Τον τράβηξε κυριολεκτικά με το ζόρι η Ζωή για να γνωρίσει τα πεθερικά του. Και μόνο στο άκουσμα της λέξεις “πεθερικά” είχε φρικάρει. Κανείς δεν είχε μιλήσει για γάμο. Κανείς δεν είχε πει για δέσμευση. Κανείς δεν ήθελε να γνωρίσει “πεθερικά”.

«Καλύτερα να μην πάμε αμέσως στο σπίτι της Ζωής», πρότεινε ο Χρήστος, βγάζοντας τον Αλέξανδρο από τις ενοχλητικές εκείνες σκέψεις.

«Γιατί;», ρώτησε η Φανή.

«Αν μας δει μπροστά της μπορεί να αντιδράσει άσχημα. Ίσως μάλιστα και βίαια. Καλύτερα να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο και να παρακολουθήσουμε για λίγο τα πράγματα από μακριά».

«Σωστά! Έτσι θα έχουμε και χρόνο να βρούμε μια λύση για τον εξορκισμό. Σε μια τόσο μικρή περιοχή δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί κάποιος ιερωμένος που να γνωρίζει από εξορκισμούς. Υπάρχει όμως ένα μικρό μοναστήρι με καλόγριες κάπου στην περιοχή. Ίσως κάποια από αυτές μας βοηθήσει», σκέφτηκε ο Αλέξανδρος.

«Μόνο άντρες μπορούν να κάνουν εξορκισμούς, όχι καλόγριες. Έτυχε και διάβασα πριν καιρό ένα βιβλίο σχετικό. Ήθελα να δω κατά πόσο μπορεί να υπάρχει στην πραγματικότητα ο δαιμονισμός. Δεν ήξερα», είπε η Φανή.

«Άντε, πάμε να βρούμε κάποιο δωμάτιο. Χρειάζομαι επειγόντως ένα μπανάκι».

«Όντως, Αλέξανδρε! Το χρειάζεσαι», είπε, γελώντας ο Χρήστος και κλείνοντας τη μύτη του.

Βρήκαν μια παραδοσιακή πανσιόν με θέα τον Λακωνικό κόλπο και τακτοποιήθηκαν.

Ο ήλιος μεσουρανούσε κι αποφάσισαν να πάνε για φαγητό κάπου έξω από το Γύθειο ώστε να αποφύγουν την όποια τυχαία συνάντηση με τη Ζωή. Κατέληξαν στο Οίτυλο, ένα παραθαλάσσιο χωριό στις αρχές της Μάνης, κάτω από την Αρεόπολη.

«Το χωριό πήρε το όνομά του από τον μυθικό ήρωα Οίτυλο, γιο του Αμφιάνακτα, με καταγωγή από το Άργος», τους εξήγησε ο Αλέξανδρος με στόμφο στα λόγια του.

«Είμαστε τυχεροί που έχουμε μια κινητή εγκυκλοπαίδεια μαζί μας», είπε κοροϊδευτικά ο Χρήστος.

Προτίμησαν μια ψαροταβέρνα δίπλα στην ακρογιαλιά και παρήγγειλαν θαλασσινά. Το αεράκι ήταν αναζωογονητικό και ιδιαίτερα για τον Χρήστο.

Έφαγαν τα θαλασσινά τους κα απόλαυσαν την ηρεμία της παραθαλάσσιας περιοχής. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το κύμα που έδερνε ρυθμικά τις ολόλευκες κοτρώνες και το τσίριγμα των γλάρων. Αυτά ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν μια μουσική στα αυτιά τους προερχόμενη μόνο από τους ήχους της φύσης. Αφού χαλάρωσαν λίγο άρχισαν να συζητούν για το επικείμενο θέμα τους. Εμφανίστηκε, τότε ξαφνικά, ένα μικρό μελαμψό αγόρι στο τραπέζι τους και τους κοίταζε επίμονα. Φορούσε ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του και τους χαμογελούσε με ένα παράξενο φως να τον περικλείει σαν να βρισκόταν μέσα σε μια χρυσή αύρα. Όπως ο ήλιος έπεφτε πάνω του, εξέπεμπε μια απόκοσμη λάμψη, σχεδόν θεϊκή. Έδωσε ένα κλαράκι με δαφνόφυλλα στη Φανή. Το ξεκόλλησε από το δαφνοστολισμένο κεφάλι του, και της χαμογέλασε.

«Πως σε λένε μικρέ μου φίλε;», ζήτησε να μάθει ο Χρήστος.

«Φοίβο», είπε ο μικρός κι η φωνή του ακούστηκε σαν ουράνια μελωδία.

Δύο γαλαζοπράσινες λίμνες ήταν τα μάτια του και χρυσόξανθα τα μαλλιά του. Ο Αλέξανδρος έβγαλε το πορτοφόλι του να του δώσει λεφτά μα ο μικρός με μια κίνηση του έκοψε την φόρα. Μουσικός, αιθέριος ήχος βγήκε από το στόμα του.

«Αυτό που ψάχνετε θα το βρείτε εκεί που σύμφωνα με τη μυθολογία αγκυροβόλησε η ομορφιά. Ομορφιά σαν την δική σου, ημίθεε αρσενικέ», είπε, κοιτάζοντας τον Αλέξανδρο μέσα στα μάτια.

Τους χαμογέλασε κι η λάμψη που ανέβλυσε το στόμα του έγινε ένα με το χρυσό του ήλιου. Τρέχοντας, πετώντας σχεδόν, έφυγε προς την παραλία.  Ένα γεράκι εμφανίστηκε στον ουρανό κι έκανε κύκλο από πάνω τους. Ο μικρός είχε εξαφανιστεί.

«Τι εννοούσε με την ομορφιά που αγκυροβόλησε και που ξέρει ο μικρός το τι ψάχνουμε;», ρώτησε η Φανή, καθώς, κοιτούσε το δάφνινο κλαδί.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Ήταν τόσο παράξενο όλο αυτό. Όμως νομίζω πως πρέπει να το ψάξουμε», είπε ο Αλέξανδρος, κοιτώντας τον ουρανό που είχε ήδη πάρει ένα πορτοκαλί χρώμα.

«Δεν σας έκανε καθόλου εντύπωση ο μικρός; Πόσο απότομα εμφανίστηκε κι εξαφανίστηκε; Τα περίεργα λόγια του;», ρώτησε η Φανή.

«Ζούμε αρκετές ακατανόητες καταστάσεις τον τελευταίο καιρό. Θα πρέπει να τα συνηθίσουμε όλα αυτα», της απάντησε ο Αλέξανδρος.

«Παρατηρήσατε τη λάμψη που είχε γύρω του; Κι ο τρόπος που μιλούσε; Γαλήνιος αλλά ταυτόχρονα τρομακτικός. Σου προκαλούσε δέος», σχολίασε ο Χρήστος.

«Πάμε να φύγουμε πριν νυχτώσει».

Ο Αλέξανδρος τους έβγαλε απότομα από τις σκέψεις και τις απορίες τους.

Επέστρεψαν στην πανσιόν λίγο πριν νυχτώσει. Ο Χρήστος ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι έκλεισε τα μάτια του. Είχε χαλαρώσει, στα πρόθυρα του ύπνου, όταν απλώθηκε γύρω του εκείνη η γνωστή μυρωδιά μυρτιάς. Η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό ήταν η κοπέλα των Ιωαννίνων. Το λευκό φόρεμα με τα στάχια και μια χρυσή αύρα να την περιβάλλει. Μια χρυσή αύρα όπως ακριβώς του μικρού αγοριού στο Οίτυλο. Εκείνος ο μικρός έμοιαζε πολύ με την κοπέλα των Ιωαννίνων. Με αυτή τη σκέψη αναστέναξε και παραδόθηκε στην κούραση του αλλά και στους εφιάλτες που θα τάραζαν τον ύπνο του.

Ξύπνησαν νωρίς το πρωί κι ετοιμάστηκαν για να επισκεφτούν όλες τις εκκλησίες της περιοχής. Θα μιλούσαν με όσους ιερωμένους μπορούσαν να βρουν. Μέχρι το απόγευμα είχαν γυρίσει όλες τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια εντός κι εκτός Γυθείου μα κανείς από αυτούς, δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Διότι κανένας δεν είχε ασχοληθεί με εξορκισμούς. Κάτι για το οποίο ήταν σίγουρος ο Αλέξανδρος. Τους είχε προειδοποιήσει πως θα δυσκολευτούν αρκετά με αυτό το εγχείρημα. Πολλοί φάνηκαν ακόμα και καχύποπτοι απέναντι στα παιδιά. Είχαν επαναπαυτεί στην ήρεμη ζωή τους και ο,τιδήποτε το μεταφυσικό, ακουγόταν μύθος. Κατέληξαν σε ένα μικρό εκκλησάκι λίγο έξω από το Γύθειο. Μια καντηλανάφτισσα που είχε ακούσει τη συζήτηση που έκαναν με τον ιερωμένο τους πλησίασε λίγο πριν φύγουν.

«Καλησπέρα σας, παιδία μου. Άκουσα τη συζήτηση που είχατε με τον παπά. Ψάχνεται κάποιον που να ασχολείται με εξορκισμούς;».

«Μάλιστα. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να μας βοηθήσει», είπε ο Χρήστος.

«Ίσως μπορώ να σας βοηθήσω εγώ», είπε η γυναίκα, κατεβάζοντας το κεφάλι της χαμηλά.

«Ξέρετε κάποιον που γνωρίζει από εξορκισμούς;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι! Όχι! Εγώ δεν ξέρω κανέναν. Υπάρχει όμως μια καλόγρια στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων πάνω στην κορφή του Κούμαρου. Είναι η πιο μεγάλη κι η πιο σοφή από όλες τις καλόγριες. Είμαι σίγουρη πως θα σας καθοδηγήσει στον κατάλληλο άνθρωπο. Ηγουμένη Χαριτίνη, ονομάζεται. Εκεί έστειλα και μια ανιψιά μου που ντυνόταν και βαφόταν σαν το διάολο. Αυτή η καλόγρια την έσωσε. Την έστειλε σε έναν άγιο και την έκανε καλά».

Ο Αλέξανδρος με δυσκολία συγκράτησε τα γέλια του. Ο Χρήστος τον σκούντηξε διακριτικά. Χαμογέλασε στη γυναίκα με μια αμηχανία. Αφού πήραν τις κατάλληλες οδηγίες για τον προορισμό τους, ξεκίνησαν γρήγορα. Ήδη είχε νυχτώσει, ανεβαίνοντας στον λόφο. Το εκκλησάκι ήταν μικρό και γραφικό, αλλά εντελώς ερημικό. Δεν φαινόταν όμως ζώσα ψυχή τριγύρω.

«Μήπως να έρθουμε αύριο το πρωί;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Μάλλον. Δεν βλέπω να υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει τέτοια ώρα. Οι καλόγριες κοιμούνται από νωρίς», συνέχισε ο Χρήστος.

«Κάποιος είναι μέσα στην εκκλησία. Τα κεριά είναι ακόμα αναμμένα. Δεν θα τα άφηναν έτσι. Ας ρίξουμε μια ματιά», είπε η Φανή, πλησιάζοντας την είσοδο.

Χτύπησαν την πόρτα της εκκλησίας αλλά δεν πήραν καμία απάντηση. Η Φανή δοκίμασε να ανοίξει. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Μια γλυκιά μυρωδιά λιβανιού είχε απλωθεί τριγύρω. Μπήκαν μέσα στο μικρό εκκλησάκι. Καντηλάκια και κεριά φώτιζαν απόκοσμα τον μικρό χώρο. Μύριζε ακόμα πιο έντονα εκείνο το γλυκό λιβάνι κι όλα έδειχναν σαν να είχε μόλις τελειώσει η λειτουργία.

«Καλησπέρα!», φώναξε λίγο δυνατά η Φανή. «Ηγουμένη είστε εδώ;».

Στο κάλεσμα της καλόγριας δεν πήραν καμία απάντηση. Η Φανή τρομοκρατήθηκε, νιώθοντας τα βλέμματα των αγίων να πέφτουν πάνω της. Έμοιαζαν σαν να την παρακολουθούσαν, σαν να την έκριναν για τις πράξεις της. Πλησίασε το ιερό και τότε είδε στο κάτω μέρος της κεντρικής πόρτας ένα μικρό ρυάκι από αίμα. Η Φανή ούρλιαξε δυνατά με το θέαμα που αντίκρισε και τα αγόρια έτρεξαν αμέσως δίπλα της.

Άνοιξαν την πόρτα του ιερού και βρέθηκαν μπροστά σε ένα ακόμα απόκοσμο θέαμα, αντίστοιχο με αυτό στο γραφείο του γλωσσολόγου. Η καλόγρια βρισκόταν κατακρεουργημένη πάνω στην ιερή τράπεζα με τα μάτια της να χάσκουν ολάνοιχτα. Τα αίματα έτρεχαν σε μικρά ρυάκια τριγύρω του ιερού εκείνου τραπεζιού. Τα χέρια της γηραιάς γυναίκας κρέμονταν άψυχα δεξιά κι αριστερά. Ο Χρήστος αγκάλιασε τη Φανή και της έκρυψε το πρόσωπο για να την προστατέψει από το φρικτό εκείνο θέαμα. Το γνωστό σύμβολο του δράκου ήταν ζωγραφισμένο με το αίμα της άτυχης γυναίκας πάνω στον τοίχο. Αυτή τη φορά δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να καλέσουν την αστυνομία. Κάλυψαν όσο μπορούσαν τα ίχνη τους κι επέστρεψαν στο Γύθειο. Κλειδώθηκαν στο δωμάτιο της πανσιόν. Η Φανή έτρεμε σαν το φύλλο.

«Δεν έχω ξαναδεί νεκρό. Ήταν φοβερό».

«Αυτό σημαίνει πως βρίσκονται πάντα ένα βήμα πριν από μας. Είναι η δεύτερη φορά που μας προλαβαίνουν κι ο δεύτερος άνθρωπος που χάνει τη ζωή του εξαιτίας μας. Το χειρότερο είναι πως δεν έχουμε κανένα ίχνος από τον δράστη. Κι αν όλα τα έκανε ο ίδιος ο δαίμονας;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Και στην προηγούμενη δολοφονία αλλά και σε αυτή υπήρχε η σφραγίδα του δράκου. Αυτό είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Ένα μήνυμα που μάλλον απευθύνεται σ’ εμάς. Πρέπει να βρούμε τι κρύβεται πίσω από αυτό το έμβλημα. Ή καλύτερα ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτό».

Ο Αλέξανδρος άνοιξε αμέσως τον φορητό υπολογιστή του και μπήκε στις σελίδες αναζήτησης. Χρησιμοποιούσε κάθε συνδυασμό για να βρει ο,τιδήποτε αφορά το σημάδι του δράκου μα δεν κατάφερε κάτι. Εκνευρισμένος βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει τσιγάρο. Η Φανή πήρε τηλέφωνο την πεθερά της για να δει τι κάνει η μικρή. Αφού επιβεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει, μπήκε στο μπάνιο για να διώξει από πάνω της έστω με το νερό κάθε αποκρουστική εικόνα που αντίκρισε. Ο Χρήστος χάθηκε για άλλη μια φορά στις σκέψεις του.

Ο δαίμονας, αγκιστρωμένος πια για τα καλά στο μυαλό της Ζωής, ανακάλυψε κάθε κρυφή ιστορία της κι όποια μοιχεία σκέψη είχε κάνει μέχρι τη στιγμή που εισέβαλλε μέσα της. Τον εξυπηρετούσε απόλυτα ακόμα κι η καταγωγή της. Απομακρυσμένη από τον πολύ κόσμο. Το Γύθειο γι’ αυτόν ήταν ο κατάλληλος προορισμός, η καλύτερη κρυψώνα. Οι γονείς της Ζωής, παρότι έμειναν έκπληκτοι με την απρόσμενη επίσκεψή της, την υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Δεν κατάλαβαν τίποτα για την επιρροή του δαίμονα. Η μητέρα της, η κυρία Σταυρούλα, είχε σοκαριστεί από την αλλαγή στην εμφάνισή της. Η Ζωή όμως με διπλωματικά δαιμονικό τρόπο την καθησύχασε.

«Αν πάρει ο Αλέξανδρος μην του πείτε πως βρίσκομαι εδώ. Έχω ανάγκη να μείνω για λίγο μόνη».

Περισσότερο σαν διαταγή ακούστηκε παρά επιθυμία. Το ίδιο βράδυ τους ανακοίνωσε πως θα βγει για να βρεθεί με κάποιες παλιές συμμαθήτριές της. Εννοείται πως δεν είχε σκοπό να συναντήσει καμία αντιπαθητική χωριατοπούλα. Είχε κανονίσει όμως να δει κάποιους άντρες ιδιαίτερα μελαχρινούς και μάλιστα με κάτασπρο δέρμα. Καθένας από αυτούς είχε στο πέτο του μια καρφίτσα με ένα σύμβολο. Το γνωστό σύμβολο με τον δράκο. Με το που αντίκρισαν τη Ζωή την αντιμετώπιζαν λες κι ήταν ο θεός τους. Κι αυτή απολάμβανε την πίστη και την υπακοή τους. Μπήκαν, μετά από προσταγή της, σε μια μαύρη λιμουζίνα και κατευθύνθηκαν προς τη μέσα Μάνη. Έφτασαν σε μια παραθαλάσσια, ερημική περιοχή. Περπάτησαν στην παραλία και κατέληξαν στην είσοδο μιας μικρής σπηλιάς. Μπήκαν μέσα. Ένα έντονο κοκκινωπό και τρεμουλιαστό φως απλώθηκε στη σπηλιά.

Ορισμένες συνήθειες δεν κόβονται εύκολα. Έτσι ο Αλέξανδρος ήταν εκείνος που ξύπνησε για μιαν ακόμα φορά πρώτος. Συνέχισε την έρευνά του στο διαδίκτυο μέχρι που σηκώθηκαν κι οι υπόλοιποι. Η μέρα ήταν σχετικά ζεστή, έτσι αποφάσισαν να πιουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι του δωματίου. Η Φανή εξαφανίστηκε για λίγο κι επέστρεψε με μια κούτα ζεστά κρουασάν. Είχαν να φάνε από το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας. Μαζί με τα κρουασάν έφερε τοπικές και μη εφημερίδες για να ελέγξουν αν υπήρχε κάποιο άρθρο για τη δολοφονία της καλόγριας.

«Είναι δυνατόν να μη γράφουν τίποτα;», ρώτησε η Φανή, κλείνοντας την τελευταία εφημερίδα και χτυπώντας τη με μανία στο τραπέζι.

«Δεν καταλαβαίνω! Κανονικά έπρεπε να είχε βουίξει όλη η πόλη. Στο μαγαζί που πήγες δεν άκουσες τίποτα;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος.

«Τίποτα απολύτως. Όλα φυσιολογικά».

«Καθόλου φυσιολογικά. Καλύτερα να πάμε ξανά στο εκκλησάκι. Κάτι περίεργο συμβαίνει», πρότεινε ο Αλέξανδρος.

«Δεν είναι παρακινδυνευμένο; Ας μη το ρισκάρουμε».

Ο Χρήστος δεν ένιωθε καλά με όλα όσα συνέβαιναν. Εκείνο το κακό προαίσθημα τον είχε καταλάβει για μια ακόμα φορά.

«Εδώ ρισκάρουμε την ίδια μας τη ζωή. Την αστυνομία θα φοβηθούμε;».

Μπήκαν γρήγορα στο αυτοκίνητο κι ανέβηκαν το φιδογυριστό δρόμο της νότιας πλευράς του Κούμαρου. Φτάνοντας κοντά στην εκκλησία, έκοψαν ταχύτητα. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ούτε περιπολικά, ούτε κόσμος. Μόνο ερημιά. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Ο Αλέξανδρος τους έκανε νόημα να μείνουν στο αυτοκίνητο και βγήκε μόνος του. Πλησίασε το εκκλησάκι και μπήκε μέσα. Μια καλόγρια βρισκόταν εκεί και σκούπιζε.

«Καλημέρα σας», είπε ο Αλέξανδρος.

«Καλημέρα παιδί μου, η βοήθειά των Αγίων Πάντων να είναι μαζί σου. Με ποιον τρόπο θα μπορούσα να σε βοηθήσω;».

«Ψάχνω για την ηγουμένη Χαριτίνη. Έχω ακούσει πως είναι αγία γυναίκα και θα ήθελα να της μιλήσω».

«Δυστυχώς παιδί μου η ηγουμένη δεν είναι πλέον μαζί μας. Σήμερα το πρωί βρήκαμε ένα  της πως θα μείνει για λίγο καιρό στο μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας. Ανήσυχα τα μυαλά των αγίων ανθρώπων παιδί μου. Ψάχνουν την ηρεμία τους παντού. Δεν έχουν ριζωμό», απάντησε η καλόγρια και συνέχισε να σκουπίζει με μια τεράστια ψάθινη σκούπα το μωσαϊκό του μικρού ναού.

«Κρίμα. Κάναμε τόσο ταξίδι μόνο για να της μιλήσουμε. Δεν την προλάβαμε».

Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να κρύψει την έκπληξή του με όσα άκουσε.

«Δεν πειράζει παιδί μου. Είναι όμορφος τόπος εδώ. Θα δείτε χιλιάδες πράγματα. Να πάτε στα σπήλαια του Δυρού. Εκεί πηγαίνουν όλοι οι τουρίστες. Αλλιώς, αν δεν θέλετε να πάτε τόσο μακριά, να επισκεφτείτε το όμορφο νησάκι μας, την Κρανάη. Ένα τόσο μικρό κομμάτι γης με μεγάλη κι όμορφη ιστορία».

«Για ποια ιστορία μιλάτε; Έχετε λίγο χρόνο να μου πείτε γι’ αυτή;».

«Μα και βέβαια! Σε αυτό το μικρό κομμάτι γης λένε πως αγκυροβόλησε το καράβι του Πάρη όταν απήγαγε την ωραία Ελένη. Έμειναν μάλιστα μέσα στον μικρό πύργο που υπάρχει στο νησί. Ύστερα έφυγαν για την Τροία. Αχ, ωραίες ιστορίες αγόρι μου για να ευφραίνουν καρδιά και μυαλό».

«Αγκυροβόλησε… Ωραία Ελένη… Αυτό είναι!».

Ο Αλέξανδρος από τον ενθουσιασμό της στιγμής, άρπαξε την καλόγρια και την αγκάλιασε. Εκείνη ταραγμένη έμεινε να τον κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Ο Αλέξανδρος με αμηχανία της φίλησε το χέρι κι έτρεξε, γελώντας, προς το αυτοκίνητο. Η καλόγρια ακολούθησε ξωπίσω του, κοιτάζοντάς τον με απορία μέχρι να χαθεί το αυτοκίνητο από τα μάτια της.

«Σας έχω νέα», είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη ο Αλέξανδρος, καθώς οδηγούσε.

«Μπράβο, ωραία αντιμετωπίζεις την κατάσταση. Άλλοι πεθαίνουν κι εσύ χασκογελάς», σχολίασε η Φανή.

«Α, ναι! Η καλόγρια μου είπε πως η ηγουμένη Χαριτίνη έφυγε, αφήνοντας ένα σημείωμα πως θα μείνει σε κάποιο άλλο μοναστήρι».

«Αυτό σημαίνει πως κάποιοι πήραν το σώμα της και δεν άφησαν κανένα ίχνος. Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο όμως;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος.

«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως η καλόγρια μέσα στο εκκλησάκι μου έδωσε τη λύση του γρίφου. Στο νησί Κρανάη. Εκεί θα βρούμε αυτό που θέλουμε. Στο νησάκι αυτό, λένε ότι αγκυροβόλησε ο Πάρης, μετά την αρπαγή της ωραίας Ελένης. Αυτό εννοούσε ο μικρός με την “ομορφιά”. Θα πρέπει να ψάξουμε όλο το νησάκι, Χρήστο. Δεν είναι δα και τόσο μεγάλο».

Άφησαν το αυτοκίνητο στην πανσιόν. Επέλεξαν να περπατήσουν. Σύντομα έφτασαν στο σημείο όπου ξεκινούσε ο δρόμος που ενώνει το νησάκι με την πόλη του Γυθείου. Δεξιά του δρόμου υπήρχε ένας τεράστιος τοίχος, ο επονομαζόμενος κυματοθραύστης. Περπάτησαν όλη τη διαδρομή κι έφτασαν στην είσοδο του νησιού. Αριστερά τους έστεκε αγέρωχο ένα μικρό εκκλησάκι, ο Άγιος Πέτρος. Έφτασαν στο προαύλιό του και χάζεψαν τη θέα. Ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού έδενε απόλυτα όμορφα. Αμέσως μετά πήραν ένα μονοπάτι πίσω από το εκκλησάκι και, περνώντας ένα παλιό ναυπηγείο, έφτασαν στον Πύργο του Τζανετάκη στο κέντρο του νησιού. Σαν μικρό μεσαιωνικό κάστρο φάνταζε στα μάτια τους.

«Αυτός είναι ο πύργος, όπου έμειναν ο Πάρης με την ωραία Ελένη», είπε ο Αλέξανδρος, δείχνοντας τον μικρό πέτρινο πύργο απέναντί τους.

Συνέχισαν το περπάτημά τους μέσα στο δάσος από πεύκα ώσπου βρέθηκαν στην άκρη του νησιού, όπου υψωνόταν ο τεράστιος, πέτρινος φάρος. Πίσω του υπήρχαν σκόρπια βράχια κι η θάλασσα. Δεν είχαν καταφέρει ακόμα να ανακαλύψουν το παραμικρό. Κανένα στοιχείο που να τους τραβήξει την προσοχή. Άρχισαν να επιστρέφουν από την άλλη μεριά του νησιού, αρκετά απογοητευμένοι. Διέσχισαν άλλο ένα μικρό πευκοδάσος, μέχρι που έφτασαν σε ένα εστιατόριο, απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Πέτρου. Έκαναν το γύρο του νησιού χωρίς αποτέλεσμα. Κατέληξαν στο πέτρινο πεζούλι, μπροστά από το εκκλησάκι, να κοιτούν τη θάλασσα και το παιχνίδισμα τον γλάρων στον αέρα. Δεν μίλαγε κανείς. Σύννεφα περνούσαν από τον ουρανό όπου κατά διαστήματα έκρυβαν τον ήλιο. Μια αχτίδα  έπεσε για μια στιγμή πίσω από το παλιό ναυπηγείο κι η αντανάκλασή της σε κάτι άγνωστο έκανε τον Χρήστο να παραξενευτεί. Ακολούθησε μαζί με τους άλλους δύο την πηγή της μικρής αυτής λάμψης. Πήραν το ίδιο μονοπάτι με πριν αλλά μετά το μικρό ναυπηγείο έστριψαν αριστερά σε ένα μικρότερο δρομάκι, το οποίο δεν είχαν προσέξει νωρίτερα. Το τέρμα του οδηγούσε σε μια σιδερένια μικρή κολόνα, κάβος για πλοιάρια, σε μια βραχώδη παραθαλάσσια περιοχή. Ακριβώς κάτω από το μισοσκουριασμένο σίδερο ήταν καθισμένος ένας ρακένδυτος, ηλικιωμένος άνδρας με κατάλευκα μαλλιά και γένια. Το κατασκισμένο του ράσο, στο χρώμα της σκουριάς, έδειχνε να αποτελεί συνέχεια του κάβου. Ο γέρος είχε τη μορφή ασκητή. Το βλέμμα του ήταν απλανές λες και μελετούσε το κάθε κύμα, την κάθε αλλαγή του ανέμου. Χωρίς να γυρίσει να τους δει, τους καλωσόρισε.

«Σας περίμενα».

Έκπληκτοι και οι τρεις πισωπάτησαν πάνω στα βράχια. Ο Αλέξανδρος έχασε την ισορροπία του και θα βρισκόταν στη θάλασσα αν δεν τον κρατούσε τελευταία στιγμή ο Χρήστος. Ο γέρος δεν είπε άλλη κουβέντα, ούτε γύρισε καν να τους κοιτάξει. Έτσι τον πλησίασαν διστακτικά και κάθισαν γύρω του. Αμέσως παρατήρησαν το κενό των ματιών του γέρου. Ήταν τυφλός. Κρατούσε στα ρυτιδιασμένα χέρια του ένα ψηλό, ξύλινο μπαστούνι, κάνοντας τον να μοιάζει με μάγο.

«Όταν ο άνθρωπος αναζητά το θείο χωρίς ενδιάμεσους μεσίτες μα σαν ανάγκη ψυχής και με αγαθή πρόθεση είναι βέβαιον ότι στο τέλος θα το βρει».

Άκουσαν τον γέρο να μονολογεί δίχως ακόμα να έχει γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος τους. Άπλωσε το γέρικο χέρι του πίσω χωρίς καν να τραβήξει το βλέμμα του από τη θάλασσα κι έπιασε με την πρώτη προσπάθεια το χέρι του Χρήστου λες κι ήξερε που ακριβώς βρισκόταν.

«Πως σε λένε παιδί μου;».

«Χρήστο», είπε αποσβολωμένος από το θέαμα.

«Σωστά! Χρήστος. Κι η παρέα σου;».

«Είμαι μαζί με την αδελφή μου τη Φανή και τον φίλο μας τον Αλέξανδρο».

Ένιωσε μια ζέστη να διαπερνά το χέρι του, εκεί ακριβώς που τον κρατούσε ο άγνωστος ηλικιωμένος μα τόσο οικείος στην αφή του.

«Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή μικρέ μου φίλε. Είσαι ο Χρήστος, αυτός που έχει χριστεί, για να βρει τη λύση του προβλήματος. Είναι η Φανή, εκείνη που θα φανερώσει τον δύσκολο δρόμο σας. Και δίπλα σας στέκει ο Αλέξανδρος, ο άντρας που θα σας προστατεύσει με την ανδρεία του».

Ο γέροντας μιλούσε με γρίφους που τους άφησε άναυδους και τους μπέρδεψε ακόμα περισσότερο.

«Ψάχνεται λοιπόν για τη Ζωή. Αυτή που θα σας επιστρέψει πίσω τη ζωή σας με τον δικό της τρόπο. Όταν τα τέσσερα στοιχεία της φύσης ενωθούν τότε το κάλεσμα θα είναι μεγάλο. Μπορεί να είμαι τυφλός μα έχω μάθει να βλέπω με τα μάτια του μυαλού και της καρδιάς μου».

«Όμορφα τα λόγια σου αλλά δεν ξέρω κατά πόσο έχουν σχέση με την ιστορία μας. Ναι, ψάχνουμε τη φίλη μας τη Ζωή. Πιστεύουμε ότι την έχει καταλάβει ένας δαίμονας και πρέπει να τον εξορκίσουμε».

Ο Χρήστος δεν δίστασε να αναφέρει με μιας το πρόβλημά τους σε εκείνον τον παράξενο γέροντα.

«Θα τον βγάλουμε από μέσα της τον δαίμονα. Δεν θα είναι όμως αυτό το τέλος της περιπέτειάς σας αλλά η αρχή της. Και πρέπει να εφοδιαστείτε με θάρρος και δύναμη γιατί έχετε να αντιμετωπίσετε πολλά μεγαλύτερα εμπόδια από αυτόν τον δαίμονα. Ο δικός μου ρόλος στην ιστορία σας δεν είναι επεξηγηματικός. Δεν θα σας λύσω εγώ τις απορίες σας. Θα πρέπει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας».

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.

«Το βράδυ θα σας περιμένω στο εκκλησάκι του απόστολου Πέτρου μαζί με τη φίλη σας. Προσέξτε πως θα την αντιμετωπίσετε. Δεν θα είναι εύκολος αντίπαλος. Το πραγματικό φως της καρδιάς μας μπορεί να τυφλώσει τον δαίμονα για λίγο και να χάσει τον έλεγχο», είπε ο γέροντας και σώπασε.

Έπειτα, το άδειο, απλανές βλέμμα του έγινε ένα με το αφρισμένο κύμα της θάλασσας.

Πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Έπρεπε να βρουν τρόπο να προσεγγίσουν πρώτα τη Ζωή.

«Πιστεύω πως είναι καλύτερο να μιλήσουμε πρώτα στους γονείς της», πρότεινε η Φανή.

«Δεν νομίζω πως είναι η καλύτερη ιδέα. Οι γονείς της είναι αρκετά προσκολλημένοι και κλειστόμυαλοι για να πιστέψουν όσα θα τους πούμε», απάντησε ο Αλέξανδρος.

 «Θα μπορούσαμε όμως να τους χρησιμοποιήσουμε σαν δόλωμα. Η Ζωή θα μας βρει μαζί με τους γονείς της στο σπίτι της ξαφνικά και δεν θα μπορέσει να αντιδράσει με άσχημο τρόπο».

Η ιδέα του Χρήστου ήταν ή καλύτερη κι αυτή τελικά αποφάσισαν να ακολουθήσουν.

Το επόμενο απόγευμα είχαν φτάσει από νωρίς έξω από το σπίτι της Ζωής και καραδοκούσαν να φύγει ώστε να κάνουν την εμφάνισή τους στους γονείς της. Μετά από αρκετή ώρα την είδαν να βγαίνει από το σπίτι. Σιγουρεύτηκαν ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά και χτύπησαν την πόρτα του πατρικού της. Τους άνοιξε η μάνα της, η Σταυρούλα. Με το που είδε τον Αλέξανδρο έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο κι έτρεξε ευθύς να τον αγκαλιάσει.

«Αγόρι μου! Πασά μου εσύ! Τι έκπληξη ευχάριστη είναι αυτή;».

«Τι κάνετε κυρία Σταυρούλα; Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω. Πάντα ζωντανή και χαμογελαστή. Να σας συστήσω τους φίλους μας. Ο Χρήστος κι η Φανή. Είναι αδέλφια».

«Τι ομορφιά είναι αυτή! Πολύ χαίρομαι που σας γνωρίζω επιτέλους. Έχω ακούσει τόσα πράγματα για σας από τη Ζωή. Όμως Αλέξανδρε, η Ζωή δεν μου είπε πως θα έρθετε».

«Είπαμε να της κάνουμε έκπληξη. Δεν πιστεύω να δημιουργούμε πρόβλημα;».

«Μα τι λες αγόρι μου; Το σπίτι μας είναι πάντα ανοιχτό για σένα και τους φίλους σας. Θα χαρεί πολύ η Ζωούλα μου με την έκπληξη. Καλά κάνατε κι ήρθατε γιατί δεν είναι πολύ καλά το παιδί μου τις τελευταίες μέρες».

«Τι της συμβαίνει;», ρώτησε η Φανή, προσπαθώντας να δείξει έκπληκτη.

«Δεν ξέρω κόρη μου. Αμίλητη, νευρική. Άλλος άνθρωπος. Μα τι κάνω η τρελή; Σας έχω τόση ώρα στην εξώπορτα. Μπείτε μέσα. Καλώς ήρθατε!».

Η Σταυρούλα τους υποδέχτηκε με θέρμη στο σπίτι της και τους οδήγησε στο καθιστικό, όπου βρισκόταν κι ο άντρας της, ο κυρ Τάκης, λύνοντας σταυρόλεξα.

«Τάκη, κοίτα ποιοι ήρθαν! Ο Αλέξανδρος με τους φίλους της Ζωής για να της κάνουν έκπληξη».

«Βρε, βρε καλώς τα όμορφα τα παιδία! Καλώς ήρθατε στο σπιτικό μας. Μωρή Σταυρούλα, φίλεψε κάτι τα παιδιά. Καθίστε. Καθίστε».

 Τους κέρασαν γλυκό του κουταλιού, περγαμόντο, κι αμέσως μπήκαν στο θέμα. Ο πατέρας της, παρότι πρώην στρατιωτικός, ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος και με εξαιρετικό χιούμορ κι έτσι δεν κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα.

Κάποια στιγμή ακούστηκε η εξώπορτα να κλείνει. Όλοι ησύχασαν απότομα για να μην τους ακούσει η Ζωή. Και η έκπληξη ήταν μεγάλη.

 «Τι γυρεύετε εσείς εδώ;».

Γούρλωσε τα μάτια, άλλαξε χίλια χρώματα και κόπηκε η αναπνοή της. Ο Αλέξανδρος με επιτηδευμένη γλυκύτητα έτρεξε να την αγκαλιάσει. Ακολούθησαν ο Χρήστος κι η Φανή.

«Αγάπη μου, πως σου φαίνεται η έκπληξη που σου ετοιμάσαμε με τα παιδιά; Σου άρεσε;».

Ο Αλέξανδρος, έχοντας στο μυαλό την τελευταία τους συνάντηση, με το ζόρι γελούσε.

«Πως! Και βέβαια!», είπε με ειρωνεία η Ζωή.

«Εξάλλου ήταν μια καλή ευκαιρία για να γνωρίσουμε κι αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Που μας τους έκρυβες τόσο καιρό;», ρώτησε με ενθουσιασμό η Φανή.

«Στο μπουντρούμι τους είχα».

Η Σταυρούλα κι ο Τάκης καμάρωναν για την κόρη τους και τους φίλους της. Κι η Ζωή χαμογελούσε αλλά από μέσα της έβραζε από θυμό. Ήθελε να ορμήσει και να τους κατασπαράξει όλους. Έτσι όμως θα προδιδόταν. Ακολούθησε μια αρκετά βαρετή συζήτηση. Ο Αλέξανδρος κοιτούσε επίμονα τη Ζωή μέσα στα μάτια, ενώ αυτή απέφευγε το βλέμμα του.

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάμε μια βόλτα για να μας ξεναγήσετε στην πόλη σας», πρότεινε μετά από ώρα η Φανή.

«Να πάτε παιδία μου. Είναι πολύ όμορφο το Γύθειο. Θα το χαρείτε», είπε η κυρία Σταυρούλα που είχε βγάλει κρέας να ξεπαγώσει από την κατάψυξη.

«Εσείς δεν θα έρθετε μαζί μας;».

Ο Χρήστος ευχόταν σε μια αρνητική απάντηση.

«Ναι μαμά. Ετοιμαστείτε μαζί με τον μπαμπά. Θα βγούμε όλοι μαζί!».

Η Ζωή κοίταξε με μάτια που σπινθηροβολούσαν τον Αλέξανδρο. Είχε το πάνω χέρι πάλι. Δεν περίμενε βέβαια αυτό που άκουσε αμέσως μετά.

«Όχι παιδία μου. Θα πάτε μόνοι σας. Εγώ θα κάτσω να μαγειρέψω για το βράδυ και θα μείνει κι ο Τάκης μαζί μου για να με βοηθήσει».

Η Σταυρούλα κάρφωσε με το βλέμμα της τον Τάκη που ήταν έτοιμος και καμαρωτός για τη βόλτα που θα πήγαινε. Ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι και κάθισε πάλι στην καρέκλα, πιάνοντας το σταυρόλεξο.

«Θα έρθετε μαζί μας είπα».

Η φωνή της Ζωής ήταν επιτακτική πλέον.

«Όχι κόρη μου, θα μείνουμε εδώ εμείς», είπε ο κυρ Τάκης, αναστενάζοντας.

Πριν φύγουν ο Χρήστος πρότεινε να βγάλουν όλοι μαζί μια αναμνηστική φωτογραφία. Έδωσε τη μηχανή στον κυρ Τάκη για να τους τραβήξει. Στήθηκαν στο καθιστικό και περίμεναν τη λήψη. Λίγες ώρες πριν είχε προμηθευτεί από ένα τοπικό φωτογραφείο ένα πολύ δυνατό φλας. Με το που άστραψε, ο Χρήστος, ο Αλέξανδρος κι η Φανή, που ήδη είχαν συνεννοηθεί, έκλεισαν τα μάτια. Η Ζωή σχεδόν τυφλώθηκε. Για να μην προδοθούν στους γονείς της, ο Αλέξανδρος τη σήκωσε στα χέρια του και σαν τρελά ερωτευμένο ζευγαράκι έτρεξε στο αυτοκίνητο. Ο Χρήστος κι η Φανή ευχαρίστησαν και αποχαιρέτησαν το ζεύγος Βορέα. Μπήκαν όλοι στο αυτοκίνητο. Η Ζωή κλωτσούσε και γρατζουνούσε όπου έβρισκε. Έπιασε από τα μαλλιά τη Φανή και τα τράβαγε μέχρι που μάτωσε το κεφάλι της. Προσπαθούσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό της για να μην την ακούσουν τριγύρω. Ο Χρήστος δοκίμασε να απαγκιστρώσει τα χέρια της Ζωής από τα μαλλιά της αδελφής του αλλά μάταια. Κάποια στιγμή τα ελευθέρωσε κι αυτή έριξε μια μπουνιά στον Χρήστο. Κρατήθηκε από το τιμόνι για να μη λιποθυμήσει. Τα μάτια της Ζωής είχαν γίνει κατακόκκινα. Δεν έβλεπε όμως τίποτα από τη λάμψη του φλας. Τα κόκκαλα του προσώπου της είχαν μεγαλώσει και τα χείλη της ήταν πλέον κατάμαυρα. Έφτυνε σάλια και γελούσε βραχνά.

«Αλέξανδρε, στην τσάντα», φώναξε ο Χρήστος.

«Θα σας ξεπαστρέψω βρομιάρηδες», βρυχιόταν η Ζωή.

Ο Αλέξανδρος την άφησε για δευτερόλεπτα κι άρπαξε την τσάντα που βρισκόταν στα πόδια του. Η Ζωή βρήκε την ευκαιρία και βούτηξε τη Φανή από τον λαιμό. Της έκλεισε με μιας την αναπνευστική οδό. Η Φανή είχε μελανιάσει. Ο Αλέξανδρος έβγαλε ένα μπουκαλάκι κι ένα πανί. Έριξε το υγρό στο πανί και πριν προλάβει να αντιδράσει η Ζωή την αναισθητοποίησε με χλωροφόρμιο. Την άφησε αναίσθητη δίπλα του και κίνησαν για το νησάκι.

Ο γέροντας τους περίμενε στον Άγιο. Πέτρο. Όταν έφτασαν, η Ζωή ήταν ακόμα λιπόθυμη. Φαινόταν πια τόσο ήρεμη, μια γλυκιά, αθώα κοπέλα. Δεν είχε καμία σχέση με τη μορφή που είχε πάρει νωρίτερα. Ήταν αδιανόητο πως μέσα της κρυβόταν κάτι τόσο άγριο, τόσο κακό. Την έδεσαν σε μια καρέκλα και περίμεναν να συνέλθει.

«Για να γίνει ο εξορκισμός πρέπει η κοπέλα να έχει ανακτήσει τις αισθήσεις της», τους εξήγησε ο γέροντας.

Ένα ουρλιαχτό που έσκισε τον παγωμένο, συννεφιασμένο ουρανό έγινε σημάδι ότι συνήλθε. Οι φλέβες της συσπάστηκαν και φούσκωσαν. Έκανε να σπάσει τα δεσμά της αλλά είχαν προνοήσει. Την είχαν αποδυναμώσει με αγιασμό. Ο ηλικιωμένος παπάς, ατάραχος πήρε ένα αρκετά παλιό βιβλίο στα χέρια του κι άρχισε να διαβάζει το περιεχόμενο. Οι αντιδράσεις της κοπέλας έγιναν εξωπραγματικές, κάνοντας τα αγόρια και τη Φανή να αναρριγήσουν. Η φωνή της άλλαξε κι έγινε πάλι βραχνή, σχεδόν αντρική. Φώναζε κι έβριζε, φτύνοντας αρρώστια και θυμό τριγύρω. Τα μάτια της, χωμένα σε μαύρα πηγάδια, γύρισαν ανάποδα, αποκαλύπτοντας το λευκό του βολβού. Οι φλέβες της πετάχτηκαν στο δέρμα της σαν κόκκινα και πράσινα ρυάκια.

Η διάρκεια του εξορκισμού ατελείωτη μα χωρίς αποτέλεσμα. Ο γέροντας, εξαντλημένος από την προσπάθεια με χοντρές σταγόνες ιδρώτα να συσσωρεύονται στο μέτωπο γύρισε προς τους υπόλοιπους.

«Είναι πολύ δυνατός ο δαίμονας. Σε αντίθεση με την κοπέλα που του έχει παραδοθεί αμαχητί. Βρήκε τα ευαίσθητα σημεία της και πάτησε πάνω σε αυτά. Εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες της και την έχει αγκιστρώσει για τα καλά. Δεν βγαίνει με έναν απλό εξορκισμό. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από αυτό».

«Τι πρέπει να κάνουμε;», ρώτησε ανήσυχος ο Αλέξανδρος.

«Πρέπει να ξαναβαπτιστεί!», απάντησε ο γέροντας.

«Τι πράγμα;», αναφώνησε η Φανή.

«Μόνο με το νερό και τις προσευχές μου θα καταφέρω να τον εξορκίσω. Κατεβάστε την κοπέλα στη θάλασσα, δεμένη όπως είναι με την καρέκλα».

Ο Χρήστος και ο Αλέξανδρος, κάτωχροι, έπιασαν την καρέκλα με τη δεμένη Ζωή κι η Φανή από μπροστά κρατούσε σταθερά τα πόδια της με όση δύναμη της είχε απομείνει. Την σήκωσαν και κατευθύνθηκαν προς τη θάλασσα. Από ώρα είχε βραδιάσει και δεν υπήρχε κανείς έξω για να γίνει μάρτυρας αυτού που θα ακολουθούσε. Όπως προχωρούσαν η Ζωή σαν λυσσασμένη ύαινα όρμησε να δαγκώσει τον Αλέξανδρο αλλά εκείνος με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε τα μαλλιά της και, τραβώντας την προς τα πίσω, την ακινητοποίησε.

«Γιατί σε σένα;», ψιθύρισε με έναν λυγμό.

Παρατήρησε το μελανό της πρόσωπο που ατελείωτες ώρες είχε γεμίσει με φιλιά κι ένιωσε έναν καυτό κόμπο να του εμποδίζει την ανάσα. Την κατέβασαν στη θάλασσα. Ρηχά τα νερά αλλά μελανιασμένα κι αυτά όπως ακριβώς και το δέρμα της άμοιρης κοπέλας. Βούτηξαν με τα πόδια και την ακούμπησαν μέσα. Ο γέροντας άρχισε να ευλογεί το νερό και να λέει τις ευχές της βάπτισης. Τα σκουρόχρωμα, φορτισμένα σύννεφα έμοιαζαν συσσωρευμένα πάνω από το κεφάλι τους. Με το τελείωμα της τελευταίας ευχής ο γέροντας έσπρωξε την Ζωή και την έριξε μέσα στο νερό. Αντάρα έπιασε την θάλασσα κι ενώθηκε με τον εβένινο ουρανό. Δυνατές συσπάσεις τάραξαν το σώμα της και το κεφάλι της γύριζε δεξιά και αριστερά, χωρίς σταματημό. Το κορμί της έτρεμε με σπασμούς κι η θάλασσα συνέπασχε με το δράμα της, τραντάζοντας τα νερά της. Οι αφροί που έβγαιναν από το στόμα της, κύματα γίνονταν κι έφευγαν μακριά στο πέλαγος, σαν μίασμα. Τη χαριστική βολή έδωσε ο παπάς με το που ακούμπησε τον σταυρό στο στήθος της. Το στόμα της άνοιξε σαν απύθμενη σπηλιά και από μέσα ξεπρόβαλε μαύρος καπνός, ένας δυνατός τυφώνας, που σαν χωνί άνοιγε προς τον θλιμμένο ουρανό. Ο δαίμονας πλεόν είχε εξορκιστεί από μέσα της.

Ξαναγύρισαν στο εκκλησάκι με τη Ζωή αναίσθητη. Τη δίπλωσαν με μια κουβέρτα για να είναι ζεστή και περίμεναν να συνέλθει. Όταν ξύπνησε κι είδε γύρω τους φίλους της, ξέσπασε σε κλάματα. Με λυγμούς αγκάλιασε τον Αλέξανδρο.

«Συγνώμη», ζητούσε σ’ αυτόν και στους υπόλοιπους.

Συγκινημένοι κι ανακουφισμένοι την αγκάλιασαν και την παρηγορούσαν. Πριν φύγουν, ο Χρήστος γύρισε προς τον γέροντα.

«Τι πρέπει να κάνουμε από δω και πέρα για να προστατευτούμε από αυτόν;».

«Σας είπα και νωρίτερα πως θα πρέπει να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Το μόνο που μπορώ να σας αποκαλύψω είναι πως ο καθένας σας αντιπροσωπεύει κι ένα στοιχείο. Πρέπει μόνοι σας να μελετήσετε τα στοιχεία αυτά και, εφόσον τα κατανοήσετε, να τα αποτυπώσετε με κάποιο τρόπο στο σώμα σας. Αυτό θα σας προστατεύσει από τις προσπάθειες του δαίμονα να σας καταλάβει», μίλησε πάλι με γρίφους.

Πριν τους αποχαιρετήσει τούς πέρασε από ένα σταυρό στον λαιμό του καθενός για προστασία. Μετά έγινε ένα με τη νύχτα και χάθηκε.

Το βράδυ ο Αλέξανδρος κι η Ζωή έμειναν στο πατρικό της ενώ ο Χρήστος με τη Φανή στην πανσιόν. Παρόλα τα παρακάλια να περάσουν τη νύχτα όλοι μαζί στο σπίτι της, αρνήθηκαν. Ήθελαν να αφήσουν το ζευγάρι μόνο του για να επουλωθούν οι πληγές. Την άλλη μέρα θα έφευγαν για το Ναύπλιο νωρίς το πρωί. Ο Χρήστος πριν κοιμηθεί βγήκε να απολαύσει το υπέροχο φεγγάρι που φώτιζε με το ασημένιο του φως το Γύθειο. Λύτρωση μύριζε η βραδιά. Κοιτώντας το δρομάκι κάτω είδε μια χρυσή αύρα να κινείται. Του πέρασε από το μυαλό πως ήταν ο μικρός από το Οίτυλο. Μια σκιά χόρευε κάτω από την ασημένια λάμψη της σελήνης. Ο Χρήστος για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε πιο δυνατός. Χαμογέλασε. Κοίταξε το ολόγιομο φεγγάρι κι έπεσε για ύπνο.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 4ο

nafplion1big

Κεφάλαιο 4

Ζωή

 

Η καταιγίδα το πρωί είχε κοπάσει. Σκόρπια μαύρα σύννεφα, σαν μουτζούρες σε παιδικό τετράδιο, κινούνταν διάσπαρτα στον Αττικό ουρανό με μόνο σκοπό να θυμίζουν πως οι μπόρες θα ξανάρθουν. Ο ήλιος εμφανίστηκε δειλά, φωτίζοντας επιλεκτικά κάποιες περιοχές της Αθήνας. Μια αχτίδα έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Χρήστου, προκαλώντας τον να ανοίξει τα μάτια του. Ο Αλέξανδρος για μια ακόμα φορά είχε ξυπνήσει πρώτος κι έκανε το πρωινό του ντους. Ακουγόταν το νερό να πέφτει κι αυτό νανούριζε τον Χρήστο. Κι η μυρωδιά από το αφρόλουτρο του προκαλούσε ένα μικρό χαμόγελο. Ξαφνικά ακούστηκε η πόρτα του μπάνιου. Εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος εντελώς γυμνός, τρέχοντας προς τη ντουλάπα. Ο Χρήστος προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του.

«Δεν εντυπωσιάζομαι τόσο εύκολα», είπε τελικά και λύθηκε στα γέλια.

«Ώστε είσαι ξύπνιος; Το ξέρα ότι κατά βάθος με γουστάρεις. Παρίστανες την κοιμισμένη βασιλοπούλα για να με δεις γυμνό; Μπορούσες απλώς να μου το ζητήσεις και θα περνάγαμε ένα υπέροχο βράδυ τα δύο μας», απάντησε, γελώντας ο Αλέξανδρος καθώς φορούσε το εσώρουχό του.

 «Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτόν σου. Εξάλλου, εγώ προτιμώ τους ξανθούς».

Ο Αλέξανδρος βούτηξε ένα μαξιλάρι και του το πέταξε στο κεφάλι. Ο Χρήστος ανταπόδωσε. Βρέθηκαν να παλεύουν και να γελούν πάνω στα κρεβάτια σαν μικρά παιδιά. Αυτό ήταν αρκετό για να φτιάξει λίγο τη διάθεση του Χρήστου.

Μάζεψαν τα πράγματά τους, πήραν πρωινό και ξεκίνησαν για το Ναύπλιο. Το ταξίδι τους ήταν γρήγορο. Τόσο γρήγορο που ο Χρήστος νόμισε κάποια στιγμή πως βρισκόταν σε αεροπλάνο κι όχι σε αυτοκίνητο. Περνώντας από τον δρόμο των Μυκηνών, ήρθαν στο μυαλό του όλα όσα τους είχε πει εκείνος ο άτυχος ο καθηγητής. Έπρεπε να μπουν σε μια σειρά μέσα στο μυαλό του. Ήταν όλα μπερδεμένα, ακατάστατα. Ένας γόρδιος δεσμός.

Το σπίτι του Χρήστου βρισκόταν στους πρόποδες του Παλαμηδίου. Είχε θέα όλο τον κόλπο, όπου περιμετρικά ήταν χτισμένη η παλιά αλλά και η νέα πόλη του Ναυπλίου. Όχι άδικα θεωρείται πόλη για τους ερωτευμένους. Μόνο να περπατά κάποιος στα σοκάκια της, νιώθει ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή. Η εικόνα της παλιάς πόλης από κει ψηλά μπορούσε να ταξιδέψει τον παρατηρητή της σε παλιές, ρομαντικές εποχές, όπου όμορφες πριγκιποπούλες έστεκαν στο παραθύρι μελαγχολικές, προσμένοντας τον ιππότη με το άσπρο άλογο. Όμως και σε αυτές τις πιο αγνές, ερωτεύσιμες εποχές, υπήρχαν δράκοι που καιροφυλακτούσαν για να φλογοβολήσουν την ομορφιά και τον έρωτα και να τα μετατρέψουν σε πόνο και οδυρμό.

Το σπίτι ήταν ένα διώροφο πάνω σε ένα μικρό λόφο. Είχε τριγύρω έναν καταπράσινο κήπο με δύο φουντωτές μυρτιές, ψηλές σαν δέντρα, δεξιά κι αριστερά της σιδερένιας καγκελόπορτας. Ένα πλακόστρωτο, φιδογυριστό δρομάκι από πλάκες Καρίστου οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού. Αριστερά από το δρομάκι βρισκόταν ο μικρός λαχανόκηπος της Φανής. Ήταν ο δικός της μικρός παράδεισος. Δεξιά μια απλωσιά με καταπράσινο γκαζόν. Πάνω σε αυτό υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι με τις πολυθρόνες τους και στην άκρη του τοίχο ένα χτιστό μπάρμπεκιου. Ο πρώτος όροφος του σπιτιού ξεχώριζε από την τεράστια βεράντα, στολισμένη με πολύχρωμα γεράνια. Σε εκείνο το φιδογυριστό σοκάκι κάτω από τα γεράνια τούς περίμεναν η Φανή με τη μικρή Αγνή και τη Ζωή. Δεν είχαν ξεμυτίσει μετά το χτεσινό τηλεφώνημα τους. Με το που μπήκαν όρμησαν πάνω τους. Η Ζωή έπεσε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου και ξέσπασε σε κλάματα. Η Φανή φημισμένη για την ψυχραιμία της, απλώς περίμενε εξηγήσεις.

«Για πείτε μας τώρα, για ποιό λόγο μας έχετε βάλει σε καραντίνα;».

Ο Χρήστος κοίταξε τον Αλέξανδρο που δυσανασχετούσε από τη συμπεριφορά της Ζωής. Ξερόβηξε και κοίταξε αλλού αποφεύγοντας το έντονο βλέμμα της Φανής.

«Ήταν πολύ περίεργο το χτεσινό σας τηλεφώνημα καθώς και η απαίτησή σας να κλειδαμπαρωθούμε στο σπίτι χωρίς να ξέρουμε τον λόγο», συνέχισε η Φανή.

«Αυτόν τον λόγο ακριβώς θα συζητήσουμε τώρα Φανή», είπε ο Αλέξανδρος, ξεκολλώντας με δυσκολία από πάνω του τη Ζωή που έκλαιγε πλέον με λυγμούς.

Ο τρόμος της είχε θολώσει τα μάτια αλλά η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή κι ο Αλέξανδρος τόσο αγχωμένος που δεν άντεχε το βάρος της πάνω του. Την ένιωθε τόσο βαριά και φορτική που πλέον ασφυκτιούσε. Από την εφηβική του ηλικία δεν άντεχε βάρος ανθρώπου να πιέζει το κορμί του.

 «Καταλαβαίνω την ανησυχία και τις απορίες σας. Θα σας πούμε ακριβώς τι συνέβη αλλά όχι εδώ έξω στον κήπο.  Πρέπει να οργανώσουμε ένα σχέδιο».

Ο Αλέξανδρος τους έδειξε το σπίτι, προτρέποντάς τους να πάνε μπουν μέσα. Η Φανή δεν πήρε ούτε δευτερόλεπτο το βλέμμα της πάνω από τον Χρήστο. Είχε ήδη καταλάβει πολλά από τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του.

Μπήκαν στο σπίτι και βολεύτηκαν στους καναπέδες. Η Ζωή κόλλησε πάλι πάνω στον Αλέξανδρο, ο οποίος ένιωσε ενοχλημένος για μια ακόμα φορά από την επιμονή της. Ο Χρήστος έκανε νόημα στην Φανή να απομακρύνει την Αγνή από το δωμάτιο. Δεν έπρεπε να ακούσει αυτά που θα έλεγαν. Η μικρή άκουσε τη Φανή και χωρίς καμία αντίρρηση πήγε στο δωμάτιο της. Πάντα άκουγε τη μητέρα της. Την είχε ως πρότυπο, εφόσον πατέρα δεν είχε γνωρίσει. Είχε πέθανε πριν γεννηθεί.

 Δεν άργησαν να ξεκινήσουν την ιστορία τους. Τους αποκάλυψαν τα πάντα. Ότι ξεχνούσε ο ένας, συμπλήρωνε ο άλλος. Για τον ξυλοδαρμό τους, το όνειρο του Χρήστου, την ιστορία του γλωσσολόγου αλλά και τη δολοφονία του. Η Φανή παρέμενε ψύχραιμη. Η Ζωή είχε παγώσει και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το μυαλό της είχε θολώσει. Ενώ άκουγε τους υπόλοιπους να καταστρώσουν σχέδιο δράσης, εκείνη αισθανόταν παράξενα. Λες και το σπίτι είχε αρχίσει και συρρικνωνόταν. Οι τοίχοι έγιναν μέγγενη που όλο και περισσότερο την έσφιγγε. Χρειαζόταν επειγόντως αέρα. Με μια απότομη κίνηση πετάχτηκε από τον καναπέ κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο του σπιτιού, σαν αγρίμι που αποζητά την ελευθερία του. Δεν άκουσε τις φωνές των παιδιών. Τα αυτιά της και το μυαλό της είχαν σφραγίσει. Όρμησε έξω από το σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητό της και χάθηκε.

Η Ζωή είχε περάσει μια ιδιαίτερα καταπιεστική παιδική ηλικία. Στα είκοσι έξι της χρόνια κουβαλούσε τραύματα κι ανασφάλειες μιας ολόκληρης ζωής, μεγαλύτερης κι από το ίδιο το όνομά της. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γύθειο Λακωνίας, μια παραθαλάσσια κωμόπολη σαράντα πέντε περίπου χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης. Οι γονείς της, γέννημα θρέμμα Μανιάτες, ήταν σκληροί άνθρωποι με οπισθοδρομικές αντιλήψεις κι απόψεις, όχι κάτι πρωτότυπο για τη συγκεκριμένη περιοχή. Ο πατέρας της στρατιωτικός, λιγομίλητος άνθρωπος και υπερβολικά ισχυρογνώμον. Η μητέρα της φρόντιζε κι όριζε εξολοκλήρου το σπίτι και την οικογένεια Βορέα. Με λίγα λόγια ήταν μια καθαρά μητριαρχική οικογένεια.

Η Ζωή, μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, απέκτησε πολλά κόμπλεξ κι ανασφάλειες, οι οποίες μεταμορφώθηκαν πολύ γρήγορα σε ψυχολογικά προβλήματα, σε Ερινύες που την κυνηγούσαν στο υπόλοιπο της ζωή της. Μέχρι τα δεκαεννέα της, που έφυγε από το Γύθειο, δεν ήξερε τι σημαίνει διασκέδαση. Δεν είχε μυρίσει το άρωμα του καφέ στις καφετέριες του Γυθείου, ούτε είχε σκάσει ένα ξέγνοιαστο χαμόγελο με την παλιοπαρέα. Γιατί δεν υπήρχε παλιοπαρέα. Ο αδελφός της ο Οδυσσέας, έξι χρόνια μεγαλύτερος της, το είχε σκάσει σε ηλικία δεκαέξι ετών. Δεν άντεξε την καταπίεση κι έκανε την επανάστασή του. Λυτρώθηκε.

«Θα φύγω μακριά», είπε ένα πρωί στην αδελφή του και με μια βαλίτσα στο χέρι εξαφανίστηκε, δίχως να τον αντιληφθεί κανείς.

Εκείνη τη στιγμή ζούσε στη Θεσσαλονίκη κι ήταν πατέρας δύο πανέμορφων κοριτσιών. Κράτησε επαφές με τη Ζωή αλλά με τον πατέρα τους ήταν στα μαχαίρια για χρόνια.

Η Ζωή, έχοντας μοναδικό σκοπό να φύγει από το Γύθειο διάβαζε νυχθημερόν κι έτσι κατάφερε να περάσει στην ΑΣΟΕ Αθηνών. Επ ουδενί  δεν ήθελαν οι γονείς της να φύγει για σπουδές. Της έλεγαν πως θα την παντρέψουν με τον Νικήτα Πολυμενάκο, έναν τριανταπεντάρη, εργάτη σε λιοτριβείο, από τον Άγιο Νικόλα, ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Γύθειο. Στην ιδέα και μόνο του γάμου της με έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε, που δεν είχε ερωτευτεί, η Ζωή έπαθε νευρικό κλονισμό. Κατάληξη του νευρικού κλονισμού, η απόπειρα αυτοκτονίας.

Η Ζωή από μικρή είχε αδυναμία στη θάλασσα. Ο υδάτινος εκείνος κόσμος αποτελούσε για αυτήν έναν ολάκερο παράδεισο. Καταλαβαίνοντας λοιπόν πως με έναν γάμο το μόνο που θα γινόταν θα ήταν μεταφερθεί από τη μια φυλακή στην άλλη, σάλεψε το μυαλό της. Άρπαξε το παλιό ποδήλατο του αδελφού της και, χωρίς καν να ξέρει να το οδηγεί, άρχισε να τρέχει στους δρόμους του Γυθείου. Κατέληξε σε μια παραλία με γόνατα γδαρμένα και ματωμένα από τις συνεχόμενες πτώσεις. Πέταξε το ποδήλατο στην άμμο, πήρε φόρα κι έπεσε στη θάλασσα να πνιγεί. Ήταν η μοναδική διέξοδος ώστε να νιώσει επιτέλους ελεύθερη. Για μεγάλη της τύχη βρέθηκε κάποιος άνθρωπος σε εκείνη την έρημη παραλία. Κάποιος τυχαίος ψαράς που έπλεκε τα δίχτυα του την έσωσε. Ήξερε καλά τον πατέρα της, οπότε επέστρεψε τη Ζωή στο σπίτι της σχεδόν μισολιπόθυμη. Ήταν δυνατό πλήγμα εκείνο το συμβάν για τον πατέρα της Ζωής, ο οποίος της είχε αδυναμία. Το έκρυβε καλά όμως. Έτσι, προκειμένου λοιπόν να τη χάσει κατάφερε κι έπεισε τη μάνα της να την αφήσουν να σπουδάσει στην Αθήνα. Με την προϋπόθεση βέβαια πως μια φορά τον μήνα θα ανέβαινε εκείνη για την φροντίζει και το κυριότερο, να την ελέγχει.

Κατά την διάρκεια των σπουδών της, η Ζωή ανακάλυψε το πόσο αντικοινωνική και ανασφαλής ήταν. Έδωσε μεγάλο αγώνα, κυρίως εσωτερικό, για να ενταχθεί στην πολυπληθή και σκληρή κοινωνία της πρωτεύουσας.

Είχαν περάσει περίπου δύο χρόνια από όταν εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όταν ανακάλυψε πως αυτό που σπούδαζε δεν της ταίριαζε καθόλου. Οι κλίσεις της ήταν καλλιτεχνικές, όπως εξάλλου συμβαίνει με όλους σχεδόν τους εσωστρεφείς ανθρώπους. Αρχικά δεν ήξερε τι της ταιριάζει έτσι πέρασε από όλα τα στάδια. Ζωγραφική, θέατρο, τραγούδι. Κανένα όμως από αυτά δεν της κάλυπτε το κενό της ψυχής της. Μέχρι που τυχαία ανακάλυψε πως μια καλή μέθοδος έκφρασης κι εξωτερίκευσης συναισθημάτων ήταν ο χορός. Στην αρχή ασχολήθηκε με τους Ελληνικούς χορούς, λαϊκούς και παραδοσιακούς. Σύντομα όμως γνώρισε τη μαγεία των κοινωνικών χορών. Όλη η μοναξιά κι η απομόνωση των παιδικών της χρόνων μεταλλάχθηκε σε κοινωνικότητα κι αγάπη για επικοινωνία.

Η Ζωή μεταμορφώθηκε. Βγήκε από το ασφυκτικό κουκούλι της και πέταξε με τα πολύχρωμα φτερά της. Για να πληρώνει τα δίδακτρά της στη σχολή χορού και να αποκτήσει το πολυπόθητο δίπλωμα, δούλευε σε δύο δουλειές. Το πρωί ως τηλεφωνήτρια σε εταιρία δημοσκοπήσεων και το βράδυ σερβιτόρα σε καφέ. Τις ώρες που είχε κενές τις αφιέρωνε στα μαθήματά της. Όσο μπορούσε διάβαζε και για τη σχολή της. Έπρεπε να πάρει το πτυχίο από την ΑΣΟΕ. Δεν τολμούσε να αποκαλύψει στους γονείς της για τη μεγάλη της αγάπη, τον χορό. Θα την ανάγκαζαν να επιστρέψει στο Γύθειο και θα την πάντρευαν με τον Νικήτα, ο οποίος ακόμα περίμενε. Οπότε ο χορός και οι διπλές εργασίες της ήταν επτασφράγιστα μυστικά από την οικογένεια Βορέα. Όταν βρισκόταν η μάνα της στην Αθήνα, που ευτυχώς οι επισκέψεις είχαν αραιώσει με τα χρόνια, η Ζωή προφασιζόταν πως διάβαζε με μια φίλη της για τη σχολή ή πως τους είχαν βάλει και απογευματινά μαθήματα, έτσι ώστε να δικαιολογεί τις πολύωρες απουσίες της.

 Στον χορό διέπρεψε και με την ολοκλήρωση του επαγγελματικού της προγράμματος, προσλήφθηκε άμεσα από την ίδια την σχολή, όπου φοιτούσε. Ο διευθυντής τη θεωρούσε μεγάλο κελεπούρι και δεν υπήρχε περίπτωση να του ξεφύγει και να πάει σε κάποια αντίπαλη σχολή. Τα λεφτά ήταν αρκετά καλά, έτσι σύντομα σταμάτησε από τις άλλες δύο δουλειές. Είχε πλέον χρόνο για τον εαυτόν της. Αλλά κι αυτόν τον λίγο χρόνο τον αφιέρωσε στον χορό, παρακολουθώντας σεμινάρια κι workshops για τη δουλειά και την εξέλιξή της.

Στα είκοσι πέντε της μπήκε στην ζωή της ο Αλέξανδρος, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα. Το μοναδικό εμπόδιο για την απόλυτη ευτυχία, ήταν η δουλειά του. Ο Αλέξανδρος εργαζόταν στο Ναύπλιο και δεν μπορούσε να τον βλέπει κάθε μέρα, παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα. Πήρε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση να ανοίξει δική της σχολή εκεί όπου βρισκόταν κι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της. Το Ναύπλιο το λάτρεψε. Εξάλλου ήταν δίπλα σε θάλασσα, πως να μην της αρέσει.

Όμως είχε έρθει η ώρα να φανερώσει το μεγάλο της μυστικό στην οικογένεια της. Δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο κρυφό γιατί εκτός από τη μετακόμισή της σε μια άλλη επαρχιακή πόλη, είχε και στο μυαλό της πως σύντομα θα ντυνόταν νυφούλα. Μάλλον αυταπάτη ήταν κι όχι σιγουριά. Οπότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να τους πει την αλήθεια. Στην αρχή οι γονείς της φάνηκαν ανένδοτοι. Μάλιστα την απείλησαν για μια ακόμα φορά με έναν γάμο με τον Νικήτα, που ακόμα περίμενε τη Ζωή στα σαράντα ένα του. Για πρώτη φορά η Ζωή αντέδρασε στην άκρως πειθαρχημένη οικογένειά της, υψώνοντας μάλιστα και τον τόνο της φωνής της.

«Θα φύγω και δεν θα με ξαναδείτε. Φτάνει πια! Δεν αντέχω άλλο αυτή την καταπίεση. Έχω μεγαλώσει και δεν ανέχομαι πλέον μια τέτοια αντιμετώπιση. Αν συνεχιστεί, δεν θα με ξαναδείτε ποτέ», τους πρόβαλε σαν απειλή.

Η μάχη κι ο πόλεμος κερδήθηκαν. Μέσα σε δύο μήνες η Ζωή ήταν ιδιοκτήτρια σχολής στο Ναύπλιο Αργολίδας και μάλιστα με την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς της. Το σημαντικότερο όμως για αυτήν ήταν πως βρισκόταν δίπλα στον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Ή έτσι τουλάχιστον πίστευε.

Με τα μάτια της γεμάτα δάκρια και την καρδιά της να χτυπάει στους ρυθμούς του κοντέρ, έτρεχε με το αυτοκίνητό της με κατεύθυνση την παραλία της Καραθώνας, λίγο πιο έξω από το Ναύπλιο. Έτρεχε όπως ακριβώς κάποια χρόνια πριν πάνω σε εκείνο το παλιό ποδήλατο του αδελφού της. Το κινητό της να χτυπούσε ακατάπαυστα μέσα στην τσάντα της μα εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη την πορεία της. Πάρκαρε στον χωματόδρομο που βγάζει στη θάλασσα κι άρχισε να τρέχει στην άμμο. Το μυαλό της ήταν θολωμένο. Έβλεπε τα όνειρά της να χάνονται. Η δουλειά της, ο άντρας που λάτρευε, όλη της η ζωή γκρεμιζόταν. Από τι; Από μια ανοησία, από μια περιέργεια, από έναν μύθο. Ευχήθηκε να γύριζε ο χρόνος πίσω. Θα έδινε τα πάντα για να μπορέσει να γυρίσει τους δείκτες του ρολογιού κάποιες στροφές προς το παρελθόν. Αυτό όμως ήταν μια ουτοπία, όπως το όνομα της ταμπέλας του παραλιακού, νυχτερινού καταστήματος που άφηνε πίσω στα χνάρια της.

Συνέχισε, περπατώντας στην αμμουδιά, μέχρι που έφτασε στον περιφερειακό χωματόδρομο της Αρβανιτιάς. Ο αέρας ήταν δροσερός και μύριζε βρεγμένο χώμα από την καταιγίδα της προηγούμενης μέρας. Το περπάτημα της έκανε καλό, στην προσπάθειά της να καθαρίσει το μυαλό της και να απαλύνει τους φόβους της. Η θάλασσα την ηρεμούσε. Έβρεξε τα χέρια της στο δροσερό νερό, ξεπλένοντας κάθε φόβο κι αγωνία. Αρκούσε η επαφή με το υγρό στοιχείο για να την κάνει να νιώσει ένας διαφορετικός άνθρωπος. Πιο δυνατός. Ήταν ευάλωτη σε τέτοιες συναισθηματικές θύελλες. Η θρυμματισμένη ψυχολογία της είχε ρίζες στα κατάλοιπα καταπίεσης της παιδική της ηλικίας. Η Ζωή ήταν εύκολο να γίνει έρμαιο στα χέρια οποιουδήποτε σφετεριστή.

 Σύντομα σταμάτησε για να θαυμάσει την υπέροχη αντίθεση που απλωνόταν στα μάτια της. Ένας κάθετος, σκληρός βράχος και πάνω του θρονιασμένο ένα κάστρο αιώνων με την απλότητα της θάλασσας να απλώνεται τριγύρω. Ένιωσε να χαλαρώνει λίγο και να αφήνεται σε αυτό το φυσικό ηρεμιστικό που μόνο στην αρμονία του περιβάλλοντος μπορούσε να βρει. Το τοπίο με τα μαύρα και λευκά σύννεφα του ουρανού έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής που έχει δημιουργήσει χέρι φυσιολάτρη καλλιτέχνη. Έναν τέτοιο πίνακα μόνο ο θεός θα μπορούσε να συνθέσει. Κατέληξε σε μια μικρή παραλία ακριβώς κάτω από τον κάθετο βράχο του Παλαμηδίου. Σε κάποιο σημείο του βράχου έχασκε μια σπηλιά, σαν ορθάνοικτο στόμα.

Η Ζωή κάθισε στα βότσαλα, χαζεύοντας τη θάλασσα. Ένα δυνατό κι απρόσμενο χτυποκάρδι ενώθηκε με το φτερούγισμα ενός μαύρου κορακιού που φτερούγισε από έναν βράχο. Κοίταξε την πορεία του ψηλά στον ουρανό.

Κακός οιωνός, σκέφτηκε.

Χαμένη στους ειρμούς του μυαλού της δεν αντιλήφθηκε την παρουσία μιας νεφελώδους μαύρης σκιάς που έβγαινε από τη σπηλιά παραδίπλα, σαν καπνός από τσιγάρο. Εκείνη η νεφελώδης μαύρη σκιά κατευθυνόταν προς τα πάνω της, γλιστρώντας τον κάθετο βράχο. Με μιας την περικύκλωσε, σαν φίδι πλασμένο από μαύρο αχνό κι αφού συρρικνώθηκε μπροστά της εισχώρησε μέσα στα ρουθούνια της, δίχως να προλάβει η Ζωή να προβάλλει καμία αντίσταση. Όλα θόλωσαν και μαύρισαν. Έχασε κάθε έλεγχο. Το σώμα της έγινε μια μαριονέτα υποκινούμενη από μια δαιμονική σκιά, παγιδευμένη σε ένα σάρκινο κλουβί. Αντιλαμβανόταν τα πάντα, ανέπνεε, ανοιγόκλεινε τα μάτια της. Οι κινήσεις της ήταν φυσιολογικές μα όχι με τη θέλησή της. Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να ουρλιάξει, να ζητήσει βοήθεια, να τρέξει αλλά μάταια. Τα ηνία του εγκέφαλού της τα κρατούσε πλέον κάποιος άλλος. Ένας δαίμονας, ο οποίος επέλεξε σωστά το θύμα του. Ένα θύμα σε στιγμή αδυναμίας, χωρίς να μπορεί να προβάλλει αντίσταση.

Αισθάνθηκε το σώμα της να σηκώνεται από την παραλία και να ανεβαίνει προς τον δρόμο. Βρέθηκε ακριβώς κάτω από το άνοιγμα της σπηλιάς. Ξαφνικά, με κινήσεις αιλουροειδούς, σκαρφάλωσε τον βράχο μέσα σε δευτερόλεπτα και βρέθηκε στο χείλος της. Μπήκε μέσα κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Ο Χρήστος, ο Αλέξανδρος κι η Φανή είδαν τη Ζωή να εξαφανίζεται από το σπίτι, εν ριπή οφθαλμού. Ο Αλέξανδρος έτρεξε να προλάβει να τη σταματήσει αλλά εκείνη είχε γίνει άφαντη με το αυτοκίνητό της.

«Δεν την πρόλαβες;», ρώτησε η Φανή ταραγμένη.

Ο Αλέξανδρος από τον θυμό του βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω του, δίχως να της απαντήσει. Ο Χρήστος πήρε το κινητό κι έκανε κλήση στη Ζωή. Καμία απάντηση.

«Είναι επιπόλαιη! Όχι, απλώς είναι ηλίθια!».

Είχε χάσει πλέον τον έλεγχο του ο Αλέξανδρος. Έβριζε, φώναζε και κατηγορούσε την κοπέλα, βγάζοντας έτσι από μέσα του τον θυμό του αλλά και την ένταση των προηγούμενων ημερών που είχε συσσωρευτεί.

«Ολόκληρη συζήτηση κάναμε για τους κινδύνους που μας απειλούν κι αυτή δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν σηκώνει καν το τηλέφωνό της», ούρλιαξε.

Μια δολοφονία βάραινε το κεφάλι τους, σαν δαμόκλεια σπάθη έτοιμη να πέσει και να τους κόψει στα δύο. Η Ζωή όμως δεν είχε συναίσθηση της επικινδυνότητας σύμφωνα με τον Αλέξανδρο.

Τη φορτισμένη αυτή κατάσταση διέκοψε απότομα η κραυγή της Αγνής. Κι οι τρεις έτρεξαν στον πρώτο όροφο. Τη βρήκαν να κλαίει. Η Φανή την αγκάλιασε.

«Τι σου συνέβη καρδιά μου;», ρώτησε ο Χρήστος.

Με τρεμάμενο χέρι και το κεφάλι χαμηλά έδειξε προς το παράθυρο. Μέσα από τους λυγμούς της κατάλαβαν πως κάποιος την παρακολουθούσε, σκαρφαλωμένος στο δέντρο που υπήρχε στην πίσω αυλή.

«Είδες κάποιον άνθρωπο, καλή μου; Μήπως ήταν ζωάκι και φοβήθηκες», προσπάθησε να καταλάβει η Φανή.

Η μικρή δεν απαντούσε με σιγουριά, μόνο έκλαιγε. Ο Αλέξανδρος πήγε στο παράθυρο για να ελέγξει την κατάσταση. Μια μαύρη γάτα νιαούριζε μόνο κάτω από το δέντρο. Περίμενε για κάποιον μεζέ.

«Μια γάτα ήταν μόνο. Προσπάθησε να την ηρεμήσεις», είπε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

Η μικρή έδειχνε πραγματικά φοβισμένη κι η Φανή προσπάθησε με τον τρόπο της να την καθησυχάσει. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους να φύγουν από το δωμάτιο, μήπως και κατάφερνε να τη βάλει για ύπνο. Κατέβηκαν πάλι στο σαλόνι. Ο Αλέξανδρος άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στον καναπέ. Ο Χρήστος βολεύτηκε απέναντί του και τον παρακολουθούσε αφηρημένος.

«Άλεξ πιστεύεις ότι ήταν κάποιος στο δέντρο;».

Δεν τον καθησύχασε η άρνηση του φίλου του, ούτε η διαβεβαίωσή του πως απλώς ήταν μια γάτα εκεί έξω που τριβόταν στα σκαλιά.

«Νομίζω πως είμαστε εκτεθειμένοι και πρέπει να προστατευτούμε. Ιδίως τις γυναίκες και τη μικρή. Το κακό είναι πως δεν γνωρίζουμε τίποτα για το θέμα του δαίμονα, ούτε καν για όλους αυτούς που μας κυνηγούν, πέρα από κάποιες μικρολεπτομέρειες. Σίγουρα με κάποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους», συνέχισε ο Χρήστος.

Η Φανή, κατεβαίνοντας την σκάλα, τούς έκανε νόημα να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους. Η Αγνή ήδη κοιμόταν. Ήταν αρκετά αναστατωμένη.

Το απόγευμα ο Χρήστος βρισκόταν στη σχολή της Ζωής. Λογικά θα εμφανιζόταν για τα μαθήματά της. Εκεί βρισκόταν ο Άλιεβ, ο ρώσος δάσκαλος χορού από την Αθήνα,που είχε προσλάβει η Ζωή πριν κάποιους μήνες. Ένας ψηλός, καλογυμνασμένος άντρας με το μακρύ μαλλί του πιασμένο κοτσίδα. Είχε βοηθήσει τη Ζωή με τον καλύτερο τρόπο στην πορεία της σχολής. Οι γνώσεις του για τον χορό ήταν άρτιες και το επίπεδό του υψηλό. Δεν υπήρχε ούτε ένας μαθητής που να είχε παράπονο για τον Άλιεβ. Βλέποντας τον Χρήστο, έτρεξε και τον χαιρέτησε.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω Χρήστο! Αν ήρθες εδώ για τη Ζωή, δυστυχώς δεν έχει έρθει ακόμα. Να σου προσφέρω λίγο καφέ;».

«Όχι, ευχαριστώ, Άλιεβ! Θα περιμένω τη Ζωή. Την είδες καθόλου σήμερα;».

«Για πολύ λίγο, νωρίς το απόγευμα! Φερόταν λίγο παράξενα. Μάλλον είναι κουρασμένη. Συγγνώμη αλλά πρέπει να συνεχίσω το μάθημά μου. Με περιμένει».

Δεν άργησε η Ζωή να κάνει την εμφάνισή της στη σχολή. Εντυπωσιακά ντυμένη και βαμμένη αρκετά έντονα για τις συνήθειές της. Όμως φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Με το που είδε τον Χρήστο, τού χαμογέλασε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο γραφείο της. Έκλεισε την πόρτα, κάθισε στην καρέκλα της και τον κοίταξε με τα μάτια μισάνοιχτα, κάπως ειρωνικά. Ο Χρήστος έμεινε για λίγο να την παρατηρεί. Για μια στιγμή ήταν σίγουρος πως είδε μια σκιά να παλεύει μέσα στην πράσινη λίμνη του ματιού της, μια σκιά που ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια.

«Με κοιτάζεις λίγο περίεργα ή μου φαίνεται;», ρώτησε η Ζωή με εκείνη τη μόνιμη πλέον ειρωνεία στο βλέμμα. «Σε διαβεβαιώνω πως είμαι μια χαρά, τέλεια όπως βλέπεις. Σ’ αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα; Σήμερα το αγόρασα. Είναι λίγο τολμηρό αλλά για τη δουλειά που κάνω είναι ότι πρέπει».

Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποφύγει τη συζήτηση. Κάτι όμως στο όλο σκηνικό δεν είχε λογική. Οι αντιδράσεις της Ζωής ήταν ξένες προς τον χαρακτήρα της.

«Που πήγες το πρωί; Σε παίρναμε στο κινητό αλλά δεν το σήκωνες. Δεν έχεις καταλάβει ακόμα πως κινδυνεύουμε;».

Προσπαθούσε με την αγωνία στο βλέμμα του να την συνεφέρει αλλά μάταια.

«Μη λες βλακείες», του πέταξε στα μούτρα. «Κάθισα και σκέφτηκα όλα όσα έγιναν και κατέληξα πως αντιδράσαμε υπερβολικά. Δεν πιστεύω τώρα να πιστεύεις σε δαίμονες και φρικιά; Παραμύθια! Απλώς ήμασταν επηρεασμένοι τόσο καιρό από τις ανοησίες που κάναμε στο σπίτι σου εκείνο το βράδυ κι όλα φαίνονταν από άλλη διάσταση πλέον. Είμαι σίγουρη πως και στην Αθήνα ο Αλέξανδρος θα πείραξε κάποια μικρή κι η παρέα της σας έβαλε στο μάτι. Έπρεπε να φάει περισσότερες μήπως και βάλει μυαλό».

«Τι λες Ζωή; Παραμύθι ήταν και η δολοφονία του γλωσσολόγου; Μια φρίκη ήταν που δεν μπορείς να καταλάβεις αν δεν τη ζήσεις».

Το δαιμονικό πλέον μυαλό της Ζωής άρχισε να δουλεύει ασταμάτητα.

«Σύμπτωση. Μπορεί να χρωστούσε κάπου λεφτά ή να είχε μπλεχτεί σε περίεργες καταστάσεις. Τόσα ακούμε κάθε μέρα. Αυτό δεν θα πρέπει να μας κάνει να κρυβόμαστε. Μάλλον διαβάζεις πολλά μυθιστορήματα φαντασίας τελευταία».

Ο Χρήστος την άκουγε αποσβολωμένος.

«Τι σου συνέβη; Δεν είσαι η Ζωή που γνωρίζω τόσο καιρό».

Ακόμα κι ο Χρήστος, που φημιζόταν για την αυτοκυριαρχία και την αυτοσυγκράτησή του, είχε πλέον χάσει τη ψυχραιμία του με όσα άκουγε.

«Μάλλον δεν με ξέρεις όσο καλά νομίζεις. Τέλος πάντων. Χρήστο νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις. Πρέπει να ετοιμαστώ για τα μαθήματά μου. Αρκετό χρόνο σπατάλησα με φαντασιοπληξίες. Α, στο σπίτι δεν θα έρθω το βράδυ. Κανόνισα να βγω για ποτό. Μη με περιμένετε».

Είδε την αποστροφή στα μάτια του Χρήστου αλλά δεν πτοήθηκε.

«Όσο για τον φιλαράκο σου τον Αλέξανδρο, δεν πρόκειται να του δώσω λογαριασμό για το που θα πάω και με ποιόν. Αποφάσισα να ζήσω τη ζωή μου με τον καλύτερο τρόπο και δεν θα αφήσω κανέναν να μπει εμπόδιο σε αυτό», είπε και του έδειξε την πόρτα του γραφείου της με το δάχτυλο. Το πρόσωπό της είχε γίνει μια σκληρή, άκαμπτη μάσκα.

Ο Χρήστος βγήκε από το γραφείο έκπληκτος από τη συμπεριφορά της φίλης του. Τι συνέβη στο ευαίσθητο κορίτσι που γνώρισε πριν έναν χρόνο περίπου; Η Ζωή δεν είχε μιλήσει ποτέ άσχημα μέχρι τώρα και, με κανέναν τρόπο, δεν θα φερόταν στον ίδιο με τόση αγένεια. Πάντα θαύμαζε τον χαρακτήρα της. Την ευγένεια, το ήθος και την απλότητά της. Εκείνη τη μέρα είχε ντυθεί κι είχε βαφτεί σαν πόρνη. Πέρα από αυτό, ο τρόπος της ήταν άξεστος. Χαιρέτησε τον Άλιεβ και βγήκε από τη σχολή με αμηχανία. Πήγε σε  ένα σημείο που δεν μπορούσε να τον δει κανείς με σκοπό να παρακολουθήσει για λίγο την κατάσταση στη σχολή από τη τζαμαρία. Η Ζωή βγήκε στην αίθουσα χορού και ξεκίνησε το μάθημά της. Την είδε να κάνει νευρικές, σπασμωδικές σχεδόν κινήσεις. Να παρατάει δίχως λόγο τον μαθητή της, να μιλάει στο τηλέφωνο και να δείχνει έξαλλη. Με το μάθημά της φαινόταν αδιάφορη κι αδρανής. Δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία πως κάτι παράξενο τής είχε συμβεί.

Στην πραγματικότητα η Ζωή σπάραζε από μέσα της. Δεν μπορούσε να πάρει τον έλεγχο του εαυτού της. Κάθε στιγμή ήταν και πιο έντονο αυτό το συναίσθημα. Κάθε ώρα που περνούσε έχανε τον εαυτό της όλο και περισσότερο. Η προσωπικότητά της υποκινούταν από μια σκιά. Με τα νύχια της ψυχής της έγδερνε το σαρκίο της για να απελευθερωθεί. Όμως μια ψυχή είναι αδύναμη, ή μάλλον δεν γνωρίζει τον σωστό τρόπο ώστε να γίνει δυνατή. Μέσα σε λίγη ώρα η Ζωή έφτασε σε σημείο να τσακωθεί με όλους στη σχολή. Με συνεργάτες, μαθητές, με όσους έβλεπε μπροστά της. Από μέσα της ούρλιαζε αλλά δεν την άκουγε κανείς. Αφού τελείωσαν τα μαθήματα, φώναξε τον Άλιεβ στο γραφείο της.

«Η Ευτυχία μου έκανε παράπονα σήμερα Άλιεβ, πως κατά τη διάρκεια του μαθήματός σας μιλούσες στο κινητό».

Ο τόνος της ήταν ψυχρός και το βλέμμα της θανατηφόρο. Δεν τον άφησε καν να μιλήσει, να εξηγήσει.

«Μην προσπαθείς να μου δικαιολογηθείς. Είσαι απαράδεκτος κι αν συνεχίσεις έτσι, σε βλέπω εργάτη σε οικοδομές, όπως δουλεύουν κι οι περισσότεροι από την πατρίδα σου».

Το τελευταίο της σχόλιο έγινε κεντρί θανατηφόρο για τον φιλήσυχο Ρώσο.

«Ο τρόπος σου δηλώνει πως θέλεις να με διώξεις από τη σχολή, Ζωή. Προσπαθείς να μου το πεις με πλάγιο τρόπο;».

Η φωνή του έτρεμε από την αδικία που αντιμετώπιζε. Η Ζωή μέχρι εκείνη την στιγμή του είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο. Δεν την αναγνώριζε.

«Όχι, τουλάχιστον όχι ακόμα. Και κάτι τελευταίο. Από σήμερα δεν θα με αποκαλείς Ζωή. Κυρία Βορέα θα με λες. Πρέπει να καταλάβουν όλοι ποιά είναι η ιδιοκτήτρια κι η διευθύντρια εδώ μέσα».

Τα μάτια της Ζωής άστραφταν και τα χαρακτηριστικά της είχαν σχεδόν παραμορφωθεί. Ευτυχώς το έντονο μακιγιάζ, που κάλυπτε το πρόσωπό της, δεν το έκανε εμφανές. Αφού έφυγε ο Άλιεβ, έκλεισε τα φώτα, κάθισε στην πολυθρόνα της κι άναψε ένα τσιγάρο από το πακέτο του Άλιεβ. Δεν είχε καπνίσει ποτέ μέχρι τότε.

Το ίδιο βράδυ η Ζωή βρισκόταν στο σπίτι της κι ετοιμαζόταν για τη βραδινή της έξοδο. Προκλητικά ντυμένη και φτιασιδωμένη, δεν έμοιαζε καθόλου με τη γλυκιά κοπέλα που ήταν πριν. Ο θυμός ήταν έκδηλος μέσα της. Ο δαίμονας είχε βρει πρόσφορο έδαφος στη θαμμένη καταπίεσή της. Είχε απελευθερώσει κάθε δυσάρεστο, παιδικό συναίσθημα, το οποίο είχε γίνει χείμαρρος εκδίκησης. Όλη η γλυκύτητα είχε μετατραπεί σε μια αχόρταγη σεξουαλική πείνα.

Τη στιγμή που πήγε να ανοίξει την πόρτα για να βγει, χτύπησε το τηλέφωνό της. Γύρισε πίσω και το σήκωσε.

«Ποιος είναι;».

Η φωνή της ήταν έντονη, σχεδόν άγρια.

«Καλησπέρα Ζωή, η Φανή είμαι. Είσαι καλά;», ακούστηκε η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής.

«Α, εσύ! Τι θες; Είμαι έτοιμη να βγω».

«Τέτοια ώρα; Δεν το συνηθίζεις».

«Κι εσύ τι είσαι; Μάνα μου; Κοίτα, δεν γουστάρω καταπιέσεις. Πρέπει να κλείσω. Μη με καθυστερείς».

«Ζωή πως μιλάς έτσι;».

«Όπως γουστάρω».

«Τον Αλέξανδρο δεν τον σκέφτεσαι; Σε περιμένει εδώ στο σπίτι. Έλα σε παρακαλώ να μιλήσουμε».

«Δεν  έχω καμία διάθεση να τον δω, ούτε σήμερα, ούτε ποτέ. Τελείωσε το θεματάκι με τον μαλάκα! Ας πάει να πηδιέται με όποια τσούλα θέλει στην Αθήνα. Εμένα ας με ξεχάσει».

«Μα Ζωή…».

Η γραμμή είχε κλείσει. Η Ζωή βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω της κι έφυγε για τα υποφωτισμένα πλακόστρωτα της πόλης.

Για ώρες περιπλανιόταν με άγνωστες γυναίκες σε μπαράκια του Ναυπλίου, πίνοντας ό,τι έβρισκε μπροστά της κι ό,τι την κερνούσαν. Κάποια στιγμή βαρέθηκε και έφυγε από την παρέα, δίχως καν να χαιρετήσει. Ήθελε να πιεί μόνη της.

Επέλεξε το πιο σκοτεινό, το πιο περίεργο μπαρ που ήξερε. Μπήκε μέσα κι αφέθηκε στον αποπνικτικό αέρα του τσιγάρου. Κάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό του μπαρ και κρέμασε ένα τσιγάρο στην άκρη των χειλιών της. Πριν προλάβει να το ανάψει με τον αναπτήρα της, ένιωσε την κάψα από έναν ήδη αναμμένο, δίπλα της. Γύρισε το βλέμμα κι είδε έναν όμορφο νεαρό να της χαμογελάει πονηρά.

«Να σας ανάψω;».

Η φωνή του ήταν αργή και αισθησιακή. Τα μάτια του έλαμπαν στο ημίφως. Η λεία του επιδερμίδα μοσχομύριζε.

«Το έκανες, ήδη», του απάντησε η Ζωή με πρόστυχο τρόπο, γλείφοντας την άκρη των χειλιών της.

«Είσαι μόνη;».

«Όχι πλέον. Κάθισε».

Δεν χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Άρπαξε το σκαμπό παραδίπλα και κόλλησε στη Ζωή.

«Μιχαήλ!», χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του.

Η Ζωή πάγωσε. Δεν του έδωσε το δικό της.

«Κρίμα», είπε και κοίταξε το ποτό που μόλις άφησε μπροστά της ο μπάρμαν.

«Γιατί κρίμα;».

«Τόσο όμορφος άντρας με τόσο απαίσιο όνομα; Μπορώ να σε λέω Φόρο;».

«Από τον Εωσφόρο;», κάγχασε ο Μιχαήλ, χωρίς να δει το έντονο βλέμμα της Ζωής που τον κάρφωνε.

Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το πόδι του. Ο νεαρός άντρας αναστέναξε αμήχανα. Τα δάχτυλα της Ζωής χάιδεψαν το πόδι του, ανεβαίνοντας προς τον καβάλο. Το βλέμμα του Μιχαήλ έγινε λάγνο. Είχε μαγευτεί από τη γυναίκα απέναντί του. Σαν να είχε μπλεχτεί στα δίχτυα μιας αράχνης και δεν μπορούσε να κουνηθεί, ούτε καν να κοιτάξει αλλού. Η Ζωή πέταξε ένα χαρτονόμισμα στο μπαρ, άρπαξε το χέρι του άντρα και τον τράβηξε.

Σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο διαμέρισμά της. Ο Μιχαήλ ήταν σε κατάσταση έκστασης. Αφέθηκε στα διψασμένα χέρια της. Η Ζωή ερωτοτρόπησε μαζί του, βγάζοντας όλη την καταπίεση των τόσων χρόνων. Μετά από ώρες ο Μιχαήλ ένιωθε αποκαμωμένος. Η Ζωή όμως, σαν άλλη γυναίκα αράχνη, δεν άφηνε το θύμα της να ξεφύγει.

«Μήπως είναι αργά; Να φύγω;», ψέλλισε ξέπνοα ο Μιχαήλ.

«Μα ακόμα δεν αρχίσαμε», χαμογέλασε η Ζωή, ενώ τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν περίεργα.

«Πρέπει… πρέπει να φύγω, αλήθεια».

«Μάλλον δεν με κατάλαβες. Δεν έχεις να πας πουθενά. Δεν τελειώσαμε οι δυο μας».

Το χαμόγελό της μετατράπηκε σε μάσκα οργής. Τα μάτια της κοκκίνισαν σαν φλόγες φωτιάς. Ο Μιχαήλ, γυμνός όπως ήταν, μαζεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού.

«Σε παρακαλώ! Άσε με να φύγω».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, όταν ένιωσε το χέρι της Ζωής να του διαλύει με μια μπουνιά το σαγόνι. Ζαλίστηκε κι αφέθηκε λιπόθυμος στο ιδρωμένο σεντόνι. Όταν συνήλθε, μετά από λίγα λεπτά, την είδε απέναντί του, αγριεμένη σε θέση γάτας, με το κεφάλι γυρισμένο στραβά κι από το στόμα της να βγαίνουν αφροί. Τα μάτια της τον κάρφωναν έντονα και στο χέρι κρατούσε ένα μαχαίρι.

«Μη… μη μου κάνεις κακό».

«Έχεις κάτι δικό μου και το θέλω».

Η φωνή της είχε αλλοιωθεί. Ήταν βραχνή, απόκοσμη. Τον πλησίασε με αργές κινήσεις αιλουροειδούς. Ο Μιχαήλ έκανε να φύγει αλλά με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε από το χέρι. Το ένιωσε σαν καυτό μέταλλο πάνω του. Ούρλιαξε. Η Ζωή άρχισε να γελά παράφρονα. Πλησίασε το μαχαίρι στα γεννητικά του όργανα. Ο Μιχαήλ πάγωσε. Ένιωσε την παγωμένη λεπίδα να τον ακουμπά στη ρίζα του οργάνου του.

«Όχι, σε παρακαλώ…».

«Σου είπα πως είναι δικό μου και θα το πάρω».

Με μια κίνηση αφαίρεσε το όργανο από το σώμα του Μιχαήλ. Ο νεαρός ούρλιαξε κι έχασε τις αισθήσεις του. Η Ζωή έφτυσε στην πληγή και το αίμα σταμάτησε αμέσως. Πήρε το αναίσθητο σώμα του νεαρού και με μεγάλες δρασκελιές βγήκε από το σπίτι.

Την άλλη μέρα το πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι τη συνηθισμένη ώρα, στις οκτώ και μισή. Η Ζωή πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Έτρεξε πανικόβλητη στο μπάνιο κι άρχισε να ξερνάει. Πήγε στο νιπτήρα κι έριξε νερό στο πρόσωπό της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και με το θέαμα ανατρίχιασε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Δεν είχε αφαιρέσει το μακιγιάζ της προηγούμενης βραδιάς, το οποίο είχε απλωθεί σε όλο το πρόσωπο της. Φαινόταν σαν μια αλκοολική πουτάνα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε τον έλεγχο του σώματός της και του μυαλού της.

«Είμαι ελεύθερη! Έφυγε».

Δεν είχε καταλάβει όμως το παιχνίδι του δαίμονα. Εκεί ήταν, μέσα της και γελούσε με την αφέλειά της. Την άφησε να νομίζει πως ξαναπήρε τον έλεγχο.

Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα της. Άδεια μπουκάλια από ποτό ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Ρούχα ριγμένα παντού, ανάμεσά τους κι ένα εσώρουχο αντρικό. Δεν παρατήρησε όμως το αίμα στα σεντόνια της. Αμέσως τις ήρθαν στο μυαλό οι ακολασίες της προηγούμενης βραδιάς. Μια ατελείωτη μπαρότσαρκα με κάποιες γνωστές της από τη σχολή. Την είχαν κεράσει άπειρα σφηνάκια, άφθονη κατανάλωση ποτού. Και βέβαια φλερτ με όλα σχεδόν τα αρσενικά του Ναυπλίου. Αυτή όμως διάλεξε ένα, το πιο ωραίο, και πέρασε μαζί του μια νύχτα ακολασίας. Πέρασαν από το νου της σκηνές από το άκρως ερωτικό βράδυ που προηγήθηκε. Ξέσπασε σε κλάματα. Η αποτρόπαιη σκηνή του κομμένου οργάνου είχε διαγραφτεί από το μυαλό της.

Κοίταξε το κινητό της. Είκοσι τέσσερις κλήσεις από τον Αλέξανδρο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε τι να του πει και πως να τον αντιμετωπίσει. Θα του έλεγε την αλήθεια ή θα κρατούσε κρυφή την απιστία της; Μα δεν είχε τον έλεγχο στα χέρια της. Πως θα του έδινε να καταλάβει όμως το τι είχε συμβεί; Θα την πίστευε ή θα την παρατούσε; Δεν θα το άντεχε. Αποφάσισε να μην του πει τίποτα. Θα ανέφερε μόνο την αδυναμία που την ώθησε να εξαφανιστεί την προηγούμενη μέρα. Ναι, αυτό θα έλεγε. Κάλεσε αμέσως τον Αλέξανδρο. Εκείνος το σήκωσε αλλά δεν τον άφησε να μιλήσει. Του ζήτησε μόνο να πάει να την πάρει. Θα του τα εξηγούσε όλα από κοντά.

Μάζεψε γρήγορα τον χώρο κι έκανε ένα μπάνιο για να βγάλει από πάνω της όλα τα απομεινάρια της προηγούμενης βραδιάς. Ντύθηκε και περίμενε τον Αλέξανδρο. Εκείνος δεν άργησε. Άκουσε τον γνωστό ήχο του αυτοκινήτου του να σταματάει έξω από το διαμέρισμά της. Πόσο ήθελε να κλειστεί στην αγκαλιά του και να σταματήσει ο χρόνος εκεί. Σηκώθηκε να του ανοίξει κι ένιωσε μια ζαλάδα. Όλα μαύρισαν. Η σκιά αναλάμβανε δράση. Είχε πετύχει τον σκοπό της.

«Όχι τώρα!», ούρλιαξε βουβά η Ζωή.

Καταράστηκε την ατυχία της. Δεν πρόλαβε καν να του μιλήσει. Ένιωθε αβοήθητη. Άνοιξε την πόρτα. Ο Αλέξανδρος έδειχνε θυμωμένος. Μπήκε μέσα χωρίς να της δώσει σημασία και περίμενε να κλείσει την πόρτα. Η Ζωή πήγε κοντά του, τού χαμογέλασε με λάγνο ύφος, τον άρπαξε από το μαλλί κι έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του. Με τα χέρια της άρχισε να χαϊδεύει κάθε σημείο του σώματός του. Δεν άργησε να νιώσει τον ερεθισμό του. Σχεδόν τού έσκισε το πουκάμισο και τον πέταξε στον καναπέ. Μια κίνηση χρειάστηκε μόνο για να αφαιρέσει το φόρεμά της και να μείνει τελείως γυμνή. Με ένα πήδημα όρμησε πάνω του και τον καθήλωσε ώστε να μην μπορεί να κάνει καμία κίνηση. Άρχισε να του γλύφει τον λαιμό και να τον δαγκώνει ελαφρά. Ο Αλέξανδρος ανίκανος να αντιδράσει από την ερωτική αυτή κάψα, αφέθηκε στα χέρια της. Όλος ο θυμός του έγινε πάθος. Ο έρωτάς τους ήταν άγριος κι ατελείωτος. Τα κορμιά τους είχαν ιδρώσει από την έξαψη και τον πόθο. Έμειναν ξέπνοοι στο πάτωμα με τη Ζωή να χαμογελάει πονηρά και τον Αλέξανδρο ανήμπορο να κινηθεί, ανίκανο να σκεφτεί.

«Τι ήταν όλο αυτό; Σίγουρα δεν ήταν ο λόγος για τον οποίο ήρθα».

Ο Αλέξανδρος μέσα από την παραζάλη του απρόσμενου πάθους που του χάρισε, προσπαθούσε να οργανώσει τις σκέψεις του. Να κατανοήσει αυτήν την απίστευτη αλλαγή της.

«Το ξέρω αλλά σκέφτηκα να σε ηρεμήσω πρώτα λίγο. Δεν έχω διάθεση για φωνές και επιπλήξεις».

Παρατήρησε το οργισμένο ύφος που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Ήταν έτοιμος για μια ακόμα φορά να εκραγεί. Όχι από ηδονή όπως πριν λίγα λεπτά αλλά από θυμό. Δεν τον άφησε να μιλήσει.

 «Τι θέλεις Αλέξανδρε; Άντε, ό,τι είναι να πεις, πες το να τελειώνουμε. Ή μάλλον καλύτερα μην πεις απολύτως τίποτα. Δίνε του τώρα».

Για άλλη μια φορά η Ζωή είχε παραμορφωθεί. Όμως, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να το δει γιατί ο χώρος ήταν σκοτεινός.

Ένιωσε το αίμα να βράζει στις φλέβες του. Τον είχε φτάσει στα όριά του. Φωτιά έκαιγε μέσα του. Σηκώθηκε από το πάτωμα και την έπιασε από το μαλλί. Η Ζωή με μια απρόσμενη κίνηση τού ξέφυγε και πήδησε απέναντι, γελώντας και βρίζοντας χυδαία. Αυτός αγανακτισμένος τη χτύπησε στο πρόσωπο. Τότε είδε την παραμόρφωση που είχε υποστεί. Είχε αρχίσει να βγάζει αφρούς και τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί με αποτέλεσμα να μοιάζει με εξωπραγματικό ον. Λύγισε πάνω στα πόδια της και με ένα απόκοσμο ουρλιαχτό χίμηξε στον Αλέξανδρο. Έχωσε τα νύχια της στο δέρμα του και τον δάγκωσε στο μπράτσο. Ένιωσε φρικτό πόνο και με όλη του τη δύναμη την πέταξε απέναντι με αποτέλεσμα να καταρρεύσει μαζί με το σύνθετο. Κορνίζες, βάζα, ποτήρια και αναμνηστικά βρέθηκαν σπασμένα στο πάτωμα. Η Ζωή πετάχτηκε και με ένα ακόμα πήδημα όρμησε στον Αλέξανδρο, ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι του και το χτυπούσε με οργή στο δάπεδο, μέχρι που εκείνος έχασε τις αισθήσεις του. Τον κοίταξε αδιάφορα, όπως ήταν αναίσθητος πάνω στα κατάλευκα πλακάκια, ενώ ένα μικρό ρυάκι κυλούσε αργά, βάφοντας κόκκινη τη διαδρομή του. Σηκώθηκε αργά, πλύθηκε, ντύθηκε κι έφυγε.

Οι ρόδες του αυτοκινήτου της, όπως και τα μάτια της, έβγαζαν σπίθες. Δεν είχε τη δύναμη να παλέψει για να γλιτώσει από τον κατακτητή της. Του άνηκε και παραδινόταν σε αυτόν αμαχητί. Εξάλλου δεν είχε λόγο να προσπαθεί. Ένα φύλλο ελιάς έπεσε πάνω στο τζάμι και γλίστρησε στο πλάι χαμένο στον αέρα σαν τη ζωή της που χάθηκε κι αυτή σε μια στιγμή. Ο Αλέξανδρος δεν θα τη συγχωρούσε ποτέ, οι φίλοι της θα έπαιρναν το μέρος του κι οι συνεργάτες της ήταν όλοι έξαλλοι μαζί της. Πως θα τα διόρθωνε όλα αυτά; Καλύτερα να πέθαινε. Να έσβηνε σιγά σιγά μέσα σε ένα σώμα που πλέον δεν της άνηκε. Έκλεισε τα μάτια της ψυχής της κι αφέθηκε στον δαίμονα να της κουρελιάζει το σώμα. Ήταν δική του.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 3

mila-ton-esperidon-20150429

Κεφάλαιο 3

Τα χρυσά μήλα των εσπερίδων

 

 

Το κορμί του πονούσε πολύ από τον ξυλοδαρμό της προηγούμενης μέρας. Άνοιξε το ένα μάτι του κι είδε πως ο Αλέξανδρος δεν βρισκόταν στο διπλανό κρεβάτι του δωματίου.

Θα κατέβηκε για τσιγάρα, σκέφτηκε ο Χρήστος, καθώς σηκωνόταν με αργό ρυθμό.

Γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Το ζεστό νερό ήταν βάλσαμο για τις πληγές και τους μώλωπές του. Αφού ολοκλήρωσε την ιεροτελεστία του ντους του, τύλιξε μια πετσέτα στη μέση και βγήκε στο δωμάτιο. Ο Αλέξανδρος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Πήρε κινητό στα χέρια του για να τον καλέσει. Ανύπαρκτο σήμα, νεκρό το κινητό. Το στομάχι του σφίχτηκε καθώς είχε ένα άσχημο προαίσθημα. Φόρεσε τα ρούχα του γρήγορα. Σίγουρα κάτι κακό συνέβαινε. Κατέβηκε δύο δύο τα σκαλιά του ορόφου και πήγε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Ένας βαριεστημένος υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει με νωχελικές κινήσεις κάποια χαρτιά. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι του όταν ο Χρήστος τον ρώτησε για τυχόν μηνύματα. Κούνησε αργά το κεφάλι του και συνέχιζε να ασχολείται με τη βαρετή δουλειά του. Ο Χρήστος πήγε προς την έξοδο κι έβγαλε το κινητό του αλλά κι εκείνο παρέμενε βουβό όπως τον ρεσεψιονίστ. Πανικοβλήθηκε. Ζήτησε από τον βαριεστημένο άντρα να κάνει μια κλήση από το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Σχημάτισε τον αριθμό του Αλέξανδρου και βρήκε μήνυμα, πως το τηλέφωνο που καλούσε δεν υπάρχει. Αμέσως πήρε τη Φανή. Το ίδιο. Κάλεσε τον αριθμό του φροντιστηρίου και δεν απαντούσε κανείς. Επανέλαβε τις ίδιες κλήσεις και στη Ζωή, κινητό και δουλειά. Τα ίδια. Μα που είχαν εξαφανιστεί όλοι; Ο Αλέξανδρος δεν συνήθιζε να είναι ασυνεπής. Αυτή η απουσία του συνδεόταν με προφανή πλέον τρόπο με το κακό προαίσθημα που τον έπνιγε από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του. Αν έχαναν για δεύτερη φορά το ραντεβού με τον γλωσσολόγο υπήρχε η πιθανότητα να μην τους δεχόταν μετά. Η ώρα περνούσε και το μόνο που του απόμενε ήταν να επισκεφτεί μόνος του τον γλωσσολόγο. Τον κολλητό του θα τον κανόνιζε μετά.

Ευτυχώς, θυμόταν από τα λόγια του Αλέξανδρου την περιοχή και τον αριθμό του γραφείου του. Κάλεσε ένα ταξί κι ευθύς όταν μπήκε υπέδειξε στον οδηγό τη διεύθυνση. Ο καθηγητής λεγόταν Δημοσθένης Αντύπας και το γραφείο του ήταν στο Δάσος Χαϊδαρίου.

Το ταξί περνούσε την Ιερά οδό κι ο Χρήστος χάζευε από το παράθυρο μέρος της βιομηχανική ζώνης της Αθήνας. Ξαφνικά όλα άρχισαν να φωτίζονται πολύ έντονα, σαν να είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος ο Ήλιος κι έκαιγε τα πάντα στην πορεία του. Έφερε το χέρι στα μάτια του και ρώτησε τον οδηγό τι συνέβαινε. Τη στιγμή εκείνη στο ραδιόφωνο σταμάτησε η μουσική που έπαιζε κι ακούστηκε το σήμα για έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Ένας παρουσιαστής, αρκετά αγχωμένος, άρχισε να μιλάει κομπιάζοντας. Κατόπιν ανακοινώσεων της Ν.Α.Σ.Α, ηλιακή καταιγίδα πλήττει τον πλανήτη γη. Ο Χρήστος τσιτώθηκε. Νόμιζε πως είχε περάσει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ή κάποιος του έκανε φάρσα. Ο παρουσιαστής πρότρεπε όλους να κατευθυνθούν σε καταφύγια. Ο Χρήστος, εμβρόντητος, αναρωτήθηκε πότε έγιναν όλα αυτά. Ο ταξιτζής τον ενημέρωσε πως από το πρωί, κανάλια και ραδιόφωνα, αναγγέλλουν το τέλος του κόσμου. Έβγαλε για μια ακόμα φορά το κινητό του και το κοίταξε. Ίσως τελικά αυτός ο λόγος που δεν δούλευε.

Είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Πλήρωσε το ταξί και μπερδεμένος από τα επικείμενα γεγονότα άρχισε να ψάχνει τη διεύθυνση του γλωσσολόγου. Σκέφτηκε πως ίσως να έβρισκε εκεί τον Αλέξανδρο. Εντόπισε το σωστό νούμερο της οδού, τσέκαρε τον όροφο και μπήκε στο ασανσέρ. Ο διάδρομος ήταν αρκετά μεγάλος, υπερβολικά θα σκεφτόταν κανείς για το μέγεθος του κτιρίου. Ο Χρήστος έψαχνε να βρει τη σωστή πόρτα. Τη βρήκε μετά από λίγο κι ήταν ανοιχτή, οπότε μπήκε μέσα δίχως να διστάσει. Υπήρχε ένας χώρος αναμονής με ένα σαλόνι στο χρώμα της άμμου, ένα τραπεζάκι με αρκετά περιοδικά και πίνακες στους τοίχους με θέματα από αρχαίους πολιτισμούς. Κατευθύνθηκε στην κλειστή πόρτα που βρισκόταν αριστερά του και χτύπησε.

«Είναι κάποιος μέσα;», ρώτησε με ευγένεια και μια φωνή του απάντησε να περάσει.

Ένας γκριζομάλλης ψηλός άντρας βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο, γυρισμένος πλάτη και απορροφημένος στη μελέτη ενός τεράστιου βιβλίου που βαστούσε με δυσκολία στα χέρια του. Ο άντρας έκλεισε με δύναμη το βιβλίο, κάνοντας τον Χρήστο να αναπηδήσει από τον φόβο του. Αργά γύρισε προς το μέρος του. Μόλις ο Χρήστος τον είδε, έμεινε άναυδος. Ένοιωσε το αίμα να στραγγίζεται από το κορμί  του.

«Μπαμπά;».

Η φωνή του έτρεμε κι ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν.

«Γεια σου αερικό μου», έτσι τον έλεγε από μικρό παιδί.

Ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.

«Μα εσύ… εσύ δεν είσαι νεκρός;», ψέλλισε ο Χρήστος, παγωμένος στη θέση του, χωρίς ακόμα να έχει πάρει ανάσα.

Τα πόδια του αρνήθηκαν να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.

«Γιατί δεν έψαξες να μας βρεις;».

Τα λόγια του Χρήστου έγιναν βροχή απελπισίας κι έκπληξης συνάμα.

«Χρήστο εσύ είσαι ο επίλεκτος, εσύ θα μας σώσεις. Μόνο εσύ μπορείς κι είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Σου έχω εμπιστοσύνη».

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κραυγές από έξω. Άνθρωποι από παντού ούρλιαζαν κι έκλαιγαν με υστερία. Η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη. Κόμποι ιδρώτα γέμισαν το πρόσωπο του Χρήστου κι έπεφταν στα μάτια του, θολώνοντάς του την όραση από το τσούξιμο. Προσπάθησε να τα σκουπίσει με τα χέρια του για να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν αληθινό ή όχι. Από τη μια ο πατέρας του που θεωρούσε τόσα χρόνια νεκρό κι από την άλλη άρχισε να παρατηρεί πως οι τοίχοι πλέον έλιωναν, λες κι ήταν καμωμένοι από κερί. Ο Χρήστος πισωπάτησε βλέποντας τον πατέρα του να παραμορφώνεται μπροστά στα μάτια του, όπως μια κέρινη κούκλα που λιώνει αργά. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν τελείως κι έγινε μια άμορφη μάζα. Μια μαύρη σκιά βγήκε μέσα από εκείνη τη μάζα και πέταξε πάνω του. Ο Χρήστος έπεσε στα γόνατα παρατηρώντας τη σκιά να κάνει κύκλους στο ταβάνι. Ξαφνικά η σκιά άρχισε να μεταμορφώνεται. Έβγαλε δύο τεράστια φτερά που έκαναν τον χώρο να σκοτεινιάσει. Δύο κατακόκκινα σαν αίμα μάτια έλαμψαν στο πρόσωπό του και μια πορτοκαλοκίτρινη φωτιά παλλόταν στον λαιμό του. Είχε μεταμορφωθεί σε δράκο. Τα μάτια του έφτυναν σπίθες και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ο Χρήστος έκανε να φύγει αλλά τα πόδια του είχαν χωθεί μέσα στο πάτωμα που έλιωνε πλέον κι αυτό. Όσο περισσότερο προσπαθούσε, τόσο πιο πολύ βυθιζόταν. Η σκιά πλέον είχε ολοκληρώσει τη μεταμόρφωσή της. Ο δράκος άνοιξε τα τεράστια φτερά του και πέταξε με δύναμη προς τον Χρήστο ανοίγοντας το στόμα του.

«Χρήστο, Χρήστο ξύπνα».

Άκουγε κάποιον να φωνάζει λες και βρισκόταν στην άκρη ενός τεράστιου τούνελ. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του αλλά ο πονοκέφαλος ήταν τόσο δυνατός που του είχε θολώσει την όραση. Προσπάθησε πιο έντονα μέχρι που είδε το περίγραμμα ενός ανθρώπου. Έκλεισε και ξανάνοιξε τα μάτια του για να καθαρίσουν. Ο Αλέξανδρος στεκόταν πάνω από το κεφάλι του.

«Έβλεπες εφιάλτη και φώναζες»,  συνέχισε να του λέει. «Έλα σήκω, έχω παραγγείλει πρωινό και πεινάω σαν λύκος».

«Θεέ μου, ήταν τόσο ζωντανό», μονολόγησε ο Χρήστος, καθώς προσπαθούσε να συγκροτήσει τις σκέψεις του μέσα στο μυαλό του που το ένιωθε σαν πηχτό πουρέ.

Ανασηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Άφησε το κεφάλι του να στηριχθεί στα δυο του χέρια για να συνέλθει. Σίγουρα κάτι έκρυβε το όνειρο που είχε δει κι έπρεπε να το αποκρυπτογραφήσει. Ένα δυνατό κύμα φόβου τον κατέκλυσε.

Ο Αλέξανδρος είχε παραγγείλει δυο τεράστιες ομελέτες γεμιστές με τυρί και μπέικον, φυσικό χυμό πορτοκαλιού και κέικ σοκολάτας. Μετά τη χτεσινή κραιπάλη και το ξυλοφόρτωμα, ένα τέτοιο πρωινό ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν. Ο Χρήστος αφού έφαγε με δυσκολία τη μισή ομελέτα από το πιάτο του και τσίμπησε λίγο από το κέικ, κοίταξε τον Αλέξανδρο μέσα στα μάτια. Έπρεπε να βγάλει όλο αυτό το βάρος που τον έπνιγε κι έτσι του αφηγήθηκε το όνειρο που έβλεπε λίγη ώρα πριν. Ο Αλέξανδρος έδειχνε εντυπωσιασμένος με την αληθοφάνεια των όσων άκουγε από το στόμα του φίλου του. Κοίταξε όμως το ρολόι του και κατάλαβε πως η ώρα δεν τους έπαιρνε για περαιτέρω ανάλυση. Ανέβηκαν γρήγορα στο δωμάτιο, πήραν τα πράγματα που χρειάζονταν κι έφυγαν για τον γλωσσολόγο. Ο Χρήστος, φανερά επηρεασμένος από το όνειρο, κοιτούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον ουρανό, μήπως και το όνειρό του έβγαινε αληθινό.

Η διαδρομή ήταν ίδια ακριβώς με το όνειρό του. Ακόμα και η πολυκατοικία που στεγαζόταν το γραφείο του καθηγητή. Και το γραφείο του, επίσης. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Πως μπορούσε να γνωρίζει τόσο καλά μια περιοχή που ποτέ ξανά δεν είχε επισκεφτεί στη ζωή του. Κι όμως, όλα αυτά τα είχε δει πριν λίγες ώρες στον ύπνο του χωρίς καν να γνωρίζει την ύπαρξή τους. Και τώρα έστεκαν ξεκάθαρα κι ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του. Λες και οι εικόνες από τον εφιάλτη του είχαν πάρει σάρκα και οστά. Έφτασαν μπροστά στην ίδια πόρτα. Ακόμα και το πόμολο είχε εκείνο το ανεπαίσθητο ίχνος σκουριάς στην αριστερή του άκρη. Το χέρι του έμεινε μετέωρο πριν χτυπήσει. Έτρεμε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και χτύπησε στην πόρτα. Δεν απάντησε κανείς. Ο Αλέξανδρος του έκανε νόημα να μπουν. Το γραφείο του ήταν ακριβές αντίγραφο με εκείνο στο όνειρό του. Μόνο που ο άντρας που είχε απέναντί του δεν ήταν ο πατέρας του. Ο Δημοσθένης Αντύπας ήταν ένας κοντός άντρας με τεράστια γυαλιά. Τα ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι του, η μεγάλη μύτη και τα τεράστια μάτια του, τον έκαναν να δείχνει σαν καρτούν.

«Καλημέρα σας κύριε Αντύπα».

Ο Αλέξανδρος εισέβαλε σχεδόν στο γραφείο του καθηγητή και με προτεταμένο χέρι κι ένα τεράστιο χαμόγελο τον χαιρέτησε.

«Καλώς τα παιδιά. Σας περίμενα. Μα τι βλέπω; Είχατε κάποιο ατύχημα;».

Ο καθηγητής χάζευε πίσω από τα παραμορφωτικά γυαλιά του τα σημάδια στα πρόσωπα των δύο νεαρών.

«Μια κακή στιγμή, μη δίνετε σημασία», βιάστηκε να απαντήσει ο Αλέξανδρος, για να μην αφήσει τον Χρήστο να πει κάτι που δεν άρμοζε της στιγμής εκείνης.

«Λοιπόν, μου φέρατε την περγαμηνή;».

Ο Αλέξανδρος έκανε νόημα στον Χρήστο που είχε παγώσει παρατηρώντας τον χώρο τριγύρω. Με αμήχανες, σχεδόν άγαρμπες, κινήσεις έβγαλε από το σακίδιό του την περγαμηνή και την έδωσε στον γλωσσολόγο. Εκείνος με ιδιαίτερο θαυμασμό και μια έντονη λάμψη στα μάτια, έπιασε το χαρτί λες και κρατούσε κάποιον πολύτιμο, ανεκτίμητο θησαυρό. Με πολύ απαλές κινήσεις ξεδίπλωσε το ευαίσθητο χαρτί και ενθουσιασμένος το εξέτασε απ’ όλες τις πλευρές με έναν μικρό φακό που βρισκόταν στο γραφείο του. Κάποια στιγμή η μορφή του συννέφιασε καθώς διάβαζε το Λατινικό κείμενο.

«Μα αυτό… αυτό είναι μια αρχαία επίκληση σε δαίμονα. Και μάλιστα πολύ επικίνδυνη. Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να διαβαστεί δυνατά», εξήγησε στους δύο νέους.

«Τότε θα πρέπει να σας χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη μιας και μας προλάβατε προτού κάνουμε κάποια ανοησία. Αν και δεν ξέρουμε λατινικά», χαμογέλασε ο Αλέξανδρος.

Ο Χρήστος δάγκωσε το κάτω χείλος του. Η επίκληση στον δαίμονα είχε ήδη γίνει αλλά ακόμα οι συνέπειες δεν είχαν έρθει. Ή μήπως είχαν. Για μια ακόμα φορά σκέφτηκε όσα είχε δει στο όνειρο.

«Γνωρίζετε σε ποιόν δαίμονα αναφέρεται;», ρώτησε αμέσως ο Χρήστος, καταπίνοντας τον κόμπο που του έφραζε τον λαιμό.

Ο καθηγητής σηκώθηκε από το γραφείο του και πήγε στη βιβλιοθήκη δεξιά του που καταλάμβανε ολόκληρο τον τοίχο του δωματίου. Έπιασε ένα τεράστιο βιβλίο, σαν εκείνο που είχε ο Χρήστος στο Ναύπλιο, και το ξεφύλλισε.

«Μάλιστα! Λοιπόν, το βιβλίο εδώ μας λέει πως η επίκληση ανήκει σε έναν δαίμονα με ρίζες από τη Ρουμανία. Ζμέου είναι το όνομά του», τους επιβεβαίωσε ο καθηγητής.

«Κι η σφραγίδα που βρίσκεται στην άκρη της περγαμηνής; Μπορείτε να μας πείτε κάτι γι’ αυτήν;», συνέχισε να ρωτάει ο Χρήστος, που η καρδιά του ακουγόταν πλέον στον λαιμό του.

Ο γλωσσολόγος κοίταξε πάλι το χαρτί με τον τεράστιο μεγεθυντικό φακό κι άρχισε να εξετάζει τη μισοκαμμένη σφραγίδα του ερπετού.

 «Δεν έχω κάποια ολοκληρωμένη άποψη αυτή τη στιγμή γιατί δεν είναι ευδιάκριτο όλο το σύμβολο. Με περισσότερη μελέτη όμως είμαι σίγουρος πως θα βρεθεί η λύση».

Η συζήτηση συνέχισε με το υπόλοιπο κείμενο, εκείνο με τα έντονα πορφυρά γράμματα. Τα παιδιά ενημέρωσαν τον καθηγητή για τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκαν μπροστά τους τα μισοσβησμένα γράμματα, μετά την επαφή του χαρτιού με το αίμα της Φανής. Εμβρόντητος ο Δημοσθένης Αντύπας από τα λεγόμενα των παιδιών ανακάθισε στην πολυθρόνα του. Η αναφορά του αίματος πάνω στο χαρτί κι η εμφάνιση του κειμένου με τον συγκεκριμένο τρόπο έδωσε άλλη διάσταση στα πράγματα κι αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια του. Ύστερα από όσα άκουσε ο καθηγητής χάθηκε στον δικό του κόσμο. Άρχισε να πηγαινοέρχεται, να ψάχνει, να σημειώνει, να ταξιδεύει στις σκέψεις και τις γνώσεις του, αδιαφορώντας για την ύπαρξη των δύο νεαρών στον χώρο. Για αρκετή ώρα στεκόταν μπροστά στην τεράστια βιβλιοθήκη του, κατεβάζοντας τεράστιους τόμους τον έναν μετά τον άλλον κι ακόμα περισσότερα βιβλία, πιο μικρά. Τα τοποθέτησε όλα αυτά στο γραφείο του δίπλα στην περγαμηνή. Άναψε μια ειδική λάμπα, περίπου σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι δερματολόγοι για να εξετάζουν την επιφάνεια του δέρματος ή το τριχωτό της κεφαλής. Την κατέβασε με μια απότομη κίνηση κοντά σε εκείνο το αιωνόβιο χαρτί. Αριστερά και δεξιά του είχε ανοίξει όλα τα βιβλία. Το κεφάλι του ανά δευτερόλεπτα γύριζε δεξιά κι αριστερά, κάνοντας συγκρίσεις όσων έβλεπε. Ήταν αναμφίβολο πως η γραφή του αιματοβαμμένου κειμένου ήταν η Κυριλλική. Το κείμενο δύσκολα μεταφραζόταν διότι είχε αλλοιωθεί αρκετά με το πέρασμα του χρόνου. Ο Αντύπας βέβαια είχε αναγνωριστεί από πολλά γλωσσολογικά ινστιτούτα παγκωσμίως ως ο καλύτερος του είδους. Παρόλη όμως εκείνη την εμπειρία που του βάραινε τις πλάτες, δυσκολευόταν αρκετά. Χρειάστηκε πάνω από μια ώρα ώστε να μεταφράσει ένα κείμενο επτά σειρών. Ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος κάθονταν υπομονετικά και περίμεναν το πόρισμά του.

«Έχουμε λοιπόν μπροστά μας τις οδηγίες για την επίκληση ενός δαίμονα, του οποίου το όνομα είναι Ζμέου, όπως ανέφερα και νωρίτερα. Ο δαίμονας αυτός έχει να κάνει με τη Ρουμάνικη μυθολογία. Συγκεκριμένα αναφέρεται πως έχει τη δυνατότητα να σχηματίζει κάθε είδους όπλο, ώστε να μπορεί εύκολα να βγάλει από τη μέση τον αντίπαλό του. Η μορφή μοιάζει με αυτή του δράκου…».

Τα λεγόμενα του καθηγητή μέχρι στιγμής ταίριαζαν απόλυτα σε όσα είχαν ανακαλύψει και μόνοι τους. Μέχρι και για τη μορφή του δράκου που είχε αναφέρει έντρομη η Φανή.

«Δράκος ε;». Πετάχτηκε ο Χρήστος από τη θέση του.

«Ναι, αλλά μπορεί να παίρνει και διάφορες άλλες μορφές. Συγκεκριμένα σε κάποιο σημείο της μυθολογίας των Ρουμάνων αναφέρει πως μεταμορφώθηκε σε πουλίγια να κλέψει τα “χρυσά μήλα” από τον κήπο ενός Βασιλιά. Σας θυμίζει κάτι αυτό;».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο Αντύπας κι ο Αλέξανδρος πετάχτηκε σαν ελατήριο κι αυτός από τον καναπέ.

«Τον Ηρακλή και τα χρυσά μήλα από τον κήπο των Εσπερίδων».

Είχε αδυναμία στην Ελληνική μυθολογία.

«Πολύ σωστά», συμφώνησε ο καθηγητής με ένα στραβό χαμόγελο στο στόμα του. «Ας τα πάρουμε όμως λίγο από την αρχή. Κατά τον Φερεκύδη στον γάμο του Δία και της Ήρας, η Γη έφερε ως γαμήλιο δώρο μηλιές που οι καρποί τους ήταν χρυσοί. Η Ήρα ενθουσιασμένη από το δώρο αυτό φύτεψε τις μηλιές στον κήπο των θεών, ο οποίος κήπος προσανατολίζεται κάπου στη χώρα του Άτλαντα. Ο Άτλαντας, ως γνωστόν, ήταν τιμωρημένος από τον Δία και σήκωνε αιωνίως στους ώμους του το βάρος του Ουρανού. Οι κόρες του Άτλαντα μαγεμένες από τους χρυσούς καρπούς έκλεβαν τα μήλα από τον κήπο, γεγονός που ανακάλυψε σύντομα η Ήρα. Γι’ αυτό λοιπόν και ανέθεσε τη φύλαξη τους στις νύμφες Εσπερίδες και στον γιο του Τυφώνα και της Έχιδνας, τον Λάδωνα, ο οποίος ήταν δράκος».

«Όλο αυτό έχει να κάνει με τον δικό μας δράκο;», ρώτησε, ανυπόμονα, ο Χρήστος.

«Μη με διακόπτεις νεαρέ. Θα καταλάβεις στην πορεία. Ένας από τους άθλους του Ηρακλή ήταν να πάρει τους χρυσούς αυτούς καρπούς και να τους προσκομίσει στον Ευρυσθέα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του για τον Κήπο των Θεών, ο Ηρακλής αντιμετώπισε διάφορες δυσκολίες κι εμπόδια. Ένα από αυτά ήταν η απελευθέρωση του Προμηθέα από τα δεσμά του, στον βράχο που ήταν δεμένος. Κατάφερε βέβαια να σκοτώσει και τον αετό που του έτρωγε τα σωθικά. Θυμάστε γιατί είχαν δέσει τον Προμηθέα εκεί;».

Ο καθηγητής κοίταξε τον Αλέξανδρο στα μάτια που αγκομαχούσε να απαντήσει.

«Γιατί έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την παρέδωσε στους ανθρώπους».

Έδειχνε τόσο ενθουσιασμένος ο Αλέξανδρος με όσα άκουγε και τόσο πωρωμένος με τις γνώσεις που διέθετε ώστε θα μπορούσε άνετα να σκοτώσει οποιονδήποτε ήθελε να παρεμβάλει στην επίδειξη τους προς τον καθηγητή.

«Ακριβώς. Μία λοιπόν από τις εκδοχές του μύθου λέει πως ο Ηρακλής, αφού έσωσε τον Προμηθέα κι έφτασε στον Κήπο των Εσπερίδων, φόνευσε τον Λάδωνα και πήρε τα μήλα για να τα πάει στον Ευρυσθέα στις Μυκήνες».

«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το τι σχέση έχει αυτός ο μύθος με τον δαίμονα που αναγράφεται στην περγαμηνή».

Ο Αλέξανδρος είχε κουραστεί να ακούει πράγματα που ήδη γνώριζε και αδημονούσε να μάθει τη σύνδεση που είχε ο μύθος με το πρόβλημά τους.

«Αγαπητέ κι ανυπόμονε φίλε Αλέξανδρε, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές της Ρουμάνικης Μυθολογίας ο δαίμονας Ζμέου έχει διπλή υπόσταση. Είναι ο δράκος Λάδωνας καθώς κι ο ίδιος ο αετός που κατασπάραζε τα σπλάχνα του Προμηθέα. Οι μηλιές που έκανε δώρο η Γη στην Ήρα ανήκαν στον θεό Ήλιο γι’ αυτό και οι καρποί τους ήταν χρυσοί. Ο Προμηθέας κατατρωγόταν από έναν αετό, ένα πουλί που όπως ανέφερα και πριν, ήταν μια από τις μορφές του Ζμέου. Το ίδιο και ο Λάδωνας, ο δράκος, που πάλι τη μορφή αυτή είχε ο δαίμονας. Λέγεται λοιπόν πως ο θεός Ήλιος, θυμωμένος για την αρπαγή των μήλων και τον θάνατο του δράκου, μεταμόρφωσε τη ψυχή του Λάδωνα σε δαίμονα, όπου θα ερχόταν η στιγμή να πάρει την εκδίκησή του από τους ανθρώπους».

«Με ποιόν τρόπο;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Αυτό ακριβώς λέει η μετάφραση του κειμένου. Με την επίκληση αυτή της περγαμηνής, μπαίνει σε έναρξη ένας μηχανισμός με τον οποίο ο θεός Ήλιος ενεργοποιείται, ανοίγει μια πύλη και περνάει στη γη, οπότε και καίει τα πάντα στο πέρασμά του».

Τα λόγια του Δημοσθένη Αντύπα έγιναν καρφιά στο μυαλό του Χρήστου.

«Το όνειρο», ψέλλισε σχεδόν ξέπνοος ο Χρήστος.

«Θέλετε να πείτε πως εμείς με την επίκληση που κάναμε, κινήσαμε έναν τέτοιο μηχανισμό με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν αυτή τη στιγμή τα πάντα;».

Ο Αλέξανδρος έκανε την ερώτηση, κοιτώντας τον καθηγητή επίμονα μέσα στα μάτια.

«Μα μου είπατε πως δεν κάνατε την επίκληση. Διαβάσατε δηλαδή δυνατά το κείμενο που είναι γραμμένο στα λατινικά;».

Από τις αντιδράσεις τους και την αμηχανία τους ο Αντύπας κατάλαβε πως του είχαν αποκρύψει εξαρχής την αλήθεια. Το χαμόγελό του ήταν λυτρωτικό για την αγωνία τους.

 «Είναι απλώς ένας μύθος αγαπητοί μου. Είναι αστείο να ανησυχείτε για κάτι τέτοιο. Αλήθεια πως έφτασε αυτή η περγαμηνή στα χέρια σας;», ρώτησε ο καθηγητής.

«Μου την άφησε ο πατέρας μου», είπε ο Χρήστος σχεδόν αφηρημένα γιατί είχε στο μυαλό του ακόμα το ζωντανό όνειρο που τον τάραξε το προηγούμενο βράδυ. «Κωνσταντίνος Εμπέογλου, έτσι είναι… ήταν το όνομά του».

Ο καθηγητής δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην ταραχή και τα τελευταία λόγια του Χρήστου. Μόνο το όνομα συγκράτησε.

«Εμπέογλου. Κάτι μου λέει αυτό το όνομα. Με καταγωγή από Κωνσταντινούπολη υποθέτω ε;».

Η ερώτησή του μάλλον ρητορική ήταν αλλά επιβεβαιώθηκε από το θετικό νεύμα του νεαρού.

«Και που βρίσκεται ο πατέρας σου αυτή τη στιγμή νεαρέ μου φίλε; Πως και δεν συνέδραμε στη λύση του προβλήματός σας;».

«Έχει εξαφανιστεί εδώ και είκοσι ένα χρόνια. Σε μια έρευνα που έκανε στη Ρουμανία».

Ο Χρήστος κατέβασε το πρόσωπό του τόσο χαμηλά που φάνηκε να εξαφανίζεται μέσα στο στήθος του.

«Λυπάμαι αγόρι μου. Ώστε έχει εξαφανιστεί;».

Η φωνή του γλωσσολόγου ακούστηκε ψιθυριστή, γεμάτη συμπόνια.

«Ναι. Και μετά από τόσα χρόνια πλέον τον θεωρούμε νεκρό».

Ο Χρήστος εστίασε στο δυνατό φως της λάμπας που έκαιγε στο γραφείο. Η λάμψη της καθρεφτίστηκε στα μάτια του και μέσα από αυτήν είδε να αχνοφαίνεται η μορφή του πατέρα του, η οποία σαν θολή σέπια φωτογραφία υπήρχε στο μυαλό του. Ένα δάκρυ γυάλισε, έτοιμο να χαθεί τόσο απότομα, όσο είχε εξαφανιστεί κι ο πατέρας του. Ο Αλέξανδρος αντιλαμβανόμενος τη δύσκολη θέση του φίλου του, σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον Δημοσθένη Αντύπα κι έφυγαν.

Όσο οδηγούσε ο Αλέξανδρος περιεργαζόταν στο μυαλό του την υπόθεση. Όλα συνδυάζονταν μεταξύ τους κατά ένα περίεργο τρόπο. Ο δαίμονας ή δράκος ή αετός, ο Ήλιος με τα μήλα και τη φωτιά, το γράμμα «Ζήτα» και η ετοιμολογία του που αφορούσε την «πλήττουσα αρχή της σύζευξης των δυνάμεων του Ηλίου», το όνειρο που είδε ο Χρήστος. Τελικά, δεν ήταν απλώς μια κατάσταση βγαλμένη από μύθο αλλά κάτι περισσότερο. Κάτι αρκετά επικίνδυνο. Κι όλα όσα αντιμετώπισαν στο Ναύπλιο σίγουρα δεν ήταν ένας μύθος μα μια πραγματικότητα που βίωναν και μάλιστα πολύ έντονα.

Θα παρέμεναν τη συγκεκριμένη μέρα στην Αθήνα και θα επέστρεφαν στο Ναύπλιο την επομένη το πρωί γιατί ο Αλέξανδρος είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού. Νωρίς το απόγευμα πήγαν για καφέ κάπου στον Κεραμικό, πάντα με την πίεση του Αλέξανδρου, αφού ο Χρήστος το μόνο που ήθελε ήταν να κρυφτεί κάτω από το πάπλωμα του δωματίου τους. Η συζήτηση που ξεκίνησαν αφορούσε όλα όσα έμαθαν από τον Αντύπα. Αναστατωμένοι με τις καινούργιες πληροφορίες προσπαθούσαν να βάλουν τις σκέψεις τους σε μια σειρά. Το κινητό του Αλέξανδρου χτύπησε. Στην τηλεφωνική γραμμή ακούστηκε η αυστηρή φωνή του γλωσσολόγου.

«Ελάτε σας παρακαλώ στο γραφείο μου το συντομότερο δυνατό γιατί προέκυψε κάτι σημαντικό που σας αφορά». Τα λόγια του ήταν κοφτά που τους επέστησε την προσοχή.

Ακουγόταν τόσο ταραγμένος κι ανυπόμονος από το τηλέφωνο που πλήρωσαν γρήγορα τον καφέ τους και κίνησαν πάλι για το Δάσος Χαϊδαρίου. Ο καιρός είχε για μια ακόμα φορά χαλάσει και προμηνυόταν μπόρα. Μέχρι να φτάσουν η μπόρα είχε γίνει καταιγίδα, πλημμυρίζοντας τους δρόμους της Αθήνας και δημιουργώντας θέματα στην κυκλοφορία. Ήταν τόσο δυνατή η καταιγίδα, λες κι ο Θεός είχε ανοίξει τις βρύσες του ουρανού κι έτρεχαν ασταμάτητα.

Μέχρι να μπουν στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το γραφείο του καθηγητή, είχαν γίνει μούσκεμα. Ο Αλέξανδρος τίναξε τα ολόμαυρα μαλλιά του δυνατά, ώστε να φύγει όσο περισσότερο νερό γινόταν κι ο Χρήστος σκούπισε το πρόσωπό του με το μανίκι του. Κοιτάχτηκαν και γέλασαν λίγο με την εμφάνισή τους. Αμέσως μετά ανέβηκαν γρήγορα στον δεύτερο όροφο και τότε είδαν την πόρτα εισόδου ολάνοιχτη. Ο Χρήστος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Εκείνο το κακό προαίσθημα ξαναγύρισε ακόμα πιο έντονο.  Προχώρησαν με προσεκτικές κινήσεις μέσα. Η πόρτα του γραφείου του καθηγητή ήταν κλειστή. Ο Αλέξανδρος χτύπησε μα δεν πήρε καμία απάντηση. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν με τον Χρήστο κι ο ένας ένιωσε τον τρόμο του άλλου. Έσπρωξαν λίγο κι πόρτα κινήθηκε. Ήταν ξεκλείδωτα. Αποφάσισαν να μπουν. Με το που άνοιξαν, το θέαμα που αντίκρισαν θα τους συντρόφευε στο υπόλοιπο της ζωής τους. Ο καθηγητής Δημοσθένης Αντύπας βρισκόταν καρφωμένος απέναντι, πάνω από το γραφείο του, σε σχήμα “Χ”. Είχαν στερεώσει με μια τεράστια ατσάλινη πρόκα το κεφάλι του στον τοίχο και γύρω του είχαν ζωγραφίσει με το αίμα του ακτίνες. Τα χέρια του και τα πόδια του, τα είχαν διαπεράσει με τεράστια επίσης καρφιά. Στον λαιμό του έχασκε ένα άνοιγμα από μαχαίρι και μια λίμνη αίματος βρισκόταν ακριβώς κάτω από το άψυχο σώμα. Ο Αλέξανδρος πισωπάτησε και κοίταξε τον Χρήστο μέσα στα μάτια. Εκείνος είχε παγώσει. Το βλέμμα του ήταν απλανές, θολό, άδειο. Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπό του. Για μια στιγμή πίστεψε πως ο φίλος του θα λιποθυμούσε αλλά τελικά τον είδε να κινείται ελάχιστα. Ο Χρήστος δεν είχε ξαναδεί πτώμα στη ζωή του και μάλιστα σε μια τέτοια αποκρουστική κατάσταση. Τρικλίζοντας, σύρθηκε προς τον τοίχο έτοιμος να αδειάσει το στομάχι του. Ο Αλέξανδρος έτρεξε προς το μέρος του, τον έπιασε από τους ώμους και τον γύρισε. Ένιωσε τη γροθιά του στο πρόσωπό του. Ο Χρήστος έπιασε το πονεμένο σαγόνι του και τον κοίταξε με απορία.

«Αν ξεράσεις θα αφήσουμε στοιχεία. Δεν είμαστε για μπλεξίματα».

Ευθύς αμέσως έτρεξε στην πόρτα κι άρχισε να σκουπίζει με το μανίκι του τα αποτυπώματα που είχαν αφήσει τα χέρια τους. Ο Χρήστος τον πλησίασε ζαλισμένος από το θέαμα και τη γροθιά.

«Πρέπει… πρέπει να καλέσουμε γρήγορα την αστυνομία», ψέλλισε, νιώθοντας πάλι αναγούλα.

Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια.

«Δεν νομίζω πως θα ήθελες να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Πρέπει πρώτα να ψάξουμε τα χαρτιά του για να ανακαλύψουμε τον λόγο που μας κάλεσε κι ύστερα να φύγουμε τρέχοντας».

«Τι λες Αλέξανδρε; Θα μείνουμε σε ένα χώρο με ένα πτώμα σ’ αυτή τη κατάσταση; Αν μπει κανείς και μας δει, θα μας κατηγορήσει. Φάσκεις κι αντιφάσκεις τελικά».

«Κανείς δεν θα μπει», είπε ο Αλέξανδρος κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα του γραφείου με τον αγκώνα του, διπλοκλειδώνοντάς την, έχοντας τραβήξει τη βρεγμένη μπλούζα του στο χέρι του σαν άλλο γάντι. Ύστερα κοίταξε τον χώρο ερευνητικά. Στην άκρη του στόματός του σχηματίστηκε ένα χαμόγελα.

«Τελικά είμαστε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας», συνέχισε να λέει. Έτρεξε προς τη βιβλιοθήκη όπου υπήρχε ένα κουτί με γάντια μιας χρήσης. Με την άκρη των δαχτύλων του τράβηξε δύο και τα πέταξε στον Χρήστο. Ύστερα φόρεσε τα δικά του.

Με τρεμάμενα, γαντοφορεμένα χέρια άρχισαν να ψάχνουν μέσα στον ωκεανό των εγγράφων που βάραιναν το γραφείο του Δημοσθένη Αντύπα.

«Ποιοί να τον σκότωσαν άραγε και γιατί;».

Η απορία ήρθε σαν εμετός στο στόμα του Αλέξανδρου.

«Οι ζωγραφισμένες ακτίνες με αίμα γύρω από το κεφάλι του δεν σου θυμίζουν τίποτα; Πρέπει να ήταν αυτοί που μας κυνήγησαν χτες το βράδυ. Είμαστε τυχεροί που δεν καταλήξαμε κι εμείς έτσι. Ένα άρρωστο έκθεμα σαν τον δύστυχο τον καθηγητή».

Ο Αλέξανδρος δεν φαινόταν ότι άκουγε τα λόγια του Χρήστου. Ήταν χαμένος στην παραζάλη του και την ατελείωτη έρευνά του.

«Πριν πάρουμε την αστυνομία πρέπει να καλέσουμε τα κορίτσια. Να τους πούμε να κλειστούν σπίτι μαζί και να προσέχουν».

«Εντάξει, θα πάρουμε την αστυνομία. Από κάποιο καρτοτηλέφωνο στον δρόμο και χωρίς να δώσουμε στοιχεία», ακούστηκε αποφασισμένος ο Αλέξανδρος.

Συνέχισαν να ψάχνουν πάλι τον χώρο. Χιλιάδες σημειώσεις και σχέδια του καθηγητή βρέθηκαν πάνω στο γραφείο του αλλά τίποτα που να τους δείχνει τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό για το οποίο τους είχε καλέσει εκεί. Μέσα σε όλα αυτά τα χαρτιά υπήρχε κι ένα σημειωματάριο από το οποίο είχε σκιστεί το πρώτο φύλλο. Ο Αλέξανδρος τότε πήρε ένα μολύβι και κρατώντας το διαγώνια άρχισε να μουτζουρώνει ελαφρά το επάνω χαρτί από το σημειωματάριο κάτω από εκείνο που είχαν σκίσει. Εμφανίστηκε ένα νούμερο, τηλεφώνου μάλλον. Έμοιαζε με αριθμό εξωτερικού. Ο Χρήστος κάλεσε το νούμερο από το κινητό του και περίμενε απάντηση. Ακούστηκε μια αντρική φωνή να μιλάει στα τούρκικα. Ο Χρήστος έστρεψε το βλέμμα στον Αλέξανδρο. Εκείνος του έκανε νόημα να απαντήσει. Απάντησε στα αγγλικά, παρότι ήξερε αρκετά καλά τούρκικα λόγω καταγωγής. Η φωνή δεν άργησε να αποκριθεί και ζήτησε να μάθει το όνομά του. Ο Χρήστος ασυναίσθητα και δίχως να το σκεφτεί λογικά του είπε το ονοματεπώνυμό του. Αμέσως η γραμμή έκλεισε. Εκείνος έμεινε να κοιτάει με απορία τη συσκευή. Κάλεσε ξανά το ίδιο νούμερο αλλά δεν το σήκωσε κανείς. Την επόμενη φορά που πήρε βγήκε μήνυμα στην τούρκικη γλώσσα. Κατάλαβε πως είχε απενεργοποιηθεί το κινητό του αγνώστου. Δίπλωσε το χαρτάκι με το νούμερο και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του. Ο Αλέξανδρος του έκανε νόημα να φύγουν.

Διαγώνια απέναντι από το κτήριο όπου στεγαζόταν το γραφείο του καθηγητή υπήρχε ένα μικρό πάρκο όπου στην άκρη του έστεκε ένα παλιό καρτοτηλέφωνο. Πήγαν εκεί και κάλεσαν την αστυνομία. Έκλεισαν δίχως να δώσουν τα στοιχεία τους. Περίμεναν λίγο. Σε δέκα λεπτά είχαν κατακλύσει τη γειτονιά περιπολικά, ασθενοφόρα, ανακριτές, ιατροδικαστές κι ό,τι είχαν δει σε αστυνομικές ταινίες, παρόμοιων περιπτώσεων. Ένας αστυνομικός μιλούσε με τα αγόρια και κάποιοι άλλοι με τους γείτονες της περιοχής. Εντωμεταξύ, η βροχή είχε μετατραπεί σε κατακλυσμό. Ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος ήταν κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα του πάρκου. Ευτυχώς είχαν παρκάρει πιο μακριά και μπορούσαν να φύγουν δίχως να τους πάρουν είδηση. Μετά από λίγο αυτό έκαναν. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το ξενοδοχείο ο Χρήστος κάλεσε τη Φανή. Προσπάθησε να είναι όσο το δυνατόν πιο ήσυχος κι ήρεμος την ώρα που της μιλούσε. Δεν της ανέφερε τη δολοφονία του καθηγητή και το αποκρουστικό θέαμα που αντίκρισαν. Ο Χρήστος συμβούλεψε τη Φανή να μην αφήσει ούτε λεπτό από την προσοχή της την ανιψιά του την Αγνή και να κλειδωθούν στο σπίτι. Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να ηρεμήσει τη Ζωή που άρχισε να κλαίει, συστήνοντάς της να ακυρώσει τα μαθήματα της και να πάει στο σπίτι της Φανής.

Η Ιερά οδός είχε πλημμυρήσει από τη νεροποντή. Μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο τους, πέρασε σχεδόν μια ώρα. Στο αυτοκίνητο υπήρχε νεκρική σιωπή. Οι δυνατές στάλες της βροχής μιλούσαν με τον τρόπο τους. Μέσα σε τόσο μικρό διάστημα έγιναν τόσα πολλά που δεν τα χωρούσε ο νους τους. Ο Χρήστος κοιτούσε τα ρυάκια που αυλάκωναν το τζάμι του αυτοκινήτου. Κάθε ρυάκι και μια ακόμα αναπάντητη ερώτηση. Ποιός ήταν αυτός που με το άκουσμα του ονόματός του έκλεισε το τηλέφωνο; Ποιοι γνωρίζουν γι’ αυτόν; Ξέρουν για την ανάμιξή του στην υπόθεση του δαίμονα και της περγαμηνής; Μήπως ο γλωσσολόγος είχε ανοίξει το στόμα του; Έψαχνε τις απαντήσεις, θωρώντας τα μαύρα, απειλητικά σύννεφα του Αττικού ουρανού. Ακόμα κι ο ουρανός δεν είχε τη διάθεση να του εξηγήσει.

Ο Αλέξανδρος από την άλλη σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο είχαν σκοτώσει τον καθηγητή. Θεωρούσε ότι ήταν ένα είδους μήνυμα. Μάλλον απειλητικό.

«Αλέξανδρε, νομίζω πως πρέπει να τα παρατήσουμε. Κινδυνεύουμε», έσπασε τη σιωπή ο Χρήστος. Γνώριζε όμως καλά πως στο σημείο που είχαν φτάσει δεν υπήρχε γυρισμός. Και να τα παρατούσαν οι ίδιοι, δεν θα γλίτωναν από τον κίνδυνο που καραδοκούσε εκεί έξω. «Φοβάμαι πως έχουμε θέσει σε κίνδυνο τη ζωή αθώων ανθρώπων, οι οποίοι δεν φταίνε σε τίποτα».

«Μιλάς για τον καθηγητή;», ρώτησε ο Αλέξανδρος, αγνοώντας το ένστικτό του που του φώναζε πως δεν αναφερόταν σε αυτόν αλλά στα οικεία τους πρόσωπα.

«Δυστυχώς για αυτόν πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Για τη Φανή και τη Ζωή όμως μπορούμε. Για χάρη τους πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Και το σημαντικότερο, η Αγνή. Ένα αθώο πλάσμα δεν πρέπει να κινδυνέψει για τη δική μας την περιέργεια».

Ο φόβος του επιβεβαιώθηκε από τα λόγια του Χρήστου.

«Δεν είναι μια απλή περιέργεια Χρήστο και το ξέρεις. Είναι κάτι παραπάνω. Κάτι πάνω από μας. Αν δεν το λύσουμε, νομίζω ότι θα πάρει μεγαλύτερες εκτάσεις. Πρέπει όμως να το μελετήσω πρώτα για να σου πω τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου. Θέλω λίγο χρόνο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πολλά πράγματα εξαρτώνται πλέον από εμάς και τους χειρισμούς μας».

Για άλλη μια φορά ο Χρήστος ένιωσε έρμαιο των καταστάσεων. Είχε φτάσει σε ένα αδιέξοδο όπου η μοίρα τον προκαλούσε να αντιδράσει. Ενώ εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν μια ήρεμη ζωή. Μια φυσιολογική ζωή. Δεν θα την είχε.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο κι ανέβηκαν στο δωμάτιο τους. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να βεβαιωθούν πως τα αγαπημένα τους πρόσωπα στο Ναύπλιο ήταν καλά. Εξασφαλίζοντας λοιπόν με κάποιο τρόπο την ηρεμία τους, έκαναν μπάνιο, τσίμπησαν κάτι πρόχειρο και ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους. Ο Αλέξανδρος αφοσιώθηκε στο διαδίκτυο με τον φορητό υπολογιστή του. Άρχισε να ψάχνει ο,τιδήποτε αφορούσε την όλη κατάσταση, μήπως βρει κάποια άκρη. Ο Χρήστος έπεσε στο κρεβάτι, διπλωμένος σε εμβρυακή στάση, σαν μωρό που αναζητά θαλπωρή και προστασία. Δεν μπορούσε να αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Ο νους του έτρεχε στα γεγονότα που διαδραματίζονταν με αστραπιαίους ρυθμούς τις τελευταίες μέρες. Περνούσαν σαν ταινία μέσα στο μυαλό του. Ταινία τρόμου. Για μια ακόμα φορά θυμήθηκε τη φωνή από το τηλέφωνο στην Τουρκία. Ίσως αυτός να ήταν η λύση. Θα έπρεπε να ανακαλύψουν ποιός ήταν. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος σκέφτηκε την κοπέλα από τα Ιωάννινα. Με τη μορφή της αποκοιμήθηκε.

 

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ κεφάλαιο 2

ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Κεφάλαιο 2

Χρήστος

 

Ξημέρωσε και το Ναύπλιο ήταν μουντό κι άχρωμο.  Βαριά και μαύρα σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό. Το Παλαμήδι, ακλόνητος φρουρός αιώνων, έστεκε γκρίζο και μελαγχολικό όπως ακριβώς και η διάθεση των παιδιών. Το πρωί βρήκε τη Φανή στο φροντιστήριό της στο Άργος και τη Ζωή στη σχολή χορού για κάποιες καθημερινές εκκρεμότητες. Ο Χρήστος οδηγούσε με τη μηχανή του στην Ασκληπιού. Ο δροσερός αέρας διαπερνούσε τις ξεφτισμένες τρύπες του τζιν του. Έδειχνε μικρότερος από τα είκοσι οκτώ του χρόνια αλλά τη στιγμή εκείνη αισθανόταν εξαντλημένος κι αυτό ήταν αρκετά ευδιάκριτο. Οι μικροί μαύροι κύκλοι κάτω από τα γκριζογάλανα μάτια του αποτελούσαν την απόδειξη της ψυχικής του κατάστασης. Ο αέρας από την ταχύτητα πάνω στη μηχανή ήταν αναζωογονητικός. Από πάντα το στοιχείο του αέρα ήταν λυτρωτικό για τον Χρήστο.

Ο Αλέξανδρος τον περίμενε στο αυτοκίνητό του.  Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Σκέτο, έτσι τον προτιμούσε. Πίεσε με το δάχτυλό του και τα ερτζιανά άρχισαν να τρέχουν στην οθόνη. Σταμάτησε σε κάποιο από αυτά για να ακούσει τον καιρό. Καταιγίδα έπληττε από το πρωί την πρωτεύουσα κι οι συγκοινωνίες διεξάγονταν με ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν σίγουρο ότι θα καθυστερούσαν. Συννέφιασε το πρόσωπό του. Ο Χρήστος εμφανίστηκε στην άκρη του δρόμου. Παρατήρησε το ευθυτενές και καλοσχηματισμένο σώμα του φίλου του, που μόλις πάρκαρε την μηχανή του. Η όψη του θύμιζε ημίθεο. Του χαμογέλασε καθώς είδε να βγάζει το κράνος του και του έκανε νόημα να βάλει τα backpack του στο πορτ-μπαγκάζ. Παρέμενε όμορφος ακόμα και με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα βλέφαρά του. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι ο Αλέξανδρος έβαλε μπροστά. Ο Χρήστος φαινόταν πως δεν είχε διάθεση για συζήτηση.

Στο ύψος των Μυκηνών χτύπησε το κινητό του Αλέξανδρου.  Ήταν η Ζωή.

«Έλα καλημέρα! Ναι, ξεκινήσαμε. Εντάξει θα προσέχουμε. Το ξέρω πως έχει παλιόκαιρο. Ζωή, κόφτο! Όπου θέλω θα πάω και ό,τι ώρα θέλω να κοιμηθώ. Παράτα με! Γεια σου! Ναι, θα στο κλείσω».

Ο Αλέξανδρος έκλεισε το κινητό και το πέταξε στο πίσω κάθισμα. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει από τα νεύρα. Από μικρός το πάθαινε αυτό. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον Χρήστο, ο οποίος ήταν ακόμα αμίλητος.

«Με έχει κουράσει αυτή η ανάκριση. Γι’ αυτό δεν μπορώ τις δεσμεύσεις. Με πνίγουν. Ζηλεύει χωρίς λόγο», συνέχισε να του λέει ενώ τα χέρια του έσφιγγαν με δύναμη το τιμόνι.

«Χωρίς λόγο; Σε μένα μιλάς. Ξέρω πόσο παίζει το μάτι σου και το χέρι σου. Δεν είναι υποχρεωμένη να ανέχεται τις απιστίες σου. Θα έρθει η στιγμή που θα τα βροντήξει όλα και θα μείνεις μόνος».

Ο Αλέξανδρος ξεφύσησε. Είχε μάθει με τη μοναξιά του τόσα χρόνια. Τον κυνηγούσε, σαν σαρκοβόρο. Ήξερε καλά την αιτία του άστατου χαρακτήρα του. Ήταν χαραγμένη βαθιά στην καταπατημένη ψυχή του. Κάθε φορά που βουτούσε στα μολυσμένα νερά της, έβγαινε άρρωστος, περισσότερο μόνος. Δεν ήταν η στιγμή όμως για τέτοιες βουτιές. Έπρεπε να αλλάξουν θέμα συζήτησης.

«Πες μου πως βρήκες την περγαμηνή».

Τελικά η προσπάθειά του απέβη μάταια. Η ματιά του Χρήστου ήταν κατακεραυνωτική.

«Εντάξει, έχεις δίκιο και δεν έχω λόγο να αντικρούσω αυτά που μου λες. Έχω το γνώθι σ’ αυτόν και θέλω, μάλλον απαιτώ από τους άλλους να με δέχονται όπως είμαι», συνέχισε να λέει ο Αλέξανδρος.

«Η Ζωή είναι καλός άνθρωπος. Σε αγκάλιασε με την αγάπη της. Πληγώνεται εύκολα όμως γιατί είναι ευαίσθητη. Δεν αξίζει την περιφρόνησή σου».

Κάθε φορά που μιλούσαν για τις συναισθηματικές ανοησίες του Αλέξανδρου, ο Χρήστος παρατηρούσε μια θλίψη να ζωγραφίζεται αμυδρά στο άκαμπτο πρόσωπο του φίλου του. Μια θλίψη που σίγουρα προερχόταν από κάτι το σκοτεινό, το ακανθώδες. Δεν είχε δικαίωμα να τον πιέσει για να του το αποκαλύψει. Ο χρόνος θα το φανέρωνε μονάχος του.

«Έχεις απόλυτο δίκιο. Δεν φταίει η Ζωή. Εγώ φταίω. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θέλω να τη χάσω. Δεν θέλω να μιλάω όμως άλλο για αυτό. Πες μου σε παρακαλώ για την περγαμηνή».

Ο Χρήστος κατέβασε το βλέμμα, έκλεισε τα μάτια κι άπειρες εικόνες γέμισαν το μυαλό του.

Μετά την εξαφάνιση του πατέρα του τον κυρίευσε η άρνηση και η μελαγχολία. Για πολλά χρόνια ήταν αντιδραστικός απέναντι στην μητέρα του μέχρι που τελικά την έχασε. Ήταν μόλις εφτά ετών όταν έμαθε για την εξαφάνιση. Όλα εκείνα τα χρόνια είχε τον πατέρα του σαν πρότυπο στα παιδικά του μάτια κι ο χαμός του αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα γι’ αυτόν. Όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και κοινωνικά. Στο σχολείο άρχισαν να τον αποκαλούν ορφανό και «κακόμοιρο». Τον έκαναν να αισθάνεται ευνουχισμένος. Ήθελε να φύγει, να εξαφανιστεί. Ακούγοντας όλα αυτά το μόνο που κατάφερνε να κάνει ήταν να κατεβάζει το κεφάλι χαμηλά κι ιδιαίτερα κάθε φορά που οι συμμαθητές του περνούσαν από δίπλα μαζί με τους γονείς τους. Και η κλειστή κοινωνία μιας επαρχίας δεν ήταν και η καλύτερη λύτρωση. Χιλιάδες ευρηματολογίες άκουσε από κουτσομπολιά για τον χαμό του πατέρα του. Πολλοί έλεγαν πως ήταν αλλοπαρμένος κι έψαχνε ανύπαρκτα όντα και πως, ό,τι ιστορίες διηγούταν, ήταν μυθοπλασίες. Με λίγα λόγια του είχαν κολλήσει την ταμπέλα του τρελού. Όλα αυτά έγιναν αγκάθια στην ψυχή του. Τα μάζευε μέσα του και δεν είχε το θάρρος να αντιδράσει και να ξεσπάσει.

Έχασε τη μητέρα του σε ηλικία δεκαπέντε ετών κι έμεινε υπό τη φροντίδα και την προστασία της αδελφής του, η οποία μόλις είχε πατήσει τα δεκαεννέα. Ευτυχώς η περιουσία του πατέρα τους ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μπορέσει να τους κρατήσει στη ζωή χωρίς να καταφύγουν σε άλλες λύσεις πιο ακραίες.

Το πέρασμά του στην εφηβεία τον έκανε εσωστρεφή και κλειστό άνθρωπο. Δεν είχε παρέες. Μόνη του ευχαρίστηση ήταν το διάβασμα βιβλίων και η συλλογή παλιών αντικειμένων, μεγάλης ή μη αξίας. Το δωμάτιο του είχε γίνει αποθήκη κάθε λογής αντίκας. Μόνιμος καυγάς με την αδελφή του ήταν να πετάξει αυτές τις παλιατζούρες. Κάποια φορά είχε καταφέρει η Φανή να μπει στο δωμάτιο του και να ξεφορτωθεί μερικά μικροπράγματα. Έκανε να της μιλήσει δύο εβδομάδες, παρόλο που τα βρήκε, ψάχνοντας για ώρες στα σκουπίδια.

Όταν ενηλικιώθηκε και τελείωσε το σχολείο, έφυγε για σπουδές στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που ένιωσε ελεύθερος. Όχι πως δεν αγαπούσε την αδελφή του αλλά ήθελε να ξεφύγει από τη φυλακή της επαρχίας που τον κρατούσε πίσω και του στερούσε την εξέλιξη και την ελευθερία του. Εξάλλου κι η Φανή θα είχε τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τις σπουδές της πάνω στη φυσική, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου και είχε περάσει. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα μέχρι τότε γιατί φρόντιζε τον αδελφό της. Η Αθήνα για τον Χρήστο δεν αποτελούσε χρυσό κλουβί, όπως το Ναύπλιο. Δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν και έκανε ό,τι ήθελε.

Είχε μπει στη σχολή συντηρητών έργων τέχνης. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν είχε κάποιο δικό του σπίτι στην Αθήνα. Έτσι για λίγο καιρό αναγκάστηκε να φιλοξενείται από ένα συγγενικό πρόσωπο. Ένα εμπόδιο που σύντομα έπρεπε να καταρρίψει ώστε να φτάσει στον απόλυτο στόχο του. Να μείνει μόνος. Κάθε μέρα έψαχνε στις εφημερίδες σε αγγελίες ανεύρεσης εργασίας. Έτσι πολύ σύντομα έπιασε δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να νοικιάσει μια φθηνή γκαρσονιέρα στο Παγκράτι.

Είχε έρωτα με τη δουλειά του στο βιβλιοπωλείο. Πολλές ήταν οι φορές που έπαιρνε κάποιο βιβλίο, ανέβαινε στον Λυκαβηττό και διάβαζε με τις ώρες. Η αίσθηση του αέρα για τον Χρήστο ήταν ζωή. Συχνά ακροβατούσε πάνω στο πεζούλι δίπλα από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία του Λυκαβηττού. Ο γκρεμός απλωνόταν χαώδης στα πόδια του. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος που μπορούσε να νιώθει τον αέρα να τον διαπερνάει. Με τα μάτια της φαντασίας του μεταμορφωνόταν σε πουλί έτοιμο να πετάξει και να σκίσει τα σύννεφα στη μέση. Πολλές ήταν εκείνες οι φορές που κινδύνεψε να γκρεμοτσακιστεί.

Τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του συνέβη ένα τόσο απρόσμενο όσο και παράδοξο γεγονός, το οποίο στάθηκε η αιτία να αλλάξει για μια ακόμα φορά ολόκληρη η ζωή του. Ήρθε ένα γράμμα για εκείνον στο βιβλιοπωλείο από άγνωστο αποστολέα. ‘Προς Χρήστο Εμπέογλου’ έγραφε ο φάκελος. Έβγαλε το σημείωμα και διάβασε το περιεχόμενο. Το γράμμα έγραφε πως ο πατέρας του είχε αφήσει κάτι για τον ίδιο. Το χαρτί κόντευε να σκιστεί από το τρέμουλο στα χέρια του Χρήστου. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συνεχίσει να διαβάζει παρακάτω. Το γράμμα έλεγε πως πολύ σύντομα θα μάθαινε τον προορισμό που θα ακολουθούσε, για να βρει την κληρονομιά του. Κάτω δεξιά του σημειώματος υπήρχε ένα μικρό σύμβολο. Ένα ερπετό με ακτίνες κυκλικά του κεφαλιού του και τέσσερα σύμβολα γύρω από αυτό. Του κόπηκαν τα πόδια. Για μια ακόμα φορά τον έπιασε εκείνο το τρέμουλο κι έτσι αναγκάστηκε να ζητήσει από τον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου να του δώσει άδεια. Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ζητήσει να φύγει από τη δουλειά του. Ο ιδιοκτήτης δεν δίστασε ούτε στιγμή και τον έστειλε σπίτι του με ταξί που πλήρωσε ο ίδιος. Φτάνοντας, χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματά του χωρίς καν να βγάλει τα ρούχα του. Δεν είχε ούτε τη δύναμη αλλά ούτε τη θέληση να ακολουθήσει τις οδηγίες που θα έστελναν. Το είχε πάρει απόφαση. Θα έσκιζε το γράμμα χωρίς καν να το διαβάσει.

Πέρασε περίπου ενάμιση χρόνος μέχρι να εμφανιστεί το δεύτερο σημείωμα. Βρήκε τον Χρήστο στρατευμένο σε ένα μικρό χωριό έξω από το Διδυμότειχο. Σε ένα εξίσου μικρό στρατόπεδο ξεχασμένο στην πινέζα του χάρτη, όπως συνήθιζαν να λένε οι φαντάροι. Ο γραφέας του πρώτου γραφείου της μονάδας του τον κάλεσε για να του δώσει ένα γράμμα. Ο φάκελος έγραφε μόνο το όνομα του. Ο Χρήστος πανικοβλήθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Παρά την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του πως δεν θα το ανοίξει, δεν άντεξε τελικά. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς άνοιγε τον φάκελο. Μέσα υπήρχε ένα ακόμα σημείωμα με την ίδια σφραγίδα του ερπετού. Ξεδίπλωσε με δυσκολία το χαρτί κι άρχισε να διαβάζει. Στο συγκεκριμένο του έδιναν οδηγίες για να πάει σε μια τοποθεσία στα Ιωάννινα. Η θητεία του τελείωνε σε δύο μήνες και κάτι μέρες. Όσο χρειαζόταν για να αποφασίσει εάν θα πήγαινε τελικά ή όχι. Βασικά αν είχε το θάρρος να πάει.

Το θάρρος το βρήκε κι έτσι έφτασε στα Ιωάννινα δύο μήνες μετά. Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο πάνω στην οδό Σούτσου, τον κεντρικό δρόμο της πόλης των Ιωαννίνων, λίγο πριν το κάστρο. Όλο το βράδυ κοίταζε το σημείωμα. Υπήρχε ένας χάρτης ζωγραφισμένος με το χέρι, δείχνοντας ένα σημείο, λίγο πριν το Μεγάλο Πάπιγκο, το μεγαλύτερο χωριό από τα Ζαγοροχώρια. Ξεκούρασε τα μάτια του, το πολύ για μια ώρα, πριν ξημερώσει. Τα μάτια του άνοιξαν αμέσως με το πρώτο χτύπημα του ρολογιού. Πήρε το σακίδιό του εξοπλισμένο με έναν χάρτη της περιοχής και ναύλωσε ένα αυτοκίνητο. Ξεκίνησε λοιπόν για το Μεγάλο Πάπιγκο. Η ανοιξιάτικη φύση οργίαζε γύρω του. Όλα ήταν πυκνά και καταπράσινα. Ο Χρήστος δεν είχε όμως ούτε τον χρόνο, ούτε τη διάθεση να ασχοληθεί με τις ομορφιές της φύσης εκείνη τη στιγμή. Το μόνο λυτρωτικό γι’ αυτόν ήταν ο καθαρός αέρας που έμπαινε από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου. Ο δρόμος για το χωριό δεν ήταν ο καλύτερος και τα μαθήματα οδήγησης, που είχε κάνει, ελάχιστα.

Με τα χίλια ζόρια έφτασε σε έναν φιδογυριστό δρόμο πριν το χωριό. Σταμάτησε σε ένα άπλωμα κοντά στο σημείο που έδειχνε ο χάρτης. Βγήκε από το αυτοκίνητο κι άρχισε να περπατάει προς τη σχεδιασμένη περιοχή. Βρέθηκε σε μια τεράστια, χρυσοπράσινη αλάνα όπου καμιά δεκαριά άλογα έβοσκαν ελεύθερα γύρω του. Δυνατά ζώα, πανέμορφα, γεμάτα περηφάνια και θάρρος. Όσα ακριβώς δεν διέθετε ο Χρήστος.

Έτρεμε ολόκληρος, όχι από το κρύο, δεν είχε κρύο, αλλά από τον φόβο. Ποιός είχε στείλει εκείνα τα σημειώματα; Γιατί δεν εμφανίζεται; Γιατί έπρεπε ο ίδιος να βρει αυτό που του κληρονόμησε ο πατέρας του και γιατί δεν του το είχαν στείλει; Τι σκοπό είχαν; Επρόκειτο άραγε να τον σκοτώσουν; Όλα αυτά τα ερωτήματα τον βασάνιζαν όση ώρα τα πόδια του βούλιαζαν στο ολοπράσινο χαλί της φύσης. Και μήπως ήξερε τι ήταν αυτό που ζητούσε; Καθώς περπατούσε είδε απέναντι έναν λευκό, διάφανο σχεδόν, καπνό να ανεβαίνει προς τον ουρανό και να διαλύεται. Έτριψε τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του. Όταν τα άνοιξε ο καπνός είχε εξαφανιστεί. Κούνησε το κεφάλι του κι έπεισε τον εαυτόν του πως ήταν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας του. Μάλλον της αϋπνίας του. Περπάτησε προς το σημείο που είδε τη λευκή εκείνη αχνή σκιά. Μια μυρωδιά πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Μια μυρωδιά μυρτιάς. Γνώριζε αυτή τη μυρωδιά γιατί ο πατέρας του είχε φυτέψει δύο τέτοια δέντρα στον κήπο του σπιτιού τους στο Ναύπλιο. Κάθε άνοιξη όλο το σπίτι τους μύριζε μυρτιά. Κοίταξε τριγύρω να βρει από που προερχόταν το άρωμα αλλά δεν υπήρχε κανένα από εκείνα τα πανέμορφα δέντρα. Μόνο χορτάρι, πέτρες κι ακαθαρσίες αλόγων.

Το μάτι του τότε έπεσε πάνω σε ένα μικρό λόφο από πέτρες, στοιβαγμένες μαζί. Δεν έμοιαζε τυχαίο όλο αυτό. Κάτι ήταν θαμμένο κάτω από εκείνες τις πέτρες. Έτρεξε προς το μέρος τους και χωρίς καν να το πολυσκεφτεί άρχισε να τις πετάει μακριά. Σηκώνοντας μια από τις τελευταίες πέτρες, άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Κάτι σερνόταν πάνω στο χορτάρι. Ήταν ένα τεράστιο φίδι. Ο Χρήστος πάγωσε στη θέση του. Το βάρος της πέτρας όμως ήταν μεγάλο και δεν το άντεξε. Του έπεσε από τα χέρια. Με το που τον αντιλήφτηκε το ερπετό όρμησε προς τα πάνω του. Ο Χρήστος με μια απότομη κίνηση απέφυγε το δάγκωμά του αλλά έπεσε στο πλάι ακριβώς πάνω στην πέτρα που του έφυγε από τα χέρια. Τον βρήκε στον ώμο. Αψηφώντας τον πόνο, σηκώθηκε, κρατώντας εκείνη την πέτρα. Με δύναμη την έριξε πάνω στο φίδι και το άφησε άψυχο κάτω από τον πέτρινο φονιά του.

«Ψόφα», φώναξε, αναπνέοντας βαριά. Αμέσως μετά πήγε να ελέγξει τη φωλιά του φιδιού.

Για αρκετή ώρα παραμέριζε ή πετούσε μακριά τις πέτρες και τα κλαδιά της φωλιάς. Μέχρι που κάτι διέκρινε στο βάθος μιας τρύπας. Χωρίς καν να το σκεφτεί έβαλε το χέρι του μέσα στην τρύπα. Κάτι μαλακό ψηλάφισε. Το έπιασε με προσοχή και το τράβηξε προς τα έξω. Ήταν ένα πορφυρένιο, βελούδινο ύφασμα διπλωμένο. Με μεγάλη προσοχή το ξεδίπλωσε. Προς μεγάλη του απογοήτευση βρήκε έναν ακόμα φάκελο. Μέσα σε αυτόν όμως δεν υπήρχε μόνο το σημείωμα αλλά και κάτι ακόμα. Ένα μικρό κλειδί. Ο Χρήστος το κοίταξε με απορία. Άνοιξε πολύ γρήγορα το σημείωμα κι άρχισε να το διαβάζει. Εκείνο έγραφε πως με το κλειδί που βρήκε θα ανοίξει μια θυρίδα της Εθνικής τράπεζας Ιωαννίνων στο όνομα του. Όλα έγιναν ακόμα πιο περίπλοκα. Σημειώματα, φίδια, κλειδιά, τράπεζες. Έβαλε το κλειδί στην τσέπη και κατευθύνθηκε, τρέχοντας σχεδόν, προς το αυτοκίνητο. Ο ώμος του τον σούβλιζε έντονα αλλά ίσως να προλάβαινε την τράπεζα ανοιχτή. Ήταν ήδη μεσημέρι όταν κατέβηκε στα Ιωάννινα. Η απειρία του στην οδήγηση και ο πόνος στον ώμο του τον έκαναν να καθυστερήσει περισσότερο. Η τράπεζα ήταν πλέον κλειστή. Ο Χρήστος κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένος. Έβγαλε δύο παυσίπονα από το σακίδιο του και τα κατάπιε δίχως νερό.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού κατάφερε να περιποιηθεί λίγο τον ώμο του, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στη φωταγωγημένη πόλη των Ιωαννίνων. Κατέβηκε στη λίμνη της κυρά Φροσύνης και περπάτησε δίπλα στο νερό, απολαμβάνοντας το βραδινό υγρό αεράκι. Μια αερή πάχνη αιωρούταν πάνω από τα νερά της λίμνης, κάνοντας την ατμόσφαιρα μυστηριώδη αλλά και ειδυλλιακή. Τα φώτα από τα μαγαζιά τρεμούλιαζαν μέσα στη λίμνη. Ο Χρήστος πήρε μια πλακουτσή πέτρα και την πέταξε πάνω στα ήσυχα νερά. Η πέτρα χτύπησε τρεις φορές την επιφάνεια της λίμνης μέχρι να βουλιάξει. Χαμογέλασε. Θυμήθηκε τον πατέρα του που του είχε δείξει πώς να πετάει έτσι τις πέτρες στο νερό. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Κοίταξε απέναντι τα μαγαζιά. Έσμιξε τα φρύδια. Ένοιωσε την ανάγκη να μπει σε ένα από αυτά. Κάτι σαν ένα κάλεσμα που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Έτσι κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Μπήκε σε ένα μπαράκι για να πιεί μια μπύρα. Δεν ήταν λάτρης του αλκοόλ όμως κάποια ανώτερη δύναμη τον οδήγησε εκεί. Κάθισε στο μπαρ κι αφέθηκε στον ήχο της μουσικής. Προσπάθησε να αδειάσει το κεφάλι του από όλα όσα τον προβλημάτιζαν. Δεν είχε πολύ κόσμο κι ο μπάρμαν ήταν ευγενικός και πρόθυμος για συζήτηση. Με τα ανέκδοτα και την καλή διάθεση του τύπου πέρασε η ώρα λίγο ευχάριστα.

Ο Χρήστος είχε αφεθεί στη μουσική, το αλκοόλ και τη συζήτηση με τον μπάρμαν. Κάποια στιγμή ένοιωσε ένα ρίγος στην πλάτη. Άκουσε το τρίξιμο της πόρτας του μπαρ που άνοιγε. Έριξε το βλέμμα του προς τα εκεί. Στην πόρτα του μπαρ στεκόταν μια κοπέλα με λευκό φόρεμα, πάνω στο οποίο υπήρχαν κεντημένα χρυσά στάχια. Φορούσε ένα χτενάκι στα μαλλιά της, στολισμένο με άνθη μυρτιάς. Η αντίθεση που έκανε το άσπρο φόρεμα με το μελαμψό της δέρμα και τα μαύρα πλούσια μαλλιά της, ήταν ονειρική. Έμοιαζε με άγγελο. Τα μάτια του Χρήστου τη σκάναραν. Εκείνη ανταπέδωσε στο βλέμμα του με ένα χαμόγελο. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Τον πλησίασε. Κάτι του είπε. Μάλλον το όνομά της. Δεν άκουγε. Όλα είχαν παγώσει. Ο ίδιος ο χρόνος είχε σταματήσει. Της χαμογέλασε με δυσκολία. Δεν ξέρει πόση ώρα είχε περάσει, έχοντας τα μάτια του κολλημένα πάνω της. Η κοπέλα κάθισε δίπλα του. Για μια στιγμή συνήλθε και κοίταξε τριγύρω. Κανείς άλλος μέσα από το μπαρ δεν είχε δώσει σημασία σε εκείνη την ολόλευκη οπτασία με τα στάχια, σαν να μην υπήρχε. Γύρισε και την ξανακοίταξε. Εκείνη συνέχιζε να μιλάει αλλά ο Χρήστος δεν άκουγε τίποτα.

Δεν κατάλαβε πότε έφτασαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Με το που έκλεισαν την πόρτα του δωματίου, ένιωσε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Είχε μια γλυκιά γεύση και ταυτόχρονα υγρή και δροσερή. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Βρέθηκε μέσα στο μάτι ενός τυφώνα γεύσεων, αρωμάτων και αισθήσεων. Ένιωσε το γυμνό κορμί της ζεστό να γίνεται ένα με το δικό του. Ξάπλωσαν πάνω σε μια βελούδινη θάλασσα από λουλούδια. Ο έρωτάς τους δεν ήταν κάτι το γνώριμο αλλά το εξωπραγματικό. Όχι μια φθηνή ένωση σωμάτων μα μια ανταλλαγή συμπαντικής αέρινης σκόνης. Μια σύνδεση με τον δημιουργό. Ξέπνοος από το πρωτόγνωρο παραλήρημα που έζησε και καταπονημένος από τη δύσκολη μέρα ένιωσε ότι βρισκόταν στα πρώιμα στάδια του ύπνου. Κάπου ενδιάμεσα σε ύπνο και σε ξύπνιο είδε το πρόσωπο της κοπέλας να τον πλησιάζει. Τον φίλησε απαλά στα χείλη. Τα μάτια του ήταν θολά αλλά είδε μια φωτεινή αύρα γύρω της. Την άκουσε να του ψιθυρίζει: «Έχεις τη δύναμη να καταφέρεις τα πάντα κι η ζωή θα σου το αποδείξει σύντομα αυτό». Ύστερα αποκοιμήθηκε μεμιάς.

Την άλλη μέρα ξύπνησε μόνος του. Το δωμάτιο μύριζε μυρτιά, το ίδιο άρωμα που είχε σκορπίσει εκείνη η λευκή σκιά στα Ζαγοροχώρια. Έψαξε στο χώρο για κάποιο ίχνος ξεχασμένο από τη γυναικεία εκείνη οπτασία της προηγούμενης βραδιάς αλλά μάταια. Μόνο τα ρούχα του κείτονταν στο πάτωμα πεταμένα. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο πως η αγγελική εκείνη κοπέλα ήταν αληθινή κι όχι κάποιο παιχνίδι της φαντασίας του. Μπήκε στο μπάνιο εκνευρισμένος με τον εαυτόν του που δεν σκέφτηκε να κρατήσει το τηλέφωνό της. Καθώς σήκωσε το ντους συνειδητοποίησε πως ο πόνος στον ώμο του είχε περάσει εντελώς. Λες και δεν είχε χτυπήσει ποτέ. Δεν είχε χρόνο όμως να σκεφτεί λογικά. Άφησε το νερό να κυλήσει στο σώμα του και να τον ξυπνήσει. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε να λύσει το μυστήριο της τράπεζας.

Κατέβηκε στον κεντρικό δρόμο, πήρε έναν καφέ και άρχισε να κατηφορίζει προς την τράπεζα, έχοντας στο μυαλό του την προηγούμενη παράξενη νύχτα. Τότε συνειδητοποίησε πως ούτε το όνομα της δεν είχε ρωτήσει. Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Άνοιξε τα μάτια και είδε πως το κτήριο της Εθνικής βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Διασχίζοντας τον δρόμο, είδε ένα μαύρο αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου κατάλαβε ότι έτρεχε κατά πάνω του. Τα πόδια του βούλιαξαν στο τσιμέντο της ασφάλτου. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει εκείνο το άρμα από λαμαρίνες να τον πλησιάζει. Ο θάνατος τον είχε σημαδέψει κι ήταν έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη. Δεν έπρεπε να τον αφήσει. Πήρε μια γρήγορη ανάσα και όρμησε στη νησίδα του δρόμο τη στιγμή που το αυτοκίνητο περνούσε αστραπιαία δίπλα του. Εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού από το οπτικό του πεδίο. Δεν ήταν τυχαίο όλο αυτό. Κάποιοι τον είχαν βάλει στο στόχαστρο. Κάποιοι τον κυνηγούσαν. Ποιοι ήταν όμως αυτοί και γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν; Ένιωσε ένα τρέμουλο να καταλαμβάνει ολόκληρο το σώμα του. Τη στιγμή εκείνη του ήρθε στο μυαλό η φράση εκείνης της κοπέλας από το προηγούμενο βράδυ. Πως μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Έκλεισε τα μάτια και σηκώθηκε στα πόδια του.

Μπήκε στην τράπεζα. Ρώτησε στις πληροφορίες για να ανοίξει μια θυρίδα που υπήρχε εκεί στο όνομα του.

«Περιμένετε θα φωνάξω τον υπεύθυνο», του είπε η κοπέλα με ένα ναζιάρικο ύφος στα μάτια.

Αφού ταυτοποίησε τα στοιχεία του, τού ζήτησε να τον ακολουθήσει. Του έδειξε τη θυρίδα του και με ένα χαμόγελο στα χείλη τον άφησε μόνο. Ένα κύμα απελπισίας και φόβου κατέβαλε τον Χρήστο καθώς άνοιγε τη θυρίδα. Μέσα υπήρχε ένα μεταλλικό κουτί κλειδωμένο με ένα λουκέτο κι ένα μικρό δερμάτινο πουγκί. Ο Χρήστος πήρε και τα δύο αυτά αντικείμενα και τα ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Άνοιξε πρώτα το πουγκί. Ένα ακόμα κλειδί υπήρχε εκεί μέσα. Μάλλον ήταν για τη θυρίδα. Το πήρε και το έβαλε στην κλειδαριά. Ξεκλείδωσε με μια γρήγορη κίνηση. Μέσα εκεί υπήρχε μια περγαμηνή διπλωμένη σε ρολό, κιτρινισμένη από τον χρόνο.

«Όμορφη η κοπέλα του μπαρ, έ;».

Ο Αλέξανδρος έδειχνε εντυπωσιασμένος από την ιστορία του φίλου του. Όμως είχε κολλήσει μόνο σε ένα σημείο. Την κοπέλα του μπαρ. Κοίταξε τον Χρήστο στα μάτια και κατάλαβε πως πειράχτηκε από το σχόλιο. Συνειδητοποίησε το πόσο απαράδεκτος ήταν και του χαμογέλασε αμήχανα.

«Έτσι όπως μου το αφηγήθηκες ακούστηκε το πιο σημαντικό. Την ξαναείδες από τότε; Έψαξες να τη βρεις;», συνέχισε.

«Ναι! Το βράδυ της μέρας που πήγα στην τράπεζα επισκέφτηκα ξανά το ίδιο μπαρ που τη γνώρισα. Δεν ήρθε. Πάλι με τον μπάρμαν τα ήπιαμε».

Εκείνη η γυναίκα τον είχε σημαδέψει. Το ήξερε. Η σκέψη της και μόνο τον τάραζε. Δεν έπρεπε να την αφήσει να φύγει έτσι. Μια βαθιά απογοήτευση τον τύλιγε κάθε φορά που τη σκεφτόταν. Ο Αλέξανδρος το παρατήρησε στις αδέξιες κινήσεις του όταν μιλούσε για αυτήν. Ήταν η ώρα να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα λίγο.

«Να φανταστώ ότι ο μπάρμαν δεν ήταν το ίδιο καλός στο κρεβάτι».

Το γέλιο του Χρήστου αντήχησε μέσα στο τούνελ που περνούσαν.

«Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα που μου άφησε πολλά ερωτηματικά; Το μαύρο αυτοκίνητο το πέτυχες ξανά από τότε;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι ποτέ. Παρότι μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι με παρακολουθούν».

Ο Αλέξανδρος συνοφρυώθηκε με την απάντηση που πήρε. Πολλές ήταν οι στιγμές που είχε ακριβώς την ίδια αίσθηση. Κοίταξε ασυναίσθητα από τον καθρέφτη τα αυτοκίνητα που έτρεχαν πίσω τους. Τίποτα το ύποπτο.

Βρίσκονταν κοντά στην Κινέττα, λίγο πριν την Κακιά Σκάλα. Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Ο ουρανός ήταν τόσο μαυρισμένος, σαν νύχτα δίχως φεγγάρι. Ο Αλέξανδρος, που φημιζόταν για τις επιδόσεις του στην ταχύτητα, πήγαινε αρκετά αργά. Το ραντεβού τους με τον γλωσσολόγο ήταν την ίδια μέρα στις δώδεκα το μεσημέρι κι η ώρα είχε πάει ήδη έντεκα και τέταρτο.

«Πάρε ένα τηλέφωνο τον γλωσσολόγο. Μη χάσουμε το ραντεβού», είπε ο Αλέξανδρος στον Χρήστο που πλέον μισοκοιμόταν.

«Ε, ναι!».

Ο Χρήστος πήρε το κινητό του και κάλεσε τον αριθμό που του υπέδειξε ο Αλέξανδρος.

«Καλημέρα! Ο κύριος Αντύπας; Ονομάζομαι Χρήστος Εμπέογλου. Έχουμε ραντεβού νωρίς το μεσημέρι. Όχι, δεν φτάσαμε ακόμα. Λόγω κακοκαιρίας έχει πολύ κίνηση. Μπορούμε να μεταφέρουμε το ραντεβού μας για λίγο αργότερα; Μάλιστα, καταλαβαίνω. Εντάξει, αύριο την ίδια ώρα, λοιπόν. Γεια σας».

«Δεν μπορούσε αργότερα;», ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Όχι, είχε κάποιο άλλο ραντεβού. Αύριο την ίδια ώρα».

Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε πονηρά.

«Τέλεια! Μόλις φτάσουμε στο ξενοδοχείο θα ξεκουραστούμε γιατί η σημερινή νύχτα είναι ελεύθερη για ξεσάλωμα».

«Ωραία! Ποια ταινία θα δούμε;».

«Δεν είναι δυνατόν να είμαστε στην Αθήνα και να μιζεριάσουμε στη σκοτεινή αίθουσα ενός κινηματογράφου! Θα το κάψουμε, χορεύοντας».

Ο Χρήστος κατάλαβε πως το βράδυ του θα το περνούσε όρθιος και στριμωγμένος σε κάποιο μπαρ με ένα ποτό στο χέρι. Αναστέναξε βαθιά.

Το ξενοδοχείο τους βρισκόταν κάπου κοντά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αφού έκαναν το μπάνιο τους και κοιμήθηκαν λίγο, άρχισαν τις ετοιμασίες για τη βραδινή τους έξοδο. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ ψηλός άντρας κι αρκετά γυμνασμένος. Πρόσεχε πολύ την εξωτερική του εμφάνιση ώστε να μην περνάει απαρατήρητος στις γυναίκες. Φωτιά της κόλασης, τον αποκαλούσαν πολλές από τις κατακτήσεις του. Προτιμούσε το ακριβό, μοντέρνο ντύσιμο κι όχι το κλασσικό. Τη διαφορά την έκανε το κούρεμά του. Αρκετά νεανικό, στις τάσεις της εποχής και φτιαγμένο με τόνους κεριού. Ο Χρήστος αντίθετα προτιμούσε τα απλά, σπορ ρούχα. Όμως ότι και να φόραγε, αυτό που τραβούσε την προσοχή ήταν το βλέμμα του. Ήταν καθηλωτικό.

«Αν είχες λίγο καλύτερο γούστο στα ρούχα, κανείς δεν θα μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω σου. Θα μου κάνεις την χάρη να με αφήσεις να επιμεληθώ εγώ την εμφάνισή σου σήμερα».

«Δεν νομίζω», απάντησε ο Χρήστος κοφτά.

Ο Αλέξανδρος όμως είχε μέσα του το πείσμα της φωτιάς. Θα περνούσε το δικό του. Κι αυτό έγινε.

Σε λίγα λεπτά είχε καταφέρει να μεταμορφώσει τον Χρήστο σύμφωνα πάντα με το προσωπικό του στυλ. Η αλήθεια ήταν πως μόλις αντίκρισε το είδωλό του στον καθρέφτη εντυπωσιάστηκε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος πίσω του, κρατώντας ένα μπουκαλάκι με άρωμα. Το ένα του φρύδι είχε σηκωθεί και το στόμα του είχε πάρει ένα στραβό χαμόγελο.

«Όχι αυτό! Σε παρακαλώ», φώναξε ο Χρήστος κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το κρεβάτι.

Ο Αλέξανδρος με αργές, σίγουρες κινήσεις τον πλησίασε, κρατώντας το μπουκαλάκι με το άρωμα στο χέρι του σαν άλλο όπλο. Άρχισε να του πετάει ριπές και να γελάει. Ο Χρήστος άπλωσε τα χέρια του να προστατευτεί αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όλο το δωμάτιο μύρισε από το αγαπημένο άρωμα του Αλέξανδρου.

Βγήκαν στην Αλεξάνδρας και σταμάτησαν το πρώτο ταξί που πέρασε. Θα ξεκινούσαν από το Θησείο για καφέ. Εξάλλου ήταν νωρίς για να πάνε για ποτό. Ο Χρήστος αντιλήφθηκε ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη κι αναστέναξε απελπισμένος. Κατέβηκαν στην Ερμού, στον σταθμό του ηλεκτρικού. Ανηφόρισαν τον πεζόδρομο όπου έσφυζε από κόσμο. Όμορφα αγόρια και κορίτσια, καλοπροσεγμένα για τη νυχτερινή τους έξοδο, ζευγάρια ερωτευμένα που περπατούσαν χέρι χέρι, μοναχικοί τύποι που με κατεβασμένο κεφάλι ένιωθαν συνοδοιπόροι της μιζέριας τους, μικροπωλητές με πάγκους που εκθείαζαν το μεγάλο ή ανύπαρκτο ταλέντο τους. Κάθε λογής άνθρωποι βρίσκονταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, που επί αιώνες παρατηρεί αμίλητη όλα όσα συμβαίνουν. Φωτισμένη κι αγέρωχη στεκόταν περήφανα στον θρόνο της, ακλόνητη από τα βάσανα και τους προβληματισμούς των ανθρώπων που την περιτριγυρίζουν ανά τους αιώνες.

 Οι καφετέριες του Θησείου ήταν κατάμεστες από κόσμο. Επέλεξαν μια που διέθετε εσωτερική αυλή. Πολύ γραφική, ταιριάζοντας απόλυτα με την ιδιοσυγκρασία και την αισθητική του Χρήστου. Το μάτι του έπεσε σε κάτι παλιές αντίκες που βρίσκονταν στον χώρο.

«Τέλειες αυτές οι αντίκες κι από ότι βλέπω πωλούνται. Ότι πρέπει για την αντικερί μου».

«Δεν στολιστήκαμε για επαγγελματικό ραντεβού», τον προσγείωσε ο Αλέξανδρος.

Η αρχική τους συζήτηση είχε ως θέμα τη Ζωή και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Βέβαια αρκετά συχνά το βλέμμα του Αλέξανδρου το τραβούσαν αιθέριες υπάρξεις που περνούσαν από μπροστά του. Κάποια από αυτές τις στιγμές η ματιά του Χρήστου έπεσε πάνω σε μια παρέα αντρών που έδειχναν ότι μιλούσαν σοβαρά σε ένα πιο μακρινό τραπέζι. Ψυχρά πρόσωπα, κατάλευκα με ολόμαυρα μαύρα μαλλιά να κάνουν αντίθεση. Έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους. Κοινά χαρακτηριστικά, κοινή και η παγωνιά που ανέδυαν. Το πιο αξιοσημείωτο ήταν πως όλοι φορούσαν μαύρα γυαλιά ηλίου. Μια ομάδα αντρών αταίριαστη για την περίσταση και τον χώρο. Αισθανόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα βλέμματά τους να τον καρφώνουν. Παρότι τα μάτια τους ήταν κρυμμένα πίσω από τους σκουρόχρωμους φακούς, τα ένιωθε σαν κεραυνούς να τον σημαδεύουν. Τελικά όμως η συζήτηση με τον Αλέξανδρο έγινε πιο ενδιαφέρουσα με αποτέλεσμα να αποσπαστεί η προσοχή του από πάνω τους και μετά από λίγη ώρα να τους ξεχάσει εντελώς.

Λίγο αργότερα βρέθηκαν στην πλατεία Ψειρή, σε ένα κλαμπ που έπαιζε λάτιν μουσική. Το θυμόταν ο Αλέξανδρος από μια παλιότερη επίσκεψη με τη Ζωή. Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει εκείνες τις εξωτικές χορεύτριες που λικνίζονταν στο ρυθμό της έντονης μουσικής. Όμορφο μαγαζί, μικρό και γεμάτο κόσμο. Η μυρωδιά δυόσμου από τα μοχίτος κατέκλυζε τον χώρο. Βραζιλιάνικα κορμιά κουνιούνταν με αισθησιασμό στους λάτιν ρυθμούς. Ο Αλέξανδρος αμέσως άρπαξε μια μαύρη καλλονή και αφέθηκαν στη νιρβάνα του χορού. Η Ζωή είχε κάνει καλή δουλειά. Η μαύρη εκείνη θεά ενθουσιάστηκε με τη δεξιοτεχνία του. Ο Χρήστος παρήγγειλε δυο μοχίτος. Αποφάσισε να αφεθεί κι ο ίδιος στη ζαλάδα που προκαλεί το αλκοόλ. Μια καλλίγραμμη γυναίκα τον πλησίασε και του άπλωσε το χέρι.

«Έλα μαζί μου», του έκανε νόημα, δείχνοντάς του την πίστα.

Αρνήθηκε χαμογελώντας αλλά η επιμονή της τον έκανε να ανέβει διστακτικά μαζί της. Μέσα σε λίγα λεπτά βρήκε τον ρυθμό κι ακολουθούσε την παραζάλη των βημάτων της. Η σαγήνη και η καλή διάθεση που εξέπεμπε στην πίστα ήταν η αιτία, ώστε όλα τα βλέμματα να πέσουν πάνω του. Σαν αέρας στροβιλιζόταν στην πίστα. Τα πόδια του είχαν φτερά όπως εκείνα του γοργοπόδαρου Ερμή. Είχε πολύ καιρό να διασκεδάσει έτσι. Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της βραδιάς ο Χρήστος συγκράτησε τον Αλέξανδρο να μην κάνει καμιά ανοησία, τύπου απιστίας που θα μετάνιωνε αργότερα.

Το μαγαζί άρχισε να αδειάζει σιγά σιγά κι έτσι αποφάσισαν κι εκείνοι να φύγουν. Ήταν αρκετά αργά κι οι δρόμοι είχαν ερημώσει. Πριν πάρουν ταξί για το ξενοδοχείο αποφάσισαν να κάνουν μια βόλτα στα στενά του Ψειρή για να καπνίσει ο Αλέξανδρος ένα τελευταίο τσιγάρο, ώστε να του φύγει η υπερένταση. Περπατώντας κι αερολογώντας, δεν πήραν είδηση μια ομάδα από τέσσερις άντρες με μαύρα γυαλιά και λευκή επιδερμίδα που τους ακολουθούσε. Κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος θέλησε να αδειάσει την κύστη του. Με τόσα μοχίτος ήταν αναμενόμενο. Βρήκε μια απόμερη γωνία και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Τη στιγμή εκείνη ο Χρήστος αντιλήφθηκε την ομάδα των μαυροφορεμένων αντρών να έρχεται από μακριά. Μέσα στη παραζάλη του ποτού, τού φάνηκαν χιλιάδες.

«Αλέξανδρε, τελείωνε».

«Υπομονή, με τόσα που ήπια».

«Δεν είμαστε μόνοι μας».

«Ήρθαν κι άλλοι για κατούρημα;».

«Δεν νομίζω! Για γύρνα».

Ο Αλέξανδρος γύρισε απότομα κι είδε τους άντρες να πλησιάζουν απειλητικά. Πήρε θέση άμυνας, αν κι όλα ήταν ασταθή γύρω του από το αλκοόλ. Παραπάτησε προς στιγμή αλλά τον συγκράτησε ο Χρήστος. Η ομάδα των αντρών τους περικύκλωσε με αργό τρόπο. Τα χέρια του Χρήστου ίδρωσαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικό ή αποτέλεσμα της μέθης. Τα πρόσωπα των εχθρών φαίνονταν παραμορφωμένα, δαιμονικά. Η ανάσα του έγινε κοφτή, γρήγορη. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και τότε τους είδε καθαρότερα. Οι φυσιογνωμίες τους ήταν γνώριμες. Ήταν οι τύποι που είχε δει νωρίτερα σε εκείνη την καφετέρια του Θησείου. Οι μαυροφορεμένοι άντρες έδειχναν έτοιμοι να επιτεθούν

«Φυλάξου», φώναξε ο Χρήστος.

Ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να αντιδράσει όταν τους όρμησαν κι άρχισαν να τους γρονθοκοπούν. Δεν κάθισε βέβαια με σταυρωμένα χέρια. Λίγες μελετημένες κινήσεις μόνο χρειάστηκαν για να τους απομακρύνει όλους από τον Χρήστο. Τα μαθήματα πολεμικών τεχνών που είχε πάρει παλιότερα ήταν χρήσιμα τελικά. Οι εχθροί υπερείχαν όμως σε αριθμό και σίγουρα η παραζάλη που από το ποτό δεν τους βοηθούσε. Ο Χρήστος προσπαθούσε να αντικρούσει τα χτυπήματά τους με κάθε τρόπο. Κάποια στιγμή, σκίζοντας το μανίκι κάποιου από τους αντίπαλους, πρόλαβε και είδε ένα τατουάζ στο μπράτσο του με εκείνο το γνωστό ερπετό που τους κατέτρεχε τον τελευταίο καιρό. Μόλις εκείνοι αντιλήφθηκαν πως είχαν δει το τατουάζ, ξαφνικά τράπηκαν σε φυγή.

«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, του οποίου η μύτη έτρεχε αίμα. «Ποιοί ήταν αυτοί;».

Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τα αίματα που έσταζαν και ταυτόχρονα σκάναρε με τα μάτια του τον χώρο μήπως και εντοπίσει κάποιο ίχνος τους.

«Δεν έχω ιδέα. Παρατήρησες το τατουάζ στο μπράτσο του τύπου; Ήταν όμοιο με το ερπετό στην περγαμηνή, καθώς και στα σημειώματα που μου έστελναν».

«Τι να σημαίνει αυτό;», απόρησε ο Αλέξανδρος, καθώς κούμπωνε το ακόμα ανοιχτό παντελόνι του.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ελπίζω να μας βοηθήσει αύριο ο καθηγητής, ώστε να βρούμε μιαν άκρη», είπε ο Χρήστος, προσπαθώντας να κρύψει τα χέρια του που ακόμα έτρεμαν.

Λίγη ώρα μετά ο Χρήστος ήταν κουκουλωμένος με το πάπλωμα στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό του και δεν τον άφηναν να αποκοιμηθεί. Το ξεκίνημα μιας όμορφης βραδιάς είχε καταλήξει άσχημα. Ένιωθε πιο μόνος από ποτέ. Πιο ανήμπορος από ποτέ. Ένα ερωτηματικό είχε γίνει κόμπος στον λαιμό του και δεν μπορούσε να βγει. Γιατί να χάσει τον πατέρα του; Γιατί να μπλεχτεί σε κάτι τόσο δύσκολο κι άγνωστο; Γιατί να είναι τόσο δειλός; Γιατί; Πνιγόταν στα ερωτήματα, στην ανασφάλεια και στον φόβο του. Ήθελε να γυρίσει έναν διακόπτη κι όλα να επανέλθουν στο φυσιολογικό. Η νύχτα να γίνει μέρα, η λύπη χαρά, η απουσία θαλπωρή, ο φόβος δύναμη. Και τι δεν θα έδινε για να βρει έναν τέτοιο διακόπτη.

Η αναγέννηση των ηρώων – Ύδωρ Κεφάλαιο 1

aa466462ad7b2d1b6cba5367e02d47e08480a87b_hq

Κεφάλαιο 1

Ο Δαίμονας Ζμέου

 

Το παράθυρο έτριζε από τον αέρα που φυσούσε έξω, η κουρτίνα άρχισε να κινείται σαν να ήθελε να προειδοποιήσει για το κακό που ερχόταν, το κακό που άφησαν να μπει. Το κερί στο τραπέζι τρεμούλιασε από το φύσημα του ανέμου κι έσβησε όπως μια ψυχή που χάνεται στα άδυτα του κάτω κόσμου. Όλοι ταράχτηκαν με το ημίφως που απλώθηκε στο καθιστικό. Ένα ημίφως που μύριζε θάνατο και παγωνιά. Η Ζωή από τον φόβο της χώθηκε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Με το πόδι της κούνησε το τραπεζάκι και το ποτήρι που βρισκόταν εκεί πάνω έπεσε με έναν δυνατό γδούπο στο ξύλινο πάτωμα. Κατρακύλησε, φτάνοντας στον καναπέ. Ήταν αρκετό αυτό το μικρό γεγονός ώστε να προκαλέσει έναν τεράστιο πανικό και στους τέσσερις. Η Φανή ούρλιαξε κι ο Χρήστος κουλουριάστηκε, χώνοντας το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του.

«Τι κάναμε;», ψιθύρισε και πηγαινοερχόταν μπρος – πίσω σαν εκκρεμές.

«Δεν έπρεπε», συνέχισε η Ζωή που είχε διπλωθεί σαν μωρό μέσα στην αγκαλιά του Αλέξανδρου.

Η Φανή σηκώθηκε, πήρε την περγαμηνή που κείτονταν στο πάτωμα και την πέταξε στο τζάκι. Ευθείς αμέσως μέσα από τις φλόγες φάνηκε μια δαιμονική μορφή.

«Τι κάνεις εκεί;», ούρλιαξε ο Χρήστος κι έτρεξε προς το τζάκι.

Έβαλε το χέρι του στην φωτιά κι άρπαξε το μισοκιτρινισμένο χαρτί που με τόση δυσκολία είχε ανακαλύψει. Στην προσπάθειά του να σώσει την πολυπόθητη περγαμηνή, το χέρι του ακούμπησε τις φλόγες και το δωμάτιο πλημμύρισε από μια μυρωδιά καψαλισμένης τρίχας. Ευτυχώς το παμπάλαιο χαρτί δεν πήρε φωτιά, πέρα από την κάτω δεξιά άκρη, όπου ήταν ζωγραφισμένο ένα σύμβολο ερπετού. Κοιτάζοντας το έγγραφο, παρατήρησε ότι στο σημείο εκείνο, το ερπετό είχε πλέον μείνει μισό.

Η περγαμηνή, εκτός από το κείμενο επίκλησης δαίμονα που ήταν γραμμένο στα Λατινικά, είχε ακόμα ένα κείμενο μισοσβησμένο από τα χρόνια. Σύμφωνα με τα λόγια ενός γλωσσολόγου που το είχε δει, ήταν γραμμένο στην παλιά Κυριλλική Ρουμάνικη γραφή.

«Γιατί δεν το άφησες να καεί το καταραμένο; Τόσο κακό μας έκανε και συνεχίζει ακόμα», φώναξε, κλαίγοντας η Φανή.

«Είναι κληρονομιά του πατέρα μας ηλίθια. Το μόνο που έχει μείνει από εκείνον και το βρήκα με μεγάλη δυσκολία. Δεν θα αφήσω να καταστραφεί τόσος κόπος μέσα σε δευτερόλεπτα».

«Μα…», ψέλλισε εκείνη.

«Σκάσε!», φώναξε ο Χρήστος και διπλώθηκε στα δύο, αγκαλιάζοντας τον πολύτιμο θησαυρό του λες και φοβόταν πως θα τον χάσει για πάντα.

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε, αφήνοντας μόνη τη Ζωή, έκλεισε το μισάνοιχτο παράθυρο κι άναψε το φως δαπέδου. Όλα πήραν πάλι τη κανονική τους μορφή. Η φωτιά από το τζάκι έπαψε να μοιάζει με δαίμονα κι η κουρτίνα χύθηκε στο πάτωμα. Σήκωσε το ποτήρι και το ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι. Εκεί βρισκόταν ο πίνακας Ουίτζα με τα επίχρυσα γράμματα να λαμπυρίζουν από τη φωτιά που έκαιγε.

«Δεν είναι τυχαίο που όλα αυτά έγιναν φτάνοντας στο γράμμα Ζήτα», είπε ο Αλέξανδρος, χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλά του το επίχρυσο γράμμα του πίνακα.

«Τι εννοείς;», ρώτησε ο Χρήστος με το βλέμμα του καρφωμένο στη φωτιά.

Ο Αλέξανδρος πήρε στα χέρια του ένα φύλλο χαρτί που βρισκόταν στη βιβλιοθήκη δίπλα του κι ένα μολύβι. Άρχισε να γράφει. Μόλις τελείωσε, ακούμπησε το χαρτί στο τραπεζάκι.

«Δείτε», είπε.

Μαζεύτηκαν όλοι πάνω από το χαρτί και διάβασαν τις σημειώσεις του Αλέξανδρου.

Ζ = Ζεύξις δυνάμεων

Η = ήλιος

Τ = τύπτω

Α = αρχή

Η σύζευξης δυνάμεων του ηλίου (είναι) η πλήττουσα αρχή.

Ο Αλέξανδρος Γεωργίου, Κύπριος στην καταγωγή, είχε σπουδάσει ιστορικός – αρχαιολόγος κι είχε μια αδυναμία στη γλωσσολογία. Η ετυμολογία των λέξεων ήταν το χόμπι του. Ώρες αμέτρητες σπαταλούσε, αναλύοντας λέξεις και γράμματα, χαμένος στον δικό του παράδεισο, ο οποίος ήταν σπαρμένος με σύμβολα και αριθμούς.

Η ανάλυση που έκανε εκείνη τη στιγμή συγκλόνισε τα παιδιά. Το αίμα από το πρόσωπο του Χρήστου στραγγίστηκε.

«Το Ζήτα, όπως όλοι ξέρουμε, είναι το έκτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου κι ο ήχος που βγάζει όταν το προφέρουμε είναι ο αντίστοιχος της δραστηριότητας», συνέχισε ο Αλέξανδρος.

«Η δραστηριότητα του Ηλίου… η πλήττουσα αρχή», ψιθύρισε η Φανή, καθώς το μυαλό της άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς.

Οι σπουδές της στη φυσική ήταν οι απαιτούμενες για να λύσει τον γρίφο που έστεκε σαν ένας λαβύρινθος μπροστά της.

Ο Αλέξανδρος συνέχισε τον συλλογισμό του.

«Επίσης το έξι μας παραπέμπει και στην έκτη μέρα της δημιουργίας, όπου ο Θεός δημιούργησε το τελειότερο από όλα του τα πλάσματα».

«Τον άνθρωπο», τελείωσε τη φράση του η Ζωή.

«Η έκτη μέρα είναι η μέρα της… Ζωής», είπε ο Αλέξανδρος και κάρφωσε το βλέμμα του στην κοπέλα.

Εκείνη δεν κατάλαβε αν ο συνειρμός που έκανε την αφορούσε κατά κάποιον τρόπο, όμως η επίμονη ματιά του την ανατρίχιασε. Τα πράσινα της μάτια γύρισαν προς τη φωτιά και έμειναν εκεί παγωμένα να παρατηρούν τις φλόγες.

«Πρέπει να βρούμε τα ονόματα των δαιμόνων που ξεκινούν με το γράμμα Ζήτα», είπε ο Χρήστος και πήγε στη βιβλιοθήκη.

Κατέβασε το χοντρό βιβλίο με μαύρο σκληρό εξώφυλλο, πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένος με πορφυρά γράμματα ο τίτλος ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΑ. Αγαπημένο βιβλίο του πατέρα του. Σαν όνειρο το θυμάται στα χέρια του να το μελετάει μερόνυχτα. Το άνοιξε και χάθηκε στις σελίδες του.

«Ζαγκάν, Ζενό, Ζμέου…».

Στο άκουσμα του ονόματος Ζμέου η φωτιά στο τζάκι τρεμόπαιξε και σφύριξε με θόρυβο. Το χοντρό βιβλίο έπεσε από τα χέρια του Χρήστου στο πάτωμα. Για μερικές στιγμές, που φάνηκαν αιώνες, πάγωσαν όλα. Καμία κίνηση, λες κι είχε βάλει ο χρόνος τελεία. Τη σιωπή έσπασε η Ζωή.

«Αυτός είναι ο δαίμονας που καλέσαμε».

«Πρέπει να μάθουμε τα πάντα γι’ αυτόν», συμπλήρωσε η Φανή.

Ο Χρήστος σήκωσε αργά το βιβλίο, σαν να φοβόταν πως αν έκανε μια απότομη κίνηση, ολάκερος ο κόσμος θα κατέρρεε στα πόδια του. Άρχισε να ψάχνει για τον δαίμονα.

«Είναι ένα φανταστικό πλάσμα που προέρχεται από τη Ρουμάνικη λαογραφία και μυθολογία. Έναντι άλλων φανταστικών πλασμάτων έχει συνήθως σαφή ανθρωπόμορφα γνωρίσματα κι έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί και να χρησιμοποιήσει αντικείμενα, όπως όπλα. Σε μερικές ιστορίες, ο Ζμέου εμφανίζεται στον ουρανό μέσα από φωτιά σαν μαύρος καπνός. Σε άλλες ιστορίες έχει έναν μαγικό πολύτιμο λίθο στο κεφάλι του, που λάμπει στο φως του Ηλίου…».

Η Φανή συνοφρυώθηκε. Πήρε στα χέρια της την περγαμηνή του πατέρα τους και κοίταξε το μισό πλέον σύμβολο του ερπετού, που ευτυχώς είχε μείνει ανέπαφο το μέρος του κεφαλιού. Εκεί υπήρχε ένα πετράδι, γύρω από το οποίο, με τρόπο ακτινωτό, έφευγαν γραμμές. Σταυρωτά, γύρω από το ερπετό, υπήρχαν τέσσερα άγνωστα σύμβολα.

«…έχει έναν μαγικό πολύτιμο λίθο στο κεφάλι του που λάμπει στο φως του Ηλίου…», επανέλαβε τα λόγια του αδελφού της, κοιτάζοντας το εύθραυστο χαρτί.

Ο Χρήστος συνέχισε να διαβάζει από το βιβλίο.

«Συμπαθεί τα όμορφα νέα κορίτσια, τα οποία σκοπός του είναι να απαγάγει. Σχεδόν πάντα νικιέται από έναν πρίγκιπα ή έναν περιπλανώμενο ιππότη. Η φυσική μορφή του είναι αυτή του δράκου…».

«Δεν είναι ένα οποιοδήποτε ερπετό», είπε η Φανή, «είναι κεφάλι δράκου. Μάλιστα τον νικά ένας πρίγκιπας, όπως ακριβώς ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει τον δράκο με το δόρυ».

Όλοι την κοίταξαν. Τα χέρια της έτρεμαν τόσο ώστε η περγαμηνή που κρατούσε ήταν έτοιμη να διαλυθεί.

«Αυτός είναι ο δαίμονας. Είμαι πλέον σίγουρη», φώναξε η Φανή, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. «Εξαιτίας αυτού του τέρατος χάσαμε τον πατέρα μας και τώρα είναι εδώ για να εξαφανίσει κι εμάς. Και το χειρότερο είναι ότι εμείς οι ίδιοι τον καλέσαμε. Σκάψαμε τον λάκκο μας και μόνοι μας τώρα ρίχνουμε το χώμα πάνω μας».

«Ηρέμησε Φανή μου, θα βρούμε τη λύση στο υπόσχομαι».

Με τα λόγια αυτά προσπάθησε να καθησυχάσει ο Χρήστος την αδελφή του αλλά μέσα του ένιωθε ανήμπορος κι ανίκανος να βρει την όποια λύση. Έτσι ακριβώς είχε νιώσει και τη μέρα που ανακοινώθηκε η εξαφάνιση του πατέρα του.

Η ανάμνηση ήταν κολλημένη στο μυαλό του όπως η βδέλλα κολλάει στο δέρμα και ρουφάει το αίμα. Εκείνο το χτύπημα του κουδουνιού της πόρτας στο πατρικό τους σπίτι στο Ναύπλιο, τη μητέρα του να τρέχει αλαφιασμένη να δει ποιος είναι ξημερώματα, τη στολή του αστυνομικού που έφερε το μήνυμα, το σπαραχτικό κλάμα της μάνας του μόλις άκουσε για την εξαφάνιση κι εκείνον τον μαρτυρικό χρόνο μέχρι να ξεψυχήσει η δύσμοιρη από τη στενοχώρια της. Αδύναμη η καρδιά της και δεν άντεξε. Κι αυτός ορφανός πλέον με μόνη του παρηγοριά τη μεγάλη του αδελφή, η οποία χρίστηκε ως η νέα του μάνα. Όλη του η παιδική ηλικία είχε χαθεί σε μια στιγμή, πίσω από τα κάγκελα μιας σκάλας, ζώντας σαν ταινία δραματική την εξαφάνιση του πατέρα του. Αδύναμος και μετέωρος, έπρεπε να πορευθεί σε ένα αβέβαιο μέλλον.

«Συνέχισε σε παρακαλώ να διαβάζεις», είπε με επιτακτικό τόνο ο Αλέξανδρος, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα.

«Κατά τη Ρουμάνικη παράδοση ο δαίμονας Ζμέου θέλει να κλέψει τον ήλιο και το φεγγάρι από τον ουρανό. Με αυτόν τον τρόπο εγκλωβίζεται όλη η ανθρωπότητα στο σκοτάδι…».

«Αλέξανδρε αυτό δεν έχει σχέση με την ετυμολογία του γράμματος Ζήτα που μας ανέλυσες πριν;», ρώτησε η Ζωή, παίρνοντας μετά από ώρα τα μάτια της από τις φλόγες που χόρευαν στο τζάκι.

Ο Αλέξανδρος έγνεψε καταφατικά κι έκανε νόημα στον Χρήστο να συνεχίσει.

«Συνήθως, ο δαίμονας κατοικεί στον “άλλο κόσμο” και πολλές φορές φεύγει από τη γη για να κατεβεί στο σκοτεινό βασίλειό του, υπονοώντας έτσι ότι ο Ζμέου ζει υπόγεια».

«Κι εκεί πρέπει να τον στείλουμε, μια για πάντα», αναφώνησε οργισμένη η Φανή, χτυπώντας την παλάμη της στον πέτρινο τοίχο.

Το χέρι της βρήκε πάνω σε ένα καρφί με αποτέλεσμα να σκιστεί η επιδερμίδα και να ματώσει. Μια σταγόνα αίμα κύλισε κι έπεσε πάνω στην περγαμηνή με την επίκληση του δαίμονα, που κρατούσε στο χέρι της. Ήταν όμως ξεθωριασμένη και δεν μπορούσαν να βγάλουν νόημα. Ή μάλλον έτσι νόμιζαν. Μια στάλα αίμα χρειάστηκε μόνο για να εμφανιστεί πεντακάθαρα το κείμενο. Το κιτρινωπό, διάφανο πλέον χαρτί γέμισε με έντονα κόκκινα γράμματα, σε μια γραφή όμως που δεν γνώριζε κανείς.

«Πως έγινε αυτό;», αναρωτήθηκε η Φανή.

«Με το αίμα σου», απάντησε γεμάτος απορία ο Χρήστος.

Μαζεύτηκαν όλοι πάνω από το παλιό έγγραφο και κοιτούσαν το ασύλληπτο για αυτούς κείμενο.

«Αύριο το πρωί θα το πάω στον γλωσσολόγο στην Αθήνα. Ίσως αυτό είναι η απάντηση στο πρόβλημά μας», πήρε τον λόγο ο Αλέξανδρος, σπάζοντας την περίεργη εκείνη σιωπή.

«Ή θα μας βάλει σε μεγαλύτερους μπελάδες», συνέχισε η Ζωή.

«Πως κατάντησε έτσι η ζωή μας; Να κυνηγάμε μαύρους δαίμονες χωρίς να ξέρουμε τον τρόπο να τους πολεμήσουμε», είπε, κλείνοντας το πρόσωπο στα χέρια της η Φανή.

Ο Χρήστος, φανερά κουρασμένος και προβληματισμένος πήρε τη λαβίδα κι άρχισε να σκαλίζει αφηρημένα τη φωτιά στο τζάκι. Με το φως από τις φλόγες να παίζει στο λευκό του πρόσωπο και στα ξανθά του μαλλιά, έμοιαζε με άγγελο ζωγραφισμένο από χρυσοκίτρινη μπογιά. Στα μάτια των άλλων έδειχνε τόσο δυνατός και ικανός να πολεμήσει το κακό, που ένιωσαν μια μικρή ανακούφιση στα τόσα δεινά που τους είχαν βρει έτσι ξαφνικά. Δεν μπορούσαν όμως να ξέρουν πως πίσω από την αγγελική αυτή μορφή υπήρχε ένας δειλός κι αδύναμος άνθρωπος. Ή μάλλον κάποιος που αυτό πίστευε για τον εαυτόν του.

«Δαπανηρή ιδέα η ζωή. Ναυλώνεις έναν κόσμο για να κάνεις το γύρω μιας βάρκας», είπε και χαμογέλασε αφηρημένα, κάνοντας την εικόνα του ακόμα πιο όμορφη.

Η αναγέννηση των ηρώων – Υδωρ

brasov-romania

Πρόλογος

Η φωτιά στα έγκατα μιας σπηλιάς

 

29 Σεπτεμβρίου 1990. Μετά την επίσκεψή του στο Σερμπούλ Καρπαντίν, μια φυλακή του 16ου αιώνα, όπου πλέον διακοσμεί τον χώρο ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο, ο Κωνσταντίνος Εμπέογλου, ζαλισμένος από το δυνατό κρασί, κατέβηκε την οδό Λούνγκα, της Ρουμάνικης πόλης Μπρασόβ, για να πάει στο ξενοδοχείο του. Η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν δύσκολη. Είχε πολλά να ανακαλύψει κι έπρεπε να είναι νηφάλιος και ξεκούραστος. Στρίβοντας στην οδό Κρισάν, με προορισμό το Έσπριτ, ένα παραδοσιακό ξενοδοχείο, ένιωσε μια παρουσία πίσω του. Μέσα από το αδιαπέραστο σκοτάδι και τον υποφωτισμένο δρόμο δεν είχε τη δυνατότητα να δει καθαρά. Ούτε να αφουγκραστεί δεν μπορούσε γιατί η καταρρακτώδης βροχή είχε δυναμώσει. Το μόνο που πρόλαβε να διακρίνει με την άκρη του ματιού του ήταν μια σκιά να κατηφορίζει προς τη γωνία του δρόμου. Κατέβασε τη βρεγμένη τραγιάσκα του, κρύβοντας τα σμαραγδένια μάτια του, και με βήμα ταχύ έφυγε.

Συνέχεια

Δες με αλλιώς

Featured image

Κυκλοφορεί το νέο μου βιβλίο «Δες με αλλιώς» από τις εκδόσεις Πηγή. Μπορείτε να το παραγγείλετε στην παρακάτω διεύθυνση, κάνοντας μόνο ένα κλίκ:

Δες με αλλιώς

 Η ιστορία που θα σας διηγηθώ ανήκει σε άλλον κόσμο… ή καλύτερα μεταξύ δύο κόσμων. Αλήθεια, τι νιώθετε όταν κοιτάζεστε στον καθρέφτη; Χαρά, φόβο, δύναμη, ενοχή; Ο Βίκτωρ νιώθει τρόμο… Όταν γεννήθηκε και μέχρι τη μεγάλη συμφορά, ήταν ένα πανέμορφο μωρό που εξελίχτηκε σε ένα επίσης πανέμορφο αγόρι. Στα πρώιμα κιόλας χρόνια της ζωής του ένιωσε την επιτυχία και την αναγνώριση μέσα από τα φλας των φωτογράφων. Τότε ήταν που ένα άρρωστο μυαλό του στέρησε τα πάντα. Οικογένεια, δημοσιότητα, αγάπη και κυρίως… την ομορφιά του. Ο Βίκτωρ, όταν στέκεται μπροστά από τον καθρέφτη, κρύβεται. Δεν αντέχει να δει το είδωλό του… Δεν αντέχει να αγγίξει την ψυχή του. Αυτό που πραγματικά θέλει είναι να τον βλέπουν… αλλιώς. Μέχρι που οι καταστάσεις και μια υποχείρια τύχη τον οδηγούν σε έναν άλλον κόσμο, σε ένα παράλληλο σύμπαν. Εκεί που η εξωτερική ομορφιά δεν έχει θέση, παρά μόνο η πραγματική ομορφιά… η εσωτερική. Εκεί ο Βίκτωρ έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τον εαυτόν του και τις αλήθειες του, αλλά και με εκείνο το άρρωστο μυαλό που του στέρησε τα πάντα. Εκεί ο Βίκτωρ θα πρέπει να πάρει αποφάσεις που θα ορίσουν όχι μόνο το δικό του μέλλον, αλλά και το μέλλον των δύο παράλληλων κόσμων.

Gallery

Η νύφη κι οι αγγέλοι

This gallery contains 1 photo.

Η νύφη κι οι αγγέλοι Γάμος τρανός εγένετο σε κακοτράχαλα χωριά της Μάνης. Νταρντάνα και μελανούρι η Παναγιώτα, μορφονιός και …

Συνέχεια