mila-ton-esperidon-20150429

Κεφάλαιο 3

Τα χρυσά μήλα των εσπερίδων

 

 

Το κορμί του πονούσε πολύ από τον ξυλοδαρμό της προηγούμενης μέρας. Άνοιξε το ένα μάτι του κι είδε πως ο Αλέξανδρος δεν βρισκόταν στο διπλανό κρεβάτι του δωματίου.

Θα κατέβηκε για τσιγάρα, σκέφτηκε ο Χρήστος, καθώς σηκωνόταν με αργό ρυθμό.

Γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Το ζεστό νερό ήταν βάλσαμο για τις πληγές και τους μώλωπές του. Αφού ολοκλήρωσε την ιεροτελεστία του ντους του, τύλιξε μια πετσέτα στη μέση και βγήκε στο δωμάτιο. Ο Αλέξανδρος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Πήρε κινητό στα χέρια του για να τον καλέσει. Ανύπαρκτο σήμα, νεκρό το κινητό. Το στομάχι του σφίχτηκε καθώς είχε ένα άσχημο προαίσθημα. Φόρεσε τα ρούχα του γρήγορα. Σίγουρα κάτι κακό συνέβαινε. Κατέβηκε δύο δύο τα σκαλιά του ορόφου και πήγε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Ένας βαριεστημένος υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει με νωχελικές κινήσεις κάποια χαρτιά. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι του όταν ο Χρήστος τον ρώτησε για τυχόν μηνύματα. Κούνησε αργά το κεφάλι του και συνέχιζε να ασχολείται με τη βαρετή δουλειά του. Ο Χρήστος πήγε προς την έξοδο κι έβγαλε το κινητό του αλλά κι εκείνο παρέμενε βουβό όπως τον ρεσεψιονίστ. Πανικοβλήθηκε. Ζήτησε από τον βαριεστημένο άντρα να κάνει μια κλήση από το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Σχημάτισε τον αριθμό του Αλέξανδρου και βρήκε μήνυμα, πως το τηλέφωνο που καλούσε δεν υπάρχει. Αμέσως πήρε τη Φανή. Το ίδιο. Κάλεσε τον αριθμό του φροντιστηρίου και δεν απαντούσε κανείς. Επανέλαβε τις ίδιες κλήσεις και στη Ζωή, κινητό και δουλειά. Τα ίδια. Μα που είχαν εξαφανιστεί όλοι; Ο Αλέξανδρος δεν συνήθιζε να είναι ασυνεπής. Αυτή η απουσία του συνδεόταν με προφανή πλέον τρόπο με το κακό προαίσθημα που τον έπνιγε από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του. Αν έχαναν για δεύτερη φορά το ραντεβού με τον γλωσσολόγο υπήρχε η πιθανότητα να μην τους δεχόταν μετά. Η ώρα περνούσε και το μόνο που του απόμενε ήταν να επισκεφτεί μόνος του τον γλωσσολόγο. Τον κολλητό του θα τον κανόνιζε μετά.

Ευτυχώς, θυμόταν από τα λόγια του Αλέξανδρου την περιοχή και τον αριθμό του γραφείου του. Κάλεσε ένα ταξί κι ευθύς όταν μπήκε υπέδειξε στον οδηγό τη διεύθυνση. Ο καθηγητής λεγόταν Δημοσθένης Αντύπας και το γραφείο του ήταν στο Δάσος Χαϊδαρίου.

Το ταξί περνούσε την Ιερά οδό κι ο Χρήστος χάζευε από το παράθυρο μέρος της βιομηχανική ζώνης της Αθήνας. Ξαφνικά όλα άρχισαν να φωτίζονται πολύ έντονα, σαν να είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος ο Ήλιος κι έκαιγε τα πάντα στην πορεία του. Έφερε το χέρι στα μάτια του και ρώτησε τον οδηγό τι συνέβαινε. Τη στιγμή εκείνη στο ραδιόφωνο σταμάτησε η μουσική που έπαιζε κι ακούστηκε το σήμα για έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Ένας παρουσιαστής, αρκετά αγχωμένος, άρχισε να μιλάει κομπιάζοντας. Κατόπιν ανακοινώσεων της Ν.Α.Σ.Α, ηλιακή καταιγίδα πλήττει τον πλανήτη γη. Ο Χρήστος τσιτώθηκε. Νόμιζε πως είχε περάσει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ή κάποιος του έκανε φάρσα. Ο παρουσιαστής πρότρεπε όλους να κατευθυνθούν σε καταφύγια. Ο Χρήστος, εμβρόντητος, αναρωτήθηκε πότε έγιναν όλα αυτά. Ο ταξιτζής τον ενημέρωσε πως από το πρωί, κανάλια και ραδιόφωνα, αναγγέλλουν το τέλος του κόσμου. Έβγαλε για μια ακόμα φορά το κινητό του και το κοίταξε. Ίσως τελικά αυτός ο λόγος που δεν δούλευε.

Είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Πλήρωσε το ταξί και μπερδεμένος από τα επικείμενα γεγονότα άρχισε να ψάχνει τη διεύθυνση του γλωσσολόγου. Σκέφτηκε πως ίσως να έβρισκε εκεί τον Αλέξανδρο. Εντόπισε το σωστό νούμερο της οδού, τσέκαρε τον όροφο και μπήκε στο ασανσέρ. Ο διάδρομος ήταν αρκετά μεγάλος, υπερβολικά θα σκεφτόταν κανείς για το μέγεθος του κτιρίου. Ο Χρήστος έψαχνε να βρει τη σωστή πόρτα. Τη βρήκε μετά από λίγο κι ήταν ανοιχτή, οπότε μπήκε μέσα δίχως να διστάσει. Υπήρχε ένας χώρος αναμονής με ένα σαλόνι στο χρώμα της άμμου, ένα τραπεζάκι με αρκετά περιοδικά και πίνακες στους τοίχους με θέματα από αρχαίους πολιτισμούς. Κατευθύνθηκε στην κλειστή πόρτα που βρισκόταν αριστερά του και χτύπησε.

«Είναι κάποιος μέσα;», ρώτησε με ευγένεια και μια φωνή του απάντησε να περάσει.

Ένας γκριζομάλλης ψηλός άντρας βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο, γυρισμένος πλάτη και απορροφημένος στη μελέτη ενός τεράστιου βιβλίου που βαστούσε με δυσκολία στα χέρια του. Ο άντρας έκλεισε με δύναμη το βιβλίο, κάνοντας τον Χρήστο να αναπηδήσει από τον φόβο του. Αργά γύρισε προς το μέρος του. Μόλις ο Χρήστος τον είδε, έμεινε άναυδος. Ένοιωσε το αίμα να στραγγίζεται από το κορμί  του.

«Μπαμπά;».

Η φωνή του έτρεμε κι ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν.

«Γεια σου αερικό μου», έτσι τον έλεγε από μικρό παιδί.

Ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.

«Μα εσύ… εσύ δεν είσαι νεκρός;», ψέλλισε ο Χρήστος, παγωμένος στη θέση του, χωρίς ακόμα να έχει πάρει ανάσα.

Τα πόδια του αρνήθηκαν να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.

«Γιατί δεν έψαξες να μας βρεις;».

Τα λόγια του Χρήστου έγιναν βροχή απελπισίας κι έκπληξης συνάμα.

«Χρήστο εσύ είσαι ο επίλεκτος, εσύ θα μας σώσεις. Μόνο εσύ μπορείς κι είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Σου έχω εμπιστοσύνη».

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κραυγές από έξω. Άνθρωποι από παντού ούρλιαζαν κι έκλαιγαν με υστερία. Η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη. Κόμποι ιδρώτα γέμισαν το πρόσωπο του Χρήστου κι έπεφταν στα μάτια του, θολώνοντάς του την όραση από το τσούξιμο. Προσπάθησε να τα σκουπίσει με τα χέρια του για να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν αληθινό ή όχι. Από τη μια ο πατέρας του που θεωρούσε τόσα χρόνια νεκρό κι από την άλλη άρχισε να παρατηρεί πως οι τοίχοι πλέον έλιωναν, λες κι ήταν καμωμένοι από κερί. Ο Χρήστος πισωπάτησε βλέποντας τον πατέρα του να παραμορφώνεται μπροστά στα μάτια του, όπως μια κέρινη κούκλα που λιώνει αργά. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν τελείως κι έγινε μια άμορφη μάζα. Μια μαύρη σκιά βγήκε μέσα από εκείνη τη μάζα και πέταξε πάνω του. Ο Χρήστος έπεσε στα γόνατα παρατηρώντας τη σκιά να κάνει κύκλους στο ταβάνι. Ξαφνικά η σκιά άρχισε να μεταμορφώνεται. Έβγαλε δύο τεράστια φτερά που έκαναν τον χώρο να σκοτεινιάσει. Δύο κατακόκκινα σαν αίμα μάτια έλαμψαν στο πρόσωπό του και μια πορτοκαλοκίτρινη φωτιά παλλόταν στον λαιμό του. Είχε μεταμορφωθεί σε δράκο. Τα μάτια του έφτυναν σπίθες και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ο Χρήστος έκανε να φύγει αλλά τα πόδια του είχαν χωθεί μέσα στο πάτωμα που έλιωνε πλέον κι αυτό. Όσο περισσότερο προσπαθούσε, τόσο πιο πολύ βυθιζόταν. Η σκιά πλέον είχε ολοκληρώσει τη μεταμόρφωσή της. Ο δράκος άνοιξε τα τεράστια φτερά του και πέταξε με δύναμη προς τον Χρήστο ανοίγοντας το στόμα του.

«Χρήστο, Χρήστο ξύπνα».

Άκουγε κάποιον να φωνάζει λες και βρισκόταν στην άκρη ενός τεράστιου τούνελ. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του αλλά ο πονοκέφαλος ήταν τόσο δυνατός που του είχε θολώσει την όραση. Προσπάθησε πιο έντονα μέχρι που είδε το περίγραμμα ενός ανθρώπου. Έκλεισε και ξανάνοιξε τα μάτια του για να καθαρίσουν. Ο Αλέξανδρος στεκόταν πάνω από το κεφάλι του.

«Έβλεπες εφιάλτη και φώναζες»,  συνέχισε να του λέει. «Έλα σήκω, έχω παραγγείλει πρωινό και πεινάω σαν λύκος».

«Θεέ μου, ήταν τόσο ζωντανό», μονολόγησε ο Χρήστος, καθώς προσπαθούσε να συγκροτήσει τις σκέψεις του μέσα στο μυαλό του που το ένιωθε σαν πηχτό πουρέ.

Ανασηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Άφησε το κεφάλι του να στηριχθεί στα δυο του χέρια για να συνέλθει. Σίγουρα κάτι έκρυβε το όνειρο που είχε δει κι έπρεπε να το αποκρυπτογραφήσει. Ένα δυνατό κύμα φόβου τον κατέκλυσε.

Ο Αλέξανδρος είχε παραγγείλει δυο τεράστιες ομελέτες γεμιστές με τυρί και μπέικον, φυσικό χυμό πορτοκαλιού και κέικ σοκολάτας. Μετά τη χτεσινή κραιπάλη και το ξυλοφόρτωμα, ένα τέτοιο πρωινό ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν. Ο Χρήστος αφού έφαγε με δυσκολία τη μισή ομελέτα από το πιάτο του και τσίμπησε λίγο από το κέικ, κοίταξε τον Αλέξανδρο μέσα στα μάτια. Έπρεπε να βγάλει όλο αυτό το βάρος που τον έπνιγε κι έτσι του αφηγήθηκε το όνειρο που έβλεπε λίγη ώρα πριν. Ο Αλέξανδρος έδειχνε εντυπωσιασμένος με την αληθοφάνεια των όσων άκουγε από το στόμα του φίλου του. Κοίταξε όμως το ρολόι του και κατάλαβε πως η ώρα δεν τους έπαιρνε για περαιτέρω ανάλυση. Ανέβηκαν γρήγορα στο δωμάτιο, πήραν τα πράγματα που χρειάζονταν κι έφυγαν για τον γλωσσολόγο. Ο Χρήστος, φανερά επηρεασμένος από το όνειρο, κοιτούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον ουρανό, μήπως και το όνειρό του έβγαινε αληθινό.

Η διαδρομή ήταν ίδια ακριβώς με το όνειρό του. Ακόμα και η πολυκατοικία που στεγαζόταν το γραφείο του καθηγητή. Και το γραφείο του, επίσης. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Πως μπορούσε να γνωρίζει τόσο καλά μια περιοχή που ποτέ ξανά δεν είχε επισκεφτεί στη ζωή του. Κι όμως, όλα αυτά τα είχε δει πριν λίγες ώρες στον ύπνο του χωρίς καν να γνωρίζει την ύπαρξή τους. Και τώρα έστεκαν ξεκάθαρα κι ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του. Λες και οι εικόνες από τον εφιάλτη του είχαν πάρει σάρκα και οστά. Έφτασαν μπροστά στην ίδια πόρτα. Ακόμα και το πόμολο είχε εκείνο το ανεπαίσθητο ίχνος σκουριάς στην αριστερή του άκρη. Το χέρι του έμεινε μετέωρο πριν χτυπήσει. Έτρεμε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και χτύπησε στην πόρτα. Δεν απάντησε κανείς. Ο Αλέξανδρος του έκανε νόημα να μπουν. Το γραφείο του ήταν ακριβές αντίγραφο με εκείνο στο όνειρό του. Μόνο που ο άντρας που είχε απέναντί του δεν ήταν ο πατέρας του. Ο Δημοσθένης Αντύπας ήταν ένας κοντός άντρας με τεράστια γυαλιά. Τα ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι του, η μεγάλη μύτη και τα τεράστια μάτια του, τον έκαναν να δείχνει σαν καρτούν.

«Καλημέρα σας κύριε Αντύπα».

Ο Αλέξανδρος εισέβαλε σχεδόν στο γραφείο του καθηγητή και με προτεταμένο χέρι κι ένα τεράστιο χαμόγελο τον χαιρέτησε.

«Καλώς τα παιδιά. Σας περίμενα. Μα τι βλέπω; Είχατε κάποιο ατύχημα;».

Ο καθηγητής χάζευε πίσω από τα παραμορφωτικά γυαλιά του τα σημάδια στα πρόσωπα των δύο νεαρών.

«Μια κακή στιγμή, μη δίνετε σημασία», βιάστηκε να απαντήσει ο Αλέξανδρος, για να μην αφήσει τον Χρήστο να πει κάτι που δεν άρμοζε της στιγμής εκείνης.

«Λοιπόν, μου φέρατε την περγαμηνή;».

Ο Αλέξανδρος έκανε νόημα στον Χρήστο που είχε παγώσει παρατηρώντας τον χώρο τριγύρω. Με αμήχανες, σχεδόν άγαρμπες, κινήσεις έβγαλε από το σακίδιό του την περγαμηνή και την έδωσε στον γλωσσολόγο. Εκείνος με ιδιαίτερο θαυμασμό και μια έντονη λάμψη στα μάτια, έπιασε το χαρτί λες και κρατούσε κάποιον πολύτιμο, ανεκτίμητο θησαυρό. Με πολύ απαλές κινήσεις ξεδίπλωσε το ευαίσθητο χαρτί και ενθουσιασμένος το εξέτασε απ’ όλες τις πλευρές με έναν μικρό φακό που βρισκόταν στο γραφείο του. Κάποια στιγμή η μορφή του συννέφιασε καθώς διάβαζε το Λατινικό κείμενο.

«Μα αυτό… αυτό είναι μια αρχαία επίκληση σε δαίμονα. Και μάλιστα πολύ επικίνδυνη. Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να διαβαστεί δυνατά», εξήγησε στους δύο νέους.

«Τότε θα πρέπει να σας χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη μιας και μας προλάβατε προτού κάνουμε κάποια ανοησία. Αν και δεν ξέρουμε λατινικά», χαμογέλασε ο Αλέξανδρος.

Ο Χρήστος δάγκωσε το κάτω χείλος του. Η επίκληση στον δαίμονα είχε ήδη γίνει αλλά ακόμα οι συνέπειες δεν είχαν έρθει. Ή μήπως είχαν. Για μια ακόμα φορά σκέφτηκε όσα είχε δει στο όνειρο.

«Γνωρίζετε σε ποιόν δαίμονα αναφέρεται;», ρώτησε αμέσως ο Χρήστος, καταπίνοντας τον κόμπο που του έφραζε τον λαιμό.

Ο καθηγητής σηκώθηκε από το γραφείο του και πήγε στη βιβλιοθήκη δεξιά του που καταλάμβανε ολόκληρο τον τοίχο του δωματίου. Έπιασε ένα τεράστιο βιβλίο, σαν εκείνο που είχε ο Χρήστος στο Ναύπλιο, και το ξεφύλλισε.

«Μάλιστα! Λοιπόν, το βιβλίο εδώ μας λέει πως η επίκληση ανήκει σε έναν δαίμονα με ρίζες από τη Ρουμανία. Ζμέου είναι το όνομά του», τους επιβεβαίωσε ο καθηγητής.

«Κι η σφραγίδα που βρίσκεται στην άκρη της περγαμηνής; Μπορείτε να μας πείτε κάτι γι’ αυτήν;», συνέχισε να ρωτάει ο Χρήστος, που η καρδιά του ακουγόταν πλέον στον λαιμό του.

Ο γλωσσολόγος κοίταξε πάλι το χαρτί με τον τεράστιο μεγεθυντικό φακό κι άρχισε να εξετάζει τη μισοκαμμένη σφραγίδα του ερπετού.

 «Δεν έχω κάποια ολοκληρωμένη άποψη αυτή τη στιγμή γιατί δεν είναι ευδιάκριτο όλο το σύμβολο. Με περισσότερη μελέτη όμως είμαι σίγουρος πως θα βρεθεί η λύση».

Η συζήτηση συνέχισε με το υπόλοιπο κείμενο, εκείνο με τα έντονα πορφυρά γράμματα. Τα παιδιά ενημέρωσαν τον καθηγητή για τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκαν μπροστά τους τα μισοσβησμένα γράμματα, μετά την επαφή του χαρτιού με το αίμα της Φανής. Εμβρόντητος ο Δημοσθένης Αντύπας από τα λεγόμενα των παιδιών ανακάθισε στην πολυθρόνα του. Η αναφορά του αίματος πάνω στο χαρτί κι η εμφάνιση του κειμένου με τον συγκεκριμένο τρόπο έδωσε άλλη διάσταση στα πράγματα κι αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια του. Ύστερα από όσα άκουσε ο καθηγητής χάθηκε στον δικό του κόσμο. Άρχισε να πηγαινοέρχεται, να ψάχνει, να σημειώνει, να ταξιδεύει στις σκέψεις και τις γνώσεις του, αδιαφορώντας για την ύπαρξη των δύο νεαρών στον χώρο. Για αρκετή ώρα στεκόταν μπροστά στην τεράστια βιβλιοθήκη του, κατεβάζοντας τεράστιους τόμους τον έναν μετά τον άλλον κι ακόμα περισσότερα βιβλία, πιο μικρά. Τα τοποθέτησε όλα αυτά στο γραφείο του δίπλα στην περγαμηνή. Άναψε μια ειδική λάμπα, περίπου σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι δερματολόγοι για να εξετάζουν την επιφάνεια του δέρματος ή το τριχωτό της κεφαλής. Την κατέβασε με μια απότομη κίνηση κοντά σε εκείνο το αιωνόβιο χαρτί. Αριστερά και δεξιά του είχε ανοίξει όλα τα βιβλία. Το κεφάλι του ανά δευτερόλεπτα γύριζε δεξιά κι αριστερά, κάνοντας συγκρίσεις όσων έβλεπε. Ήταν αναμφίβολο πως η γραφή του αιματοβαμμένου κειμένου ήταν η Κυριλλική. Το κείμενο δύσκολα μεταφραζόταν διότι είχε αλλοιωθεί αρκετά με το πέρασμα του χρόνου. Ο Αντύπας βέβαια είχε αναγνωριστεί από πολλά γλωσσολογικά ινστιτούτα παγκωσμίως ως ο καλύτερος του είδους. Παρόλη όμως εκείνη την εμπειρία που του βάραινε τις πλάτες, δυσκολευόταν αρκετά. Χρειάστηκε πάνω από μια ώρα ώστε να μεταφράσει ένα κείμενο επτά σειρών. Ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος κάθονταν υπομονετικά και περίμεναν το πόρισμά του.

«Έχουμε λοιπόν μπροστά μας τις οδηγίες για την επίκληση ενός δαίμονα, του οποίου το όνομα είναι Ζμέου, όπως ανέφερα και νωρίτερα. Ο δαίμονας αυτός έχει να κάνει με τη Ρουμάνικη μυθολογία. Συγκεκριμένα αναφέρεται πως έχει τη δυνατότητα να σχηματίζει κάθε είδους όπλο, ώστε να μπορεί εύκολα να βγάλει από τη μέση τον αντίπαλό του. Η μορφή μοιάζει με αυτή του δράκου…».

Τα λεγόμενα του καθηγητή μέχρι στιγμής ταίριαζαν απόλυτα σε όσα είχαν ανακαλύψει και μόνοι τους. Μέχρι και για τη μορφή του δράκου που είχε αναφέρει έντρομη η Φανή.

«Δράκος ε;». Πετάχτηκε ο Χρήστος από τη θέση του.

«Ναι, αλλά μπορεί να παίρνει και διάφορες άλλες μορφές. Συγκεκριμένα σε κάποιο σημείο της μυθολογίας των Ρουμάνων αναφέρει πως μεταμορφώθηκε σε πουλίγια να κλέψει τα “χρυσά μήλα” από τον κήπο ενός Βασιλιά. Σας θυμίζει κάτι αυτό;».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο Αντύπας κι ο Αλέξανδρος πετάχτηκε σαν ελατήριο κι αυτός από τον καναπέ.

«Τον Ηρακλή και τα χρυσά μήλα από τον κήπο των Εσπερίδων».

Είχε αδυναμία στην Ελληνική μυθολογία.

«Πολύ σωστά», συμφώνησε ο καθηγητής με ένα στραβό χαμόγελο στο στόμα του. «Ας τα πάρουμε όμως λίγο από την αρχή. Κατά τον Φερεκύδη στον γάμο του Δία και της Ήρας, η Γη έφερε ως γαμήλιο δώρο μηλιές που οι καρποί τους ήταν χρυσοί. Η Ήρα ενθουσιασμένη από το δώρο αυτό φύτεψε τις μηλιές στον κήπο των θεών, ο οποίος κήπος προσανατολίζεται κάπου στη χώρα του Άτλαντα. Ο Άτλαντας, ως γνωστόν, ήταν τιμωρημένος από τον Δία και σήκωνε αιωνίως στους ώμους του το βάρος του Ουρανού. Οι κόρες του Άτλαντα μαγεμένες από τους χρυσούς καρπούς έκλεβαν τα μήλα από τον κήπο, γεγονός που ανακάλυψε σύντομα η Ήρα. Γι’ αυτό λοιπόν και ανέθεσε τη φύλαξη τους στις νύμφες Εσπερίδες και στον γιο του Τυφώνα και της Έχιδνας, τον Λάδωνα, ο οποίος ήταν δράκος».

«Όλο αυτό έχει να κάνει με τον δικό μας δράκο;», ρώτησε, ανυπόμονα, ο Χρήστος.

«Μη με διακόπτεις νεαρέ. Θα καταλάβεις στην πορεία. Ένας από τους άθλους του Ηρακλή ήταν να πάρει τους χρυσούς αυτούς καρπούς και να τους προσκομίσει στον Ευρυσθέα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του για τον Κήπο των Θεών, ο Ηρακλής αντιμετώπισε διάφορες δυσκολίες κι εμπόδια. Ένα από αυτά ήταν η απελευθέρωση του Προμηθέα από τα δεσμά του, στον βράχο που ήταν δεμένος. Κατάφερε βέβαια να σκοτώσει και τον αετό που του έτρωγε τα σωθικά. Θυμάστε γιατί είχαν δέσει τον Προμηθέα εκεί;».

Ο καθηγητής κοίταξε τον Αλέξανδρο στα μάτια που αγκομαχούσε να απαντήσει.

«Γιατί έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την παρέδωσε στους ανθρώπους».

Έδειχνε τόσο ενθουσιασμένος ο Αλέξανδρος με όσα άκουγε και τόσο πωρωμένος με τις γνώσεις που διέθετε ώστε θα μπορούσε άνετα να σκοτώσει οποιονδήποτε ήθελε να παρεμβάλει στην επίδειξη τους προς τον καθηγητή.

«Ακριβώς. Μία λοιπόν από τις εκδοχές του μύθου λέει πως ο Ηρακλής, αφού έσωσε τον Προμηθέα κι έφτασε στον Κήπο των Εσπερίδων, φόνευσε τον Λάδωνα και πήρε τα μήλα για να τα πάει στον Ευρυσθέα στις Μυκήνες».

«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το τι σχέση έχει αυτός ο μύθος με τον δαίμονα που αναγράφεται στην περγαμηνή».

Ο Αλέξανδρος είχε κουραστεί να ακούει πράγματα που ήδη γνώριζε και αδημονούσε να μάθει τη σύνδεση που είχε ο μύθος με το πρόβλημά τους.

«Αγαπητέ κι ανυπόμονε φίλε Αλέξανδρε, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές της Ρουμάνικης Μυθολογίας ο δαίμονας Ζμέου έχει διπλή υπόσταση. Είναι ο δράκος Λάδωνας καθώς κι ο ίδιος ο αετός που κατασπάραζε τα σπλάχνα του Προμηθέα. Οι μηλιές που έκανε δώρο η Γη στην Ήρα ανήκαν στον θεό Ήλιο γι’ αυτό και οι καρποί τους ήταν χρυσοί. Ο Προμηθέας κατατρωγόταν από έναν αετό, ένα πουλί που όπως ανέφερα και πριν, ήταν μια από τις μορφές του Ζμέου. Το ίδιο και ο Λάδωνας, ο δράκος, που πάλι τη μορφή αυτή είχε ο δαίμονας. Λέγεται λοιπόν πως ο θεός Ήλιος, θυμωμένος για την αρπαγή των μήλων και τον θάνατο του δράκου, μεταμόρφωσε τη ψυχή του Λάδωνα σε δαίμονα, όπου θα ερχόταν η στιγμή να πάρει την εκδίκησή του από τους ανθρώπους».

«Με ποιόν τρόπο;», ρώτησε ο Χρήστος.

«Αυτό ακριβώς λέει η μετάφραση του κειμένου. Με την επίκληση αυτή της περγαμηνής, μπαίνει σε έναρξη ένας μηχανισμός με τον οποίο ο θεός Ήλιος ενεργοποιείται, ανοίγει μια πύλη και περνάει στη γη, οπότε και καίει τα πάντα στο πέρασμά του».

Τα λόγια του Δημοσθένη Αντύπα έγιναν καρφιά στο μυαλό του Χρήστου.

«Το όνειρο», ψέλλισε σχεδόν ξέπνοος ο Χρήστος.

«Θέλετε να πείτε πως εμείς με την επίκληση που κάναμε, κινήσαμε έναν τέτοιο μηχανισμό με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν αυτή τη στιγμή τα πάντα;».

Ο Αλέξανδρος έκανε την ερώτηση, κοιτώντας τον καθηγητή επίμονα μέσα στα μάτια.

«Μα μου είπατε πως δεν κάνατε την επίκληση. Διαβάσατε δηλαδή δυνατά το κείμενο που είναι γραμμένο στα λατινικά;».

Από τις αντιδράσεις τους και την αμηχανία τους ο Αντύπας κατάλαβε πως του είχαν αποκρύψει εξαρχής την αλήθεια. Το χαμόγελό του ήταν λυτρωτικό για την αγωνία τους.

 «Είναι απλώς ένας μύθος αγαπητοί μου. Είναι αστείο να ανησυχείτε για κάτι τέτοιο. Αλήθεια πως έφτασε αυτή η περγαμηνή στα χέρια σας;», ρώτησε ο καθηγητής.

«Μου την άφησε ο πατέρας μου», είπε ο Χρήστος σχεδόν αφηρημένα γιατί είχε στο μυαλό του ακόμα το ζωντανό όνειρο που τον τάραξε το προηγούμενο βράδυ. «Κωνσταντίνος Εμπέογλου, έτσι είναι… ήταν το όνομά του».

Ο καθηγητής δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην ταραχή και τα τελευταία λόγια του Χρήστου. Μόνο το όνομα συγκράτησε.

«Εμπέογλου. Κάτι μου λέει αυτό το όνομα. Με καταγωγή από Κωνσταντινούπολη υποθέτω ε;».

Η ερώτησή του μάλλον ρητορική ήταν αλλά επιβεβαιώθηκε από το θετικό νεύμα του νεαρού.

«Και που βρίσκεται ο πατέρας σου αυτή τη στιγμή νεαρέ μου φίλε; Πως και δεν συνέδραμε στη λύση του προβλήματός σας;».

«Έχει εξαφανιστεί εδώ και είκοσι ένα χρόνια. Σε μια έρευνα που έκανε στη Ρουμανία».

Ο Χρήστος κατέβασε το πρόσωπό του τόσο χαμηλά που φάνηκε να εξαφανίζεται μέσα στο στήθος του.

«Λυπάμαι αγόρι μου. Ώστε έχει εξαφανιστεί;».

Η φωνή του γλωσσολόγου ακούστηκε ψιθυριστή, γεμάτη συμπόνια.

«Ναι. Και μετά από τόσα χρόνια πλέον τον θεωρούμε νεκρό».

Ο Χρήστος εστίασε στο δυνατό φως της λάμπας που έκαιγε στο γραφείο. Η λάμψη της καθρεφτίστηκε στα μάτια του και μέσα από αυτήν είδε να αχνοφαίνεται η μορφή του πατέρα του, η οποία σαν θολή σέπια φωτογραφία υπήρχε στο μυαλό του. Ένα δάκρυ γυάλισε, έτοιμο να χαθεί τόσο απότομα, όσο είχε εξαφανιστεί κι ο πατέρας του. Ο Αλέξανδρος αντιλαμβανόμενος τη δύσκολη θέση του φίλου του, σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον Δημοσθένη Αντύπα κι έφυγαν.

Όσο οδηγούσε ο Αλέξανδρος περιεργαζόταν στο μυαλό του την υπόθεση. Όλα συνδυάζονταν μεταξύ τους κατά ένα περίεργο τρόπο. Ο δαίμονας ή δράκος ή αετός, ο Ήλιος με τα μήλα και τη φωτιά, το γράμμα «Ζήτα» και η ετοιμολογία του που αφορούσε την «πλήττουσα αρχή της σύζευξης των δυνάμεων του Ηλίου», το όνειρο που είδε ο Χρήστος. Τελικά, δεν ήταν απλώς μια κατάσταση βγαλμένη από μύθο αλλά κάτι περισσότερο. Κάτι αρκετά επικίνδυνο. Κι όλα όσα αντιμετώπισαν στο Ναύπλιο σίγουρα δεν ήταν ένας μύθος μα μια πραγματικότητα που βίωναν και μάλιστα πολύ έντονα.

Θα παρέμεναν τη συγκεκριμένη μέρα στην Αθήνα και θα επέστρεφαν στο Ναύπλιο την επομένη το πρωί γιατί ο Αλέξανδρος είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού. Νωρίς το απόγευμα πήγαν για καφέ κάπου στον Κεραμικό, πάντα με την πίεση του Αλέξανδρου, αφού ο Χρήστος το μόνο που ήθελε ήταν να κρυφτεί κάτω από το πάπλωμα του δωματίου τους. Η συζήτηση που ξεκίνησαν αφορούσε όλα όσα έμαθαν από τον Αντύπα. Αναστατωμένοι με τις καινούργιες πληροφορίες προσπαθούσαν να βάλουν τις σκέψεις τους σε μια σειρά. Το κινητό του Αλέξανδρου χτύπησε. Στην τηλεφωνική γραμμή ακούστηκε η αυστηρή φωνή του γλωσσολόγου.

«Ελάτε σας παρακαλώ στο γραφείο μου το συντομότερο δυνατό γιατί προέκυψε κάτι σημαντικό που σας αφορά». Τα λόγια του ήταν κοφτά που τους επέστησε την προσοχή.

Ακουγόταν τόσο ταραγμένος κι ανυπόμονος από το τηλέφωνο που πλήρωσαν γρήγορα τον καφέ τους και κίνησαν πάλι για το Δάσος Χαϊδαρίου. Ο καιρός είχε για μια ακόμα φορά χαλάσει και προμηνυόταν μπόρα. Μέχρι να φτάσουν η μπόρα είχε γίνει καταιγίδα, πλημμυρίζοντας τους δρόμους της Αθήνας και δημιουργώντας θέματα στην κυκλοφορία. Ήταν τόσο δυνατή η καταιγίδα, λες κι ο Θεός είχε ανοίξει τις βρύσες του ουρανού κι έτρεχαν ασταμάτητα.

Μέχρι να μπουν στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το γραφείο του καθηγητή, είχαν γίνει μούσκεμα. Ο Αλέξανδρος τίναξε τα ολόμαυρα μαλλιά του δυνατά, ώστε να φύγει όσο περισσότερο νερό γινόταν κι ο Χρήστος σκούπισε το πρόσωπό του με το μανίκι του. Κοιτάχτηκαν και γέλασαν λίγο με την εμφάνισή τους. Αμέσως μετά ανέβηκαν γρήγορα στον δεύτερο όροφο και τότε είδαν την πόρτα εισόδου ολάνοιχτη. Ο Χρήστος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Εκείνο το κακό προαίσθημα ξαναγύρισε ακόμα πιο έντονο.  Προχώρησαν με προσεκτικές κινήσεις μέσα. Η πόρτα του γραφείου του καθηγητή ήταν κλειστή. Ο Αλέξανδρος χτύπησε μα δεν πήρε καμία απάντηση. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν με τον Χρήστο κι ο ένας ένιωσε τον τρόμο του άλλου. Έσπρωξαν λίγο κι πόρτα κινήθηκε. Ήταν ξεκλείδωτα. Αποφάσισαν να μπουν. Με το που άνοιξαν, το θέαμα που αντίκρισαν θα τους συντρόφευε στο υπόλοιπο της ζωής τους. Ο καθηγητής Δημοσθένης Αντύπας βρισκόταν καρφωμένος απέναντι, πάνω από το γραφείο του, σε σχήμα “Χ”. Είχαν στερεώσει με μια τεράστια ατσάλινη πρόκα το κεφάλι του στον τοίχο και γύρω του είχαν ζωγραφίσει με το αίμα του ακτίνες. Τα χέρια του και τα πόδια του, τα είχαν διαπεράσει με τεράστια επίσης καρφιά. Στον λαιμό του έχασκε ένα άνοιγμα από μαχαίρι και μια λίμνη αίματος βρισκόταν ακριβώς κάτω από το άψυχο σώμα. Ο Αλέξανδρος πισωπάτησε και κοίταξε τον Χρήστο μέσα στα μάτια. Εκείνος είχε παγώσει. Το βλέμμα του ήταν απλανές, θολό, άδειο. Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπό του. Για μια στιγμή πίστεψε πως ο φίλος του θα λιποθυμούσε αλλά τελικά τον είδε να κινείται ελάχιστα. Ο Χρήστος δεν είχε ξαναδεί πτώμα στη ζωή του και μάλιστα σε μια τέτοια αποκρουστική κατάσταση. Τρικλίζοντας, σύρθηκε προς τον τοίχο έτοιμος να αδειάσει το στομάχι του. Ο Αλέξανδρος έτρεξε προς το μέρος του, τον έπιασε από τους ώμους και τον γύρισε. Ένιωσε τη γροθιά του στο πρόσωπό του. Ο Χρήστος έπιασε το πονεμένο σαγόνι του και τον κοίταξε με απορία.

«Αν ξεράσεις θα αφήσουμε στοιχεία. Δεν είμαστε για μπλεξίματα».

Ευθύς αμέσως έτρεξε στην πόρτα κι άρχισε να σκουπίζει με το μανίκι του τα αποτυπώματα που είχαν αφήσει τα χέρια τους. Ο Χρήστος τον πλησίασε ζαλισμένος από το θέαμα και τη γροθιά.

«Πρέπει… πρέπει να καλέσουμε γρήγορα την αστυνομία», ψέλλισε, νιώθοντας πάλι αναγούλα.

Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια.

«Δεν νομίζω πως θα ήθελες να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Πρέπει πρώτα να ψάξουμε τα χαρτιά του για να ανακαλύψουμε τον λόγο που μας κάλεσε κι ύστερα να φύγουμε τρέχοντας».

«Τι λες Αλέξανδρε; Θα μείνουμε σε ένα χώρο με ένα πτώμα σ’ αυτή τη κατάσταση; Αν μπει κανείς και μας δει, θα μας κατηγορήσει. Φάσκεις κι αντιφάσκεις τελικά».

«Κανείς δεν θα μπει», είπε ο Αλέξανδρος κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα του γραφείου με τον αγκώνα του, διπλοκλειδώνοντάς την, έχοντας τραβήξει τη βρεγμένη μπλούζα του στο χέρι του σαν άλλο γάντι. Ύστερα κοίταξε τον χώρο ερευνητικά. Στην άκρη του στόματός του σχηματίστηκε ένα χαμόγελα.

«Τελικά είμαστε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας», συνέχισε να λέει. Έτρεξε προς τη βιβλιοθήκη όπου υπήρχε ένα κουτί με γάντια μιας χρήσης. Με την άκρη των δαχτύλων του τράβηξε δύο και τα πέταξε στον Χρήστο. Ύστερα φόρεσε τα δικά του.

Με τρεμάμενα, γαντοφορεμένα χέρια άρχισαν να ψάχνουν μέσα στον ωκεανό των εγγράφων που βάραιναν το γραφείο του Δημοσθένη Αντύπα.

«Ποιοί να τον σκότωσαν άραγε και γιατί;».

Η απορία ήρθε σαν εμετός στο στόμα του Αλέξανδρου.

«Οι ζωγραφισμένες ακτίνες με αίμα γύρω από το κεφάλι του δεν σου θυμίζουν τίποτα; Πρέπει να ήταν αυτοί που μας κυνήγησαν χτες το βράδυ. Είμαστε τυχεροί που δεν καταλήξαμε κι εμείς έτσι. Ένα άρρωστο έκθεμα σαν τον δύστυχο τον καθηγητή».

Ο Αλέξανδρος δεν φαινόταν ότι άκουγε τα λόγια του Χρήστου. Ήταν χαμένος στην παραζάλη του και την ατελείωτη έρευνά του.

«Πριν πάρουμε την αστυνομία πρέπει να καλέσουμε τα κορίτσια. Να τους πούμε να κλειστούν σπίτι μαζί και να προσέχουν».

«Εντάξει, θα πάρουμε την αστυνομία. Από κάποιο καρτοτηλέφωνο στον δρόμο και χωρίς να δώσουμε στοιχεία», ακούστηκε αποφασισμένος ο Αλέξανδρος.

Συνέχισαν να ψάχνουν πάλι τον χώρο. Χιλιάδες σημειώσεις και σχέδια του καθηγητή βρέθηκαν πάνω στο γραφείο του αλλά τίποτα που να τους δείχνει τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό για το οποίο τους είχε καλέσει εκεί. Μέσα σε όλα αυτά τα χαρτιά υπήρχε κι ένα σημειωματάριο από το οποίο είχε σκιστεί το πρώτο φύλλο. Ο Αλέξανδρος τότε πήρε ένα μολύβι και κρατώντας το διαγώνια άρχισε να μουτζουρώνει ελαφρά το επάνω χαρτί από το σημειωματάριο κάτω από εκείνο που είχαν σκίσει. Εμφανίστηκε ένα νούμερο, τηλεφώνου μάλλον. Έμοιαζε με αριθμό εξωτερικού. Ο Χρήστος κάλεσε το νούμερο από το κινητό του και περίμενε απάντηση. Ακούστηκε μια αντρική φωνή να μιλάει στα τούρκικα. Ο Χρήστος έστρεψε το βλέμμα στον Αλέξανδρο. Εκείνος του έκανε νόημα να απαντήσει. Απάντησε στα αγγλικά, παρότι ήξερε αρκετά καλά τούρκικα λόγω καταγωγής. Η φωνή δεν άργησε να αποκριθεί και ζήτησε να μάθει το όνομά του. Ο Χρήστος ασυναίσθητα και δίχως να το σκεφτεί λογικά του είπε το ονοματεπώνυμό του. Αμέσως η γραμμή έκλεισε. Εκείνος έμεινε να κοιτάει με απορία τη συσκευή. Κάλεσε ξανά το ίδιο νούμερο αλλά δεν το σήκωσε κανείς. Την επόμενη φορά που πήρε βγήκε μήνυμα στην τούρκικη γλώσσα. Κατάλαβε πως είχε απενεργοποιηθεί το κινητό του αγνώστου. Δίπλωσε το χαρτάκι με το νούμερο και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του. Ο Αλέξανδρος του έκανε νόημα να φύγουν.

Διαγώνια απέναντι από το κτήριο όπου στεγαζόταν το γραφείο του καθηγητή υπήρχε ένα μικρό πάρκο όπου στην άκρη του έστεκε ένα παλιό καρτοτηλέφωνο. Πήγαν εκεί και κάλεσαν την αστυνομία. Έκλεισαν δίχως να δώσουν τα στοιχεία τους. Περίμεναν λίγο. Σε δέκα λεπτά είχαν κατακλύσει τη γειτονιά περιπολικά, ασθενοφόρα, ανακριτές, ιατροδικαστές κι ό,τι είχαν δει σε αστυνομικές ταινίες, παρόμοιων περιπτώσεων. Ένας αστυνομικός μιλούσε με τα αγόρια και κάποιοι άλλοι με τους γείτονες της περιοχής. Εντωμεταξύ, η βροχή είχε μετατραπεί σε κατακλυσμό. Ο Χρήστος κι ο Αλέξανδρος ήταν κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα του πάρκου. Ευτυχώς είχαν παρκάρει πιο μακριά και μπορούσαν να φύγουν δίχως να τους πάρουν είδηση. Μετά από λίγο αυτό έκαναν. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το ξενοδοχείο ο Χρήστος κάλεσε τη Φανή. Προσπάθησε να είναι όσο το δυνατόν πιο ήσυχος κι ήρεμος την ώρα που της μιλούσε. Δεν της ανέφερε τη δολοφονία του καθηγητή και το αποκρουστικό θέαμα που αντίκρισαν. Ο Χρήστος συμβούλεψε τη Φανή να μην αφήσει ούτε λεπτό από την προσοχή της την ανιψιά του την Αγνή και να κλειδωθούν στο σπίτι. Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να ηρεμήσει τη Ζωή που άρχισε να κλαίει, συστήνοντάς της να ακυρώσει τα μαθήματα της και να πάει στο σπίτι της Φανής.

Η Ιερά οδός είχε πλημμυρήσει από τη νεροποντή. Μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο τους, πέρασε σχεδόν μια ώρα. Στο αυτοκίνητο υπήρχε νεκρική σιωπή. Οι δυνατές στάλες της βροχής μιλούσαν με τον τρόπο τους. Μέσα σε τόσο μικρό διάστημα έγιναν τόσα πολλά που δεν τα χωρούσε ο νους τους. Ο Χρήστος κοιτούσε τα ρυάκια που αυλάκωναν το τζάμι του αυτοκινήτου. Κάθε ρυάκι και μια ακόμα αναπάντητη ερώτηση. Ποιός ήταν αυτός που με το άκουσμα του ονόματός του έκλεισε το τηλέφωνο; Ποιοι γνωρίζουν γι’ αυτόν; Ξέρουν για την ανάμιξή του στην υπόθεση του δαίμονα και της περγαμηνής; Μήπως ο γλωσσολόγος είχε ανοίξει το στόμα του; Έψαχνε τις απαντήσεις, θωρώντας τα μαύρα, απειλητικά σύννεφα του Αττικού ουρανού. Ακόμα κι ο ουρανός δεν είχε τη διάθεση να του εξηγήσει.

Ο Αλέξανδρος από την άλλη σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο είχαν σκοτώσει τον καθηγητή. Θεωρούσε ότι ήταν ένα είδους μήνυμα. Μάλλον απειλητικό.

«Αλέξανδρε, νομίζω πως πρέπει να τα παρατήσουμε. Κινδυνεύουμε», έσπασε τη σιωπή ο Χρήστος. Γνώριζε όμως καλά πως στο σημείο που είχαν φτάσει δεν υπήρχε γυρισμός. Και να τα παρατούσαν οι ίδιοι, δεν θα γλίτωναν από τον κίνδυνο που καραδοκούσε εκεί έξω. «Φοβάμαι πως έχουμε θέσει σε κίνδυνο τη ζωή αθώων ανθρώπων, οι οποίοι δεν φταίνε σε τίποτα».

«Μιλάς για τον καθηγητή;», ρώτησε ο Αλέξανδρος, αγνοώντας το ένστικτό του που του φώναζε πως δεν αναφερόταν σε αυτόν αλλά στα οικεία τους πρόσωπα.

«Δυστυχώς για αυτόν πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Για τη Φανή και τη Ζωή όμως μπορούμε. Για χάρη τους πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Και το σημαντικότερο, η Αγνή. Ένα αθώο πλάσμα δεν πρέπει να κινδυνέψει για τη δική μας την περιέργεια».

Ο φόβος του επιβεβαιώθηκε από τα λόγια του Χρήστου.

«Δεν είναι μια απλή περιέργεια Χρήστο και το ξέρεις. Είναι κάτι παραπάνω. Κάτι πάνω από μας. Αν δεν το λύσουμε, νομίζω ότι θα πάρει μεγαλύτερες εκτάσεις. Πρέπει όμως να το μελετήσω πρώτα για να σου πω τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου. Θέλω λίγο χρόνο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πολλά πράγματα εξαρτώνται πλέον από εμάς και τους χειρισμούς μας».

Για άλλη μια φορά ο Χρήστος ένιωσε έρμαιο των καταστάσεων. Είχε φτάσει σε ένα αδιέξοδο όπου η μοίρα τον προκαλούσε να αντιδράσει. Ενώ εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν μια ήρεμη ζωή. Μια φυσιολογική ζωή. Δεν θα την είχε.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο κι ανέβηκαν στο δωμάτιο τους. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να βεβαιωθούν πως τα αγαπημένα τους πρόσωπα στο Ναύπλιο ήταν καλά. Εξασφαλίζοντας λοιπόν με κάποιο τρόπο την ηρεμία τους, έκαναν μπάνιο, τσίμπησαν κάτι πρόχειρο και ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους. Ο Αλέξανδρος αφοσιώθηκε στο διαδίκτυο με τον φορητό υπολογιστή του. Άρχισε να ψάχνει ο,τιδήποτε αφορούσε την όλη κατάσταση, μήπως βρει κάποια άκρη. Ο Χρήστος έπεσε στο κρεβάτι, διπλωμένος σε εμβρυακή στάση, σαν μωρό που αναζητά θαλπωρή και προστασία. Δεν μπορούσε να αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Ο νους του έτρεχε στα γεγονότα που διαδραματίζονταν με αστραπιαίους ρυθμούς τις τελευταίες μέρες. Περνούσαν σαν ταινία μέσα στο μυαλό του. Ταινία τρόμου. Για μια ακόμα φορά θυμήθηκε τη φωνή από το τηλέφωνο στην Τουρκία. Ίσως αυτός να ήταν η λύση. Θα έπρεπε να ανακαλύψουν ποιός ήταν. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος σκέφτηκε την κοπέλα από τα Ιωάννινα. Με τη μορφή της αποκοιμήθηκε.