Το πορφυρό χάνι

 OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα. Το κρύο περόνιαζε, έφτανε μέχρι το κόκκαλο. Είχε σουρουπώσει, μα το σκοτάδι είχε απλώσει παντού τα δίχτυα του. Το «Πορφυρό χάνι», το μικρό πανδοχείο στο κέντρο του δάσους, περιτριγυρισμένο από ψηλά πλατάνια, ήταν η μόνη εστία φωτός και ζεστασιάς για τους περαστικούς διαβάτες του πυκνού δάσους.

Η Λίζα, ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, έπλενε τα πιάτα στο μικρό κουζινάκι. Η ξύλινη στόφα λαμπύριζε από την πορτοκαλοκίτρινη θερμότητα. Ξάφνου ένιωσε ένα κρύο ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της. Η πήλινη, βρεγμένη κούπα κύλισε από τα παγωμένα δάκτυλά της κι έγινε θρύψαλα στο πάτωμα.

«Τι έπαθες;». Μπήκε μέσα έντρομη η Αμίνα, αφήνοντας την ψάθινη σκούπα στην ξύλινη κάσα της πόρτας. Η Λίζα είχε ένα βλέμμα απλανές και καμία συναίσθηση με το περιβάλλον. «Λίζα είσαι καλά;». Έτρεξε δίπλα της, μα τα μάτια της ήταν κολλημένα στο παράθυρο, χωρίς να ανοιγοκλείνουν. Η Αμίνα την έπιασε από τους ώμους και μόνο τότε συνήλθε. Γύρισε και την κοίταξε.

«Έρχεται», ψέλλισε μέσα από τα δόντια της.

«Ποιος;», ρώτησε αμήχανα η Αμίνα.

«Α, έλα Αμίνα! Τι έγινε; Έχουμε πελάτη; Ο Ελβίνο επέστρεψε από το χωριό;». η Λίζα χαμογέλασε, σαν να μη συνέβη τίποτα.

«Μήπως είσαι άρρωστη; Τι ασυναρτησίες λες;»

«Μια χαρά είμαι!».

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Ελβίνο με δύο δίχτυα γεμάτα πραμάτειες στα χέρια του. Τα απόθεσε στον ξύλινο πάγκο, πήρε την Αμίνα στα δυνατά του χέρια κι άρχισε να τη στροβιλίζει. Αυτή ούρλιαζε και η Λίζα γελούσε δυνατά.

 

Εκείνο το βράδυ δεν είχαν πελατεία. Παρότι το χωριό ήταν μεστό από κόσμο λόγω της πανήγυρης, το πανδοχείο ήταν ακόμα άδειο. Λογικό, γιατί πάντα το πρώτο βράδυ της εορτής του Χειμερινού ηλιοστασίου ο κόσμος διασκέδαζε και χόρευε ως το πρωί γύρω από της φωτιές. Ύστερα αποκαμωμένος έψαχνε ένα στρώμα για να ξεκουράσει το πονεμένο του κορμί. Η Λίζα με την επιστήθια φίλη της Αμίνα και τον αρραβωνιαστικό της τελευταίας, τον Ελβίνο, κάθονταν μπροστά στο τζάκι και φλυαρούσαν χαρούμενα. Είχε βραδιάσει για τα καλά και οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί. Τους άξιζε λίγος χρόνος χαλάρωσης και ήρεμης διασκέδασης. Η Αμίνα είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του Ελβίνο και η Λίζα, γονατισμένη πάνω στα φαρδιά της φορέματα, έφτιαχνε τη φωτιά στο πέτρινο τζάκι. Για μια ακόμα φορά το βλέμμα της έγινε γυάλινο, βαθύ και απόκοσμο. Σαν υπνοβάτης έστεκε με το χέρι της προτεταμένο στην πύρινη εστία. Ο χώρος μύρισε από καμένη τρίχα. Ο Ελβίνο, βλέποντας την κατάσταση της Λίζας, όρμησε και την τράβηξε από τη φωτιά. Το χέρι της είχε ένα μεγάλο έγκαυμα στις άκρες των δαχτύλων.

«Είσαι τρελή; Τι κάνεις εκεί;», ούρλιαξε ξέψυχος ο Ελβίνο.

«Ήρθε! Είναι κοντά πλέον», ψιθύρισε μηχανικά η Λίζα. Τότε ακούστηκε ο υπόκωφος γδούπος στην πόρτα. Τα χτυπήματα ήταν ρυθμικά, σχεδόν μουσικά. Η Αμίνα σηκώθηκε και κίνησε να ανοίξει. Η πόρτα έτριξε και μπροστά στα μάτια της κοπέλας εμφανίστηκε ένας ψηλός άντρας με κατάλευκη επιδερμίδα, τεράστια μαύρα μάτια, έντονα ζυγωματικά και ένα μεθυστικό χαμόγελο. Η τεράστια μαύρη κάπα του και το ημίψηλο καπέλο του έδειχναν την αριστοκρατική του καταγωγή. Η Αμίνα έμεινε να τον κοιτά μαγεμένη. Ένιωθε σαν να την είχε υπνωτίσει αυτός ο περίεργος άντρας.

«Καλησπέρα! Υπάρχει δωμάτιο για τη βραδιά;». Η φωνή του ήταν μελωδική, σχεδόν χορευτική.

«Πε… περάστε», προσπάθησε με δυσκολία να ανταποκριθεί η κοπέλα.

Οι διαδικασίες ήταν σύντομες. Μια υπογραφή, μια γρήγορη υπόδειξη του δωματίου και ο νεαρός άντρας χάθηκε στο δωμάτιο του, χωρίς καν να ζητήσει τροφή, αφήνοντας μόνο εντυπώσεις πίσω του.

 

«Κόμης;», ρώτησε με περιέργεια ο Ελβίνο. «Και τι κάνει στα μέρη μας;».

«Ναι, Κόμης Ροδόλφο!», απάντησε η Αμίνα. «Δεν ρώτησα! Αυτόν περίμενες Λίζα;».

«Πως σου ήρθε κάτι τέτοιο; Δεν περιμένω κανέναν!», αποκρίθηκε η Λίζα, σχεδόν επιθετικά.

«Μα συνέχεια έλεγες πως έρχεται… ήρθε… σαν να τον περίμενες!».

«Το έχεις χάσει από τον έρωτα μικρή μου», είπε η Λίζα και τα γέλια τους αντήχησαν παντού.

 

Θα πρέπει να ήταν γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, όταν η Αμίνα άκουσε έναν θόρυβο στη  σκάλα. Δεν θέλησε να ξυπνήσει τον Ελβίνο δίπλα της, γι’ αυτό και αποφάσισε να σηκωθεί μονάχη. Φόρεσε τη μάλλινη ρόμπα της και βγήκε από την κάμαρα, νυχοπατώντας. Η Λίζα ανέβαινε τη σκάλα με κινήσεις μηχανικές.

«Λίζα που πας;», ψιθύρισε για να μην ακουστεί. Δεν έλαβε απάντηση. Την παρακολούθησε. Η Λίζα κατευθυνόταν προς την κάμαρα του Κόμη. Τα πόδια της και τα χέρια της κινούνταν σαν να της τα είχαν δέσει με σκοινιά. Σαν μια μικρή μαριονέτα κουκλοθέατρου, όπως αυτές που παρουσίαζαν στην πανήγυρη. Η Αμίνα την πρόλαβε. Κοίταξε το πρόσωπό της και πάγωσε. Τα μάτια της ήταν θολά, άψυχα, λες και είχε αποστραγγιστεί κάθε πνοή ζωής από μέσα της. Κρύφτηκε στη γωνιά του διαδρόμου και απλά κοιτούσε θολωμένη. Η Λίζα χτύπησε τρεις φορές την πόρτα του δωματίου, του άγνωστου άντρα. Ύστερα άνοιξε και μπήκε, αφήνοντας ελαφρώς την πόρτα ανοιχτή. Η Αμίνα κύλησε στις σκιές που έπαιζαν στους τοίχους από τα μισοτελειωμένα κεριά. Πλησίασε την πόρτα κι έχωσε το μικροκαμωμένο προσωπάκι της στο άνοιγμα. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό. Μόνο οι φιγούρες διαγράφονταν αμυδρά. Μισόκλεισε τα μάτια της για να βλέπει καλύτερα. Σχεδόν πόνεσε το κεφάλι της από την προσπάθεια. Το μόνο που είδε ήταν τη μορφή της φίλης της να κάθεται στο κρεβάτι. Δύο χέρια την αγκάλιασαν κι αμέσως μετά… αίμα! Το έντονο του χρώματος γυάλισε στην λάμψη του ενός και μοναδικού κεριού της κάμαρας. Η Αμίνα, τρομοκρατημένη, πισωπάτησε κι ύστερα άρχισε να τρέχει. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου έφτασε στον κοιμισμένο Ελβίνο.

«Σήκω! Σήκω τώρα», ούρλιαξε. «Τη σκότωσε!».

«Ποια; Ποιος; Τι έγινε; Όνειρο έβλεπες;». Ο Ελβίνο μέσα στον ύπνο του δεν ήξερε τι έλεγε.

«Σήκω σου λέω, άνθρωπέ μου! Ο Κόμης σκότωσε τη Λίζα! Κάνε κάτι, σε παρακαλώ!».

Ο Ελβίνο σηκώθηκε αλαφιασμένος. Έτσι, όπως ήταν με τη λευκή ολόσωμη φόρμα του ύπνου άρχισε να τρέχει στον πάνω όροφο. Η Αμίνα αγκάλιασε τη κουβέρτα, δάγκωσε την άκρη της και προσπαθούσε να κατευνάσει το τρέμουλό της. Ήταν αδύνατο. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις, πλησίασε στην άκρη της πόρτας και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Ξαφνικά άκουσε τη βαριά φωνή του Ελβίνο να φωνάζει και μετά έναν γδούπο. Σαν κάτι βαρύ να έπεσε στο πάτωμα. Απόλυτη σιωπή! Η καρδιά της κόντεψε να ξεκολλήσει από τη θέση της. Ένα κύμα από καυτά δάκρια πλημμύρισε τα πράσινα μάτια της. Τα πόδια της είχαν καρφωθεί στο πάτωμα και δεν έλεγαν να κουνηθούν. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και κίνησε προς τη σκάλα. Κάθε σκαλί και λυγμός. Το χειρότερο ήταν πως δεν ακουγόταν τίποτα. Νεκρική σιγή. Πλησίασε το δωμάτιο του Κόμη. Ήταν ακόμα σκοτεινό. Διέκρινε μόνο κάτι υγρό να κυλά μπροστά από την πόρτα. Ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. Όσο έφτανε τόσο πιο ευδιάκριτο γινόταν το άλικο χρώμα. Ήταν αίμα. Κυλούσε σαν μικρό ρυάκι. Όλα τα υπόλοιπα ήταν σαν ένα όνειρο. Μάλλον εφιάλτης. Η μισάνοιχτη πόρτα, ο σκοτεινός χώρος, το αίμα να κυλάει, το κεφάλι του Ελβίνο κομμένο από τη ρίζα με δύο μάτια διάπλατα ανοικτά κι ύστερα… σκοτάδι.

 

Όταν άνοιξε τα βλέφαρά της είχε ξημερώσει. Βρισκόταν στο κρεβάτι της κάμαράς της. Τα παράθυρα, όμως, ήταν ερμητικά κλεισμένα. Σφραγισμένα. Με μια ανάσα πετάχτηκε από τα σεντόνια. Ήλπιζε πως όσες εικόνες έρχονταν στο μυαλό της, σαν χείμαρρος, να ήταν ένας κακός εφιάλτης. Βγήκε από την κάμαρα. Ο χώρος υποδοχής, το ονομαζόμενο γι’ αυτούς σαλόνι, ήταν άδειο. Κρύο, εφόσον η φωτιά είχε σβήσει από ώρες. Έτρεξε με βήματα αλαφιασμένα στην κάμαρα του Κόμη Ροδόλφου. Άνοιξε την πόρτα μεμιάς. Πουθενά αίμα, το κρεβάτι στρωμένο, κανένα κεφάλι στο πάτωμα. Δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε ήταν ανακούφιση ή φόβος δυνατότερος. Κατέβηκε τη σκάλα και παραλίγο να σκοτωθεί. Μπήκε στο κουζινάκι και είδε την Λίζα να ετοιμάζει πρωινό, σιγοσφυρίζοντας.

«Ξύπνησες μικρή μου; Έχω έτοιμο πρωινό!». Η Αμίνα κοίταξε το τραπέζι. Κομμάτια κρέατος σε μια πιατέλα άχνιζαν. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόσο χοντροκομμένα κομμάτια κρέατος.

«Ο Ελβίνο που είναι;», ρώτησε ασθμαίνοντας.

«Έλα κάτσε να φάμε! Κάτσε…».

«Γιατί έχεις όλα τα παράθυρα κλειστά; Δεν υπάρχει πουθενά φως εδώ μέσα!».

Η Λίζα χαμογέλασε και το πρόσωπό της ήταν σαν μια μάσκα πέτρινη. Πλησίαζε αργά την Αμίνα, κοιτώντας την στα μάτια. Το πρόσωπό της γύριζε πότε δεξιά και πότε αριστερά. Οι κινήσεις της απαλές, σαν να βάδιζε στον αέρα. Η Αμίνα κοίταξε το φόρεμά της, που δεν σερνόταν στο έδαφος, όπως συνήθιζε, αλλά ανέμιζε στον αέρα. Ύστερα το βλέμμα της επέστρεψε στα μάτια της φίλης της, που είχαν γίνει κόκκινα σαν το αίμα. Δεν μπορούσε να πάρει τη ματιά της από πάνω της. Δεν μπορούσε να κινηθεί κι αυτή όλο πλησίαζε. Είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Οι αισθήσεις της Αμίνα έγιναν πουπουλένιες. Ένα κύμα ευφορίας την πλημμύρισε κι ύστερα το μόνο που αισθάνθηκε ήταν ένα ελαφρύ τσίμπημα στη βάση του λαιμού…

Νεκτάριος Μπουτεράκος