Προετοιμασία

World_Egypt_Pyramids_at_sunset_007550_ 

Κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Δεν υπήρχε ψυχή. Έβγαλε το ψάθινο σανδάλι κι ακούμπησε τα δάκτυλα στην άκρη του ποταμού. Το νερό ήταν λίγο κρύο. Ο καιρός είχε αρχίσει ήδη να παγώνει. Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν παρακολουθούσε κανείς έβγαλε τον μανδύα και χώθηκε στο δροσερό νερό του Νείλου. Ήταν η μεγάλη μέρα κι με το μπάνιο χαλάρωσε. Βγήκε και ντύθηκε γρήγορα. Έτρεξε στο δωμάτιο που έμενε. Μια γάτα νιαούρισε έξω από την πόρτα. Γονάτισε, της χάιδεψε το κεφάλι κι ύστερα της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Μπήκε μέσα.

Άνοιξε το ψάθινο μπαούλο δίπλα από το στρώμα. Πήρε τη λεπίδα και με γρήγορες κινήσεις ξύρισε το κεφάλι. Πρόσεξε να μην τραυματιστεί. Ύστερα έβγαλε την κόκκινη χένα και την αραίωσε με νερό. Πρόσεξε να περάσει σε όλο το σώμα τη μπογιά. Κατέληξε να έχει μια όμορφη κεραμική απόχρωση. Έπιασε το μαύρο κάρβουνο και με σταθερές κινήσεις το πέρασε πάνω από το μάτι. Έως τους κροτάφους. Ύστερα πύκνωσε τα φρύδια. Τόσο όσο να μην φαίνονται υπερβολικά έντονα. Έχωσε το δάχτυλο μέσα στο πήλινο δοχείο, το οποίο περιείχε τριμμένα φύλλα χρυσού. Πέρασε σαν σκιά πάνω από το μάτι. Οι κινήσεις παρέμεναν σταθερές, τελετουργικές. Εξάλλου τα είχε δοκιμάσει πολλές φορές μέχρι τη μέρα εκείνη. Έπρεπε να ήταν όλα τέλεια.

Αφού τελείωσε με το μακιγιάζ, έβγαλε από το μπαούλο τον γαλάζιο μανδύα με τα χιλιάδες πετράδια. Χρυσά, τυρκουάζ, κόκκινα, πράσινα σκούρα. Ήταν αρκετά βαρύς, αλλά τον έδεσε με δύο μόνο κινήσεις. Ο μανδύας μοσχομύριζε από τα ραντισμένα αρώματα που είχε βάλει εδώ και καιρό. Τέλος τοποθέτησε τη μαύρη μακριά περούκα στο ξυρισμένο κεφάλι. Με μια χρυσή πόρπη έπιασε τα μαλλιά λίγο κάτω από το σβέρκο, ώστε να σχηματίσει μια όμορφη αλογοουρά. Φόρεσε και τα δερμάτινα σανδάλια στα πόδια.

 Όλα ήταν έτοιμα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και βγήκε από το δωμάτιο. Πρόσεξε να μη κυκλοφορεί κανείς εκείνη τη στιγμή στο δρόμο και έτρεξε προς τη κεντρική λεωφόρο, όπου οδηγούσε στην κεντρική πυραμίδα. Χαλάρωσε το βήμα. Πλέον δεν ενδιαφερόταν αν υπήρχε κανείς άλλος εκεί. Απόλαυσε τη διαδρομή και το απογευματινό αεράκι που έτεινε προς το δείλι. Έφτασε στην είσοδο της πυραμίδας. Οι φρουροί υποκλίθηκαν, όπως έκαναν σε κάθε ιερέα. Μπήκε μέσα και κατέβηκε τη σκάλα προς τα έγκατα της γης. Ύστερα ακολούθησε τη διαδρομή που είχε απομνημονεύσει και κατέληξε μπροστά στη βαριά πόρτα της κύριας αίθουσας, όπου βρισκόταν ο φαραώ Τουταγχαμών. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και μπήκε. Ήξερε πως κανένας δεν θα βρισκόταν εκεί. Η ατμόσφαιρα μέσα στην αίθουσα ήταν βαριά, σαν να έλειπε τελείως το οξυγόνο. Έκλεισε τη πόρτα πίσω και πλησίασε τη σαρκοφάγο στο κέντρο της αίθουσας. Τριγύρω χιλιάδες κεραμικά σε όλες τις διαστάσεις γεμάτα από θησαυρούς. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν ενδιαφέρον όσο η ίδια η σαρκοφάγος. Την άνοιξε. Ήταν εκεί. Τυλιγμένος με το λευκό σάβανο, μουμιοποιημένος, αλλά φρέσκος ακόμα. Δεν είχαν περάσει πολλά φεγγάρια από όταν πέθανε.

Έβγαλε την περούκα και τα σανδάλια. Έλυσε το μανδύα και με το εσωτερικό του υφάσματος ξέβαψε τα πάντα από το κορμί. Δεν έμεινε ίχνος σώματος. Απόθεσε όλα όσα φορούσε σε ένα κεραμικό δοχείο. Είχε μείνει όπως είχε έρθει στον κόσμο. Μπήκε στην τεράστια σαρκοφάγο, δίπλα του κι έκλεισε το καπάκι. Εκεί ήταν η θέση της, δίπλα στον άντρα που τόσο είχε αγαπήσει, αλλά οι θεοί τον πήραν. Δεν άντεχε άλλο μακριά του. Τώρα ήταν ευτυχισμένη.

Νεκτάριος Μπουτεράκος