nafplion1big

Κεφάλαιο 4

Ζωή

 

Η καταιγίδα το πρωί είχε κοπάσει. Σκόρπια μαύρα σύννεφα, σαν μουτζούρες σε παιδικό τετράδιο, κινούνταν διάσπαρτα στον Αττικό ουρανό με μόνο σκοπό να θυμίζουν πως οι μπόρες θα ξανάρθουν. Ο ήλιος εμφανίστηκε δειλά, φωτίζοντας επιλεκτικά κάποιες περιοχές της Αθήνας. Μια αχτίδα έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Χρήστου, προκαλώντας τον να ανοίξει τα μάτια του. Ο Αλέξανδρος για μια ακόμα φορά είχε ξυπνήσει πρώτος κι έκανε το πρωινό του ντους. Ακουγόταν το νερό να πέφτει κι αυτό νανούριζε τον Χρήστο. Κι η μυρωδιά από το αφρόλουτρο του προκαλούσε ένα μικρό χαμόγελο. Ξαφνικά ακούστηκε η πόρτα του μπάνιου. Εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος εντελώς γυμνός, τρέχοντας προς τη ντουλάπα. Ο Χρήστος προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του.

«Δεν εντυπωσιάζομαι τόσο εύκολα», είπε τελικά και λύθηκε στα γέλια.

«Ώστε είσαι ξύπνιος; Το ξέρα ότι κατά βάθος με γουστάρεις. Παρίστανες την κοιμισμένη βασιλοπούλα για να με δεις γυμνό; Μπορούσες απλώς να μου το ζητήσεις και θα περνάγαμε ένα υπέροχο βράδυ τα δύο μας», απάντησε, γελώντας ο Αλέξανδρος καθώς φορούσε το εσώρουχό του.

 «Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτόν σου. Εξάλλου, εγώ προτιμώ τους ξανθούς».

Ο Αλέξανδρος βούτηξε ένα μαξιλάρι και του το πέταξε στο κεφάλι. Ο Χρήστος ανταπόδωσε. Βρέθηκαν να παλεύουν και να γελούν πάνω στα κρεβάτια σαν μικρά παιδιά. Αυτό ήταν αρκετό για να φτιάξει λίγο τη διάθεση του Χρήστου.

Μάζεψαν τα πράγματά τους, πήραν πρωινό και ξεκίνησαν για το Ναύπλιο. Το ταξίδι τους ήταν γρήγορο. Τόσο γρήγορο που ο Χρήστος νόμισε κάποια στιγμή πως βρισκόταν σε αεροπλάνο κι όχι σε αυτοκίνητο. Περνώντας από τον δρόμο των Μυκηνών, ήρθαν στο μυαλό του όλα όσα τους είχε πει εκείνος ο άτυχος ο καθηγητής. Έπρεπε να μπουν σε μια σειρά μέσα στο μυαλό του. Ήταν όλα μπερδεμένα, ακατάστατα. Ένας γόρδιος δεσμός.

Το σπίτι του Χρήστου βρισκόταν στους πρόποδες του Παλαμηδίου. Είχε θέα όλο τον κόλπο, όπου περιμετρικά ήταν χτισμένη η παλιά αλλά και η νέα πόλη του Ναυπλίου. Όχι άδικα θεωρείται πόλη για τους ερωτευμένους. Μόνο να περπατά κάποιος στα σοκάκια της, νιώθει ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή. Η εικόνα της παλιάς πόλης από κει ψηλά μπορούσε να ταξιδέψει τον παρατηρητή της σε παλιές, ρομαντικές εποχές, όπου όμορφες πριγκιποπούλες έστεκαν στο παραθύρι μελαγχολικές, προσμένοντας τον ιππότη με το άσπρο άλογο. Όμως και σε αυτές τις πιο αγνές, ερωτεύσιμες εποχές, υπήρχαν δράκοι που καιροφυλακτούσαν για να φλογοβολήσουν την ομορφιά και τον έρωτα και να τα μετατρέψουν σε πόνο και οδυρμό.

Το σπίτι ήταν ένα διώροφο πάνω σε ένα μικρό λόφο. Είχε τριγύρω έναν καταπράσινο κήπο με δύο φουντωτές μυρτιές, ψηλές σαν δέντρα, δεξιά κι αριστερά της σιδερένιας καγκελόπορτας. Ένα πλακόστρωτο, φιδογυριστό δρομάκι από πλάκες Καρίστου οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού. Αριστερά από το δρομάκι βρισκόταν ο μικρός λαχανόκηπος της Φανής. Ήταν ο δικός της μικρός παράδεισος. Δεξιά μια απλωσιά με καταπράσινο γκαζόν. Πάνω σε αυτό υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι με τις πολυθρόνες τους και στην άκρη του τοίχο ένα χτιστό μπάρμπεκιου. Ο πρώτος όροφος του σπιτιού ξεχώριζε από την τεράστια βεράντα, στολισμένη με πολύχρωμα γεράνια. Σε εκείνο το φιδογυριστό σοκάκι κάτω από τα γεράνια τούς περίμεναν η Φανή με τη μικρή Αγνή και τη Ζωή. Δεν είχαν ξεμυτίσει μετά το χτεσινό τηλεφώνημα τους. Με το που μπήκαν όρμησαν πάνω τους. Η Ζωή έπεσε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου και ξέσπασε σε κλάματα. Η Φανή φημισμένη για την ψυχραιμία της, απλώς περίμενε εξηγήσεις.

«Για πείτε μας τώρα, για ποιό λόγο μας έχετε βάλει σε καραντίνα;».

Ο Χρήστος κοίταξε τον Αλέξανδρο που δυσανασχετούσε από τη συμπεριφορά της Ζωής. Ξερόβηξε και κοίταξε αλλού αποφεύγοντας το έντονο βλέμμα της Φανής.

«Ήταν πολύ περίεργο το χτεσινό σας τηλεφώνημα καθώς και η απαίτησή σας να κλειδαμπαρωθούμε στο σπίτι χωρίς να ξέρουμε τον λόγο», συνέχισε η Φανή.

«Αυτόν τον λόγο ακριβώς θα συζητήσουμε τώρα Φανή», είπε ο Αλέξανδρος, ξεκολλώντας με δυσκολία από πάνω του τη Ζωή που έκλαιγε πλέον με λυγμούς.

Ο τρόμος της είχε θολώσει τα μάτια αλλά η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή κι ο Αλέξανδρος τόσο αγχωμένος που δεν άντεχε το βάρος της πάνω του. Την ένιωθε τόσο βαριά και φορτική που πλέον ασφυκτιούσε. Από την εφηβική του ηλικία δεν άντεχε βάρος ανθρώπου να πιέζει το κορμί του.

 «Καταλαβαίνω την ανησυχία και τις απορίες σας. Θα σας πούμε ακριβώς τι συνέβη αλλά όχι εδώ έξω στον κήπο.  Πρέπει να οργανώσουμε ένα σχέδιο».

Ο Αλέξανδρος τους έδειξε το σπίτι, προτρέποντάς τους να πάνε μπουν μέσα. Η Φανή δεν πήρε ούτε δευτερόλεπτο το βλέμμα της πάνω από τον Χρήστο. Είχε ήδη καταλάβει πολλά από τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του.

Μπήκαν στο σπίτι και βολεύτηκαν στους καναπέδες. Η Ζωή κόλλησε πάλι πάνω στον Αλέξανδρο, ο οποίος ένιωσε ενοχλημένος για μια ακόμα φορά από την επιμονή της. Ο Χρήστος έκανε νόημα στην Φανή να απομακρύνει την Αγνή από το δωμάτιο. Δεν έπρεπε να ακούσει αυτά που θα έλεγαν. Η μικρή άκουσε τη Φανή και χωρίς καμία αντίρρηση πήγε στο δωμάτιο της. Πάντα άκουγε τη μητέρα της. Την είχε ως πρότυπο, εφόσον πατέρα δεν είχε γνωρίσει. Είχε πέθανε πριν γεννηθεί.

 Δεν άργησαν να ξεκινήσουν την ιστορία τους. Τους αποκάλυψαν τα πάντα. Ότι ξεχνούσε ο ένας, συμπλήρωνε ο άλλος. Για τον ξυλοδαρμό τους, το όνειρο του Χρήστου, την ιστορία του γλωσσολόγου αλλά και τη δολοφονία του. Η Φανή παρέμενε ψύχραιμη. Η Ζωή είχε παγώσει και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το μυαλό της είχε θολώσει. Ενώ άκουγε τους υπόλοιπους να καταστρώσουν σχέδιο δράσης, εκείνη αισθανόταν παράξενα. Λες και το σπίτι είχε αρχίσει και συρρικνωνόταν. Οι τοίχοι έγιναν μέγγενη που όλο και περισσότερο την έσφιγγε. Χρειαζόταν επειγόντως αέρα. Με μια απότομη κίνηση πετάχτηκε από τον καναπέ κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο του σπιτιού, σαν αγρίμι που αποζητά την ελευθερία του. Δεν άκουσε τις φωνές των παιδιών. Τα αυτιά της και το μυαλό της είχαν σφραγίσει. Όρμησε έξω από το σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητό της και χάθηκε.

Η Ζωή είχε περάσει μια ιδιαίτερα καταπιεστική παιδική ηλικία. Στα είκοσι έξι της χρόνια κουβαλούσε τραύματα κι ανασφάλειες μιας ολόκληρης ζωής, μεγαλύτερης κι από το ίδιο το όνομά της. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γύθειο Λακωνίας, μια παραθαλάσσια κωμόπολη σαράντα πέντε περίπου χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης. Οι γονείς της, γέννημα θρέμμα Μανιάτες, ήταν σκληροί άνθρωποι με οπισθοδρομικές αντιλήψεις κι απόψεις, όχι κάτι πρωτότυπο για τη συγκεκριμένη περιοχή. Ο πατέρας της στρατιωτικός, λιγομίλητος άνθρωπος και υπερβολικά ισχυρογνώμον. Η μητέρα της φρόντιζε κι όριζε εξολοκλήρου το σπίτι και την οικογένεια Βορέα. Με λίγα λόγια ήταν μια καθαρά μητριαρχική οικογένεια.

Η Ζωή, μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, απέκτησε πολλά κόμπλεξ κι ανασφάλειες, οι οποίες μεταμορφώθηκαν πολύ γρήγορα σε ψυχολογικά προβλήματα, σε Ερινύες που την κυνηγούσαν στο υπόλοιπο της ζωή της. Μέχρι τα δεκαεννέα της, που έφυγε από το Γύθειο, δεν ήξερε τι σημαίνει διασκέδαση. Δεν είχε μυρίσει το άρωμα του καφέ στις καφετέριες του Γυθείου, ούτε είχε σκάσει ένα ξέγνοιαστο χαμόγελο με την παλιοπαρέα. Γιατί δεν υπήρχε παλιοπαρέα. Ο αδελφός της ο Οδυσσέας, έξι χρόνια μεγαλύτερος της, το είχε σκάσει σε ηλικία δεκαέξι ετών. Δεν άντεξε την καταπίεση κι έκανε την επανάστασή του. Λυτρώθηκε.

«Θα φύγω μακριά», είπε ένα πρωί στην αδελφή του και με μια βαλίτσα στο χέρι εξαφανίστηκε, δίχως να τον αντιληφθεί κανείς.

Εκείνη τη στιγμή ζούσε στη Θεσσαλονίκη κι ήταν πατέρας δύο πανέμορφων κοριτσιών. Κράτησε επαφές με τη Ζωή αλλά με τον πατέρα τους ήταν στα μαχαίρια για χρόνια.

Η Ζωή, έχοντας μοναδικό σκοπό να φύγει από το Γύθειο διάβαζε νυχθημερόν κι έτσι κατάφερε να περάσει στην ΑΣΟΕ Αθηνών. Επ ουδενί  δεν ήθελαν οι γονείς της να φύγει για σπουδές. Της έλεγαν πως θα την παντρέψουν με τον Νικήτα Πολυμενάκο, έναν τριανταπεντάρη, εργάτη σε λιοτριβείο, από τον Άγιο Νικόλα, ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Γύθειο. Στην ιδέα και μόνο του γάμου της με έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε, που δεν είχε ερωτευτεί, η Ζωή έπαθε νευρικό κλονισμό. Κατάληξη του νευρικού κλονισμού, η απόπειρα αυτοκτονίας.

Η Ζωή από μικρή είχε αδυναμία στη θάλασσα. Ο υδάτινος εκείνος κόσμος αποτελούσε για αυτήν έναν ολάκερο παράδεισο. Καταλαβαίνοντας λοιπόν πως με έναν γάμο το μόνο που θα γινόταν θα ήταν μεταφερθεί από τη μια φυλακή στην άλλη, σάλεψε το μυαλό της. Άρπαξε το παλιό ποδήλατο του αδελφού της και, χωρίς καν να ξέρει να το οδηγεί, άρχισε να τρέχει στους δρόμους του Γυθείου. Κατέληξε σε μια παραλία με γόνατα γδαρμένα και ματωμένα από τις συνεχόμενες πτώσεις. Πέταξε το ποδήλατο στην άμμο, πήρε φόρα κι έπεσε στη θάλασσα να πνιγεί. Ήταν η μοναδική διέξοδος ώστε να νιώσει επιτέλους ελεύθερη. Για μεγάλη της τύχη βρέθηκε κάποιος άνθρωπος σε εκείνη την έρημη παραλία. Κάποιος τυχαίος ψαράς που έπλεκε τα δίχτυα του την έσωσε. Ήξερε καλά τον πατέρα της, οπότε επέστρεψε τη Ζωή στο σπίτι της σχεδόν μισολιπόθυμη. Ήταν δυνατό πλήγμα εκείνο το συμβάν για τον πατέρα της Ζωής, ο οποίος της είχε αδυναμία. Το έκρυβε καλά όμως. Έτσι, προκειμένου λοιπόν να τη χάσει κατάφερε κι έπεισε τη μάνα της να την αφήσουν να σπουδάσει στην Αθήνα. Με την προϋπόθεση βέβαια πως μια φορά τον μήνα θα ανέβαινε εκείνη για την φροντίζει και το κυριότερο, να την ελέγχει.

Κατά την διάρκεια των σπουδών της, η Ζωή ανακάλυψε το πόσο αντικοινωνική και ανασφαλής ήταν. Έδωσε μεγάλο αγώνα, κυρίως εσωτερικό, για να ενταχθεί στην πολυπληθή και σκληρή κοινωνία της πρωτεύουσας.

Είχαν περάσει περίπου δύο χρόνια από όταν εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όταν ανακάλυψε πως αυτό που σπούδαζε δεν της ταίριαζε καθόλου. Οι κλίσεις της ήταν καλλιτεχνικές, όπως εξάλλου συμβαίνει με όλους σχεδόν τους εσωστρεφείς ανθρώπους. Αρχικά δεν ήξερε τι της ταιριάζει έτσι πέρασε από όλα τα στάδια. Ζωγραφική, θέατρο, τραγούδι. Κανένα όμως από αυτά δεν της κάλυπτε το κενό της ψυχής της. Μέχρι που τυχαία ανακάλυψε πως μια καλή μέθοδος έκφρασης κι εξωτερίκευσης συναισθημάτων ήταν ο χορός. Στην αρχή ασχολήθηκε με τους Ελληνικούς χορούς, λαϊκούς και παραδοσιακούς. Σύντομα όμως γνώρισε τη μαγεία των κοινωνικών χορών. Όλη η μοναξιά κι η απομόνωση των παιδικών της χρόνων μεταλλάχθηκε σε κοινωνικότητα κι αγάπη για επικοινωνία.

Η Ζωή μεταμορφώθηκε. Βγήκε από το ασφυκτικό κουκούλι της και πέταξε με τα πολύχρωμα φτερά της. Για να πληρώνει τα δίδακτρά της στη σχολή χορού και να αποκτήσει το πολυπόθητο δίπλωμα, δούλευε σε δύο δουλειές. Το πρωί ως τηλεφωνήτρια σε εταιρία δημοσκοπήσεων και το βράδυ σερβιτόρα σε καφέ. Τις ώρες που είχε κενές τις αφιέρωνε στα μαθήματά της. Όσο μπορούσε διάβαζε και για τη σχολή της. Έπρεπε να πάρει το πτυχίο από την ΑΣΟΕ. Δεν τολμούσε να αποκαλύψει στους γονείς της για τη μεγάλη της αγάπη, τον χορό. Θα την ανάγκαζαν να επιστρέψει στο Γύθειο και θα την πάντρευαν με τον Νικήτα, ο οποίος ακόμα περίμενε. Οπότε ο χορός και οι διπλές εργασίες της ήταν επτασφράγιστα μυστικά από την οικογένεια Βορέα. Όταν βρισκόταν η μάνα της στην Αθήνα, που ευτυχώς οι επισκέψεις είχαν αραιώσει με τα χρόνια, η Ζωή προφασιζόταν πως διάβαζε με μια φίλη της για τη σχολή ή πως τους είχαν βάλει και απογευματινά μαθήματα, έτσι ώστε να δικαιολογεί τις πολύωρες απουσίες της.

 Στον χορό διέπρεψε και με την ολοκλήρωση του επαγγελματικού της προγράμματος, προσλήφθηκε άμεσα από την ίδια την σχολή, όπου φοιτούσε. Ο διευθυντής τη θεωρούσε μεγάλο κελεπούρι και δεν υπήρχε περίπτωση να του ξεφύγει και να πάει σε κάποια αντίπαλη σχολή. Τα λεφτά ήταν αρκετά καλά, έτσι σύντομα σταμάτησε από τις άλλες δύο δουλειές. Είχε πλέον χρόνο για τον εαυτόν της. Αλλά κι αυτόν τον λίγο χρόνο τον αφιέρωσε στον χορό, παρακολουθώντας σεμινάρια κι workshops για τη δουλειά και την εξέλιξή της.

Στα είκοσι πέντε της μπήκε στην ζωή της ο Αλέξανδρος, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα. Το μοναδικό εμπόδιο για την απόλυτη ευτυχία, ήταν η δουλειά του. Ο Αλέξανδρος εργαζόταν στο Ναύπλιο και δεν μπορούσε να τον βλέπει κάθε μέρα, παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα. Πήρε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση να ανοίξει δική της σχολή εκεί όπου βρισκόταν κι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της. Το Ναύπλιο το λάτρεψε. Εξάλλου ήταν δίπλα σε θάλασσα, πως να μην της αρέσει.

Όμως είχε έρθει η ώρα να φανερώσει το μεγάλο της μυστικό στην οικογένεια της. Δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο κρυφό γιατί εκτός από τη μετακόμισή της σε μια άλλη επαρχιακή πόλη, είχε και στο μυαλό της πως σύντομα θα ντυνόταν νυφούλα. Μάλλον αυταπάτη ήταν κι όχι σιγουριά. Οπότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να τους πει την αλήθεια. Στην αρχή οι γονείς της φάνηκαν ανένδοτοι. Μάλιστα την απείλησαν για μια ακόμα φορά με έναν γάμο με τον Νικήτα, που ακόμα περίμενε τη Ζωή στα σαράντα ένα του. Για πρώτη φορά η Ζωή αντέδρασε στην άκρως πειθαρχημένη οικογένειά της, υψώνοντας μάλιστα και τον τόνο της φωνής της.

«Θα φύγω και δεν θα με ξαναδείτε. Φτάνει πια! Δεν αντέχω άλλο αυτή την καταπίεση. Έχω μεγαλώσει και δεν ανέχομαι πλέον μια τέτοια αντιμετώπιση. Αν συνεχιστεί, δεν θα με ξαναδείτε ποτέ», τους πρόβαλε σαν απειλή.

Η μάχη κι ο πόλεμος κερδήθηκαν. Μέσα σε δύο μήνες η Ζωή ήταν ιδιοκτήτρια σχολής στο Ναύπλιο Αργολίδας και μάλιστα με την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς της. Το σημαντικότερο όμως για αυτήν ήταν πως βρισκόταν δίπλα στον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Ή έτσι τουλάχιστον πίστευε.

Με τα μάτια της γεμάτα δάκρια και την καρδιά της να χτυπάει στους ρυθμούς του κοντέρ, έτρεχε με το αυτοκίνητό της με κατεύθυνση την παραλία της Καραθώνας, λίγο πιο έξω από το Ναύπλιο. Έτρεχε όπως ακριβώς κάποια χρόνια πριν πάνω σε εκείνο το παλιό ποδήλατο του αδελφού της. Το κινητό της να χτυπούσε ακατάπαυστα μέσα στην τσάντα της μα εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη την πορεία της. Πάρκαρε στον χωματόδρομο που βγάζει στη θάλασσα κι άρχισε να τρέχει στην άμμο. Το μυαλό της ήταν θολωμένο. Έβλεπε τα όνειρά της να χάνονται. Η δουλειά της, ο άντρας που λάτρευε, όλη της η ζωή γκρεμιζόταν. Από τι; Από μια ανοησία, από μια περιέργεια, από έναν μύθο. Ευχήθηκε να γύριζε ο χρόνος πίσω. Θα έδινε τα πάντα για να μπορέσει να γυρίσει τους δείκτες του ρολογιού κάποιες στροφές προς το παρελθόν. Αυτό όμως ήταν μια ουτοπία, όπως το όνομα της ταμπέλας του παραλιακού, νυχτερινού καταστήματος που άφηνε πίσω στα χνάρια της.

Συνέχισε, περπατώντας στην αμμουδιά, μέχρι που έφτασε στον περιφερειακό χωματόδρομο της Αρβανιτιάς. Ο αέρας ήταν δροσερός και μύριζε βρεγμένο χώμα από την καταιγίδα της προηγούμενης μέρας. Το περπάτημα της έκανε καλό, στην προσπάθειά της να καθαρίσει το μυαλό της και να απαλύνει τους φόβους της. Η θάλασσα την ηρεμούσε. Έβρεξε τα χέρια της στο δροσερό νερό, ξεπλένοντας κάθε φόβο κι αγωνία. Αρκούσε η επαφή με το υγρό στοιχείο για να την κάνει να νιώσει ένας διαφορετικός άνθρωπος. Πιο δυνατός. Ήταν ευάλωτη σε τέτοιες συναισθηματικές θύελλες. Η θρυμματισμένη ψυχολογία της είχε ρίζες στα κατάλοιπα καταπίεσης της παιδική της ηλικίας. Η Ζωή ήταν εύκολο να γίνει έρμαιο στα χέρια οποιουδήποτε σφετεριστή.

 Σύντομα σταμάτησε για να θαυμάσει την υπέροχη αντίθεση που απλωνόταν στα μάτια της. Ένας κάθετος, σκληρός βράχος και πάνω του θρονιασμένο ένα κάστρο αιώνων με την απλότητα της θάλασσας να απλώνεται τριγύρω. Ένιωσε να χαλαρώνει λίγο και να αφήνεται σε αυτό το φυσικό ηρεμιστικό που μόνο στην αρμονία του περιβάλλοντος μπορούσε να βρει. Το τοπίο με τα μαύρα και λευκά σύννεφα του ουρανού έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής που έχει δημιουργήσει χέρι φυσιολάτρη καλλιτέχνη. Έναν τέτοιο πίνακα μόνο ο θεός θα μπορούσε να συνθέσει. Κατέληξε σε μια μικρή παραλία ακριβώς κάτω από τον κάθετο βράχο του Παλαμηδίου. Σε κάποιο σημείο του βράχου έχασκε μια σπηλιά, σαν ορθάνοικτο στόμα.

Η Ζωή κάθισε στα βότσαλα, χαζεύοντας τη θάλασσα. Ένα δυνατό κι απρόσμενο χτυποκάρδι ενώθηκε με το φτερούγισμα ενός μαύρου κορακιού που φτερούγισε από έναν βράχο. Κοίταξε την πορεία του ψηλά στον ουρανό.

Κακός οιωνός, σκέφτηκε.

Χαμένη στους ειρμούς του μυαλού της δεν αντιλήφθηκε την παρουσία μιας νεφελώδους μαύρης σκιάς που έβγαινε από τη σπηλιά παραδίπλα, σαν καπνός από τσιγάρο. Εκείνη η νεφελώδης μαύρη σκιά κατευθυνόταν προς τα πάνω της, γλιστρώντας τον κάθετο βράχο. Με μιας την περικύκλωσε, σαν φίδι πλασμένο από μαύρο αχνό κι αφού συρρικνώθηκε μπροστά της εισχώρησε μέσα στα ρουθούνια της, δίχως να προλάβει η Ζωή να προβάλλει καμία αντίσταση. Όλα θόλωσαν και μαύρισαν. Έχασε κάθε έλεγχο. Το σώμα της έγινε μια μαριονέτα υποκινούμενη από μια δαιμονική σκιά, παγιδευμένη σε ένα σάρκινο κλουβί. Αντιλαμβανόταν τα πάντα, ανέπνεε, ανοιγόκλεινε τα μάτια της. Οι κινήσεις της ήταν φυσιολογικές μα όχι με τη θέλησή της. Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να ουρλιάξει, να ζητήσει βοήθεια, να τρέξει αλλά μάταια. Τα ηνία του εγκέφαλού της τα κρατούσε πλέον κάποιος άλλος. Ένας δαίμονας, ο οποίος επέλεξε σωστά το θύμα του. Ένα θύμα σε στιγμή αδυναμίας, χωρίς να μπορεί να προβάλλει αντίσταση.

Αισθάνθηκε το σώμα της να σηκώνεται από την παραλία και να ανεβαίνει προς τον δρόμο. Βρέθηκε ακριβώς κάτω από το άνοιγμα της σπηλιάς. Ξαφνικά, με κινήσεις αιλουροειδούς, σκαρφάλωσε τον βράχο μέσα σε δευτερόλεπτα και βρέθηκε στο χείλος της. Μπήκε μέσα κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Ο Χρήστος, ο Αλέξανδρος κι η Φανή είδαν τη Ζωή να εξαφανίζεται από το σπίτι, εν ριπή οφθαλμού. Ο Αλέξανδρος έτρεξε να προλάβει να τη σταματήσει αλλά εκείνη είχε γίνει άφαντη με το αυτοκίνητό της.

«Δεν την πρόλαβες;», ρώτησε η Φανή ταραγμένη.

Ο Αλέξανδρος από τον θυμό του βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω του, δίχως να της απαντήσει. Ο Χρήστος πήρε το κινητό κι έκανε κλήση στη Ζωή. Καμία απάντηση.

«Είναι επιπόλαιη! Όχι, απλώς είναι ηλίθια!».

Είχε χάσει πλέον τον έλεγχο του ο Αλέξανδρος. Έβριζε, φώναζε και κατηγορούσε την κοπέλα, βγάζοντας έτσι από μέσα του τον θυμό του αλλά και την ένταση των προηγούμενων ημερών που είχε συσσωρευτεί.

«Ολόκληρη συζήτηση κάναμε για τους κινδύνους που μας απειλούν κι αυτή δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν σηκώνει καν το τηλέφωνό της», ούρλιαξε.

Μια δολοφονία βάραινε το κεφάλι τους, σαν δαμόκλεια σπάθη έτοιμη να πέσει και να τους κόψει στα δύο. Η Ζωή όμως δεν είχε συναίσθηση της επικινδυνότητας σύμφωνα με τον Αλέξανδρο.

Τη φορτισμένη αυτή κατάσταση διέκοψε απότομα η κραυγή της Αγνής. Κι οι τρεις έτρεξαν στον πρώτο όροφο. Τη βρήκαν να κλαίει. Η Φανή την αγκάλιασε.

«Τι σου συνέβη καρδιά μου;», ρώτησε ο Χρήστος.

Με τρεμάμενο χέρι και το κεφάλι χαμηλά έδειξε προς το παράθυρο. Μέσα από τους λυγμούς της κατάλαβαν πως κάποιος την παρακολουθούσε, σκαρφαλωμένος στο δέντρο που υπήρχε στην πίσω αυλή.

«Είδες κάποιον άνθρωπο, καλή μου; Μήπως ήταν ζωάκι και φοβήθηκες», προσπάθησε να καταλάβει η Φανή.

Η μικρή δεν απαντούσε με σιγουριά, μόνο έκλαιγε. Ο Αλέξανδρος πήγε στο παράθυρο για να ελέγξει την κατάσταση. Μια μαύρη γάτα νιαούριζε μόνο κάτω από το δέντρο. Περίμενε για κάποιον μεζέ.

«Μια γάτα ήταν μόνο. Προσπάθησε να την ηρεμήσεις», είπε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

Η μικρή έδειχνε πραγματικά φοβισμένη κι η Φανή προσπάθησε με τον τρόπο της να την καθησυχάσει. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους να φύγουν από το δωμάτιο, μήπως και κατάφερνε να τη βάλει για ύπνο. Κατέβηκαν πάλι στο σαλόνι. Ο Αλέξανδρος άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στον καναπέ. Ο Χρήστος βολεύτηκε απέναντί του και τον παρακολουθούσε αφηρημένος.

«Άλεξ πιστεύεις ότι ήταν κάποιος στο δέντρο;».

Δεν τον καθησύχασε η άρνηση του φίλου του, ούτε η διαβεβαίωσή του πως απλώς ήταν μια γάτα εκεί έξω που τριβόταν στα σκαλιά.

«Νομίζω πως είμαστε εκτεθειμένοι και πρέπει να προστατευτούμε. Ιδίως τις γυναίκες και τη μικρή. Το κακό είναι πως δεν γνωρίζουμε τίποτα για το θέμα του δαίμονα, ούτε καν για όλους αυτούς που μας κυνηγούν, πέρα από κάποιες μικρολεπτομέρειες. Σίγουρα με κάποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους», συνέχισε ο Χρήστος.

Η Φανή, κατεβαίνοντας την σκάλα, τούς έκανε νόημα να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους. Η Αγνή ήδη κοιμόταν. Ήταν αρκετά αναστατωμένη.

Το απόγευμα ο Χρήστος βρισκόταν στη σχολή της Ζωής. Λογικά θα εμφανιζόταν για τα μαθήματά της. Εκεί βρισκόταν ο Άλιεβ, ο ρώσος δάσκαλος χορού από την Αθήνα,που είχε προσλάβει η Ζωή πριν κάποιους μήνες. Ένας ψηλός, καλογυμνασμένος άντρας με το μακρύ μαλλί του πιασμένο κοτσίδα. Είχε βοηθήσει τη Ζωή με τον καλύτερο τρόπο στην πορεία της σχολής. Οι γνώσεις του για τον χορό ήταν άρτιες και το επίπεδό του υψηλό. Δεν υπήρχε ούτε ένας μαθητής που να είχε παράπονο για τον Άλιεβ. Βλέποντας τον Χρήστο, έτρεξε και τον χαιρέτησε.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω Χρήστο! Αν ήρθες εδώ για τη Ζωή, δυστυχώς δεν έχει έρθει ακόμα. Να σου προσφέρω λίγο καφέ;».

«Όχι, ευχαριστώ, Άλιεβ! Θα περιμένω τη Ζωή. Την είδες καθόλου σήμερα;».

«Για πολύ λίγο, νωρίς το απόγευμα! Φερόταν λίγο παράξενα. Μάλλον είναι κουρασμένη. Συγγνώμη αλλά πρέπει να συνεχίσω το μάθημά μου. Με περιμένει».

Δεν άργησε η Ζωή να κάνει την εμφάνισή της στη σχολή. Εντυπωσιακά ντυμένη και βαμμένη αρκετά έντονα για τις συνήθειές της. Όμως φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Με το που είδε τον Χρήστο, τού χαμογέλασε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο γραφείο της. Έκλεισε την πόρτα, κάθισε στην καρέκλα της και τον κοίταξε με τα μάτια μισάνοιχτα, κάπως ειρωνικά. Ο Χρήστος έμεινε για λίγο να την παρατηρεί. Για μια στιγμή ήταν σίγουρος πως είδε μια σκιά να παλεύει μέσα στην πράσινη λίμνη του ματιού της, μια σκιά που ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια.

«Με κοιτάζεις λίγο περίεργα ή μου φαίνεται;», ρώτησε η Ζωή με εκείνη τη μόνιμη πλέον ειρωνεία στο βλέμμα. «Σε διαβεβαιώνω πως είμαι μια χαρά, τέλεια όπως βλέπεις. Σ’ αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα; Σήμερα το αγόρασα. Είναι λίγο τολμηρό αλλά για τη δουλειά που κάνω είναι ότι πρέπει».

Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποφύγει τη συζήτηση. Κάτι όμως στο όλο σκηνικό δεν είχε λογική. Οι αντιδράσεις της Ζωής ήταν ξένες προς τον χαρακτήρα της.

«Που πήγες το πρωί; Σε παίρναμε στο κινητό αλλά δεν το σήκωνες. Δεν έχεις καταλάβει ακόμα πως κινδυνεύουμε;».

Προσπαθούσε με την αγωνία στο βλέμμα του να την συνεφέρει αλλά μάταια.

«Μη λες βλακείες», του πέταξε στα μούτρα. «Κάθισα και σκέφτηκα όλα όσα έγιναν και κατέληξα πως αντιδράσαμε υπερβολικά. Δεν πιστεύω τώρα να πιστεύεις σε δαίμονες και φρικιά; Παραμύθια! Απλώς ήμασταν επηρεασμένοι τόσο καιρό από τις ανοησίες που κάναμε στο σπίτι σου εκείνο το βράδυ κι όλα φαίνονταν από άλλη διάσταση πλέον. Είμαι σίγουρη πως και στην Αθήνα ο Αλέξανδρος θα πείραξε κάποια μικρή κι η παρέα της σας έβαλε στο μάτι. Έπρεπε να φάει περισσότερες μήπως και βάλει μυαλό».

«Τι λες Ζωή; Παραμύθι ήταν και η δολοφονία του γλωσσολόγου; Μια φρίκη ήταν που δεν μπορείς να καταλάβεις αν δεν τη ζήσεις».

Το δαιμονικό πλέον μυαλό της Ζωής άρχισε να δουλεύει ασταμάτητα.

«Σύμπτωση. Μπορεί να χρωστούσε κάπου λεφτά ή να είχε μπλεχτεί σε περίεργες καταστάσεις. Τόσα ακούμε κάθε μέρα. Αυτό δεν θα πρέπει να μας κάνει να κρυβόμαστε. Μάλλον διαβάζεις πολλά μυθιστορήματα φαντασίας τελευταία».

Ο Χρήστος την άκουγε αποσβολωμένος.

«Τι σου συνέβη; Δεν είσαι η Ζωή που γνωρίζω τόσο καιρό».

Ακόμα κι ο Χρήστος, που φημιζόταν για την αυτοκυριαρχία και την αυτοσυγκράτησή του, είχε πλέον χάσει τη ψυχραιμία του με όσα άκουγε.

«Μάλλον δεν με ξέρεις όσο καλά νομίζεις. Τέλος πάντων. Χρήστο νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις. Πρέπει να ετοιμαστώ για τα μαθήματά μου. Αρκετό χρόνο σπατάλησα με φαντασιοπληξίες. Α, στο σπίτι δεν θα έρθω το βράδυ. Κανόνισα να βγω για ποτό. Μη με περιμένετε».

Είδε την αποστροφή στα μάτια του Χρήστου αλλά δεν πτοήθηκε.

«Όσο για τον φιλαράκο σου τον Αλέξανδρο, δεν πρόκειται να του δώσω λογαριασμό για το που θα πάω και με ποιόν. Αποφάσισα να ζήσω τη ζωή μου με τον καλύτερο τρόπο και δεν θα αφήσω κανέναν να μπει εμπόδιο σε αυτό», είπε και του έδειξε την πόρτα του γραφείου της με το δάχτυλο. Το πρόσωπό της είχε γίνει μια σκληρή, άκαμπτη μάσκα.

Ο Χρήστος βγήκε από το γραφείο έκπληκτος από τη συμπεριφορά της φίλης του. Τι συνέβη στο ευαίσθητο κορίτσι που γνώρισε πριν έναν χρόνο περίπου; Η Ζωή δεν είχε μιλήσει ποτέ άσχημα μέχρι τώρα και, με κανέναν τρόπο, δεν θα φερόταν στον ίδιο με τόση αγένεια. Πάντα θαύμαζε τον χαρακτήρα της. Την ευγένεια, το ήθος και την απλότητά της. Εκείνη τη μέρα είχε ντυθεί κι είχε βαφτεί σαν πόρνη. Πέρα από αυτό, ο τρόπος της ήταν άξεστος. Χαιρέτησε τον Άλιεβ και βγήκε από τη σχολή με αμηχανία. Πήγε σε  ένα σημείο που δεν μπορούσε να τον δει κανείς με σκοπό να παρακολουθήσει για λίγο την κατάσταση στη σχολή από τη τζαμαρία. Η Ζωή βγήκε στην αίθουσα χορού και ξεκίνησε το μάθημά της. Την είδε να κάνει νευρικές, σπασμωδικές σχεδόν κινήσεις. Να παρατάει δίχως λόγο τον μαθητή της, να μιλάει στο τηλέφωνο και να δείχνει έξαλλη. Με το μάθημά της φαινόταν αδιάφορη κι αδρανής. Δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία πως κάτι παράξενο τής είχε συμβεί.

Στην πραγματικότητα η Ζωή σπάραζε από μέσα της. Δεν μπορούσε να πάρει τον έλεγχο του εαυτού της. Κάθε στιγμή ήταν και πιο έντονο αυτό το συναίσθημα. Κάθε ώρα που περνούσε έχανε τον εαυτό της όλο και περισσότερο. Η προσωπικότητά της υποκινούταν από μια σκιά. Με τα νύχια της ψυχής της έγδερνε το σαρκίο της για να απελευθερωθεί. Όμως μια ψυχή είναι αδύναμη, ή μάλλον δεν γνωρίζει τον σωστό τρόπο ώστε να γίνει δυνατή. Μέσα σε λίγη ώρα η Ζωή έφτασε σε σημείο να τσακωθεί με όλους στη σχολή. Με συνεργάτες, μαθητές, με όσους έβλεπε μπροστά της. Από μέσα της ούρλιαζε αλλά δεν την άκουγε κανείς. Αφού τελείωσαν τα μαθήματα, φώναξε τον Άλιεβ στο γραφείο της.

«Η Ευτυχία μου έκανε παράπονα σήμερα Άλιεβ, πως κατά τη διάρκεια του μαθήματός σας μιλούσες στο κινητό».

Ο τόνος της ήταν ψυχρός και το βλέμμα της θανατηφόρο. Δεν τον άφησε καν να μιλήσει, να εξηγήσει.

«Μην προσπαθείς να μου δικαιολογηθείς. Είσαι απαράδεκτος κι αν συνεχίσεις έτσι, σε βλέπω εργάτη σε οικοδομές, όπως δουλεύουν κι οι περισσότεροι από την πατρίδα σου».

Το τελευταίο της σχόλιο έγινε κεντρί θανατηφόρο για τον φιλήσυχο Ρώσο.

«Ο τρόπος σου δηλώνει πως θέλεις να με διώξεις από τη σχολή, Ζωή. Προσπαθείς να μου το πεις με πλάγιο τρόπο;».

Η φωνή του έτρεμε από την αδικία που αντιμετώπιζε. Η Ζωή μέχρι εκείνη την στιγμή του είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο. Δεν την αναγνώριζε.

«Όχι, τουλάχιστον όχι ακόμα. Και κάτι τελευταίο. Από σήμερα δεν θα με αποκαλείς Ζωή. Κυρία Βορέα θα με λες. Πρέπει να καταλάβουν όλοι ποιά είναι η ιδιοκτήτρια κι η διευθύντρια εδώ μέσα».

Τα μάτια της Ζωής άστραφταν και τα χαρακτηριστικά της είχαν σχεδόν παραμορφωθεί. Ευτυχώς το έντονο μακιγιάζ, που κάλυπτε το πρόσωπό της, δεν το έκανε εμφανές. Αφού έφυγε ο Άλιεβ, έκλεισε τα φώτα, κάθισε στην πολυθρόνα της κι άναψε ένα τσιγάρο από το πακέτο του Άλιεβ. Δεν είχε καπνίσει ποτέ μέχρι τότε.

Το ίδιο βράδυ η Ζωή βρισκόταν στο σπίτι της κι ετοιμαζόταν για τη βραδινή της έξοδο. Προκλητικά ντυμένη και φτιασιδωμένη, δεν έμοιαζε καθόλου με τη γλυκιά κοπέλα που ήταν πριν. Ο θυμός ήταν έκδηλος μέσα της. Ο δαίμονας είχε βρει πρόσφορο έδαφος στη θαμμένη καταπίεσή της. Είχε απελευθερώσει κάθε δυσάρεστο, παιδικό συναίσθημα, το οποίο είχε γίνει χείμαρρος εκδίκησης. Όλη η γλυκύτητα είχε μετατραπεί σε μια αχόρταγη σεξουαλική πείνα.

Τη στιγμή που πήγε να ανοίξει την πόρτα για να βγει, χτύπησε το τηλέφωνό της. Γύρισε πίσω και το σήκωσε.

«Ποιος είναι;».

Η φωνή της ήταν έντονη, σχεδόν άγρια.

«Καλησπέρα Ζωή, η Φανή είμαι. Είσαι καλά;», ακούστηκε η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής.

«Α, εσύ! Τι θες; Είμαι έτοιμη να βγω».

«Τέτοια ώρα; Δεν το συνηθίζεις».

«Κι εσύ τι είσαι; Μάνα μου; Κοίτα, δεν γουστάρω καταπιέσεις. Πρέπει να κλείσω. Μη με καθυστερείς».

«Ζωή πως μιλάς έτσι;».

«Όπως γουστάρω».

«Τον Αλέξανδρο δεν τον σκέφτεσαι; Σε περιμένει εδώ στο σπίτι. Έλα σε παρακαλώ να μιλήσουμε».

«Δεν  έχω καμία διάθεση να τον δω, ούτε σήμερα, ούτε ποτέ. Τελείωσε το θεματάκι με τον μαλάκα! Ας πάει να πηδιέται με όποια τσούλα θέλει στην Αθήνα. Εμένα ας με ξεχάσει».

«Μα Ζωή…».

Η γραμμή είχε κλείσει. Η Ζωή βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω της κι έφυγε για τα υποφωτισμένα πλακόστρωτα της πόλης.

Για ώρες περιπλανιόταν με άγνωστες γυναίκες σε μπαράκια του Ναυπλίου, πίνοντας ό,τι έβρισκε μπροστά της κι ό,τι την κερνούσαν. Κάποια στιγμή βαρέθηκε και έφυγε από την παρέα, δίχως καν να χαιρετήσει. Ήθελε να πιεί μόνη της.

Επέλεξε το πιο σκοτεινό, το πιο περίεργο μπαρ που ήξερε. Μπήκε μέσα κι αφέθηκε στον αποπνικτικό αέρα του τσιγάρου. Κάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό του μπαρ και κρέμασε ένα τσιγάρο στην άκρη των χειλιών της. Πριν προλάβει να το ανάψει με τον αναπτήρα της, ένιωσε την κάψα από έναν ήδη αναμμένο, δίπλα της. Γύρισε το βλέμμα κι είδε έναν όμορφο νεαρό να της χαμογελάει πονηρά.

«Να σας ανάψω;».

Η φωνή του ήταν αργή και αισθησιακή. Τα μάτια του έλαμπαν στο ημίφως. Η λεία του επιδερμίδα μοσχομύριζε.

«Το έκανες, ήδη», του απάντησε η Ζωή με πρόστυχο τρόπο, γλείφοντας την άκρη των χειλιών της.

«Είσαι μόνη;».

«Όχι πλέον. Κάθισε».

Δεν χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Άρπαξε το σκαμπό παραδίπλα και κόλλησε στη Ζωή.

«Μιχαήλ!», χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του.

Η Ζωή πάγωσε. Δεν του έδωσε το δικό της.

«Κρίμα», είπε και κοίταξε το ποτό που μόλις άφησε μπροστά της ο μπάρμαν.

«Γιατί κρίμα;».

«Τόσο όμορφος άντρας με τόσο απαίσιο όνομα; Μπορώ να σε λέω Φόρο;».

«Από τον Εωσφόρο;», κάγχασε ο Μιχαήλ, χωρίς να δει το έντονο βλέμμα της Ζωής που τον κάρφωνε.

Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το πόδι του. Ο νεαρός άντρας αναστέναξε αμήχανα. Τα δάχτυλα της Ζωής χάιδεψαν το πόδι του, ανεβαίνοντας προς τον καβάλο. Το βλέμμα του Μιχαήλ έγινε λάγνο. Είχε μαγευτεί από τη γυναίκα απέναντί του. Σαν να είχε μπλεχτεί στα δίχτυα μιας αράχνης και δεν μπορούσε να κουνηθεί, ούτε καν να κοιτάξει αλλού. Η Ζωή πέταξε ένα χαρτονόμισμα στο μπαρ, άρπαξε το χέρι του άντρα και τον τράβηξε.

Σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο διαμέρισμά της. Ο Μιχαήλ ήταν σε κατάσταση έκστασης. Αφέθηκε στα διψασμένα χέρια της. Η Ζωή ερωτοτρόπησε μαζί του, βγάζοντας όλη την καταπίεση των τόσων χρόνων. Μετά από ώρες ο Μιχαήλ ένιωθε αποκαμωμένος. Η Ζωή όμως, σαν άλλη γυναίκα αράχνη, δεν άφηνε το θύμα της να ξεφύγει.

«Μήπως είναι αργά; Να φύγω;», ψέλλισε ξέπνοα ο Μιχαήλ.

«Μα ακόμα δεν αρχίσαμε», χαμογέλασε η Ζωή, ενώ τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν περίεργα.

«Πρέπει… πρέπει να φύγω, αλήθεια».

«Μάλλον δεν με κατάλαβες. Δεν έχεις να πας πουθενά. Δεν τελειώσαμε οι δυο μας».

Το χαμόγελό της μετατράπηκε σε μάσκα οργής. Τα μάτια της κοκκίνισαν σαν φλόγες φωτιάς. Ο Μιχαήλ, γυμνός όπως ήταν, μαζεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού.

«Σε παρακαλώ! Άσε με να φύγω».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, όταν ένιωσε το χέρι της Ζωής να του διαλύει με μια μπουνιά το σαγόνι. Ζαλίστηκε κι αφέθηκε λιπόθυμος στο ιδρωμένο σεντόνι. Όταν συνήλθε, μετά από λίγα λεπτά, την είδε απέναντί του, αγριεμένη σε θέση γάτας, με το κεφάλι γυρισμένο στραβά κι από το στόμα της να βγαίνουν αφροί. Τα μάτια της τον κάρφωναν έντονα και στο χέρι κρατούσε ένα μαχαίρι.

«Μη… μη μου κάνεις κακό».

«Έχεις κάτι δικό μου και το θέλω».

Η φωνή της είχε αλλοιωθεί. Ήταν βραχνή, απόκοσμη. Τον πλησίασε με αργές κινήσεις αιλουροειδούς. Ο Μιχαήλ έκανε να φύγει αλλά με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε από το χέρι. Το ένιωσε σαν καυτό μέταλλο πάνω του. Ούρλιαξε. Η Ζωή άρχισε να γελά παράφρονα. Πλησίασε το μαχαίρι στα γεννητικά του όργανα. Ο Μιχαήλ πάγωσε. Ένιωσε την παγωμένη λεπίδα να τον ακουμπά στη ρίζα του οργάνου του.

«Όχι, σε παρακαλώ…».

«Σου είπα πως είναι δικό μου και θα το πάρω».

Με μια κίνηση αφαίρεσε το όργανο από το σώμα του Μιχαήλ. Ο νεαρός ούρλιαξε κι έχασε τις αισθήσεις του. Η Ζωή έφτυσε στην πληγή και το αίμα σταμάτησε αμέσως. Πήρε το αναίσθητο σώμα του νεαρού και με μεγάλες δρασκελιές βγήκε από το σπίτι.

Την άλλη μέρα το πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι τη συνηθισμένη ώρα, στις οκτώ και μισή. Η Ζωή πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Έτρεξε πανικόβλητη στο μπάνιο κι άρχισε να ξερνάει. Πήγε στο νιπτήρα κι έριξε νερό στο πρόσωπό της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και με το θέαμα ανατρίχιασε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Δεν είχε αφαιρέσει το μακιγιάζ της προηγούμενης βραδιάς, το οποίο είχε απλωθεί σε όλο το πρόσωπο της. Φαινόταν σαν μια αλκοολική πουτάνα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε τον έλεγχο του σώματός της και του μυαλού της.

«Είμαι ελεύθερη! Έφυγε».

Δεν είχε καταλάβει όμως το παιχνίδι του δαίμονα. Εκεί ήταν, μέσα της και γελούσε με την αφέλειά της. Την άφησε να νομίζει πως ξαναπήρε τον έλεγχο.

Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα της. Άδεια μπουκάλια από ποτό ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Ρούχα ριγμένα παντού, ανάμεσά τους κι ένα εσώρουχο αντρικό. Δεν παρατήρησε όμως το αίμα στα σεντόνια της. Αμέσως τις ήρθαν στο μυαλό οι ακολασίες της προηγούμενης βραδιάς. Μια ατελείωτη μπαρότσαρκα με κάποιες γνωστές της από τη σχολή. Την είχαν κεράσει άπειρα σφηνάκια, άφθονη κατανάλωση ποτού. Και βέβαια φλερτ με όλα σχεδόν τα αρσενικά του Ναυπλίου. Αυτή όμως διάλεξε ένα, το πιο ωραίο, και πέρασε μαζί του μια νύχτα ακολασίας. Πέρασαν από το νου της σκηνές από το άκρως ερωτικό βράδυ που προηγήθηκε. Ξέσπασε σε κλάματα. Η αποτρόπαιη σκηνή του κομμένου οργάνου είχε διαγραφτεί από το μυαλό της.

Κοίταξε το κινητό της. Είκοσι τέσσερις κλήσεις από τον Αλέξανδρο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε τι να του πει και πως να τον αντιμετωπίσει. Θα του έλεγε την αλήθεια ή θα κρατούσε κρυφή την απιστία της; Μα δεν είχε τον έλεγχο στα χέρια της. Πως θα του έδινε να καταλάβει όμως το τι είχε συμβεί; Θα την πίστευε ή θα την παρατούσε; Δεν θα το άντεχε. Αποφάσισε να μην του πει τίποτα. Θα ανέφερε μόνο την αδυναμία που την ώθησε να εξαφανιστεί την προηγούμενη μέρα. Ναι, αυτό θα έλεγε. Κάλεσε αμέσως τον Αλέξανδρο. Εκείνος το σήκωσε αλλά δεν τον άφησε να μιλήσει. Του ζήτησε μόνο να πάει να την πάρει. Θα του τα εξηγούσε όλα από κοντά.

Μάζεψε γρήγορα τον χώρο κι έκανε ένα μπάνιο για να βγάλει από πάνω της όλα τα απομεινάρια της προηγούμενης βραδιάς. Ντύθηκε και περίμενε τον Αλέξανδρο. Εκείνος δεν άργησε. Άκουσε τον γνωστό ήχο του αυτοκινήτου του να σταματάει έξω από το διαμέρισμά της. Πόσο ήθελε να κλειστεί στην αγκαλιά του και να σταματήσει ο χρόνος εκεί. Σηκώθηκε να του ανοίξει κι ένιωσε μια ζαλάδα. Όλα μαύρισαν. Η σκιά αναλάμβανε δράση. Είχε πετύχει τον σκοπό της.

«Όχι τώρα!», ούρλιαξε βουβά η Ζωή.

Καταράστηκε την ατυχία της. Δεν πρόλαβε καν να του μιλήσει. Ένιωθε αβοήθητη. Άνοιξε την πόρτα. Ο Αλέξανδρος έδειχνε θυμωμένος. Μπήκε μέσα χωρίς να της δώσει σημασία και περίμενε να κλείσει την πόρτα. Η Ζωή πήγε κοντά του, τού χαμογέλασε με λάγνο ύφος, τον άρπαξε από το μαλλί κι έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του. Με τα χέρια της άρχισε να χαϊδεύει κάθε σημείο του σώματός του. Δεν άργησε να νιώσει τον ερεθισμό του. Σχεδόν τού έσκισε το πουκάμισο και τον πέταξε στον καναπέ. Μια κίνηση χρειάστηκε μόνο για να αφαιρέσει το φόρεμά της και να μείνει τελείως γυμνή. Με ένα πήδημα όρμησε πάνω του και τον καθήλωσε ώστε να μην μπορεί να κάνει καμία κίνηση. Άρχισε να του γλύφει τον λαιμό και να τον δαγκώνει ελαφρά. Ο Αλέξανδρος ανίκανος να αντιδράσει από την ερωτική αυτή κάψα, αφέθηκε στα χέρια της. Όλος ο θυμός του έγινε πάθος. Ο έρωτάς τους ήταν άγριος κι ατελείωτος. Τα κορμιά τους είχαν ιδρώσει από την έξαψη και τον πόθο. Έμειναν ξέπνοοι στο πάτωμα με τη Ζωή να χαμογελάει πονηρά και τον Αλέξανδρο ανήμπορο να κινηθεί, ανίκανο να σκεφτεί.

«Τι ήταν όλο αυτό; Σίγουρα δεν ήταν ο λόγος για τον οποίο ήρθα».

Ο Αλέξανδρος μέσα από την παραζάλη του απρόσμενου πάθους που του χάρισε, προσπαθούσε να οργανώσει τις σκέψεις του. Να κατανοήσει αυτήν την απίστευτη αλλαγή της.

«Το ξέρω αλλά σκέφτηκα να σε ηρεμήσω πρώτα λίγο. Δεν έχω διάθεση για φωνές και επιπλήξεις».

Παρατήρησε το οργισμένο ύφος που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Ήταν έτοιμος για μια ακόμα φορά να εκραγεί. Όχι από ηδονή όπως πριν λίγα λεπτά αλλά από θυμό. Δεν τον άφησε να μιλήσει.

 «Τι θέλεις Αλέξανδρε; Άντε, ό,τι είναι να πεις, πες το να τελειώνουμε. Ή μάλλον καλύτερα μην πεις απολύτως τίποτα. Δίνε του τώρα».

Για άλλη μια φορά η Ζωή είχε παραμορφωθεί. Όμως, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να το δει γιατί ο χώρος ήταν σκοτεινός.

Ένιωσε το αίμα να βράζει στις φλέβες του. Τον είχε φτάσει στα όριά του. Φωτιά έκαιγε μέσα του. Σηκώθηκε από το πάτωμα και την έπιασε από το μαλλί. Η Ζωή με μια απρόσμενη κίνηση τού ξέφυγε και πήδησε απέναντι, γελώντας και βρίζοντας χυδαία. Αυτός αγανακτισμένος τη χτύπησε στο πρόσωπο. Τότε είδε την παραμόρφωση που είχε υποστεί. Είχε αρχίσει να βγάζει αφρούς και τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί με αποτέλεσμα να μοιάζει με εξωπραγματικό ον. Λύγισε πάνω στα πόδια της και με ένα απόκοσμο ουρλιαχτό χίμηξε στον Αλέξανδρο. Έχωσε τα νύχια της στο δέρμα του και τον δάγκωσε στο μπράτσο. Ένιωσε φρικτό πόνο και με όλη του τη δύναμη την πέταξε απέναντι με αποτέλεσμα να καταρρεύσει μαζί με το σύνθετο. Κορνίζες, βάζα, ποτήρια και αναμνηστικά βρέθηκαν σπασμένα στο πάτωμα. Η Ζωή πετάχτηκε και με ένα ακόμα πήδημα όρμησε στον Αλέξανδρο, ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι του και το χτυπούσε με οργή στο δάπεδο, μέχρι που εκείνος έχασε τις αισθήσεις του. Τον κοίταξε αδιάφορα, όπως ήταν αναίσθητος πάνω στα κατάλευκα πλακάκια, ενώ ένα μικρό ρυάκι κυλούσε αργά, βάφοντας κόκκινη τη διαδρομή του. Σηκώθηκε αργά, πλύθηκε, ντύθηκε κι έφυγε.

Οι ρόδες του αυτοκινήτου της, όπως και τα μάτια της, έβγαζαν σπίθες. Δεν είχε τη δύναμη να παλέψει για να γλιτώσει από τον κατακτητή της. Του άνηκε και παραδινόταν σε αυτόν αμαχητί. Εξάλλου δεν είχε λόγο να προσπαθεί. Ένα φύλλο ελιάς έπεσε πάνω στο τζάμι και γλίστρησε στο πλάι χαμένο στον αέρα σαν τη ζωή της που χάθηκε κι αυτή σε μια στιγμή. Ο Αλέξανδρος δεν θα τη συγχωρούσε ποτέ, οι φίλοι της θα έπαιρναν το μέρος του κι οι συνεργάτες της ήταν όλοι έξαλλοι μαζί της. Πως θα τα διόρθωνε όλα αυτά; Καλύτερα να πέθαινε. Να έσβηνε σιγά σιγά μέσα σε ένα σώμα που πλέον δεν της άνηκε. Έκλεισε τα μάτια της ψυχής της κι αφέθηκε στον δαίμονα να της κουρελιάζει το σώμα. Ήταν δική του.