fire-element-symbol-ql2-prints

Κεφάλαιο 7

Στο βωμό των Θεών

 

 

Μετά εκείνη τη φρικτή απαγωγή της κόρης της οι νύχτες της Φανής έγιναν δραματικές. Ύπνος δεν την έπιανε ή, όταν κατάφερνε να κλείσει έστω για λίγο τα βλέφαρά της, εφιάλτες τη στοίχειωναν. Το τελευταίο βράδυ, όπου είχε πλέον εξασθενήσει αρκετά, κατάφερε για λίγες στιγμές να αφεθεί στην κούρασή της και να κοιμηθεί. Ήταν περισσότερο λήθαργος παρά ύπνος ξεκούρασης.

Γύρω της υπήρχε ένα δάσος κάπως σκοτεινό, σκεπασμένο με μια θολή ομίχλη, σαν σεντόνι καμωμένο από ζάχαρη. Η ίδια έστεκε μπροστά από το δάσος γυμνή κι έψαχνε για την κόρη της. Τα δέντρα και κάθε λογής προϊόν της γης παραμέριζαν στο πέρασμα της, βοηθώντας τη στην αναζήτησή της. Οι αγκαθωτοί θάμνοι μετατρέπονταν σε μαλακά χόρτα, ώστε να μην πληγώσουν τα γυμνά της πόδια. Τα δέντρα ανασήκωναν με μια κίνηση τα χαμηλά κλαδιά τους, για να μην τη χτυπήσουν. Πέτρες υπερυψώνονταν στα ρυάκια, για να της φτιάξουν μονοπάτι να περάσει. Κι εκείνη η ζαχαρένια ομίχλη της δρόσιζε τα κουρασμένα πόδια της.

Ξάφνου σε ένα ξέφωτο απέναντί της αντίκρισε μια διάφανη σφαίρα να αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω από το καταπράσινο χορτάρι. Η διάφανη αυτή σφαίρα δεν ήταν άδεια. Μέσα της βρισκόταν ένα μικρό κορίτσι. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Έτρεξε με λίγες δρασκελιές κοντά της. Η Αγνή προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποδεσμευτεί από εκείνη τη παράξενη φυλακή όπου ήταν κλεισμένη. Η Φανή προσπάθησε να χώσει τα χέρια της μέσα σε εκείνη την αιωρούμενη φούσκα μα ήταν αδύνατον. Ήταν αδιαπέραστη, ελαστική αλλά αδιαπέραστη. Η μικρή δεν έκλαιγε, μόνο την κοιτούσε και χαμογελούσε με εκείνα τα τεράστια μάτια της να λάμπουν. Μπορούσε να διακρίνει τον απελπισμένο εαυτό της μέσα σε αυτά τα κρυστάλλινα μάτια. Είχε πέσει στα γόνατα και με τις γροθιές της προσπαθούσε να εισχωρήσει μέσα στη σφαίρα, κλαίγοντας. Σήκωσε τα μάτια της ψηλά κι είδε την Αγνή να έχει απλώσει το αφράτο χεράκι της προς αυτήν και να την καλεί.

«Έλα μαζί μου μανούλα, μου έλειψες».

Το χέρι της Φανής έγινε σιδερένια γροθιά και διαπέρασε τη φούσκα, πιάνοντας το κάτασπρο μαλακό της χέρι. Η μικρή με μια ασύλληπτη δύναμη την τράβηξε μέσα στη σφαίρα. Έτσι βρέθηκαν να πετάνε κι οι δύο πιασμένες χέρι με χέρι σε έναν καθάριο, σχεδόν διάφανο, ουρανό. Από κάτω διακρινόταν η καταπράσινη γη, αμόλυντη και παρθένα. Παροδικά, υψώνονταν ναοί από λευκό μάρμαρο και τεράστιες κολώνες. Σαν να είχαν κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο κι έβλεπαν μπροστά τους εικόνες από την αρχαία Ελλάδα. Σε ένα άλλο ξέφωτο παρακάτω η Φανή παρατήρησε ανθρώπους με αέρινες χλαμύδες, ανέμελους και με καλή διάθεση στο πρόσωπο. Οι γυναίκες, σαν αρχαίες θεές, με μαλλιά πιασμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και πλούσιες μπούκλες να πέφτουν στους ώμους τους, έκαναν βόλτα σε δρόμους με λευκές μαρμάρινες πλάκες φυτεμένες μέσα στο πράσινο χαλί της γης. Υγιή κορμιά και διαυγή πρόσωπα υπήρχαν παντού. Ξάφνου μέσα από μια εκκωφαντική βοή και μια πορφυρή λάμψη, όλα άλλαξαν γύρω τους. Απανθρακωμένα δάση, άψυχα ζώα σκόρπια παντού, φωτιά και θλίψη κυριαρχούσε παντού. Ανθρωπόμορφα πτηνά, σαν ερινύες, πετούσαν στον αέρα, ψάχνοντας τις άψυχες σάρκες των ζώων για να τις καταβροχθίσουν. Άγνωστα κερασφόρα πλάσματα, αρχαίοι δαίμονες, έτρεχαν και πηδούσαν στο έδαφος, με πρόσωπα γελαστά, μάσκες χαρούμενες από τον πόνο και την αγωνία που μύριζε ο αέρας. Λίγο παρά κάτω ορθωνόταν ένας τεράστιος πέτρινος βωμός, πασαλειμμένος με αίμα. Τον βωμό εκείνο περικύκλωναν δώδεκα βράχοι, πάνω στους οποίους βρίσκονταν δεμένοι δώδεκα πλάσματα, έξι αρσενικά και έξι θηλυκά. Εκτός από τις αλυσίδες τούς περικύκλωναν δαίμονες, οι οποίοι τούς έγδερναν με τα νύχια τους, τούς χλεύαζαν και τους βασάνιζαν. Με κοφτερά δόντια, τούς ξέσκιζαν τα σωθικά και τα εναπόθεταν στο κεντρικό βωμό. Περιμετρικά του βωμού έστεκαν τέσσερις επιπλέον βράχοι. Πάνω τους ήταν σκαλισμένα κάποια παράξενα σύμβολα, τα οποία δεν μπορούσε να διακρίνει από τόσο μακριά. Καθένας από εκείνους τους βράχους είχε κι ένα διαφορετικό χρώμα. Ο βορινός βράχος, πίσω από τον αιματοβαμμένο βωμό ήταν λευκός, σχεδόν διάφανος. Εκ διαμέτρου απέναντι του διάφανου βράχου υπήρχε ένας καφεπράσινος, καλυμμένος με βρύα. Δεξιά τους έστεκε ένας γαλάζιος, υγρός βράχος και τέλος αριστερά ένας πορτοκαλοκόκκινος, που έδινε την εντύπωση πως τον έγλυφαν πύρινες φλόγες. Σκόρπιες αλυσίδες περιέβαλλαν εκείνους τους τέσσερις βράχους, δεσμά που περίμεναν τέσσερα ακόμα θύματα προς θυσία. Χωρίς να το αντιληφθεί η Αγνή απελευθέρωσε το χέρι της και, σαν να είχε βγάλει διάφανα φτερά την πλάτη, πέταξε προς τον βωμό. Η Φανή έμεινε μετέωρη στον αέρα, παρακολουθώντας άναυδη τη σκηνή. Η μικρή προσγειώθηκε πάνω στην αιματοβαμμένη πέτρα. Έγινε ένα με δαύτη, σαν ένα πέτρινο, χαμογελαστό άγαλμα, με το δεξί της χέρι να καλεί τη μητέρα της να την ακολουθήσει. Η Φανή ένιωσε το σώμα τα να βαραίνει, λες κι ήταν από πέτρα κι αυτό, κι άρχισε να πέφτει. Έβλεπε κάτω από τα πόδια της τη γη να πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Λίγο πριν συγκρουστεί με το έδαφος ξύπνησε τρομαγμένη και κάθιδρη.

Ο Χρήστος κοιμόταν παραδίπλα της, κρατώντας της το χέρι σαν να ήταν μικρό παιδί κι είχε την ανάγκη του. Ήταν όμως τόσο παραδομένος στην κούρασή του που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβε την αδελφή του, η οποία ξύπνησε ταραγμένη. Η Φανή είχε ακόμα τη μορφή της κόρης της στο μυαλό που την καλούσε να πάει κοντά της. Ένιωθε εγκλωβισμένη σε ένα αδιέξοδο. Ολάκερος ο κόσμος γύρω της ήταν ένα απέραντο αδιέξοδο. Μετά από εκείνο το όνειρο ήταν πεπεισμένη πως η μικρή της κόρη δεν υπήρχε πλέον στη ζωή. Το όνειρο ήταν προφητικό. Εξάλλου αν ήταν ακόμα ζωντανή, οι απαγωγείς της θα είχαν επικοινωνήσει τόσο καιρό μαζί τους. Θα είχαν ζητήσει λεφτά, ανταλλαγή, κάτι που να δείχνει πως το μωρό της ήταν ζωντανό. Όμως δεν είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Καμία επαφή, καμία ένδειξη ζωής. Το σπίτι γύρω της έμοιαζε πλέον φυλακή και οι σιδεριές την έπνιγαν. Δεν έβρισκε νόημα κι αξία στη ζωή που της είχε χαριστεί. Ούτε η αγάπη του αδελφού της μπορούσε να καλύψει το κενό της κόρης της. Τράβηξε απαλά το χέρι της από το κράτημα του Χρήστου κι αθόρυβα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κατέβηκε σαν υπνωτισμένη στο σαλόνι. Στον καναπέ κοιμόνταν αγκαλιασμένοι ο Αλέξανδρος με τη Ζωή. Βλέποντας την αγάπη ζωγραφισμένη στις εκφράσεις τους δημιουργήθηκε ένα μεγαλύτερο κενό στην ψυχή της. Η ευτυχία των άλλων γινόταν δυστυχία γι’ αυτήν. Κινήθηκε αθόρυβα ώστε να μην τους ξυπνήσει. Διέσχισε το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το πορτάκι του φαρμακείου κι είδε μπροστά της εκείνο το μικρό μπουκαλάκι με τα υπνωτικά χαπάκια, που χρησιμοποιούσε σπανίως για κάποιες μέρες αϋπνίας. Δίχως να το σκεφτεί έριξε στη χούφτα της όσα μπορούσε από εκείνα τα μικρά λευκά χαπάκια και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Κάθε χαπάκι και θάνατος, κι ο θάνατος για εκείνη λύτρωση. Ανέβηκε, νυχοπατώντας, στον πρώτο όροφο πάλι και χώθηκε στο μπάνιο. Γέμισε τη μπανιέρα με χλιαρό νερό και μπήκε μέσα. Έβαλε τη ροζ πετσέτα, που σκούπιζε το κορμάκι της η Αγνή, πίσω από το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια και περίμενε την κάθαρση να έρθει, έτσι όπως χάιδευε το νερό το κορμί της. Δεν αισθάνθηκε τίποτα το περίεργο, το επίπονο, μόνο μια λυτρωτική χαλάρωση. Ένας βαθύς ύπνος την αγκάλιασε κι αυτή τη φορά χωρίς κανένα όνειρο.

Η Ζωή άνοιξε τα μάτια της. Ένας μικρός ήχος από στάλες νερού την ξύπνησε. Αφουγκράστηκε στην ησυχία του σπιτιού κι αμέσως κατάλαβε πως ο ανεπαίσθητος εκείνος θόρυβος προερχόταν από το μπάνιο του πάνω ορόφου. Καταπίνοντας ένα χασμουρητό ανέβηκε στο μπάνιο κι άνοιξε την πόρτα. Η εικόνα της Φανής στην μπανιέρα την έκανε να παγώσει. Η βρύση έσταζε πάνω στο νερό που αγκάλιαζε το αναίσθητο κορμί της. Έβγαλε μια κραυγή και σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχαν φτάσει ο Αλέξανδρος κι ο Χρήστος. Με το που αντίκρισε το θέαμα ο αδελφός της, χλόμιασε. Τα γυμνά του πόδια είχαν βγάλει ρίζες και ένιωθε το παγωμένο του κορμί αδύνατο στο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, πέρα από το να κοιτάζει τη Φανή μέσα στο νερό.

«Τι συνέβη εδώ; Τι έγινε;», ρώτησε ο Αλέξανδρος, ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο.

«Δεν ξέρω! Έτσι τη βρήκα», κλαψούριζε η Ζωή.

«Γιατί στέκεστε έτσι; Τι περιμένετε; Να πεθάνει; Τρέχω να πάρω το ασθενοφόρο», είπε ο Αλέξανδρος κι ευθύς άρχισε να κατεβαίνει δύο δύο τα σκαλιά προς το σαλόνι.

«Χρήστο, κάνε κάτι, μη στέκεσαι ακίνητος. Χρήστο!», ούρλιαξε η Ζωή.

Τον ταρακουνούσε και συνέχισε να του φωνάζει μα ο Χρήστος δεν είχε πλέον επαφή με το γύρω περιβάλλον. Όλα μπροστά του έμοιαζαν θολά και βουβά, σαν ταινία παλιού αμερικάνικου κινηματογράφου. Ο Αλέξανδρος ανέβηκε γρήγορα και σταμάτησε μπροστά του. Τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο.

«Σύνελθε, επιτέλους!», φώναξε με όλη του τη δύναμη.

Ένα έντονο κάψιμο ένιωθε στο αριστερό του μάγουλο και μια γεύση σιδήρου στο στόμα. Όμως τα πόδια του κινήθηκαν, το σώμα του είχε ξυπνήσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη έπιασε τη Φανή και μαζί με τη Ζωή την έβγαλαν από τη μπανιέρα. Την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, της αφαίρεσαν τα βρεγμένα ρούχα, σκουπίζοντάς την και φορώντας της ένα ζεστό μπουρνούζι. Ο Χρήστος με χέρια που έτρεμαν πλέον προσπαθούσε να βρει σφυγμό αλλά εκείνη η νευρικότητα στάθηκε εμπόδιο στο να καταλάβει αν ένιωθε κάποια ένδειξη ζωής στο σώμα της αδελφής του.

«Έχει πεθάνει… Έχει πεθάνει…», μονολογούσε με φωνή μονότονη.

«Πάψε! Δεν ξέρεις τι λες», φώναξε η Ζωή.

Μέσα σε λίγα λεπτά ακούστηκε μια σειρήνα να σταματάει έξω από το σπίτι τους. Είχε φτάσει το ασθενοφόρο. Δύο νοσοκόμοι όρμησαν μέσα, ανέβηκαν τις σκάλες και με κινήσεις σταθερές έβαλαν τη Φανή στο φορείο. Έξω μόλις είχε αρχίσει να χαράζει. Γκριζαρισμένα και βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό. Σταγόνες βροχής ενώνονταν με τα δάκρια του Χρήστου καθώς έμπαινε μέσα στο ασθενοφόρο. Ο Αλέξανδρος κι τη Ζωή ακολούθησαν με το αυτοκίνητο. Το νοσοκομείο του Ναυπλίου δεν διανυκτέρευε οπότε αναγκάστηκαν να την πάνε στο Άργος. Τα δέκα λεπτά απόστασης τους φάνηκαν ώρες ατελείωτες. Ο γιατρός έδωσε αμέσως εντολή να μπει στην εντατική. Ο Χρήστος περίμενε απ’ έξω σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Δεν ήθελε καμία επαφή με άνθρωπο εκείνη τη στιγμή. Τον πλησίασε ο Αλέξανδρος και προσπάθησε να τον παρηγορήσει.

«Όλα θα πάνε καλά, αδελφέ! Όλα θα πάνε καλά…».

«Η αδελφή μου είναι στην εντατική, η ανιψιά μου αγνοείται, η ζωή μας κινδυνεύει, κι εσύ μου λες πως όλα θα πάνε καλά; Άντε παράτα με ρε Αλέξανδρε! Παρατήστε με όλοι σας! Δεν μπορώ ρε άλλο. Γιατί δεν το καταλαβαίνετε; Είμαι δειλός! Δεν μπορώ».

Ο Χρήστος είχε σηκωθεί από το κάθισμά του και σπάραζε. Τα μάτια του έτρεχαν ποτάμια.

«Σταμάτα, σε παρακαλώ».

Ο Αλέξανδρος τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε. Ο Χρήστος ξέσπασε σε λυγμούς. Έχωσε το κεφάλι του στον λαιμό του φίλου του κι αφέθηκε στο λυτρωτικό του κλάμα.

Η ώρα περνούσε και δεν είχαν ακόμα κάποιο νέο για την κατάσταση της Φανής. Ο Χρήστος αγωνιούσε αλλά πιο χαλαρός ύστερα από το ξέσπασμά του. Έκλεισε τα μάτια και χάθηκε στις σκέψεις του. Η Ζωή κι ο Αλέξανδρος πιο δίπλα συζητούσαν χαμηλόφωνα. Πότε πότε έριχναν ματιές τριγύρω μήπως βρουν κάποιον γιατρό να τους ενημερώσει. Λίγη ώρα μετά βγήκε μια νοσοκόμα, φωνάζοντας το επίθετο του Χρήστου. Κι οι τρεις έτρεξαν προς το μέρος της.

«Εσείς είστε ο κύριος Εμπέογλου; Χρήστος Εμπέογλου;».

«Ναι, εγώ. Πως είναι η αδελφή μου;».

«Κάναμε πλύση στομάχου στην κυρία Εμπέογλου αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμα. Πολύ δύσκολη περίπτωση ύστερα από τόσα χημικά που πέρασαν στον οργανισμό της. Η κυρία Εμπέογλου είναι πολύ δυνατή γυναίκα αλλά κι ακόμα περισσότερο τυχερή που παραμένει ζωντανή. Κάποιον θεό είχε δίπλα της. Για περισσότερες όμως λεπτομέρειες θα πρέπει να απευθυνθείτε στον γιατρό της», τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση η νοσοκόμα.

Ο Χρήστος λύγισε στα πόδια του κι έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Η αδελφή του είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Για πρώτη φορά μετά από ώρες ένιωσε τον αέρα λυτρωτικό να γεμίζει τα πνευμόνια του.

Ο γιατρός ύστερα από αρκετή ώρα βγήκε από το δωμάτιο της Φανής. Ήταν ένας πανύψηλος, μελαχρινός άντρας με ογκώδες παρουσιαστικό που βλέποντάς τον νόμιζες πως έχεις μπροστά σου έναν γίγαντα μυθολογίας. Η κορμοστασιά του απέπνεε δύναμη κι εμπιστοσύνη. Είχε κι εκείνη την παράξενη αύρα γύρω του, γνώριμη στον Χρήστο.

«Εσύ πρέπει να είσαι ο αδελφός της κυρίας Εμπέογλου, σωστά;», ρώτησε ο γιατρός τον Χρήστο, χαμογελώντας.

Ο Χρήστος έγνευσε καταφατικά.

«Μοιάζετε αρκετά οι δυο σας. Μάρκος Ολυμπίου, χάρηκα».

Μάρκος Ολυμπίου, σαν να λέμε ολύμπιος θεός, σκέφτηκε ο Χρήστος. Ο γιατρός έτεινε το τεράστιο χέρι του για να τον χαιρετήσει, παρατηρώντας την  αναστάτωση και την αγωνία στο πρόσωπο του νεαρού.

«Κι εγώ χάρηκα γιατρέ. Πες μου όμως πως είναι η αδελφή μου;».

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς φίλε μου. Είναι πολύ καλά πλέον. Να ξέρεις ότι βρίσκεται σε καλά χέρια. Σήμερα θα μείνει εδώ για προληπτικούς λόγους κι αύριο πρωί πρωί θα υπογράψω το εξιτήριο της. Εσύ μπορείς να πας να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις λίγο. Είσαι αρκετά χλωμός».

«Δεν θα την αφήσω μόνη της. Θα μείνω εδώ», επέμεινε ο Χρήστος.

«Όπως νομίζεις! Αλλά να ξέρεις πως δεν θα της λείψει τίποτα».

Λέγοντας τα λόγια αυτά ο γιατρός, έπιασε τον Χρήστο από το σβέρκο. Ανατρίχιασε στο άγγιγμά του. Ένιωσε έναν ηλεκτρισμό να καταβάλει ολόκληρο το κορμί του. Την ανατριχίλα μιας παρόμοιας επαφής είχε ξαναζήσει παλιότερα μα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ο γιατρός είχε κάτι το μυστηριώδες, το ασύλληπτο πάνω του. Κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί στην αύρα του.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας η Φανή συνήλθε. Ένιωθε σαν να έβγαινε από ένα βαθύ, υγρό πηγάδι. Με μεγάλη δυσκολία άνοιξε τα μάτια της και το πρώτο που αντίκρισε πάνω από το κεφάλι της ήταν ο γιατρός. Το μυαλό της ήταν ακόμα θολωμένο γιατί νόμισε πως μια φωτεινή αύρα τον περιέβαλε. Τη στιγμή που ξεκαθάρισε το τοπίο είδε έναν πανέμορφο άντρα με ένα τεράστιο χαμόγελο. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε ένα σκίρτημα, πρωτόγνωρο για εκείνη. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς το συναίσθημα που ένιωθε. Ήταν κάτι σαν κάψιμο, σαν σφίξιμο στο στομάχι. Όχι τόσο ενοχλητικό μα ιδιαίτερα γλυκό. Όλα αυτά έφυγαν γρήγορα από το μυαλό της όταν θυμήθηκε το τι είχε προηγηθεί. Το πρόσωπό της συννέφιασε.

«Είστε καλά κυρία Εμπέογλου;».

Η Φανή κοιτούσε ολόγυρά της, χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει τον χώρο όπου βρισκόταν.

«Που είμαι;».

«Στο νοσοκομείο του Άργους κι εγώ είμαι ο Μάρκος Ολυμπίου, γιατρός. Μάρκος για εσάς. Δεν θυμάστε τίποτα;».

Η Φανή με δυσκολία έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο χλωμό της μέτωπο.

«Το κεφάλι μου πάει να σπάσει… Νυστάζω, νυστάζω πολύ», είπε χαμηλόφωνα ενώ απρόσμενα δάκρια αυλάκωσαν το πρόσωπό της.

«Λογικό, με τόσα χαπάκια που πήρατε θα έπρεπε να κοιμάστε για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Αποπειραθήκατε να αυτοκτονήσετε κυρία Εμπέογλου!».

«Υπνωτικά…».

 «Ακριβώς! Τι προκάλεσε μια τέτοια απεγνωσμένη πράξη, ώστε να στερηθούμε την πολύ όμορφη παρουσία σας;».

Ένα καυτό ρίγος συνεπήρε ολόκληρο το σώμα της Φανής με το σχόλιο του γιατρού. Με μια δύσκολη, βαθιά αναπνοή ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της.

«Προσωπικές υποθέσεις κύριε Ολυμπίου».

Ο Μάρκος ξερόβηξε και χαμογέλασε λίγο αμήχανα

«Θα προτιμούσα να μιλάμε στον πληθυντικό. Τουλάχιστον για την αρχή».

«Όπως νομίζετε. Να υποθέσω πως δεν πρόκειται να μου μιλήσετε για το πρόβλημά σας».

Το χαμόγελό του ήταν σαγηνευτικό αλλά η Φανή έστρεψε τα μάτια της στο φωτεινό παράθυρο του δωματίου.

«Είστε έξυπνος άνθρωπος»

«Κι ελπίζω σύντομα και καλός σας φίλος. Έχω τεράστια υπομονή ξέρετε».

Δεν ήταν καθόλου διακριτικό πλέον το φλερτ του. Ήξερε τι ήθελε και πώς να το διεκδικήσει. Αυτό παραξένεψε πολύ την Φανή. Είχε το θράσος να τη φλερτάρει ενώ βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση.

«Κι εγώ πείσμα», προσπάθησε να τον αποστομώσει.

«Φαίνεται εξάλλου. Ξέρετε, δεν έχω χάσει μάχη μέχρι σήμερα. Και στον πόλεμο είμαι ο καλύτερος».

Με τη φράση αυτή ο γιατρός αποχώρησε από το δωμάτιο με μια λάμψη στα μάτια που έκανε τη Φανή να αναρριγήσει. Εκείνο το προηγούμενο κάψιμο στο στομάχι ξαναήρθε και μάλιστα πιο δυνατό. Προσπάθησε να το καταπολεμήσει αλλά στάθηκε αδύνατον. Την είχε καταβάλει ολόκληρη. Είχε μπλεχτεί στον ιστό ενός όμορφου αραχνοειδούς άντρα και πάλευε να ξεφύγει. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήξερε αν ήθελε να τον αποφύγει. Αμέσως της ήρθε στο μυαλό η εικόνα της μικρής Αγνής και δάκρια ενοχής κύλησαν στα μάτια της. Πως μπορούσε να σκέφτεται έναν άντρα τη στιγμή που ολάκερος ο κόσμος της είχε χαθεί; Όμως, εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα που ένιωσε νωρίτερα ήταν απρόσμενο και δυνατό σαν χείμαρρος. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αποκοιμηθεί για να καθαρίσει το μυαλό της. Αυτή τη φορά τα όνειρά της ήταν αισιόδοξα. Οι ελπίδες ήρθαν και φώλιασαν στην ανάστατη καρδιά της, στήριγμα στην απελπισία της. Ένα οικείο, δυνατό φως την έλουσε, γεμίζοντάς την κουράγιο. Τυλιγμένη σε εκείνο το φως ήταν η Αγνή και της χαμογελούσε. Τη χάιδεψε με το μικρό χεράκι της στο πρόσωπο. Αισθάνθηκε τη ζεστασιά της να την πλημμυρίζει. Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε.

«Μανούλα είμαι χαρούμενη. Θα με πάρεις πάλι στην αγκαλιά σου. Ναι, μανούλα, στην αγκαλιά σου».

Παρότι κοιμόταν, ένιωσε το χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη της. Μετά από αυτό το όνειρο ήταν σίγουρη πως η Αγνή ήταν ζωντανή. Ελπιδοφόρα δύναμη κύλησε στις φλέβες της.

Νωρίς το βράδυ είχε επισκέψεις. Η Φανή άκουσε την πόρτα του δωματίου της να χτυπάει. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια τεράστια ανθοδέσμη, η οποία έκρυβε τους επισκέπτες. Τα γνώριμά της πρόσωπα, η οικογένειά της, εμφανίστηκε πίσω από τα λουλούδια. Έτρεξαν όλοι πάνω στο κρεβάτι. Την αγκάλιασαν.

«Φανή μου! Μας κοψοχόλιασες. Είσαι καλά; Πως αισθάνεσαι;», ρώτησε η Ζωή.

«Είμαι πολύ καλύτερα. Αλήθεια».

«Τι απερισκεψία ήταν αυτή; Δεν σκέφτηκες την Αγνή, όταν θα επέστρεφε;», ρώτησε θυμωμένος ο Αλέξανδρος.

«Η Αγνή. Είχατε κάποιο νέο της; Πείτε μου».

«Όχι ακόμα. Τίποτα. Είμαι σίγουρος, όμως, πως όλα θα πάνε καλά. Θα δεις», απάντησε ο Χρήστος.

 Ένα σύννεφο απογοήτευσης απλώθηκε στο πρόσωπό της κι η χαρούμενη αίσθηση της έκπληξης χάθηκε μέσα στον πόνο. Ένας πόνος όμως που δεν ήταν τόσο δυνατός όσο ο προηγούμενος. Ψήγματα αισιοδοξίας είχαν καρφωθεί βαθιά στην καρδιά της και την αναπτέρωναν μετά από εκείνο το όνειρο. Τη στιγμή διέκοψε μια νοσοκόμα που μπήκε να πάρει τη θερμοκρασία της Φανής.

«Όλα σε φυσιολογικά επίπεδα, μπράβο», είπε, φεύγοντας η νοσοκόμα.

Ο Αλέξανδρος έβγαλε μια τεράστια σοκολάτα από το τζάκετ του και την έδωσε στη Φανή. Εκείνη του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και, αφού δάγκωσε ένα κομμάτι, παρακάλεσε τη Ζωή να της αγοράσει μερικά περιοδικά από το περίπτερο για να περάσει λίγο ευχάριστα το βράδυ της. Η Ζωή με τη συνοδεία του Αλέξανδρου έφυγαν από το δωμάτιο.

«Επίτηδες τους έδιωξα».

Η Φανή κοίταξε τα υγρά μάτια του μικρή της αδελφού και για πρώτη φορά παρατήρησε την αθώα ομορφιά και αγνότητα που διέθετε. Μπορούσε πλέον να καταλάβει γιατί τραβούσε σαν μαγνήτης τη συμπάθεια όλων.

«Γιατί; Τι συνέβη; Μήπως βρήκαν κάτι οι γιατροί; Πες μου σε παρακαλώ. Θα τρελαθώ».

Παρατήρησε την ειλικρίνεια της αγωνίας του και χαμογέλασε.

«Η αλήθεια είναι πως νιώθω καλύτερα. Αυτό που ήθελα να σου πω δεν έχει να κάνει με μένα. Χρήστο βαθιά μέσα μου ξέρω πως η κόρη μου είναι ζωντανή».

Είδε τα μάτια του να τρέχουν δάκρια χαράς και του έπιασε τα ζεστά του χέρια. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε νιώσει τόσο οικεία μαζί του. Ίσως ήταν και η πρώτη φορά που τον άγγιζε, τουλάχιστον με τόση αγάπη να αναβλύζει από την καρδιά της. Ξαφνικά τα μάτια της χαμήλωσαν προς τα κάτω, ενώ τα μάγουλά της ξάναψαν από εκείνη την παράξενη φλόγα.

«Γνώρισες τον γιατρό;».

«Ναι, αυτός μου είπε τα καλά νέα για σένα», απάντησε ο Χρήστος, σκουπίζοντας τα δάκρυά του με την ανάστροφη του χεριού του.

«Έχει κάτι το περίεργο πάνω του αυτός ο άνθρωπος. Μπορείς να μάθεις περισσότερες λεπτομέρειες;».

«Το μόνο που ξέρω είναι πως τον λένε Μάρκο Ολυμπίου κι είναι πολύ γοητευτικός. Μάλλον το παρατήρησες κι εσύ».

«Ε, ναι! Δεν ξέρω… μάλλον. Έχω ένα περίεργο προαίσθημα. Πως μπορούμε να μάθουμε;».

«Δουλεύει μια γνωστή μου εδώ στο νοσοκομείο. Τακτική πελάτισσα στην αντικερί. Θα δω μήπως μάθω κάτι από αυτήν. Γιατί όμως τέτοια αναστάτωση;».

«Τίποτα το ιδιαίτερο. Απλώς θέλω να ξέρω ποιος είναι ο γιατρός που είναι υπεύθυνος για την υγεία μου».

Ο Χρήστος προσπάθησε να κρύψει το χαμόγελό του. Ήταν εμφανές πως πίσω από εκείνες τις απανωτές ερωτήσεις υπήρχε ένα πιο προσωπικό ενδιαφέρον για τον μυστηριώδη και ιδιαίτερα ελκυστικό άντρα. Δεν είχε σκοπό ακόμα να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Εξάλλου έπρεπε να επικεντρωθεί στην κατάστασή της.

«Φανή, γιατί το έκανες αυτό; Τι σε οδήγησε σε μια τέτοια πράξη;».

«Δεν ξέρω. Θόλωσε το μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή που το έκανα ήμουν σίγουρη πως η Αγνή είναι νεκρή. Με το που ξύπνησα όμως κάτι άλλαξε μέσα μου. Αισθάνομαι αισιόδοξη. Νιώθω την καρδιά της Αγνής να χτυπάει κάπου κοντά μου. Θα γυρίσω γη και ουρανό για να τη βρω».

Τα λόγια της Φανής τα διέκοψε ένα έντονο χτύπημα στην πόρτα. Κι η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Μάρκος. Δεν φορούσε την ιατρική του λευκή ρόμπα. Ήταν ντυμένος με την καθημερινή του ένδυση. Κρατούσε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι, τόσο λευκό όσο και το χαμόγελό του. Το προσέφερε αμέσως στη Φανή που είχε μείνει άναυδη από την όλη εκείνη εικόνα. Ο γιατρός χαμογέλασε στον Χρήστο και του έσφιξε το χέρι. Πάλι εκείνη η ανατριχίλα. Κι έφυγε τόσο γρήγορα, όσο απότομα μπήκε, αφήνοντας πίσω του έναν αέρα δύναμης κι αισιοδοξίας. Η Φανή είχε κοκκινίσει. Ο Χρήστος ετοιμάστηκε να πει κάτι για την αντίδρασή της αλλά τον διέκοψαν ο Αλέξανδρος κι η Ζωή, φέρνοντας περιοδικά.

«Παίδαρος αυτός ο γιατρός», παρατήρησε η Ζωή.

«Σεμνάαααα», απάντησε αμέσως ο Αλέξανδρος.

«Εγώ κατεβαίνω να ρωτήσω για το εξιτήριο. Δεν αργώ», είπε ο Χρήστος, κοιτώντας τη Φανή μέσα στα μάτια.

Έτρεξε αμέσως να βρει τη γνωστή του. Εκείνος ο παράξενος γιατρός του είχε εξάψει την περιέργεια. Βρήκε στον διάδρομο μια νοσοκόμα και τη ρώτησε. Τον έστειλε σε ένα γραφείο. Εκεί δούλευε η κοπέλα που ήξερε. Χαιρετήθηκαν κι αμέσως της εξήγησε τον λόγο για τον οποίο βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Η γυναίκα φάνηκε πολύ ανήσυχη από τα νέα αλλά ο Χρήστος τη διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος. Με αφορμή τη συζήτηση, τη ρώτησε για τον γιατρό που φροντίζει την αδελφή του, έχοντας ως δικαιολογία πως ήθελε να τσεκάρει τις γνώσεις και τις ικανότητές του.

«Είναι νέος γιατρός στο νοσοκομείο. Πριν λίγες μέρες ανέλαβε καθήκοντα. Όμως όλοι, ασθενείς και συνάδελφοι, έχουν να πουν έναν καλό λόγο για αυτόν. Λεπτομέρειες για την καταγωγή του και την προϋπηρεσία του δεν γνωρίζω. Ούτε καν από που έχει έρθει», του είπε η κοπέλα.

Διαβεβαίωσε όμως τον Χρήστο πως αν μάθαινε κάτι για αυτόν θα περνούσε από την αντικερί για να του το πει.

Την άλλη μέρα το πρωί το εξιτήριο βγήκε νωρίς. Η Φανή είχε ήδη ετοιμάσει τα πράγματά της. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο καθρέφτη και διόρθωσε όσο μπορούσε τα μαλλιά της. Σύντομα θα ερχόταν ο Μάρκος να τη δει. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα. Προς μεγάλη της απογοήτευση είχε έρθει μια νοσοκόμα για να της δώσει τις εξετάσεις και το χαρτί με το οποίο της έδιναν το δικαίωμα να φύγει από το νοσοκομείο. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανακάλυψε το πόσο ήθελε πολύ να τον ξαναδεί. Τη σκέψη εκείνη διέκοψε ένα μήνυμα στο κινητό της από τον Χρήστο, όπου την ενημέρωνε πως την περίμενε με το αυτοκίνητο στην είσοδο του νοσοκομείου. Τον είχε απειλήσει νωρίτερα πως αν ανέβαινε να την πάρει, θα έφτιαχνε για μεσημεριανό ψαρόσουπα, κάτι που ήξερε καλά ότι σιχαίνεται από μικρός ο αδελφός της. Ήθελε να φύγει μόνη της από εκεί μέσα. Να αισθανθεί ότι έχει πάλι τον έλεγχο στα χέρια της. Πέρασε από το γραφείο πληροφοριών και ζήτησε τον γιατρό Ολυμπίου. Ήθελε να τον ευχαριστήσει. Της είπαν πως εκείνη την μέρα δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ένα πέπλο απογοήτευσης σκέπασε το πρόσωπό της.

Ξημέρωσε προπαραμονή Χριστουγέννων κι η ατμόσφαιρα μύριζε γιορτές. Το Ναύπλιο είχε φορέσει τα γιορτινά του. Οι φοίνικες στην πλατεία Δημαρχείου ήταν κατάφωτοι με λαμπιόνια κι ένα τεράστιο καράβι έστεκε στο κέντρο της. Όλα τα μαγαζιά ήταν γιορτινά διακοσμημένα κι ο κόσμος πηγαινοερχόταν με χαμόγελα για τα ψώνια του. Η αντικερί του Χρήστου βρισκόταν σε ένα κάθετο στενό, κοντά στον κεντρικό δρόμο της παλιάς πόλης και σχεδόν δίπλα στην πλατεία Συντάγματος. Ένας μικρός σχετικά χώρος μα ιδιαίτερα ζεστός και φιλόξενος. Κυριαρχούσε το ξύλο κι η πέτρα. Η βιτρίνα ήταν διακοσμημένη με κάθε λογής παλιό αλλά γουστόζικο αντικείμενο. Ο Χρήστος είχε αδυναμία στις νεράιδες, τα ξωτικά και τα αερικά κι αυτό ήταν εμφανές από τα αντικείμενα που διάσπαρτα αιωρούνταν στον χώρο. Το στολισμένο δέντρο του έστεκε δίπλα στη βιτρίνα. Το είχε διακοσμήσει με χιόνι κι αμέτρητα φωτάκια. Από τον δρόμο φαινόταν σαν παραμυθένιο σπιτάκι, βγαλμένο από ταινία χριστουγεννιάτικη. Οι περαστικοί σταματούσαν και το θαύμαζαν.

Μπήκε μέσα ο Αλέξανδρος με τη Ζωή τυλιγμένοι με κασκόλ και σκούφους γιατί η παγωνιά έξω διαπερνούσε ίσα με τα κόκκαλα. Σε λίγο ήρθε κι η Φανή φορτωμένη με πακέτα. Η διάθεσή της ήταν πλέον ανεξήγητα κι απρόσμενα καλή. Τόσο καλή που τους παραξένεψε όλους.

«Καλές γιορτές! Έλιωσα τα τακούνια μου σήμερα. Έπρεπε να βάλω χαμηλά παπούτσια», είπε η Φανή.

«Μα τι ψώνισες; Ξεσήκωσες όλα τα μαγαζιά», φώναξε η Ζωή.

«Και δεν έχω τελειώσει ακόμα. Τα περισσότερα είναι της Αγνής».

Ο Χρήστος κατέβασε το κεφάλι χαμηλά.

«Θα γυρίσει», συνέχισε να λέει η Φανή, καθώς είδε την αντίδραση του αδελφού της.

«Το ξέρω», είπε αυτός, προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Τι άλλο πήρες;».

Είχε αγοράσει στολίδια για το δέντρο και χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά για το σπίτι. Το βράδυ θα στόλιζαν όλοι μαζί το δέντρο. Άφησε τα πακέτα για να τα μεταφέρει ο Χρήστος με το αυτοκίνητο και πήγε να πάρει υλικά για γλυκά. Πήρε και τη Ζωή μαζί της για βοήθεια.

«Τι συμβαίνει στην αδελφή σου; Μου κάνει εντύπωση η συμπεριφορά της. Με το που συνήλθε στο νοσοκομείο, έγινε άλλος άνθρωπος».

«Μου είπε πως είναι αισιόδοξη. Επιμένει ότι θα τη βρει».

Όπως χάζευε ο Αλέξανδρος στα αντικείμενα του μαγαζιού ανακάλυψε ένα μενταγιόν με ένα περίεργο σύμβολο. Σαν μαγνήτης τον τράβηξε. Το έπιασε στο χέρι του κι ένιωσε να τον χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα. Μια ζέστη απλώθηκε στο σώμα του κι άναψε καυτή φωτιά στα σωθικά του. Η πορτοκαλοκίτρινη χροιά του μενταγιόν μεταφέρθηκε στα άδυτα του μαύρου των ματιών του και τα επαναπροσδιόρισε, δίνοντάς τους νέα φλογερή λάμψη.

«Πολύ όμορφο! Τι συμβολίζει;».

«Πριν λίγες μέρες μου τα έστειλαν. Τα φτιάχνει μια γριά στη Ρόδο. Το συγκεκριμένο συμβολίζει τη φωτιά. Περιμένω κι άλλη παραλαβή με περισσότερα σαν κι αυτό. Κι εμένα μου αρέσουν. Θες να δεις και τα υπόλοιπα;».

Ο Αλέξανδρος είχε κολλήσει το βλέμμα του στο συγκεκριμένο. Δεν τον ενδιέφερε κάποιο άλλο.

«Όχι! Αυτό είναι υπέροχο».

«Παρ’ το. Δωράκι για τον φίλο μου».

«Σ’ ευχαριστώ! Θα το αγόραζα έτσι κι αλλιώς».

Ο Αλέξανδρος, σαν μαγεμένος, το φόρεσε στο λαιμό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν τέλειο πάνω του. Αυτό το σύμβολο ήταν η σφραγίδα του, η υπογραφή του.

Το βράδυ τους βρήκε όλους μαζεμένους στο σαλόνι. Ένα τεράστιο δέντρο στεκόταν καμαρωτό δίπλα στο τζάκι και κούτες με στολίδια γύρω του. Το σπίτι μοσχομύριζε από τα γλυκά που είχαν φτιάξει οι δύο γυναίκες. Απαλή χριστουγεννιάτικη μουσική απλωνόταν σαν πάχνη στον χώρο. Οι άντρες είχαν αναλάβει να περάσουν τα λαμπάκια στο δέντρο κι η Φανή με τη Ζωή ασχολούνταν με τη διακόσμηση του σπιτιού. Μέσα σε λίγη ώρα τα πάντα ήταν έτοιμα. Έμενε μόνο να τοποθετήσουν τον άγγελο στην κορυφή. Είχε φέρει ο Χρήστος από το μαγαζί του ένα αληθινό αριστούργημα. Έναν άγγελο, ο οποίος έμοιαζε περισσότερο με αερικό που κρατούσε στα χέρια του μια χρυσή λύρα. Περισσότερο σε ξωτικό έφερνε γιατί είχε δύο διαφορετικά μάτια, ένα μπλε κι ένα πράσινο. Η Φανή είδε στο πορσελάνινο πρόσωπό του την Αγνή. Ένα ακόμα σημάδι από εκεί ψηλά γεμάτο αισιοδοξία και ελπίδα. Ο Χρήστος ανέβηκε στη σκάλα και τον τοποθέτησε στην κορυφή. Με το που συνέδεσαν το καλώδιο στην πρίζα το δέντρο φωτίστηκε μαζί με τα πρόσωπά τους. Ήταν πανέμορφο. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Φανής.

«Σύντομα κάτω από το δέντρο θα βρίσκεται η Αγνή και θα παίζει με τα δώρα της», είπε, δημιουργώντας μια περίεργη αμηχανία στους υπόλοιπους.

Συμμάζεψαν τον χώρο από τα άδεια κουτιά και τις σακούλες. Ύστερα κάθισαν όλοι στον καναπέ για να γευτούν τα γλυκά της Φανής που τόση ώρα τους είχαν σπάσει τη μύτη. Ο Αλέξανδρος υπέπεσε στη λαιμαργία του. Σταμάτησε μόνο όταν εξαγριώθηκε από το σχόλιο της Ζωής πως το τζην του πλέον ήταν στενό.

«Παιδιά συγνώμη αλλά νιώθω πτώμα. Θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω μόνους με τη Φανή», είπε ο Χρήστος, φανερά κουρασμένος.

«Κι εμείς θα φύγουμε. Νυστάζω πολύ. Αλέξανδρε άσε τα μπισκότα κι ετοιμάσου».

«Ζωή κάνε μου τη χάρη και μείνε μαζί μου. Θα πάμε αύριο το πρωί να αγοράσουμε δωράκια για τους μαθητές μου», της ζήτησε η Φανή με ναζιάρικο ύφος.

«Αλέξανδρε σε πειράζει;», ρώτησε η Ζωή.

«Μπα! Εξάλλου αν κοιμηθούμε μαζί θα σπάσω το κρεβάτι από το βάρος μου», είπε ειρωνικά.

Ο Αλέξανδρος έφυγε μόνος του, αφήνοντας τις δύο γυναίκες να γελάνε με το σχόλιό του.

Το σπίτι του Αλέξανδρου ήταν στο Τολό, ένα παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο, εφτά χιλιόμετρα περίπου έξω από το Ναύπλιο. Είχε νοικιάσει μια μικρή μεζονέτα με θέα τη θάλασσα. Ζεστό πάντα γιατί είχε πολύ καλή σχέση με τη θερμότητα. Το καλοριφέρ έκαιγε μόνιμα. Έξω η φουρτουνιασμένη θάλασσα λυσσομανούσε κι οι αστραπές έκαναν τη νύχτα μέρα. Η ατμόσφαιρα εκείνο το βράδυ είχε μια σκοτεινή, υποχθόνια αίσθηση, κάτι που δεν διέφυγε από την αντίληψη του Αλέξανδρου, κοιτώντας την αντάρα των νερών από την τζαμαρία του. Άναψε το τζάκι για να του φτιάξει λίγο η διάθεση. Έβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε τη φόρμα του. Δεν νύσταζε ιδιαίτερα οπότε άνοιξε την τηλεόραση μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Λίγο αργότερα τα βλέφαρά του άρχισαν να κλείνουν και το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Ξάφνου μια μαύρη σκιά εισχώρησε από την καμινάδα του τζακιού κι έγινε ένα με τις μαύρες τούφες που ξέρναγαν τα μισοσβησμένα ξύλα. Απλώθηκε στο δωμάτιο σαν ένα σεντόνι ποτισμένο με δηλητήριο, πλησιάζοντας τον Αλέξανδρο. Μια περίεργη φωτιά άρχισε να καίει το στέρνο του κι η αίσθηση αυτή τον έκανε να ξυπνήσει. Με το που είδε το μαύρο σύννεφο απλωμένο γύρω του ευθύς αμέσως συνειδητοποίησε πως το κακό τον απειλούσε. Ο δαίμονας χαμογελούσε μπρος τα υγρά του μάτια. Πετάχτηκε από τον καναπέ και κόλλησε πίσω στον τοίχο, βαριανασαίνοντας. Ένιωσε κρύες στάλες ιδρώτα να κυλούν στην πλάτη του και να εξατμίζονται από την απροσδιόριστη κάψα του κορμιού του. Μια κάψα που είχε πηγή το στήθος του. Η σκιά συσσωρεύτηκε μπροστά του κι άρχισε να μπλέκεται σε λεπτό κορδόνι. Ανέβαινε ψηλά για να εισχωρήσει στο νέο της δοχείο. Με το που έφτασε όμως στο ύψος του στέρνου του, σταμάτησε απότομα. Με μια απότομη κίνηση ο μαύρος καπνός μαζεύτηκε μακριά, απέναντι από τον Αλέξανδρο. Με μαύρη μάζα παγωμένη στη δίνη του χρόνου έμοιαζε. Χαμηλώνοντας το βλέμμα του ο Αλέξανδρος, είδε το μενταγιόν του να λάμπει. Μια λάμψη δυνατή, σπέρμα θεών, χαμένη στους αιώνες. Αυτό ήταν που του έκαιγε τον θώρακα. Αυτό ήταν που τον προστάτευε κι από τον δαίμονα. Η σκιά σιγά σιγά άρχισε να παίρνει σχήμα. Μπροστά του δημιουργήθηκε η μορφή ενός γνωστού του προσώπου. Με το που το είδε ο Αλέξανδρος, του λύθηκαν τα γόνατα. Ήταν αδιανόητο το πόσο γρήγορα ξύπνησαν μέσα του μυστικά που για χρόνια του διέλυαν τη ψυχή.

«Όχι εσύ, δεν μπορεί να ήσουν εσύ», ψέλλισε ξέπνοος.

Η φλόγα της καρδιάς του αποδυναμώθηκε αλλά η λάμψη του φυλαχτού έγινε πιο δυνατή. Άλλαξε όμως πάλι μορφή η σκιά κι έγινε ένας πελώριος δράκος. Με αφηνιασμένο το πρόσωπο όρμησε εναντίον του νεαρού άντρα. Το μενταγιόν έβγαλε ένα κοκκινωπό φως, το οποίο τύλιξε τον δαίμονα και μέσα σε δευτερόλεπτα τον διέλυσε σε αραιό σύννεφο. Το σύννεφο εκείνο εξαφανίστηκε αργά από την καμινάδα. Η φουρτούνα κόπασε κι ένα ασημί, ζωντανό φεγγάρι ξεπρόβαλε στον ουρανό. Ο Αλέξανδρος γλίστρησε προς τα κάτω, αγκαλιάζοντας τα γόνατα του. Σαν μικρό παιδί έβαλε τα κλάματα, φέρνοντας στο μυαλό του την εικόνα του άντρα που είδε πριν λίγο μπροστά του.

Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων η Φανή κι η Ζωή είχαν ξυπνήσει από νωρίς και ετοιμάζονταν για να βγουν στα μαγαζιά. Ξαφνικά ακούστηκε ξέφρενο το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει. Η Φανή έτρεξε να ανοίξει. Δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ένα λευκό τριαντάφυλλο στο πατάκι κι ένας φάκελος παραδίπλα που έγραφε το όνομά της. Άνοιξε τον φάκελο, βγάζοντας ένα σημείωμα από μέσα.

Καλά Χριστούγεννα και μακριά από ο,τιδήποτε το χημικό. Μ.Ο.

Η Φανή χαμογέλασε με το σημείωμα του Μάρκου. Ήθελε τόσο πολύ να τον δει. Της έλειπε. Αναρωτήθηκε γι’ αυτό που αισθανόταν. Λίγες ώρες τον ήξερε μόνο. Όμως ένιωθε πως τον γνώριζε χρόνια. Ότι τον περίμενε χρόνια.

«Ποιός ήταν;»

Εμφανίστηκε η Ζωή από τη σκάλα με το ένα μάτι βαμμένο μόνο και το μολύβι στα χέρια της. Είδε τη Φανή μπροστά από την εξώπορτα να κρατάει ένα λευκό τριαντάφυλλο κι ένα φακελάκι. Το πρόσωπό της είχε την απόχρωση του δειλινού.

«Τριαντάφυλλο; Συμβαίνει κάτι που δεν μου έχεις πει;».

«Εεεε…».

Το μόνο που άκουσε από το στόμα της ήταν ασυναρτησίες.

«Μην μου τα μασάς σιγανοπαπαδιά. Μυρίζω έρωτα;».

«Άντε να τελειώσεις για να φεύγουμε. Εξάλλου δεν έχω το μυαλό μου αυτόν τον καιρό αλλού πέρα από την Αγνή. Όμως αυτός ο άνθρωπος μου δημιούργησε ένα περίεργο συναίσθημα από την ώρα που τον γνώρισα. Κάτι σαν κάψιμο στο στομάχι».

Είδε το συνωμοτικό χαμόγελο στα χείλη της Ζωής.

«Αν είναι έρωτας τότε είναι κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Δεν το έχω ξανανιώσει. Ούτε με τον άντρα μου δεν είχα αισθανθεί κάτι τέτοιο. Αυτό είναι απόδειξη ότι δεν τον είχα ερωτευτεί. Σωστά;».

«Μάλλον. Και τώρα τι θα κάνεις με τον Μάρκο;».

«Ακόμα τίποτα. Τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει η Αγνή».

Ο Χρήστος πνιγόταν κάτω από ένα τεράστιο χαρτομάνι. Στην πόρτα της αντικερί εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος. Φαινόταν αρκετά κουρασμένος, με τα μάτια κομμένα και κόκκινα.

«Τι έπαθες εσύ; Είχες βγει και τα ήπιες χτες το βράδυ;».

Πρόσεξε λίγο καλύτερα τα μάτια του το πανιασμένο πρόσωπό του.

«Μήπως είσαι άρρωστος;», συνέχισε ο Χρήστος.

«Όχι μια χαρά είμαι. Όλα καλά. Βλέπω ότι πνίγεσαι. Θέλεις να βοηθήσω;».

Ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τις ερωτήσεις του φίλου του. Ο Χρήστος τον έστειλε να παραλάβει κάτι δέματα για το μαγαζί κι ο ίδιος συνέχισε να εξυπηρετεί τους πελάτες και να υπογράφει χαρτιά. Αργά το μεσημέρι έκλεισαν την αντικερί και ξεκίνησαν για το σπίτι. Πρωτύτερα όμως γύρισαν κάμποσα καταστήματα του Ναυπλίου για να πάρουν κάποια δωράκια της τελευταίας στιγμής. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν υπήρχε χώρος για άλλα πακέτα. Καρτελίτσες με τα ονόματα όλων κρέμονταν σαν άλλα στολίδια πάνω στα κουτιά. Οι περισσότερες έγραφαν το όνομα της Αγνής.

«Τι θα κάνουμε το βράδυ;», πετάχτηκε ο Αλέξανδρος.

«Να βγούμε», πρότεινε η Ζωή.

«Δεν ξέρω…».

Η Φανή κοίταζε το δέντρο αφηρημένη.

«Καλύτερα να μείνουμε εμείς μέσα».

Προσπάθησε ο Χρήστος να βγάλει την αδελφή του από τη δύσκολη θέση.

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα διασκεδάσουμε όλοι μαζί, έστω και με το ζόρι».

«Αλέξανδρε μην επιμένεις».

«Φανή, η Αγνή τρελαινόταν για χορό. Κάθε φορά που σε έβλεπε να χορεύεις το πρόσωπό της φωτιζόταν. Γι’ αυτήν θα το κάνεις».

«Άσε που μπορεί να συναντήσουμε και… ενδιαφέροντα πρόσωπα έξω».

Το υπαινικτικό σχόλιο της Ζωής άγγιξε τη Φανή. Παρόλο που το μυαλό της δεν μπορούσε να φύγει από την κόρη της, αναστατώθηκε στη σκέψη ότι θα συναντούσε τυχαία κάπου έξω τον Μάρκο. Αυτό αρκούσε για να νιώσει την καρδιά της να φτερουγίζει. Ναι, τελικά ήταν έρωτας αυτό που αισθανόταν για αυτόν τον άντρα. Ένας απροσδόκητος, περίεργος έρωτας.

Ακούστηκε η κόρνα του αυτοκινήτου του Αλέξανδρου. Ο Χρήστος περίμενε από ώρα την αδελφή του που ακόμα ήταν στο μπάνιο. Τελικά εμφανίστηκαν στην εξώπορτα. Η Φανή, παρόλο το δράμα που ζούσε, ήταν σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Ο έρωτάς της δεν κρυβόταν. Άφησαν το αυτοκίνητο στο παρκινγκ του λιμανιού και ξεκίνησαν με μια βόλτα στα πλακόστρωτα σοκάκια της παλιάς πόλης του Ναυπλίου. Ασφυκτικά γεμάτα από κόσμο. Αρώματα και χαμόγελα, σκόρπια παντού. Επέλεξαν αρχικά να πάνε για φαί σε ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο της περιοχής. Από τις τζαμαρίες του εστιατορίου φαινόταν το φωτισμένο Μπούρτζι κι η σκοτεινή θάλασσα να το περιβάλλει. Απόλαυσαν τις ιδιαίτερες γκουρμέ γεύσεις που πρόσφερε το μαγαζί και, αφού πλήρωσαν τον λογαριασμό, έφυγαν για ποτό. Όλα τα μπαράκια ήταν γεμάτα κόσμο. Σε κάθε ένα από αυτά σταματούσαν για να χαιρετήσουν γνωστούς και φίλους. Τελικά κατέληξαν σε κάποιο με λάτιν μουσική, επιλογή της Ζωής. Ήπιαν τα ποτά τους και χόρεψαν μέχρι αργά. Η Φανή έριχνε φευγαλέες ματιές στην είσοδο για τον Μάρκο. Δεν εμφανίστηκε πουθενά. Μια έξαψη της στιγμής, ένα φτερούγισμα στο μέρος της καρδιάς, την έκανε να παρακαλέσει την παρέα να επιστρέψουν στο σπίτι. Ένα δώρο της επιφύλασσε η μοίρα για εκείνο το βράδυ. Ένα δώρο που δεν ήταν και τόσο απρόσμενο γιατί βαθιά μέσα της το ήξερε, το γνώριζε, το ένιωθε.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, είδαν τα φώτα του σαλονιού ανοιχτά.

«Κάποιος είναι σπίτι! Τα φώτα είναι ανοικτά», ψιθύρισε ο Χρήστος.

«Μα τα έκλεισα, όταν φύγαμε», πρόσθεσε η Φανή.

«Κάποιος είναι μέσα. Να καλέσουμε την αστυνομία», φώναξε τρομαγμένη η Ζωή.

«Όχι, όχι δεν χρειάζεται… Πάμε κοντά».

Ένα χαμόγελο και μια λάμψη γέμισε το πρόσωπό της Φανής. Ο Αλέξανδρος όμως συνοφρυώθηκε, ιδίως μετά το χτεσινό γεγονός με τον δαίμονα, το οποίο είχε αποκρύψει από όλους. Φοβήθηκε πως κάτι κακό συνέβαινε. Πάρκαραν το αυτοκίνητο λίγο πιο μακριά από το σπίτι κι αθόρυβα πλησίασαν την είσοδο. Αφουγκράστηκαν για κάποιον θόρυβο μα δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Χρήστος ξεκλείδωσε αργά την πόρτα και την άνοιξε. Τίποτα το ύποπτο μέσα στο δωμάτιο, όσο τουλάχιστον έβλεπαν. Ούτε ακουγόταν κάποιος παράξενος θόρυβος. Με το που μπήκαν στο σαλόνι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Υπήρχαν κούτες ανοιγμένες μπροστά από το δέντρο και παιχνίδια στο πάτωμα. Πάνω τους κοιμόταν η Αγνή.